Σε βρίσκει η πίεση
Ήρθανε κι ήρθαν γραμματείς
ήρθανε φαρισαίοι,
ήρθανε συναξαριστές
ήρθανε και αθέοι...
Γνώριμοι κι όλοι οι πρόεδροι
προστάτες με προστάτη,
μα με τα κάλλη σου εσύ
εξπέρ στη φρεναπάτη...
Κι αν τα γραπτά, όσα πλάσαρες
είν' για τα πανηγύρια,
τα μέλη που σε πρότειναν
όμως γερά ποτήρια...
Τα μέλη σου, αχ τα μέλη σου!
και άγιο κολάζουν,
ποιος τη γαμεί την ποίηση
λεν σαν τα χαλβαδιάζουν...
Η ποίηση κι η πίεση
μία ανάσα δρόμος,
δυο επιφωνήματα ηδονής
και ένας νεκροτόμος.
Το κλείσιμο
Μπήκε στο φούρνο αργά το βράδυ, λίγο πριν το κλείσιμο. Η υπάλληλος κάτι πρέπει να βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια. Ένα κομμάτι πίτσα, όλο κι όλο, στη βιτρίνα. Το πήρε και κατηφόρισε προς παραλία. Βολεύτηκε, τρόπος του λέγειν, στον τεράστιο τσιμεντένιο πάγκο, κουκουλωμένος ως τ’ αυτιά. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή μ’ αυτό το ξεροβόρι. Μόνο, πού και πού, κανένας ποδηλάτης αναβόσβηνε από μακριά, περνούσε σκυφτός, και χανόταν προς την άλλη μεριά της πόλης. Ο κώλος του είχε παγώσει. Η πίτσα επίσης. Έσπαγες τα δόντια σου σ’ αυτό το παλιόπραμα. Κάποιος αδεσποτάκος τον πλησίασε, με βλέμμα αγίου, κουνώντας αργά την ουρά. Τώρα έγλυφε το ξεροκόμματο και τα μάτια του έλαμπαν. Έμεινε δίπλα του άλλο ένα τέταρτο, άλλη μισή ώρα... Ούτε ποδηλάτες! Έκανε τσιγάρο. Έκανε δεύτερο. Κόπασαν πια οι ήχοι των αυτοκινήτων, από την κοντινή λεωφόρο. Σηκώθηκε, απαλά του χάιδεψε το κεφάλι, τη μουσούδα, κι αποχαιρέτησε.
Από τη νέα συλλογή ποιημάτων του: Στίχοι για υγρούς θανάτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου