ΥΜΝΟΣ ΣΤΟ ΘΕΟ
1
Βαθιά στις σκοτεινές κοιλάδες πεθαίνουνε οι πεινασμένοι.
Αλλά εσύ τους δείχνεις το ψωμί, και τους αφήνεις να πεθάνουν.
Εσύ έχεις θρονιαστεί αιώνιος κι αόρατος
κι αστράφτεις ανελέητος πάνω απ’ το αιώνιο Σχέδιό σου.
2
Άφησες να πεθάνουνε οι νέοι κι οι χαροκόποι
μα αυτούς που θ έ λ α ν να πεθάνουν, δ ε ν τους άφησες...
Πολλοί από κείνους που τώρα έχουν σαπίσει
πιστεύανε σε σένα, και πεθάναν γεμάτοι εμπιστοσύνη.
3
Άφησες τους φτωχούς φτωχοί να μείνουνε χρόνια και χρόνια
γιατί ήτανε οι πόθοι τους πιο όμορφοι απ’ τον Παράδεισό σου.
Πεθάνανε, αλίμονο, πριν δουν το φως σου
πεθάνανε μακάριοι, όμως — και σαπίσαν παρευθύς.
4
Λένε πολλοί πως δεν υπάχεις και τόσο το καλύτερο.
Μα πώς μπορεί να μην υπάρχει α υ τ ό που μπορεί έ τ σ ι να ξεγελά;
Αφού τόσοι και τόσοι ζούνε από σένα και δε μπορούν χωρίς εσένα να πεθάνουν —
πες μου, τι σημασία έχει — τ’ ότι δεν υπάρχεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου