[…]
Έπιασε η άκρη του ματιού έναν όγκο να ‘ρχεται απάνω του. Τον τράνταξε το χτύπημα μετά, γερό απάνω στο κεφάλι, ολόκορφα. Πήγε να φυλαχτεί. Ήρθε το δεύτερο απανωτά. Ακόμα πιο γερό. Δοσμένο με την κόψη του χεριού λίγο πιο κάτω από το σαγόνι. Άλλο. Κι άλλο ύστερα. Χωρίς λύπηση. Χωρίς φραγμό. Ένιωσε να σβήνει η ανάσα του και ένα λίγωμα. Χτύπαγε αλύπητα ο άλλος. Από το στόμα του που άφριζε ξεχύνονταν βρισιές. «Δε σ’ έχω χρεωμένο, παλιοτόμαρο. Θα σε ψοφήσω». Δυο χέρια ατσάλινα τον γράπωσαν. Γίνηκε το πουκάμισο με το σακάκι του ένας μάτσος μέσ’ στα δάχτυλά του. Τον σήκωσαν ψηλά. «Μίλα μου. Λέγε. Θα τα πεις». Σφύριζε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του ο διοικητής. Το αίμα έβαψε τα χέρια του. Τα σκούπισε με αηδία απάνω στο Νικήτα. Άρπαξε το κεφάλι του από τα μαλλιά. Μια δυνατή κλωτσιά στα σκέλια ανάμεσα έκαμε το Νικήτα να λυγίσει. Διπλώθηκε στα δυο. Κυλίστηκε βαλαντωμένο το κορμί του στη γη. Αδύναμο, ένα βογγητό, αχνό, σμίχτηκε με το πέσιμο. Κι είχε παράπονο πολύ μέσα του, εκείνο το βογγητό. Ο άλλος αρχίνησε με παραφορά ανείπωτη να κλωτσάει το σωριασμένο κορμί. Μούγκριζε ο Νικήτας τώρα σα το βόδι που το σφάζουνε μα ακόμα δεν έχει αποκάμει. Ο μεσιανός ρουφούσε ολοένα το λαιμό του κι έφτυνε.
[…]
Πηγή: kar.org.
Για το Διονύση Λιβανό: εδώ (wikipedia.org)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου