Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ
Σηκώθηκε πρωί πρωί, ντύθηκε τα καλά της, στολίστηκε και τράβηξε για το σχολειό.
Η μάνα της απόρησε σαν την είδε αλλά δε μίλησε. Μόνο δάγκασε τα χείλια της και την θωρούσε με γουρλωμένα μάτια.
Επτά χρονώ όλη κι όλη και να κάνει τέτοια καμώματα. Που ακούστηκε σ' όλο το χωριό, όλα τα χρόνια που θυμόταν τέτοιο πράμα.
Τι θα λεγε πάλι του αντρός της σαν του τα σφύριζαν στον καφενέ.
Την κάλυψε μια, τον ξεγέλασε δυο, μα τώρα νισάφι πια, πάγαινε μακριά η βαλίτσα. Το' χε παρατραβήξει το σχοινί.
Α, θα την έπιανε απ' το μαλλί μόλις γύριζε, θα της έστριβε τ' αυτί να νιώσει πως το παραξήλωσε.
Επιτέλους! Κάθε πράμα έχει τον καιρό του και τη θέση του.
Τι την έπιασε και μας παριστάνει την κυρία; Έχει μπροστά της καιρό για τέτοια.
Τώρα δουλειά της είναι τα γράμματα.
Μωρό παιδί και να τρώγεται με τις σάρκες του. Ντροπής πράματα.
Έγινε μεσημέρι, έφτασε απόγιομα, πουθενά την.
Φούριαξε η μάνα της, έφαγε τον κόσμο να ρωτά και να ψάχνει.
Σήκωσε στο πόδι όλο το χωριό.
Αργά πια, πάνω στο μέλωμα τ' ουρανού, την ήβραν να κάθεται στο γιαλό πετώντας βότσαλα.
Τι κάνεις εδώ μωρή! Ούρλιαξε η μάνα της.
Τίποτα μάνα μου, τίποτα, μπαλώνω τη θάλασσα μέσα μου.
Πηγή: drasivrilissia.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου