29 Μαΐου 2011

Το χρονικό του "Σπύρου" [Αγνώστου του Έλληνος... κυκλοφορεί στο διαδίκτυο]

Στα μέσα του 1970, μετά την επαναδημοκράτιση, είδα τον Σπύρο να σουλατσάρει από καφενείο σε καφενείο με δυο τρεις εφημερίδες στη μασχάλη. Όλες στο πρωτοσέλιδο είχαν τη φωτογραφία του '"εθνάρχη" με τα ατάσθαλα φρύδια. Κοτλέ καμπάνα παντελόνι, πουκαμισάκι ξεκούμπωτο με την τρίχα βιτρίνα και τον παχύ σταυρό απ' τα βαπτίσια του.

Έλεγε ιστορίες στους θαμώνες για την εξορία που τον έστειλε η χούντα. 'Αυτοεξορισμένος' κι αυτός στη Σουηδία. Δεν ήταν κι άσχημα τελικά. Έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία για τα κορόιδα τους σουηδούς που του αγοράσανε αμάξι επειδή είχε κάνει δήλωση πως το δικό του κάηκε. Κρατική ασφάλεια, κοινωνικό κράτος εκεί. Ένα πλαστό χαρτί απώλειας και να σου ο λαζός με το καινούριο volvo.

Mε το volvo ήρθε στην Ελλάδα το 1976 και με την ιδιότητα του αντιστασιακού, αυτοεξόριστου, κατατρεγμένου αντιφρονούντα, κι αμέσως έπιασε δουλειά. Ένας κολλητός του δούλευε στη νομαρχία. τμήμα πολεοδομίας. Κάτι μαγειρέψανε με ένα οικόπεδο, κάτι άδειες πλαστογραφήσανε και με μια αντιπαροχή βρέθηκε με δυο τρία διαμερίσματα στην κατοχή του. Νοίκιασε τα τρία σε φοιτητές της σχολής που άνοιξε στην πόλη και κάαααθονταν. Τώρα είχε χρόνο να σώσει τους συμπολίτες του από την κατάρα της αντιπαροχής που τσιμέντωσε τα πάντα.

Στις αρχές του 1980 το... σχέδιο των κυβερνόντων πήγαινε καλά. Μαζέψανε όλο τον πληθυσμό στις πόλεις, τον ένα πάνω στον άλλο. Φθηνά εργατικά χέρια. Το Σπύρο τον συνάντησα τότε πάλι στην Αθήνα. Δεν κρατούσε πια 'δεξιές' εφημερίδες αλλά κάτι αφίσες με τον πράσινο ήλιο. Μόλις είχε κερδίσει τις εκλογές ο μεσιέ με το ζιβάγκο και η χώρα έμπαινε στη νέα εποχή. Ο Σπύρος ήταν πια πρόεδρος πολιτιστικού συλλόγου στα Πατήσια, αλλά και παράγοντας σε ποδοσφαιρική ομάδα. Έδωσε το volvo και πήρε μια 318, Μπεμβέ με καθίσματα από δερματίνη, χαμηλωμένη. Τα λεφτά έρχονταν μόνα τους από τότε που οργανώθηκε στο κόμμα.

Τον χώσανε οι κολητοί σε κάτι επιτροπές, και ρούφαγε το μερίδιό του από τα πακέτα που έρχονταν από την Ευρώπη. Ο "μεγάλος", ο Ανδρέας, δεν γούσταρε την Ευρώπη, αλλά μια χαρά τα πήγε μαζί τους τελικά. Το σύνθημα "ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο" ήταν καλή ατάκα για τα αντανακλαστικά του λαού, αλλά μέχρι εκεί. Ο Ανδρέας ήταν όσο Ευρωπαίος ήταν κι ο Κωνσταντίνος. Όσο ο λαός στην Ελλάδα είχε χούντα, αυτοί και οι κουστωδία τους ήταν 'εξορία'. όχι. όχι Μακρόνησο. πιο δύσκολη, στην ξενιτειά. Παρίσια, Στοκχόλμες, Τορόντα, Μανχάταν. όπου υπήρχαν αμερικάνικες και αγγλικές πρεσβείες, ακριβώς δίπλα κάνανε τα σπίτια τους.

Ο Ανδρέας λοιπόν έφερε λεφτά από την Ευρώπη με το σύνθημα 'αλλαγή'. Πακέτα Ντελόρ. Λεφτά, πολλά λεφτά. Από αυτά τα λεφτά ο Σπύρος ζούσε καλά. Συνδικαλίζονταν στα πράσινα στέκια μαζεύοντας ψήφους για το κόμμα. Με το πακέτο μάλμπορο να εξέχει απ την κωλοτσέπη, τα κλειδιά της μπέμπας σε ρόλο κομπολογιού, το μαλλί μπούκλα μπριγιαντομένο, έτρεχε από σύναξη σε σύναξη πρασινίζοντας τον τόπο. Τα βράδια συνήθως άφηνε στο σπίτι την κυρά, και πήγαινε να 'σηκώσει' το το κοινωνικό του προφίλ με κολλητούς από κάτι υπουργεία.


Παραλιακή, σκυλάδικο, πρώτο τραπέζι, άσπρη κάλτσα, καφέ λουστρίνι εισαγωγής. ΛεΠά, Χριστοδουλόπουλος, ουίσκι και σαμπάνια μαζί, πιάτα και γαρύφαλα, γκόμενες να κωλοτρίβονται στις γραβάτες, τσιφτετέλια στην πίστα με το χέρι στον αέρα να μοστράρει το μακρύ νύχι του μικρού δακτύλου με το δαχτυλίδι. Παχύς χρυσός με πράσινη πέτρα πάνω. Ξημερώματα για πατσά στη Συγγρού, δίπλα στις πουτάνες.

Αρχές δεκαετίας του 1990. Ο γιος του Σπύρου μεγάλωσε και ήταν πια στο Λύκειο. Από το Γυμνάσιο όμως ήταν 'ενεργός' πολίτης. Πρόεδρος του 15μελούς που 'κατέβαινε' στις σχολικές εκλογές με το κόμμα. Το κόμμα ήταν παντού. Όχι στα νηπιαγωγεία ακόμα, αλλά από το γυμνάσιο μπορούσες να διαλέξεις το κοπάδι σου. Ο γιος ήταν άξιο τέκνο του Σπύρου. Είχε μάθει τα κόλπα πως να βγάζει λεφτά από τις μίζες στις εκδρομές στήνοντας την κατάσταση ανάμεσα στους λεοφωρτζήδες και τους καθηγητές. Όλοι κάτι βάζανε στην τσεπούλα κι όλοι μια χαρά.

Ο γιος είχε εξαντλήσει το όριο των απουσιών αλλά κανένα πρόβλημα, όλα με λίγο λάδωμα από τον μπαμπά κυλάνε καλύτερα. Ο διευθυντής του σχολείου άλλωστε είχε βλέψεις για προϊστάμενος δευτεροβάθμιας και χρειαζόταν πλάτες στο κόμμα. Ο Σπύρος είχε καημό ο γιος του να πάει στο Κολέγιο Αθηνών αλλά δεν του κάτσε. Ήταν σημαντικό να είσαι συμμαθητής με τον γόνο του εφοπλιστή, του εφημεριδά και του μεγαλέμπορου. αργότερα οι μπίζνες με ποιους θα γίνονταν άλλωστε. με άγνωστους; Με τους συμμαθητές φυσικά! Αλλά κι έτσι όλα τακτοποιήθηκαν.

Στις αρχές του 1990 ο γιος του Σπύρου αφού πήγε δυο χρόνια διακοπές στην Αμερική και γύρισε με πτυχίο μάρκετινγκ. Έμαθε απ' έξω όλα τα καφέ του Γιέιλ και τις μαζορέτες των αδελφάτων, αλλά τα αγγλικούλια του ήταν επιπέδου Ελεμέντρι, ίδια μ αυτά του Καραμανλή του νεωτέρου που κι αυτός στο Αμέρικα έφαγε τα νιάτα του σπουδάζοντας .πρωθυπουργός.

Γύρισε στην Ελλάδα λοιπόν πτυχιούχος κι άνοιξε με κάτι μαγειρεμένες επιδοτήσεις διαφημιστική εταιρία, ξήγα του μπαμπά. Το μαγαζί πήγε καλά από την αρχή καθώς έπαιρνε 'αβέρτα' δημόσια έργα. Τουριστική προβολή Νομού τάδε 150.000, οργάνωση εκθέσεως Υπ. Τουρισμού 900.000, έντυπα Περιφέρειας 1.200.000, κονκάρδες για το Δήμο 500.000 ... και πάει λέγοντας.

Πουλούσε και μίντια στα κανάλια που γέμισαν τον τόπο. ελεύθερη τηλεόραση γαρ. Είχε κάνει κολλητούς μερικούς Νομάρχες και Δημάρχους και έπαιρνε τη δουλειά. Με διαγωνισμό πάντα. Διαφανέστατα. Ήξερε καλά πως αν δεν χώσεις μαύρα, δεν θα πάρεις τη δουλειά. Έτσι, ένας δούλευε, δέκα πληρώνονταν. Ένας έσκαβε (κι αυτός με stage επιδοτήσεις) και δέκα κονομάγανε. Η πιο κερδοφόρα δουλειά στην Ελλάδα έγινε ο αέρας.

Χρυσοπληρωμένοι αεριτζήδες, πετυχημένοι και κονομημένοι. Έτσι κι ο γιος του Σπύρου. Άλλαξε το φοιτητικό κόκκινο celica με το μπουρί από πίσω και πήρε μια καγιέν μαύρη. Την τούρμπο με φιμέ τζάμια επίσης. Αριθμός κυκλοφορίας ΑΜΡ-7777. Ήθελε να τον καταλαβαίνουν όλοι και ένας κολλητός στο συγκοινωνιών του έδωσε το νούμερο. Δεν ήθελε όμως να φαίνεται στην εφορία, γι αυτό και το καγιέν το 'έβαλε' στην οφ-σορ του που είχε έδρα την Κύπρο. Εταιρικό το αμάξι, όπως και η γκαρσονιέρα που αγόρασε για γαμηστρώνα στο Κολωνάκι κοντά στου Σημίτη για να τον χαιρετάνε οι μπάτσοι της φρουράς.

Στις γκόμενες που ξεμονάχιαζε εκεί έλεγε πως ήταν σύμβουλος του ΥΠ.ΠΟ, έτσι για φιγούρα. Ψέματα βεβαίως, δεν ήταν σύμβουλος, πελάτη τον είχε.
Ο μπαρμπα Σπύρος ήταν περήφανος για το βλαστάρι του. Είχε βγει στη σύνταξη από τα πενήντα του "δουλεύοντας" το ΤΕΒΕ με πλαστά παραστατικά εργασίας από τη Σουηδία, αλλά έβγαζε χοντρά φράγκα από τότε που το κόμμα τον έβαλε σύμβουλο στο κρατικό κανάλι. Πολλά λεφτά! Και δεν πατούσε και το πόδι του εκεί. Από τη Μύκονο τηλεφωνικώς οι πολύτιμες συμβουλές του μέσα από την πισίνα ή το τζακούζι που φερε απ´ τη Σουηδία να του θυμίζει την ξενιτειά.

Έφερε και μια σάουνα αλλά την πήγε στο άλλο εξοχικό στην Αράχοβα. Από τη Μύκονο ερχόταν στην Αθήνα μόνο για τα συμβούλια με Υπουργούς, για να ζεσταθεί το κονέ. Έτσι κι αλλιώς με το σκάφος μια ώρα ήταν η Γλυφάδα από τη Μύκονο και τρως και καμιά αστακομακαρονάδα στο διάμεσο να διαπιστευτεί το στάτους. Και τα σκυλάδικα κοντά, λίγο αλλάξαν από το ηρωικό 80. Το κόλπο του χρηματιστηρίου τους άφησε πόλλλλλλλά κέρδη.

Ήταν μέσα στις κομπίνες που φούσκωναν ανύπαρκτες εταιρίες πιο γρήγορα κι από φαρίνα γιώτης. Όταν δόθηκε το σύνθημα, τα φράγκα μεταφέρθηκαν στην Ελβετία με τσουβάλια και είναι εκεί για τα γεράματα. Ο μπάρμπα Σπύρος έμαθε πως ο καλύτερος φίλος του στο πατρικό του δίπλα αυτοκτόνησε από την απόγνωση. Έχασε τα πάντα. ο Σημίτη που είχε ψηφίσει τον είχε διαβεβαιώσει πως το χρηματιστήριο θα τον κάνει πλούσιο και εκσυγχρονισμένο. Ο Σπύρος έστειλε στεφάνι μια που δεν μπόρεσε να πάει στην κηδεία, είχε επιτροπή.

Στα μέσα του 2000 μπήκε πατέρας και γιος στο μεγαλύτερο φαγοπότι όλων των εποχών. Αρμέγανε από παντού, ήταν πια κολλητοί με τους πάντες και διαχειρίζονταν μίζες και λάδια. Σι Φορ Άι, Αντίρια, Ολυμπιακά Έργα, κατασκευές. ότι μπορεί και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. Η Ολυμπιακή φλόγα έφερε πολύ χρήμα. Ο Σπύρος έχει ακόμα τη δάδα της φλόγας, την μετέφερε κι αυτός για 50 μέτρα. αλλά οι φωτογραφίες βγήκαν 'καμένες' επειδή γυάλισε στον ήλιο το ολόχρυσο ρόλεξ και το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα στο μικρό δάχτυλο με το μακρύ νύχι.

Κάπου σ' αυτή την εποχή έχασα τα ίχνη του Σπύρου και του γιου του. Είχα κι εγώ τα δικά μου προβλήματα επιβίωσης. Έμαθα πως αγόρασαν σπίτια στο Σαν Φραντζίσκο και στο Λονδίνο για τις δύσκολες ώρες. Μάλλον είχαν την πληροφορία πως η Ελλάδα θα γίνει επικίνδυνος τόπος για την κάστα τους και έφυγαν νωρίς. Όπως οι καλοί κλέφτες, μια καλή μπάζα κι εξαφανιζόλ.

Οι κολλητοί τους όμως είναι ακόμα εδώ, άπληστοι, αδίστακτοι, ψεύτες απέναντι σε εκατομμύρια φτωχών πια Ελλήνων. Στις αρχές του 2010 ο τελευταίος της δυναστείας Παπανδρέου αποφάσισε να ποντάρει σε λάθος άλογο, και να κερδίσει τις εκλογές πέφτοντας στην παγίδα που έστησε ο ελληνικός λαός. Σπύρος και γιος ΑΕ ίσως τη γλυτώσουνε. Ίσως αποφύγουν αυτό που δεν απέφυγαν οι Λουδοβίκοι του παρελθόντος.

Στην Ελλάδα μπορεί το 95% να κοιμάται νανουρισμένο από το σκυλάδικο, τους πληρωμένους τελάληδες της δημοσιογραφίας, και τη χαζομάρα του μεσημεριού, αλλά το 5% είναι γνήσιο τέκνο του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή και του Αλεξάνδρου. Πιο γνήσιο δεν γίνεται.

Καλή σου τύχη Σπύρο. Χαιρετίσματα στο γιο και στην κυρά.

27 Μαΐου 2011

Πάνω στο μοτίβο «Κι ου νου έρχ» [Hsin Ch' I Chi 1140-1207 μ.Χ. - μετ. Άρης Δικταίος]


Πάνω στο μοτίβο «Κι ου νου έρχ».


Νέος, δεν ήξερα το γεύσην έχει η θλίψη.
Μ’ άρεσε ν’ ανεβαίνω στο περίπτερό μου,
μ’ άρεσε ν’ ανεβαίνω στο περίπτερό μου,
να γράφω στίχους που μιλούσανε για θλίψη.

Σήμερα, ξέρω πια τι γεύσην έχει η θλίψη,
θα ‘θελα να μιλήσω γι’ αυτήν, αλλά δειλιάζω,
θα ‘θελα να μιλήσω γι’ αυτήν, αλλά δειλιάζω,
και «Τι είναι όμορφο φθινόπωρο» λέω μονάχα.

25 Μαΐου 2011

Δρέπω χρυσάνθεμα [Tch’en T’ao 8ος αιώνας - μετ. Άρης Δικταίος]


Δρέπω χρυσάνθεμα.

Δρέπω χρυσάνθεμα κάτω από το φράχτη
τον ανατολικό, κ’ ύστερα, πολλήν ώρα,
κατά τους μακρυνούς λόφους αγναντεύω.
Την αυγή, δροσερό ‘ναι του βουνού το αγέρι,
ζευγαρωμένα γυρνάνε στη φωλιά τους
τα πουλιά. Βαθιά έννοια κρύβεται μες σ’ όλα
τούτα τα πράγματα, αλλά οι λέξεις λείπουν,
εντούτοις, όταν θες να την εκφράσης...

Tι τρέλλα, να περνάς τη ζωή σου καθώς φύλλο

πεσμένο από το δέντρο του, - τι τρέλλα
στων δρόμων να παγιδεύεσαι τη σκόνη!

Έτσι έζησα δεκατρία χρόνια...

Καιρό πολύ έζησα φυλακισμένος μέσα
σ' ένα κλουβί, γυρίζοντας τον κόσμο,
και, τώρα, λευτερώθηκα, γυρνώντας
στο σπίτι μου. Γιατί, αυτό πρέπει:
να ξαναγυρίζης μόνο για να υπακούσης
σ’ ό,τι είσαι πράγματι. Αυτό ‘ναι η λευτεριά σου.

Ο γέρος χωρικός [Chang Tsi 8ος-9ος αιώνας - μετ. Άρης Δικταίος]


Ο γέρος χωρικός.



Ο γέρος χωρικός κατοικεί στο βουνό.

Στις πλαγιές καλλιεργεί τρία-τέσσερα πλέθρα,
σπανίζουνε του ρυζιού τα στάχυα, ασήκωτοι ‘ναι
οι φόροι, τα τρόφιμα λείπουν κ’ οι συγκομιδές του
ολόκληρες στις κρατικές πηγαίνουν αποθήκες.
Στο τέλος της χρονιάς, όταν η τσάπα και το αλέτρι
μέσα σε μια άδεια κάμαρα τακτοποιούνται, στέλνει
στο βουνό τα παιδιά του να μάσουν βελανίδια.
Ωστόσο, οι έμποροι του Ανατολικού Ποταμού, έχουν
σωρά το μαργαριτάρι και, στα καράβια τους, οι σκύλοι,
μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, τρώνε κρέας μονάχα.

17 Μαΐου 2011

Ελλάδα 2011 [Θοδωρής Βοριάς]



Ελλάδα 2011

Μοῦ γράφεις: "Ὅταν θὰ φτιάξουνε τὰ πράγματα…"
καὶ στὰ ὑπόγεια τῶν Πρωτοδικείων
σάκοι μουχλιάζουν μὲ ψηφοδέλτια,
ἀκυρωμένα φρονήματα μὲ τεράστια Χ,
μὲ ΕΞΩ ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ
καὶ σκίτσα μὲ ἀνθρωπάκια κρεμασμένα
κι ὕστερα…

Ἦρθε Ἀπρίλης
κι ὁ τρόμος συνεχίζει νὰ μᾶς μουδιάζει·
ἡ προπαγάνδα,
οἱ δανειστὲς·


...τὸ χρεόγραφο / ἡ χρεοκοπία / χρεοκοπῶ /
τὸ χρεολύσιο / τὸ χρέος / τὸ χρεοστάσιο /
ὁ χρεοφειλέτης / χρεώνω / ἡ χρέωση / ὁ χρεώστης /
ὁ χρεωστικὸς / χρεωστῶ / τὸ χρῆμα / ἡ χρηματαγορὰ /
χρηματίζομαι / χρηματίζω / ὁ χρηματικὸς /
ὁ χρηματισμὸς / τὸ χρηματιστήριο / ὁ χρηματιστικὸς /
τὸ χρηματόγραφο /τὸ χρηματόδεμα /
ὁ χρηματοδότης...
κι ὁ ἄνεργος τῆς οἰκογένειας.

Σὰν νά ’ταν χθές,
μᾶς ζώνουν καλοζωισμένα χέρια.
Βάλθηκαν νὰ μᾶς σώσουν τοκογλύφοι.
Κι λαϊκὴ σοφία; Τσιμουδιά…

«Μ’ αὐτὰ τὰ χέρια ρημάξαμε τὸν κόσμο μας
δὲ γίνεται μ’ αὐτὰ τὰ χέρια νὰ σωθοῦμε.

Μ’ αὐτὴ τὴ γνώση σακατευτήκαμε
-στερνή μου γνώση…

Μὲ τὴ σιωπὴ στοιχειώσαμε τὸν τόπο μας,
ξεμάθαμε, ψηφίζαμε μονάχα,
τώρα πῶς ν’ ἀκουστεῖ φωνὴ βοόντος;»

-Φίλε, αὐτὰ δὲ γράφονται σ’ ἐφημερίδες:
Πολλοὶ τὸ νιώθουν πιὰ
πὼς θά ’μαστε μὲ τ’ ἄλλα τὰ σκουλήκια
στ’ ὥριμο σύκο ποὺ θὰ πέσει καταγῆς.

Μοῦ γράφεις ἀπ’ τὴ Σαλονίκη:
"Καλὴ ἀντάμωση στὴ λήθη."



14 Μαΐου 2011

Ακροβατώντας.


Ακροβατώντας
στο του ηλίου
ζωογόνο φως
και στου ιδίου
τις θανατερές
ου βε ακτίνες.

Ακροβατώντας
σε ηφαιστείου
πυροκλαστική
ροή θανάτου
και στου ιδίου
την εύφορη γη.

Ακροβατώντας
στην της θάλασσας
Αυγούστου αύρα
και στης ιδίας
το τρομακτικό
κύμα τσουνάμι.

Ακροβατώντας
στην αιώνια
ανυπαρξία
και στην αίσθηση
ή ψευδαίσθηση
ότι υπάρχω.

Σε τεντωμένο
σχοινί, διαρκώς
επιθυμίες
να συμβιβάσω
που, ανελλιπώς
θάλλουν μέσα μου.


(23-07-2005)

Οδηγός [Χαριτίνη Ξύδη]


Οδηγός


Συχνά επικαλούμαστε την ευεργεσία κάποιων αυθαιρεσιών. Ίσως έτσι διορθώνουμε τη διαδρομή με γνώμονα ενστικτικό. Διδακτικές φάρσες ανωνύμων, τερπνών, χρησιμοθηρικών αξιών, αυτογνωμούνται, δίνοντας μας, μιας γλώσσας μύχιας το συστατικό.
Απεχθάνομαι το μεταναστευτικό σκυλί, αυτό που υπάρχει πάντα μέσα μου και δεν εξομοιώνεται και δεν ισοδυναμεί με κάτι άλλο, κι ίσως καμιά αντιστοιχία να μην υπάρχει. Όταν τρέχει να περάσει το σύνορο, ανάμεσα στο σκεπτικισμό και την ευπιστία. Ορθόδοξη, θα έλεγα αιχμαλωσία. Παράγωγων της μνήμης. Παραγωγών μνημοσυνών. Στοιχειά επικαιρικά. Απρόσιτα. Κοφτά.
Αφού και οι δύο το ξέραμε πως, είμαστε ένα σκαρί αναποδογυρισμένο της εικονοποιίας. Ήταν ό,τι μας έκανε προληπτικούς...με την εμμονή του Φρόιντ στους αριθμούς.
Και επιπλέον προδοθήκαμε από την αναλυτικότητα των δικών μας φασμάτων. Πορισμάτων. Πρισμάτων. Φραγμάτων. Αλγόριθμων.
Απευθύνονται κατηγορίες ηθικές σε ανθρώπους κοινούς, συνηθισμένους. Σε θνητούς, όπως εμείς και το συνάφι μας.
Ευαισθησίες δεν είναι για τέτοιους καιρούς υποβόσκουσας πειρατείας.
Υπόλογες μόνο η εγρήγορση και η επιβράδυνση.
Ναρκωμένους κάποιοι μας θέλουν.
Με αυτό, το ιδιαίτερο σύνολο, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει μέσα μας-φωτιά, αέρας, νερό-, σε όλους εμάς που σκεφτόμαστε κι ερμηνεύουμε το ίδιο τα διαφορετικά.
Διατρέχει τη σκέψη μας και την καθιστά κατοικήσιμη προέκταση ενός βάθους σχεδόν θρησκευτικού.

Μην παραιτηθεί κανείς. Προσευχηθείτε στην εσωτερικότητα και στον ερωτισμό-ευαίσθητες ύλες κι εύθραυστες, δε λέω...
Στοχαστείτε για λίγο σκηνοθετικά γιατί η ανάγκη μας καταθέτει ως
μορφοποιημένα βιώματα, ερήμην μας. Εν αγνοία μας.
Ας το φτιάξουμε, ας μας φτιάξουμε, όπως εμείς θέλουμε.
Από πού οφείλει η αρχή να υπάρχει; Από κάποιο κοινό μας δράμα;
Από την αίσθηση, ας πούμε, της προσφυγιάς στη δική μας πατρίδα!
Από τις σποραδικές και ιδιωτικές του πνεύματος ωφέλειες.
Όταν απλώς πετάμε σκέψεις στα χαρτιά, μας μπερδεύει το επιλεκτικό
κι ορθολογιστικό μυαλό μας, γητεύοντας εσωτερικότατους μηχανισμούς
που θ' αποκαταστήσουν ή θ' αναπροσαρμόσουν-όπως διατείνονται- τους
οραματισμούς μας.
Στεκόμαστε με συγκίνηση απέναντι στις αχιβάδες. Μια τέτοια ταπεινή βίωση ονειρευόμασταν κι εμείς, «οι άλλοι», αλλά πάντα αμυνόμαστε επηρμένοι κι επιτιθέμενοι. Πόσο βαθιά να είναι η πληγή που δεν τη βρίσκουμε;
Μια μελωδία που κυλάει απάνω σε κλειδί...
Κι αυτό το επικίνδυνο πείσμα μας, επίσημο πρακτικό που πιστοποιεί παλιότερων επιλογών μας την αφελή ευθανασία.
Τη στρέβλωση των διαπλεκόμενων πολιτισμών που μας διχάζουν. Και η διαίρεση ατελής...
Και στράφι όλο το απόλυτα διαυγές τοπίο της παρακμής. Κι αυτό το στρογγυλό και χειραγωγημένο πράγμα στην παλάμη μας κατέχει την αισθητική αξία της πυρίτιδας αλλά ουσιαστικά είναι το μηδέν. Έτσι διαλύεται η παρηγορητική τέχνη.
Με χιούμορ και θλίψη, αταίριαστα ντοκουμέντα, που ενημερώνουν τις εκκρεμότητες...Διασκορπισμένα κι αδιάσπαστα στους ελαιώνες των προσευχών και των δακρύων από αιώνες.
Να, τώρα κάνουμε την αρχή. Επιτιθέμεθα αμυνόμενοι. Ας είμαι εγώ. Ας είσαι εσύ. Ο ρατσισμός στηλιτεύει τ' αποτυπώματα μας. Τα αποτυπώματα των ψιθύρων των δαχτύλων μας. Ό,τι έχουν ψαύσει. Ό,τι έχουν γράψει. Ό,τι έχουν αφήσει σαν ίχνη σε χορδές και σύρματα, σε κορμιά, σε μαλλιά, σε τοίχους, σε γκάζια και γρανάζια και σε λιβάδια.
Ποιητική αδεία... Ασθμαίνουσες και οι ανάσες μας.
Αναμενόμενες, η τρυφερότητα και η φρίκη και η βία. Ακούμε τα πεύκα. Ακούστε...Όπως εγώ τώρα. Μάθετε ν' ακούτε. Στα 145 χτυπήματα του μετρονόμου. Στο διάσημο μέτρο των δύο τετάρτων. Αλήθεια, δεν ξέρουμε τι είναι. Μοιάζει κάπως σαν εφηβεία με άγνωστο κώδικα.
Μας εκτέλεσαν τότε μια φορά. Μπορεί και δύο ή τρεις. Δεν ξέρω. Το νιώθετε; Μας εκτέλεσαν αλήθεια.
Αυτό μας πότιζε. Σε Κίνα και Ρωσία, εμείς οι τόσοι λίγοι «άλλοι», ένα τραγούδι εσωτερικό.
Και η τάση αφαίρεσης, και τα κινήματα, τόσα κινήματα, που ενεργοποιούσαν βασικά μας κύτταρα και παρήγαγαν ψυχισμό κραταιό κι ας αφύπνιζαν και τον αποχωρισμό μας... Δεν ήταν αυτό το κρίμα. Η απώλεια...

Τότε αφηγηθήκαμε νοσταλγίες από χρόνια πέτρινα και τσιμεντένια.
Τότε ενταχτήκαμε σε φραγμούς, όντες οι ίδιοι οδοφράγματα.
Τότε ο πυρήνας μας στένευε, μίκραινε, λιγόστευε σαν κουκίδα. Αλλά δεν αφανίστηκε. Ποιοι ήταν ικανοί να τον μηδενίσουν, να τον αχρηστέψουν;
Έφερες μια κουβέρτα με χρώμα ευάλωτο στις αιχμαλωσίες, να σκεπαστούμε, σε μέλλοντα χρόνο, των κοιμητηρίων. Ελκυστικό χρώμα όσο κι ένα μωβ βατόμουρο, σάρωθρο πεσμένο βαριά στο χώμα...
Δεν είμαστε για ρίσκα συντηρητικά, είπες. Ούτε ανυποψίαστοι ήρωες είμαστε. Και τύλιξες την κουβέρτα γύρω από τα χέρια και τα πόδια μου. Πιο πολύ να νιώθω εγχώρια, όχι γαλαξιακή.
Τότε κυριάρχησαν στον κόσμο μας κάτι ύϊή που δεν άργησαν να καταστούν λιμνάζοντα.
Μας φώναζαν περιπλανώμενους νεκρούς. Και μπορεί, πράγματι, να τα χρειαζόμασταν τα ερείπια και το ντεκαντάνς για ν' αναπνεύσουμε ικανοποιητικά. Τις φωνές της προπαγάνδας αρνηθήκαμε κι αρχίσαμε καμηλιέρικους χορούς κι απτάλικους σε εννέα όγδοα. Καβαλάρηδες σ' ένα χώρο που η βαρύτητα έφθινε.
Στο δικό μας διάστημα προσεδαφίστηκαν χέρια και πουλιά. Πουλιά κι αναμνήσεις ξεθωριασμένες. Θλίψη και χαρά εναλλασσόμενες κι αμετανόητες στις εμμονές των συνόλων των συμβόλων.
Και μακάρι να «ερχόταν οι μέλισσες, έστω και ύστερα...», αλλά δεν ήρθαν μέλισσες. Ήρθαν μόνο οι κηφήνες και κάτι βραδυκίνητα και οκνηρά έρποντα εμφανίστηκαν και μας πήραν φαλάγγι με κάτι λέξεις μονοσύλλαβες και μονοδιάστατες κι εξίσου έρπουσες και βαριές σαν σίδερα. Μη και ναι και όχι και ναι και όχι. Για ν' αποφεύγονται οι ευθείες τομές... Δεν κατορθώναμε να ξεχάσουμε την ανατριχίλα που μας προκαλούσε το γλοιώδες δέρμα τους. Για πολλά χρόνια και αργότερα. Αργότερα που είχαμε ήδη γίνει διαστημόπλοια σε χαμηλή τροχιά... παροπλιστήκαμε εν δυνάμει από την καθεστηκυία αποποίηση πυροδοτούμενου μαζικού ΕΓΩ. Η αίγλη μας μετακινήθηκε στο περιθώριο.
Επαμφοτερίζουσα και τραγουδισμένη πια από τους δύο και τους τρεις και τους χίλιους δεκατρείς ανθρώπους, θεούς και δαίμονες. Θόλωσαν ακόμα πιο πολύ τα πιστεύω μας. Οι ισχυρισμοί μας, όπως τους έλεγαν οι άλλοι άλλοι. Εκτράπηκαν σε ήχους ιανούς. Ο ψυχεδελικός ουρανός μας κατέληξε να ηλεκτροδοτείται από μηχανικά σκιάχτρα-αστέρια, πολύχρωμα λαμπιόνια σε πρίζες. Η άκρη των καλωδίων αφέθηκε σε χέρια «αρμοδίων». Όποτε ήθελαν μας φώτιζαν σαν αξιοθέατα φθαρμένα ζόμπι. Και άλλοτε μας άφηναν αφώτιστους στην αφάνεια να τραυλίζουμε
τα «καθυστερημένα και αυτιστικά λογάκια μας...» Τις πρωτόλειες αλήθειες μας...Αρχίσαμε να συζούμε και με ξένα φαντάσματα, εκτός από τα δικά μας. Μια εποχή που αδυνατούσε να καταστεί αυτοδύναμα βιώσιμη. Έπρεπε να τεθεί σε λειτουργία ένα σύστημα ερεισμάτων, αποτελούμενο από μελωδούς της πιάτσας. Και να κοντράρεται με κάποιου είδους πανκ εκκεντρικότητες.
Ο μοναχικός ψυχισμός που είχαμε αναπτύξει ως τότε, δεν μας βοήθησε καθόλου, καθώς ώρες ποίησης που κύλαγαν, περισσότερο μας αργοπορούσαν, παρά μας παρέδιδαν ατόφιους, λευκές ψυχές, αρτιμελείς και αθώους στον τελικό μας στόχο, που ήταν πάλι η ποίηση.
Ώρες ποίησης στραμμένης σ' ένα αόρατο και πολύ πιθανόν, εξαιρετικά επικίνδυνο μουσικό κουτί...
Κι εμείς κυλούσαμε, προχωρούσαμε, σχεδόν παραιτούμενοι από το προχώρημα και το βάδισμα το γνήσιο της ουσίας και της χαμένης για πάντα αθωότητας.
Ρίξαμε δυο σταγόνες κρασί σε μια κούπα ξεχασμένη και βρόμικη.
Όπου κι αν παραδοθούμε, όπου κι αν βγούμε σε όποια αγορά, μας χειροκροτούσαν και δεν καταλαβαίναμε.
Παραμορφωμένοι. Άνθρωποι-ελέφαντες. Μάλλον μίσος θα μας δώριζαν με τέτοια ευφροσύνη και γενναιοδωρία, σκεφτόμαστε, χωρίς ποτέ να το εκφράσουμε και να το αρθρώσουμε.
Κι έμοιαζε πολύ με το μίσος εκείνο του Τρίτου Ράιχ που διοχετεύτηκε σε τόσους «άλλους» σαν κι εμάς...
Και δεν μπορούμε να δηλώνουμε μετανοούντες. Δεν είμαστε γάτοι. Είμαστε πάτοι χρησιμοποιημένου βαρελιού. Τραβεστί από τριτοκοσμικό αφρικανικό μπορντέλο.
Διαλογιζόμαστε ως παγκόσμιοι χορτοφάγοι και πράττουμε σαν μαύροι λύκοι.
Ζεστές, προγραμματισμένες και καλά προπονημένες ύαινες μέχρι την επανεκκίνηση. Μέχρι και τον τερματισμό.
Μέχρι την ευθραυστότητα ενός κόσμου εύκολα αμαρτωλού και δύσκολα διανοητικού. Με ανοιχτά μόνο τα όρια του στραγγαλισμού. Ας επιμέναμε λιγάκι ακόμα...

Πριν καταντήσουμε άθλιοι αντιγραφείς της βιομηχανικής ευκαιρίας και της τεχνοκρατικής μεταμέλειας, χαμένοι ή σκοτωμένοι, να κερδίζουμε.

Μάλλον υδράργυρος... [Κώστας Σφενδουράκης]


Μάλλον υδράργυρος...


Τα 'χω χαμένα...
βρίσκομαι εδώ
χωρίς εμένα.

Γλώσσα ξυράφι
χωρίς φειδώ
πάνω μου γράφει:

Είσαι δικός μου,
είσαι ρωγμή
γυάλινου κόσμου

και θα ματώσω...
σε μια στιγμή
θα σε προδώσω !

Κοίτα πως βρέχει
μαύρη βροχή
σαν αίμα τρέχει.

Σχίζω τα μάτια
και την ψυχή
χίλια κομμάτια...

08 Μαΐου 2011

Χαϊκού. Γιατί σήμερα;

Στο παρόν δε σκοπεύω να αναφερθώ στην ιστορία του συγκεκριμένου ποιητικού είδους. Με μια αναζήτηση στο λήμμα «χαϊκού» μπορεί, οποιοσδήποτε, να βρει τις πληροφορίες που θα ήθελε. Στο παρόν δε σκοπεύω παρά να δώσω μια απάντηση του ενδιαφέροντος μου, ως αναγνώστης κυρίως, για το εν λόγω είδος.
Η ενασχόληση κάποιου μ' ένα είδος τέχνης, ως ανάγκη έκφρασης, αναγκαστικά τον συνδέει με κάποιο (ή και κάποια) από τα καλλιτεχνικά ρεύματα/ κινήματα. Ρεύματα και κινήματα τα οποία δεν είναι απλά ένας άλλος τρόπος, μια άλλη τεχνοτροπία, έκφρασης ίδιων πραγμάτων, αλλά σχετίζονται με μια στάση ζωής και με μια φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου.
Το μεγαλύτερο ρεύμα/ κίνημα, και σημαντικότερο ως προς τις συνέπειές του, στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού είναι (και όχι ήταν!) αυτό του Διαφωτισμού. Ήταν η πρώτη φορά, στην παγκόσμια ιστορία, που τέθηκε τόσο δυναμικά, ως το ζητούμενο, η απαξίωση κάθε θρησκευτικής και πολιτικής αυθεντίας και η ορθολογική, αλλά και η «φυσικά» δίκαιη, διευθέτηση των ανθρώπινων πραγμάτων στον κόσμο. Στον υλικό κόσμο!
Ο Διαφωτισμός πέτυχε πολλά, αλλά η εξάλειψη της ανθρώπινης δυστυχίας φάνταζε, και φαντάζει, χίμαιρα.
Στους δυο αιώνες που ακολούθησαν, κάθε νέα γενιά ονειρεύτηκε και απαίτησε αυτή να είναι που θα καταφέρει να στήσει έναν ιδανικό κόσμο και για να το πετύχει αυτό ενίοτε θεωρούσε ότι πρέπει να γκρεμίσει και οτιδήποτε προγενέστερο.
Ο Μοντερνισμός, ο Ρομαντισμός και η ακραία του μορφή, ο Συμβολισμός, αμφισβήτησαν ευθέως και τον ορθολογισμό (και) του Διαφωτισμού. Το συναίσθημα, η φαντασία, η μελαγχολική αναπόληση κάποιου χαμένου «παράδεισου» (στο Ρομαντισμό) και η παραδοχή της απουσίας του ποιητικού ενδιαφέροντος του αισθητού κόσμου κυριάρχησαν.
Ο Εμπρεσιονισμός, έπειτα, ύμνησε την εντύπωση της φευγαλέας ματιάς του κόσμου.
Οι κοινωνικές εξελίξεις του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα και τα δεδομένα του Ρομαντισμού και του Εμπρεσιονισμού προκάλεσαν τα τέσσερα σημαντικότερα καλλιτεχνικά ρεύματα/ κινήματα των αρχών του 20ου αιώνα: τον Εξπρεσιονισμό, το Νταντά, το Φουτουρισμό και τον Υπερρεαλισμό. Πέρα από τις επί μέρους διαφορές τους αλλά και το είδος της τέχνης που, κατ' εξοχή, κινήθηκαν οι δημιουργοί των ρευμάτων αυτών, κοινή τους βάση η αμφισβήτηση κάθε προγενέστερου. Το πάθος για επανάσταση στον Εξπρεσιονισμό, η λατρεία κάθε πράξης που θα επιταχύνει την έλευση του μέλλοντος (ακόμα και του πολέμου!) στο Φουτουρισμό και οι ακραίες πρακτικές των Ντανταϊστών δεν κράτησαν πολύ, ενώ το κίνημα του Υπερρεαλισμού ήταν αυτό που, τελικά, επηρέασε περισσότερο. Η καταφυγή στη φαντασία, στο ονειρικό, στο ασυνείδητο και η άρνηση εγκλωβισμού σε κάθε πραγματικότητα δε μπορούσαν παρά να σημαίνουν, και ιδίως στην ποίηση, εκτός από διεύρυνση της θεματολογίας και την κατάργηση κάθε φόρμας και κανόνα, ενίοτε καταφεύγοντας και στην αυτόματη γραφή.
Στα πλαίσια όλων αυτών των καλλιτεχνικών, και όχι μόνο, ρευμάτων/ κινημάτων γεννήθηκαν αριστουργήματα, και η ανθρωπότητα προχώρησε, όμως, σήμερα, οφείλουμε να προχωρήσουμε περαιτέρω. Η σύζευξη καλλιτέχνη και κοινωνικού γίγνεσθαι είναι αναπόδραστη. Όλα αυτά τα αν-ορθολογικά ρεύματα/ κινήματα, που προανέφερα, είχαν την «πολυτέλεια» να αμφισβητούν το Υλικό Αισθητό Γίγνεσθαι της Ζωής, και να προτείνουν μια άλλη (φιλοσοφική) θεώρηση όντας, όμως, κινούμενα εντός του και με τη «σιγουριά» ότι αυτό, το Υλικό Αισθητό Γίγνεσθαι της Ζωής, είναι εκεί και θα είναι εκεί και στο μέλλον. Αυτό σήμερα δεν ισχύει. Οι προκλήσεις πλέον είναι πρωτόγνωρες και αν θέλουμε, αυτές μας οι ανησυχίες για το επερχόμενο, να εκφράζονται καλλιτεχνικά απαιτούνται σαφώς νέοι τρόποι καλλιτεχνικής έκφρασης μαζί με όσους από τους ήδη υπάρχοντες είναι κατάλληλοι να τις εκφράσουν.

Λίμνη παλιά
Πηδά ο βάτραχος μέσα
Ο ήχος του νερού.

Αυτό το υπέροχο χαϊκού του Μπασό, είναι πολύ περισσότερο από μια φευγαλέα εμπρεσιονιστική ματιά και αναδεικνύει μοναδικά το θαυμασμό και το σεβασμό του ποιητή για τον κόσμο! Το χαϊκού, με τα ρήματα κυρίως στον ενεστώτα, υμνεί τον κόσμο μας. Τον κόσμο μας, κι εμάς μαζί του, που κινδυνεύει!
Δεν ξέρω τι άλλο εκφραστικό μέσο θα εφευρεθεί, αλλά ξέρω ότι το χαϊκού είναι επίκαιρο!


(πρόκειται για αναδημοσίευση παλαιότερης ανάρτησης με κάποιες τροποποιήσεις)