...Καημένε Αθανασόπουλε, τι σούμελλε να πάθεις,
Από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις…
Το τραγούδι αναφέρεται σε μία πραγματική ιστορία του 1931: Πεθερά, μάνα, και ανιψιός σκότωσαν και τεμάχισαν “τον καημένο Αθανασόπουλο”. Ενώ θα καταδικαστούν σε θάνατο (μάνα και κόρη) και ισόβια δεσμά (ανιψιός), η Μάνα και η κόρη θα περάσουν “άνετα” στη φυλακή, επειδή ο διοικητής των φυλακών θα ερωτευτεί την κόρη (τη Φούλα) και το 1942 θα τους απελευθερώσουν (με τη βοήθεια του ερωτύλου διοικητή) οι Γερμανοί. Η Φούλα θα ξαναπαντρευτεί κάποιον συνταγματάρχη, η μάνα της, στα γεράματα, θα τρελαθεί και ανιψιός θα καταλήξει στο Δρομοκαΐτειο. Τελικά, μόνο “ο καημένος ο Αθανασόπουλος” την πλήρωσε.
Έγκλημα στου Χαροκόπου
Ήταν νύχτα της 3ης προς 4η Γενάρη του 1931. Παγωνιά. Το σπίτι στη συμβολή των οδών Θησέως και Αγ. Πάντων, στου Χαροκόπου ήταν σκοτεινό. Πίσω από τους τοίχους του, όμως, διαπράττονταν ένας βιασμός. Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος, εργολάβος, βίαζε παρά φύσει τη σύζυγό του Φούλα. Ο Αθανασόπουλος, αμετανόητος γυναικάς με ελαστικότατη συνείδηση, είχε αγανακτήσει με τη γυναίκα του που του αρνιόταν κάτι, που άλλες του έδιναν πρόθυμα. Μεταξύ αυτών και η μητέρα της συζύγου του και πεθερά του! Ήταν η τελευταία φορά που θα επιδίδονταν σε σεξουαλική πράξη. Την επομένη θα ήταν νεκρός.
Η Φούλα Αθανασοπούλου, πανέμορφη και δροσερή στα 25 της, είχε παντρευτεί τον Αθανασόπουλο απογοητεύοντας στρατιές θαυμαστών. Ο Αθανασόπουλος, κατά πάσα πιθανότητα, διατηρούσε σχέση με τη μητέρα της, Άρτεμη Κάστρου, μια ακόλαστη και άνευ φραγμών 45χρονη γυναίκα, η οποία δεν δίστασε να παντρέψει την κόρη της με τον εραστή της. Και το χειρότερο είναι πως, εξακολούθησε να έχει περιστασιακές ερωτικές σχέσεις με το γαμπρό της.
Εκείνη τη νύχτα ο Αθανασόπουλος ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Κακοποίησε βάναυσα τη Φούλα, η οποία κατόρθωσε να του ξεφύγει και να ζητήσει βοήθεια από τη μητέρα της. Η αντίστροφη μέτρηση για τον Αθανασόπουλο είχε αρχίσει.
Η Κάστρου αποφάσισε την εκτέλεση του Αθανασόπουλου. Δεν είπε τίποτα στην κόρη της. Συνεννοήθηκε με τον 18χρονο Δημήτρη Μοσκιό, ανηψιό της, ερωτοχτυπημένο με την όμορφη Φούλα, και διανοητικά ασταθή. Ίσως να τον έπεισε λέγοντάς του πως μετά το φονικό, η Φούλα θα ήταν ελεύθερη για εκείνον να τη διεκδικήσει. Σημασία έχει πως ό,τι του είπε, τον έπεισε. Φρόντισε να τον μεθύσει με ούζο και ο Δημήτρης Μοσκιός απείχε ελάχιστα από το να γίνει δολοφόνος.
5 Γενάρη 1931. Στο σπίτι στου Χαροκόπου ο Αθανασόπουλος κοιμάται. Ο Μοσκιός τον πυροβολεί και τον σκοτώνει. Η Φούλα παρακολουθεί, χωρίς να συμμετέχει, αλλά και χωρίς να παρεμποδίζει το έγκλημα. Με παρότρυνση της Κάστρου και με τη βοήθεια της 38χρονης Γιαννούλας Μπέλλου, υπηρέτριας του σπιτιού, βάζουν φωτιά στο πτώμα του Αθανασόπουλου. Ο καπνός και η έντονη μυρωδιά, όμως, τις αναγκάζουν να σταματήσουν. Το πτώμα τεμαχίζεται, γίνεται πακέτα και παραδίδεται στον Σπύρο Μαγουλόπουλο, θαυμαστή επίσης της Φούλας για να το ξεφορτωθεί. Αυτός τα δίνει στον καραγωγέα Γιώργο Κορναράκη, με την εντολή να τα πετάξει στο ρέμα του Ιλισσού. Έτσι και έγινε.
Για κακή τους τύχη, τα μακάβρια δέματα σκαλώνουν στις όχθες του ποταμού, όπου τα ανακαλύπτει διερχόμενος διαβάτης. Ειδοποιείται η αστυνομία. Η αποκάλυψη των ενόχων δεν είναι μακριά.
Το έγκλημα στου Χαροκόπου έπεσε σαν βόμβα στην Αθηναϊκή κοινωνία και συντάραξε ολόκληρη της Ελλάδα, που προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της από την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μάλιστα, ξεπέρασε τα όρια της χώρας και ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο. Την πολύκροτη δίκη των κατηγορουμένων παρακολούθησαν και πολλοί ξένοι ανταποκριτές.
Η δίκη θα κρατήσει αρκετούς μήνες. Κατηγορούμενοι είναι η Κάστρου, η Φούλα, ο Μοσκιός, η Μπέλλου, ο Μαγουλόπουλος, ένας ανηψιός του και ο Κορναράκης. Οι αστικές εφημερίδες της εποχής (1931-1932) πέτυχαν το «λαβράκι», για να τονίσουν την αναιμική κυκλοφορία τους. Η δίκη πρόσφερε οχτάστηλα και πολλές σελίδες πρακτικά, που κρατούσαν συντάκτες με όλες τις πικάντικες λεπτομέρειες και άφθονο φωτορεπορτάζ. Ο φακός «ζούμαρε» πάνω στην πανέμορφη Φούλα, στην «μέγαιρα» Κάστρου και στον αμίλητο ανιψιό, το Μοσκιό, που ήδη είχε καταρρεύσει και χαθεί μέσα στην παράνοιά του.
Οι καταδίκες ήταν βαριές.
1) Άρτεμις Κάστρου, σύζυγος Παναγιώτου, ετών 45, εις θάνατον.
2) Σοφία Αθανασοπούλου, σύζυγος Δημητρίου, ετών 25, εις θάνατον.
3) Γιαννούλα Μπέλλου του Γεωργίου, ετών 38, εις ισόβια δεσμά.
4) Δημήτριος Μοσκιός του Περικλέους ετών 18, κάθειρξις 20 ετών.
5) Σπύρος Μαγουλόπουλος, κάθειρξις 18 μηνών.
6)Αντώνιος Μαγουλόπουλος, ετών 23, αθώος.
7) Κορναράκης Γεώργιος , ετών 34, αθώος.
Η Φούλα και η μητέρα της οδηγούνται στις φυλακές. Δεν θα μείνουν εκεί για περισσότερα από δέκα χρόνια. Ο Διευθυντής των φυλακών, ερωτεύεται τη Φούλα , την προστατεύει και κάνει τα πάντα για να περνάει καλά στη φυλακή. Με τον ίδιο τρόπο «βολεύεται» και η Κάστρου.
Η Κατοχή και η πρώτη κυβέρνηση των κουίσλιγκ, με πρωθυπουργό τον Τσολάκογλου, θα βγάλει με διάταγμά της από τις φυλακές τους βαρυποινίτες (υπουργός της Δικαιοσύνης ο Αντ. Λιβιεράτος) και στην περίπτωση αυτή μπήκαν κι η Φούλα μαζί με τη μάνα της, μολονότι είχαν θανατική καταδίκη. Σ’ αυτό συνετέλεσε τα μέγιστα ο ερωτευμένος Διευθυντής των φυλακών, που ήταν και συγγενής του Τσολάκογλου.
Η αποφυλάκιση, από την κυβέρνηση του Τσολάκογλου, όλων των καταδικασμένων και σε θάνατο ακόμη, κάνει πιο εξοργιστικό, εγκληματικό, αυτό που έγινε, δυο μήνες πρωτύτερα (Απρίλης 1941) με την κυβέρνηση Τσουδερού, που όλα τα της διαφυγής τους προβλήματα τα ρύθμισαν και, πρώτα απ’ όλα, το χρυσάφι και ξέχασαν ένα: τους κομμουνιστές, τους έγκλειστους δεσμώτες της Ακροναυπλίας, της Ανάφης… Κι όχι μόνο τους παράδωσαν με πρωτόκολλα και σφραγίδες, αλλά τους έδωσαν επίσης και όλα τα σχετικά ντοκουμέντα, καταλόγους και άλλα εμπιστευτικά, όπως είχε προστάξει η φασιστική μαφία της κυβέρνησης. Οι κομμουνιστές παραδόθηκαν στους δημίους τους.
Μάνα και κόρη αποφυλακίζονται. Η Φούλα παντρεύεται όχι τον Διευθυντή των φυλακών, αλλά έναν συνταγματάρχη, τον Αγαπητό Κομήτη. Υπήρξε υποδειγματική σύζυγος και πέθανε το 1971από καρδιά. Ένα χρόνο αργότερα πέθανε και ο σύντροφός της Η Κάστρου υπέφερε πολύ στα τελευταία της, που τα πέρασε κατάκοιτη στο κρεβάτι, τρελάθηκε και πέθανε το 1956. Ο Μοσκιός είχε πεθάνει νωρίτερα, αφού είχε εισαχθεί στο Δρομοκαΐτειο. Η πνευματική του υγεία διαταράχθηκε ανεπανόρθωτα από το φόνο. Η Γιαννούλα Λάμπρου, μετά την αποφυλάκισή της, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια.
Το έγκλημα στου Χαροκόπου ήταν τόσο ειδεχθές και απεχθές, που ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά. Έγινε ακόμη και τραγούδι, σε στίχους του Γιακουμή Μοντανάρη και μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Κώστας Φέρρης αφηγείται χαρακτηριστικά:
«Το “Τραγούδι του Αθανασόπουλου” του Γιακουμή Μοντανάρη, έχει το μεγαλύτερο ρεκόρ πωλήσεων για πάντα, “κατ’ αναλογίαν”. Πούλησε δηλαδή περισσότερους δίσκους, απ’ όσα γραμμόφωνα υπήρχαν τότε στην Ελλάδα για να το παίξουν. Λέγεται πως όλοι οι γαμπροί που είχαν κακές πεθερές, έστηναν γλέντι, και στο τέλος “σπάγανε το δίσκο” στα πόδια της πεθεράς! Λένε επίσης πως απ’ αυτό προέρχεται και η φράση “θα σπάσω πλάκα”. (υπάρχει και διαφορετική ερμηνεία εδώ) Έχει δε ως εξής:»
Η Κακούργα Πεθερά
Στίχοι: Ιάκωβου Μοντανάρη
Μουσική: Μάρκου Βαμβακάρη
Στου Χαροκόπου τα στενά, μια μικροπαντρεμένη
Εσκότωσε τον άντρα της βρε η δαιμονισμένη.
Στον ύπνο που κοιμότανε, μάνα και θυγατέρα,
Εβάλανε τον ανηψιό και τούριξε τη σφαίρα.
Κι η Φούλα τότε φώναξε: «Μάνα μου, πως σπαράζει
Κι η μάνα της της απαντά: «Πνίχτε τον!» Και διατάζει!
– Βάλτε φωτιά και κάφτε τον, και κάντε τον κομμάτια,
κι εμπρός να τον πετάξουμε, να μη μας δούμε μάτια.»
Τότε τον πήραν σέρνοντας, στη σκάφη τον πετάνε,
Φωτιά του βάζουν να καεί. Στέκονται, τον κοιτάνε.
Πω, πω! Καπνός και μυρουδιά, σβήστε τον, θα πιαστούμε.
Κομμάτια να τον κάνουμε, έτσι θα σκεπαστούμε!
Με μια καρδιά μαρμάρινη, τον έκανε κομμάτια,
Με τέχνη και υπομονή ανύποπτα δεμάτια.
Και νύχτα τα πετάξανε στο ρέμα, να τα πάρει,
Μ’ αυτά στην άκρη στάθηκαν, Θεού ‘τανε η χάρη.
Για να πιαστούν οι αίτιοι, πραγματικοί φονιάδες,
Κι όχι ο γιατρός, ο φίλος του, κι οι δύο φιλενάδες.
Ένας διαβάτης που περνά, περίεργα κοιτάζει.
Τι νάναι αυτά τα δέματα; Κακό στο νου του βάζει.
Του αστυνόμου μίλησε. Στο ρέμα πάνε πάλι.
Τα δέματα ανοίξανε, βλέπουν κορμί, κεφάλι.
Ανατριχιάζουν κι έφριξαν, σαν είδανε ανθρώπου
Κορμί, κεφάλι, δέματα να είναι τέτοιου τρόπου.
Κι η αστυνομία άρχισε, οι κύριοι Κουτουμάρης,
Λεονταρίνης και λοιποί, που πρώτος είναι ο Άρης
Που έριξε όλο το φως στην εγκληματική,
Και τους τσακώσαν όλους τους κι είναι στη φυλακή.
Βρε Φούλα, δεν εσκέφτηκες, δεν πόνεσε η καρδιά σου
Τον άντρα σου, τα νειάτα σου, τα άμοιρα παιδιά σου
Βρε Φούλα πως εβάσταξες, και πως βαστάς ακόμα
Εσύ νάσαι στη φυλακή κι ο άντρας σου στο χώμα
Και συ, κακούργα πεθερά, τους πήρες στο λαιμό σου
Την κόρη σου, τον ανεψιό, τη δούλα, το γαμπρό σου.
Καϋμένε Αθανασόπουλε, τι σούμελλε να πάθεις,
Από κακούργα πεθερά τα νειάτα σου να χάσεις.
Σαν τόμαθε η μανούλα του, κλίνουν τα γόνατά της,
Και πέφτει κάτω αναίσθητη μες στην αυλόπορτά της.
Ωσάν το ψάρι σπαρταρά και σαστισμένη κράζει:
– Τον γιό μου εσκοτώσανε! Πω! Πω! Κι αναστενάζει.
Φωνή, αντάρα, κλάματα, δάκρυα σαν ποτάμι
Εγέμισαν τα στήθη της και τρέμει σαν καλάμι.
Μάνα, γλυκειά μανούλα μου, πάψε τα δάκρυά σου,
Και πάρε τα παιδάκια μου μέσα στην αγκαλιά σου.
Αυτά θα έχεις πια παιδιά. Μένα λησμόνησέ με.
Κάνε σταυρό στην Παναγιά. Μάνα! Συγχώρεσέ με!
-Το τραγούδι, που κυκλοφόρησε με τον Αντ. Νταλγκά (ηχογραφήσεις), τον Κ. Νούρο, τη Ρ. Εσκενάζη, την Μαρίκα Πολίτισσα και την Ζωή Κασιμάτη, υπολογίζεται ότι πούλησε 250.000 δίσκους. Η σύνθεση της ορχήστρας είναι κιθάρα, τσέμπαλο και βιολί. Η μελωδία ακολουθεί την κλίμακα του Κιουρντί.
Για το έγκλημα αυτό έχουν γραφτεί ακόμη δυο τραγούδια:
1) “Το παράπονο του Μοσκιού” του Ν. Στάθμα (δίσκος Odeon GA 1576 του 1931)
2)”Πεθερά και Φούλα στη φυλακή” του Τέτου Δημητριάδη (δίσκος Orthophonic S-618, που ηχογραφήθηκε στις 12 Μαΐου 1932 στη Νέα Υόρκη).
Η διαμάχη για το βιβλίο
Εβδομήντα χρόνια μετά την τέλεσή του, η ιστορία αναβίωσε και τα πρόσωπα-πρωταγωνιστές του στυγερού εγκλήματος που πια δεν βρίσκονται στη ζωή «ζωντάνεψαν» μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του δημοσιογράφου κ. Τάσου Κοντογιαννίδη που έψαξε, ερεύνησε, κατέγραψε και συγκέντρωσε ενδιαφέροντα στοιχεία. Το βιβλίο έτυχε πολύ καλής αποδοχής από το αναγνωστικό κοινό και το μόνο που δεν περίμενε ο συγγραφέας του ήταν… αγωγή «για προσβολή μνήμης τεθνεώτων και πρόκληση ψυχικής οδύνης» – από απογόνους της οικογένειας του θύματος που ζήτησαν την απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου αλλά και αποζημίωση 600.000 ευρώ.
H Φούλα είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά με τον Δημήτρη Αθανασόπουλο αλλά μόνο ένα επέζησε, το μικρότερο αγόρι, που ήταν αβάπτιστο και πήρε το όνομά του. H κόρη του νεώτερου Δημήτρη Αθανασόπουλου, Κατερίνα, και η σύζυγός του Ζαχαρούλα είναι οι απόγονοι του μεγαλοεργολάβου που έκαναν την αγωγή εναντίον του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη και των εκδόσεων «Άγκυρα».
«Το βιβλίο μου “Το έγκλημα στου Χαροκόπου” κυκλοφόρησε πριν από δύο χρόνια (το 2010). Λίγους μήνες αργότερα, ήρθε και η… αγωγή που συζητήθηκε στις 25 Σεπτέμβρη», λέει στα «NEA» ο κ. Κοντογιαννίδης ενώ η απόφαση αναμένεται έως το τέλος του μήνα.
Όπως προσθέτει, ακόμη και το τραγούδι που αναφερόταν στο έγκλημα «πλήγωνε τον πατέρα της Φούλας, τον Παναγιώτη Κάστρο, που ήταν εγκατεστημένος στον Καναδά. Έστειλε λοιπόν το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 3.000.000 δραχμών στην κυβέρνηση – μέσω του Γενικού Προξένου στο Βανκούβερ – για να απαγορεύσει το τραγούδι. Κάτι που δεν πέτυχε, αφού το τραγουδούσε ήδη όλη η Ελλάδα…».
Τελικά κρίθηκε «αθώο» το περιεχόμενο του βιβλίου, για το οποίο, ο συγγραφέας, είχε πρωτοδίκως καταδικαστεί να καταβάλει 100.000 ευρώ αποζημίωση στους συγγενείς των πρωταγωνιστών της υπόθεσης.
Το Εφετείο της Αθήνας που δικαίωσε τον δημοσιογράφο αναφέρει στην απόφασή του: «Ο Τάσος Κοντογιαννίδης κινούμενος αποκλειστικά από δημοσιογραφικό ενδιαφέρον τήρησε τις επιβαλλόμενες από το επάγγελμά του υποχρεώσεις προς ανεύρεση της ιστορικής αλήθειας, ο τρόπος δε της εκδήλωσης του ενδιαφέροντός του ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για την ενημέρωση του κοινού».
Στην αγωγή οι συγγενείς των πρωταγωνιστών της ιστορίας υποστήριζαν πως το περιεχόμενο του επίμαχου βιβλίου συνιστά προσβολή για τη μνήμη των δύο πρωταγωνιστριών και διεκδικούσαν αποζημίωση 600.000 ευρώ. Σε πρώτο βαθμό το δικαστήριο είχε κάνει δεκτή την αγωγή τους και είχε επιδικάσει υπέρ τους 100.000 ευρώ αποζημίωση, αλλά το Εφετείο έκρινε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος αποζημίωσής τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου