30 Απριλίου 2020

Από τη μέλλουσα ζωή [Ντέμης Κωνσταντινίδης]


ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΖΩΗ

Μη μου μιλάς με σοφιστείες
Μίλα μου με παραβολέςˑ
Θέλει οι λέξεις να ΄ναι απλές
Για των ανθρώπων τις θυσίες.

Μίλα με τη χειρονομία
Και των ματιών τη μουσική
Από τη μέλλουσα ζωή
Σαν déjà vu, σα νοσταλγία. 



29 Απριλίου 2020

Who is Not (ένα χαϊκού από το israelhaiku)


who is not
a stranger behind
these stone walls?


Πέτρινα τείχη.
Ένας άγνωστος!
Πίσω τους στέκει ξένος.


Πέτρινα τείχη.
Ο που πίσω τους στέκει,
Άγνωστος νάναι;


Οι ανωτέρω δυο απόπειρες μετάφρασης, στη φόρμα του χαϊκού, αυτού του εξαιρετικού ποιήματος / χαϊκού, από το israelhaiku (δεν αναφέρεται δημιουργός), αντανακλούν δυο προσπάθειες απόδοσης δυο διαφορετικών νοημάτων, που είδα ως αναγνώστης. Η ποιότητα και η ένταση τής φράσης “is not” καθώς και των λέξεων “stranger” και “these”, σε αυτό το αριστούργημα, εκτιμώ ως απίθανο να μεταφερθούν (εκτός αν επιχειρηθούν αποδόσεις πέρα από τη φόρμα του χαϊκού) και οι υπόψη μεταφράσεις, ως αποδόσεις του, στην ελληνική γλώσσα, στέκουν στη σκιά του (όπως συνήθως γίνεται με τη μετάφραση ποίησης). 
Η δεύτερη νομίζω προσεγγίζει περισσότερο το πρωτότυπο (θα αποφύγω να πω για το νόημα τού πρωτότυπου γιατί εκτιμώ ότι και στα αγγλικά θα είναι πολλαπλό ανάλογα τον αναγνώστη). Το πρωτότυπο - ερώτηση φαίνεται να αφήνει ανοιχτό και το ενδεχόμενο επικοινωνίας, του σύγχρονου ανθρώπου κάποιας χώρας, με τον παλιό πολιτισμό, που άνθισε στα χώματα που αυτός, ο σύγχρονος, τα κατοικεί ή τα επισκέφτηκε.    

27 Απριλίου 2020

Εσπέρα των λέξεων [Paul Celan, Μετ. Στέλλα Γ. Νικολουδη]

ΕΣΠΕΡΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Εσπέρα των λέξεων — ραβδοσκόπος μέσα στη σιωπή!
Ένα βήμα, κι ένα ακόμη,
κι ένα τρίτο, που το ίχνος του
ο ίσκιος σου δεν το σβήνει:

η ουλή του χρόνου
ανοίγει
και τη χώρα σκεπάζει με αίμα –
Οι μολοσσοί της νύχτας των λέξεων, οι μολοσσοί
αλυχτούν τώρα
εντός σου:
γιορτάζουν δίψα αγριότερη
αγριότερη πείνα...

Ένα φεγγάρι τελευταίο σε συντρέχει:
ένα μακρύ ασημένιο κόκαλο
— γυμνό, όπως ο δρόμος που εβάδισες -
ρίχνει στην αγέλη,
όμως εκείνο δεν σε σώζει:
η ακτίνα που αφύπνισες
αφρίζει πλησιάζοντας,
κι επάνω κολυμπάει ένας καρπός
που δάγκωσες πριν από χρόνια.



26 Απριλίου 2020

(χωρίς)



Μελανό σώμα.
Άηχο – στραφταλιζέ.
Η απουσία. 
24.04.2020


25 Απριλίου 2020

Σε καραντίνα [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


ΣΕ   ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ 

Μονόφθαλμη σκέψη
να αφουγκράζεται
το πώς, το τι
καθώς ο νους
ακροπατεί από χαραμάδες ζωής
που ήλιος κανείς 
δεν προσέχει.

24 Απριλίου 2020

Ανομολόγητα [Χρήστος Ι. Βατούσιος]


ΑΝΟΜΟΛΟΓΗΤΑ

"Όλη μας η ζωή δεν είναι παρά μια αγάπη. 
Ευλογημένοι όσοι την έζησαν,
ευλογημένοι όσοι την περιμένουν ακόμη."

...Άκουσε αγόρι μου, αφού το θες τόσο πολύ να μάθεις.
Εγώ τον πατέρα σου τον έκλαψα σα δικό μου κι ας μ' άφησε αστεφάνωτη. Άλλο δε γύρεψα παρά την αγκαλιά του.
Με τη μάνα σου δεν είχανε πολλά πολλά. Τους χώριζαν θάλασσες και πελάγη.
Μόλις ξεμπαρκάριζε σε μένα ερχόταν κι έβλεπα τα κρυφά του - όσα μ' άφηνε να δω. Του τρωγε τα στήθια ο καημός. Να την αφήσει; Ήσασταν βλέπεις κι σεις, να μείνει εκεί που δε μπορούσε ν' ανασάνει;
Γιαυτό και δόθηκε στη θάλασσα, όλο και πιο μακρυά, όλο και πιο βαθιά, στον αγύριστο, πέρα απ' το κόμπο που δε μπορούσε να λύσει, παρόλο που ένιωθε πως τον έσφιγγε και μέρα τη μέρα τον έπνιξε.
Ας είναι, έτσι το θέλησε η μοίρα, βασανισμένη ψυχή, ξεκουράστηκε.
Όμως τι τα θες και τ' ανακατεύεις; Ποιος να ξηγήσει τη σκοτεινή ρίζα του αθρώπου...Σάμπως εμένα δε με πήρε μαζί του, που απόμεινα ν' αγναντεύω τη θάλασσα;
Μα δε το μετανιώνω. Πήγα εκεί που αγαπούσα, ελεύθερη με όλο μου το αίμα, και κανένας δε μπορεί να με δικάσει, γιατί ο μόνος νόμος που αναγνωρίζω είναι αυτός, της αγάπης.
Για τα άλλα μη τα ρωτάς, χασούρες και κέρδητα όλα στο πάτο.
Ένα μόνο η ζωή μας. Η αγάπη μας.
Να το θυμάσαι.


Πηγή: drasivrilissia.gr.

23 Απριλίου 2020

The Burial of the Dead [T.S. Eliot, μετ. ΦΚ]

Η ΤΑΦΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

  Ο πιο αντίξοος μήνας είν’ ο Απρίλης, βλασταίνουν 
Πασχαλιές μέσα απ’ τα σάπια χώματα, ταιριάζοντας
Τη μνημοσύνη και τον καημό, αναδεύοντας
Ρίζες αργές με τη βροχή της άνοιξης.
Μας ζέσταινε ο κρύος χειμώνας σκεπάζοντας
Το έδαφος με το ξεχασιάρικο χιόνι, ταΐζοντας
Μικρές ζωές με τους ξερούς βολβούς.
Το καλοκαίρι μάς κατέπληξε, διαβαίνοντας
Πάνω απ’ τη λίμνη του Σταρνμπέργκερ
Μ’ ένα καταιγισμό βροχής. Σταθήκαμε στο περιστύλιο
Και βγήκαμε στο φως του ήλιου, στον κήπο του Χοφγκάρτεν,
Πίνοντας τον καφέ μας, μιλώντας κάπου για μιαν ώρα.
«Δεν είμαι εγώ Ρωσίδα, απ’ την Λιθουανία κατάγομαι,
Γνήσια Γερμανίδα. Σαν είμαστε παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέλφου μου, κι εκείνος με πήρε βόλτα με το έλκηθρο.
Κι εγώ τα χρειάστηκα. Είπε, Μαρία,
Μαρία, γερά κρατήσου. Τότε το έλκηθρο γλίστρησε στο χιόνι
Και πήραμε γοργά να κατεβαίνουμε ως κάτω.
Ω, στα βουνά, εκεί στ’ αλήθεια είν’ η λευτεριά.
Τη νύχτα πάντα μελετάω και πάω στο νότο το χειμώνα».

  Ποιες είναι τούτες  οι ρίζες που σφύζουν και ποια κλωνάρια 
Μεγαλώνουν από τα πέτρινα αυτά σκουπίδια; Υιέ του Ανθρώπου,
Για να μιλήσεις δεν μπορείς, ούτε για να μαντέψεις, αφού 
Ό,τι ξέρεις είναι μονάχα ένας σωρός ραγισμένων εικόνων, που
Ο ήλιος τις χτυπάει, και το ξεραμένο δέντρο δε δίνει
Καταφύγιο σε κανέναν, ο γρύλλος καμμιά ανακούφιση,
Και το ξερό λιθάρι κανέναν ήχο του νερού. Μονάχα
Στέκει μια σκιά κάτω από κείνο τον κόκκινο βράχο
(Έλα και συ μες τη σκιά κείνου του κόκκινου βράχου)
Και θα σου δείξω κάτι διαφορετικό κι από τα δυο,
Τη σκιά σου το πρωί, που τρέχει πίσω σου
Ή τη σκιά σου το απόβραδο που υψώνεται για να σε συναντήσει.
Θα σου δείξω το φόβο σε μια χούφτα σκόνη.
             Αέρας δροσερός φυσάει
             Προς την πατρίδα
             Παιδί μου Ιρλανδέ,
             Πού μένεις;
             Και ποιο είναι το κατάλυμά σου;
«Μού έδωσες υάκινθους πρώτη φορά τον περασμένο χρόνο.
Με λένε κόρη του υάκινθου».
«Ακόμη κι όταν γυρίσαμε, αργά, από τον κήπο με τους υάκινθους,
Με την αγκάλη σου γεμάτη  και τα μαλλιά σου υγρά,
Δεν μπορούσα να μιλήσω, τα μάτια μου δεν έβλεπαν, δεν ήμουν
Μήτε ζωντανός, μήτε και πεθαμένος, και τίποτα δεν ήξερα,
Κοιτάζοντας την καρδιά του φωτός, τη σιωπή.
Έρημη κι άδεια η θάλασσα.

  Η Μαντάμ Σέσωστρις, περίφημη οραματίστρια,
Είχε αρπάξει κρύωμα, κι εντούτοις
Είναι γνωστή σαν η πιο σοφή γυναίκα της Ευρώπης,
Με μια φθαρμένη τράπουλα. Εδώ, είπε, 
Αυτό είναι το φύλλο σου, ο πνιγμένος Ναυτικός απ’ τη Φοινίκη,
(Εκείνα τα μαργαριτάρια είναι τα μάτια του. Κοίτα!)
Εδώ είν’ η Μπελλαντόνα, η Κυρά των Βράχων,
Η κυρά των περιστάσεων.
Εδώ είναι ο ρήγας με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός,
Κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορος, κι αυτό το φύλλο,
Που είναι άγραφο, είναι αυτό το κάτι που κουβαλάει στην πλάτη του,
Που δεν μου επιτρέπεται να δω. Δεν βρισκω
Τον κρεμασμένο. Να φοβάσαι το θάνατο στα νερά.
Βλέπω τα πλήθη των ανθρώπων, να κάνουν κύκλο γύρω από ένα δαχτυλίδι.
Ευχαριστώ. Αν δείτε την αγαπητή κυρία Έκουιτον,
Πείτε της να φέρει το ωροσκόπιο σε μένα:
Πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός στις μέρες μας.

  Πόλη ανύπαρκτη,
Κάτω απ’ την καφετιά ομίχλη μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Το πλήθος περνούσε τη Γέφυρα του Λονδίνου, κι ήταν πολλοί,
Δεν το είχα φανταστεί, ότι ο θάνατος θα έπαιρνε μαζί του τόσους πολλούς.
Αναστεναγμοί, σύντομοι κι αραιοί, βγαίναν από όλους
Κι ο καθένας κάρφωνε το βλέμμα του μπρος τα πέλματά του.
Περνούσαν πάνω από το λόφο κι ύστερα
Κατέβαιναν την οδό του Βασιλέα Γουλιέλμου,
Όπου η Αγία Μαρία Γούλνοθ κρατούσε τις ώρες 
Μ’ έναν ήχο νεκρό στον τελευταίο χτύπο των εννέα.
Τότε είδα κάποιο γνωστό, και τον σταμάτησα, φωνάζοντάς του «Στέτσον!
Εσύ, που ήσουνα μαζί μου στους Μύλους στα καράβια!
Αυτό το κουφάρι που φύτεψες πέρσι στον κήπο σου,
Έχει αρχίσει να βλασταίνει; Θα ανθίσει εφέτος;
Ή μήπως και το πάγωσε ο φετινός αιφνίδιος παγετός;»

» Ω! κράτα το σκύλο μακριά, γιατί είναι φίλος των ανθρώπων.
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι!
Εσύ! Υποκριτή αναγνώστη! - Όμοιέ μου, - αδερφέ μου!»



THE BURIAL OF THE DEAD

 April is the cruellest month, breeding
Lilacs out of the dead land, mixing
Memory and desire, stirring
Dull roots with spring rain.
Winter kept us warm, covering
Earth in forgetful snow, feeding
A little life with dried tubers.
Summer surprised us, coming over the Starnbergersee
With a shower of rain; we stopped in the colonnade,
And went on in sunlight, into the Hofgarten,
And drank coffee, and talked for an hour.
Bin gar keine Russin, stamm’ aus Litauen, echt deutsch.
And when we were children, staying at the arch-duke’s,
My cousin’s, he took me out on a sled,
And I was frightened. He said, Marie,
Marie, hold on tight. And down we went.
In the mountains, there you feel free.
I read, much of the night, and go south in the winter.

  What are the roots that clutch, what branches grow
Out of this stony rubbish? Son of man,
You cannot say, or guess, for you know only
A heap of broken images, where the sun beats,
And the dead tree gives no shelter, the cricket no relief,
And the dry stone no sound of water. Only
There is shadow under this red rock,
(Come in under the shadow of this red rock),
And I will show you something different from either
Your shadow at morning striding behind you
Or your shadow at evening rising to meet you;
I will show you fear in a handful of dust.
                      Frisch weht der Wind
                      Der Heimat zu
                      Mein Irisch Kind,
                      Wo weilest du?
“You gave me hyacinths first a year ago;
“They called me the hyacinth girl.”
—Yet when we came back, late, from the Hyacinth garden,
Your arms full, and your hair wet, I could not
Speak, and my eyes failed, I was neither
Living nor dead, and I knew nothing,
Looking into the heart of light, the silence.
Oed’ und leer das Meer.

  Madame Sosostris, famous clairvoyante,
Had a bad cold, nevertheless
Is known to be the wisest woman in Europe,
With a wicked pack of cards. Here, said she,
Is your card, the drowned Phoenician Sailor,
(Those are pearls that were his eyes. Look!)
Here is Belladonna, the Lady of the Rocks,
The lady of situations.
Here is the man with three staves, and here the Wheel,
And here is the one-eyed merchant, and this card,
Which is blank, is something he carries on his back,
Which I am forbidden to see. I do not find
The Hanged Man. Fear death by water.
I see crowds of people, walking round in a ring.
Thank you. If you see dear Mrs. Equitone,
Tell her I bring the horoscope myself:
One must be so careful these days.

  Unreal City,
Under the brown fog of a winter dawn,
A crowd flowed over London Bridge, so many,
I had not thought death had undone so many.
Sighs, short and infrequent, were exhaled,
And each man fixed his eyes before his feet.
Flowed up the hill and down King William Street,
To where Saint Mary Woolnoth kept the hours
With a dead sound on the final stroke of nine.
There I saw one I knew, and stopped him, crying: “Stetson!
“You who were with me in the ships at Mylae!
“That corpse you planted last year in your garden,
“Has it begun to sprout? Will it bloom this year?
“Or has the sudden frost disturbed its bed?
“Oh keep the Dog far hence, that’s friend to men,
“Or with his nails he’ll dig it up again!
“You! hypocrite lecteur!—mon semblable,—mon frère!”

Πηγή πρωτότυπου: poetryfoundation.org/the-waste-land.

22 Απριλίου 2020

Η μοναξιά της θύρας.






































[ΚΕΑΤ Καλλιθέας, 17.04.2020 22.14 / 19.04.2020]

Η μοναξιά της θύρας.
Σκοπός χωρίς αλλαγή, ταγμένος ν’ αναιρεί την περιτείχιση. 

21 Απριλίου 2020

(ρουμπαγιάτ)


Αυτός ο τρόμος στο δρόμο το στενό
Αυτός ο φόβος στο τζάμι το θολό
Και το λαμπρό που χάσαμε πάλι φως
Μάθημα ποτέ μας, μα μόνο στοιχειό.
19.04.2020

Στη μοναξιά τού σιντριβανιού στην πλατεία Νέας Σμύρνης.



20 Απριλίου 2020

Το θέμα [Ντέμης Κωνσταντινίδης]


ΤΟ ΘΕΜΑ

Το θέμα είναι να σ’ αγνοεί η στατιστική.
Να μην έχουν ιδέα για σένα,
να μην έχουν εξουσία σ’ ό,τι σε αφορά.
Να μην είσαι γι’ αυτούς νεκρός ή ζωντανός,
να μην είσαι αριθμός.
Ξένος για τα κιτάπια τους να ζεις
και να πεθαίνεις.


Από την ποιητική του συλλογή: «Οι ψυχές αυτές μένουν απούλητες»

19 Απριλίου 2020

(ρουμπαγιάτ)


Λες και δάσος, σε μια γλάστρα, τροπικό
Πινελιές χρωμάτων κ’ ένα βουητό:
Στα Μουσεία τα καβαλέτα όλα
Στέλνουνε στην πρώτη στο Δημοτικό.
14.04.2020

18 Απριλίου 2020

Μικραίνει ο κόσμος [Τάσος Κόρφης]



Μικραίνει ο κόσμος κι η θάλασσα γίνεται κήπος,
στερεύει το φως στις γυμνές αποβάθρες,
μ’ ασβέστη σκεπάζουν τα δάκρυα.
Σεντόνι λευκό, χειρουργείου
σκεπάζει τ’ ανήσυχα χέρια.

Μικραίνει ο κόσμος μα εσύ, ματωμένη καρδιά μου, πολύκαρπο ρόδι,
και πάλι μαζί σου με πας ταξιδιώτη για ναυάγιο και πάλι.
Και πάλι σκιρτάς σαν πουλί μες στο χιόνι, σαν ελπίδα αιχμαλώτου.


Πηγή: sansimera.gr.


Εδώ ακούστε το όπως μελοποιήθηκε από τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Στο τραγούδι ο Αντώνης Καλογιάννης.

17 Απριλίου 2020

Epitafio para un poeta [Octavio Paz, μετ. Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


EPITAFIO  PARA UN  POETA

Quiso cantar, cantar
para olvidar
su vida verdadera de mentiras
y  recordar
su mentirosa vida de verdades.


ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ  ΓΙΑ  ΕΝΑΝ  ΠΟΙΗΤΗ

Ήθελε να τραγουδά, τραγουδώντας
ξεχνούσε
την αληθινή του ζωή τη γεμάτη ψέματα 
και θυμόταν έτσι
τη ζωή του από αλήθειες που ήταν ψεύτικες.

16 Απριλίου 2020

Μέχρις Εσχάτων [Χρήστος Ι. Βατούσιος]


ΜΕΧΡΙΣ ΕΣΧΑΤΩΝ


"Τραγουδάτε μωρέ να μη μας πάρει ο ύπνος, Τραγουδάτε! " Ούρλιαξε τραχιά ο λοχίας με κραυγή αγριμιού κι ανατρίχιασε όλο το χαράκωμα.
Χωμένοι μέσα στη λάσπη, ανάκατα με αίμα, χαμένοι σ' ένα απροσδιόριστο, ασάλευτο παρόν, με το ζόρι βαστούσαμε τα μάτια μας, μη κλείσουν κι αμπαρώσουν για τα καλά.
Πότε θα τελείωνε το κακό...;
Πότε - πως - άρχισε;
Κανένας δε μπορούσε ν' απαντήσει, μα ούτε και αναρωτιόταν πια.
Ο χρόνος, οι αισθήσεις, οι θύμησες και οι ελπίδες, όλα είχαν γίνει ένα με τη λάσπη που τσαλαπατούσαμε βουλιάζοντας ολοένα στα σπλάχνα της.
Βρισκόμασταν τόσο κοντά στο τέλος όταν κροτάλισαν οι λέξεις.
Βρισκόμασταν τόσο κοντά στο τέλος όταν χύθηκαν οι εικόνες.
Βρισκόμασταν τόσο κοντά στο τέλος, όταν άρχισε το καυτό τραγούδι καλύπτοντας τα πάντα, αποκαλύπτοντας την αρχή.


Πηγή: drasivrilissia.gr/Themata.

15 Απριλίου 2020

There’s a certain Slant of light [Emily Dickinson]


There’s a certain Slant of light,
Winter Afternoons –
That oppresses, like the Heft
Of Cathedral Tunes –

Heavenly Hurt, it gives us –
We can find no scar,
But internal difference –
Where the Meanings, are –

None may teach it – Any –
’Tis the seal Despair –
An imperial affliction
Sent us of the Air –

When it comes, the Landscape listens –
Shadows – hold their breath –
When it goes, ’tis like the Distance
On the look of Death –



Υπάρχει μια συγκεκριμένη τού φωτός Κλίση,
Τ’ Απογεύματα τού Χειμώνα –
Που την ψυχή καταπιέζει, όπως το Βάρος   
Των Ήχων Καθεδρικού Ναού –

Εξ Ουρανού οι Πληγές μας –
Με ουλές χωρίς,
Αλλά αντιφάσεις εσωτερικές –
Εκεί που τα Νοήματα, είναι –

Κανείς να στα διδάξει – Οιοσδήποτε –
Της Απελπισίας η σφραγίδα είναι –
Αυτοκρατορική δοκιμασία
Από τον Αέρα σε μας σταλμένη –

 Όταν έρχεται, το Τοπίο ακούει –
Σκιές – την ανάσα τους κρατούν –
Όταν φεύγει, σαν την Απόσταση είναι
Απ’ του Θανάτου το βλέμμα –


Πηγή Πρωτότυπου: Emily Dickinson - The Complete Poems - No 258.

14 Απριλίου 2020

Autrefois je tirais...Jean Moreas, μετ. ΦΚ]

Jean Moreas, Autrefois je tirais...
Recueil : Enone au Clair visage

Ζαν Μορεας, Άλλοτε έπαιζα...
Συλλογή: Οινώνη, με το φωτεινό πρόσωπο
(Είναι η Αίγινα, αρχαία θεότητα, Ναϊάδα, ερωμένη του Δία).

Άλλοτε έπαιζα στους απαλούς αυλούς μου
Λογιών - λογιών ρυθμούς, που αρέσαν στους βοσκούς,
Διεγείροντας την προσοχή κυρίως στους δικούς μου
Ακροατές. Μα να ο ψαράς, τάχα απ' αυτούς ρίχνει τα δίχτυα του
Βαριά, κάπου στο πέλαγο μακριά κι άλλος στον αέρα
Αόρατη παγίδα στήνει, και να που μέσα στα λιβάδια εκείνοι,
Οι άλλοι με τις βουκέντρες τους τα βόδια
Στων αυλακιών τις γούβες και στη δίνη
Σπρώχνουν να οργώσουνε το χώμα τους βαθιά.

Ο ίδιος, τότε, ο Πρίαπος, στων περβολιών την εμπασιά
Μοιάζει να με ενθαρρύνει. Ναι, θεός αυτός των ξωτικών,
Στο ξύλο χαραγμένος, με ζέση περισσή σ' αυτό με παρεκίνη.
Τώρα πια, αλλοίμονο! με τον αυλό μου δεν μπορώ
Τη ζήση να χαρώ. Καρδιά μου εσύ ταλαίπωρη  από φόβο και καημό.

Αντίο, καλαμιές, παλιές μου φίλες, που οι παλάμες μου
Ξέρουν να ενοχλούν, πρώτα από όλες μόνο εσάς!
Πάνω σας θέλω να σκαλίσω το μίσχο του λωτού
Και να σιγήσω με το λουλούδι του την πείνα και τον πόνο,
Πίνοντας τον αρχαίο κυκεώνα, που βρέθηκα ο πλάνος
Στον αφρισμένο Ποσειδώνα, κι έτσι πατρίδα και θεούς
Πια να ξεχάσω. Τότε αυλέ μου θα φυσήξω, ώσπου 
Με την ανάσα μου ίσως τον πόνο μου να σβήσω.


Autrefois je tirai...

Autrefois je tirais de mes flûtes légères
Des fredons variés qui plaisaient aux bergères
Et rendaient attentifs celui qui dans la mer
Jette ses lourds filets et celui qui en l'air
Dresse un piège invisible et ceux qui d'aiguillons
Poussent parmi les champs les boeufs creuse-sillons.
Priape même, alors, sur le seuil d'un verger,
En bois dur figuré, semblait m'encourager.
Ma flûte ne sait plus, hélas ! me réjouir,
Mon coeur est travaillé de crainte et de désir.

Adieu, roseaux amis que savait pertuiser,
Pour être les premiers, ma main ! je veux creuser
La tige du lotus ; s'il est vrai que sa fleur,
En apaisant la faim, apaise la douleur
Et fait à l'homme errant sur Neptune écumeux
Oublier sa patrie et ses antiques dieux ;
Lorsque j'y soufflerai, avecque mon haleine

Peut-être envolera ma peine.

13 Απριλίου 2020

Διάλογος πρώτος [Νίκος Καρούζος]



ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Σα να μην υπήρξαμε ποτέ
κι όμως πονέσαμε απ τα βάθη. 
Ούτε που μας δόθηκε μία εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.
Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει 
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.
Και λέγαμε πως δεν έχει καιρό η αγάπη 
να φανερωθεί ολόκληρη. 
Μια μουσική 
άξια των συγκινήσεών μας 
δεν ακούσαμε.
Βρεθήκαμε σ ένα διάλειμμα του κόσμου,
ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

Θα σωθούμε από μια γλυκύτητα 
στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλά 
με των καλύκων την περισυλλογή 
ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας. 
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί,
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη 
και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.
Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιά 
μια μέρα… 
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου 
θα ανακαταλάβει, η ψυχή τη μοναξιά της.

12 Απριλίου 2020

After great pain, a formal feeling comes [Emily Dickinson]


After great pain, a formal feeling comes –
The Nerves sit ceremonious, like Tombs –
The stiff Heart questions was it He, that bore,
And Yesterday, or Centuries before?

The Feet, mechanical, go round –
Of Ground, or Air, or Ought –
A Wooden way
Regardless grown,
A Quartz contentment, like a stone –

This is the Hour of Lead –
Remembered, if outlived,
As Freezing persons, recollect the Snow –
First – Chill – then Stupor – then the letting go –



Μετά το μεγάλο πόνο, ένα συνηθισμένο αίσθημα σε κυριεύει –
Σα σε Τελετή τα Νεύρα στέκονται, όπως στους Τάφους –
Η σκληρή Καρδιά αναρωτιέται αν και Αυτός, ο Οποίος άντεξε,
Έτσι ένιωσε Χθες ή Αιώνες πριν;   

Τα Βήματα, μηχανικά, γυρίζουν –
Είτε στο Έδαφος είτε στον Αέρα είτε Παντού –
Έτσι κενά
Όπως και να ‘χει γίνονται,
Άψυχη ευχαρίστηση, σαν μιας πέτρας Χαλαζία –

Αυτή η Βαριά η Ώρα είναι –
Που τον θυμάσαι, αν τον ξεπεράσεις,
Σαν τα πρόσωπα που του ξεπαγιάσματος επιζήσανε και θυμούνται –
Πρώτα – το Πάγωμα – ο Λήθαργος μετά – το ν’ αφεθείς κατόπιν να φύγεις –
 

Πηγή Πρωτότυπου: Emily Dickinson - The Complete Poems - No 341.


11 Απριλίου 2020

(χωρίς)

στην Emily Dickinson
Σε μια καρέκλα.
Λέξεις και Παύλες.
Φως – Ταραχή – σκοτάδι.
10.04.2020


Et vous, Mers... [Saint-John Perse, μετ. από τα γαλλικά ΦΚ]

Πηγή πρωτότυπου: barapoemes.net.


Et vous, Mers, qui lisiez dans de plus vastes songes, nous laisserez-vous un soir aux rostres de la Ville, parmi la pierre  publique et les pampres de bronze ?

Plus large, ô foule, notre audience sur ce versant d'un âge sans déclin : la Mer, immense et verte comme une aube à l'orient des hommes,     

La Mer en fête sur ses marches comme une ode de pierre : vigile et fête à nos frontières, murmure et fête à hauteur d'hommes

 ̶  la Mer elle-même notre veille, comme une promulgation divine…

L'odeur funèbre de la rose n'assiègera plus les grilles du tombeau; l'heure vivante dans les palmes ne taira plus son âme d'étrangère...

Amères, nos lèvres de vivants le furent-elle jamais ?
J'ai vu sourire aux feux du large la grande chose fériée : La Mer en fête de nos songes, comme une Pâque d'herbe verte et comme fête que l'on fête,
     
Toute la Mer en fête des confins, sous sa fauconnerie de nuées blanches, comme domaine de franchise et comme terre de mainmorte, comme province d'herbe folle et qui fut jouée aux dés...

Inonde, ô brise, ma naissance ! Et ma faveur s'en aille au cirque de plus vastes pupilles!... Les sagaies de Midi vibrent aux portes de la joie.

Les tambours du néant cèdent aux fifres de lumière. Et l'Océan, de toutes parts, foulant son poids de roses mortes.

Sur nos terrasses de calcium lève sa tête de Tétrarque.




Και σεις, οι θάλασσες, που οδηγείτε με την ανάγνωση στα πιο πελώρια όνειρα, θα μας μιλούσατε κάποια βραδιά σ' ένα απ' τα βάθρα αυτής της Πόλης, ανάμεσα στη λιθόστρωτη δημοσιά και τα ορειχάλκινα σταφύλια;

Ω πλήθος, εσύ δικό μας ακροατήριο, στ' αλήθεια μεγαλύτερο σε τούτη την κατηφοριά μιας εποχής δίχως φθορά και παρακμή: η Θάλασσα πράσινη κι ανεξάντλητη σαν χαραυγή στην Ανατολή των ανθρώπων.

Η Θάλασσα η γιορτινή, στα εμβατήριά της, σαν πέτρινο τραγούδι: νυχτέρι, πανηγύρι στα σύνορά μας, γιορτή ψιθύρων στα ύψη των ανθρώπων - η Θάλασσα η ίδια η χτεσινή, σαν μήνυμα από ψηλά σταλμένο...

Η ευωδία των ρόδων στις κηδείες δεν θα κυριαρχήσει στα κιγκλιδώματα των τάφων. Η κρίσιμη ώρα, η ιστορική, μέσα στις φοινικιές και τα βαγιόκλαρα δεν θα σωπάσει πια τη ξενική καρδιά της...

Πικρά τα χείλη μας, πικρά των ζωντανών τα χείλη, θάναι για πάντα έτσι πικρά;

Την είδα να χαμογελά μπρος τα μεγάλα φώτα, εκείνη την πελώρια πούχει το πανηγύρι: τη Θάλασσα τη γιορτινή στα όνειρά μας  σαν πράσινη, χορταριασμένη Πασχαλιά και σαν γιορτή, που όλοι γιορτάζουν.

Όλη η Θάλασσα από άκρη σ' άκρη πανηγυρίζει, κάτω απ' τη γερακοφωλιά των άσπρων της νεφών, σαν χώρος προνομιακός και σαν τη γη του χάρου, σαν εξοχή με τρελοχόρταρο και τόπος, που παίζουν στα ζάρια...

Πλημμύρισε, ω αύρα, τα γεννητούρια μου!  Και τότε η χάρη μου θα φύγει για τους κύκλους των πιο ατελείωτων ματιών! Τα ακόντια του Μεσημεριού δονούν τις πόρτες της χαράς. Τα τύμπανα του μηδενός κάνουνε τόπο στις φλογέρες του φωτός.

Κι ο Ωκεανός από παντού ποδοπατάει τα νεκρά, πεσμένα ρόδα.

Ώσπου και στους εξώστες μας με τον ασβέστη να υψώσει τη μορφή της η Τετραρχία.


Από τη συλλογή Amers, Editions Gallimard 1957



10 Απριλίου 2020

My Life had stood – a Loaded Gun [Emily Dickinson]


My Life had stood – a Loaded Gun –
In Corners – till a Day
The Owner passed – identified –
And carried Me away –

And now We roam in Sovereign Woods –
And now We hunt the Doe –
And every time I speak for Him
The Mountains straight reply –

And do I smile, such cordial light
Upon the Valley glow –
It is as a Vesuvian face
Had let its pleasure through –

And when at Night – Our good Day done –
I guard My Master’s Head –
’Tis better than the Eider Duck’s
Deep Pillow – to have shared –

To foe of His – I’m deadly foe –
None stir the second time –
On whom I lay a Yellow Eye –
Or an emphatic Thumb –

Though I than He – may longer live
He longer must – than I –
For I have but the power to kill,
Without – the power to die –



Η Ζωή μου είχε σταθεί – ένα Όπλο Γεμάτο –
Σε Γωνιές – μέχρι που μια Μέρα
Ο Κάτοχος πέρασε – σε ταυτοποίηση προέβη –
Και μακριά Με πήρε –

Και τώρα Εμείς σε Πανέμορφα περιπλανιόμαστε Δάση –
Και τώρα Εμείς την Ελαφίνα κυνηγάμε –
Και κάθε που για Αυτόν μιλώ
Ευθύς αμέσως απαντούνε τα Βουνά – (*)

Κι εγώ χαμογελώ, κι ένα τέτοιο φως θερμό
Απ’ την Κοιλάδα επάνω λάμπει –
Που σαν του Βεζούβιου το πρόσωπο είναι
όταν είχε λεύτερα εκραγεί –

Κι όταν τη Νύχτα – η καλή Μας πέρασε Μέρα –
Τον Κύριο μου φυλάω –
Καλύτερα απ’ το με Πούπουλα Πάπιας
Βαθύ Μαξιλάρι είναι – να ‘χαμε μοιραστεί –

Για τον εχθρό Του – ορκισμένος εχθρός είμαι –
Κανείς για δεύτερη φορά θα προκαλέσει –
Κανείς που με τ’ Όπλο τού ρίχνω (και τη Λάμψη μπρος του βλέπει –
Ή τον εμφατικό ακούει Βρόντο –)

Αν κι Εγώ παρά Αυτός – πιότερο θα ζήσω
Αυτός περισσότερο θα ‘πρεπε – παρά Εγώ –
Γιατί μονάχα τη δύναμη έχω να σκοτώνω,
Χωρίς – τη δύναμη να πεθάνω –

(*) Το μιλώ εδώ σημαίνει πυροβολώ και η απάντηση τον αντίλαλο (βλέπε πρώτη στροφή).


Πηγή Πρωτότυπου: Emily Dickinson - The Complete Poems - No 754.

09 Απριλίου 2020

Ένα χαϊκού της Hannah Szenes (17.07.1921 – 07.11.1944)


pink oleanders
and the waves of the sea –
may they never cease


ροζ πικροδάφνες
και της θάλασσας τα κύματα –
ας μην πάψουν ποτέ

και μια απόπειρα τήρησης του κανόνα των 17 συλλαβών στην μετάφραση:

ροζ πικροδάφνες,
κύματα της θάλασσας –
ας ποτέ πάψουν


Για την Hannah Szenes:wikipedia.org/Hannah_Szenes.
Πηγή πρωτότυπου: israelhaiku.com/hannah-senesh. 

08 Απριλίου 2020

Από το Δειλινό κι Αποσπερίτης του "Selin Ο’ Casey" (όπως υπάρχει στο Έρως και Πολιτισμός του Μαρκούζε)


Πόσος χρόνος δεν έχει πάει χαμένος στη διάρκεια των πεπρωμένων του ανθρώπου με τον αγώνα που γίνεται για να καθορισθεί πώς θα είναι ο επόμενος κόσμος του ανθρώπου! Όσο πιο έντονα προσπαθούσε να πληροφορηθεί, τόσο λιγότερα ήξερε για τον τωρινό κόσμο που μέσα του ζούσε. Ο αξιαγάπητος κόσμος, ο μόνος που ήξερε, που μέσα του ζούσε, που του έδινε ό,τι είχε, ήταν κατά τον ιερέα και τον ιεράρχη εκείνος που έπρεπε να βρίσκεται λιγότερο στις σκέψεις του. Από την ημέρα της γέννησής του, του δίνονταν συστάσεις, διαταγές να του πει αντίο. Ω, αρκετά υποφέραμε την κακομεταχείριση της όμορφης τούτης γης! Δεν είναι λυπητερή η αλήθεια πως αυτή θα έπρεπε να είναι το σπίτι μας. Αν μας έδινε μια στέγη απλή, απλά ρούχα, απλό φαί, κι αποπάνω την παπαρούνα και το τριαντάφυλλο, το μήλο και τ’ αχλάδι, θα ήταν ένα σπίτι κατάλληλο για τον άνθρωπο, θνητό ή αθάνατο.

Ο Selin O' Casey είναι ο  Seán O'Casey. (καθ΄ υπόδειξη του φίλου Μπάμπη Χαραλαμπόπουλου) και το βιβλίο είναι το (δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά) 

Κορονοϊός COVID-19


07 Απριλίου 2020

Σκοτεινό Τραγούδι [Γιώργος Γεραλής]

Πηγή: sansimera.gr/anthology.


ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Είχε νυχτώσει όταν εδιάβηκα τη θύρα
κι η ψυχή μου στο φόβο είχε βουλιάξει.
Όμως οι αισθήσεις μου όλες, καθώς πάλι
στου άχρονου εζύγωναν το χώρο,
τεντωμένες με κράτησαν κοντά σου,
— νύχτα, μες στη σκληρή ερημιά της πέτρας,
νύχτα, στη σιωπηλή φρίκη του τέλους,
στο τίποτα και στο ποτέ.

Εκεί σ' αφήσαμε το πρωί... Ένα αλλοιώτικο,
κατάξερο κοιμητήρι· ούτε ίσκιος
κυπαρισσιού, να δροσιστή ο καιρός,
που εδώ ξεπέζεψε, ούτε χλόη
για των πουλιών το καλωσόρισμα. Στεγνό
χώμα και πέτρα, και χώμα και πέτρα,
σάμπως να χτίζονται οι νεκροί στο λόφο επάνω
απ’ την τρελή καλόγρια, που περνώντας
με το τσαπί και με το φτυάρι ανάμεσά τους
πετάει στον άσπρο κουρνιαχτό το φριχτό γέλιο.
Εκεί σ’ αφήσαμε το πρωί, κουνώντας
τα χέρια, όταν χτιζόσουν στην πλαγιά τού λόφου.
Ωστόσο, πάλι εδιάβηκα τη θύρα,
νύχτα κι ο φόβος κάθονταν μολύβι,
στο στήθος μου.
                                   
Μα ως έτριξεν η θύρα
— τόσο οί αισθήσεις ήταν τεντωμένες —
ήταν σα να ’τριξεν ό χρόνος και με πήρε
του άχρονου το σύνορο, εκεί που η νύχτα,
νύχτα δεν είναι πια, το φως φως δεν το κράζουν
κι ο τάφος ίσως λέγεται φωνή, η θύμηση άστρο,
η δυστυχία χαμόγελο, η καρδιά λιθάρι.
Κι αυτό που υπάρχει ή δεν υπάρχει είναι μια λέξη,
κι οι λέξεις είναι τα όνειρα μιας άλλης ζωής,
κι η άλλη ζωή, αν ήταν ή αν δεν ήταν,
κανείς δεν ξέρει.

Παράμερα απ’ το σύνορο στάθηκα. Η λάμψη
ενός αθέατου φεγγαριού πλημμύριζε όλη
την ερημιά σου. Και καθώς σε αναζητούσα
με την καρδιά να δέρνεσαι, σε είδα, σκυμμένος
να περπατάς, κατηφορώντας τα τραχιά χαλίκια
όπως και τότε — δε θυμάμαι — με το αδέξιο βήμα
του λαβωμένου πουλιού. Σε είδα και σου είπα,
απλώνοντας το χέρι μου έντρομο: «Πατέρα...»

Με κοίταξες, σαν να μην ήμουνα κοντά σου,
σα να μην είχες ξαναδεί το πρόσωπό μου,
σα να μην είχες ξανακούσει τή φωνή μου.
Τόσο η ματιά σου ήταν απόμακρη και ξένη,
κι από το φως της έλειπα.
Μόνο μουρμούρισες ακατανόητα λόγια
από μια γλώσσα αλλόκοτη, και προσπερνώντας,
έκρουες κάθε τόσο τούς σταυρούς, καθώς χτυπούμε
εμείς στη «ζωή» μια πόρτα για να βγει ένας φίλος.
Πλήθαιναν γύρω σου οι μορφές, τ’ άγνωστα πρόσωπα
κι όλοι με κοίταζαν καθώς να μην υπήρχα,
κι εσύ με κοίταζες σα να μην είχα υπάρξει, 
ξένος για πάντα και τα χέρια μας λυμένα
για πάντα, — στο τίποτα και στο ποτέ...
Με πήρε εκεί ένα κλάμα σα βουερό ποτάμι,
με πήρε εκεί ένας ύπνος σα γλυκούλι ρυάκι.

Χαράματα, καθώς ανέβαινε η τρελή καλόγρια,
μέ ξύπνησε χτυπώντας πλάι μου το τσαπί της:
«Ο κύριος», είπε, «θα χτιστεί, ή θα χτίσει;».
Και τράβηξε, βροντογελώντας, το τραχύ ανηφόρι.

06 Απριλίου 2020

I dwell in Possibility [Emily Dickinson]


I dwell in Possibility –
A fairer House than Prose –
More numerous of Windows –
Superior – for Doors –

Of Chambers as the Cedars –
Impregnable of eye –
And for an everlasting Roof
The Gambrels of the Sky –

Of Visitors – the fairest –
For Occupation – This –
The spreading wide my narrow Hands
To gather Paradise –


Σε μια διαμένω Δυνατότητα –
Εν’ απ’ τον Πεζό Λόγο καλύτερο Σπίτι –
Περισσότερα Παράθυρα –
Καλύτερες Πόρτες –

Από Δωμάτια σαν τους Κέδρους –
Άπαρτα στο μάτι –
Και για αιώνια Οροφή
Μια Δίπλευρη Στέγη Ουρανό –

Με επισκέπτες χωρίς – το καλύτερο –
Για να Κατοικήσω – Αυτό –
Για τα περιορισμένα μου στο εύρος χέρια
Παράδεισο να μαζεύουν –


Πηγή Πρωτότυπου: Emily Dickinson - The Complete Poems - No 657.

05 Απριλίου 2020

Ό,τι αφήνουμε πίσω [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


Ο,ΤΙ ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΠΙΣΩ

Παλιές φωτογραφίες
κανείς δεν τις ψάχνει
έχουν το άσπρο
και το μαύρο του χρόνου
σαν τα ποιήματα
που δεν διαβάζονται
και γι' αυτό
δεν γερνάνε.

04 Απριλίου 2020

Νεότερη Σμύρνη.







































[πλατεία Χρυσοστόμου Σμύρνης, Νέα Σμύρνη 30.03.2020 19.24 / 03.04.2020]

Η Νεότερη Σμύρνη δεν στα βάθη τής ιστορίας αρχίζει. Η Νεότερη Σμύρνη δεν στην προβλήτα τού πόνου, στον ομώνυμο κόλπο ή στη λεωφόρο τού Συγγρού τελειώνει. Η Νεότερη Σμύρνη απ' άκρη σ' άκρη καίγεται κι αυτή, σαν την πρώτη, μα χωρίς φλόγα και καπνούς. Στα βάθη μας αρχίζει. Στην πέτσα μας τελειώνει. Τροφή της ο τρόμος κι οι βάρκες στο βυθό να φεύγαμε.

Τα στερνά του Λιόντα [Χρήστος Ι. Βατούσιος]



ΤΑ ΣΤΕΡΝΑ ΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑ

...Και βέβαια, το χωράφι που πουλούσανε τ' απογόνια του ήτανε ποτιζάμενο.
Απ' τον ίδρω του όμως, όχι απ' το θεό.
Ο θεός τους είχε ξεχασμένους, παραδομένους σε τούτο τον ξερότοπο.
Κι όμως, έμειναν από μια ακαθόριστη αγάπη και πίστη για το χώμα τους, τούς έζωνε θα 'λεγες ένα ανίκητο πείσμα, μια αθεράπευτη τρέλα να ριζώσουν.
Έτσι πάλεψε, σα Λιόντας ο γέροντας στα χρόνια του, έκαμε παιδιά, πρόφτασε κι αγγόνια, κι όταν ήρθε η ώρα, τούς μάζωξε όλους ένα γύρω στη μικρή του κάμαρη.
"Ακούτε ωρέ, εμένα οι μέρες μου σώθηκαν. Αυτή η γης είναι ότι έχω και δεν έχω.
Την πότισα σπιθαμή προς σπιθαμή με το αίμα μου, την πόθησα σα γυναίκα για να μ' αφήσει να την καρπίσω.
Τώρα είναι δικιά σας. Αγαπήστε τη σα τα παιδιά σας. Δώστε της το αίμα σας για να σας ζήσει. Άλλο θεό δεν ξέρω, ούτε και θέλω να μάθω.
Μα αν τύχει κι απιστήσετε η γης θα το νιώσει, και κάλιο να φεύγετε προτού δείτε τα νύχια της.
Παγαίνετε τώρα, κι ό,τι ειπώθηκε χώμα κι αίμα."


Πηγή: drasivrilissia.gr.

03 Απριλίου 2020

“Hope” is the thing with feathers [Emily Dickinson]


“Hope” is the thing with feathers –
That perches in the soul –
And sings the tune without the words –
And never stops – at all –

And sweetest – in the Gale – is heard –
And sore must be the storm –
That could abash the little Bird
That kept so many warm –

I’ve heard it in the chillest land –
And on the strangest Sea –
Yet – never – in Extremity,
It asked a crumb – of Me.


Το φτερωτό η «Ελπίδα» είναι πλάσμα –
Που στην ψυχή κουρνιάζει –
Και χωρίς λέξεις τραγουδά –
Χωρίς να σταματά – καθόλου –

Και πολύ – μες στη Θύελλα – ακούγεται γλυκά –
Κι ‘ναι η επώδυνη καταιγίδα όταν σφοδρή –
Να μαραζώσει το μικρό Πουλί μπορεί
Που τόσους και τόσους ζεστούς κρατά

Στους πιο παγωμένους το ‘χω ακούσει τόπους –
Και στα πιο άγρια Νερά –
Όμως – ποτέ! – και στις Εσχατιές ακόμα,
Ένα ζήτησε ψίχουλο – από Με.


Πηγή Πρωτότυπου: Emily Dickinson - The Complete Poems - No 254.

02 Απριλίου 2020

Δεν είναι συνωμοσία, μήπως τους είναι ΕΥΚΑΙΡΙΑ;


Δεν είναι συνωμοσία, μήπως τους είναι ΕΥΚΑΙΡΙΑ;

Εννοείται για κάποιους πως το πέρασμα τού κορονοϊού COVID-19 στον άνθρωπο, στην κεντρική Κίνα, λόγω των διατροφικών συνηθειών πολλών κινέζων, και η ταχύτατη εξάπλωση του στον παγκοσμιοποιημένο ανθρώπινο πολιτισμό δεν είναι κάτι τυχαίο ή λάθος στην αρχική εκτίμηση τής κατάστασης, αλλά μια ακόμη συνωμοσία σκοτεινών κύκλων. Εννοείται βέβαια πως, για κάθε λογικό άνθρωπο, θέμα συνωμοσίας δεν τίθεται, ούτε τώρα ούτε παλαιότερα σε άλλες εμφανίσεις κορονοϊών ή του HIV. Αν τίθεται ένα θέμα, είναι να προβληματιστούμε για το αν είμαστε το κυρίαρχο είδος και, αφού συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε, να οργανώσουμε τη ζωή μας και τον πολιτισμό μας με σεβασμό στο περιβάλλον και στις γνώσεις που έχουμε κατακτήσει, γιατί
αφενός ο πλανήτης μας, στα δισεκατομμύρια χρόνια τής ύπαρξής του, σύμφωνα με τα γεωλογικά δεδομένα, ανά καιρούς, συνταράσσεται από βίαιες μεταβολές στην ατμόσφαιρα (λόγω πτώσεων μεγάλων αστεροειδών ή κομητών, εκρήξεις υπερηφαιστείων κ.α.), που με το πέρασμά τους αφήνουνε πίσω τους κάποια λίγα εναπομείναντα άτομα, από τα ελάχιστα είδη που επέζησαν, να συνεχίσουνε και να διαμορφώσουνε μια νέα βιοποικιλότητα,
αφετέρου, τα πραγματικά κυρίαρχα είδη, οι μικροοργανισμοί – που μας σκοτώνουν αλλά που χωρίς αυτούς ούτε θα εξελισσόμασταν ούτε θα μπορούσαμε να ζήσουμε – επίσης ανά καιρούς βρίσκουνε τρόπο να εξαπλώνονται σε ένα ή περισσότερα πολυκύτταρα είδη και να τα απειλούνε μέχρι και με εξαφάνιση.

Αυτό το οποίο συμβαίνει γύρω μας, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, δεν είναι ούτε συνωμοσία ούτε κάτι που σχεδιάστηκε ούτε καν κάτι πρωτόγνωρο. Απλά από την τελευταία πανδημία, του 1918-1919, πέρασε ένας αιώνας και δεν υπάρχει μνήμη. Και όχι μόνο δεν υπάρχει μνήμη αλλά υπάρχει ένα παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα που ευνοεί πλήρως την ταχύτατη εξάπλωση του. Ένα σύστημα εστιασμένο στην ιδιωτική κερδοσκοπία, που εκ των πραγμάτων του, οι δημόσιοι φορείς για την υγεία υποβαθμίζονται, ενώ οι ιδιωτικοί είναι απλώς μαγαζιά, άσχετα με την αντιμετώπιση λοιμών. Και αυτή η αδυναμία, ήτοι να ανταποκριθούν οι δημόσιοι φορείς υγείας στην πανδημία, σε αυτήν αλλά και σε οποιαδήποτε αντίστοιχης έκτασης, είναι ξεκάθαρη και σε χώρες οικονομικά πανίσχυρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, οι ΗΠΑ κ.α.

Στη χώρα μας τη στιγμή που γράφεται το παρόν, τα πράγματα δείχνουνε να βρίσκονται υπό έλεγχο. Ούτε η εξάπλωση ούτε ο αριθμός των ασθενών ούτε ο αριθμός των θυμάτων δείχνουνε πως τα πράγματα έχουνε ξεφύγει. Απ’ ό,τι φαίνεται προς το παρόν τα μέτρα καλύπτουνε τα πολλά και σημαντικά προβλήματα τού συστήματος δημόσιας υγείας αν και αυτές οι ελλείψεις επιβαρύνουνε τους ανθρώπους που εργάζονται στην υγεία και οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, είναι εκεί για να παράσχουνε τις υπηρεσίες τους και όχι για να διακινδυνεύουνε την υγεία ή τη ζωή τους. Τα καλύπτουν όμως ή μήπως η κρίση μάς περιμένει; Θα δείξει, και μακάρι να μην μας περιμένει, αλλά, έτσι κι αλλιώς,  εμείς οφείλουμε να επισημάνουμε μερικά προφανή και παράξενα λάθη και άλλες πρακτικές που μας ενοχλούν.

Έχουμε μια κυβέρνηση που μες σε εννέα μόλις μήνες αποδόμησε τα δυο σημαντικότερα θέματα, στα οποία επένδυσε για να ανέβει στην εξουσία. Η τραγωδία στο Μάτι τελικά οφείλεται στην κλιματική αλλαγή και τα ακραία μη προβλέψιμα φαινόμενα και η Συμφωνία των Πρεσπών δεν τηρείται απλά γιατί είμαστε υποχρεωμένοι αλλά με κάθε ευκαιρία διατυμπανίζουμε την βαθιά μας ικανοποίηση: τώρα τα δικά μας αεροπλάνα πετάνε στον εναέριό τους χώρο και όχι τα τούρκικα, τώρα η Βόρεια Μακεδονία δηλώνει ξεκάθαρα πως στέκεται δίπλα μας στον Έβρο, τώρα είμαστε μαζί σε κοινό δρόμο στο ΝΑΤΟ.
Η ίδια αυτή κυβέρνηση μιλούσε για την ανάγκη περισσότερης ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην υγεία αλλά τελικά σήμερα μόνο από τη δημόσια υγεία, την παρατημένη στην τύχη της, ελπίζει να σταματήσει το κακό.
Πέρα όμως από τις πρακτικές που ακυρώνουνε θεμελιώδη ιδεολογικές τους θέσεις, και πώς αλλιώς θα μπορούσανε να κάνουνε μπρος στην ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, υπάρχουνε κάποιες κινήσεις που προβληματίζουν:
1. Εφόσον έχουμε έκτακτη ανάγκη γιατί δόθηκαν 11 εκ. ευρώ στα ιδιωτικά κανάλια για την δημοσίευση των ενημερωτικών για τον κορονοϊό μηνυμάτων; Ναι, αν το κράτος κάνει διαφήμιση προϊόντων να πληρώσει, αλλά εδώ δεν έχουμε διαφήμιση. Ομοίως και γιατί, τα ιδιωτικά κανάλια, έπρεπε να απαλλαχτούνε για φέτος από την καταβολή τελών αναφορικά με τη χρήση συχνοτήτων; Προφανώς το «λάθος» της προηγούμενης κυβέρνησης να θελήσει να τελειώσει ένα καθεστώς ανομίας δεκαετιών έγινε μάθημα. Ένα «λάθος» που στην προηγούμενη κυβέρνηση στοίχισε πολύ ακριβά: Την ήττα στις περσινές εκλογές και την εξουσία. 
2. Εφόσον ο κορονοϊός επιζεί μέχρι και δύο βδομάδες στις επιφάνειες άρα και στα χαρτονομίσματα και τα κέρματα γιατί δεν επιβλήθηκε απαγόρευση χρήσης τους και υποχρεωτική χρήση κάρτας στις συναλλαγές στα μάρκετ, τους φούρνους, τα φαρμακεία, τα βενζινάδικα, τα delivery, τα take away, τα περίπτερα και όπου αλλού;
3. Εφόσον είναι κακό να σχηματίζονται ουρές στις τράπεζες γιατί δεν φρόντισαν ώστε όλοι οι ηλικιωμένοι να εφοδιαστούνε με κάρτες και επίσης να μην γίνονται αναλήψεις μέσ’ από τα γκισέ; Τους όποιους ελάχιστους, που δεν έχουνε συγγενείς να τους εξυπηρετήσουν, θα μπορούσανε να τους εξυπηρετήσουν υπάλληλοι των τραπεζών, που έτσι κι αλλιώς το κάνουν.
3. Γιατί έπρεπε να κλείσουνε τα καταστήματα ένδυσης, τα κομμωτήρια κ.α. παρόμοιες επιχειρήσεις πώλησης αγαθών ή υπηρεσιών αφού θα αρκούσε να απαγορευτεί η μετακίνηση για αγορές εκτός περιοχής μονίμου κατοικίας και επιπλέον ο κόσμος να εισέρχεται σε αυτά ανάλογα με τα τετραγωνικά τους και λαμβάνοντας υπόψη τα μέτρα προστασίας;
4. Γιατί θα έπρεπε να απαγορευτεί η μοναχική πορεία και ιδίως σε κάποιο περιαστικό δάσος αφού μπορεί κάποιος, που ξέρει πώς να κινηθεί από εμπειρία, να μεταβεί στα όρια κάποιου μικρού μονοπατιού ή δασικού δρόμου και να επιστρέψει χωρίς να συναντήσει άνθρωπο;
5. Μέχρι πόσο οι συνέπειες από αυτά τα μέτρα μπορούνε να γίνονται αποδεκτές; Πόσο κινδυνεύουμε οι συνέπειες – οικονομικές, ψυχολογικές, ενδοοικογενειακής βίας, ευρύτερης σωματικής υγείας κ.α. – από τα μέτρα να αποδειχθούνε πολλαπλάσιες από αυτές του κορονοϊού αν, με αυτά τα μέτρα και όπως εξελίσσονται προς το αυστηρότερο, πάμε καλοκαίρι;
6. Σίγουρα δεν είναι συνωμοσία αλλά μήπως τελικά αποδειχθεί μια ΕΥΚΑΙΡΙΑ για το σύστημα να εδραιώσει μια γενικευμένη καταστολή;

01.04.2020   

Δημοσιεύτηκε στα 24grammata.com. 

01 Απριλίου 2020

Μονόλογος στην ανηφόρα ( Κατσαρίδα ) [Γιάννης Βαρβέρης]


Μελοποιήθηκε από τον Χάρη Κατσιμίχα.
Εδώ με τον Χρήστο Θηβαίο στο τραγούδι.


Κυρίες και κύριοι
σφίξαν οι ζέστες πάλι κι ανεβαίνω απ’ το φωταγωγό,
τόσο χειμώνα μες στους βόθρους σας επέζησα.

Τώρα χιμάω μέσα από σιφόνια,
χαραμάδες αστοκάριστες
σε τάπερ παιδικών τροφών,
προμήθειες Τρίτου Παγκοσμίου.

Λίγη ελεημοσύνη λίγδα σ’ ένα σκεύος
θα την έχετε ξεχάσει
γιατί γριές, είστε γριές και βαριόσαστε
και οι νέες, νέες βιαζόσαστε, βιαζόσαστε.

Βέβαια το ξέρω κι ας έχω εκπαιδευτεί,
ζήτημα τύχης είναι να με βρει
μια πονηρή κι ευκίνητη παντόφλα,
ν’ αγκαλιαστώ με νάρκη εντομοκτόνου, ζήτημα τύχης.

Θύμα κι εγώ σαν τόσες άλλες της φυλής μου
που ‘πέσαν άγνωστες
σε πλοία, μαγειρεία και λιμάνια αιώνων.

Ξέρω πως είμαι ότι είμαι και σιχαίνεστε
να γίνω ένας λεκές στον τοίχο της ζωής σας
δε με νοιάζει, εγώ θ’ ανέβω,
δε με νοιάζει, εγώ θ’ ανέβω,
έρχομαι, ανεβαίνω,
ανεβαίνω. έρχομαι.

Μου το ‘χουν πει στα κύτταρα κρυφά
φυσιοδίφες έντρομοι σας το ‘χουν βεβαιώσει
με ή χωρίς το μανιτάρι σας
τα σούπερ μάρκετ κάποτε δικά μας.

Ετοιμαστείτε, κύριοι και κυρίες
να με ψεκάσετε, να με λιώσετε,
γελοίοι και κουφοί που δεν ακούτε
στο ελάχιστο δικό μου σκρατς
τα τρισεκατομμύρια τύμπανα της νίκης.