22 Σεπτεμβρίου 2011

Ας λήξουν [Μανόλης Πολέντας]




Ας λήξουν

Ας λήξουν
ας λήξουν τώρα
οι ερμηνείες όλες
τώρα ας λήξουν
ας λήξουν τώρα
οι δυνάστες του στείρου λόγου
τώρα ας λήξουν
ας καταλήξουν
οι στεριανοί
οι ασυνήθιστοι εις τα θαλάσσια ταξίδια
του ουρανού
οι συγκροτημένοι νόες
που γεννούν σκουριασμένα μέλλοντα
τώρα ας καταλήξουν
τα ηλεκτρόδια εκπομπής των ειωθότων
οι χαμηλοί τόνοι και τα προφίλ
των φιδιών της κοινωνίας της γης
τώρα ας καταλήξουν
τώρα ας λήξουν τα θεσπισμένα
όλα τα θεσπισμένα διατάγματα
τα ψηφίσματα και οι νομοθετικές πράξεις
η ψεύτικη συγκίνηση
τα περιτοιχίσματα και οι περίβολοι
που κρύβουν τον ουρανό
τώρα ας έρθει ο ουρανός
και ας κρεμάσει
τους χαμηλούς τόνους και τα προφίλ
των φιδιών της κοινωνίας της γης
τις παρθένες
που φυλάγουν την ευτυχία της ηδονής μέχρι
να βρουν να την πουλήσουν
στην υψηλότερη δυνατή τιμή
ας τις εμφιαλώσουν οι αλήτες του Θεού στη γη
μέχρι να λήξει η σπέκουλα,
τα κέρδη, οι απολαβές, οι αμοιβές,
οι μισθοί και οι αποζημιώσεις
οι εκμισθωτές επιπλωμένων δωματίων
ας λήξουν τώρα
τώρα ας ανθίσουν
τα πάθη, τα έντονα συναισθήματα
οι μανίες, οι έντονες ροπές
οι εκρήξεις οργής, τα ξεσπάσματα θυμού, η θέρμη
οι δραματικές αναπαραστάσεις των παθών
τώρα ας ανθίσουν
οι λύκοι της στέπας τώρα ας κατασπαράξουν
αστούς, μικροαστούς, μεγαλοαστούς,
τώρα να λήξουν
οι έρευνες που μπολιάζουν τα ειωθότα
τώρα ας δείξουν οι δορυφόροι
τους καρτερικούς πεζόδρομους του ουρανού
τους αλήτες του Θεού ας δείξουν
τώρα ας τους δείξουν
τώρα να λήξουν
οι απαθείς, οι ψυχροί, οι αδιάφοροι
οι άνευ πάθους, οι παθητικοί, οι αδρανείς
οι ουδέτεροι, οι μη αντιδρώντες
οι διπλωμάτες
που συγκλίνουν κάτω από το βλέμμα του Θεού
κάτω από το βλέμμα των αλητών του θεού
τώρα ας καταλήξουν
τώρα ας λήξουν
οι στέγες των λιπαρών κάφρων
τα λιπαρά τσουτσέκια που διανύουν ανενόχλητα
την άσφαλτο του κέρδους
το κέρδος ας λήξει.


Το χάσμα,
μέσα εκεί που λάμπει η υπεραξία της καρδιάς
ας λάμψει για όλους τις σπέκουλες
της κοινωνίας της γης
και ύστερα ας λήξουν καθώς και ο άνθρωπος
που παίρνει χρώμα ζωντανό λίγο προτού πεθάνει
έτσι και οι αστοί, μικροαστοί, μεγαλοαστοί
τα γραφεία των υπουργών
ας λήξουν τώρα
και ας συσσωρευτούν υπό του ανέμου
οι κομψοί αθεϊστές
οι αλήτες του Θεού
που γέννησε ο Θεός
που αγαπούν και αγνοούν το πέρασμα του κοπαδιού
και τους γύπες που το καθοδηγούν
μες το τεράστιο μαντρί του παγκόσμιου χωριού
για να το αρμέξουν, να το μπολιάσουν να μεγαλώσει
να το βιάσουν ξανά και να του καταστρέψουν
την ψυχή.


Τώρα ας ανθίσουν
οι φίλοι μου που συγκινούνται άνευ λόγου,
τα αγόρια που ερωτεύονται όλα τα κορίτσια
τα κορίτσια που ερωτεύονται όλα τα αγόρια
οι νευρικοί και οι εύθικτοι, οι ευερέθιστοι,
οι κομψοί εξυβριστές
τώρα ξανά ας ανθίσουν
όσοι υποψιάστηκαν πως πάντα είχαν συντρόφους
σε κάθε σάπια εποχή του παρελθόντος
πως πάντα θα έχουν συντρόφους
σε κάθε σάπια εποχή του μέλλοντος
να βγω κι εγώ στο φως
που τόσα χρόνια μόνος περιμένω να δω τον πατέρα μου
και να του πω κι εγώ, να συνεχίσω, 
ας λήξουν όλα τα ποιήματα
που πίστεψαν στον εαυτό τους περισσότερο από τη ζωή
οι ακαδημίες των ληγμένων ψυχών
που τα βραβεύουν καθώς πιστεύουν
πως οι μικροί καρτέσιοι έχουν κάτι να δώσουν
απ’ τις μικρές οπτασίες εδώ χάμου κι εκεί χάμου
που χαμουρεύονται
ας λήξουν
ας ανθίσουν τα νεύρα του ανθρώπου
οι νότες οι μινόρες ας γίνουν μηνόρροια
οι μη όροι της ψυχής που αγαπάει ex nihilo
ας γίνουν όρια
δάκρυα χαράς στη δημόσια ζωή
φάκες στους μπολιαστές, ερευνητές, ποντίκια
ας λήξουν οι πονηροί Πατέρες
οι εργατοπατέρες
οι μέλλοντες υπουργοί
οι εκπρόσωποι ας καταλήξουν
οι εργασιομανείς,
οι ατάλαντοι τελειομανείς του τίποτα
και της ανούσιας έρευνας
που αξίζει λιγότερο από την επιχορήγησή της
της θέσης που εξασφαλίζει ασφάλεια και σταθερότητα
ας λήξουν
και ας ανθίσουν τα παλικάρια
που ψήνονται όλη μέρα
και όλη νύχτα πετούν τον κόπο τους
και δε νοιάζονται για αποταμιεύσεις
και ξαναψήνονται την άλλη μέρα
και διατηρούνται νέοι μόνο για ν’ αγαπούν
και να δίνουν τον κόπο τους
σ’ ένα ζεϊμπέκικο
η Λίλια για πάντα
που πέταξε στα σκουπίδια τα λεφτά
ενώ ήταν φτωχή και ορφανή
μόνο γιατί την προσέβαλαν άδικα
η Λίλια για πάντα ας ανθεί
η Λίλια
η μόνη του κόσμου ελπίδα


πηγή: εδώ

δημοσιεύτηκε στα 24γράμματα: εδώ

20 Σεπτεμβρίου 2011

Marinaleda.



H Marinaleda, μια κοινότητα 2645 κατοίκων στην Ανδαλουσία, δεν έχει ανεργία, δεν έχει αστυνομικούς, η στέγαση, η εργασία, ο πολιτισμός, η εκπαίδευση και η υγεία θεωρούνται δικαίωμα.
«Η γη δεν ανήκει σε κανέναν, η γη δεν αγοράζεται, η γη ανήκει σε όλους! Εφαρμόζουμε μια συμμετοχική δημοκρατία, αποφασίζουμε για όλα, από τους φόρους ως τις δημόσιες δαπάνες, σε μεγάλες συνελεύσεις. Πολλά κεφάλια δίνουν πολλές ιδέες»
Οι κάτοικοι ανήκουν στον τοπικό συνεταιρισμό και εργάζονται 6,5 ώρες την ημέρα έχοντας όλοι το ίδιο ημερομίσθιο (45 ευρώ), ανεξάρτητα αν απασχολούνται στους αγρούς ή στο τοπικό εργοστάσιο μεταποίησης των προϊόντων. Τα έσοδα δεν μοιράζονται αλλά επενδύονται στον συνεταιρισμό για να δημιουργηθούν νέες δουλειές. Στο χωριό δεν υπάρχει παπάς και αστυνομικός, ενώ η ενοικίαση ενός σπιτιού στοιχίζει 15 ευρώ τον μήνα.

Πηγή: εδώ
 
 

04 Σεπτεμβρίου 2011

Στα Θερισμένα [Άννα Παυλίδου]



Στα Θερισμένα. 

Μέσα μου πια οι άλλοι ρυθμοί. Το φύλλο της λεύκας που μάσησα, εκείνο που χάιδευε το φως του φεγγαριού κι είχε το χνούδι απ’ το ρέμα του Κραυσίδωνα, πέρασε στο αίμα μου. Σχεδόν μοιραία και ξαφνικά, όπως ο ανθός του κάκτου ή η ραγισματιά του τοίχου, εγκαταστάθηκε. Μπορεί να ήταν αλλιώς αν οι ακακίες με φώναζαν. Μα ο τόπος μου ποτέ δεν ήταν είδωλο, θύμηση ή ψέμα. Ποτέ δεν κρύφτηκε. Τον Ιούνιο ακούσαμε όλες τις καρδιές των παιδιών να χτυπούν στις αυλές, με τον ήχο της πομόνας που μας ξεδιψούσε. Κι ύστερα, στη μέσα κάμαρα, το βουνό είχε κατεβάσει χιόνια και γέλια που μπέρδεψε στον ύπνο του. Έστρωσε τα κρεβάτια, φύτεψε τις καρέκλες γύρω απ’ το μεσημεριανό τραπέζι και βυθίστηκε στη ραστώνη των χρωμάτων. Τα στάχυα ζήλεψαν το πράσινο της ήβης του και πέταξαν ανάθημα τη θάλασσα ανάμεσα. Έτσι η πόλη καταποντίστηκε στης κουζίνας τους ήχους. Χθες κιόλα βρήκα το σπίτι μας βυθισμένο στη γούρνα όπου πλέναμε τα χόρτα. Πριν κουραστούμε ανέτειλε ροδακινής ο Ιούλιος και στο πηγάδι καθρεφτίστηκε η κούνια στο κλαδί της μυγδαλιάς. Δίπλα σε μελισσόχορτα και δυοσμαρίνια ο έρωτας αποκοιμήθηκε και για μια στιγμή, φάνηκε σοβαρός, όταν τον κοιτάξαμε από την πλευρά του ονείρου του. Αλάφρεψε ξανά το δείλι. Ξεδίψασε με λεμονάδες και σπιτικά λικέρ, χόρτασε σύκα, μάκρυνε τις νύχτες. Με την πανσέληνο ξαπλώσαμε στα θερισμένα, ντυθήκαμε ρίγανη και μέντα πριν ακολουθήσουμε το δρόμο της πάνω στα κύματα. Ξυπνήσαμε στεγνοί στα πόδια του Αυγούστου. Όλα ήταν εκεί. Το πράσινο, το γαλάζιο, το ροδί, το νερό, το δελφίνι πίσω από το καράβι, το μελτέμι, τ’ αηδόνια στα πλατάνια, τα κορμιά, το κλάμα, τα γέλια. Παρόντα, όταν άρχισα να μικραίνω πίσω απ’ τα κλειστά βλέφαρα. Με γροθιές σφιγμένες θρυμμάτισες τα βότσαλα. Ύστερα τα χέρια σου κολλούσαν θυμό και καρπούζι. Είχες πιστέψει πως χάθηκα μέσα στα πεύκα. Η αλήθεια: γύρισα με την κόκκινη βέσπα. Δυο μέρες τώρα την παρατηρώ δίπλα στα ποδήλατά μας, παρατημένη στ’ αμπέλια που περιμένουν τον τρύγο. Μέσα μου πια οι άλλοι ρυθμοί. Ο τόπος μου ποτέ δεν κρύφτηκε. Ο τόπος μου είναι ένας ώμος που μερικές φορές τον λέω πατρίδα.

Ένα απλό σονέτο στο Δ. Ροδόπουλο [Πόπη Συνοδινού]



Ένα απλό σονέτο στο Δ. Ροδόπουλο.

Κάποιος επισκέφτηκε το σπίτι σου όταν έλειπες,
μπήκε στα δωμάτια που γυρνάς πότε ντυμένος και πότε γυμνός,
ακούμπισε με τα ακροδάχτυλα του όλα σου τα πράγματα,
μύρισε το ανάγλυφο του κορμιού σου στα ανακατωμένα σεντόνια,
πότισε τα λουλούδια που ήταν στεγνά στο μπαλκόνι,
έπιασε με τρεμαμενο χέρι κείνη την γόπα του τσιγάρου σου την ξεχασμένη,
την κάπνισε βαθιά,
ξάπλωσε στο κρεβάτι σου και σε φαντάστηκε να πετάς στο ταβάνι σε στιγμές χαράς,
φόρεσε τα γυαλιά σου στα μάτια του,
ήπιε το ποτό που άφησες την περασμένη νύχτα στο ποτήρι σου,
κι όταν όλα αυτά τα έκανε με τελετουργικές κινήσεις, είπε μόνος στο δωμάτιο,
(η ποίηση είναι το ερημικό καταφύγιο όπου προστρέχουν άγιοι και κολασμένοι.
Όταν νιώθουν αδύναμοι φτιάχνουν οροσειρές λέξεων που λάμπουν,
όταν νιώθουν δυνατοί απλά χαράζουν γράμματα,
κι όλα που φτιάχνουν κυνηγημένες σκηνές που φορούν ιδέες,
μπροστά στα παιδικά μας μάτια ένας νέος θαυμάσιος κόσμος,
το μόνο που χρειάζεται είναι να μπείς γυμνός,
δίχως ρούχα ντροπής,
δίχως την αναμονή μιας πράξης,
ολες οι πράξεις είναι τίποτε μπροστά στην δύναμη που φέρει ενα μυαλό),
όταν τα είπε αυτά, έγραψε στον καθρέπτη σου με ενα στυλό μπικ μαύρο,
να θυμάσαι αυτός ο άνθρωπος σε αγάπησε πολύ,
ίσως πιο πολύ κι από τον ίδιο του τον θάνατο...