28 Φεβρουαρίου 2013

Τεχνουργοί Σπανίων Κοσμημάτων [Λεωνίδας Γαλάζης]




















Τεχνουργοί Σπανίων Κοσμημάτων
«Εσύ που ξέρεις, πες μας, τι γεύση έχει ο χρυσός;»
Dante Alignieri, θεία Κωμωδία: Καθαρτήριο,
Άσμα XX, στ. 116.

Ήξεραν, έλεγαν, τι γεύση έχει το χρυσάφι
οι τεχνουργοί των σπάνιων κοσμημάτων.
Πόσο λεπτεπίλεπτα στον πάγκο τα εργαλεία τους
τι νευρασθενικές οι ζυγαριές ακριβείας τους!

Όμως, εσύ που πάλευες με τη σκουριά
ήξερες πως τίποτα δεν πουλούσαν καθαρό
της αλχημείας οι μάστορες και των κραμάτων.
Κι οι ζυγαριές τους δεν μπορούσαν να μιλήσουν...

Γι' αυτό πουλούσαν ανενόχλητοι
άνθη λωτού κι υποσχέσεις σε κάνιστρα
ως υπεράνω πάσης υποψίας τεχνουργοί

Ενώ εσύ που παίδευες τα ταπεινά σου μέταλλα με τη βαριά
δεν έμαθες ποτέ την τέχνη των περιστροφών,
των ελιγμών, των λήρων, των φληναφημάτων.


----------------------------------------------------------

από την ποιητική του συλλογή "Δοκιμές Συγκολλήσεως" - κυκλοφορεί από τις  εκδόσεις Φαρφουλάς 




27 Φεβρουαρίου 2013

Παναγιώτης Γούτας - τρία ποιήματα από τη συλλογή "ντόρτια".























Άλλοτε

Τι να απέγινε η λάβα του έρωτά σου;
Οι εκρήξεις των σπασμών σου;
Το μάγμα της επιθυμίας σου;
Η καυτή ορμή σου;
Πώς, όλα αυτά, πέτρωσαν με τα χρόνια;
Και το κορμί σου,
που, άλλοτε, ήταν ηφαίστειο ενεργό,
τώρα κουβαλά, βαριεστημένα,
φτηνά μικροτεχνήματα
–θλιβερά απομεινάρια παλιών εκρήξεων–,
περασμένα σε λαιμό και χέρια,
αγορασμένα από τα τουριστικά.

Δύο σβησμένα ηφαίστεια σε ένα σώμα.



Στο θέατρο και στη ζωή

Υποδυόταν καταπληκτικά επί σκηνής
το περιστατικό της καρδιακής προσβολής
– απόρροια τόσων και τόσων επαναλήψεων στις πρόβες.
Φέρνοντας αργά το χέρι στο στήθος
λύγιζε πειστικά τα πόδια του.
Τελικώς σωριαζόταν πάνω στην πολυθρόνα.

Σαν του ’ρθε ανακοπή στο σαλόνι του σπιτιού του
τον βρήκαν πεσμένο άγαρμπα στο πάτωμα
με τα χέρια ορθάνοιχτα


Λύκεια

Ανηφορίζουν τη Δωδεκανήσου με παλμό.
Πικάντικες φατσούλες, μάγουλα βαμμένα
«No war», με καρβουνάκι.
Μπλουζάκια ανοιξιάτικα με το σήμα
της ειρηνιστικής ομάδας που ανήκουν.
«Φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι!»,
φώναξαν με την ψυχούλα τους.

Μετά, τα περισσότερα, εξοκέλλουν της πορείας
και χώνονται στα Goodys  της γωνίας.
Κέτσαπ στις πατάτες, γέλια που κελαρύζουν.

Πάντα με το μπλουτζίν τους, το αμερικάνικο

25 Φεβρουαρίου 2013

«Ο Άνθρωπος του Ακροπωλείου» Σχόλιο στην ποιητική του Δημήτρη Κ. Διακογιάννη [Απόστολος Θηβαίος]




Ο Άγγελος Τερζάκης στη δοκιμιακή κειμενογραφία του «Χαμένου Ουρανού» σημειώνει: «Η έκφραση του «ωραίου» συνιστά για την αρχαιότητα, όχι απλά μία επάρκεια, μια ισορροπία ψυχής και σώματος, μα και μία γλώσσα, μια αντίληψη του κόσμου, μια προσέγγιση υπερβατικότητας.» Η επισήμανση του Τερζάκη δεν αποτελεί απλά και μόνο μία διαπίστωση της πνευματικής κορυφής, η οποία κατακτήθηκε από τον ελληνικό, αρχαίο κόσμο αλλά και μία οδηγική διαπίστωση για όλες τις μετέπειτα ανθρώπινες περιόδους, με τις επίκαιρες κάθε φορά αναζητήσεις, τη δημιουργική εκείνη αγωνία προκειμένου να επιβεβαιωθούν οι πιο μυστικές και ανθρωπιστικές ελπίδες. Πρόκειται δηλαδή για μία διατυπωμένη αλήθεια, για μια σήμανση, απαραίτητη προκειμένου να εννοηθούν οι αισθητικές φιλοδοξίες όλων των περιόδων. Η διαπίστωση του Άγγελου Τερζάκη εμπεριέχει ένα χαρακτήρα μελλοντολογικό, με την έννοια εκείνη που παγιώνει μια πραγματικότητα εξαιτίας της γενικής, αναλλοίωτης ισχύος με την οποία εκείνη η ίδια προικίζεται ήδη από τη στιγμή της διαμόρφωσής της. Μιλούμε λοιπόν για μια εξειδικευμένη, κάθε φορά έκφραση των στοιχείων εκείνων, τα οποία αποσαφηνίζουν, όχι μόνο τις αισθητικές προσεγγίσεις μιας περιόδου, αλλά και τα ηθικά αξιώματα, μια ισορροπία εξαιρετικά σημαντική στα πλαίσια ενός διαχρονικού ρεαλισμού, διαρκώς ευθυγραμμισμένου με τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε εποχής.
Ο Δημήτρης Κ. Διακογιάννης, με τη σπάνια καταγωγή από το ιδιαίτερο Τρίκερι του Νομού της Μαγνησίας ουσιαστικά ενσαρκώνει την έκφραση μιας επικαιροποιημένης ενδοσκόπησης, εμποτισμένης, όχι μόνο με ένα στοιχείο προσωπικό, αλλά και με μια διαυγώς αποχαρακτηρισμένη πια αποτύπωση της κρίσιμης περιόδου, με την οποία ταυτίζεται ο καιρός μας. Η ποιητική εκφορά του στέκει φιλοσοφική, καλώντας σε μια ιδεολογική επαναφορά προς το αρχετυπικά ελληνικό, εκείνο το οποίο δομείται όχι κατά τα πρότυπα μιας παράδοσης υποταγμένης στην εθνικιστική ηθική του ολοκληρωτισμού, αλλά σύμφωνα με την αξιοπρέπεια ενός αρχαίου κόσμου με υψηλή πνευματικότητα. Έναν τόπο πνευματικό, ηθικό και ιδεολογικό γενέθλιο, ικανό να φανερώσει με όλη τη λαμπρότητά του, την επίκαιρη, παρακμιακή κομψότητα του ελληνικού, μια αισθητική αποσαρκωμένη, εξαντλημένη, δυτικοτραφή, καθώς επισημαίνει ο Διακογιάννης, ήδη από το εναρκτήριο ποίημά του, τη συμβολική «Οδύσσεια.» Η σύγχρονη γενέτειρα του ακυρωμένου, ελληνικού θαύματος παραμένει η ίδια εκείνη κοιτίδα του δοκιμαζόμενου ελληνισμού των ιστορικών στιγμών του περασμένου πια αιώνα. Ο ποιητής του «Βαίτυλου» δεν αποσκοπεί σε μια θεραπευτική, καθώς σηματοδοτεί ο τίτλος της συλλογής, απόπειρα της ελληνικής ψυχής. Ο Διακογιάννης με την επισήμανση ενός παρόντος, το οποίο περιέχει όλες τις προοπτικές για την πραγμάτωση ενός ελληνικότερου και πνευματικότερου μέλλοντος, σε αντίθεση με τη σύγχρονη κινδυνολογία του Στάλκερ στέκει σαφώς υπαρξιακός μα και πολιτικός. Με άλλα λόγια διαπιστώνεται μια σύγκλιση ουσίας και τάσεων, έτσι ώστε η πολιτική διάσταση να εμπλουτιστεί και να εμπλουτίσει με τη σειρά της μια εσωτερικού τύπου ενδοσκοπική ποίηση με συλλογικότερο χαρακτήρα, καθώς η ποιητική εκφορά συλλαμβάνεται μες στη θεματική συνέχεια της «Βαίτυλου.» Ειδικότερα, καθώς αποσαφηνίζεται με τα ποιητικά πονήματα της συλλογής η ποίηση του Δημήτρη Κ. Διακογιάννη μοιάζει να απαντά στην αναγκαιότητα μιας ποιητικής λειτουργίας, απόλυτα ταγμένης σε έναν κοινωνικό και συλλογικό χαρακτήρα, αίτημα ήδη διατυπωμένο στην εποχή μας τόσο από τους φορείς της στιχουργικής, όσο και από τους δέκτες της δημιουργίας, τους κοπιώντες και τους πεφορτισμένους της εποχής μας, τους ολότελα αποκομμένους από την καταπραϋντική άσκηση της τέχνης.
Η παράδοση, με την αναγωγή της στον αρχαίο μύθο στέκει υλικό τροφοδοτικό της στιχουργικής του Διακογιάννη. Τοπικές αναφορές, οικείες στον δημιουργό, αλλά και καλλιτεχνικές καταβολές επιρρώνουν, -για να προβούμε σε χρήση του λεξικολογικού πλούτου με τον οποίο μας προικίζει ο δημιουργός-, τη στιχουργική του, φανερώνοντας την ακέραια, χρηστική σημασία της παράδοσης, όπως η τελευταία ενσωματώθηκε μέσω της προφορικότητας και έπειτα του γραπτού λόγου στη δημοτική ποίηση και τελικά στα βασικά, ψυχολογικά συστατικά του «ελληνικού» ανθρώπου. Η σκόπευση του Διακογιάννη μπορεί να κριθεί ως μια τοποθέτηση κάθετης ερμηνείας της ανθρώπινης, ψυχικής υφής, ακολουθώντας τη σημειολογία και την πρόθεση της τραγικής ποίησης. Μόνο που στην περίπτωση της «Βαίτυλου» η ερμηνευμένη μεταφυσική αποβλέπει σε μια ολοκληρωτική έκθεση της ελληνικής πνευματικότητας, του βάθους και της αναλλοίωτης δυναμικής της, καθώς εξακολουθεί να παρέχει στη σύγχρονη τέχνη τις αφετηρίες και τις αφορμές για διαρκείς θεωρήσεις και τάσεις, οι οποίες επιβεβαιώνουν με σαφήνεια τη φυσική ροπή της τέχνης στην εξήγηση της ανθρώπινης πράξης και των πηγών της.  Με άλλα λόγια μες στην πνευματική και αναγωγική αξία της παράδοσης, ο ποιητής διακρίνει  τον οίστρο μιας αγνότητας συστατικής,κατασταλαγμένης και ψυχικής.
 Η ποιητική του Δημήτρη Διακογιάννη εκτείνεται στα όρια του χώρου. Ο χρόνος αποκτά τη διάσταση του όγκου, καθίσταται χωρικός, ο Δημήτρης Κ. Διακογιάννης κινείται μες στο χρόνο, με την ίδια ευκολία με την οποία μετατίθεται από το παρελθόν στην επικαιροποιημένη πραγματικότητα, από το ουτοπικό όραμα στη σύλληψη της ιδέας, από το σκοτεινό παρόν προς το φωτεινό μέλλον. Μες σε αυτή τη χωροταξική διάρθρωση του «ελληνικού» η γλώσσα και η ηθική ταυτίζονται, αποτυπώνοντας μια απλότητα, μια σαφήνεια, παράγοντες ουσιώδεις προκειμένου να μιλήσουμε για ποίηση. Ετούτη η περιφρόνηση του χρόνου έρχεται δε να συμπληρώσει τη δηλωμένη αποστροφή του Διακογιάννη προς τα χαρακτηριστικά μιας εν κρίση περιόδου. Η ανάδειξη του χώρου-συμβόλου έρχεται να υποστηρίξει μέσω της αναγωγής και της διαδικασίας της μνήμης την αντίθεση ανάμεσα στην επικαιρότητα και το παρελθοντικό μεγαλείο. Η φυσική έλξη της αρχαίας κορυφής δεν μπορεί παρά να ελκύει με την πνευματικότητά της τον ποιητή. Η ιδεολογική μοναξιά του  παραμένει ένα ζήτημα κορυφαίο και αντιπροσωπευτικό καθ΄όλο το μήκος της ποιητικής του. Συμπληρώνουμε δε την ύπαρξη των επαρκών, τριών διαστάσεων οι οποίες προσδίδουν στο έργο του Δημήτρη Διακογιάννη την ευρύτητα, το βάθος αλλά και τη αναγωγική λειτουργία, την οποία συνεπάγεται κάθε άρτια, περιεκτική και πρωτίστως υπαινικτική ποίηση.
Η ποίηση του Δημήτρη Κ. Διακογιάννη συνιστά ένα οδοιπορρικό, μια πορεία μες στον ελληνικό κόσμο, μία τοπογραφία ιδεών και τόπων. Η στιχουργική του παραμένει προσεγμένη σε όλο το μήκος της «Βαίτυλου», δίχως να αποδομείται η πνευματική, ιδεολογική φιλοδοξία του.Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ο Διακογιάννης  πασχίζει εκείνο το παλαμικό έργο, κοπιάζει να «ανοίξει πορτοπαράθυρα στο παλιό, ολόφωτο παλάτι του εθνικού βίου και να μπάσει μέσα το φως και τον αγέρα. Λέει στο μύθο «ξύπνησε!» και λέει στο Ρήγα «μίλα!» Πάντα με την αγωνιώδη αγνότητα ενός ανθρώπου απόλυτα, καθώς φαίνεται συνδεδεμένου με τη μνήμη του τόπου και της φυλής του, οικουμενικό στην όρασή του, που γυρεύει να στήσει νέες σκαλωσιές, να κρατηθούν νέοι ορίζοντες. Σε τέτοιες συνεπείς, ποιητικές φωνές αρμόζει ο σεβασμός και η ενδελεχής μελέτη των υποδεικνυόμενων συμβολισμών.
«Στάθηκε στα πολύβουα σκαλιά του σιδηροδρομικού σταθμού που κατακλύζονταν από χαμογελαστά κορίτσια και ταχύτατα βήματα. Θεώρησε όλα τούτα τα ηχητικά και αισθητικά ντοκουμέντα ως τα σπουργίτια και τις απογόνους της μεγάλης, μαύρης πεταλούδας του Μίλτου που επιζούν επάνω στα χαλάσματα, με όλη τη νοσταλγική τρυφερότητα όσων απώλεσαν το δικαίωμα στη ζωή. Έπειτα θυμήθηκε πως καθ΄όλη τη διάρκεια του βίου του πάλεψε με ανεμόμυλους και ανδρείκελα και λάτρεψε τελικά τη ζωή για την ελληνική ιερότητά της. Θυμήθηκε έπειτα τον Αλφόνς Νοχάιερ και τα θεσπέσια χείλη της θείας Γκρέττα. Θυμήθηκε και άλλα και δάκρυσε, όπως τη θέα του βυθού και τον καιρό εκείνο που ο άνθρωπος έπαιζε με τα λιοντάρια. Ύστερα έπεσε νύχτα και πέρα ο Βόλος γυάλιζε. Στην Ιωλκό ζουν ακόμη άνθρωποι που πλησιάζουν τους γενναίους, τέκτονες, αερικά περασμένων, συλλογίστηκε και επέστρεψε στη γη του Πελία.»





Δημήτρης Κ. Διακογιάννης - Βαίτυλος




Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το τριακοστό  τρίτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων: την ποιητική συλλογή "Βαίτυλος" του Δημήτρη Κ. Διακογιάννη.

23 Φεβρουαρίου 2013

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (απόσπασμα) [Τάσος Λειβαδίτης]


[...]

ΙΙ

Ήταν σα να ‘χε πεθάνει κ' η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γη.
Ο άνεμος έπαιρνε τις σκηνές μας
τις στήναμε και τις ξανάπαιρνε.
Η ομίχλη περπατούσε κουτσαίνοντας πάνω στις πέτρες.
Μεγάλα μαύρα συρματοπλέγματα αμπάρωναν τον ουρανό.
Βράδιαζε σ' όλο το στρατόπεδο. Θέλαμε να κοιτάξουμε
μα όλο και βράδιαζε. Όλο και πιο πολύ μάκραινε ο κόσμος.
Θέλαμε ν’ ακούσουμε
μα όλο και φύσαγε. Όλο και μας πλησίαζε του σκοπού το βήμα.

Που είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πώς υ­πάρχουμε
κείνη η φωνή που να ‘ναι για να μη χαθούμε μες στη νύχτα.
Θέλαμε να θυμηθούμε
μα είχαμε πολλούς νεκρούς να θάψουμε.

Ύστερα τέλειωνε η αγγαρεία και χτυπούσε σιωπητήριο.
Και τότε αρχίζανε τα κλεφτοφάναρα, τ’ αυτόματα, οι κραυγές
άρχιζε τότε ο φόβος
απ’ τα φυλάκια ακούγαμε στη νύχτα να φωνάζουν
αλτ
μα όλο και χτύπαγε η καρδιά μας και ξαναφώναζαν
αλτ.

Έλεγες πώς θα πέθαινες
ίσως να ‘χες κιόλας πεθάνει
τόση ήταν η νύχτα κ’ η βροχή
ο άνεμος
οι πληγωμένοι
όταν ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.

Κ' ήταν σα να ‘χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.


Τις μέρες μας τρελαίνει πάντοτε ο νοτιάς.
Οι πάσσαλοι σπάνε στον αγέρα
- θα ‘λεγες ξεθαμένα κόκαλα.
Εμείς κουβαλάμε μεγάλες πέτρες απ' το βουνό
κουβαλάμε στην πλάτη μας τα μεγάλα αυλάκια απ’ τις κον­τακιές
το βράδυ καθόμαστε στη σκηνή και μπαλώνουμε τις φανέλες μας
λέμε κάνα αστείο
σκάβουμε με τα μάτια μας τον πάτο της καραβάνας.
Και ξαφνιαζόμαστε που τα χέρια μας γίναν γερά σα δυο χον­τρές αρβύλες.
Έξω στάθηκε μια στιγμή ο σκοπός και χασμουρίθηκε.
Ο Πέτρος χαμογελάει καθώς σκίζει τη φόδρα του και δένει την πληγή μας
ο γέρο - Μαθιός έχει δυο μάτια ήρεμα και τρία σκοτωμένα αγόρια
κι ο Ηλίας λέει: «Εγώ θα βρω τον τρόπο να παίζω φυσαρ­μόνικα»
έτσι λέει ο Ηλίας: «εγώ θα βρω τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα»
κι ας του ‘χουν κόψει και τα δυο του χέρια.

Ύστερα αλλάζουμε κουβέντα.
Και νιώθεις πως δε  θα ‘φτανε ο κόσμος να χωρέσει τούτο το τρύπιο αντίσκηνο
πως θα ‘φτανε όμως η καρδιά σου να χωρέσει όλον τον κόσμο.

Κ' έτσι κάθε βράδυ η λάμπα έσβηνε τη μέρα μας.

Κ’ έτσι κάθε μέρα η βροχή σβήνει απ' το χώμα τα βήμα­τα μας.

Κάθε που παίρνουν έναν σύντροφο μας
εμείς του ‘τοιμάζουμε τα ρούχα και του δίνουμε το χέρι μας -
Ύστερα βάζουμε στην άκρη την καραβάνα του.
Νυχτώνει.
Γρήγορα που πληθαίνουν οι άδειες καραβάνες στη γωνιά.

Κάποιος θα ‘θελε να βήξει, έτσι γιατί δεν ξέρει τι να πει
Ενώ ένας άλλος στέκεται ώρα και κοιτάει τα χνάρια
που άφησαν τα παπούτσια εκείνου
που πια δε θα ξαναγυρίσει.

Πόσοι σύντροφοι αλήθεια
κοντά στην ίδια λάμπα και στην ίδια ελπίδα
μπροστά στο ίδιο ψωμί και στον ίδιο θάνατο
την ώρα που κρυώναμε μας σκέπασαν με τα μάτια τους
την ώρα που πεινούσαμε μας μοιράσανε την καρδιά τους.
Κι όταν ήτανε να πεθάνουμε αυτοί μας μίλησαν για τη ζωή.

Τότε κ’ εμείς μπορέσαμε να πεθάνουμε.

Κείνος ο σύντροφος μας είχε ένα καφετί σκούφο
και μας τον φέρανε πληγωμένο την ώρα που βράδιαζε
ώρα που η μάνα του θ' ανάβει το λύχνο
και θα τραγουδάνε οι γρύλοι στους φράχτες της πατρί­δας του.

Τον είχαν μέρες βασανίσει. Καθώς του βγάλαμε τις αρβύλες
ήταν γεμάτες αίμα. Καθίσαμε κοντά του
δίχως να μιλάμε
σέρναμε τα δάχτυλα στο χώμα, δίχως να μιλάμε
μονάχα νιώθαμε να μας τρυπάει η καρδιά
σαν ένα πιρούνι ξεχασμένο μες στην τσέπη του αμπέχονου.

Τότε πήρε να βρέχει και νιώσαμε πως θα πέθαινε.
Εκείνος γύρισε και μας κοίταξε. Έναν - έναν. Στο κάλο Θωμά.
Κι αυτό που μας ζητάν τα μάτια σου, σου τα’ ορκιζόμαστε Θωμά.
Δε θα προδώσουμε ποτέ τα μάτια σου.

Και ξαφνικά στα μάτια του συντρόφου μας που έφευγε τό­σο άπλα
ξανάβρισκα τα μάτια σου, αγαπημένη.

Ναι, αγαπημένη
μπορούσα πια και σ' έβρισκα παντού.
Άναβα τώρα τη λάμπα κ’ έτρεμα, όπως όταν την άναβα για σένα
μοίραζα το ψωμί με το διπλανό μου σα να το μοιραζόμα­στε μαζί
και καθώς άπλωνα να σφίξω ένα χέρι, έβρισκα το χέρι σου
και καθώς έσκυβα ν' ακούσω μια φωνή, έβρισκα τη φωνή σου.

Οι άνθρωποι που μας χώριζαν, οι ίδιοι τώρα σε ξανάδιναν σε μένα.

[...]

20 Φεβρουαρίου 2013

Η καθεστωτική ποίηση δεν είναι ποίηση, είναι η θλιβερή βιτρίνα του καπιταλισμού και των οίκων έκδοσης - επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών emballage.


Καταδικάζουμε την κακή ποίηση από όπου και αν προέρχεται
Του Θωμά Τσαλαπάτη (πηγή: www.epohi.gr)


-διαθήκη
Σιγανό της αγάπης μας γλύκισμα,
Τρυφερό ποιητών το απάνθισμα,
Μιας πατρίδας βελούδινης χώρα,
Των θεμάτων των λέξεων κύματα,
Ορεινές κορυφές νοήματος γράφουν

Νέο θάρρος στ' ωραίο κοσμοσύντριμμα,
Οιμωγές πιο σωστές κι από γέννα,
Πιο ορθές κι από δόξα - από πίστη
Στερεότεροι φθόγγοι, του τέλους
Στολισμοί ενός κόσμου απροσμάχητου

Το τραγούδι μιας πάταξης τύραννου
Πονηρού, νοσουργού κι αεικίνητου,
Λαβωμένου εξ αρχής φόβου φύλακα
Του αδύναμου φαύλου απεκρίζωμα
Ως υπόσχεση, όρκο θεάρεστο άδουν.
Κωνσταντίνος Μπογδάνος, από την ποιητική συλλογή ‘’ΟΝ’’ εκδόσεις Γαβριηλίδης

‘’Ω μαιανδρωδικήγρυλλιστοσάλπιγγα, οι  συχνουρίες σου είναι για μένα
 σαν πλιατσικολογημένεςαμφικλινερυθροκυλίδες σ’ αλλεργικά πετούμενα’’
Ποίηση της εξωγήινης φυλής των Βόγκονς, τρίτη χειρότερη ποίηση στο σύμπαν σύμφωνα με το βιβλίο ‘’Γυρίστε τον γαλαξία με οτοστόπ’’ 

‘’Ακόμα αναπνέει, καυτός συνεαυτός αργόμισθος,
Ξενοφερμένος ενδοβαλτός, ώσπου να σβήσει στο φλογώδες άηχο’’
Κωνσταντίνος Μπογδάνος, ‘’Ξένο σώμα’’

Δεν συνηθίζω να γράφω αρνητικές κριτικές, πόσο μάλλον για νέους δημιουργούς. Μπορώ να αντιληφθώ τον κριτικό ως κάποιον που μέσα στην υπερβολή της εκδοτικής δραστηριότητας επιλέγει και προτείνει το θετικό πρόσημο, προωθεί και παρουσιάζει αυτό που κρίνει πως έχει νόημα να μοιραστεί. Η συγκεκριμένη περίπτωση είναι κάπως διαφορετική και αυτό γιατί ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος δεν είναι πρωτίστως ποιητής, δεν είναι πρωτίστως δημοσιογράφος. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος είναι σημείο, πρόσωπο που συμπυκνώνει νοήματα, τάσεις και διαθέσεις πέρα από το προσωπικό, σε ένα ρευστό καιρό.
Στην εποχή της εικόνας, η αναγνωρισιμότητα μπορεί εύκολα να αντικαταστήσει την ταυτότητα. Τόσο συχνά σε δελτία και παράθυρα, είδαμε δημοσιογράφους να μιλούν ως σεισμολόγοι, ως εγκληματολόγοι, ως κοινωνιολόγοι. Ο τηλεοπτικός δημοσιογράφος μπορεί να αλλάζει προσωπεία με άνεση σε έναν κόσμο που δεν επικρατεί ο ειδικός, αλλά ο οικείος. Έτσι μπορεί να γίνει πολιτικός, ηθοποιός, συγγραφέας, ταχυδακτυλουργός κτλ. Μπορεί να συμβεί όμως κάτι τέτοιο με την ποίηση;

Τσιρότο χωρίς τραύμα

Διαβάζοντας κάποιος το «ΟΝ» του Κωνσταντίνου Μπογδάνου νοιώθει αμηχανία ήδη από τον τρόπο που έχει συνταχθεί το βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου: «Τριτοδεσμίτης Σχολή Μωραΐτη, Επικοινωνία και ΜΜΕ Πάντειο, φιλοσοφία King’s College London, επιμόρφωση μακροοικονομικά LBS. Έτη σε Διεθνές χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Λονδίνο, επιστροφή Ελλάδα, στράτευση, αποστράτευση, εργασία ως δημοσιογράφος». Συνεχίζοντας το διάβασμα ο αναγνώστης θα συναντήσει ποιήματα με τίτλους όπως: «Όταν έκλασε ο Νερούντα» και «Χαρτοκοπτικίνκυ» και στίχους όπως: «Δεν είναι τίποτα η κληρονομιά. Γιο, τίποτα. Κόρες μόνες πολλές γκάνγκστα», «Δε με μέλει το e-mail σου bitch» και «Αισχύλος στο χείλος». Οι στίχοι «πατάω γκάζι κι ανεβάζω στροφές/σφυρίζω σαν εξάτμιση, αχα,/διαβάζω τις ταμπέλες μία-μία και αφομοιώνω» μας θύμισαν έντονα τραγούδι γνωστής τηλεταινίας των 80’s με πρωταγωνιστή τον Σταμάτη Γαρδέλη (εγώ δεν θέλω μεροκάματο/ θέλω χιλιάρα μηχανή και θάνατο).
Το βιβλίο έρχεται να συνδυάσει την τηλεοπτική πόζα με την ψευδορομαντική ποιητικότητα. Ανάμεσα στο άγχος της πρωτοτυπίας και την επανάληψη της κοινοτοπίας, η συγκεκριμένη ποίηση συνδυάζει τα All Star με το κουστούμι, τη νεανικότητα με τον πιο ρυτιδιασμένο συντηρητισμό, το ξεχασμένο μέταλλο της ποίησης με τον πιο σκουριασμένο λόγο, σε μια συνισταμένη μη συμφιλιωμένων συνιστωσών. Η συγκεκριμένη ποίηση, δεν είναι ούτε «δύσκολη ποίηση» όπως την χαρακτήρισε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στην παρουσίαση του βιβλίου στις εκδόσεις Γαβριηλίδη, ούτε «επιθετική ποίηση με τσογλανιά» όπως την χαρακτήρισε ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στην ίδια παρουσίαση. Είναι μια ποίηση προσεχτικά αξύριστη, γυμνή από αγκάθια, συμπλήρωμα σε ένα δεδομένο τηλεοπτικό ίματζ, σε ένα προσεχτικά επιλεγμένο σνομπ ύφος. Δεν είμαι σίγουρος πως η ποίηση «έχει γίνει πολύ μαυρίλα. Καθόλου κουλ», όπως τόνισε στην παρουσίαση του βιβλίου του ο ποιητής, αλλά σίγουρα η συγκεκριμένη ποίηση μοιάζει πιο πολύ με τσιρότο χωρίς τραύμα, με άλλη μια κονκάρδα σε ένα hipster σακάκι.

Έχει και η ποίηση προϋποθέσεις

Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος είναι ένας φορέας του κυρίαρχου λόγου σε νεανική συσκευασία. Καταδικάζει τη βία από όπου και αν προέρχεται, ταυτίζει τον ΣΥΡΙΖΑ με την Χρυσή Αυγή, καταγγέλλει το παρακράτος των συνδικάτων, το χάλι του ελληνικού δημοσίου, το αίσχος του κλειστού αθηναϊκού κέντρου από τις πορείες. Ταυτόχρονα, στη σκυταλοδρομία του χρόνου έρχεται να εκπροσωπήσει μια νέα γενιά δημοσιογράφων: εξοικειωμένος με τα νέα μέσα επιδεικνύει τον κοσμοπολιτισμό της ηλεκτρονικής οθόνης, την εξειδίκευσή του στην αγγλική προφορά και στους τίτλους των ξένων εφημερίδων. Πετυχημένος για την ηλικία του αποτελεί έναν από τους νεαρότερους παρουσιαστές με δική του μάλιστα εκπομπή. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος είναι πληθυντικός. Μέσα στον κυρίαρχο λόγο μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιον όμοιο φορέα των συγκεκριμένων απόψεων. Και η ποίηση; Τι δουλειά έχει με όλα αυτά η ποίηση;
Η ποίηση προϋποθέτει πόνο, ευαισθησία, τσαλάκωμα, ειλικρίνεια κάτι τέλος πάντων από όλα αυτά που ο λόγος των κυρίαρχων ΜΜΕ αποκρύπτει και εξορίζει συνειδητά από την πραγματικότητα καθημερινά και συστηματικά. Φυσικά οποιοσδήποτε μπορεί και είναι ελεύθερος να γράφει ποίηση (καλή ποίηση, κακή ποίηση λίγη σημασία έχει) άσχετα από τις πολιτικές του απόψεις, τη θέση του στη κοινωνία, τη στάση του απέναντι στα πράγματα. Όμοια, οποιοσδήποτε είναι ελεύθερος να βήχει ξαφνιασμένος όταν διαβάζει κάτι το οποίο θεωρεί κακό. Γιατί ανεξάρτητα από την αναγνωρισιμότητα κάποιου ή τη θέση του σε ένα σύστημα που μπορεί να επιβάλει ταυτότητες και ιδιότητες (και τόσο συχνά κόντρα σε όλα αυτά) η ποίηση έχει και αυτή προϋποθέσεις και είναι συχνά από μόνη της μια ηθική απέναντι στο κόσμο. Ή όπως θα έλεγε και ένας ποιητής -στην ίδια ηλικία με τον Μπογδάνο- ο Γιάννης Στίγκας:
Γιατί η ποίηση
 -ψιτ, μεγάλε-
 δεν είναι αιώρα ρεμβασμών
 δεν ειν’ το φτερωτό σου κατοικίδιο
 -ψιτ, μεγάλε-
 Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι
 να το υποδύεσαι και στη χάση του
 -δεν θα στο κάνω πιο λιανά-
 Αν το νοείς αυτό
 έχει καλώς
 αλλιώς,
 Ε ρε, Μαγιακόφσκι που σου χρειάζεται.
(από την ποιητική συλλογή «Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο»)

----------------------------------------------------------------------------------

Επειδή προσωπικά θεωρώ
- την κριτική λογοτεχνίας ως ένα παράσιτο που ποτέ δεν προσέφερε τίποτα (αρκεί να σκεφτούμε το πόσους που σήμερα αναγνωρίζουμε ως τεράστιους ποιητές, στην εποχή τους, τους απαξίωνε και λοιδορούσε και πόσα ψώνια που είχαν παραδάκι ή  εξουσία να σπρώξουν ύμνησε και οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στο βασίλειο της λήθης) αλλά ανέκαθεν αποσκοπούσε στη δημιουργία κύκλων εξουσίας που θα ελέγχουν τα λογοτεχνικά πράγματα και περιοχών οικονομικού ενδιαφέροντος,
- ότι ο ποιητής ως ποιητής στη σχέση του με την όποια εξουσία νοείται μόνον ως αντίθετος και ποτέ ως ο λακές της ή ως το αντικείμενο της ελεημοσύνης της μετά από χιλιόμετρα δρομολογίων στα γραφεία υπουργείων και διαφόρων φορέων πολιτισμού (τι τίτλος και αυτός! λες και πολιτισμός δεν είναι τα πάντα που μας συμβαίνουν, που δημιουργήσαμε και προφανώς μας αξίζουν) ή χορηγών,
- ο αναγνώστης εραστής της ποίησης οφείλει να εμπιστεύεται μόνο και αποκλειστικά για την αξιολόγηση που θα κάνει, η οποία βεβαίως και μόνον αυτόν δεσμεύει, τα συναισθήματα ή τις ιδέες που του γέννησε και τις παραστάσεις που του ανακάλεσε η ανάγνωση του ποιήματος
- ο αναγνώστης εραστής της ποίησης το μόνο που χρειάζεται είναι να διαβάζει, να διαβάζει, να διαβάζει, να διαβάζει ποίηση και εμπιστεύεται εαυτόν.
- ότι οι περισσότεροι σήμερα περί των λογοτεχνικών που φωνάζουν (ή φώναζαν) «έξω από τις πύλες», φωνάζουν να τους ανοίξουν να στρογγυλοκάτσουν και όχι να τις γκρεμίσουν και η γελοιότητά τους αναδεικνύεται μετά. Εκεί που «τώρα» γλείφουν ενώ πριν έφτυναν. Και μη φανταστείτε ότι ιδρώνει το αυτί τους. Ως αυτό που σπούδασαν, τις δημόσιες σχέσεις και την αυλοκολακία έχουν φροντίσει για τα παλαμάκια των μελλοντικών κινήσεών τους, συμμερίζομαι απόλυτα μεν τη θέση του Θωμά Τσαλαπάτη, και ιδίως στην παράγραφο «Έχει και η ποίηση προϋποθέσεις», αλλά δεν συμφωνώ με το πλαίσιο κριτικής που επεχείρησε να την εντάξει.

Ας κλείσω με
- τα λόγια μιας μεγάλης ποιήτριας και τραγουδοποιού, της Joni Mitchel: «Στη δεκαετία του 60 θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Στη δεκαετία του 70 καταλάβαμε ότι αυτό δεν  μπορούσαμε να το κάνουμε και προσπαθήσαμε να αλλάξουμε τους εαυτούς μας. Στη δεκαετία του 80 διαπιστώσαμε ότι ούτε αυτό ήταν εφικτό και αποφασίσαμε να γίνουμε πλούσιοι» και με
- τον/την τελευταίο/α Μεγάλο/η Ποιητή/ήτρια, πριν την εποχή της κυριαρχίας των καθεστωτικών «ποιητών», την Κατερίνα Γώγου:
Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω “ποιητής”.
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν’ αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου 
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ 
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος.
Μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω.
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις.
Σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία.
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ…
Τον φοβάμαι,
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν.
Αυτοί οι αλήτες φταίνε,
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί… ε;… μίαν άλλη μέρα…

Απεργία 20-02-2013


19 Φεβρουαρίου 2013

Μη έχοντας άλλη επιλογή παρά μονάχα το αίμα [Δημήτρης Α. Δημητριάδης]



Μη έχοντας άλλη επιλογή παρά μονάχα το αίμα

Και να.
Επιτάφιος κι αναστάσιμος ο ονειρικός τρομοκράτης
ταχυδακτυλουργός του αιώνιου φόβου
και τους θριαμβεύοντος σπαραγμού
ξεγραμμένος απ’ τους πάντες και τα πάντα
ξεχύνεται
άνεμος ελευθερωμένος κι ελευθερωτής
γεμάτος συνθήματα κομμάτια
λιωμένα πάθη
κι αρχέγονες προσευχές.
Ξεχύνεται
χωρίς καμιά προοπτική επιστροφής
-πώς να ορίσεις άλλωστε την αφετηρία ορμής
πώς να ξανακλείσεις τον αετό που εφορμά στη θύελλα-
ανοίγοντας πυρ σε δασκάλους
εργολάβους
και ψυχαναλυτές
σ’ εμπόρους
ιερείς
χρηματιστές και κομματάρχες
σε ρουφιάνους και αστυνόμους
πυροδοτώντας
ιερουργός εμπρηστής
τον πηχτό πολτό των είκοσι λεηλατημένων αιώνων
δοσμένος ολοκληρωτικά στη δαπάνη του αίματος
καταδικασμένος ζωντανός
μέσα στο θάνατο
αθάνατος.

18 Φεβρουαρίου 2013

Λεωνίδας Παυλίδης - Το Κοινωνικό Πρόβλημα


Διαβάστε ή κατεβάστε, ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, σε μορφή pdf όλη την πραγματεία: "Το Κοινωνικό Πρόβλημα" του Λεωνίδα Παυλίδη, η οποία είχε δημοσιευτεί to 1919 στα τεύχη του Νουμά από το 614 έως το 621.

------------------------------

Η εισαγωγή του συγγραφέα:

Το Κοινωνικό Πρόβλημα

Τα κοινωνικά φαινόμενα, όντας άμεσες συνέπειες της ανέλιξης του ιστορικού βίου της ανθρωπότητας και της δημιουργικής ή αναδημιουργικής εξελικτικότητας του ανθρώπινου πνευματικού χαρακτήρα, χρειάζονται για ν' ανοίξουν τις πόρτες της εσωτερικότητας τους στην καλόβουλη προσπάθεια του μελετητή τους, μιαν απονήρευτη πρώτ' απ' όλα ιστοριολογική ανάλυση. Η αρχή αυτή, που αποτελεί σήμερα η τήρησή της, σίγουρη μαρτυρία για τη θετικότητα κάθε έρευνας στον κύκλο των ιδεών, πρέπει πιστότερα και φανατικότερα να κρατηθεί προκειμένου να γίνει μια ανασκόπηση "από περιωπής" των εκπληκτικών ανατιναγμάτων που παρουσιάζει, κατά την κρίσιμη τούτη ώρα της ανασυνθετικής ενέργειας της πραγματικότητας, η ανθρώπινη ζωή. Έπειτα ο πόλεμος των Εθνών, που η πελώρια πυρκαγιά του από βδομάδα σε βδομάδα περιορίζεται σε πιο αδύναμες εστίες, αφού επί τέσσερα χρόνια έκαψε το πρόσωπο της Γης, κι ο φοβερός επαναστατισμός που σαν τεράστιο κινητό ηφαίστειο περπατεί μέσα στους ασάλευτους πυκνότατους ίσκιους των απροσδιόριστων τελικοτήτων του, στα τραγικά μάκρη των οριζόντων της Διεθνούς ζωής, δεν είναι φαινόμενα που θα μπορούσε η δύναμη των πραγμάτων να γεννήσει σε μια απροσδόκητη και δυσκολοερμήνευτη ιδιοτροπία της. Κάθε άλλο. Και τα δύο είναι πάντως έργα δουλεμένα και συνειδητά των ανθρώπινων χεριών.
Γι' αυτό θέλοντας να νοιώσουμε βαθύτερα την εσωτερική σημασία των φαινομένων αυτών και αγγίξουμε τα ηλεκτροφόρα σύρματα των προεκτάσεών τους, στις αδηλότητες της ζωής, πρέπει να στρέψουμε τα μάτια στις γενεσιουργικές αιτίες. Κι' αυτό θα κάνουμε προλογίζοντας τη μελέτη τούτη που ο "Νουμάς" συνεχίζοντας την υψηλή παράδοσή του, θέλησε να μεταχειριστεί μαζί με τις τόσες άλλες καρποφόρες προσπάθειές του, για ν' ανοίξει διάπλατα στην καρδιά την ψυχή, και τη διάνοια των ομοεθνών του, τα Ελλαδικά ιδεατικά σύνορα προς την κίνηση των αισθημάτων και των ιδεών της μεγάλης Οικουμένης.


17 Φεβρουαρίου 2013

Μωβ Εφιάλτης [Νίκος Κυριακίδης]



Μωβ Εφιάλτης
(στον άγνωστό μου Νίκο Λέκκα-στην αλήθεια του)

Εσύ που ξέρεις να κρύβεσαι,
έχουν μπει άλογα στο στομάχι σου.
Γι αυτό είσαι αδύνατη.
Μυρίζεις λόγια που τα είπε κάποιος
Συχνά λες:
''Ήταν άλλουνού, γι αυτό''
Γλείφεις τα δικό σου πόδι,
Με τη μακριά σου γλώσσα και πάντα λες:
''Δεν είναι δικό μου, ηλίθιοι''
Ξέρεις τι χωρίζει τον κόσμο;
Εκείνη η γριά με τα σκοινιά για χέρια,
που μαρτυράει  τα παραμύθια,
για την ολόκληρη.
Εσύ που σε νιώθεις πριν κοιμηθείς,
που πασπατεύεις τον ακρωτηριασμό,
βάλε σ ένα σακούλι τα κομμάτια σου
Και δώστα.
Θα τα βρει-θα δεις- κάποιος
που μετράει μέρες.
Εγώ πάλι, θα σε βρω εκεί που σε πρωτοείδα.
Ανάμεσα στις σκάλες εκείνου του άδειου ξενοδοχείου
Στη μέση ενός κενού
Να τρέχω μήπως και προλάβω
Με νερά τριγύρω
-καθαρά γαλάζια νερά-
’’καλό όνειρο’’,
λένε οι γέροι.

16 Φεβρουαρίου 2013

480


το αντίγραφο της απόφασης για τη διαδικασία αξιολόγησης κυματίζοντας ισορροπούσε μεταξύ των ακροδαχτύλων μέσου δείκτη και αντίχειρα καθώς και σε πείσμα της τραμουντάνας του προχωρημένου φθινοπώρου που διέτρεχε το αιγαίο πείσμα διπλό αφού επέμενε να αντέχει εκεί τυλιγμένη σε κουβέρτα εβρισκόμενη πια μεταξύ της πραγματικότητας της οικονομικής θέσης καταστρώματος και του κόσμου του Μορφέα κι έδειχνε πως το αντίγραφο αυτό κρατούνταν όχι χαλαρά σφιχτά μάλλον ακόμα και όταν ελάχιστα λίγο πριν τον κατάπλου στο νησί της άγονης γραμμής η πλάστιγγα έδειχνε προσώρας να γέρνει υπέρ του κόσμου των ονείρων οπόταν θεωρητικά πάντα μια στατιστικά αναμενόμενη χαλάρωση του χεριού θα οδηγούσε το ολιγοσέλιδο έντυπο πιθανόν μάλιστα μετά από μία προσωρινή στάση σύγκρουση στα κιγκλιδώματα του πλοίου και το μάταιο ίσως ακόμα και αν το αντιλαμβανόταν ακριβώς τη στιγμή που θα της έφευγε από το χέρι της προσπάθειας απόπειρας αρπαγής του από τον Αίολο να χαθεί πέρα από τον ορίζοντα του ορατού και αυτό επέμενε να βρίσκεται εκεί και τελικά δεν θα έφευγε καθόλα τα τελευταία αυτά μίλια μέχρι τον κατάπλου την αυγινή ώρα στο απάγκιο λιμάνι το πρωινό της Δευτέρας και ούτε μία ώρα προτού χτυπήσει το κουδούνι στο σχολείο στο οποίο βρέθηκε δασκάλα πρωτοδιόριστη πριν μόλις μερικούς μήνες μετά την επιτυχία της στο ΑΣΕΠ πριν ένα χρόνο από τους μετρημένους μάλιστα στα δάκτυλα που προσλήφτηκαν πριν την αναστολή των προσλήψεων εκπαιδευτικών στα χρόνια του μνημονίου μετά την αποφοίτησή της με άριστα ακριβώς στα τέσσερα χρόνια που έτσι κι αλλιώς και πέρα από το δικό της ενδιαφέρον και την προσπάθεια που κατέβαλε δεν θα μπορούσαν να παραταθούν χωρίς σοβαρές συνέπειες στην απόκτηση του πτυχίου γιατί η οικογένειά της τετραμελής με μόνο εισόδημα το μισθό του ενός εκ των γονιών ευτυχώς που ακόμα υπήρχε και αυτός να αποτελεί ουσιαστικά το μοναδικό πόρο τους είχε αναγκαστεί να χρεωθεί να σπουδάσουν τα δυο παιδιά άλλα χρήματα δεν υπήρχαν και αυτή είχε περάσει σε άλλη πόλη μετά τις πανελλαδικές και την έντονη προσπάθεια που όφειλε αν ήθελε να πιάσει τον πολύ ψηλό μέσο όρο που απαιτούνταν και τα έξοδα για φροντιστήρια τις δυο τελευταίες χρονιές μετά από δώδεκα χρόνια μαθήτρια στα θρανία της μέσης και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και στο αντίγραφο αυτό το οποίο είχε πάρει μαζί της την προηγούμενη Παρασκευή να το διαβάσει προσεκτικά στην Αθήνα και στο ταξίδι ακόμα που ξεκινώντας όπως κάθε Κυριακή προς Δευτέρα βράδυ με το πλοίο στην πιο οικονομική θέση ήθελε να ρίξει μία ακόμα ματιά γιατί από αυτή τη Δευτέρα ήδη θα ξεκινούσε η διαδικασία αξιολόγησης και ένοιωθε ότι έπρεπε να προστατέψει αυτά που είχαν κατακτηθεί με τόσο κόπο τα 480 ευρώ το μήνα δασκάλα σε σχολείο νησιού της άγονης γραμμής και ποιος ξέρει αν δεν θα το καταργούσαν α! όχι αυτό δεν ήθελε να το σκέφτεται έπρεπε λοιπόν να προστατέψει αυτό που είχε κατακτήσει όταν και άλλος τρόπος δεν υπήρχε είχε αποδεχθεί την πρόταση να διαμένει έναντι 100 ευρώ το μήνα σ’ ένα ενοικιαζόμενο το καλοκαίρι δωμάτιο αφού το καλοκαίρι θα το άφηνε στο οποίο δεν υπήρχε δικός του μετρητής κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ και το νερό δεν ήταν πόσιμο με τον ηλιακό θερμοσίφωνα να υπολειτουργεί μετά τον Οκτώβρη με την υποχρέωση ότι εκτός από μία λάμπα κι ένα ψυγείο καμία άλλη συσκευή και ιδίως θέρμανσης ή εστίασης θα χρησιμοποιούνταν αφού όπου αλλού ρώτησε της  ζητούσαν μόνο για νοίκι 300 ευρώ τουλάχιστον ελπίζοντας πως μετά από τρία τέσσερα χρόνια θα έπαιρνε μετάθεση και τα έβαλε κάτω και είδε ότι έτσι έβγαινε αρκεί κάθε σαββατοκύριακο να ανέβαινε Αθήνα με το πλοίο στην πιο οικονομική θέση να πλένεται αξιοπρεπώς και να παίρνει και φαγητό για όλη τη βδομάδα και με ό,τι χρήματα της περίσσευαν γιατί το βράδυ στο δωμάτιο μπορούσε να κοιμηθεί τυλιγμένη με πολλές κουβέρτες αλλά μέχρι το βράδυ μετά το σχολείο ήταν πολλές οι ώρες κι ευτυχώς που υπήρχε ένα καφενείο με σόμπα και ελεύθερο το internet που χρησιμοποιούσε ο ιδιοκτήτης για τους θαμώνες να περνάει εκεί την ώρα της και να διαβάζει μέχρι να επιστρέφει αργά το βράδυ στο δωμάτιο επέμενε λοιπόν να παραμένει στα χέρια της μέχρι που το πλοίο έπιασε λιμάνι και σχεδόν τρέχοντας γιατί λεωφορείο δεν υπήρχε παρά μόνο τους μήνες του καλοκαιριού και το ταξί για μόλις δυο χιλιόμετρα ζητούσε 10 ευρώ ξεκίνησε αγχωμένη για το σχολείο και φυσικό δεν ήταν εξάλλου; όπου θα είχε να αντιμετωπίσει την πρώτη μέρα αξιολόγησής της

(15-02-2013)