Ο Πρόλογος του Νίκου Καζαντζάκη από τον "Τελευταίο πειρασμό"
Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ, ανεξερεύνητο μυστήριο˙ η λαχτάρα, η τόσο ανθρώπινη, η τόσο υπεράνθρωπη, να φτάσει ο άνθρωπος ως το Θεό — ή, πιο σωστά: να επιστρέψει ο άνθρωπος στο Θεό και να ταυτιστεί μαζί του˙ η νοσταλγία αυτή, η τόσο μυστική και συνάμα τόσο πραγματική, άνοιγε μέσα μου πληγές και πηγές μεγάλες.
Από τη νεότητα μου η πρωταρχική αγωνία μου, από όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες, ήταν τούτη: η ακατάπαυτη, ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνέμα και στη σάρκα.
Μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες σκοτεινές δυνάμες του Πονηρού˙ μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες φωτερές δυνάμες του θεού˙ κι η ψυχή μου ήταν η παλαίστρα όπου οι δυο τούτοι στρατοί χτυπιούνταν κι έσμιγαν.
Αγωνία μεγάλη˙ αγαπούσα το σώμα μου, και δεν ήθελα να χαθεί˙ αγαπούσα την ψυχή μου, και δεν ήθελα να ξεπέσει˙ μάχουμουν να φιλιώσω τις δυο αυτές αντίδρομες κοσμογονικές δυνάμες, να νιώσουν πώς δεν είναι οχτροί, είναι συνεργάτες, και να χαρούν, να χαρώ κι εγώ μαζί τους, την αρμονία.
Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος, σάρκα και πνέμα˙ να γιατί το μυστήριο του Χρίστου δεν είναι μονάχα μυστήριο μιας ορισμένης θρησκείας˙ είναι πανανθρώπινο˙ σε κάθε άνθρωπο ξεσπάει η πάλη Θεού κι ανθρώπου, και συνάμα η λαχτάρα της φίλιωσης. Τις περισσότερες φορές η πάλη αυτή είναι ασύνειδη, βαστάει λίγο, δεν αντέχει μια αδύνατη ψυχή ν’ αντιστέκεται καιρό πολύ στη σάρκα˙ βαραίνει, γίνεται κι αυτή σάρκα, κι ο αγώνας παίρνει τέλος. Μα στους υπεύθυνους ανθρώπους, που έχουν μερόνυχτα καρφωμένα τα μάτια τους στο ανώτατο Χρέος, η πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα ξεσπάει χωρίς έλεος και μπορεί να βαστάξει ως το θάνατο.
Όσο πιο δυνατή η ψυχή κι η σάρκα, τόσο κι η πάλη πιο γόνιμη κι η τελική αρμονία πιο πλούσια. Δεν αγαπάει ο Θεός τις αδύνατες ψυχές και τις πλαδαρές σάρκες. Το πνέμα θέλει να ‘χει να παλέψει με δυνατή, γεμάτη αντίσταση σάρκα˙ είναι πουλί σαρκοβόρο, που ακατάπαυτα πεινάει, τρώει σάρκα και την εξαφανίζει αφομοιώνοντας τη.
Πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα, ανταρσία κι αντίσταση, φίλιωση κι υποταγή, και τέλος, ανώτατος σκοπός της πάλης, η ένωση με το Θεό — να ο ανήφορος που πήρε ο Χριστός και μας καλεί να πάρουμε κι εμείς ακολουθώντας τα αιματωμένα του αχνάρια.
Πώς να κινήσουμε κι εμείς για την ανώτατη αυτή κορφή, όπου, πρωτότοκος υιός της σωτηρίας, έφτασε ο Χριστός — να το ανώτατο Χρέος του αγωνιζόμενου ανθρώπου.
Ανάγκη λοιπόν, για να μπορούμε να τον ακολουθήσουμε, βαθιά να ξέρουμε τον αγώνα του, να ζήσουμε την αγωνία του, πώς νίκησε τις ανθισμένες παγίδες της γης, πώς θυσίασε τις μεγάλες και τις μικρές χάρες του ανθρώπου κι ανέβηκε, από θυσία σε θυσία, από άθλο σε άθλο, στην κορυφή της άθλησης, στο Σταυρό.
Ποτέ δεν ακολούθησα με τόσο τρόμο την αιματωμένη πορεία του στο Γολγοθά, ποτέ δεν έζησα με τόση ένταση, με τόση κατανόηση κι αγάπη το Βίο και τα Πάθη του Χρίστου, όσο τις μέρες και τις νύχτες που έγραφα τον Τελευταίο Πειρασμό. Γράφοντας την εξομολόγηση ετούτη της αγωνίας και της μεγάλης ελπίδας του ανθρώπου ήμουν συγκινημένος τόσο που τα μάτια μου βούρκωναν˙ δεν είχα νιώσει ποτέ με τόση γλύκα, με τόσο πόνο να πέφτει στάλα στάλα το αίμα του Χρίστου στην καρδιά μου.
Γιατί ο Χριστός, για ν’ ανέβει στην κορυφή της Θυσίας, στο Σταυρό, στην κορυφή της εξαΰλωσης, στο Θεό, πέρασε όλα τα στάδια του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Όλα, και γι’ αυτό κι ο πόνος του μας είναι τόσο γνώριμος και τον πονούμε, κι η τελική νίκη του μας φαίνεται τόσο και δικιά μας μελλούμενη νίκη. Ό,τι είχε βαθιά ανθρώπινο ο Χριστός μας βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του σα να ‘ταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δε θα μπορούσε ποτέ με τόση σιγουράδα και τρυφερότητα να αγγίξει την καρδιά μας˙ και δε θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας. Αγωνιζόμαστε κι εμείς, τον βλέπουμε κι αυτόν να αγωνίζεται και παίρνουμε κουράγιο˙ βλέπουμε, δεν είμαστε ολομόναχοι στον κόσμο, αγωνίζεται κι αυτός μαζί μας.
Η κάθε στιγμή του Χρίστου είναι αγώνας και νίκη. Νίκησε την ακαταμάχητη γοητεία της απλής ανθρώπινης χαράς, νίκησε τους πειρασμούς, μετουσίωνε ολοένα τη σάρκα σε πνέμα κι ανηφόριζε˙ έφτασε στην κορφή του Γολγοθά, ανέβηκε στο Σταυρό.
Μα κι εκεί ο αγώνας του δεν τέλειωσε˙ απάνω στο Σταυρό τον περίμενε ο Πειρασμός, ο Τελευταίος Πειρασμός˙ σε μια βίαιη αστραπή άπλωσε το πνέμα του Πονηρού μπροστά από τα λιποθυμισμένα μάτια του Σταυρωμένου το πλανερό όραμα μιας γαλήνιας, ευτυχισμένης ζωής: είχε πάρει, λέει, έτσι του φάνηκε, τον εύκολο στρωτό δρόμο του ανθρώπου, είχε παντρευτεί, είχε κάμει παιδιά, τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν οι άνθρωποι˙ και τώρα, γέρος πια, κάθουνταν στο κατώφλι του σπιτιού του, θυμόταν τις λαχτάρες της νιότης του και χαμογελούσε ευχαριστημένος˙ τι καλά, τι φρόνιμα που έκαμε και πήρε το δρόμο του ανθρώπου, και τι παραφροσύνη ήταν εκείνη να θέλει, λέει, να σώσει τον κόσμο! Τί χαρά που γλίτωσε από τις κακουχίες, το μαρτύριο και το Σταυρό!
Να ποιος ήταν ο τελευταίος πειρασμός που ήρθε, σε μιαν αστραπή, να ταράξει τις στερνές στιγμές του Σωτήρα.
Μα ολομεμιάς τίναξε ο Χριστός το κεφάλι, άνοιξε τα μάτια, είδε˙ όχι, όχι, δεν πρόδωκε, δόξα σοι ο Θεός, δε λιποτάχτησε, εξετέλεσε την αποστολή που του μπιστεύτηκε ο Θεός, δεν παντρεύτηκε, δεν έζησε ευτυχισμένος, έφτασε στην κορυφή της θυσίας, βρίσκεται καρφωμένος απάνω στο Σταυρό.
Έκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος˙ και τότε ακούστηκε θριαμβευτικιά η κραυγή: «Τετέλεσται!»
Δηλαδή τέλεψα το χρέος μου, σταυρώθηκα, δεν έπεσα στον πειρασμό.
Για να δώσω ένα ανώτατο πρότυπο στον αγωνιζόμενο άνθρωπο, για να δείξω πως δεν πρέπει να φοβάται τον πόνο, τον πειρασμό και το θάνατο, γιατί όλα αυτά μπορεί να νικηθούν, νικήθηκαν κιόλα, γράφτηκε το βιβλίο ετούτο. Ο Χριστός πόνεσε, κι από τότε ό πόνος άγιασε˙ πολέμησε, ως την τελευταία στιγμή, ο Πειρασμός να τον πλανέψει, κι ο Πειρασμός νικήθηκε˙ σταυρώθηκε ο Χριστός, κι από τότε νικήθηκε ό θάνατος.
Κάθε εμπόδιο στην πορεία του γίνουνταν αφορμή κι ορόσημο νίκης˙ έχουμε πια ένα πρότυπο μπροστά μας, που μας ανοίγει το δρόμο και μας δίνει κουράγιο.
Το βιβλίο τούτο δεν είναι βιογραφία, είναι εξομολόγηση του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Δημοσιεύοντάς το έκαμα το χρέος μου˙ το χρέος ενός ανθρώπου που πολύ αγωνίστηκε, πολύ πικράθηκε στη ζωή του και πολύ έλπισε. Είμαι βέβαιος πως κάθε λεύτερος άνθρωπος που θα διαβάσει το βιβλίο ετούτο, το γεμάτο αγάπη, θ’ αγαπήσει περισσότερο παρά ποτέ, καλύτερα παρά ποτέ, το Χριστό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου