22 Δεκεμβρίου 2024

Ευγένεια και χυδαιότητα [Friedrich Nietzsche, από το έργο του «Η Θεωρία του Σκοπού της Ζωής», μετ. Χρύσα Αντωνίου]

ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΧΥΔΑΙΟΤΗΤΑ

Οι χυδαίοι άνθρωποι βλέπουν τα ευγενικά και γενναιόφρονα αισθήματα σαν κάτι να τους λείπει, να τους λείπει η ορθότητα, άρα — να τους λείπει —, η αληθοφάνεια: όταν μιλούν γι' αυτό, κλείνουν πονηρά το μάτι, σα να λένε: «κάποιο συμφέρον υπάρχει κρυμμένο πίσω απ’ αυτό• δεν μπορεί να δει κανείς τι υπάρχει μέσα σε όλα τα πράγματα», και υποψιάζονται πως το ευγενικό πλάσμα γυρεύει να κερδίσει κάτι μ’ έναν ελιγμό. Όταν όμως πεισθούν, με αναμφισβήτητο τρόπο, πως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει καμιά εγωιστική πρόθεση, και πως περιφρονεί το μικρό κέρδος, τότε βλέπουν τον άνθρωπο αυτό σαν ένα τρελό: του δείχνουν περιφρόνηση όταν τον βλέπουν να χαίρεται και γελούν με τη λάμψη των ματιών του. Και αναρωτιούνται:
«Πώς μπορεί να είναι χαρούμενος όταν πάθει κάποια ζημιά! Πώς μπορεί να ζητά να ζημιώσει. Σίγουρα, το πάθος τής ευγένειας θα είναι μπερδεμένο με κάποια αρρώστια τού λογικού!».
Τέτοιες ερωτήσεις κάνουν μέσα τους, έτσι σκέπτονται, όπως σκέπτεται κάποιος μπρος στη χαρά πού αισθάνεται ένας τρελός για την έμμονη ιδέα του.
Μια χυδαία φύση αναγνωρίζεται εύκολα αν προσέξει κανείς δυο βασικά πράγματα. Πρώτον – μια χυδαία φύση – δεν λησμονά ποτέ ποιο είναι το συμφέρον της, δεύτερον, η μανία αυτή τού σκοπού τού κέρδους, είναι σ’ αυτή πιο ισχυρή, παρά το βίαιο ένστικτο. Μέλημά της
και αξιοπρέπειά της είναι το να μην παρασύρεται από την άλογη παρόρμηση σε άκαιρες πράξεις. Η ανώτερη φύση είναι πιο παράλογη και αυτό γιατί ο ευγενής, ο γενναιόφρων άνθρωπος υπακούει στα ένστικτά του• στις πιο καλές στιγμές του, σταματάει το μυαλό του. Ένα αρσενικό ζώο που προστατεύει τα μικρά του βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, ή που ακολουθεί το θηλυκό στο θάνατο, την εποχή τού οργασμού, δεν λογαριάζει ούτε τον κίνδυνο, ούτε καν αυτόν τον ίδιο τον θάνατο, κι αυτή γιατί ακόμα η λογική του σταματά, η ευχαρίστηση που του προσφέρουν τα μικρά του ή το θηλυκό του και ο φόβος μη τύχει και τα αποχωρισθεί το κυριεύουν ολοκληρωτικά, γίνεται πιο ζώο από ό,τι συνήθως είναι, όπως ακριβώς συμβαίνει στον ευγενικό, στον γενναιόφρονα άνθρωπο. Μέσα του, ο ευγενικός άνθρωπος έχει ένα συγκεκριμένο αριθμό αισθημάτων, είτε έλξεις είτε απωθήσεις είναι αυτές, που μιλάνε με τόση δύναμη που μπροστά τους η διάνοια δεν μπορεί να κάνει τίποτ' άλλο παρά να σωπάσει ή και να παραδοθεί και να γίνει υπηρέτης τους: η καρδιά αλλάζει θέση, ανεβαίνει στον εγκέφαλο και τότε μιλάμε για «πάθος». Βέβαια, συμβαίνει πολλές φορές να δημιουργείται ένα αντίστροφο φαινόμενο, μια αναστροφή τού πάθους κατά κάποιον τρόπο, όπως π.χ. στον Φοντενέλ, που κάποιος τού έλεγε μια φορά τοποθετώντας του το χέρι στην καρδιά: «Αυτό που υπάρχει εκεί μέσα, φίλτατέ μου, είναι και αυτό εγκέφαλος».
Στο ευγενικό ον εκείνο που περιφρονεί ο όχλος, είναι ο παραλογισμός τού πάθους του, ή η λανθασμένη λογική του, και προπαντός όταν αυτό το πάθος αφορά αντικείμενα που η αξία τους του είναι παντελώς χιμαιρική ή αυθαίρετη. Θυμώνει πολύ με όποιον υποκύπτει στο πάθος τού στομαχιού του, αλλά καταλαβαίνει την έλξη αυτής τής τυραννίας εκείνο που δεν μπορεί να καταλάβει είναι, π.χ., το πώς μπορεί κάποιος να παίζει την υγεία του και την ευτυχία του από πάθος για τη γνώση. Το γούστο των ανωτέρων φύσεων στρέφεται σε πράγματα εξαιρετικά, σε πράγμα που αφήνουν αδιάφορους τους πιο πολλούς από τους άλλους ανθρώπους και που δεν φαίνονται καθόλου γοητευτικά. Η ανώτερη φύση μετρά τις αξίες σε προσωπική κλίμακα. Γενικά όμως, δεν πιστεύει πως αυτή η κλίμακα προσιδιάζει Ιδιαίτερα στην καλαισθητική της Ιδιοσυγκρασία. Συμβαίνει το αντίθετο μάλιστα, εκτιμά τις προσωπικές αξίες και μη και πέφτει έτσι στην ακατανοησία και στο απραγματοποιήσιμο. Μια ανώτερη φύση είναι πολύ σπάνιο να διατηρήσει αρκετή λογική ώστε να θεωρεί και να μεταχειρίζεται τον μέτριο άνθρωπο σαν τέτοιο: γενικά πιστεύει μυστικά πως το πάθος της είναι σαν το πάθος όλου τού κόσμου και η πίστη αυτή αποτελεί τη φλόγα της και την ευφράδειά της.
Αν οι εξαιρετικοί άνθρωποι δεν νιώθουν τον εαυτό τους πώς θα μπορέσουν να καταλάβουν τον όχλο και να αναμετρήσουν δίκαια τον κανόνα;
Μιλάνε λοιπόν και αυτοί για τρέλα, για έλλειψη πνεύματος, ωφελιμιστικού φυσικά, και για τον «χιμαιρισμό» τής ανθρωπότητας, και παραξενεύονται για το τραίνο τής ζωής αυτού τού ανόητου κόσμου που δεν επιθυμεί να αναγνωρίσει το «μόνο αναγκαίο του πράγμα». Αυτή είναι η αδικία των ευγενικών φύσεων, η αιώνια αδικία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: