Η ΥΨΙΣΤΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Η ποίηση είναι αίνιγμα. Τίποτα απολύτως δε γνωρίζουμε για το αόρατο πνεύμα
που καθοδηγεί το χέρι μας τη στιγμή που το ποίημα γεννιέται απ’ το τίποτα.
Είναι χορός σημαινόντων κι ερωτοτροπία σημαινομένων, ψίθυρος λέξεων που κυματίζουν
εντός μας είτε από μόνες τους είτε εν παρατάξει, κραυγή, παιχνίδι ή ανταρσία.
Και πυροτέχνημα. Πυροτέχνημα εσωτερικής καύσης κι εξωτερικής θέας.
Ποίηση είναι τ’ όνειρο που δεν ξέρει να ξυπνήσει ή ένα όνειρο που διαρκώς
αναβάλλεται. Είναι ν’ ανοίγεις το παράθυρο να πέσεις και να σε σώζει μια
παγωμένη ριπή ανέμου σε μια νύχτα απόλυτης άπνοιας. Να πηγαίνεις στον πόλεμο
χωρίς ελπίδα νίκης ή ήττας, απλώς από ανάγκη να παλέψεις για κάτι. Μόνο στη
μάχη της νιώθεις βολικά, μια οικειότητα τρόμου, μια γλυκύτητα τρέλας, μια
διέγερση πόθου. Μια ψυχική ακροβασία είναι η ποίηση. Για κάθε συνάντηση μαζί
της ανταλλάσσεις λίγο ζωή και λίγο θάνατο. Η γοητεία έγκειται στο ποιος ανάμεσά
σας θα πάρει τι. Είναι η κόκκινη φέτα σελήνη. Ο τρόπος που υπάρχουμε στο περιθώριο
και μια καταφυγή για το παιδί του μέλλοντός μας, το προϊόν μιας εγκεφαλικής
χημικής αντίδρασης ενάντια στη ματαιότητα της ύπαρξης, ενάντια στο δολοφόνο
χρόνο, ένα χαστούκι στο πρόσωπο που χάσαμε πριν το βρούμε, το τελευταίο τσιγάρο
του μελλοθάνατου, η πιτζάμα του ισοβίτη.
Ποίηση είναι εκείνο το Πλήρες, απ’ το οποίο πάντα κάτι θα λείπει. Μια ματιά
πίσω απ’ τις γρίλιες και μια διαρκής πάλη με τον άλλο σου εαυτό. Διάχυτη και
ρευστή, υπάρχει παντού. Μπορεί να υπάρχει σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής, στη
θεατρική σκηνή, στη διατύπωση μιας σκέψης, στον κινηματογράφο, στην αθωότητα
ενός παιδιού, στην τρυφερότητα του ζώου. Και σ’ ένα βιβλίο βέβαια ή σ’ ένα
κομμάτι μουσικό που παραλύει τη σκέψη σ’ έλλογες ερμηνείες. Είναι στον αέρα
πάντοτε, ωσάν το κάτι με τα φτερά της Έμιλυ Ντίκινσον. Ένας αυτόματος
μηχανισμός είναι η ποίηση, σε τοξικό περιβάλλον. Μια άμορφη, ατέλειωτη μάζα,
που άοκνα διασπάται, συντίθεται κι αποσυντίθεται. Είναι ο τρελός λαγός του
Σαχτούρη, η καραμπίνα του Χεμινγουαίη και το περίστροφο του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.
Ποίηση είναι το κάλεσμα του υπέροχου αόριστου, μια φωνή Σαιξπηρικής
στρίγγλας, ο ύστατος των πειρασμών, ίσως ο πιο μεγάλος. Είναι υπόγειο ρεύμα,
μετατροπή του μικρόκοσμου σε Σύμπαν, σαρκασμός, αυτοσαρκασμός, αμφισβήτηση όσο
και πίστη, ταπεινότητα όσο και πείσμα, προσανατολισμός προς το μεγάλο και
διαρκές Ερώτημα. Είναι το κουβάρι της Αριάδνης, τροχός και μάτι και κεφάλι
αρχαγγέλου, κεραυνός και βροχή, μια λέξη κι ένας στίχος που θα τρέξει απ’ το
μελάνι πίσω στο αίμα. Είναι κακή. Καλή. Καλύτερη. Σπουδαία. Μεγαλοφυής. Όλες οι
μορφές της είναι χρήσιμες. Όπως και η ασχήμια, που ταυτοποιεί την έλλειψη της
ομορφιάς.
Ποίηση είναι η προσπάθεια να βρεθείς πρόσωπο με πρόσωπο με το κουκούτσι της
σκέψης, όπου κρύβεται η Ευρυδίκη. Αν είναι απόγνωση, σοφά είναι. Είναι ο
αντίποδας του αυτονόητου, του χρηστικού, της συνήθειας. Έχει μέσα της το σπέρμα
της ανυπακοής. Ποτέ δε γίνεται καθεστώς, αρνείται την ακινησία κι εξοστρακίζει
την προσαρμογή, θαμπώνοντας μέρα-νύχτα τα κουτοπόνηρα μάτια της
πραγματικότητας. Γυμνή περιφέρεται στους κοινόχρηστους χώρους, κοντά σε
ρημαγμένα ένστικτα, πλάι στα κομπρεσέρ, στα πεζοδρόμια, ψάχνοντας έναν λόγο σαν
το πληγωμένο φάντασμα του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Ξέρει ν’ αφουγκράζεται, συμπάσχει,
οργίζεται, δεν ξεχνά να μιλά για Υποτέλεια κι Υπολογισμούς, πνίγεται στην αρένα
και συντρίβεται κάθε στιγμή στα φλεγόμενα πεδία βολής.
Η ποίηση δε μας ανακουφίζει, ούτε παρηγορεί, ούτε καθησυχάζει. Δε
δικαιώνει, δεν εκπολιτίζει, δεν εξωραΐζει. Είναι συνεχής εκχωμάτωση, η
αναζήτηση του άλλου, του πέρα από μας, του άλλου τρόπου, του άλλου χρόνου. Η
ύψιστη επαναστατική πράξη. Η έκρηξη της εσωτερικής έντασης, όπου ο ποιητής
λιγοστεύει για να υπάρξουν μέσα του οι άλλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου