18 Σεπτεμβρίου 2024

Λευκαντί [Σωτήρης Λάμπρου]

Λευκαντί
                                                                                                                                στον Γιάννη Ρίζο

Ελιές και θάμνοι πέρα απ’ τα όνειρα, ψαροταβέρνες πλάι στο ακροθαλάσσι, σώματα γυμνά και πέτρες αρχαίες. Ήταν το τοπίο, η ηδονή του καλοκαιριού, η αρχαία πολιτεία στην ανηφόρα. Ήταν η Ξηρόπολη βήμα βαθύ, το φως έπεφτε κάθετα τονίζοντας το ευγενές του χρόνου. Η λέξις θάμπος χαρακτήριζε το μεσημέρι, ο καύσων κατέκλυζε την Ελλήνων ψυχή. Ο Ιούλιος επεκτεινόταν στη θάλασσα, τραβούσε πλώρη προς το απέραντο. Το νερό ήταν ολόφωτο με τις ψαρόβαρκες στα ρηχά να ροχαλίζουν και οι ανταύγειες τους στον βυθό να κελαρύζουν λίγο κόκκινο, λίγο σκούρο μπλε, έχει ο Θεός συμπόνια. Το δέος τύλιγε την σκέψη σαν μυστήριο βυζαντινής δοξολογίας, σε λίγο θα χτυπούσε η καμπάνα. Τι οίστρος! Τον Θεό στο διάβα σου τον βρίσκεις και τον χάνεις, τον άνθρωπο τον πιστεύεις και με λίκνιζε απαλά η πορεία προς τον αρχαίο τάφο του ήρωα. Η γάτα σκαρφάλωσε στο παράθυρο αφήνοντας τη διαύγεια της ουράς στη γλάστρα με τ’ αντίρρινα, το τοπίο μακάριο έφτανε ακέραιο ως τις όχθες των ημερών μου. Τα σπίτια με τα κεραμίδια μες στο ανεπαίσθητο βουητό της γαλήνης έμοιαζαν σαν πρόσωπα ευτυχίας. Ο αρχαίος τάφος άχνιζε στον ήλιο, ο ορίζοντας σπίθιζε δροσιά, ο θάνατος κοιμόταν πάνω στο ανεπαρκές της δόξας. Ήταν ο τάφος του Βασιλιά, ο ήρωας που με την ευχή των θεών έγινε τέφρα και σκέπασε δυστυχής ευτυχισμένος την ωραία γυναίκα με μεγαλοπρέπεια. Τα τέσσερα άλογα που θάφτηκαν μαζί τους ρουθούνιζαν την αιωνιότητα. Ένας γέροντας αμειδής στην άκρη του δρόμου κάπνιζε, η γαλήνη που τη φύσηξε ένα αμυδρό αεράκι χάθηκε μες στη θέρμη των νερών. Ήταν το Λευκαντί βήματα νιότης, ήταν η ερωτική κυριαρχία της θάλασσας. Την ευφροσύνη περιγράφοντας το τοπίο μπορείς να τη φανταστείς σ’ ένα λιτό λευκό δωμάτιο μ’ ένα κρεβάτι και ένα κορίτσι συντροφιά. Εκεί η ποίηση επανασυνθέτει την αταξία του γαλαξία. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: