30 Απριλίου 2016

Μεγάλο Σάββατο [Απόστολος Θηβαίος]


Η αγάπη, όχι ως συναίσθημα αλλά ως τρόπος ύπαρξης. Η ζεστασιά, ουσία τέχνης και ανθρώπων και αίματος κοινού.

29 Απριλίου 2016

Μεγάλη Παρασκευή [Απόστολος Θηβαίος]


Είναι σκληρό, πολύ σκληρό καταμεσίς της άνοιξης να κοιμάσαι. Και άλλη εποχή μετά από τέτοιο θάνατο, και άλλη των χρωμάτων συμφωνία ποτέ ξανά. Μονάχα εφηβικά κορίτσια που κρεμούν αργά τις νύχτες τα ρούχα τους, μονάχα μάτια στυλωμένα στ΄άδειο.
Και όμως μια κρίσιμη στιγμή, την πιο κρίσιμη στιγμή, στην ακμή της τροχιάς μας, θα δεις να επαναλαμβάνονται τα αρχαία χορικά του ήλιου

Η ΣΤΡΑΤΖΑ [Απόστολος Θηβαίος]


Η ΣΤΡΑΤΖΑ

Τον ξύπνησαν οι φωνές και τα τραύματα. Μια δύσκολη εποχή τον ξύπνησε. Σκισμένες κουρτίνες από ήλιους και από δαιμονικά πουλιά που εισβάλλουν τις πιο ήσυχες και αδιάφορες ώρες. Ανεμίζουσες οι σημαίες των παλιών κατακτήσεων, όλα τα ρολόγια βαδίζουν προς τη γη, θα πέσουν με θορύβους, με θροΐσματα. Τους κοιτά από τον παράθυρο. Σέρνουν έναν σωσμένο από τα παλιά βασίλεια του Άτλαντα. Τον φτύνουν, πειράζουν με σίδερα και χέρια και ότι άλλο βρώμικο διαθέτει κανείς το γυμνό ανδρισμό του, τον περιγελούν, ρίχνουν πάνω του οξέα και ανθρώπινες βιολογίες και ψεύδη και κατάρες. Τους κοιτά που σκορπούν τα εμπορεύματα στο δρόμο, από πάνω οι αγριωποί ουρανοί, τα κέρατα του ανέμου, λύκοι που βγαίνουν και ύστερα χάνονται στις μικρές οδούς γύρω από τη διασταύρωση. Πέρα από το φαγωμένο βουνό βρίσκεται ένας κρατήρας. Χάσκει με ορθάνοιχτο το στόμα του το βουνό, ένα μεγάλο τραύμα πάνω στο βουνό, ένας πελώριος ξαπλωμένος άνθρωπος που πέθανε και τώρα εκτείνεται ως τα αρχαία ερείπια του οικισμού Λέχαιο. Φτιάχνουν σταυρούς από συνήθη μέταλλα, κάτι σίδερα δηλαδή παλαιών, οικιακών σκευών. Στράτζα. Τους έχεις δει που τη συλλέγουν από τα ξενοδοχεία και τις οικοδομές, τους έχεις δει. Έχουν φωνάξει κάτι επιτήδειους οξυγονοκολλητές, ανθρώπους που γνωρίζουν με ακρίβεια τέτοιες τέχνες. Να φτιάχνουν ομοιώματα πίστης ή πάλι φοβερές μηχανές νυχτερινών δολοφονιών. Είναι σκληρό να σαι άνθρωπος σήμερα και ετούτο το παράθυρο που πέφτει ίσαμε κάτω το χώμα, καταρρέει και όλοι οι ορίζοντες σεισμικά στιγμιότυπα μιας συγκλονιστικής, κοσμικής αλλαγής. Ετούτα τα χρόνια δεν καρφώνουν χέρια. Τίποτε δεν καρφώνεται. Οι τεχνίτες ακινητοποιούν τα άκρα του  πάνω στο σταυρό, μεγάλοι σπινθήρες ξεπηδούν. Μιλώ για τις αφορμές εκείνες που στάθηκαν η αιτία για τις θανατηφόρες πυρκαγιές. Τον σέρναν μες στο λιοπύρι, αγριεύαν τα πουλιά στο μαγαζί των ωδικών πτηνών, κάτι τερατώδεις λαγοί προσμένουν ακίνητοι, χοντροί σαν παιδικοί το ξόδεμα της μέρας. Το κλουβί τους βρώμικο, πλάι ένα λυπημένο παγώνι ξεψυχά με την ουρά του ορθάνοιχτη σαν κινέζικη βεντάλια ή σύμβολο εβραϊκό. Όταν πεθάνει ο ιδιοκτήτης θα μοιράσει τα φτερά του σε όσους προλάβουν, δακρυσμένους γείτονες που σπατάλησαν τόσα χρόνια για μια ευρεία αναπαράσταση της χάρης του. Παράξενες, αιώνιες εικόνες. Τώρα τον οδηγούν μέσα από τον οικισμό. Επέλεξαν το δύσκολο δρόμο, ο ετοιμοθάνατος θα πρέπει να ειδωθεί, ακίνητα, σκληρά πρόσωπα, πρόσωπα σαν κιβώτια βαλμένα, όπως σε θεατρικές σκηνοθεσίες. Στέκουν εμπρός από τα παράθυρα, τρεις γενιές πάντα οι άνθρωποι των παραθύρων, το ωκεάνιο μεγαλείο του σώματος και του προσώπου που δεν μιλά, μήτε συσπάται. Στη θέση των ματιών, ορισμένοι διαθέτουν βαλμένα δυο αιχμηρά δόντια, όταν νυχτώνει ετούτοι οι πάνθηρες λάμπουν μες στο σκοτάδι. Ο φέρων το σταυρό, υπομένει καρτερικά το μαρτύριό του. Προσεύχεται σιωπηρά καθ΄ όλη τη διάρκεια της πομπής, άλλοτε κλαίει, προσπαθεί να εξηγήσει, κοιτά τους πιστούς βαθιά μες στα μάτια. Μα όλοι τους έχουν άγρια δόντια στα μάτια και όλο το πρόσωπό τους είναι αρπαγμένο, μεγάλα, μαύρα πουλιά καθισμένα σε βαρέλια και εξώστες, με τα ακίνητα φτερά τους, τα σκισμένα φτερά, θλιβερά, παράξενα πουλιά σε όλο το δρόμο, κρεμασμένοι καρποί στα βιομηχανικά αμπέλια των προαστίων. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Ένας άνδρας με καπέλο στενού μπορ του χαμογελά με νόημα. Του δείχνει το χωμάτινο δρόμο προς τα ανοιγμένα πνευμόνια του βουνού, γελά με νόημα, ο ήλιος τσίγκινος, ετούτη την ώρα δεν πιάνεται. Είναι ήλιος δύσκολος, τραχύς ήλιος, δεν κοιτιέται ετούτος ο ήλιος. Κορίτσια όμορφα, τευτονικά κορίτσια παραμένουν με τις πολύχρωμες ομπρέλες τους επάνω στο δρόμο, γέρνουν και λένε μυστικά η μια στην άλλη. Εμπρός από το νεκροταφείο χίλιοι, ορθάνοιχτοι τάφοι και οι εργάτες και οι ιερείς εμπρός από τα οστά των κεκκοιμημένων αδελφών δείχνουν τον επιλεγμένο άνδρα και έπειτα με επιμονή το δρόμο προς το βουνό. Τώρα η ανοιχτή πληγή του χάσκει πελώρια, σαν μεγάλο, τρομερό φεγγάρι που δεν λιγόστεψε ποτέ. Κάποιοι νεύουν με λευκά μαντήλια, όπως οι άνθρωποι των λιμένων σε κάποιον που αναχωρεί για πάντα. Πίσω αυτοκίνητα με διαπασών τη μουσική, ανοιχτές πόρτες, συνθήματα γραμμένα σε μουσαμάδες, κορνάρουν και χειροκροτούν τον ετοιμοθάνατο που έχει πια πεθάνει τόσο πολύ και τα μοναστικά του μάτια δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν. Ελάχιστοι τον ακολουθούν και ο άνδρας του παραθύρου είναι ολοένα και πιο σκυφτός, καθώς οι δείκτες που έπεφταν και τώρα σκάβουν το χώμα να προχωρήσει ο καιρός. Οι χτίστες με λάμπες θυέλλης και ηλεκτρογεννήτριες δουλεύουν τα ξύλα, δένουν αρμούς και ενώσεις, ολόκληρο το σκοτάδι του κόσμου θα στηριχτεί σε τέτοιες κατασκευές. Τον χαιρετούν που ανεβαίνει, τον ρωτούν, λένε πως μιλά άλλη γλώσσα και χτυπούν πιο δυνατά, ρυθμικά και μονότονα τα ξύλα. Και ο άνδρας δεν έχει γλώσσα, μα είναι το σώμα του ένας ολόκληρος, παλλόμενος λόγος. Και ανέρχεται και ακούγονται σπαθιά οι δείκτες που σκάβουν το χώμα και ακούγονται οι χτίστες που στυλώνουν το σκοτάδι, όλα τα μάτια λείπουν τώρα, δεν υπάρχει πια κανείς, μόνο φυσάει θερμός, νυχτερινός αέρας, πάνω οι αετοί που σκίζουν τον αέρα. Πάντα όπου το ψοφίμι και ο αετός. Στάθηκε. Άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Στάθηκε και πέθανε και το άλλο πρωί άστραφτε σαν σινιάλο ο σταυρός και μαύρο, δαρμένο το σώμα, όλος ο τόπος αφάνταστα γερασμένος πια. Οι μικρές παλάμες του φτερά που πάλεψαν, γύρω στο βουνό θερμός αέρας και εκρήξεις από τα λατομεία. Θα τον κηδέψουν οι τυμβωρύχοι, οι άνθρωποι στις γαλαρίες διαθέτουν ατόφια την παράδοση, κατέχουν τους μυστικούς κώδικες και έτσι μπορούν να τιμήσουν το νεκρό. Θα αρπάξουν το σώμα του αργά τη νύχτα και με νεύματα σεπτά, όπως στους έρωτες των ομοίων, θα τον χαιρετήσουν με τρυφερότητα και ανθρωπιά. Κανονικά δεν επιτρέπεται να φανούν τόσο πονετικοί, μα στις γαλαρίες οι άνθρωποι κατασπαράζουν τον καιρό ή τον καίνε στις μεγάλες δεξαμενές και έτσι υποβάλλονται μόνο στο ρυθμό του εσωτερικού του πάθους, της λύπης ή της πιο πρωτόγονης χαράς. Όσοι κατέφυγαν στο βουνό για να χαρούν το θέαμα, επήγαν μάταια. Ορισμένοι εκνευρίστηκαν, έσπευσαν στις αρχές, τόνισαν πως τούτες οι δουλειές πρέπει να γίνονται με τρόπο φανερό και να κρατούν μέρες, ώστε όλοι να μπορούν να δουν το θάνατο, ας πούμε ενός αγίου, μια υπέροχη δικαιολογία για τη σιωπή. Συμφωνήθηκε να επαναληφθεί εκ νέου η τελετή. Κάποιος πρίγκιπας από ελεφαντοστό ή έβενο θα φανεί ξανά και τότε η υπόσχεση θα τηρηθεί εις το ακέραιο. Έπειτα από τρεις ημέρες ο νεκρός φάνηκε ξανά στη διασταύρωση. Φορούσε ταπεινά ρούχα, ήταν χλωμός και στεκόταν στη μέση της οδού, ο δρόμος σωνόταν, έμεναν μόνο τα λιοπύρια και το φεγγάρι δρεπάνι. Μύριζε λιβάνι, όπως στα σπίτια των Χριστιανών και ο καιρός πέρναγε με σπασμωδικές εικόνες, όπως στα φιλμ. Ακούγονταν βρυχηθμοί από σφιγμένα δόντια σκύλων. Η πόλη, καθώς πεδίο ασκήσεων εκτεινόταν. Ο άνδρας, όχι εκείνος του παραθύρου, ετούτος είναι σκοτωμένος από χρόνια και το σπίτι κατοικείται τώρα, λευκό, χιόνι και στάχτη στα μαλλιά του άνδρα. Ο άνδρας, είναι ένας πυρσός είπαν, σωσμένος στους κήπους του Νέρωνα, είπαν, είναι ο άνδρας που σταυρώσαμε χθες και με μικρές κραυγές, όπως φωνές σε πηγάδια, έκλειναν τα παράθυρα με θόρυβο και τύψεις.


28 Απριλίου 2016

O ρευστός χώρος της δίνης ...






























[γέφυρα πορθμού Ευρίπου, 24.04.2016 18.28] 

O ρευστός χώρος της δίνης
ρυθμός και θόρυβος
λέξεις  που σημαίνουν
μορφές του γίγνεσθαι
του σημαινόμενου που φθείρεται ζωή.

Στην άλλη πλευρά: χώρου κενού μετέωρου ιερείς: αργόσχολοι εισοδηματίες, ανήψια θειάδων άτεκνων, πόρνες πολυτελείας και ζιγκολό.

ΟΙ ΠΑΡΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ - Η αξία των αντιηρώων στην ευαγγελική διατύπωση [Απόστολος Θηβαίος]

ΟΙ ΠΑΡΙΕΣ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ - Η αξία των αντιηρώων στην ευαγγελική διατύπωση 

Η ευαγγελική παράδοση εμπεριέχει την έννοια της αφηγηματικής παράθεσης των γεγονότων, όπως καταγράφηκαν από τους Αποστόλους. Η αφηγηματική τεχνική δεν έχει άλλο σκοπό παρά να αποκρυσταλλώσει όσο το δυνατόν πληρέστερα το βίο και τη διδασκαλία του Ιησού. Μες σε αυτή την βιογραφική παράθεση, η οποία μόνον ενδείξεις και κατευθύνσεις μπορεί να παραχωρήσει σχετικά με το κοινωνικό πρόσωπο του Εσταυρωμένου και τους σταθμούς στην ανθρώπινη υπόστασή του, παραθέτονται με όλη τη φυσικότητα της ιστορικής καταγραφής, σχεδόν υπαινίσσονται οι αρχές επί των οποίων δομείται η νεοεμφανισθείσα, θεολογική κατεύθυνση. Η ανθρωπολογική και κοινωνική διδασκαλία του Ναζωραίου εντάσσεται μες στα ιερά κείμενα, διατηρώντας διακριτική την ολοκληρωμένη εκφορά των αφετηριακών διδασκαλιών. Η συμβολιστική, αφηγηματική τεχνική, συνήθης και οικεία για τους μελετητές της Παλαιάς Διαθήκης, παραχωρεί τη θέση της σε μια πιο βιογραφική εξιστόρηση, στα πλαίσια της οποίας όμως, δεν συγκαλύπτεται η κοσμολογική, ανθρώπινη αγωνία. Η ιδεολογική βάση της ορθοδοξίας, όπως σχηματοποιείται σε ένα ανατολικό, τραχύ και ενιαίο δόγμα τάσσεται υπέρ της αποδείξεως μιας εν θεώ παρουσίας. Ετούτη η βεβαιότητα, διαβαθμισμένη και σαφής αποκαλύπτει ψυχικά τοπία διακριτά μόνο υπό το φωτισμό μιας ποιητικής διαλεκτικής, ικανής να ενσωματώσει στην παροιμιώδη ψυχραιμία της τα νέα σύμπαντα, όσα χωρούν δηλαδή και συσσωματώνουν την χριστιανική ηθική από τη μια, αλλά και την οντολογική αγωνία του προσώπου. Καθώς τονίζει η Anna Rosseti, η ποίηση και η μουσική απαιτούν την καταβολή μιας υψηλής, ανθρώπινης προσπάθειας. Ανάμεσα σε τούτα τα καλλιτεχνικά πλαίσια θα μπορούσε κανείς να ανάγει ακόμη και τη θρησκεία, η οποία με τόσο κόπο, σχεδόν βιωματικά και μόνον, δύναται να ισχυροποιήσει το αισθητικό και λογικό έρεισμά της, εκπληρώνοντας πάντοτε την προσπάθεια για το ασύλληπτο και εκείνο που δεν εκχωρείται ως συνείδηση ακόμα και στην πιο υψηλή, καλλιτεχνική αρτιότητα. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και αναγνωρίζοντας μια τάση προσωποποίησης του θεϊκού δόγματος, προκειμένου ετούτο να καταστεί ενδιαφέρον και δημοφιλές, παρακολουθούμε τις διάφορες, πρωτοχριστιανικές μορφές, οι οποίες πασχίζουν να υποδείξουν το δρόμο για μια κοινωνική πραγματικότητα, όπου τα ηθικά ζητήματα δεν θα αποτελούν αποκλειστικά και μόνον θέματα συμπεριφοράς. Οι μορφές αυτές ενσαρκώνουν την έννοια του «αντιηρωικού», καθώς η τελευταία διαθέτει την αφετηρία προκειμένου να συλληφθούν ζωντανά και διαχρονικά τα βαθύτατα, θεολογικά μηνύματα. Άνθρωποι με έναν ακηλίδωτο ατομικισμό, συχνά έξω κα πέρα από τα θεμελιακά πρότυπα του Μεσσιανικού Νόμου, υπερβαίνουν την εξοικείωση με κοινωνικά πρότυπα και προβαίνουν σε μια ευθεία, εσωτερική αμφισβήτηση της αδεξιότητάς τους. Πρόσωπα απόκληρα, ελεήμονες δυστυχισμένοι, άνθρωποι με άφθονη την έπαρση, πόρνες και δύσπιστοι διατρέχουν ως μορφές τα ευαγγελικά κείμενα, καθιστώντας το επιδιωκόμενο μήνυμα, εννοητό μόνο διά μέσου μιας πνευματικής εκτίμησης, την οποία και ορίζουν οι πράξεις ή οι παραλείψεις τους. Το κριτήριο του φόβου, το οποίο καθηλώνει τον αναγνώστη ή τον ακροατή στην αναγκαστική θέση του ίδιου του μέσου, υποκαθίσταται από το στοιχείο της μεταφυσικότητας. Οι άνθρωποι των ευαγγελικών κειμένων βιώνουν τα ίδια αμαρτήματα, με ανάλογο ή παροιμιώδες σθένος διδάσκουν την υποταγή προς το δόγμα, υποβάλλονται σε μια διαδικασία αυθεντικότητας, βασισμένης ολότελα σε ανθρωπολογικά μοντέλα. Η σκηνική συμπεριφορά των πρωταγωνιστών, καθώς οι τελευταίοι επιζούν στην παραδοσιακή ορθοδοξία, η λογική της απελπισίας αλλά και η ολότελα χριστιανική διαδικασία της ανάλυσης και της σύνθεσης, χαρακτηρίζουν την προφορική και σχεδόν άμεση, χριστιανική ιστορία. Ετούτη φαντάζει ικανή να διασώσει τον Χριστό, είτε σαν μέσο, είτε πάλι ως πνευματική, αφετηριακή αναδιάρθρωση της συνείδησης. Ο Χριστός στα χέρια των αντιηρώων βασίζει την αναγνώρισή του σε μια διαρκή απαξίωση της μηνυματικής του, έτσι ώστε να φανεί πως η ιστορική αδράνεια αρκεί για να διασπείρει το χριστιανισμό στα μικρά και αδιόρατα κενά. Σε μια εγκάρσια θεώρηση του ίδιου του χρόνου, ο θύτης εντοπίζει την ευκαιρία να εφαρμόσει σε υψηλή βαθμό ορισμένες αρχές. Μιλούμε για έναν λόγο βαθύ και εσωτερικό, ευρύ στην αναφορά του και σαφή, σχεδόν απαράλλαχτο στην υφολογική του πρόθεση. Ο αντιήρωας συντηρεί τη μορφή του και επιτρέπει στον ψυχισμό του να διασωθεί, αναδεικνύοντας τους συμβολισμούς οι οποίοι επιζούν πέρα και έξω από τις λέξεις. Η λακωνικότητα και η διαφάνεια καθώς ρεαλιστικοποιούνται στα πρόσωπα των αντιηρώων συνιστά χαρακτηριστικά μιας οδού απλησίαστης ως την εμφάνιση του θεολογικού αντικειμενισμού, στα πλαισία του οποίου υφίσταται η αναγνώριση για την απρόσμενη και ευθεία επιρροή του διδασκαλικού λόγου. Οι αντιήρωες θα βαπτισθούν μες στη μηνυματική μιας εξειδικευμένης και συγκαλυμμένης θεολογίας. Η θεοσοφία θα παραχωρήσει στη θεολογία μια δημιουργική προοπτική ενώ παράλληλα θα επικεντρωθεί στην ερμηνεία της, διά της αναγωγής του Θεού μες στον ανθρώπινο και βλαβερό μύθο. Η εγκοσμιότητα του χριστιανικού λόγου αποβλέπει στη δημιουργία.  Μιλώ, σημαίνει πλάθω τον κόσμο με τα χείλη μου και την αναπνοή μου, σημειώνει ο Γιώργος Χειμωνάς και δεν θα υπήρχε τρόπος πιο εύγλωττος για να αναπαρασταθεί η πρόθεση της αντιηρωικής συστράτευσης μες στον ευαγγελικό λόγο. Ο Σκαρτσής, επισημαίνει και εκείνος την έννοια της δημιουργίας και την ευλογημένη φρεσκάδα της, καθώς εκπληρώνεται μες στην ακμαιότητα της ίδιας της γλώσσας που ζει μέσα και όχι γύρω μας. Της γλώσσας που εκφέρεται από τις μορφές του ευαγγελικού λόγου και είναι αυτή η ίδια μια φιλοδοξία ευγενέστερη του ίδιου του προσώπου. Το τελευταίο ακυρώνεται, καταστρατηγείται και προκύπτει εκ νέου ισχυρό και σοφό, νύχτα παλιά που σώπασε ύστερα από τόσο σπαραγμό. Ολοκληρώνοντας θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στην αντιηρωική, χριστιανική μορφή που μαίνεται, το χαρακτήρα μιας ιδιομορφίας. Οι μορφές της αντιηρωικής διάστασης, ικανοποιούν μια ανάγκη ταπεινοφροσύνης και ανοχής, απόλυτα συνυφασμένης με το δόγμα το ίδιο. Θα λέγαμε πως, καθώς επισημαίνει ο ποιητής Γιάννη Ρίτσος, «κρατιέται μια θέση και για τους άλλους, στην άνοιξη.» Μοιάζει να υφίσταται ένας τρόπος για να δαμαστεί επιτέλους η κραυγή.

(αναδημοσίευση από 24γράμματα) 

27 Απριλίου 2016

Χαλκίδα - η παλιά γέφυρα του πορθμού του Ευρίπου [24.04.2016]

Στην ανωτέρω φωτογραφία φαίνεται η ροή του νερού προς το νότο ενώ στο βάθος (στο κέντρο της φωτογραφίας) διακρίνεται οριακά η νέα γέφυρα.





Κοιτώντας την ανωτέρω φωτογραφία (τραβηγμένη από το δυτικό μέρος της παλιάς γέφυρας του Ευρίπου προς το βόρειο μέρος του πορθμού) σου δημιουργείται η αίσθηση ότι καθώς το θαλασσινό νερό πλησιάζει προς το στενό, εκεί που βρίσκεται η παλιά γέφυρα (δεν διακρίνεται στη φωτογραφία), και αυξάνει η ταχύτητα της ροής του, υψομετρικά χαμηλώνει η επιφάνειά του (σαν το νερό ποταμιού που ρέει στην κατηφορική του κοίτη).
Αυτό είναι οφθαλμαπάτη και διαπιστώνεται εύκολα αν βρεθείς στο ύψος  της επιφάνειας του νερού, η οποία είναι οριζόντια ανεξάρτητα επίσης της ροής του νερού στον πορθμό του Ευρίπου.
Η ερμηνεία της οφθαλμαπάτης δίνεται στην α/μ φωτογραφία που ακολουθεί


























Οι πολυκατοικίες με την άκρη του κράσπεδου δημιουργούν την αίσθηση ενός κέντρου προοπτικής (το σημείο 3) κάτι που δεν είναι ακριβές διότι το κράσπεδο καμπυλώνει προς τα πάνω καθώς πλησιάζει την παλιά γέφυρα του Ευρίπου (η κάτω πορτοκαλί γραμμή δεν είναι ευθεία αλλά καμπύλη). Δεδομένου ότι οι πολυκατοικίες βρίσκονται παράλληλα με την άκρη του κράσπεδου, κέντρο προοπτικής δημιουργείται από την άνω πορτοκαλί ευθεία γραμμή με την προέκταση (δεν σημειώνεται στην εικόνα) της δεξιά στην εικόνα μπλε ευθείας [που θα ήταν σε σημείο διαφορετικό του (3), λίγο δεξιότερα αυτού]. 
Η οφθαλμαπάτη τονίζεται από τη συνολική εικόνα της ακτογραμμής (μπλε γραμμή) όπως φαίνεται από το σημείο λήψης της φωτογραφίας: Στο σημείο (1) η ακτογραμμή φαίνεται να στρίβει και ταυτόχρονα η γραμμή του (τυχαίου) σκούρου κυματισμού [σημ. (2)], που φαίνεται να καταλήγει στο σημείο (1), επιτείνει την οφθαλμαπάτη καθώς δίνει την εντύπωση ότι συνιστά τη γραμμή καμπής της επιφάνειας της θάλασσας.

ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΒΑΓΙΑ [Απόστολος Θηβαίος]



ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΒΑΓΙΑ

Ο ναός, μια παλιά, πετρόχτιστη εκκλησία, σε μια μικρή απόσταση από τον οικισμό. Πρόκειται για μια ωραία, βυζαντινή βασιλική, σωσμένη από φωτιές και επαναστάσεις και δύσκολες εποχές. Ο άγιος παραμένει φθαρμένος, μα σε μια ακμαιότητα πανηγυρική, στο κέντρο του υπερυψωμένου θόλου. Κρατεί τη ρομφαία και φέρει αλεξανδρινή πανοπλία. Ίσως για τούτη την αισθητική ετερότητα να προσέλκυσε το ενδιαφέρον τόσων και τόσων μελετητών. Συρρέουν εδώ και χρόνια, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες και εκτιμούν με ακαδημαϊκούς τρόπους την τεχνοτροπία, το σχήμα των ματιών, μελετούν τα σύμβολα και θέτουν νέες βάσεις στην ορθόδοξη σήμανση. Έπειτα αναχωρούν με τα υπεραστικά λεωφορεία, φορτώνουν τα ειδικά όργανα, τα σπασμένα αγγεία, υπόσχονται πάντοτε πως θα επιστρέψουν για να ολοκληρώσουν το επιστημονικό τους έργο. Μα περνούν πάντα οι δύσκολοι χειμώνες και κανείς δεν θα φανεί. Ορισμένοι από αυτούς τοποθετήθηκαν σε άλλες υπηρεσίες, η αρχαιολογική έρευνα, οι συντηρήσεις παλαιών, καλλιτεχνικών ευρημάτων συνιστά μια υπόθεση σπουδαίας εξειδίκευσης. Ο άγιος θα απομείνει έρημος, ώσπου τον εορτασμό της χάρης του. Το σεπτό σκήνωμά του, το οποίο με τόση παραστατικότητα κοσμεί το θόλο οφείλει να υπομείνει τις υγρασίες, τη μακρά περίοδο του χειμώνα. Με λιγοστές τις φροντίδες, να μην σωθεί το λάδι στα ολόχρυσα καντήλια, να μην τρυπώσει η υγρασία και κλονίσει ακόμη περισσότερο τη χρωματική ζωντάνια, τις λεπτομερειακές απεικονίσεις των περαστικών ζωγράφων, οι οποίοι με τόση επιμέλεια και τόση πίστη παραχώρησαν την τέχνη τους στη χάρη του. Μια επιγραφή στην καμαρωτή πρόσοψη, αναγράφει το έτος και την ημέρα της ολοκληρώσεώς του ναού. Είναι δουλεμένη στο μάρμαρο και δεν έχει χάσει τίποτε από τη μεσαιωνική της ζωντάνια. Ο ναός θα περιβληθεί με ανθρωπιά κατά την εαρινή περίοδο. Σε τούτες τις πέτρες ιστορούνται τα Θεία Πάθη και υποβάλλονται οι πιστοί στην τρομερή θλίψη. Περπατούν τον ανηφορικό δρόμο και στέκουν με ταπεινοσύνη εμπρός στους ιεράρχες. Ψέλνουν κάποτε μαζί του και θυμούνται τότε τους νεκρούς τους. Ακούν το κήρυγμα του ιερέα, ενός ψαρομάλλη άνδρα, που φέρει περισσότερο τον κόπο των κοινωνικών αγώνων παρά το βάρος των χρόνων. Έφτασε στο χωριό πριν από χρόνια. Τότε ήταν αρματωμένος, ζήτησε συγχώρεση από τον άγιο, παράτησε τον οπλισμό του, πολλοί λένε ότι υπέγραψε τη δήλωση. Ετούτος ο άνθρωπος βασανίστηκε λένε από τις αρχές, μα ήταν αποφασισμένος να παρατήσει το βουνό. Όχι γιατί στέρεψε το δίκιο του κόσμου, ούτε γιατί φοβήθηκε ή επρόκειτο να λάβει ανταλλάγματα. Ο ίδιος καμιά φορά τονίζει στον κηρυγματικό του λόγο πως η ιστορική κατάσταση θρέφεται και προχωρεί είτε με το φως, είτε πάλι με το αίμα. Τάχθηκε λοιπόν με το φως και με τα σίδερα της πίστης του σκάβει να βρει το γλυκό, ευλογημένο νερό. Τέτοιος άνθρωπος είναι ετούτος ο ιερέας. Και είναι πολλές φορές τις νύχτες, που τριγυρνάει φωσφορικός από τον καημό του και πίσω του άγρια και αδέσποτα τα κρίματά του, παιδιά που τα γεννήσανε οι πράξεις του. Δεν τα έδιωξε ποτέ. Τέτοιο το θάρρος του. Ο ιερέας κοίταξε τον ημεροδείκτη, πατριαρχικός και απόμακρος. Επισήμανε στους επιτρόπους πως θα πρέπει να προσεχθούν οι ετοιμασίες γιατί ο καιρός ζύγωσε. Οι επίτροποι είναι άνθρωποι δημοκρατικοί με σπουδαία προσκόλληση σε ζητήματα όπως η πίστη και η πατρίδα. Η επιμέλειά τους είναι αξιοπρόσεκτη και ο λόγος τους βαραίνει μες στη μικρή κοινότητα. Είναι όλοι τους έμποροι, κατέχουν μεγάλα κομμάτια γης και είναι στο χέρι τους να σβήνονται τα πάθη, να μονιάζουν τα αδέρφια και οι φίλοι και να δένονται πάλι τα αίματα. Είναι σπουδαίο και όμορφο πράγμα η ανθρωπιά μα διόλου εύκολο, θέλει ψυχή και κόπο για να στηθούν ξανά καινούριοι ορίζοντες. Το βράδυ του Λαζάρου ήταν ήδη όλα έτοιμα. Βεβαίως υπήρχε μια κάποια αναστάτωση καθώς τα ξύλα στα στασίδια έχουν χαλάσει από την πολυκαιρία, κάποια σπάσανε, φαγώθηκαν από τα νερά και τις δροσιές. Φτάσανε οι ξυλουργοί από την πόλη, άνθρωποι πιστοί όλοι τους που το θεωρούν τιμή και χρέος να συνδράμουν στην αποκατάσταση των ζημιών. Ο ιερέας τους επιβλέπει και φροντίζει να δροσιστούν. Η νύχτα είναι μεγάλη, κάποιοι ρωτούν επίμονα για την ανάσταση του Λαζάρου, το θαύμα τους γοητεύει, σταυροκοπιούνται και σιγοψέλνουν. Έπειτα τον ρωτούν για τον καιρό εκείνο που ζούσε στα βουνά, τον ρωτούν επίμονα για πρόσωπα και ονόματα, χωριανούς που στιγματίστηκαν και δεν επέστρεψαν ποτέ. Ο ιερέας μιλά λίγο για τούτα τα πράγματα και πολύ περισσότερο σιωπά όταν κάποιος τον ρωτήσει για τον αδερφό του. Σκοτώθηκε ή απλά χάθηκε μαζί με τόσους άλλους που πέρασαν τα βουνά και κατέβηκαν στον κάμπο, δίχως ονόματα, χωρίς παλιά χρέη να τους στοιχειώνουν. Τον πλήγωσε πολύ τον ιερέα εκείνο το γεγονός. Ήταν αδερφός και πατέρας για τον χαμένο, όλη του τη φροντίδα την έδειχνε με σύνεση περίσσια. Όμως ήρθε το μόλεμα, σαν θάνατος, τέλειος και αναπάντεχος εισέβαλε μες στα σπίτια, πήρε τους ανθρώπους και άφησε μυστικούς καημούς, πίκρες που δεν λέγονται. Τα μεγάλα, μαύρα πουλιά ξεχύθηκαν από τις χαράδρες, τρύπωσαν στα σπίτια και άρπαξαν παιδιά και ελπίδες και τα σπίτια κάηκαν μες στα θολά χρόνια. Έτσι χάθηκαν κάμποσοι. Η Ευδοκία, η μικρή θυγατέρα ενός εργάτη των οικοδομών, ο Άρης, η Ευτέρπη, η Φανή που την σταυρώσανε στην είσοδο του χωριού και όλη νύχτα ανάβανε κεριά εμπρός στα παράθυρα για την ψυχή της. Γιατί φτάνει κάποτε ο καιρός που δεν αντέχεται τόσο αίμα, φτάνει ο καιρός, ο άνθρωπος κοιτά μέσα του το χώμα που στερεύει και βλέπει πως δεν είναι φτιαγμένος μονάχα από κρέας, μα κουβαλά μεγάλα, βρόχινα δάκρυα και την ίδια, σκοτωμένη μοίρα. Ο ιερέας, νέος τότε, γερός και άμαθος στη συγχώρεση έφυγε για τα βουνά. Τον είδαν τότε κάποιοι που έβαλε φωτιά στα λιγοστά του υπάρχοντα και ανηφόρισε κατά τις κορυφές. Δεν θέλει να μιλά για αυτό. Ταράζεται και θυμώνει και χάνεται μες στο ιερό, στα σκοτάδια κλείνει τα μάτια και προσεύχεται, όλος ο τόπος, συλλογίζεται με πληγές και επιδέσμους. Στέκει εκεί ταπεινωμένος ίσαμε το πρωί. Όμορφο που είναι τούτο το χάραμα. Όλος ο τόπος γέμισε φωλιές και νιώθεις μια επιθυμία βαθιά να τραγουδήσεις μαζί με τα χελιδόνια. Δεν είναι μαύρα ψαλίδια όλο αίματα, είναι πουλιά και ελπίδες, θηρία που τα ημέρεψε η αγάπη του ανθρώπου. Τα στασίδια είναι προσεγμένα, ανάψανε και τα καντήλια, βάλανε άνθη λεμονιάς εμπρός στο εικόνισμα του αγίου και άνοιξαν όλα τα τζαμωτά, άνοιξαν τα μάτια του ήλιου και κοίταξαν στο θόλο τον άγιο που σήμερα γελά.   Σε όλο του βουνό φαίνονται οι σταυροί από τα αμπέλια, σε όλη τη γη το πνεύμα και η χάρη του Χριστού, σε όλη τη γη περπατούν τώρα οι πιο παλιοί και αγαπημένοι νεκροί. Τους κοιτάζουν που φιλιούνται, αγκαλιάζονται, έχουν τόσα χρόνια να ειδωθούν, κάποιοι που μισήθηκαν τώρα μιλούν και εξηγούνται, τώρα τα παιδιά αγκαλιάζονται με τις μητέρες τους, τόσα χρόνια σε άλλη γη ο καθένας, με μια ρίζα σε όλο τους το σώμα οι νεκροί κατηφορίζουν και αγκαλιάζονται, όπως τότε στις πιο μεγάλες χαρές. Κάποιοι έχουν κεφάλια αλόγων ή τέλος πάντων μια όψη πολύ παράξενη, είναι χλωμοί και μπορείς να δεις την αγάπη που φέγγει μέσα τους, μπορείς να δεις τους ταπεινούς δαυλούς που δεν σβήστηκαν. Έμειναν έρημοι όπως τα χρόνια τους και τώρα απλώνουν τα μεγάλα, συρμάτινα χέρια τους να πιαστούν, ο άνθρωπος που δεν παύει, ο άνθρωπος που υπάρχει, αναρίθμητες στιγμογραφίες στην πλάτη του βουνού, με τα ωραία, ρωμαϊκά μαλλιά τους οι νεκροί, αγαπημένες μορφές των πιο ταπεινών ιστοριών, σπουδαία και ακατόρθωτη ειρήνη. Κρατώντας τον ήλιο μες στη χούφτα τους έφτασαν οι πιστοί από το χωριό, φάνηκαν μέσα από τα λουλούδια, ακούγονταν που σπάγαν τα χόρτα με τα βήματά τους. Ήρθαν και στάθηκαν και έγιναν εκκλησίασμα. Σε όλο το ναό η χόβολη ενός σπιτιού, σε όλο το ναό ως απάνω στο θόλο του ευτυχισμένου αγίου η αγάπη ψηλότερη από τα σώματα, γερή περισσότερο από τους λίθους που κρατούν όρθιο το βυζαντινό ναΐσκο. Η λειτουργία τελείται με τρόπο ψυχικό  και τα παιδιά του Θεού δέονται υπέρ υγείας, πίστεως, αγάπης και μέλλοντος. Ο ιερέας, δοσμένος στην ενέργεια του καθήκοντος υποβάλλεται ολοένα και πι πειστικά στη δοκιμασία και με τα χέρια ψηλά σηκώνει τα βάρη και τις λύπες του. Ολόκληρος ο ναός γεμάτος από συντρίμμια και οιμωγές, τέτοιο είναι το ανθρώπινο πάθος, καλύτερο, ψηλότερο ακόμα και από τα κυπαρίσσια του κοιμητηρίου με τις ευφάνταστες σιδηροτεχνίες. Την ώρα της πιο μεγάλης σιωπής η θύρα του ναού ανοίγει. Φαίνεται μες στο δυτικό φως μια μορφή ανθρώπινη και υψηλή. Σαστίζουν όλοι γιατί λένε είναι ο Άγιος και ήρθε να μας δει και να μας μιλήσει, μύρισε το λιβάνι και πείστηκε για το μετάνιωμά μας και ήρθε καταρρίπτοντας τη θύρα, τρυπώνοντας στο άγριο μάτι μας.. Ο ιερέας που μοιράζεται την ίδια αγωνία προσκαλεί τον άγνωστο πιστό, του ζητά να εισέλθει, να λάβει σώμα και ψυχή από το πλήθος. Η μορφή, λουσμένη στο φως προφέρει το κοσμικό όνομα του ιερέα. Εκείνος γονατίζει, είναι ένας από τους νεκρούς που ζητά το φταίξιμο και ήρθε τώρα να το διεκδικήσει. Ο ιερέας προσεύχεται, καθώς όσοι σέρνονται κοντύτερα στο θάνατο, ο ιερέας ψέλνει και μαζί το πλήθος που σέρνεται εμπρός του και όλοι μαζί προσμένουν την εντολή. Ο ξένος μιλά, η φωνή του είναι γνώριμη, σχεδόν αρχαία, μα ζεστή και οικεία, είναι ένας αδερφός που σώθηκε και έφτασε πια στα πατρικά χώματα, κατάκοπος περιφέρεται αιώνες σε έρημες πόλεις και ρωτά και τώρα, πανάρχαιος και απόκοσμος Οδυσσέας φτάνει στον τόπο του για να πεθάνει. Γονατίζει ο ξένος εμπρός του, είναι ο χαμένος αδελφός, οι δυο άνδρες αγκαλιάζονται, το πλήθος αρπάζει τα βάγια και ραίνει τον κόσμο και τώρα αιωρούνται δάφνες και ευχές, και εδραιώνεται η θέση του ανθρώπου και η μοίρα του κορίτσι λίγων μονάχα θερισμών που δεν διδάχτηκε ποτέ τις παλιές έχθρες. Χτυπά ο αδερφός με το ξύλινο πόδι του τις πλάκες του ναού και οι δυο άνδρες αγκαλιάζονται. Είναι πληγές που αναβλύζουν ξανά, καλό, ευλογημένο αίμα. Έπειτα ξεχύνονται στα χωράφια. Είναι παντού ο Θεός σήμερα, είναι στα νερά και τους καθρέφτες, είναι όλες οι κατευθύνσεις που έδειξαν κάποτε οι ανεμοδείκτες, είναι γέφυρες που σμίγουν ποτάμια, είναι θάρρος και θέληση και πληρωμή. Την ημέρα εκείνη στάξανε δυο σταγόνες από τον παλιό, βυζαντινό θόλο. Στην εκκλησιά σήμερα μαίνονται δυο χρυσά δενδρύλλια, με κάτασπρα, νυφικά άνθη. Λένε, είναι τα γαιώδη μάτια του αγίου.Στα καφενεία συζητούν εδώ και μέρες τον θαυμάσιο, χριστιανικό τρόπο με τον οποίο σμίξανε τα  δυο αίματα. Και κρατούν για πάντα τα βάγια στην πινακωτή και ανάβουν θυμιάματα και δεν ξεχνούν ποτέ.

(αναδημοσίευση από 24γράμματα) 

26 Απριλίου 2016

Μεγάλη Τρίτη [Απόστολος Θηβαίος]

Ἐγὼ πάλι μέσα στὸ πλῆθος διακλαδίζομαι
ἡ θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στὸ πλῆθος 
γιὰ τὴν καινούρια μακρινή μου ἀνάσταση 
μαζεύω.
[Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων]

Τον κοιτούσαν επίμονα. Πρόσμεναν πως θα μιλήσει, πως κάτι θα πει γι΄αυτήν την παλιά ιστορία που τους καίει. Όμως εκείνος τηρούσε σιγή ιχθύος και ήταν ωραία, ωκεάνεια τα μάτια του.  Τον είχαν απέναντί τους, ήταν πυρσός, πίσω του κοιμόντουσαν πουλιά και απογεύματα. Επέμειναν, ύψωσαν τη φωνή τους, στάθηκαν σ΄ απόσταση αναπνοής. Όμως εκείνος ήταν κιόλας ποτάμι, ήταν σιωπή. Έστεκε εμπρός τους βγαλμένος απ΄την αιωνιότητα με τα τρυφερά, τα δακρυσμένα του μάτια.Τόσο κοντά και συνάμα τόσο απρόσιτος ήταν εκείνος ο άνθρωπος. Επανέλαβε, είμαι ο βασιλεύς των βασιλέων και έπειτα φωνές και ποδοκροτήματα και ο κατηγορούμενος που εξέρχεται της αιθούσης. Γύρω του μαίνονται όλα τα μυστήρια και οι σκηνές από έναν βίο ποιμενικό. Στους τοίχους καρέ και αναμνήσεις από τον καιρό του κρασιού και ο χορός μιας νύμφης. Αργότερα στους καφενέδες έλεγαν πως το πρόσωπό του ήταν από καρδιά και από ευγένεια. Πήραν να γράφουν ξανά ολόκληρη την ιστορία.

ΤΑ ΒΑΓΙΑ [Απόστολος Θηβαίος]



ΤΑ ΒΑΓΙΑ

Είχε ένα πρόσωπο χαραγμένο. Έμοιαζε με εκείνα τα απροσδόκητα, τερατώδη σχέδια του ζωγράφου Δημήτρη Λαλέτα. Ή πάλι, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως καθώς οι γραμμές εντείνονταν κοντά στα μάτια και βάθαιναν απεριόριστα, αποκτούσαν μια φυτολογική όψη. Ο γέρος σαν να ταράχτηκε, στάθηκε εμπρός του και τον περιεργάστηκε. Έψαξε και ίσως να απάντησε τα μάτια του νεαρού άνδρα έτσι όπως άναβαν σαν τα μακρινά φώτα της οδοποιίας. Εννοούνται εκείνα που ελίσσονται πέρα μακριά από τα ορεινά χωριά. Μια τέτοια απόσταση δοκίμασε να ξεπεράσει ο γέρος. Έκανε έπειτα ένα βήμα πίσω και έγνεψε στη γριά που κρατούσε την ανάσα της παράμερα. Ο νεαρός άνδρας κάθισε. Ένα μεγάλο φύκι από εκείνα που ζουν στα σπουδαία βάθη σύρθηκε μέσα από το σώμα του και έπεσε στο χώμα. Ο νεαρός άνδρας σαν να έκλαψε και σαν να είπε κάτι. Έπειτα πέθανε. Σωριάστηκε στη γη, βαρύ σίδερο, επάνω του έπεσε εκείνο το κομμάτι του ουρανού που του αναλογούσε. Ο γέρος έτρεξε στη χωροφυλακή. Εξιστόρησε τα γεγονότα. Έμοιαζε με εκείνους τους ανθρώπους που έχουν λυμένα πάθη και κανείς δεν υποψιάζεται τον τρόμο που τους καταδιώκει. Όταν δόθηκαν οι εξηγήσεις περπάτησαν μαζί προς το σπίτι. Ήρθαν οι νεκροκομιστές, ιδρωμένοι, βρωμούσαν ούζο, κοίταγαν το νεκρό άνδρα και γελούσαν. Ο ιατρός της εισαγγελίας βεβαίωσε το θάνατο. Κατέγραψε μάλιστα μια πολύ επίσημη και επιστημονική εκδοχή του. Έπειτα έφυγε και εκείνος, απέμειναν οι γείτονες, όλο περιέργεια ρωτούσαν το γέρο τι τάχα είχε συμβεί, τους συμβούλευαν να μην ανακατώνονται σε ξένες υποθέσεις. Έπειτα αφού επισήμαναν μεταξύ τους τον κίνδυνο του πράγματος, κλείστηκαν όλοι στα σπίτια. Σβήσαν τα φώτα, ακούστηκε ένας φοβερός τριγμός, μες στη νύχτα κατεβήκαν νερά. Ο δρόμος ησύχασε και ακουγόταν μόνον ο σιδερένιος ήχος του μεγάλου ανεμοδείκτη. Πρόκειται για μια κατασκευή μεταλλική και βαριά. Τοποθετήθηκε πριν χρόνια στο δημαρχιακό μέγαρο. Η συνδρομή του είπαν, στις εκτιμήσεις των καιρικών φαινομένων στάθηκε αποφασιστικής σημασίας. Τώρα είναι σκουριασμένος, γυρίζει μονάχα στις μεγάλες κακοκαιρίες και τα παιδιά σημαδεύουν με βαριές πέτρες για να τον ρίξουν. Απόψε δεν θα φανεί, είπαν και η γριά ξέσπασε πάλι σε λυγμούς. Μέρα τη μέρα πια μιλούσε όλο και λιγότερο. Καμιά φορά την έπαιρνε το παράπονο, έβγαινε μες στη νύχτα, παραπατούσε στην πάροδο των σιδηροδρομικών γραμμών, ανέμιζε ολόκληρη καθώς περνούσε το χάραμα το ιλιγγιώδες εμπορικό. Μια πολύ απόκοσμη φιγούρα, σχεδόν θεατρική, κρατιόταν από τον εαυτό της και χόρευαν, γέρικα φίδια τα μαλλιά της σαν περνούσε ταχύτατο το εμπορικό. Έπειτα σώπαινε η αναστάτωση, σώπαιναν τα σκυλιά, αλυχτούσαν ώσπου τα βαγόνια να χαθούν μες στον ορίζοντα. Ύστερα ησύχαζαν, εκείνη καμιά φορά ακουμπούσε με τα χέρια της τις σιδηροτροχιές που καίγαν, μάζευε λευκούς λίθους μες στην ποδιά της. Πάει να πει καταπιανόταν με πράγματα αλλόκοτα και ετούτο ήταν βεβαίως μια ένδειξη καταπτώσεως της λογικής της δυνατότητας. Το πρωί μια αντιπροσωπεία των πιο ευυπόληπτων ανθρώπων του συνοικισμού φάνηκε στο σπίτι. Έδειχαν σκεφτικοί, μίλησαν στον γέρο για τα γεγονότα της νύχτας. Κάποιοι που την είδαν σκέφτηκαν πως είναι επικίνδυνο για έναν άνθρωπο να δοκιμάζεται έτσι, τόνισαν μάλιστα πως ούτε και εκείνος μπορούσε πια να την βοηθήσει. Έτσι όπως είχε έρθει το πράγμα θα ήταν αδύνατο, είπαν διστακτικά να παραμείνει η γριά έξω από τις μάντρες του ψυχιατρείου. Εκεί θα την πρόσεχαν, ίσως να συνερχόταν και έτσι να μπορούσε να επιστρέψει στο χαμηλό σπίτι. Ο γέρος τους αποπήρε. Ζήτησε να φύγουν, τους έδιωξε με φωνές και χτυπήματα, ταράχτηκε πολύ ο γέρος και όλο κοίταγε το μαχαίρι που σκούριαζε πάνω στο τραπέζι και έβλεπε τον εαυτό του σφαγμένο, τέτοιον εξευτελισμό δεν θα τον άντεχε. Βγήκε, γύρεψε τη γριά, την έφερε στο σπίτι. Κλαίγανε και οι δυο τους, ο θρήνος τους ένα βήμα προς μια αγάπη βαθύτερη, ένας θρίαμβος της λύπης. Ύστερα τηλεφώνησαν στη χωροφυλακή. Έμαθαν για τον νεαρό άνδρα, θα κηδευόταν λέει το απόγευμα, δίχως δεήσεις και άλλα τέτοια χριστιανικά. Δεν τον αναζήτησε κανείς και είπαν στον γέρο πως αργά τη νύχτα σημειώθηκε ένα παράξενο γεγονός που ίσως κάποια σχέση να έχει με το θάνατο του άγνωστου άνδρα. Ήρθαν λέει τα άγρια σκυλιά που καραδοκούν σε αγέλες, ήρθαν και στάθηκαν έξω από το κτίριο του νεκροτομείου, γονάτισαν και έμοιαζαν να κλαίνε, έτσι σιωπηλά και ακίνητα με τα γυάλινα μάτια τους. Μείναν εκεί ως το πρωί, έπειτα απομακρύνθηκαν. Τα βρήκαν όλα πνιγμένα κάτω στο λιμάνι. Κείτονταν το ένα πάνω στο άλλο, άγριοι θάνατοι, απαίσιες σκηνοθεσίες, τι να πει κανείς για τέτοια πράγματα. Οι πιο προληπτικοί μάλιστα κατέφυγαν στο ναό, εξήγησαν στον αρχιμανδρίτη την αιτία του φόβου τους. Εκείνος προβληματίστηκε και όλοι μαζί συμφώνησαν να πάψουν να μιλούν για το γεγονός. Ο ιερέας επέρριψε την ευθύνη για το αποτρόπαιο γεγονός σε κοινωνιολογικής φύσεως επισημάνσεις. Και προσδιόρισε πως την επομένη Κυριακή το ζήτημα θα σχολιασθεί εκ μέρους της εκκλησίας και έτσι θα πάψουν οι φήμες και όλοι οι τυχοδιωκτικοί δαυλοί θα σιγάσουν. Η φαινομενική ερμηνεία του δράματος στηρίχτηκε δε στην επισήμανση κοινωνικών φαινομένων, τα οποία αλλοιώνουν τη δυνατότητα και την προοπτική της πίστης. Οι κενόδοξοι κοσμοπολιτισμοί, οι δολοπλοκίες, η περιφρόνηση του δόγματος, ίσως μια γενετική εντροπία, ένας μαρασμός της εσωτερικής ζωής να κόστισαν στον άνθρωπο τη μεταφυσική του οπτική. Το ζήτημα σχολιάστηκε για λίγη ώρα και ύστερα όλοι αποχώρησαν, κρατώντας βαθιά μέσα τους, μυστική και ανομολόγητη την εικόνα των νεκρών σκυλιών, τις άγριες μέρες τους που πέρασαν πια. Το γηραιό ζευγάρι, σε πείσμα των συμβουλών και των απαγορεύσεων, νωρίς το απόγευμα αναχώρησε για το κοιμητήριο. Η γριά έμοιαζε να έχει αποκαταστήσει το ταραγμένο πνεύμα της, μιλούσε και έλεγε κάτι για τον καιρό. Πώς σκόρπισε, πώς πέρασαν τόσα ζεστά και ευτυχισμένα χρόνια, πώς μας κυκλώνει η μοίρα και έτσι, υφαντά προχωρούμε μες στο βίο. Έφτασαν το απόγευμα. Οι γυναίκες φρόντιζαν τους τάφους, έπλεναν με άφθονα νερά τους τάφους, πετούσαν τα σπασμένα βάζα, φρόντιζαν για το φως του νεκρού, γέμιζαν λάδι τα καντήλια. Ήταν πουλιά μαύρα σκορπισμένα μες στα άσπρα σπίτια, ήταν πουλιά που έχουν το πρόσωπο ενός νεκρού. Οι γυναίκες τους είδαν, ρώτησαν, έμαθαν πως έρχονταν για να γαληνέψουν την ψυχή εκείνου του παράξενου αγοριού που σκοτώθηκε μες στο συνοικισμό και είχε άγριες τομές ως απάνω στα μάτια και θα μπορούσε να είναι ένας φονιάς, κάποιος που επιθυμούσε το κακό τους. Η γριά περιεργάστηκε τη σωρό, ζήτησε να ανοίξουν, να δει την όψη. Χάιδεψε τα μαλλιά του, οι πληγές του είχαν πια το ρόδινο χρώμα του μικρού παιδιού και ήταν παράξενη, σχεδόν τρυφερή η όψη του σκοτωμένου. Τον θάψαν δίχως τιμές ή λόγια επαινετικά, καθώς συμβαίνει στους καθημερινούς νεκρούς. Έριξαν χώμα και τον έψαξαν, μήπως είχαν απομείνει τίποτα τιμαλφή, ανοίξαν το στόμα του αλλά τρόμαξαν και ανασηκώθηκαν, αναθεμάτισαν. Ολόκληρο το στόμα του ήταν μια πληγή, αίμα πολύ την είχε θρέψει, τώρα διακρινόταν το πέταλο ενός τριαντάφυλλου. Ένα πέταλο σαν εκείνο του ήλιου. Φύγαν. Είχε πέσει η νύχτα. Τέτοια ώρα αρχίζουν οι έρωτες, οι ύποπτοι φόνοι, οι παράξενες συναλλαγές. Φώτιζαν τα καντήλια, φώτιζαν ίσαμε πέρα, όλα οι νύχτες βρίσκονται μακρύτερα, πέρα η πόλη τελειώνει και αρχίζουν τα νερά. Η γριά έκλαιγε. Ο γιος μου, ο γιος μου, έλεγε και έχωνε βαθύτερα τα νύχια της στο χώμα και όταν τρεμόπαιζε το καντήλι έπαυε και έλεγε πως τώρα βλέπει και γνωρίζει τους τόπους και όλους τους πεθαμένους φίλους μας. Στο κοιμητήριο πλανιόταν μια περίεργη μυρωδιά. Σαν νεαρή λεμονιά ή σαν τη μυρωδιά δυο πολύ ερωτευμένων ανθρώπων. Κατά το ξημέρωμα, οι καντήλες σβήστηκαν. Η γριά τινάχτηκε, ο γέρος την κράτησε σφιχτά, δυο αρρώστιες που σμίγουν, στον ορίζοντα η νύχτα είχε τώρα ένα επισκοπικό χρώμα, αυτά δεν συνηθίζονται. Το φως αυτό ευωδίαζε πορτοκάλι, ακούστηκαν δυνατοί χτύποι σαν τσεκουριές, σαν σίδερα και καινούριες πηγές που ανοίγονταν χίλια μίλια κάτω από τον καημό τους. Χτυπούσε σαν καρδιά ολόκληρη η πόλη, ένας άνθρωπος ερχόταν από πέρα, είχε ένα γνώριμο βήμα, τα μαλλιά του ήταν απεριόριστα λευκά, ερχόταν από πολύ γερούς και άσχημους χειμώνες. Τώρα μήτε γραμμές, μήτε βαθιά αυλάκια, μήτε σιωπή. Εν μέσω ποδοβολητών και σαλπισμάτων πίσω του ακολουθούσαν αρκετά, νεκρά παιδιά. Ο νεαρός γιος του σιδηρουργού, ο Κωνσταντίνος που αυτοκτόνησε με το κυνηγετικό οπλισμό και ετάφη με ρωμαϊκά μαλλιά, καθώς απαίτησε, ένα κορίτσι ολίγων Μαΐων με το άσπρο του φουστάνι, δίχως χώματα, ρούχο πλυμένο από ένα χέρι καλοσυνάτο. Ετούτοι οι αόρατοι εξεγερμένοι, μια φρουρά ξεχασμένη και απροσδόκητη, είναι ο σπόρος που έδωσε η καλή γη. Οι γέροι κοιτούσαν ευτυχισμένοι την πεδιάδα από τα παιδιά και τα ζεστά, χωμάτινα σώματα και τις ιαχές που έσκιζαν τον αέρα και οι δυο τους ολοένα και πιο νέοι και ο γιος τους στη μεγάλη γιορτή, ελεύθερος πια από τη σιωπή του ύπνου. Τα μάτια που κάποτε λείψαν, τα ωραία χρώματα, όλα φτάσαν απόψε στο πλάι τους, σαν λέξεις που βρήκαν πια τα στόματα. Μίλησαν και χάρηκαν ώσπου ο ήλιος άρπαξε την πόλη και τη φίλησε. Όσοι τους γύρεψαν δεν βρήκαν παρά ένα σπίτι βρώμικο, σαν φωλιά. Δεν είδαν, δεν κοίταξαν πως μέσα, πίσω από παλαιά πράγματα και πίσω ακόμη από τις φόρμες των σπιτιών, υπήρχαν όλα, στην πιο ζεστή γωνιά της ανθρώπινης αγκαλιάς. Υποψιάστηκαν μόνον πως κάτι παράξενο είχε συμβεί, όταν εβρέθησαν στην αυλή τους όλα τα κλεμμένα σύνεργα του ήλιου.
Πέρασαν χρόνια από τότε. Το συμβάν λησμονήθηκε. Φέτος, ανήμερα των Βαΐων, καταφτάνει λεν στην πόλη το πλοίο των τρελών, ένα ενεννηντάχρονο σκαρί που αναβιώνει μια παλιά παράδοση, θεατρική. Τεράστιες, ανώνυμες γέφυρες θα τους οδηγήσουν με αγάπη στην ακτή. Το συμβάν, λένε θα αποτελέσει αντικείμενο θεατρικής αναπαράστασης. Το πλήθος θα συρρεύσει συγκινημένο.

(αναδημοσίευση από 24γράμματα) 

25 Απριλίου 2016

Στον αναλληματικό τοίχο ...




























[Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου, 21.04.2016 09.11]

Στον αναλληματικό τοίχο σωρεύονταν οι θρυμματισμένες πέτρες μολύβδου. Εκεί τις περιμένανε για να κριθούνε τα αντρικά, τα ξερά, τα σκασμένα και σκισμένα, τα απ’ τα δηλητήρια χρωματισμένα χέρια, τα συναρμοσμένα στα γυναικεία καμπουριασμένα σώματα που σκυφτά όταν δεν βλέπανε τις σκιές τους να γεννιούνται κι ανατολικά να τραβιούνται αργά και βασανιστικά μέχρι να σβήσουνε και ν’ απλωθούνε ένα με το σκοτάδι σώμα παρακαλούσανε να μην τα σύγνεφα σε τοξική κατακρημνιστούνε βροχή.

Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ - Οι κόσμοι της πίστης μας [Απόστολος Θηβαίος]

Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ - Οι κόσμοι της πίστης μας.

Η αισθητική της ανατολικής, ορθόδοξης εκκλησίας αποτέλεσε ανέκαθεν ένα ζήτημα ουσιώδες, στοιχείο διαφοροποιητικό σε σχέση με εκείνα τα κριτήρια, τα οποία θέτονται από τη δυτική τεχνοτροπία. Μιλούμε για ένα ζήτημα, το οποίο πραγματώνεται έξω και πέρα από κάθε δογματική διαφορά. Θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί βεβαίως τον εξανθρωπισμό της θεϊκής αίσθησης, ως μία ποιοτική εναλλαγή ανάμεσα σε δύο, κατ΄ ουσίαν ολότελα διαφορετικούς κόσμους. Η θέση του ίδιου του Θεού, ο συσχετισμός με την ανθρώπινη ουσία ρεαλιστικοποιείται με ένα ξέχωρο τρόπο, ο οποίος σε τίποτε δεν έχει να κάνει με το ανατολικό πρότυπο. Η θέση της δύσης ανακτά έναν περισσότερο, πνευματικό χαρακτήρα με το ύφος και το πρόσωπο ετούτης της ανώτερης δύναμης, καθιστώντας τη βιωματική διάσταση λιγότερο ουσιώδη. Η καθολική διάσταση, όπως ακεραιώθηκε μες στην ιστορική πορεία, υιοθέτησε έναν χαρακτήρα σεβάσμιο, έθεσε και καθιέρωσε μια απόλυτη διάσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και την θεολογική του υπόσταση. Ίσως με τούτο τον τρόπο ερμηνεύεται η ιλιγγιώδης τεχνοτροπία των επαρχιακών ναίσκων στις ορεινές επαρχίες της Νορμανδίας που κρατούν πελώρια και αιχμηρή της ανεπαρκή γεωμετρία τους. Συνιστά προϊόν της ανθρώπινης ανάθεσης προς το υψηλότερο και το ανώτερο, δείγμα του ανεφάρμοστου εκείνου δεσμού, ο οποίος ρυθμίζει τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και το θεώρημά του. Πρόκειται για ένα είδος αδράνειας, -αν θα μπορούσαμε ποτέ να εκτιμήσουμε τον άνθρωπο και τη θέση του εμπρός σε ετούτη την αδράνεια- στην πραγμάτωση του θεϊκού οράματος. Και η πίστη που υπολείπεται μιας ανθρωπινότερης ουσίας δεν στέκει ικανή να αντικαταστήσει τα κενά σημεία, να αποκαταστήσει τη σχέση τρυφερότητας με την οποία προικίστηκε η ανατολική εκκλησία μες στην πορεία των αιώνων.
Η έννοια της ταπεινότητας, εκφρασμένη στις απόμερες βασιλικές και τις σκαμμένες σπηλιές των αναχωρητών στα υψηλότερα επίπεδα των Μετεώρων, η εγκοσμιότητα με την οποία οι μαρτυρικές μορφές περιβάλλονται, η ανθρώπινη αδυναμία εκφρασμένη από τον ίδιο τον φορέα της ανθρώπινης και θρυλικής αμεριμνησίας, όλοι τούτοι οι λόγοι, ακόμα και αν συνδέονται και με τους δύο κόσμους της προλογικής αναφοράς μας, εντούτοις πραγματώνονται με μια απίστευτη πληρότητα στην περίπτωση της ανατολικής ορθοδοξίας. Η τραχύτητά της έχει να κάνει περισσότερο με ένα υποδειγματικό και θαρραλέο, ώριμο τρόπο βίωσης της ανθρώπινης βεβαιότητας του θανάτου, παρά με την αποστασιοποιημένη θέση του Θεού εμπρός στα θεμελιωμένα μας πάθη. Και ίσως για τούτο η έκβαση της θρησκείας, όπως ακεραιώνεται στη θεσπισμένη εκκλησία μας εμπεριέχει ως βασικό κριτήριο το ξεπέρασμα του φόβου, την αποδοχή ενός χρόνου οριστικά κάθετου, άπειρου και αμετάκλητου, ικανού να υπομείνει τη θεραπευμένη πια παρουσία μας. Ο φόβος της ανατολικής εκκλησίας, αποκύημα της ίδιας της ανθρώπινης φύσης, ο τρόμος που στοιχειώνει τις μέρες και τις ευχές μας, μπορεί να γαληνέψει οριστικά μέσω ενός αισθητικού μέσου, μιας οδού βασισμένης στην ψυχική αναγκαιότητά μας. Και έτσι μαιρεύουν πια τα ανθρώπινα πάθη, γιατί υφίσταται ο ρυθμός και τούτος ανταποκρίνεται σε ένα εσωτερικότερο πεδίο, σε μια αισθητική δυναμική κοντύτερα στο συγκινησιακό βάρος που φέρουμε. Οι βλαστόμορφες μορφές των αγίων, οι εξαρθρωμένες αρθρώσεις τους, τα ισχνά σώματα των χρωστήρων βεβαιώνουν την αδυναμία μας και καθιστούν την αγιοσύνη, όχι προτέρημα των λίγων μα ένα κέρδος απόλυτα συνυφασμένο με μια συνεχή και συνεπή, μαρτυρική πορεία. Είναι άλλωστε στην ευθύτητα του βλέμματος των επί του τέμπλου αγίων, ετούτη η συνειδητή κατάφαση και ακριβώς σε αυτό το στοιχείο εντοπίζουμε την παρηγοριά, τη θέρμη που συνεπάγεται η τρυφερή παραδοχή εκ μέρους μας μιας εμπύρετης και οξείας αγωνίας. Η άποψη που θέλει την τελείωση και την πληρότητα βιώματα αδύνατα και για τούτο αμετουσίωτα στο σώμα της τέχνης, εδώ διαψεύδεται. Είναι ακριβώς η ανθρώπινη αδεξιοσύνη που παρηγορείται και υπομένεται από την πάντα τραχιά και λιπόσαρκη αισθητική της πίστης μας. Έτσι θα μπορέσουμε κάποτε να υπομείνουμε τις απειλητικές φαντασμαγορίες που υποκαθιστούν την επιπολαιότητα της φαινομενικά, στερεής ύπαρξής μας. Η διάκριση τούτη, η απόπειρα να απεικονιστούν τα αισθητικά όρια των δύο, διαφορετικών θεολογικά κόσμων δεν συνιστά παρά μια ανεπαρκή προσπάθεια να εκλογικευτεί το άρρητο αίσθημα που μας γεννούν οι προσεχείς μέρες. Προτού ολοκληρώσουμε την αδόκιμη, ετούτη τοποθέτηση ανακαλούμε τις διδασκαλίες της κινηματογραφικής θεωρίας και λογίζουμε τη θεατρικότητα των δύο θρησκειών, με τη σαφή διαβάθμιση ως τελετουργικές συλλήψεις. Την υφολογική αμηχανία έρχεται να καταλαγιάσουν οι φυσικές κινήσεις, ορίζει η σχετική θεωρία και έτσι επιτρέπει την αναγωγή του αξιώματός της στο επίπεδο της φυσικής, όσο και βαθιά ανθρώπινης εκτίμησης των μύχιων φόβων μας, καθώς πραγματώνεται η τελευταία από την ουσία του δόγματος της ανατολικής, ορθόδοξης εκκλησίας. Η πίστη, πέρα ακόμα και από τούτη τη διάκριση παρέχει στις ανθρώπινες απειλές ένα όνομα για να υπάρχουν, ένα πρόσωπο για να μετρηθούμε εμείς οι ίδιοι με την απανθρωπιά τους, παραφράζοντας τον Χαλκιδαίο Γιάννη Σκαρίμπα. Τελειώνοντας, μνημονεύουμε το «Ελεύθερο Πνεύμα» του Θεοτοκά και τη θέση του περί ενός έθνους λιγότερου δογματικού, λιγότερο προσκολλημένου στις αξιωματικές θέσεις της πίστης. Ετούτη η θέση δεν μπορεί παρά να αφήνει μια ευκαιρία στην καλλιτεχνική ευαισθησία, τη μόνη ρεαλιστική πραγμάτωση του δόγματος δηλαδή, προκειμένου να επιβεβαιώσει τη δυναμική της θέση στον καθορισμό του είδους της πίστης μας, των παθών μας, της παράδοξης ζωής μας που καίγεται και εφεξής θα ονομάζεται πια απελπισία και βασίζεται πρώτιστα σε μια διάσταση αισθητική.


24 Απριλίου 2016

ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ [Απόστολος Θηβαίος]



ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ

Τον είχαν για χαμένο τόσα χρόνια. Δεν είχαν μάθει τίποτε για εκείνον. Και ρώτησαν, πάσχισαν, στάθηκαν σαν σιδεριές, ακίνητοι με όλους τους καιρούς, κάτω στο λιμάνι. Μήπως κανείς ήξερε, μην έμαθε κανείς τίποτε, μία πληροφορία, αν ζει ή αν πέρασε σε αιώνιες, πια μονές. Μάταια. Κανείς δεν είχε υπόψη του το παραμικρό. Μόνο κάτι σκόρπιες ειδήσεις για έναν που του έμοιαζε στο Καράκας ή μετά στην Παταγονία, ότι εκεί αγόρασε γη και ζει πια με την οικογένειά του, ευτυχισμένος, μακριά από την Κόρινθο. Όλα ετούτα δημιουργούσαν βέβαια μια κάποια αισιοδοξία, όμως ύστερα που γύρναγαν στο έρημο σπίτι, λησμονούσαν τη χαρά τους γιατί σε όλες τις γωνιές και τα δοκάρια και έξω πάλι στους κήπους, μαύρο σκοτάδι και απαίσια πουλιά, τα σκιερά πουλιά της λήθης. Ένας εκκωφαντικός ήχος, αργός, να μετράει τις μέρες και τα χρόνια και εκείνους που φεύγουν ένα κάποιο απόγευμα, όταν όλος ο τόπος φλέγεται από τη θέρμη και τα παιδικά παιχνίδια. Ο χειμώνας στο συνοικισμό είναι βαρύς, σκληρός, αργός χειμώνας. Και το παιδί εχάθη πια στις μακρυσμένες θάλασσες και ίσως να έδωσε μια λάθος απάντηση και ίσως να πνίγηκε και να έχει τώρα κοράλλια μες στα μάτια και γύρω από τα μαλλιά του ή πάλι να αγάπησε ένα θαλασσινό κορίτσι, καθώς εκείνα που λεν πως ζουν στα σπουδαία βάθη. Γέρασαν. Οι συγγενείς τους συμβούλεψαν να τον δηλώσουν για νεκρό. Να αγοράσουν και ένα κενοτάφιο, να βάλουν εκεί μέσα μια καλή, ασημένια φωτογραφία από τον καιρό του στρατού που ήταν χρόνια εύθυμα. Ο πατέρας είχε σχεδόν πειστεί. Πήγαινε στο καφενείο, μέσα βαθιά κοντά στα ψυγεία και πνιγότανε στο κρασί ίσαμε αργά το βράδυ. Έπειτα καθώς πάντα στο εμπορικό λιμάνι της πόλεως που έχει ολόφωτες γερανογέφυρες και πλοία φορτωμένα με ξυλεία, καπνό και σίδερα. Ρωτά, χτυπιέται, έπειτα όσοι τον γνωρίζουν από τους φύλακες περπατούν μαζί του , τον αφήνουν και μιλά για τα βάσανά του, πρέπει να γυρίσει στη γυναίκα του, είναι γριά, η μοναξιά της είναι σκληρό και αδίσταχτο πράγμα. Πάντα γυρνά και κοιτά κατά τη θάλασσα, στο μακρινό, χερσαίο άνοιγμα του Ηραίου και σχεδόν τον αντικρίζει που γνέφει και είναι ολοκάθαρος, όπως τα σπίτια τις βορινές μέρες. Σέρνει τα βήματά του στο συνοικισμό, οι λιγοστοί ποδηλάτες που αναχωρούν για τα εργοστάσια κοντά στο στρατόπεδο τον χαιρετούν ή σαστίζουν που τον βλέπουν μια τέτοια ώρα. Είναι χάραμα και το πρωί είναι αβάσταχτο, γιατί θα πρέπει να σηκωθεί ξανά η σπαραχτική ελπίδα, σαν τις σημαίες των λεπρών στα απομακρυσμένα κάστρα. Είναι αβάσταχτο και θέλει πολύ να πεθάνει μια τέτοια ώρα. Η γριά απελπισμένη καίγεται εμπρός στα εικονίσματα, σαν απελπισία καίγεται και δεν θα αργήσει εκείνη η ώρα που θα συρθεί ως το λιμάνι και έτσι, ως ρωγμή βαθύτατη μες στο λιοπύρι θα προσμένει τα ποντοπόρα πλοία. Και εκείνο το μαχαίρι πάνω στο τραπέζι που κρατιέται, εκείνο το μαχαίρι που σκουριάζει, πώς ουρλιάζει η ψυχή του εμπρός στο μαχαίρι. Έτσι περνούν τόσοι χειμώνες και αλλάζουν τα φεγγάρια και το χρώμα των μαλλιών τους. Αργά το απόγευμα φάνηκε από το βάθος της οδού η μορφή ενός νεαρού άνδρα. Κρατήθηκαν από τα χέρια, σηκώθηκαν και τον κοιτούσαν που ερχόταν πελώριος και μυστικός ο άνδρας εκείνος. Λησμονήσαν τότε και το μαχαίρι και τη σκουριά και τον εκκωφαντικό χρόνο λησμόνησαν. Ο άνδρας ερχόταν και όλο ξεχώριζε η νεανική του όψη, το ισχνό του σώμα, καθώς τα σώματα όσων ταξίδεψαν πέρα από τους καημούς και τις τραχιές μέρες. Οι δυο γέροι, χρόνια έρημοι μες στο συνοικισμό, τον λησμόνησαν το γιο τους, συλλογίστηκαν εκείνον τον άνδρα που πλησίαζε σαν βροχή από μια άλλη γη και έτσι τρυφερά και ανθρώπινα στάθηκαν με τα «ιμάτιά τους ξεσκισμένα, με τις ψυχές κατάσαρκα να πάλλονται σαν πληγές αναβλύζουσες, με  τα αγκάθινα στεφάνια που κατέτρωγαν τις σάρκες τους.» Νύχτωνε στην Κόρινθο τότε που ο άνδρας ερχόταν και είχε μια βαθιά και ριζωμένη Άνοιξη ίσαμε πέρα, τα σκεπασμένα κτήματα του όρους Ζήρια. Οι εποχές που αλλάζουν καθώς το χρώμα των μαλλιών, οι στάχτες που πνίγουν τα σώματα. Άπλωσαν τα χέρια και τον αποκάλεσαν γιο τους. Ξερνούσε κόσμο ο συνοικισμός, κοπάδι ανθρώπινο κατέβαινε από τη γειτονιά του νοσοκομείου. Φαντάροι, κορίτσια των ναύλων, οι ιδρωμένοι ποδοσφαιριστές, αδέσποτα με λυτές σιαγόνες, βαριά οχήματα φορτωμένα στρατονόμους και παιδιά με ολάνθιστο το εφηβικό τους φύλλο. Τα μάτια της γριάς, βρώμικοι φεγγίτες, κλεισμένοι χρόνια, γύρω υγρασία από μεγάλα δάκρυα βροχής. Ο νεαρός άνδρας μύριζε βασιλικό και ζεστό ψωμί.

(αναδημοσίευση από 24γράμματα)

23 Απριλίου 2016

ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΝ - Μια ακολουθία του θείου μαρτυρίου [Απόστολος Θηβαίος]


ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΝ - Μια ακολουθία του θείου μαρτυρίου.

Όταν πια έφτασε ήταν ήδη αργά. Είχε ασθενήσει, είπαν, ήταν βαριά η αρρώστια του και δεν υπήρχε γιατρειά. Μάλιστα η Μάρθα είχε πάψει πια να θρηνεί και πίστευε πως τούτο ήταν, καθώς λένε θέλημα Θεού. Η Μαρία πάλι είχε απομείνει έξω από τον τάφο, ένα ταπεινό ανάχωμα και εκεί στεκόταν ολημερίς, προσευχόμενη για την ψυχή του αδερφού της. Εκείνος που θα κατέφτανε ειδοποιήθηκε για το χαμό του αδελφικού του φίλου και αισθάνθηκε έτσι για πρώτη φορά πως εμπρός Του προσμένει ο χαμός. Έκλαψε Εκείνος, έπεσε στο χώμα και άκουγε γύρω το θάνατο που τριγυρνούσε σαν άνεμος και σαν λύκος. Έκλαψε Εκείνος, είχε το πρόσωπό Του μες στα χέρια, σε κανέναν δεν μιλούσε. Κρατούσε βουβή και ασήκωτη τη θλίψη μέσα Του, προσδοκούσε το σταυρό, τα βάσανα, τα σίδερα που θα άνοιγαν το καινούριο, κάποτε φως, την καινούρια, ασίγαστη πηγή. Ήταν καλοί και αγαπημένοι φίλοι με τον Λάζαρο. Μα δεν απόρησε που ο εγκάρδιος σύντροφος της καρδιάς  εξαντλήθηκε και εχάθη από το πρόσωπο του κόσμου. Δεν λυπήθηκε παρά για τον εαυτό του τον ίδιο, διότι γνώριζε και κατείχε τη συνείδηση του μαρτυρίου ώσπου ολόκληρος να ακεραιωθεί μες στους καιρούς. Η Μάρθα χάρηκε που Τον αντίκρισε, καθώς εισερχόταν στην πόλη της Βηθανίας. Έτρεξε κοντά Του, Τον αγκάλιασε, έπειτα κοίταξε βαθιά στα μάτια Του και εννόησε το φόβο και την αγάπη και την τρυφερότητα που άρχεται από τα χέρια και φωλιάζει μες στις καρδιές και παρηγορεί. Διότι συλλογίστηκε η Μάρθα και σιγά, σχεδόν αθόρυβα πως έτσι τελειώνει επιτέλους η επιβίωση και στέκει η θλίψη μας αφετηρία της ζωής. Εκείνος την άκουσε, κράτησε το πρόσωπό της με τα ισχνά, απόκοσμα χέρια Του, η αφή συνιστά την πρώτη των ανθρώπων γλώσσα. Ντυμένες με την ντροπή και τη λύπη οι δυο γυναίκες πλησίασαν και έκλαψαν τρυφερά γύρω από Εκείνον. Ο ήλιος, ένα κομμάτι τσίγκος, μες στην ώχρα κρεμασμένος από τα μεγάλα σχοινιά του ουρανού  έπεφτε τώρα και θα πνιγόταν, η μέρα γερασμένη γυναίκα που στάθηκε για να πεθάνει. Οι δυο γυναίκες δεν μίλησαν, μόνο άφησαν τη λογική της απελπισίας, έτσι παράδοξη και οξεία, να ακμάσει, την άφησαν να καίει ετούτο το πολύτιμο που κρατούμε μες στους κόρφους μας.  Εκείνος θέλησε να απομείνει μόνος, είπε πηγαίνετε γυναίκες και πέρα η νύχτα έπεφτε μαύρη, μεγάλη πέτρα επάνω στα μάτια και έφεγγαν με έναν τρόπο φοβερό και αλλόκοτο όλα τα πράγματα και οι άνθρωποι και από τον τάφο αναδύονταν χελιδόνια. Μαύρη πόρτα έρημης, επαρχιακής εκκλησιάς η  νύχτα της πόλεως Βηθανίας. Ετούτο ήταν κάτι μοναδικό και ανεξήγητο και όλοι Τον αφήσαν μόνο να θρηνήσει και κλειστήκαν στα εβραϊκά σπίτια τους, προχωρώντας ένα ακόμη βήμα προς τη σοβαρή και αποφασιστική μέρα του θανάτου. Εκείνος δάκρυζε και εμπρός Του το βουβό σπίτι του θανάτου που είναι φτιαγμένο από χώμα και φωνές τρυγονιών που καίνε και σπαράζονται. Ζήτησε να μείνει δίχως τις γυναίκες. Ο νεκρός ήταν φρέσκος και το πένθος βαρύ γιατί ο Λάζαρος ήταν καλός και αγαπημένος άνθρωπος. Τώρα το στόμα και τα μάτια του κλεισμένα μπαλκόνια δίχως φως, τώρα πλήθος νυχτερινοί κήποι, αναβλύζοντες στο στόμα του νεκρού. Στις παλαιές δέλτους των συμβάντων πρόκειται να αναγραφεί  το σκοτάδι που συντρίβεται διά παντός και όλα τα φώτα του κόσμου αναμμένα έπειτα, γεροί, ολοζώντανοι πυρσοί. Η πίστη, η μουσική και ο λόγος χρειάζονται την υπομονή και την προσπάθεια. Ήταν έκτοτε προικισμένος με φτερά Εκείνος και θα έμπαινε μες στα σπίτια σαν ελπίδα, τέλειος και ολόκληρος και όλοι, ο Λάζαρος, η Μάρθα, εσύ, η Μαρία, άνθρωποι αθώοι ανάμεσα σε ανθρώπους και ρυθμούς. Παρέμεινε Εκείνος έξω στη νύχτα για πάντα με δυο ήμερα μάτια, ήσυχος σαν τα ενύπνια παιδιά, σαν την ειρήνη, σαν τον νεκρό της πόλεως Βηθανίας.


22 Απριλίου 2016

Ελλειπτικό [Ντέμης Κωνσταντινίδης]


Ελλειπτικό

Όσο περνά ο καιρός
τα λόγια σώνονται.

Ο κοσμάκης κατάπιε ρολόγια
που μετράν αντίστροφα.

Οι γόητες κατάπιαν 
τις γλώσσες τους.

Τα ράφια εξαντλήθηκαν
απ' τις εκπτώσεις.

Τα δοκιμαστήρια
αρνούνται τις πρόβες.

Κανείς δε βρίσκει 
νούμερο στα μέτρα του.

Στο τέλος όλοι τους
βρίζουν την Τύχη.

21 Απριλίου 2016

Ερωτηματικά - ΙΙ


γιατί ο ήλιος
κοσμεί με ιριδώσεις
τα βρομόνερα;

(12.04.2016)

20 Απριλίου 2016

To ρέμα της Πικροδάφνης




















Το ρέμα της Πικροδάφνης, μια πράσινη οφιοειδής λουρίδα γης, διατρέχει τους δήμους Ηλιούπολης, Αγίου Δημητρίου, Παλαιού Φαλήρου προτού, περνώντας στα σύνορα Παλαιού Φαλήρου και Αλίμου, εκβάλλει στο Σαρωνικό κόλπο, στο Έδεμ. Προέρχεται από ρέματα που εκκινούν από την περιοχή του Καρέα, συμβάλουν και σκεπάζονται προτού εισέλθουν στην περιοχή της Άνω Ηλιούπολης. Στην επιφάνεια βγαίνει στην Άνω Ηλιούπολη, στο ύψος της συμβολής των οδών Λαγκαδίων και Σαρανταπόρου, λίγες δεκάδες μέτρα από τη λεωφόρο Μαρίνου Αντύπα, στο σημείο που δείχνει η πρώτη φωτογραφία που ακολουθεί. Στο παρόν θα το ακολουθήσουμε φωτογραφικά από το σημείο αυτό μέχρι τις εκβολές του στο Σαρωνικό κόλπο. 

Δείτε και κατεβάστε το φωτογραφικό άλμπουμ εδώ ή εδώ

19 Απριλίου 2016

Απεργία;





























[λιμάνι Πειραιά, 17.04.2016 09.46]

Το ρολόι στο λιμάνι;
Τα πλοία για τα νησιά;
Ο άνθρωπος;

Γιάννης Παπαγεωργίου - Η κακιά στιγμή

























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό πεντηκοστό τέταρτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, τη συλλογή μικρών κειμένων / διηγημάτων με τίτλο: "Η Κακιά Στιγμή" του Γιάννη Παπαγεωργίου.


Τα πρόσωπα αυτού του βιβλίου δεν έχουν ονόματα, πατρίδες και ηλικία, δεν πιστεύουν σε κανέναν και σε τίποτα, ούτε στο θεό ούτε στο διάολο, ούτε περιμένουν κάποιον Μεσσία να τους σώσει. Είναι αταίριαστοι, μη κανονικοί, οριστικά λυπημένοι και γαμημένοι εξαρχής, με αβέβαια συναισθήματα και σκέψεις θολές. Δεν κάνουν σχέδια για το μέλλον, ούτε έχουν σοβαρές υποχρεώσεις. Ζουν την κάθε μέρα πιο πολύ από συνήθεια, σαν να ‘ναι η τελευταία, και λίγο από περιέργεια, μα πάντα για την ηδονή.
Και όταν συμβεί το αναπάντεχο – για όλους κάποτε φτάνει η κακιά στιγμή – δεν θα χάσουν το κέφι τους. Θα συνεχίσουν να τρέχουν και να παιζογελούν, να ερωτεύονται και να αγαπούν. Και να ελπίζουν πάντα σε έναν ευτυχισμένο θάνατο.

18 Απριλίου 2016

O ΚΑΙ Η [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


Ο ΚΑΙ Η

Τ΄ αριστερό μπράτσο του χρόνου
μες στο μανίκι της πρησμένης Σαρακοστής
παίρνει και μελανιάζει

Κι έτσι όπως συμβαίνει
στις αμφίσημες της Τραγωδίας εκδοχές

αφοσιωμένοι στις μικρές χαρές
καλπάζοντας τον πόνο
αναρωτιούνται φυσικά

Ποιος ήταν ο Οιδίποδας;
Γιατί η Αντιγόνη;


πάνω σε μια φωτογραφία / εικαστική σύνθεση του Θανάση Οικονομόπουλου

17 Απριλίου 2016

Πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις της ευλογιάς στο πέρασμα των αιώνων (Smallpox) [Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]



Πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις της ευλογιάς στο πέρασμα των αιώνων (Smallpox)

Η ευλογιά είναι μολυσματική ασθένεια που προσβάλλει αποκλειστικά τον άνθρωπο και προκαλείται από δυο ιούς, είτε τον Variola major ή τον Variola minor. Η ασθένεια είναι γνωστή και με τη λατινική ονομασία Variola, που προέρχεται από το λατινικό various, που σημαίνει "με στίγματα" (στη συγκεκριμένη περίπτωση τα εξανθήματα που εμφανίζονται με την ασθένεια. Προσβάλλει κυρίως τα μικρά αιμοφόρα αγγεία του δέρματος, του στόματος και του τραχήλου. Στο δέρμα, προκαλεί χαρακτηριστικά ερυθηματώδη εξανθήματα και αργότερα φυσαλίδες γεμάτες υγρό. Ο ιός V. major προκαλεί τη σοβαρή μορφή της νόσου με συνολική θνητότητα 30-35%. O V. minor προκαλεί πιο ήπια μορφή ευλογιάς, που σκοτώνει περίπου το 1% των προσβαλλομένων ατόμων. Οι μακροπρόθεσμες επιπλοκές από την μόλυνση με τον V. major συμπεριλαμβάνουν τις χαρακτηριστικές ουλές, συνήθως στο πρόσωπο, που απαντώνται περίπου στο 60-65% των επιζώντων. Λιγότερο συχνές επιπλοκές είναι η τύφλωση λόγω των εξελκώσεων του κερατοειδούς χιτώνα και η παραμόρφωση των άκρων λόγω της αρθρίτιδας και οστεομυελίτιδας που παρουσιάζονται περίπου στο 2-5% των περιπτώσεων.

Η ευλογιά πιστεύεται ότι άρχισε να προσβάλλει τον άνθρωπο περίπου το 10.000 π.Χ. Η εν λόγω ασθένεια προκαλούσε το θάνατο σε περίπου 400.000 Ευρωπαίους κάθε χρόνο κατά το 18ο αιώνα (ανάμεσα στους οποίους πέντε εν ενεργεία μονάρχες) και ήταν υπεύθυνη για το ένα τρίτο του συνόλου των τυφλώσεων. Το χειρότερο όμως είναι ότι ένα ποσοστό ανάμεσα στο 20-60% όσων προσβάλλονταν και πάνω από το 80% των παιδιών, πέθαιναν. Η ευλογιά ήταν επίσης υπεύθυνη για την κατάρρευση του πολιτισμού των Ίνκας καθώς και της αποδυνάμωσης της αυτοκρατορίας των Ατζέκων, όπως και για το θάνατο ενός πολύ μεγάλου αριθμού ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Ο αριθμός των θυμάτων ήταν τεράστιος και η εξάπλωση της ευλογιάς ταχύτατη γιατί η ασθένεια ήταν άγνωστη στην αμερικανική ήπειρο, αφού την μετέφεραν εκεί οι Ισπανοί κονκισταδόρες.




















Επιδημία ευλογιάς στην Παλαιστίνη: ένα αγόρι που καλύπτεται με φλύκταινες ευλογιάς. Φωτογραφία του 1922.

Κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα υπολογίζεται ότι η ευλογιά προκάλεσε 300-500 εκατομμύρια θανάτους. Στις αρχές της δεκαετίας του '50, υπολογίζεται ότι εμφανίζονταν περίπου 50 εκατομμύρια περιστατικά κάθε χρόνο σε παγκόσμια κλίμακα. Το 1967 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολόγιζε ότι εκείνη τη χρονιά 15 εκατομμύρια άνθρωποι προσβλήθηκαν από την ασθένεια και 2 εκατομμύρια πέθαναν. Μετά από επιτυχημένα προγράμματα εμβολιασμού κατά τη διάρκεια των 19ου και 20ού αιώνα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε την εξάλειψη της ευλογιάς το 1980. Μέχρι σήμερα, η ευλογιά είναι η μοναδική νόσος του ανθρώπου που έχει εξαλειφθεί πλήρως, ενώ είναι γνωστό ότι ο ιός της ευλογιάς δεν απαντάται ελεύθερος στη φύση. Ο ΠΟΥ, παρόλο που είχε εξαγγείλει την καταστροφή των τελευταίων γνωστών δειγμάτων του ιού, το 2002 αποφάσισε να τα διατηρήσει για ερευνητικούς σκοπούς, καθώς και για την περίπτωση που πιθανόν ξεσπάσει μελλοντική επιδημία. Τα δείγματα του ιού διατηρούνται σε δυο μόνο σημεία, στο Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (CDCC) στις ΗΠΑ και το Κρατικό Κέντρο Βιοτεχνολογίας του Κόλτσοβο, στη Ρωσία, όπου φυλάσσονται από στρατιωτική δύναμη ενός συντάγματος. Στο Κόλτσοβο παλαιότερα ο ιός της ευλογιάς είχε παρασκευαστεί και ως βιολογικό όπλο. 

Ευλογιά ανιχνεύτηκε στη μούμια του Ραμσή V, ο οποίος πέθανε στα 1157 π.Χ. Η ασθένεια βρισκόταν σε περίεργη σιγή σε διάφορες περιοχές του πλανήτη για πολλά χρόνια και σκότωσε μέχρι και τους αυτοκράτορες της Ιαπωνίας και της Βιρμανίας τον 16ο και 17ο αιώνα, μέχρι ότου να εξαλειφθεί, όπως ελπίζουμε, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.




















Η μούμια του Ραμσή του Β’ στο Αιγυπτιακό Μουσείο του Καΐρου. 

Περιγραφές της ευλογιάς εμφανίζονται ήδη από τις πρώτες Αιγυπτιακές, Ινδικές και κινεζικές γραφές. Η μούμια του Φαραώ Ραμσή Β’ η οποία ανακαλύφθηκε το 1898 και αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο Μουσείο του Καΐρου της Αιγύπτου, ο οποίος φέρεται να πέθανε από μια οξεία ασθένεια στην ηλικία των 40 ετών, το 1157 π.Χ., δείχνει ένα εντυπωσιακό εξάνθημα με κιτρινωπές φουσκάλες ή φλύκταινες οι οποίες ομοιάζουν τα μέγιστα με εκείνες της ευλογιάς. Οι φλύκταινες έχουν διαστάσεις 1 έως 5 χιλιοστά σε διάμετρο και βρίσκονται στο κάτω μέρος του προσώπου, το λαιμό, τους ώμους, τα χέρια και το κάτω μέρος της κοιλιάς και το όσχεο. Δεν φαίνεται εξάνθημα στο στήθος και το άνω τμήμα της κοιλίας, ενώ δεν αναφέρεται κάτι για τις παλάμες και τα πέλματα. Ο Donald R. Hopkins, υποδιευθυντής του Διεθνούς Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων στην Ατλάντα των ΗΠΑ, έλαβε στις 8 Νοεμβρίου 1979 ειδική άδεια από τον τότε Πρόεδρο Σαντάτ (Mohammad Anwar Al-Sadat) να συλλέξει και εξετάσει δείγματα από αυτή τη μούμια και να καθορίσει και απαντήσει επιστημονικά κατά πόσον ο Φαραώ Ραμσή Β’, πέθανε από ευλογιά. Η εξέταση με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο και μερικές άλλες ανοσολογικές και ιολογικές μελέτες μικροσκοπικών τεμαχίων του δέρματος στο σάβανο, δεν αποκάλυψε κάποια ένδειξη ή στοιχεία της ευλογιάς. Ωστόσο, δεδομένου ότι η λήψη ενός τέτοιου τεμαχιδίου από το δέρμα της μούμιας που να περιείχε μία ή περισσότερες από τις ορατές αλλοιώσεις δεν επετράπη από τους υπεύθυνους εκεί, τα αρνητικά αποτελέσματα δεν αποκλείουν υποχρεωτικώς το θάνατο του Φαραώ από ευλογιά.

Η νόσος ήταν παρούσα στην Ινδία για πολλές χιλιάδες χρόνια και απόδειξη αυτού είναι ότι προληπτικά μέτρα βρίσκονται σε μερικά Σανσκριτικά κείμενα, όπως στο Sacteya, που αποδίδονται στον Dhanwantari, το γιατρό των Θεών και της ιατρικής Αγιουρβέδα. Στη μυθολογία των Βραχμάνων, αναγνωρίστηκε ειδικός Θεός για την ευλογιά, ο Kakurani. Στην Κίνα, η ευλογιά ήταν γνωστή από το 1122 π.Χ. κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Τσου (Chou, 1122-255 π.Χ.). Ο Θουκυδίδης, ο Αθηναίος χρονικογράφος, περιγράφει ένα ξέσπασμα μιας ασθένειας με κάποια ομοιότητα με την ευλογιά που σημειώθηκε στην Αθήνα γύρω στα 430 π.Χ. Δήλωσε περαιτέρω ότι η αρρώστια άρχισε στην Αιθιοπία, εξαπλώθηκε στην Αίγυπτο και τη Λιβύη, και αργότερα έφτασε στην Αθήνα με πλοίο που προερχόταν από τη Βόρεια Αφρική και ελλιμενίστηκε στον Πειραιά. Ωστόσο πρέπει να τονίσουμε ότι οι ιστορικοί της ιατρικής έχουν αφιερώσει ώρες και χρόνο πολύ σχετικά με τη φύση του προαναφερθέντος λοιμού. Είναι εντυπωσιακό πάντως το γεγονός ότι η ευλογιά δεν αναφέρεται ούτε στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, κι ακόμα ούτε στην κλασσική ελληνική, συμπεριλαμβανομένων των γραπτών του Ιπποκράτη, ούτε τη ρωμαϊκή λογοτεχνία. Η ασθένεια που περιγράφεται από τον Ευσέβιο, ότι έλαβε χώρα στα 302 μ.Χ. στην Συρία, φαίνεται πιο πιθανό να ήταν ευλογιά. Ο Marius (532-596), ο Μητροπολίτης της Avenches, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη λέξη ευλογιά στο "Χρονικό" του στα 570 μ.Χ., αλλά δεν είναι βέβαιο ότι περιγράφει την ευλογιά, εφόσον δεν προχωρά σε αναλυτική κλινική περιγραφή της νόσου. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό ότι η ασθένεια που περιγράφεται από το Γαλάτη ιστορικό και χριστιανό επίσκοπο Γρηγόριο της Τουρ ή Τουρώνη (538-594 μ.Χ.) το 580 μ.Χ., η οποία ταιριάζει ικανοποιητικά με την περιγραφή της ευλογιάς, ήταν η ίδια που περιγράφεται από τον Marius δέκα χρόνια νωρίτερα.

Ο Πέρσης γιατρός Ραζής (Rhazes), ο οποίος στα 910 μ.Χ. έγραψε την πρώτη διαφορική διάγνωση και ικανοποιητική και λεπτομερή περιγραφή των συμπτωμάτων της ευλογιάς και ιλαράς στην κλασσική μονογραφία του ‘‘Πραγματεία για την ευλογιά και την ιλαρά’’, δήλωσε ότι η ευλογιά περιγράφτηκε από τον Γαληνό, τον δεύτερο ήδη αιώνα.





















Ο Ραζής (Abu Bakr Mohammad Ibn Zakariya Al-Razi) θεωρείται ως ο μεγαλύτερος γιατρός του ισλαμικού κόσμου. Ήταν επίσης διάσημος αλχημιστής και φιλόσοφος. Τα δύο πιο σημαντικά βιβλία του είναι το Kitab Al-Mansuri (Βιβλίο του Mansuri) το οποίο έγραψε για τον Πέρση ηγεμόνα του Ray ( μια πόλη κοντά στην Τεχεράνη του Ιράν, όπου ο Ραζής γεννήθηκε και επέστρεψε τα τελευταία χρόνια της ζωής του να πεθάνει) Mansour Ibn Ishaq Sampani, και το Kitab Alhawi (γράφτηκε από τους μαθητές του και τις σημειώσεις που κρατούσαν κατόπιν αιτήματος του Abol-Fazl Mohammad Ibn Al-Amid, στο οποίο αναφέρονται όλες οι πρόοδοι της ελληνικής, συριακής και ινδικής ιατρικής. Το έργο αυτό μεταφράστηκε στα λατινικά από τον Ferragut Ben Salem στο 1279. Σε όλα τα ιατρικά του συγγράμματα, ο Ραζής πρόσθεσε τα προσωπικά του σχόλια και γνώμες του. Όλη την περιουσία του την άφησε στους φτωχούς. Αρνήθηκε τη θεραπεία του καταρράκτη που τον τύφλωσε προς το τέλος της ζωής του λέγοντας: ‘‘Έχω δει αρκετά σε αυτό τον κόσμο’’. (Ραζής ή Al-Razi, σημαίνει αυτός που προέρχεται από την πόλη του Ray).

Ωστόσο, γενικά πιστεύεται ότι παρόλο που η ευλογιά ήταν διαδεδομένη στην Κίνα και την Ινδία κάπου 1.000 χρόνια πριν από την έλευση του Χριστιανισμού, η πρώτη καταγεγραμμένη επιδημία της ασθένειας αυτής συνέβη πιο δυτικά, στην Αραβία, κατά τη διάρκεια του έκτου αιώνα. 





















Η Κάαμπα στη Μέκκα. Η Κάαμπα το ιερό αυτό προσκύνημα των μουσουλμάνων σήμερα, σύμφωνα με τη μουσουλμανική παράδοση χτίστηκε από τον Αβραάμ, τον πατέρα του Ισαάκ και του Ισμαήλ , του οποίου απόγονοι είναι οι Εβραίοι και οι Άραβες, αντίστοιχα.

Το 570, ένας στρατός της Αβησσυνίας (Αιθιοπίας) ενισχυμένος με πολεμικούς ελέφαντες, υπό τις εντολές του Χριστιανού ζηλωτή Abraha Ashram από την Υεμένη, επιτέθηκε στη Μέκκα (που βρίσκεται στη Σαουδική Αραβία σήμερα) για να καταστρέψει την Κάαμπα (Kaaba) στην πόλη αυτή. Όπως αναφέρεται στο Κοράνιο, το ιερό βιβλίο των Μουσουλμάνων, ο Θεός έστειλε σμήνη πουλιών τα οποία έριξαν από ψηλά μεγάλο αριθμό από πέτρες πάνω στα επιτιθέμενα στρατεύματα που είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πληγές και φλύκταινες που εξαπλώθηκαν ταχύτατα σαν λοιμός μεταξύ των στρατιωτών. Τελική κατάληξη του παραπάνω γεγονότος ήταν, ο αποδεκατισμός του Αβησσυνιακού στρατού, ο Abraha έχασε τη ζωή του από την ασθένεια και έτσι η Κάαμπα σώθηκε από την επερχόμενη καταστροφή. Το έτος 570 μ.Χ., το οποίο είναι επίσης το έτος γεννήσεως του Μωάμεθ, του προφήτη του Ισλάμ, ορίστηκε από τους κατοίκους της Μέκκας ως το έτος του ελέφαντα. Οι ιστορικοί της ιατρικής ερμήνευσαν τον παραπάνω λοιμό ως επιδημία ευλογιάς, η οποία έφτασε στην Αραβία από την Αφρική. Η ευλογιά διαδόθηκε στη συνέχεια στη Βόρεια Αφρική και την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του έκτου, έβδομου και όγδοου αιώνα, από τους Άραβες εισβολείς.

Η ασθένεια εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αίγυπτο γύρω στο 570 μ.Χ., όπως καταγράφηκε από τον Aaron της Αλεξάνδρειας. Ο τελευταίος ήταν γιατρός που δραστηριοποιήθηκε στον έβδομο αιώνα και υπήρξε σύγχρονος του προφήτη Μωάμεθ. Τα έργα του μεταφράστηκαν στα αραβικά και συριακά και χρησιμοποιήθηκαν κάπου τριακόσια χρόνια αργότερα, από τον προαναφερθέντα Πέρση γιατρό, Ραζή. Έγραψε τριάντα βιβλία για ιατρικά θέματα και ήταν ο πρώτος συγγραφέας της αρχαιότητας που ανέφερε τις ασθένειες της ευλογιάς και ιλαράς.

Οι Άραβες κατέλαβαν την Τρίπολη το έτος 647, ενώ το 710 στην Ισπανία εισέβαλαν Μαυριτανοί μουσουλμάνοι από τη βορειοδυτική Αφρική. Οι Μαυριτανοί στη συνέχεια πέρασαν τα Πυρηναία και έφτασαν στη Γαλλία στα 731. Στις μεταφράσεις των αραβικών ιατρικών βιβλίων στα λατινικά, ο Κωνσταντίνος ο Αφρικανός (Καϊρουάν, 1017–Μόντε Κασίνο, 1087) χρησιμοποίησε τον όρο variola για την ασθένεια που περιγράφτηκε από τον Ραζή το 910. Η ευλογιά εισήχθη εκ νέου, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό, στην Ευρώπη από τους Σταυροφόρους που επέστρεφαν από τους πολέμους στην Ανατολή για την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους (1096-1291 ).





















Ο Massasoit και οι πολεμιστές του. Όταν οι Άγγλοι άποικοι εισήγαγαν την ευλογιά στο νέο κόσμο, οι κυριότερες εκεί φυλές συχνά καταστρέφονταν κυριολεκτικά από τη νόσο.

Νωρίς το δέκατο έκτο αιώνα, η ασθένεια εμφανίστηκε στη Μεγάλη Βρεττανία. Τον Οκτώβριο του 1562 η βασίλισσα Ελισάβετ Ι της Αγγλίας, σε ηλικία 29 ετών, επέζησε μιας επιδημίας ευλογιάς που την άφησε όμως φαλακρή και με μόνιμες παραμορφωτικές ουλές του προσώπου. Εν τω μεταξύ, οι σκλάβοι πλοίων μετέδωσαν την ευλογιά από την Αφρική προς τις Δυτικές Ινδίες το 1507 και στη συνέχεια σε ολόκληρη την Κεντρική Αμερική, με αποτέλεσμα οι ιθαγενείς Μεξικανοί να πληγούν σε μεγάλο βαθμό από τη μάστιγα. Πιστεύεται ότι κατά τη διάρκεια της επιδημίας ευλογιάς του χρονικού διαστήματος 1520 έως 1522, που ακολούθησε την κατάκτηση του Μεξικού από τους Ισπανούς κονκισταδόρες υπό τον Ερνάν Κορτές (Hernan Cortes) ο οποίος μάλιστα πήρε και τον βασιλεύοντα αυτοκράτορα των Αζτέκων Μοντεζούμα ως όμηρο, περίπου 3,5 εκατομμύρια Αζτέκοι Ινδιάνοι έχασαν τη ζωή τους λόγω της νεοεισαχθείσας νόσου. Ο Κορτές εισέβαλε στο Μεξικό με 500 άνδρες και 23 κανόνια, κουβαλώντας και εισάγοντας την ασθένεια από την Κούβα μέσω ενός μολυσμένου νέγρου που ανήκε σε έναν από τους αντιπάλους του. Περίπου πέντε χρόνια αργότερα, και η αυτοκρατορία του Περού, κάπου 2.000 μίλια νοτιότερα, επλήγη από ευλογιά. Η ασθένεια εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Βραζιλία το 1563 και προκάλεσε την εξόντωση ολόκληρων φυλών.





















Η συνάντηση του Ερνάν Κορτές με τον Μοντεζούμα.

Σήμερα, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η ευλογιά ανήκει οριστικά στο παρελθόν και την αντιμετωπίζουμε ως μέρος της ιστορικής μας περιέργειας η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αποκαλύπτει πολλές λεπτομέρειες. Έτσι, όπως ακροθιγώς σημειώσαμε παραπάνω, μια δραματική και περίεργη ιστορικά επίπτωση της ευλογιάς συνέβη κατά τη στιγμή της ισπανικής κατάκτησης του Μεξικού. Το 1519, ο Ερνάν Κορτές (Hernan Cortes, 1485-1547) και αρκετές εκατοντάδες τυχοδιώκτες έφτασαν στο Μεξικό φέρνοντας μαζί τους άλογα, σκυλιά, πανοπλίες, όπλα, σκόνη και φυσικά τον ιό της ευλογιάς. Οι επικεφαλής αξιωματούχοι Αζτέκοι και ο αυτοκράτοράς τους, Μοντεζούμα, έμαθαν για αυτή την άφιξη και τους παρακολουθούσαν στις περιπλανήσεις τους εκεί. Ο Κορτές και οι Ισπανοί κονκισταδόρες προχώρησαν προς την πρωτεύουσα. Οι κατακτητές, με την ανώτερη δύναμη πυρός που διέθεταν, κατέλαβαν την Τενοτστιτλάν, τη σημερινή Πόλη του Μεξικού. Αλλά τον Ιούνιο του 1520 οι Αζτέκοι ξεσηκώθηκαν σε μια επανάσταση η οποία οδήγησε τους Ισπανούς έξω από την πόλη. Το βράδυ που οι Αζτέκοι ανακατέλαβαν την πόλη τους, ξέσπασε επιδημία ευλογιάς. Τα αποτελέσματα αυτής πάνω στους ιθαγενείς, ήταν δραματικά και αποφασιστικά. Οι ??Αζτέκοι είδαν ότι οι Ισπανοί σε μεγάλο βαθμό δεν αρρώσταιναν ούτε πέθαιναν, αφού είχαν προφανώς, όπως καλά γνωρίζουμε σήμερα, αναπτυγμένο το ανοσοποιητικό τους σύστημα λόγω της προηγηθείσας έκθεσης στον ιό της νόσου στην Ευρώπη, και φυσικά γλύτωσαν από την επιδημία της ευλογιάς στην αμερικανική ήπειρο.






















Τον Απρίλιο του 1521, ο Κορτές ξαναγύρισε με ενισχύσεις και κατέλαβε εκ νέου την πόλη, τον Αύγουστο του 1521. Τότε βρήκε ολόκληρη την πόλη γεμάτη από πτώματα λόγω της ευλογιάς. Οι νικηφόροι Ισπανοί μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι κατέλαβαν το Μεξικό λόγω της ανώτερης δύναμης πυρός που διέθεταν, αλλά σίγουρα η επιδημία της ευλογιάς συνέβαλε γενναία στην τελική ήττα των ιθαγενών Μεξικάνων. Κατά το τέλος της κατάκτησης του Μεξικού και του Νέου Κόσμου, περισσότερο από το ένα τρίτο του συνόλου των αυτοχθόνων πληθυσμών, είχαν πεθάνει από ευλογιά. Οι εναπομείναντες και επιζώντες, υποδουλώθηκαν από τους Ισπανούς. Η κουλτούρα τους και όλα τα αρχεία τους καταστράφηκαν, νέα γλώσσα και νέα θρησκεία ήρθαν στην επιφάνεια, αντικαθιστώντας τις παλιές, για να μείνουν στη συνέχεια μόνιμα.





















Βρεττανίδες νοσοκόμες φροντίζουν ασθενείς με ευλογιά σε αυτή την απεικόνιση του δέκατου ένατου αιώνα. 

Κατά τη διάρκεια του δέκατου έβδομου και δέκατου όγδοου αιώνα, η ευλογιά προκάλεσε θανατηφόρα ξεσπάσματα και επιδημίες στη Βρεττανία. Κατά καιρούς και σε ορισμένες πόλεις, η θνητότητα της ευλογιάς δεν ήταν λιγότερο από το ένα έκτο του ποσοστού των γεννήσεων. Η βασίλισσα Μαίρη ΙΙ της Αγγλίας, πέθανε επίσης από ευλογιά το 1694 στην ηλικία των 32 ετών. Επιπλέον, η ασθένεια ήταν παρούσα στις περισσότερες μεγάλες πόλεις της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα, ενώ διαστήματα με επιδημίες σημειώνονταν σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Εκτιμάται, με τους μετριότατους υπολογισμούς, ότι η ευλογιά σκότωνε 400.000 ανθρώπους κάθε χρόνο και προκάλεσε περισσότερο από το ένα τρίτο όλων των περιπτώσεων τύφλωσης στην Ευρώπη στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Πέντε ευρωπαίοι βασιλεύοντες μονάρχες (Ιωσήφ ο I της Γερμανίας, Πέτρος ο ΙΙ της Ρωσίας, Λουδοβίκος ο XV της Γαλλίας, ο Γουλιέλμος της Οράγγης, και ο τελευταίος Εκλέκτορας της Βαυαρίας), υπέκυψαν σε αυτή τη νόσο κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα.

Η ασθένεια εμφανίστηκε στη Νότια Αφρική το 1713, μετά τη μεταφορά και εισαγωγή της στο Κέιπ Τάουν από την Ινδία. Στην Αυστραλία η ευλογιά έφτασε το 1789, αλλά η Νέα Ζηλανδία γλύτωσε μέχρι τον Απρίλιο του 1913, οπότε η νόσος εισήχθη στο Ώκλαντ από κάποιο μορμόνο ιεραπόστολο από τη Γιούτα. Στη Χαβάη η ευλογιά εισέβαλε γύρω στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Στην Ιαπωνία από την Κίνα, ‘εισήχθη’ πριν από τον όγδοο αιώνα, ταυτόχρονα με την εισαγωγή του Βουδισμού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι δεδηλωμένες επιδημίες ευλογιάς ήταν συχνές. Παρουσιάζονταν και επηρέαζαν περιστασιακά σε άλλοτε άλλο βαθμό σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού, κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα. Σε αντίθεση με τη Μεγάλη Βρεττανία όπου το 90% του συνόλου των περιστατικών συνέβηκε σε παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ετών, στις ΗΠΑ επλήγησαν Αμερικανοί όλων των ηλικιών. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας ευλογιάς που συνέβη στη Βοστώνη το διάστημα από τον Απρίλιο του 1721 έως το Φεβρουάριο του 1722, 5.889 περιπτώσεις με 855 θανάτους καταγράφτηκαν ανάμεσα στους 10.700 πολίτες αυτής της πόλης. Η ευλογιά, ωστόσο, συνέχισε να είναι μια μεγάλη μάστιγα μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών ακόμη και δεκαετίες μετά την εισαγωγή του εμβολιασμού από τον Τζέννερ. Ο άγγλος γιατρός Έντουαρντ Τζέννερ (1749-1823), είναι ο επινοητής του εμβολιασμού και θεωρείται ο πατέρας της επιστήμης της Ανοσολογίας. Πρέπει εδώ να τονίσουμε, ότι η ανακάλυψή του θεωρείται ότι έσωσε περισσότερες ζωές σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ανακάλυψη.





















Ο Edward Jenner εκτελεί τον πρώτο εμβολιασμό κατά της ευλογιάς (Gaston Melingue, λάδι σε καμβά, 1879).

Μια βίαιη επιδημία της νόσου αυτής παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια και μετά το γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870-1871. Αφορούσε κυρίως τους Γάλλους οι οποίοι δεν πίστευαν ένθερμα στην αναγκαιότητα του επαναληπτικού εμβολιασμού για συνεχή προστασία από τη νόσο. Έτσι ενώ ο γαλλικός στρατός έχασε 23.400 στρατιώτες εξαιτίας της ευλογιάς, ο γερμανικός στρατός αντίστοιχα είχε μόνο 278 νεκρούς από τη νόσο.


























Lord Thomas B. Macaulay (1800-1859), Εθνική Πινακοθήκη των Πορτραίτων (National Portrait Gallery). Λονδίνο.

Σε γενικές γραμμές αυτή η μεγάλη μάστιγα της ανθρωπότητας περιγράφτηκε καλύτερα από τον βρεττανό ιστορικό Lord Thomas B. Macaulay (1800-1859), ως "ο πιο φοβερός από όλους τους πρεσβευτές του θανάτου". Κάποια στιγμή αυτός ο μεγάλος ιστορικός έλεγε: ‘‘I would rather be poor in a cottage full of books than a king without the desire to read’’, τουτέστιν θα προτιμούσε να ήταν φτωχός σε ένα φτωχικό γεμάτο βιβλία, παρά βασιλιάς χωρίς την επιθυμία για διάβασμα! Πράγματι, δεν υπάρχει άλλη ασθένεια του παρελθόντος ή του παρόντος, που να οδήγησε στον όλεθρο, τη δυστυχία και την καταστροφή του παγκόσμιου πληθυσμού.

Η ευλογιά συνέχισε να παίζει σπουδαίο ρόλο στην αμερικανική ιστορία. Στην Πενσυλβάνια το 1763, οι Βρεττανοί διεξήγαγαν μια μάχη εναντίον των φυλών των ιθαγενών Αμερικανών, με επικεφαλής τον Pontiac. Ο βρεττανός αξιωματικός Sir Jeffrey Amherst, έχοντας επίγνωση της ευαισθησίας των Ινδιάνων στην ευλογιά, λέγεται ότι τους έστειλε κουβέρτες μολυσμένες με τον ιό της ευλογιάς!






















Σχετικό σκίτσο του Terry R. Peters.

Ο λόρδος Jeffrey Amherst ήταν γενικός διοικητής των βρεττανικών δυνάμεων στη Βόρεια Αμερική κατά τα διάρκεια των τελευταίων μαχών του λεγόμενου γαλλικού και ινδικού πολέμου (1754-1763). Κέρδισε πολλές μάχες και διεξήγαγε σημαντικές νίκες εναντίον των Γάλλων με σκοπό να αποκτήσει τον Καναδά για λογαριασμό της Αγγλίας οι οποίες βοήθησαν βεβαίως τα μέγιστα την Αγγλία να τεθεί επικεφαλής των αποικιοκρατικών δυνάμεων του κόσμου στο τέλος του Πολέμου των Επτά Ετών (1756-1763). Η γνωστή πόλη Amherst της Μασαχουσέτης, πήρε το όνομά του πριν ακόμα ονομασθεί Λόρδος, αν και οι κάτοικοί της είχαν άλλη γνώμη, και φυσικά το Κολέγιο Amherst, πήρε το όνομα της πόλης. Παρά τη φήμη του, το όνομα Jeffrey Amherst αμαυρώθηκε από κάποιες ιστορίες που έχουν σχέση με τις μολυσμένες κουβέρτες με ευλογιά που χρησιμοποιήθηκαν ως πολεμικά μικροβιακά όπλα εναντίον των Ινδιάνων της Αμερικής, όπως προαναφέραμε. Αυτές οι ιστορίες αναφέρθηκαν στο βιβλίο ‘‘Atlas of the North American Indian’’ του Carl Waldman. Ο Waldman γράφει σε ένα σημείο, σε σχέση με μια πολιορκία του Fort Pitt (Πίτσμπουργκ, Pittsburgh) από τις δυνάμεις του Pontiac κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1763, ότι ο αξιωματικός Simeon Ecuyer είχε εξαγοράσει χρόνο με την αποστολή κουβερτών και μαντηλιών μολυσμένα από ευλογιά στους Ινδιάνους που βρίσκονταν γύρω από το φρούριο, ένα πρώιμο χαρακτηριστικό παράδειγμα βιολογικού πολέμου, με τα οποία ξεκίνησε μια επιδημία ανάμεσά τους, κι ότι ο ίδιος ο Jeffrey Amherst είχε ενθαρρύνει αυτή την τακτική με επιστολή του προς τον Ecuyer. Βεβαίως, όπως όλες οι παρεμφερείς δύστροπες και ευαίσθητες ιστορίες, μερικοί άνθρωποι έχουν αμφισβητήσει αυτές τις ιστορίες, ενώ άλλοι τις πιστεύουν. Τα έγγραφα όμως που παρουσιάστηκαν κατά καιρούς μάλλον έβαλαν στη σωστή τους θέση τα πράγματα. Αυτές είναι εικόνες από μικροφίλμ από πρωτότυπες επιστολές οι οποίες γράφτηκαν από τον Amherst προς τους αξιωματικούς του κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1763, όταν οι Βρεττανοί πολεμούσαν στην ονομαζόμενη Εξέγερση του Pontiac. 























Βρεττανική καρικατούρα του 1802, από τον James Gillray, για τα αποτελέσματα εμβολιασμού εναντίον της ευλογιάς!

Ο Pontiac, ο επικεφαλής της Οτάβα, ο οποίος είχε ταχθεί με τους Γάλλους, ηγήθηκε μιας εξέγερσης ενάντια στους Βρεττανούς. Οι Ινδιάνοι εξοργίστηκαν από την άρνηση του Amherst να συνεχίσει τη γαλλική πρακτική της παροχής προμηθειών σε αντάλλαγμα για τη φιλία και βοήθειά τους και από την αγέρωχη γενικά βρεττανική στάση απέναντι στους Ινδιάνους και το έδαφός τους. Όπως λέει στο κείμενό του ο Waldman: ‘‘... Lord Jeffrey Amherst, the British commander-in-chief for America, believed ... that the best way to control Indians was through a system of strict regulations and punishment when necessary, not "bribery," as he called the granting of provisions…’’. 



















Τα έγγραφα που παρουσιάζονται εδώ είναι μικροφίλμ από τις επιστολές του Amherst και άλλα έγγραφα, που δημιουργήθηκαν από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το φιλμ όμως είναι δύσκολο να διαβαστεί και τα αντίγραφα ακόμα πιο δύσκολα. Μέσα σε αυτά τα γράμματα συζητούσαν επίσης τη χρήση σκύλων για να κυνηγήσουν τους Ινδιάνους με τη αποκαλούμενη "Μέθοδος των Ισπανών", την οποία ο Amherst εγκρίνει κατ' αρχήν, αλλά λέει ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί, διότι δεν υπάρχουν αρκετά σκυλιά προς τούτο. Σαν συμπέρασμα όμως οι ιστορικοί και ερευνητές καταλήγουν ότι τα γράμματα δεν βοηθούν αρκετά σχετικά με την εγκυρότητα των επιστολών και οι αμφιβολίες φυσικά για τις παραπάνω θεωρίες, παραμένουν. 




















Νεοϋορκέζοι στην ουρά για δωρεάν εμβολιασμό κατά της ευλογιάς τους μετά από δώδεκα περιπτώσεις που αναφέρθηκαν στην Πολιτεία. Απρίλιος 1947.

Η ευλογιά ήταν σίγουρα ενδημική κατά τη στιγμή της αμερικανικής επανάστασης. Ο στρατηγός George Washington, κατά σύμπτωση, είχε επίκτητη ανοσία στον ιό της ευλογιάς κατά τη διάρκεια της εφηβικής του ηλικίας που πέρασε στα νησιά Μπαρμπάντος. Ωστόσο ο ίδιος αναγνώρισε την αξία του εμβολιασμού των στρατευμάτων του και διέταξε την εφαρμογή του σε όλους τους στρατιώτες. Ο Ellis αποκάλεσε αυτή τη απόφαση, ως την πλέον σημαντική στρατηγική ενέργεια της στρατιωτικής του καριέρας. Η ευλογιά τελικά νικήθηκε από τα μέτρα ελέγχου της νόσου. Βεβαίως μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κανένας αποτελεσματικός ‘‘αντιμικροβιακός’’ παράγοντας. Επειδή η συχνότητα εμφάνισης της ευλογιάς μηδενίστηκε με την εφαρμογή του μαζικού εμβολιασμού, η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας προσπαθεί να εντοπίσει οποιοδήποτε καινούργιο κρούσμα ταχύτατα λαμβάνοντας παράλληλα όλα τα κατάλληλα μέτρα. Δεδομένου ότι έχουν κρατηθεί κάποια δείγματα του ιού σε ειδικά εργαστήρια, προκαλείται εύλογα η ανησυχία μήπως κάποια στιγμή αυτά αποκτηθούν και χρησιμοποιηθούν από τρομοκράτες εναντίον άγνωστων επί του παρόντος στόχων.

  
Βιβλιογραφία σχετικών παραθεμάτων και αναφορών 

Ελληνική
* Σχορετσανίτης Νικ. Γεώργιος: Η Ιστορία της Ισλαμικής Ιατρικής. ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις. 2011. Αθήνα.
* Τσιάμης. Κ., Λασκαράτος Ι.: Περιπτώσεις ευλογιάς στο Βυζάντιο. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής. 2002; 19(2): 179-186.

Ξενόγλωσση 

* Behbehani M. Abbas: The Smallpox Story: Life and Death of an Old Disease. Microbiological Reviews. 1983. 47(4): 455-509. 
* Ellis J.J.: His Excellency: George Washington. New York, N.Y. Knoff; 2005: 86-87.
* Waldman: Carl Atlas of the North American Indian (Facts on File Library of American Literature). Third edition. (February 1, 2009). Facts on File. N.Y. USA.