31 Ιανουαρίου 2012

Παρουσίαση των βιβλίων "Νίκη των Τετριμμένων" και "Ολιγόγραμμα ΙΙ"

Το δικαίωμα της Ποίησης στον αυτοσχεδιασμό [Ντόρα Bλάσση]



Το δικαίωμα της Ποίησης στον αυτοσχεδιασμό.


Τα φυσικά φαινόμενα πάντα αυτοσχεδιάζουν. Κι αν ένα τους στοιχείο είναι τόσο σταθερό, που ολόκληρο αυτό συνθέτει την ταυτότητα τους , πάντα το παραλλάσουν ή το πλαισιώνουν ένα σωρό αλλά στοιχεία , που το καθιστούν κάθε φορά διαφορετικό. Για παράδειγμα , η πόλη μας σήμερα περνάει τις ώρες της μέσα στη βροχή. Φυσικά , αυτό έχει συμβεί πολλές φορές και σημαίνει , πως τυλίγεται μέσα σε ένα γκρίζο ομιχλώδες φόντο ,ενώ βάλλεται αθόρυβα σχεδόν και στιγμές στιγμές έως και εκκωφαντικά , από βρόχινες στάλες. Έχει συμβεί όμως να είναι εξίσου βροχερή , ενώ στο βάθος παραμονεύει μισοκρυμμένο το μάτι του ήλιου. Άλλοτε πάλι ένα τόξο σημειώνει με τις αποχρώσεις του τον ουρανό και άλλοτε σφυροκοπείται από τον κατακλυσμό βυθισμένη μέσα στο έρεβος.


Ποιός είπε πως κάπως έτσι δεν είναι και η φύση της τέχνης ; Κατακλυσμιαία και αναπάντεχη , με χίλια πρόσωπα και χίλιες πλευρές ! Κι αν πράγματι συμφωνούμε , στο ότι η τέχνη της Ποίησης , έχει μια οικουμένη χαρακτήρες και πρόσωπα και ύφη , τότε είναι βέβαιο , πως είναι αναφαίρετο της δικαίωμα να τα αποκαλύψει μέσω του αυτοσχεδιασμού.


Τεχνικά , θα πρέπει βέβαια να ακολουθηθεί απλά και μόνο ο δρόμος που χαράζει η ίδια της η φύση. Το αίσθημα της στιγμής και κυρίως το ένστικτο είναι αυτό που θα πρέπει να ορίζει το ύφος και την εξέλιξη του κάθε αυτοσχεδιασμού και τίποτ' άλλο. Οποιοσδήποτε προγραμματισμός θα κατέστρεφε κάθε ενστικτώδη καλλιτεχνική αντίδραση.


Για να κάνω περισσότερο σαφή αυτή την πρόταση , πρέπει να επισημάνω ,ότι είναι γεγονός πως πολλά ποιητικά κομμάτια , συνθέτονται εντελώς αυθόρμητα και κάποια άλλα προκύπτουν μετά από μελέτη , η οποία μάλιστα είναι μεγάλης διάρκειας και εμπεριέχει ένα σωρό διαδικασίες ενδοσκόπησης ,ζύμωσης , αναπροσαρμογής , αναθεώρησης κτλ. Πιστεύω όμως ,ότι όποια διαδικασία και αν ακολουθήθηκε ώστε να προκύψει μια ποιητική σύνθεση, δεν αφαιρεί σε καμία περίπτωση το δικαίωμα στον καλλιτέχνη που το δημιούργησε , καθώς βέβαια και στους αναγνώστες ή σε άλλους καλλιτέχνες , να το "επανεκτελέσουν" αυτοσχεδιάζοντας στα σημεία τα οποία θέλουν. Η αρχική του μορφή δεν παύει φυσικά να υπάρχει , αλλά έχοντας ως βάση , ως θεμέλιο και σκελετό αυτήν , θα μπορούσαν να γεννηθούν ένα σωρό αυτοσχεδιασμοί , που θα έδιναν την ευκαιρία στο ίδιο το έργο να προχωρήσει περισσότερο αποκαλύπτοντας μια πλειάδα προσώπων , στοιχείων και πλευρών που προσεγγίζει καθένας με τη δική του ματιά , δηλώνοντας έτσι και ο ίδιος την προσωπική του αίσθηση.


Βεβαίως δεν είναι δυνατόν να είναι επιτυχημένοι όλοι οι αυτοσχεδιασμοί , αλλά ο σκοπός δεν είναι αυτός. Ο σκοπός είναι η απελευθέρωση της τέχνης από τον αυστηρώς καθορισμένο χαρακτήρα που έχει πάρει και ο οποίος καθιστά το κάθε έργο , το κάθε ποίημα , έναν οργανισμό ολοκληρωμένο πέρα από κάθε αμφιβολία , αλλά παρόλα αυτά καταδικασμένο να μένει αιωνίως δεμένο , με μια μόνο μορφή.


Προσωπικά θεωρώ πως αυτή η διαδικασία του αυτοσχεδιασμού θα είναι πολύ περισσότερο δημιουργική , αν εμπεριέχει περισσότερη αλληλεπίδραση ,αλλά αυτό θα προϋπέθετε συλλογική συνεννόηση ανάμεσα στους καλλιτέχνες , καθώς και την διάθεση να ριψοκινδυνεύσουν να μεταλλαχθεί η ολοκληρωμένη μορφή του έργου τους , το ύφος του , καθώς και το προσωπικό τους στίγμα και μάλιστα χωρίς να υπάρχει καμιά εγγύηση πως τα σημεία στα οποία θα αυτοσχεδιάσουν άλλοι καλλιτέχνες θα είναι ενδιαφέροντα. Όπως και να έχει όμως , είτε πετύχει , είτε δεν πετύχει ο αυτοσχεδιασμός , το βέβαιο είναι πως το αρχικό , το αυθεντικό ποίημα δεν παύει να υπάρχει και φυσικά η αξία του δεν μειώνεται ούτε στο ελάχιστο. Άλλωστε αυτού του είδους ο αυτοσχεδιασμός , δεν θα έχει κανένα νόημα , αν προηγουμένως δεν έχει αναγνωσθεί το αυθεντικό έργο.


Στα σημεία που γίνεται ο αυτοσχεδιασμός είναι δίκαιο ο καλλιτέχνης , είτε αυτοσχεδιάζει πάνω σε ένα δικό του έργο ,είτε στο έργο κάποιου άλλου , να έχει απόλυτη ελευθερία ως προς την δομή του αυτοσχεδιασμού του. Κανένας κανόνας δεν θα πρέπει να περιορίσει την ποιητική έκφραση .Για παράδειγμα ,αν ένα έργο είναι γραμμένο με συγκεκριμένο μέτρο , ρίμα κτλ , δεν σημαίνει πως και ο αυτοσχεδιασμός θα πρέπει να υπακούει σ' αυτά παρά μόνο εάν το θέλει ο καλλιτέχνης. Το ίδιο ισχύει και για τα ελεύθερα έργα. Ο αυτοσχεδιασμός μπορεί να είναι εντελώς κόντρα στην μορφή του αυθεντικού έργου , να συμφωνεί απολύτως ή να συμφωνεί σε ορισμένα σημεία τα οποία έχει επιλέξει ο καλλιτέχνης. Σχετικά τώρα με την έκταση των αυτοσχεδιασμών , υπεύθυνος είναι και πάλι ο καλλιτέχνης και μόνο εκείνος αποφασίζει πότε θέλει να ολοκληρωθεί ο αυτοσχεδιασμός ή αλλιώς το "σόλο" του. Η επιτυχία ή όχι ενός τέτοιου "σόλο" , δεν είναι ποτέ εξαρχής εξασφαλισμένη , αλλά έχω την αίσθηση ότι εξαρτάται από ένα σύνολο πραγμάτων που θα πρέπει να έχει υπόψη του εκείνος που τολμά να αυτοσχεδιάσει καθώς και από την ικανότητα του. Εξάλλου ήδη προϋπάρχει η γνώση του αυθεντικού έργου και βέβαια ο αυτοσχεδιασμός δεν είναι καθόλου άσχετος με αυτό. Ο εκάστοτε καλλιτέχνης αποφασίζει έχοντας πάντα ως θεμέλιο το αυθεντικό έργο , πόση διάρκεια θα έχει ο αυτοσχεδιασμός του καθώς και για όλα τα αλλά στοιχεία ,όπως η φόρμα σύμφωνα με την οποία θα αυτοσχεδιάσει .Λέγοντας φόρμα εννοώ τον τρόπο με τον οποίο θα αποφασίσει να κινηθεί. Για παράδειγμα, μπορεί να αποφασίσει να αυτοσχεδιάσει κρατώντας την ήδη υπάρχουσα φόρμα , διατηρώντας κάποια ρήματα ή ουσιαστικά ή μια- δυο λέξεις ή το γενικότερο νόημα του αυθεντικού έργου ή το πλήθος των νοημάτων του αυθεντικού έργου που εξυπηρετούν τον ίδιο ή τον εμπνέουν . Ο δημιουργός του έργου , πιστεύω πως δεν θα πρέπει να επεμβαίνει καθόλου στην διαδικασία αυτή.


Είναι δίκαιο , μια τέτοια εργασία , να γίνεται μόνο αφού έχει υπάρξει συμφωνία ανάμεσα στους καλλιτέχνες .Ο εκάστοτε δημιουργός θα πρέπει να ερωτάται πρώτα , αν επιτρέπει να γίνει αυτοσχεδιασμός σε κάποιο έργο του και εφόσον δίνει την άδεια του , τότε μόνο να προχωρά η διαδικασία και φυσικά να συμμετέχει σε αυτήν αν το θέλει. Έτσι είναι ασφαλέστερο , να μην αγγίζονται έργα δημιουργών που δεν βρίσκονται πια στην ζωή , κλασικά έργα κτλ. Το ζήτημα όμως αυτό , σίγουρα αντιτάσσεται σε ένα πλήθος προοδευτικών ιδεών , που υποστηρίζουν πως οι δημιουργοί ζουν μέσα απ' τα έργα τους και πως τα κλασικά έργα δεν αλλοιώνονται σε καμία περίπτωση από τον αυτοσχεδιασμό ,μια και είναι αιώνια.


Θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρον , η διαδικασία αυτή να γίνεται σε πραγματικό χρόνο και εντελώς αυθόρμητα , ειδικότερα όταν γίνεται με την μορφή συλλογικής προσπάθειας. Λέγοντας "συλλογική προσπάθεια" , εννοώ την προσπάθεια αυτοσχεδιασμών σε ορισμένα σημεία ενός έργου -με τέτοιον τρόπο βέβαια ώστε να μην κατακερματίζεται .Πάντως θα είναι πιο λειτουργικό το να κρατιέται διακριτικά ο αρχικός σκελετός και ο αυτοσχεδιασμός να έχει μια δομή, η οποία να υπακούει στην προσωπική βούληση του εκάστοτε καλλιτέχνη που αυτοσχεδιάζει- από περισσότερους από έναν καλλιτέχνες , οι οποίοι θα μπορούσαν ερχόμενοι προηγουμένως σε συμφωνία, να αυτοσχεδιάζουν σε διαφορετικά σημεία του έργου. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει και πολλαπλές "επανεκτελέσεις" , με "εναλλαγή" των προσυμφωνηθέντων σημείων ανάμεσα στους καλλιτέχνες .Το έργο που έχει "επανεκτελεσθεί" παρουσιάζεται γραπτώς πάντα μαζί με το αυθεντικό έργο. Στην περίπτωση , που η διαδικασία έχει γίνει σε πραγματικό χρόνο και ζωντανά , πράγμα που σημαίνει ότι οι αυτοσχεδιασμοί έχουν γίνει ακαριαία προφορικώς , είναι περισσότερο ωφέλιμο να παρουσιάζονται εκ των υστέρων και γραπτώς.


Πραγματικά το ζήτημα του αυτοσχεδιασμού , μπορεί να δώσει ένα πλήθος τρόπων συνεργασίας ανάμεσα στους δημιουργούς ,καθώς και ένα πλήθος ευφάνταστων τρόπων σύμφωνα με τους οποίους μπορεί να επιτευχθούν οι αυτοσχεδιασμοί , όπως επίσης και την ευκαιρία στην ίδια την ποίηση να γίνει πιο συλλογική .Μέσα από αυτή την διαδικασία , το έργο μπορεί πραγματικά να απελευθερωθεί , αλλά πρωτίστως ελευθερώνεται η καλλιτεχνική έκφραση , το ένστικτο εκείνο που μας οδηγεί στο να χτίσουμε , στο να τοποθετηθούμε ή ακόμα και να ξεκληρίσουμε , όπως επίσης και να αποκαλύψουμε , να φωνάξουμε τα χιλιάδες πρόσωπα που κρύβονται πίσω απ' το προφανές. Είναι ακόμα ένας τρόπος , ώστε να επικοινωνήσουν οι δημιουργοί , έχοντας μια βάση αμιγώς καλλιτεχνική. Οι "διάλογοι" τους αυτοί , θα μπορούσα να δώσουν ενδιαφέροντα ποιητικά αποτελέσματα και θα δημιουργούσαν ένα περιβάλλον εξαιρετικά πρόσφορο , ώστε να ευδοκιμήσει μέσα σ’ αυτό η αλληλεπίδραση και η ελεύθερη έκφραση.


Είναι μια διαδικασία , που έχω την αίσθηση πως καθιστά την ποίηση περισσότερο αναπάντεχη και κατοχυρώνει το δικαίωμα της στην απροβλεψιμότητα. Η τέχνη εμπεριέχει στα σίγουρα και την φύση. Μέσω αυτής της πρότασης , αισθάνομαι πως ζωντανεύει ολόκληρη η χλωρίδα και η πανίδα της, η οποία είχε ακινητιστεί , μέσα στο ποιητικό σύμπαν που θεμελιώθηκε επάνω στην λογική , ότι ένα έργο ποιητικό ζει , είναι ολοζώντανο , αλλά δεν μεταλλάσσεται ,ούτε μετεξελίσσεται νοηματικά ή μορφικά απ' την στιγμή που ο δημιουργός του το ολοκληρώνει , δεν αποκαλύπτει τις άλλες του , τις πιο κρυμμένες πλευρές και ότι η ποίηση δεν προκύπτει απ' την συνεργασία αλλά απ' την απομόνωση του καλλιτέχνη στο μέσα του στερέωμα. Και πράγματι έτσι είναι και όλα αυτά σίγουρα ισχύουν και αυτή είναι η απόλυτη και η πιο γνώριμη πλευρά της ποίησης. Αλλά δεν είναι μόνο έτσι και δεν είναι αυτή η μια και μοναδική πλευρά. Διαφορετικά , μιλάμε για μια τέχνη μονοδιάστατη. Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός ,ένας τέτοιος περιορισμός, στα σίγουρα δεν της αξίζει.


27 Ιανουαρίου 2012

Αλεξάνδρα Μαυρίδου - δύο ποιήματα


Εκκρεμές

Πάνω από τις στέγες των σπιτιών
Αιωρούμαι σε μια κούνια όλο μνήμες
Φθαρμένα απ' το αλάτι τα σχοινιά
Σκουριά, θάλασσα απύθμενη
Άναστρος φόβος ελλοχεύει
Τα μυστικά που ψιθυρίζει τ' αγνοώ
Κρατώ μόνο την αίσθηση
Της πτώσης την αιφνίδια υπεροχή


Αποχαιρετισμός

Νεκρή ζωή σιωπά σε γυάλινες προθήκες
Μια πεταλούδα ασάλευτη, είδωλο ψυχρό
Τα χάρτινα φτερά της όνειρα πολύχρωμα
Απολιθώματα μιας άνοιξης ανέμελης
Στης μνήμης τους ατέλειωτους χειμώνες


πηγή εδώ

26 Ιανουαρίου 2012

Julio Cortazar - Το κουτσό


Από την εισαγωγή:

Υπάρχουν στιγμές που δεν μπορώ να εκφράσω αυτό που θέλω με τη γλώσσα της πεζογραφίας και τότε με απόλυτη φυσικότητα καταφεύγω στη γλώσσα της ποίησης.

Ο άνθρωπος είναι το ζώο που παίζει […] Θα μου ήταν αδύνατο να ζήσω αν δεν μπορούσα να παίξω. Για μένα το γράψιμο αποτελεί μέρος του κόσμου των παιχνιδιών.

Πίνακας οδηγιών:

Το βιβλίο αυτό είναι με τον τρόπο του πολλά βιβλία, κυρίως όμως δυο.

Το πρώτο διαβάζεται όπως διαβάζονται συνήθως όλα τα βιβλία και καταλήγει στο κεφάλαιο 56, με τρία διακοσμητικά αστεράκια που ισοδυναμούν με τη λέξη Τέλος. Ο αναγνώστης μπορεί επομένως να απαλείψει χωρίς τύψεις αυτά που ακολουθούν.

Το δεύτερο διαβάζεται αρχίζοντας από το κεφάλαιο 73 και ακολουθεί τη σειρά που σημειώνεται στο τέλος κάθε κεφαλαίου. Σε περίπτωση που ο αναγνώστης μπερδευτεί ή ξεχάσει τη σειρά μπορεί να συμβουλευτεί τον ακόλουθο κατάλογο(*):
73-1-2-116-3-84-4-71-5-81-74-6-7-8-93-68-9-104-10-65-11-136-12-106-13-115-14-114-117-15-120-16-137-17-97-18-153-19-90-20-126-21-79-22-62-23-124-128-24-134-25-141-60-26-109-27-28-130-151-152-143-100-76-101-144-92-103-108-64-155-123-145-122-112-154-85-150-95-146-29-107-113-30-57-70-147-31-32-132-61-33-67-83-142-34-87-105-96-94-91-82-99-35-121-36-37-98-38-39-86-78-40-59-41-148-42-75-43-125-44-102-45-80-46-47-110-48-111-49-118-50-119-51-69-52-89-53-66-149-54-129-139-133-140-138-127-56-135-63-88-72-77-131-58-131.


(*) Προτεινόμενος τρόπος να ειδωθεί:
- 73
1
2-116
3-84
4-71
5-81-74
6
7
8-93-68
9-104
10-65
11-136
12-106
13-115
14-114-117
15-120
16-137
17-97
18-153
19-90
20-126
21-79
22-62
23-124-128
24-134
25-141-60
26-109
27
28-130-151-152-143-100-76-101-144-92-103-108-64-155-123-145-122-112-154-85-150-95-146
29-107-113
30-57-70-147
31
32-132-61
33-67-83-142
34-87-105-96-94-91-82-99
35-121
36
37-98
38
39-86-78
40-59
41-148
42-75
43-125
44-102
45-80
46
47-110
48-111
49-118
50-119
51-69
52-89
53-66-149
54-129-139-133-140-138-127
56-135-63-88-72-77-131-58-131

Σημ.
(α) το 55 λείπει σκόπιμα αφού επαναλαμβάνεται στο 133
(β) δεν υπάρχει τέλος ή μάλλον παρέχεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να αποφασίσει αν θέλει το τέλος στο 58 ή στο 131 κεφάλαιο.






25 Ιανουαρίου 2012

Ισίδωρος Πόσδαγλης - Πατριωτική Οικονομική Πολιτική- μέρος 2ο.

Απλώς συγκρίνοντας τους παρακάτω χάρτες της Ευρώπης:


- αυτόν του 1937, δλδ λίγο πριν το 2ο Π.Π. (1939-1945):


- αυτόν του 1970, δλδ της περιόδου μετά το 2ο Π.Π. και μέχρι τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και των: ΕΣΣΔ , Γιουγκοσλαβίας και Τσεχοσλοβακίας (μετα το 1989):


- αυτόν του 2000 στον οποίο απεικονίζονται τα σημερινά σύνορα της Ευρώπης (πριν την αποχώρηση και του Μαυροβουνίου από ό,τι είχε μείνει από τη Γιουγκοσλαβία και την απόσπαση του Κοσσόβου από τη Σερβία) :



με αυτόν ο οποίος σχετίζεται με το "βιβλίο" του 1952 του "Ισίδωρου Πόσδαγλη" (και έχει τη ναζιστική σφραγίδα!):


αντιλαμβάνεσαι ότι ο φαρσέρ που τα κοινοποίησε στο διαδίκτυο μπορεί να είναι καλός γνώστης της τεχνολογίας και της ψυχολογίας, αφού πάτησε ιδανικά στους μύθους που αναζητά ο νεοέλληνας-στρουθοκάμηλος για να καλυφτεί ο ίδιος, αλλά από ιστορία οι γνώσεις του είναι ελάχιστες.
Εναλλακτικά βέβαια δεν απαγορεύεται σε κάποιον να πιστεύει ότι κάποιος "Ισίδωρος Πόσδαγλης" είχε προβλέψει ή έστω γνώριζε κάπως, τo 1952 - την εποχή του ψυχρού πολέμου (σε μία δλδ καθόλα ανύποπτη στιγμή) όπου στη δυτική ευρώπη υπήρχε μόνον η "Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα" (των: Βέλγιο, Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο και Κάτω Χώρες), όχι μόνο ότι θα έπεφτε το ανατολικό μπλοκ, αλλά και τις ακριβείς συνέπειες στη διαμόρφωση των συνόρων (τα οποία στο εσωτερικό επίπεδο των ομόσπονδων κρατών: ΕΣΣΔ, Γιουγκοσλαβίας και Τσεχοσλοβακίας, οριστικοποιήθηκαν μετά το τέλος του 2ου Π.Π. και στον οποίο χάρτη σημειώνονται με διακεκομμένες γραμμές τα σύνορα του Κοσσόβου, που ήταν επαρχία της Σερβίας, αλλά όχι και της πάνω από το Δούναβη επαρχίας της Σερβίας στην οποία κατοικεί Ουγγρική μειονότητα και η οποία δεν ανεξαρτητοποιήθηκε).

Ανάγκη μύθων δεν έχουν βέβαια μόνο οι νεοέλληνες. Οι Αμερικάνοι (των ΗΠΑ), για παράδειγμα, κι επειδή ίσως νοιώθουν πολύ ισχυροί δε(ν) φοβούνται τόσο παγκόσμιες επιβουλές σκοτεινών συμφερόντων αλλά τους εξωγήινους. Είναι πασίγνωστο το πόσα γράμματα διαμαρτυρίας στέλνονται σε επιστημονικά περιοδικά κατηγορώντας τους ότι κρύβουν [εννοείται από δόλο] τα στοιχεία που αποδεικνύουν πως οι εξωγήινοι προσγειώνονται τακτικά στις ΗΠΑ [που αλλού;] και κινδυνεύουμε να καταλάβουν [αν δεν έχει ήδη συμβεί!] τον πλανήτη.
Στη νεοελληνική πραγματικότητα ο μύθος έχει να κάνει με την ανάγκη μας να ξέρουμε πως ό,τι συμβαίνει σε βάρος μας δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μακροχρόνιων σχεδιασμών διαπλεκομένων σε παγκόσμια κλίμακα συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων.
Δεν αμφισβητούμε βεβαίως ότι ο νεοφιλελευθερισμός και ο καπιταλισμός όπου βρίσκουν και κυρίως δημιουργούν, όταν οι συνθήκες ευνοούν, την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν αδιαφορώντας για τις συνέπειες στις κοινωνίες, το κάνουν γιατί αυτό ακριβώς ευαγγελίζονται, αλλά δε(ν) μπορεί να μην φταίει και να μη συναίνεσε σε αυτό μία κοινωνία, στην οποία η κοινωνική καταξίωση περνούσε από το άκοπο κέρδος, το αστέρι της Mercedes και τα τετραγωνικά της μεζονέτας για την απόκτηση των οποίων δανειζόταν υπέρογκα ποσά με αποπληρωμή σε βάθος πολλών δεκαετιών, υποθηκεύοντας τελικά το μέλλον της.

Δημήτρης Α. Δημητριάδης - τρία ποιήματα από τη συλλογή "Τα ηχεία του κινήτρου και της υποταγής"





Που θα πάει η δημοπρασία;
Φτάσαμε στους πάγκους.
Η παράγκα ξεπουλήθηκε.



Κλαίνε με λυγμούς κρυφά
όταν μονάχοι τους τις νύχτες μένουν
κόρες πλουσίων
έφηβοι φτωχοί
κλητήρες
τορναδόροι
όλοι στο βάθος μουλωχτοί τις νύχτες κλαίνε
επαναστάτες
χαφιέδες
και δάσκαλοι κλαίνε βαθιά
πρεζόνια
πόρνες
καλόγεροι και αστυνόμοι
κλαίνε με λυγμούς κρυφά
όταν μονάχοι τους τις νύχτες μένουν
κλάμα πνιχτό γεμίζει την πόλη τους.



Τίποτα δεν γλιτώνει
δεν επιζεί
δεν αντιστέκεται
τίποτα δεν μπορεί να μας πείσει πια
ούτε τα λόγια
ούτε το αίμα.


22 Ιανουαρίου 2012

Ο ποιητής Μίμης Φωτόπουλος.

Ισίδωρος Πόσδαγλης - Πατριωτική Οικονομική Πολιτική



Από το άρθρο του Λογοτεχνικού ηλεκτρονικού περιοδικού 24Γράμματα:
Το “χαμένο” βιβλίο του Ισίδωρου Πόσδαγλη και άλλα παραμύθια για μεγάλα (και ευήθη) παιδιά.


Επειδή υπάρχουν Έλληνες

- που διαβάζουν και πιστεύουν ότι ο Αριστοτέλης έγραψε: «Της των δε ενόντων ρευστήν δύναμιν, εις κραταιάν θέσιν ισοκλίνουσα παν εν τη δομή των σμικρών μορίων πλέγμα ουσίας μέγεθος έστι τάδε: η της μάζης πολλαπλότητα εν διαδοχή, δις, μετά μεγέθους τριών μυρίων μυριάδων τριπλών ποδών προς την μονάδα του χρόνου» που δεν είναι τίποτε άλλο από τη σχέση που συνδέει τη μάζα ενός σώματος με τη συνολική ενέργεια που περιέχεται σε αυτό και εισήχθη από τον Einstein στις αρχές του 20ου αιώνα στα πλαίσια της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας και αναφερόμαστε στην γνωστή Ε=MC2,

- που μόλις πριν 12-13 χρόνια θεωρούσαν ότι στο Χρηματιστήριο κάποιοι εγκατέστησαν μία μηχανή να μοιράζει εκατομμύρια,

- που σήμερα διαβάζουν και πείθονται ότι κάποιος εξειδικευμένος σε οικονομικές εκδόσεις οίκος (σ.σ Μπιστιρλής), ο οποίος μάλλον ήταν τόσο εξειδικευμένος που κανείς ποτέ πριν δεν τον ήξερε (σ.σ. σε καμία μηχανή αναζήτησης στο διαδίκτυο δεν βρέθηκε τίποτα σχετικό), στον οποίο εκδόθηκε το 1952 η «Πατριωτική Οικονομική Πολιτική» του Ισίδωρου Πόσδαγλη (που ω! τι σύμπτωση και για αυτόν δε θα βρείτε τίποτα «άλλο» «αλλού», εκτός φυσικά από τις βιβλιοθήκες, αν καταφέρετε και τρυπώσετε, των υψηλόβαθμων στελεχών, στις πολυεθνικές και στα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα), στην οποία «Πατριωτική Οικονομική Πολιτική» αποκαλύφτηκε το τι σχεδίαζαν για το μέλλον της Ελλάδας, αλλά και του Ευρωπαϊκού νότου (*) , σε βάθος πολλών δεκαετιών και που, προφανώς!, γνωρίζει μία συγκλονιστική επαλήθευση στις μέρες μας,

ε τότε ναι!, αυτά μας αξίζουν και χειρότερα.

(*) Μεταφέρουμε όπως τα διαβάσαμε σε διάφορα site που αναπαρήγαγαν το θέμα: «Όταν τα δανεισμένα κεφάλαια του διεθνούς καπιταλισμού βρεθούν στο όριο της απόδοσής τους τότε ακολουθεί μια απομείωση του Εθνικού Χρέους, που επιβάλλουν δια της βίας. Τότε θα επικαλεστούν την ανάγκη πλέριας συμμετοχής όλων των δανειστών, εννοώντας μ’ αυτά τα λόγια ότι πρέπει να πληρώσουν οι αποταμιεύσεις των εργατών, των αγροτών και του λαού. Κυλάνε έτσι το χρέος τους από το Κράτος που στέρεψε από απόδοση στο γόνιμο χωράφι του αγρότη για να πάρουν κι από εκεί κέρδη.[...] Όταν η Ευρώπη μετά τον Πόλεμο θα φτιάσει το Νόμισμα για να απορροφήσει τα λαϊκά κεφάλαια, τότες θα στραφούν προς την Ελλάδα να της κόψουν το Χρέος που θα της έχουν φορτώσει, με σκοπό να τραβήξουν από τους εργαζόμενους και τους αγρότες ότι θα έχουν μαζέψει από το τέλος του Πολέμου και μετά». (σελίδα 22)
«Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία και Ιταλία θα γίνουν στόχος του διεθνούς κεφαλαίου μόλις φτιάσουνε το Νόμισμα. Το άθροισμα των δικών τους χρεών – που με τέχνη και κόπο θα τους έχουν φορτώσει – θα ισορροπεί, θα αντιπροσωπεύει το Χρέος μιας ψευτο-ένωσης, ώστε να ισοφαρίζει τα κέρδη των Γερμανο-Γάλλων και των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους.». (σελίδα 24)


ΥΓ. Στο εξώφυλλο παραδεχόμαστε ότι έγινε πολύ καλή δουλειά. Υποθέτουμε βέβαια ότι βγήκε θαμπό γιατί ο ψηφιοποιητής θαμπώνει τα εξώφυλλα με βάση τη χρονολογία έκδοσης, αλλά ο σχεδιαστής, όπως έχει ήδη επισημανθεί και σε ανώνυμο σχόλιο σε άλλο site, ξέχασε ότι το 1952 δεν είχε καθιερωθεί ακόμα το μονοτονικό. Μια ματιά στη λέξη Οικονομική στο εξώφυλλο αρκεί.

Εδώ το δεύτερο μέρος.

20 Ιανουαρίου 2012

Οι 10 στρατηγικές χειραγώγησης των μαζών

«Οι 10 στρατηγικές χειραγώγησης των μαζών» κυκλοφορεί μαζικά στο Διαδίκτυο και αποδίδεται στον αμερικανό φιλόσοφο Noam Chomsky. Πρώτη δημοσίευση φέρεται να έγινε στη γαλλική αναρχική εφημερίδα Le GrandSoir.


1. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΣΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ
Το θεμελιώδες στοιχείο του κοινωνικού ελέγχου είναι η στρατηγική της απόσπασης της προσοχής που έγκειται στην εκτροπή της προσοχής του κοινού από τα σημαντικά προβλήματα και τις αποφασισμένες από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ αλλαγές μέσω της τεχνικής του κατακλυσμού συνεχόμενων αντιπερισπασμών και ασήμαντων πληροφοριών. Η στρατηγική της απόσπασης της προσοχής είναι επίσης απαραίτητη για να μην επιτρέψει στο κοινό να ενδιαφερθεί για απαραίτητες γνώσεις στους τομείς της επιστήμης, της οικονομίας, της ψυχολογίας, της νευροβιολογίας και της κυβερνητικής. «Διατηρήστε την προσοχή του κοινού αποσπασμένη, μακριά από τα αληθινά κοινωνικά προβλήματα, αιχμάλωτη θεμάτων που δεν έχουν καμία σημασία. Διατηρήστε το κοινό απασχολημένο, τόσο πολύ ώστε να μην έχει καθόλου χρόνο για να σκεφτεί - πίσω στο αγρόκτημα, όπως τα υπόλοιπα ζώα»
(απόσπασμα από το κείμενο: Αθόρυβα όπλα για ήρεμους πολέμους).

2. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΛΥΣΕΩΝ
Αυτή η μέθοδος καλείται επίσης «πρόβλημα-αντίδραση-λύση». Δημιουργείται ένα πρόβλημα, μια προβλεφθείσα «κατάσταση» για να υπάρξει μια κάποια αντίδραση από τον κόσμο, με σκοπό αυτός ο ίδιος να ορίσει τα μέτρα που η εξουσία θέλει να τον κάνει να δεχτεί. Για παράδειγμα: Αφήνεται να ξεδιπλωθεί και να ενταθεί η αστική βία ή οργανώνονται αιματηρές επιθέσεις που αποσκοπούν στο να απαιτήσει ο κόσμος νόμους ασφαλείας και πολιτικές εις βάρος της ελευθερίας. Ή ακόμα: δημιουργούν μία οικονομική κρίση ώστε να γίνει αποδεκτή ως αναγκαίο κακό η υποχώρηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και η διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών.

3. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΔΙΑΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Για να γίνουν αποδεκτά τα διάφορα απαράδεκτα μέτρα, αρκεί η σταδιακή εφαρμογή τους, λίγο λίγο, επί συναπτά έτη. Κατά αυτόν τον τρόπο επιβλήθηκαν τις δεκαετίες του ΄80 και ΄90 οι δραστικά νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (νεοφιλελευθερισμός): ανύπαρκτο κράτος, ιδιωτικοποιήσεις, ανασφάλεια, ελαστικότητα, μαζική ανεργία, μισθοί που δεν εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα, τόσες αλλαγές που θα είχαν προκαλέσει επανάσταση αν είχαν εφαρμοστεί μονομιάς.

4. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΒΟΛΗΣ
Ένας άλλος τρόπος για να γίνει αποδεκτή μια αντιλαϊκή απόφαση είναι να την παρουσιάσουν ως «επώδυνη και αναγκαία», εξασφαλίζοντας τη συγκατάβαση του λαού τη δεδομένη χρονική στιγμή και εφαρμόζοντάς τη στο μέλλον. Είναι πιο εύκολο να γίνει αποδεκτή μια μελλοντική θυσία απ' ό,τι μία άμεση. Κατά πρώτον επειδή η προσπάθεια δεν καταβάλλεται άμεσα και κατά δεύτερον επειδή το κοινό, η μάζα, πάντα έχει την τάση να ελπίζει αφελώς ότι «τα πράγματα θα φτιάξουν στο μέλλον» και ότι οι απαιτούμενες θυσίες θα αποφευχθούν. Αυτό δίνει περισσότερο χρόνο στο κοινό να συνηθίσει στην ιδέα των αλλαγών και να τις αποδεχτεί με παραίτηση όταν φτάσει το πλήρωμα του χρόνου.

5. ΑΠΕΥΘΥΝΣΗ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ ΣΑΝ ΑΥΤΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Η πλειονότητα των διαφημίσεων που απευθύνονται στο ευρύ κοινό χρησιμοποιούν λόγο, επιχειρήματα, προσωπικότητες και τόνο της φωνής, όλα ιδιαίτερα παιδικά, πολλές φορές στα όρια της αδυναμίας, σαν ο θεατής να ήταν μικρό παιδάκι ή διανοητικά υστερημένος.Όσο περισσότερο θέλουν να εξαπατήσουν το θεατή τόσο πιο πολύ υιοθετούν έναν παιδικό τόνο. Γιατί; «Αν κάποιος απευθύνεται σε ένα άτομο σαν αυτό να ήταν 12 χρονών ή και μικρότερο, αυτό λόγω της υποβολής είναι πολύ πιθανό να τείνει σε μια απάντηση ή αντίδραση απογυμνωμένη από κάθε κριτική σκέψη, όπως αυτή ενός μικρού παιδιού» (βλ. Αθόρυβα όπλα για ήρεμους πολέμους).

6. ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ
Η χρήση του συναισθήματος είναι μια κλασική τεχνική προκειμένου να επιτευχθεί βραχυκύκλωμα στη λογική ανάλυση και στην κριτική σκέψη των ατόμων. Από την άλλη, η χρήση των συναισθημάτων ανοίγει την πόρτα για την πρόσβαση στο ασυνείδητο και την εμφύτευση ιδεών, επιθυμιών, φόβων, καταναγκασμών ή την προτροπή για ορισμένες συμπεριφορές.

7. Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΑ
Κάντε το κοινό να είναι ανήμπορο να κατανοήσει τις μεθόδους και τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο και τη σκλαβιά του. «Η ποιότητα της εκπαίδευσης που δίνεται στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις πρέπει να είναι η φτωχότερη και μετριότερη δυνατή, έτσι ώστε το χάσμα της άγνοιας μεταξύ των κατώτερων και των ανώτερων κοινωνικών τάξεων να είναι και να παραμένει αδύνατον να γεφυρωθεί» (βλ. Αθόρυβα όπλα για ήρεμους πολέμους).

8. ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΑ
Προωθήστε στο κοινό την ιδέα ότι είναι της μόδας να είσαι ηλίθιος, χυδαίος και αμόρφωτος.

9. ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΕΝΟΧΗΣ
Κάντε τα άτομα να πιστέψουν ότι αυτά και μόνον αυτά είναι ένοχα για την κακοτυχία τους, εξαιτίας της ανεπάρκειας της νοημοσύνης τους, των ικανοτήτων ή των προσπαθειών τους.Έτσι, τα άτομα αντί να εξεγείρονται ενάντια στο οικονομικό σύστημα, υποτιμούν τους εαυτούς τους και νιώθουν ενοχές, κάτι που δημιουργεί μια γενικευμένη κατάσταση κατάθλιψης, της οποίας απόρροια είναι η αναστολή της δράσης. Και χωρίς δράση, δεν υπάρχει επανάσταση.

10. ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΠ' Ο,ΤΙ ΑΥΤΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΟΥΣ
ΕΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ
Κατά τα τελευταία 50 χρόνια, η ταχεία πρόοδος της επιστήμης έχει δημιουργήσει ένα αυξανόμενο κενό μεταξύ των γνώσεων του κοινού και εκείνων που κατέχουν και χρησιμοποιούν οι κυρίαρχες ελίτ. Χάρη στη βιολογία, στη νευροβιολογία και στην εφαρμοσμένη ψυχολογία, το σύστημα έχει επιτύχει μια εξελιγμένη κατανόηση των ανθρώπων, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Το σύστημα έχει καταφέρει να γνωρίζει καλύτερα τον «μέσο άνθρωπο» απ' ό,τι αυτός γνωρίζει τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το σύστημα ασκεί μεγαλύτερο έλεγχο και μεγάλη εξουσία πάνω στα άτομα, μεγαλύτερη από αυτήν που τα ίδια ασκούν στους εαυτούς τους.

The Times They Are A-Changin’ [Bob Dylan – μετ. Γιώργος Ικαρος Μπαμπασάκης]



The Times They Are A-Changin’

Κόσμε ελάτε, συναχθείτε
Όπου κι αν περιπλανιόσασταν
Και παραδεχθείτε
Πως γύρω σας φουσκώνουν τα νερά
Θα σας μουσκέψουν ως το κόκαλο, για τα καλά
Κι αν θαρρείτε
Πως αξίζει να σωθείτε
Να κολυμπάτε αρχίστε τώρα
Αλλιώς σαν πέτρες θα βυθιστείτε
Ναι, τα νερά μανιάζουν
Οι καιροί αλλάζουν

Ελάτε συγγραφείς, ελάτε κριτικοί
Σεις που με την πένα προφητεύετε και τη γραφή
Τα μάτια σας διάπλατα ανοιχτά
Η ευκαιρία δεν έρχεται ξανά
Έγκαιρα φροντίστε η φωνή σας ν’ ακουστεί
Γιατί ο τροχός γυρίζει πάλι απ’ την αρχή
Και δεν μπορείς να ξέρεις ποιος θα σωθεί ή θα χαθεί
Γιατί ο χαμένος σήμερα αύριο θα ‘ν’ ο νικητής
Γιατί αλλάζουν οι καιροί

Ελάτε γερουσιαστές, ελάτε βουλευτές
Το κάλεσμα ακούστε το προσεκτικά
Μη στέκεστε άλλο στα κατώφλια τα παλιά
Μη φράζετε το δρόμο άλλο
Γιατί αυτός που τελικά θα πληγωθεί
Είναι αυτός που κωλυσιεργεί
Ξέσπασε και μαίνεται έξω η μάχη η σφοδρή
Σε λίγο θα τρίξουν τα παραθύρια σας
Θα γκρεμιστούν οι τοίχοι οι τρανοί
Γιατί αλλάζουν, ναι
Αλλάζουν οι καιροί

Μανάδες ελάτε, ελάτε πατεράδες τώρα
Ελάτε απ’ όλη τη μεγάλη χώρα
Κι ό,τι δεν καταλαβαίνετε, μην το κρίνετε στιγμή
Οι γιοι κι οι θυγατέρες σας δεν ακούνε πια
Καμιά σας προσταγή
Ο παλιός σας δρόμος πολύ γρήγορα γερνάει
Κι απ’ τον καινούργιο, λέω, βγείτε
Αν δεν ξέρετε καλά να τον ακολουθείτε
Γιατί αλλάζουν, ναι, αλλάζουν
Αλλάζουν οι καιροί

Η γραμμή έχει χαραχτεί
Κι ακούστηκε η κατάρα σαν ιαχή
Αυτός που σήμερα ξέμεινε πίσω
Αύριο θα είναι πια μπροστά
Όπως και το σήμερα
Αύριο θα είναι χτες ξανά
Η τάξη γοργά ανατρέπεται και ξεθωριάζει
Όσο ο νους σου δεν το βάζει
Και έσχατοι έσονται οι πρώτοι
Ναι, έσχατοι έσονται οι πρώτοι
Γιατί αλλάζουν οι καιροί
Ω, ναι, αλλάζουν
Αλλάζουν οι καιροί.

18 Ιανουαρίου 2012

Μάλλον υδράργυρος... [από τη «Νίκη των τετριμμένων» του Kώστα Σφενδουράκη]



Μάλλον υδράργυρος...
                                  
στον Γιώργο Πρίμπα
Τα ’χω χαμένα...

βρίσκομαι εδώ
χωρίς εμένα.


Γλώσσα ξυράφι
χωρίς φειδώ
πάνω μου γράφει:


Είσαι δικός μου,
είσαι ρωγμή
γυάλινου κόσμου


και θα ματώσω...
σε μια στιγμή
θα σε προδώσω!


Κοίτα πως βρέχει
μαύρη βροχή
σαν αίμα τρέχει.


Σχίζω τα μάτια
και την ψυχή
χίλια κομμάτια...


--------------------------

Δεν ξέρω πόσο δύσκολο είναι και μάλλον θα είναι πολύ, μια αφιέρωση να μεταφέρει και από τον τρόπο του αποδέκτη.
Ευχαριστώ από καρδιάς!

17 Ιανουαρίου 2012

Εκτός πορείας


Η παγωμένη
Επιφάνεια της λακκούβας
Και όχι το ξάστερο.

Στο περιρρέον
Που ασφυκτιά.

Εντός της πόλης
Πορείας εκτός.

Απουσία νηνεμίας
Ένα θρόισμα στολίδι
Στη μνήμη transistor
Με το Τρίτο στα FM.

Δημήτρης Ε. Σολδάτος – λήγω απ’ όλα


ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ



Μαζί μ’ εκείνους που πολέμησαν τον κατακτητή
Συνταξιοδοτήθηκαν και οι άλλοι
Που πολέμησαν για το κόμμα.
Ποιος θα τους κατηγορήσει
Επειδή δεν έκαναν αντίσταση
Στον φασισμό της ανάγκης;

Σους κουκουλοφόρους καταδότες όμως
Που συνταξιοδοτήθηκαν
Γιατί δήλωσαν αντιστασιακοί
Ποιος θα τους καταδώσει;
               
                * * *

Στο ταμείο δίπλα - δίπλα θα σταθούν

Ο καταδότης κι ο πατριώτης.
Και όταν ο ένας θ’ απλώσει την παλάμη
Να πάρει την ψωροσύνταξη,
Ο άλλος θα τον χτυπήσει
Φιλικά στον ώμο
Με το χέρι που θα λείπει…

Αν η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο,

Ένα άδειο πιάτο δεν τρώγεται με τίποτα.


διαβάστε το e-book σε ελεύθερη ανάγνωση εδώ


Η μνήμη των χεριών [Bαλάντης Βορδός]



Η μνήμη των χεριών

Σ' ένα ηλεκτρικό καλοκαίρι

με τα ηλεκτρικά σου γενετήσια χέρια
να ψηλαφούν στιγμές αιώνια πρόσκαιρες
... για να θυμάσαι μετά από χρόνια
αγγίγματα μυστικά
συνομιλίες πίσω απ' τα μάτια
που έβρεχε και σύ εκεί ήσουν
και δεν ήσουν, ένα βιαστικό αστέρι
ένα τοπίο βιαστικό, για να θυμάμαι
όχι ξεκάθαρα τη μορφή σου
μα την μνήμη των χεριών σου
που μ' άγγιξαν σ' ένα ηλεκτρικό καλοκαίρι

μια μικρή στιγμή να θυμάμαι
ανάμεσα στις ασήμαντα μεγάλες.

15 Ιανουαρίου 2012

«Αντίκτυπος Ουσίας»: Γεώργιος Βιζυηνός- Μάνος Χατζιδάκις, οι ορφικοί. [Απόστολος Θηβαίος]


Υπάρχουν εποχές και άνθρωποι, που εμπεριέχουν και δημιουργούν, αντίστοιχα, τομές. Δεν εννούμε εκείνες τις ανανεωτικές φωνές, οι οποίες εξαντλούνται μες στα όρια της εξειδίκευσης ή ακόμα λησμονούνται όταν αποδειχθεί πως τα «καλέσματά» τους συνιστούσαν ρηχές επαναλήψεις και λαϊκισμούς. Με τον όρο «τομή» ή «χάσμα» θα θεωρήσουμε τις φυσικές παρουσίες, τις ιδέες και τις επινοήσεις εκείνες, οι οποίες επιφέρουν μια ριζική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντικρίζουμε και βιώνουμε το καθημερινό αίσθημα. Με άλλα λόγια, η τομή στην οποία αναφερόμαστε αποτελεί ουσιαστική αλλαγή και «προχώρημα» όταν κατορθώνει να στρέψει το βλέμμα μιας εποχής προς άλλες κατευθύνσεις. Όταν επιβεβαιώνει δηλαδή μια ισχυρή ροπή προς το «νέο», εκείνο που δεν είχε ειπωθεί, εκείνο που δεν είχε βιωθεί ως συναίσθημα ή ως σκέψη. Η επιβίωση μιας νέας, λοιπόν τάσης μες στο χρόνο και η διαρκής επικαιροποίησή του συνιστούν εκείνα τα χαρακτηριστικά, τα οποία, περισσότερα ίσως από άλλα μπορούν να εδραιώσουν και να καταστήσουν το «νέο» καθημερινό και κοινά αποδεκτό. Τούτα ως πρόλογος, ως μια γενική και επιφανειακή, ίσως θεώρηση εκείνου που καλείται «νέο» και το οποίο τόσο σθεναρά στηρίχτηκε από δύο Θρακιώτες δημιουργούς, ξεχωριστούς για τη ζωή και το έργο τους, κορυφές ανάμεσα στους ξεχωριστούς.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στο χωριό Βιζύη ή Βιζώ της Ανατολικής Θράκης το 1849. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ελληνισμός εισέρχεται σε μια φάση αυθύπαρκτης παρουσίας στο παγκόσμιο σκηνικό, ξεπερνώντας αιώνες σκλαβιάς. Ετούτη η περίοδος, η οποία προσδιορίζεται κατά προσέγγιση από την εποχή της γέννησης του Έλληνα ηθογράφου θα αποτελέσει την απαρχή για την εγκαθίδρυση του νέου ελληνικού κράτους και την αυτονόμησή του από έναν τυρρανικό ζυγό, ο οποίος φρόντισε επί σειρά ετών να αποκλείσει κάθε πιθανότητα κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής εξέλιξης, περιορίζοντας το ελληνικό στοιχείο στα στενά όρια της επικράτειας, σε κλίμα αβεβαιότητας, φόβου και πνευματικής στειρότητας.  Ο Βιζυηνός αποτελεί γόνο μιας ιδιαίτερα φτωχικής οικογένειας. Η πορεία του κρίνεται αντιστρόφως ανάλογη των προοπτικών του, χάρη κυρίως στην πρωτοβουλία ικανών πρεσβύτερων. Εκείνοι θα δουν και θα αξιολογήσουν την έφεση του νεαρού Βιζηνού , ως ένα κατεξοχήν προσόν για την προαγωγή του. Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος ο Β΄επιμελείται προσωπικώς το νεαρό Βιζυηνό και του παρέχει τα απαραίτητα μέσα για την ολοκλήρωση σπουδών υψηλού επιπέδου.  Ο ίδιος κερδίζει την αποδοχή του από τους κύκλους των ελληνικών γραμμάτων, τόσο με τα εξαιρετικά, λογοτεχνικά δημιουργήματά του, όσο και με την γενικότερη ανανεωτική φωνή του. Αυτή που θα συνεισφέρει ώστε σήμερα ουδείς να μπορεί να αμφισβητήσει με οποιοδήποτε τρόπο την διηγηματική  δεινότητα αλλά και τη βαθιά, φιλοσοφική του γνώση. Το τέλος του τραγικό. Ο εγκλεισμός του στο ψυχιατρείο, η περιφρόνηση του έρωτά του από το νεαρό κορίτσι της αριστοκρατικής οικογένειας, η φρούδα μα δίκαιη εμμονή του να εισέλθει στους κύκλους των ακαδημαϊκών θα συνδράμουν στην κατάρρευσή του και τελικά στον πρόωρο και αναξιοπρεπή του θάνατο. Η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα  κρίνεται ως ξεχωριστή, όχι μόνο για τη λαϊκή ματιά με το συγκλοστικό και αλάθητο αισθητήριο αλλά και για τις λαογραφικές αναφορές, τις οποίες τόσο εύχημα παραθέτει μες στη διηγηματική δραστηριότητα. Η σημερινή μεταφορά τους στο θέατρο, το γεγονός πως ακόμα στέκουν κορυφές ανάμεσα στα είδη βεβαιώνει, δίχως καμιά άλλη επιχειρηματολογία την επιβλητική παρουσία του Γεωργίου Βιζυηνού στα ελληνικά γράμματα. Με το νέο ήθος που προτείνει, λειτουργεί σαν ανανεωτής της ελληνικής διηγηματογραφίας, ενώ καταπιάνεται με το κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που ενσωματώνει και βιώνει όλα τα πάθη και τις συντριβές του ελληνισμού. Ο Βιζυηνός με τη μορφή του έργου του αποδεικνύει και εφαρμόζει την προσωπική ηθική του. Μια ηθική, η οποία αναγνωρίζει στο λαϊκό αίσθημα τα πιο αγνά συστατικά εκείνου που καλείται σε όλες τις εποχές και σε όλους τους καιρούς, «ανθρωπιά.»
Ο Μάνος Χατζιδάκις, από την άλλη, μεταγενέστερος, δημιουργεί και αυτός  με τη σειρά του μια εκκωφαντική τομή στη νεοελληνική κοινωνία, συντάσσοντας ένα μουσικό λόγο, όπου το υπερέχον, λαϊκό αίσθημα αναδεικνύεται μέσα από τις φόρμες της πιο κλασσικής γνώσης. Γεννημένος στην Ξάνθη το 1925 ο Χατζιδάκις καταλύει κάθε περιορισμό στη μουσική και έπειτα στη σκέψη, διαμορφώντας μια τελειώς, προσωπική ματιά. Βλέμμα που δεν «ακούμπησε» μονάχα την τέχνη, μα προχώρησε για να αποκτήσει γρήγορα τις διαστάσεις μιας προφητικής παρότρυνσης προς τη συγκρότηση ενός νέου ήθους, μιας ελληνικότητας, η οποία ποτέ δεν αποτέλεσε καινοτομία, αλλά καλύτερα δισταγμό και λανθάνουσα ατομικότητα, δυτικοτραφή, ρηχή και ανέσπερη. Ο Μάνος Χατζιδάκις, ήδη από το περίφημο λόγο του σχετικά με το ρεμπέτικο, έκανε σαφή την πρόθεσή του να δημιουργήσει ένα πνευματικό υπόβαθρο, κατάλληλο να προσληφθεί από τη λαϊκή τάξη, αλλά και εξαιρετικά περιφρονητικό απέναντι στην ακαδημαϊκή κοινότητα ενός υπό μελέτη ελληνισμού, τον οποίο μήτε διδάσκονταν, μηδέ ένιωθαν μέσα τους οι Έλληνες. Και αν υπάρχει κάτι που μπορεί να αποδοθεί ως προσφορά συλλογική εκ μέρους του Χατζιδάκι  είναι, περισσότερο από τη μουσική του παραγωγή, η διατύπωση αυτής της ελληνικότητας, μιας αληθινής προέκτασης του ιστορικού παρελθόντος. Η αισθητική αγωγή που προτείνει περιλαμβάνει την ιστορικότητα ως έναν παράγοντα έγχρονο, ζωντανό και εξελίξιμο. Ο Χατζιδάκις συλλαμβάνει, εκπέμπει και διαμορφώνει, ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια από το θάνατό του όλα εκείνα τα ακριβή και δυσδιάκριτα στοιχεία που κατέστησαν το «ελληνικό» λαμπρό, ως πρότυπο συμπεριφοράς, καλλιτεχνικής δράσης και δημιουργικής ανατροπής.
Οι σύντομες και αντιστρόφως ανάλογες προς το μέγεθος και την προσφορά των δύο προσωπικοτήτων, αναφορές παρουσιάζουν ένα βασικό, κοινό στοιχείο. Τούτο δεν είναι άλλο από τη θρακική καταγωγή, τις ορφικές καταβολές. Δεν πρόκειται για μια βεβιασμένη επισήμανση, μήτε για μια παρατήρηση δίχως περισσότερο βάθος. Εκτίμηση πολλών συνιστά το γεγονός πως σε τούτη τη γωνιά του ελληνισμού, ετούτο το πολιτιστικό σταυροδρόμι, η μίξη διαφόρων, εθνολογικών κοινοτήτων συνέβαλε στη δημιουργία μιας πολυσυλλεκτικής, πολιτισμικής πραγματικότητας, όπου το νέο βρίσκει χώρο για να σπαρθεί, να ανθίσει και να δώσει καρπό, παρά τις φαινομενικές, πολιτικές και μόνο δυσλειτουργίες. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Θράκης κατά τον προηγούμενο αιώνα, λαμβάνοντας υπόψην τις μετακινήσεις των πληθυσμών αλλά και την αρμονική, τελικά συνύπαρξή τους αποτέλεσε ένα κληροδότημα για εκείνους που γνώριζαν και κατείχαν το τάλαντο των αισθήσεων.
Οι δύο προαναφερθέντες, λοιπόν δημιουργοί, ο καθένας από το δικό του μετερίζι και μες στη δική του εποχή, εξαργύρωσαν ετούτη την πραγματικότητα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν τίθεται σαφώς ζήτημα ελληνικότητας, αφού και για τους δύο, το στοιχείο αυτό εξηγείται και αναδεικνύεται πρώτιστα, ως οικουμενικό. Τόσο ο Βιζυηνός, όσο και ο Χατζιδάκις εστιάζουν στη διαμόρφωση ενός ήθους, νέου και ισχυρού, ενός ήθους, το οποίο μοιάζει να αφορά συλλογικά τον άνθρωπο, δίχως καμιά εμβάθυνση ή εξειδίκευση σε στοιχεία , όπως η καταγωγή. Είναι εθνικοί ακριβώς γιατί για αυτούς ο λόγος και η τέχνη κατέχουν ως πατρίδα τους τον άνθρωπο, εκείνον που ξεπερνά και στέκει πάνω από τόπους και τοπικιστικές ακαμψίες. Και το στοιχείο μιας κοινής αρχής εντοπίζουν και με ένα μαγικό τρόπο κατορθώνουν να το ανασύρουν από τα αβαθή της ελληνικής ψυχής.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός, σε όλα του τα έργα,  στηρίζει τη διηγηματογραφία του κυρίως στην απεικόνιση μιας πραγματικότητας, η οποία συνθέτει τα στοιχεία της εντόπιας σωσμένης ή βιούμενης παράδοσης από τη μια και από την άλλη  τους σιωπηρούς και άγραφους κανόνες που πρέπει να διέπουν τον «καινούριο», τον άνθρωπο ενός νέου αιώνα. Η συνύπαρξη παράδοσης και επικαιρότητας ισορροπούν με την πρόθεση του Θρακιώτη δημιουργού να καταθέσει μια προσωπική φιλοσοφία πολύ μακρινή και ξένη προς τη συμφεροντολογική προσέγγιση της αναδυόμενης ατομικότητας. Και το κατορθώνει. Με τη δημιουργία χαρακτήρων που αντέχουν στο χρόνο ακριβώς εξαιτίας ετούτων των προσόντων τους.
Την ίδια στιγμή ο Χατζιδάκις, με τις μουσικές του προτάσεις κατορθώνει να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της τέχνης του, εισάγοντας τον κλασσικό ήχο, με τα όργανα και τις συγχορδίες του ως περιφερειακό και υποστηρικτικό στην έγχορδη, ελληνική παράδοση. Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης κοσμεί την παγκόσμια, μουσική παραγωγή με τις ελληνικές επιρροές και τη μεταβυζαντινή προσέγγιση των ήχων. Μοιάζει κάποτε αναχρονιστικός, μα τούτο συμβαίνει στοχευμένα. Διότι ο Χατζιδάκις, όπως και ο Βιζυηνός δεν επιθυμούν απλά να σχηματοποιήσουν μια νέα, καλλιτεχνική πραγματικότητα, ξεκάθαρα ελληνική, μα ταυτόχρονα θέλουν να διατηρήσουν ζωντανή την παράδοση, όχι ως σπουδή, μα ως συναίσθημα. Πρώτιστα ως συναίσθημα. Και αν αγγίζουν το περιθώριο τόσο απροκάλυπτα, είτε με τη δημιουργία περσόνων είτε με τη μεταβίβαση στην αρμονία του λαϊκού, ρεμπέτικου τρόπου ζωής, τούτο το πράττουν για να δικαιολογήσουν και να καταστήσουν το «ελληνικό» και πάλι «οικουμενικό», ανασύροντας την ταυτότητά του μες από τα συντρίμια και τα σίδερα της δυτικής, αθρόας εισαγωγής «οικοδομικών υλικών.» Οι δυο τους καθορίζουν τον καινούριο, ιστορικό χρόνο, τον ελληνικό.
Δεν θα αποπειραθεί ο γράφων να επισημάνει τεχνικά στοιχεία των δύο δημιουργών. Ίσως γιατί τούτο συνιστά αντικείμενο χιλιοειπωμένο και ζήτημα, του οποίου η προσέγγιση απαιτεί μια εκτεταμένη ανάλυση μουσικής και λόγου. Μια τόσο εξειδικευμένη αναφορά δεν θα επιτρέψει στον αναγνώστη να διακρίνει την πρόθεση. Και αυτή δεν είναι άλλη από την ανάδειξη δύο καινοτόμων προσωπικοτήτων, οι οποίες με εργαλείο το λόγο και την αισθητική του ήχου κατόρθωσαν να μεταφέρουν απτή τη σύνθεση της «ελληνικότητας», έτσι όπως την προσέλαβαν ήδη από τον τόπο καταγωγή τους.
Ζήτημα αποφασιστικής σημασίας συνιστά το αισθητήριο των δύο δημιουργών, οι οποίοι διέκριναν πως η αναγκαία αλλαγή απαιτεί τη στροφή προς το λαϊκό συναίσθημα, μια και τούτο, επί σειρά αιώνων, ακόμα και μες στις πιο δύσκολες συγκυρίες κατόρθωσε να θρέψει τον καημό των ανθρώπων, να τους προσφέρει παρηγοριά, να τραγουδήσει τα πάθη τους, να τα κάνει γέλιο ή δάκρυ και να τα διασώσει στα στόματά μας σήμερα, όχι ως κάτι νεκρό και πεπερασμένο, μα ως ένα υλικό ζωντανό και πολύγωνο, ικανό ακόμα και σε τούτους τους καιρούς να μας υπενθυμίσει τον αντίλαλο περασμένων αιώνων, να μας συνεφέρει και να μας κατευθύνει σε τούτα τα ανεξέλεγκτα χρόνια.

08 Ιανουαρίου 2012

Μια γνωριμία με το έργο του Ιωάννη Τσάμη - «ΤΕΧΝΗ ΛΑΪΚΗ» [Απόστολος Θηβαίος]




Η λαϊκή τέχνη, εκείνη που επιζεί μες στα ελληνικά σπίτια και εξελίσσεται, πέρα από μεθόδους εργαστηριακές, ενσωματώνοντας τους καημούς, τις ανησυχίες και τις πιο εσωτερικές αγωνίες των ανθρώπων, συνιστά ένα στοιχείο ελληνικό. Σηματοδοτεί και ορίζει σε όλες τις ιστορικές περιόδους την ελληνικότητα, έτσι όπως γίνεται αντιληπτή, ως αίσθηση και ως ιστορική διαδρομή. Συμπυκνώνει το αίσθημα μιας εποχής, την προσδιορίζει και δεν είναι λίγες οι φορές που τεχνίτες απλοί έχουν χαρακτηρίσει ολόκληρες εποχές με τη στάση, την άποψη ή το έργο τους
Κανείς πια δεν αμφισβητεί το λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχάλη, τον Λέσβιο, αυτοδίδακτο δημιουργό, ο οποίος ανέπτυξε την τέχνη του μες στο περιβάλλον της γενέτειράς του. Οι πολύχρωμες απεικονίσεις, η τομή που πραγματοποιείται ανάμεσα στη βυζαντινή τεχνοτροπία και την άφιξη των μοντέρνων, δυτικών τάσεων, η άντληση υλικού από την ελληνική ιστορία και μυθογραφία, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Διγενής Ακρίτας, ο Κολοκοτρώνης, ο Αθανάσιος Διάκος, δεσπόζουν μες στο έργο του Θεόφιλου. Δεν γυρεύει τα βαθιά νοήματα, δεν μελετά τα εσωτερικά, ψυχολογικά κίνητρα των ηρώων του. Τουλάχιστον όχι στοχευμένα. Ο Θεόφιλος διαποτίζει το έργο του με την αθωότητα μιας δημιουργικής αφέλειας, η οποία θεωρεί τον κόσμο στις ταπεινές, δυο διαστάσεις του, δίχως την ανάγκη για την ύπαρξη βάθους στις επιφάνειες. Ο Θεόφιλος, ένας κατεξοχήν λαϊκός ζωγράφος κατορθώνει να εισάγει στο έργο του όλη την ατμόσφαιρα της ελληνικής μυθιστορίας, να συγκινήσει και να ομορφύνει τις επιφάνειες και τα αντικείμενα. Και εκείνα στα αλήθεια ομορφαίνουν, γιατί το δημιούργημα της τέχνης είναι σε τούτη την περίπτωση καλό, με την έννοια του αγαθού και αληθινό, ως ειλικρινής έκφραση εντυπώσεων και συναισθημάτων.
Η αναφορά στο παράδειγμα του ζωγράφου Θεόφιλου αναφέρθηκε ως μια συγκλονιστική ένδειξη της δυναμικής που διατηρεί η απλή, ειλικρινής τέχνη, εκείνη που εκφράζει, όπως ο λόγος ή οι κινήσεις τις προθέσεις και τα συναισθήματα του δημιουργού και της εποχής. Άνθρωποι σαν τον Θεόφιλο, λοιπόν, ικανοί και άξιοι τεχνίτες για να τραγουδήσουν τις πιο τραχιές και απλές αγωνίες θα υπάρξουν πολλοί σε τούτο τον τόπο. Καλλιτέχνες με μια ορμή εσωτερική και ελληνική πρώτιστα, οι οποίοι στέκονται με έναν αξιοθαύμαστο σεβασμό, με τις αισθήσεις τους οξυμένες, παρακολουθώντας την οδοσήμανση του καιρού. Σε τούτη την κατηγορία εντάσσεται και ο Καλυβιώτης, ερασιτέχνης ζωγράφος Ιωάννης Τσάμης.
Πρόκειται περί μιας εξαιρετικής έκπληξης όταν διαπιστώνει κανείς τόσο την αισθητική του ανθρώπου αυτού, όσο και τη δημιουργική ποικιλία, την οποία παρουσιάζει το έργο του. Σχέδια με κάρβουνο, λαδομπογιά, αγιογραφίες με την ατέλεια ενός ανθρώπινου χεριού, οι οποίες όμως όχι μόνο δεν χάνουν τη θρησκευτικότητά τους, αλλά διατηρούν πιο έντονο το αυστηρό και καθαγιαστικό ύφος. Τα ημερολόγια του Τσάμη, καλαντάρια με θαυμάσιες συλλήψεις και απεικονίσεις των μηνών, αποδεικνύουν τη βαθιά γνώση που συνοδεύει τούτο τον τεχνίτη. Μια γνώση σφαιρική, μια προσέγγιση αντίστοιχη με εκείνη την οποία τόσο εύστοχα πραγματοποίησε ο Ηλίας Πετρόπουλος την εποχή του Μεσοπολέμου, διατηρεί ο Τσάμης, εντάσσοντας την «εθνική συνείδηση», αγγίζοντας τα περιθώρια των πραγμάτων μες στα σχέδια και τις αποχρώσεις των έργων του.
Η θρησκευτικότητα συνιστά ένα από τα θέματα του Τσάμη. Το θεϊκό, όπως και κάθε τι, μες στη ζωγραφική του, ταπεινώνεται στο ύψος του ανθρώπου, δεν αφορά πια μια ανέγγιχτη, δεσμευτική παράδοση, η οποία δεν θα εξελιχθεί και δεν θα «σπάσει» σε μια νέα και πιο επίκαιρη έκφανση. «Ο Άη Γιάννης ξυπνά και αντικρίζει δυο νέα παιδιά που κάνουν έρωτα σε ένα δέντρο και τούτο δεν είναι όμορφο και χριστιανικό», γράφει ο Ιωάννης Τσάμης σε κάποιον από τους πίνακές του. Και έτσι η θρησκευτική ευλάβεια, την οποία ως τέτοια μεταλαμπαδεύει και συσσωρεύει η βυζαντινή εκκλησία, αποκτά στο ζωγράφο από τη γη του Φενεού, μια νέα χρησιμότητα, αν ο δόκιμος τούτος όρος κρίνεται χρήσιμος. Ο νέος άνθρωπος, ο καινούριος, εκείνος που τρέφεται πια με νέες αγωνίες και επιδιώκει νέες προοπτικές, θέλει και τελικά το καταφέρνει να δει το υψηλό και άπιαστο να ταπεινώνεται εμπρός του, να υιοθετεί διαστάσεις ανθρώπινες και τούτο είναι μια επαναλαμβανόμενη τομή στα κατεστημένα τόσο της τέχνης όσο και της θρησκείας. Ο Τσάμης δεν λιγοψυχεί, τολμά και μπλέκει το ερωτικό με το χριστιανικό, ακολουθώντας εκείνο το δόγμα που επιβραβεύει τον αιρετικό, με την έννοια της καινοτομίας, τρόπο σκέψης, εκείνο που είναι τόσο ερωτικός και για τούτο το λόγο ανθρώπινος. Στον Τσάμη άνθρωπος και Θεός συναντώνται στους τόπους των ερώτων, στις απόλυτες εξάρσεις των σωμάτων. Ο άνθρωπος ενώπιον του έρωτα και του Θεού, δίχως να διαχωρίζονται τούτα τα μέσα. Ο Τσάμης ζωγραφίζει τον ίδιο Θεό, είτε πρόκειται για τον εκείνον που δίνεται στον έρωτα ή στο φόνο ή σε εκείνο που καλείται υπερβατικό. Πρόκειται για το Θεό των ανθρώπων, για εκείνον που τον θέλει ο άνθρωπος να ζει και να υπάρχει γήινος, χωματένιος μες στον ίδιο τόπο, στον παρόντα χρόνο.
«Γυναίκα δίχως πρόσωπο», «Στάλιν», με τα εξαίσια, γυάλινα μάτια, δοκιμές πάνω σε ασκήσεις του ρεμπέτικου, του λαϊκού, απεικονίσεις εσωτερικών χώρων, με εξαιρετικές, χρωματικές ακρίβειες. Τα πρόσωπα στα έργα του Τσάμη κατέχουν κάτι από τη ζωγραφική του Μπόντσογλου. Γυάλινα μάτια, θαμπά πρόσωπα, όχι στις γραμμές μα στο σύνολό τους, ως είδωλα παλαιών ανθρώπων.
Δεν πρέπει δε να λησμονήσουμε πως ο Ιωάννης Τσάμης δεν προχωρά σε μιμήσεις, αλλά καταπιάνεται με μια προσωπική θεματογραφία, η οποία κυριαρχείται από το ανθρώπινο στοιχείο. Η φύση δεν απουσιάζει από τα έργα του. Παρούσα, ως επισήμανση των καταβολών του καλλιτέχνη, υφίσταται διακριτική, σε δεύτερο ρόλο, ενώ εκείνο που κυριαρχεί είναι το πρόσωπο και οι εντάσεις του.
Σίγουρα πρόκειται για μία ζωγραφική με ενδιαφέρον και βάθος. Ο Ιωάννης Τσάμης συνεχίζει την παράδοση μιας επιφανειακής ζωγραφικής, της οποίας το ενδιαφέρον έγκειται στις προσωπογραφίες, τις συνθέσεις και τα άκρως ρεαλιστικά βλέμματα. Γυάλινα, ισχυρά, άλλοτε εφιαλτικά ή σκυθρωπά έλκουν αδιαμφισβήτητα την κοινή αισθητική. Το παρελθόν ενσωματώνεται στο παρόν του καλλιτέχνη και έτσι τίποτα δεν ζει λιγότερο από το όριο που επιβάλλει η έντασή του.
Ο Ιωάννης Τσάμης, γεννηθείς στην Αθήνα το Μάη του 1968, κατοικεί στην πόλη των «εθνικών», ενώ γενέτειρα και πατρίδα του αναγνωρίζει την αρχαία γη του Φενεού.

02 Ιανουαρίου 2012

Γη [Γιώργος Βέης]

Γη.

Έλα, είναι καθαρή ως πέρα η παραλία,
την ακούς, δεν την έχεις, απλώς σε αναγνωρίζει
θέλει να σου δείξει την έκπληξη τα καλά νέα
υπάρχει όπως οι βεβαιότητες των πλανητών

από εδώ μπορεί ν’  αρχίσει το ταξίδι λόγος
στους ορίζοντες του στήθους, στη μετώπη δάφνη
ορυζώνες, αφροί φιλόξενοι, κύματα σπονδών
στη στροφή ο Ινδικός, της Κένυας τα φώτα

η στεριά από στοργή, η άμμος από μάλαμα
γίνεσαι με το θαλασσινό νερό ο φύλακας
των μέτρων, των διαστάσεων, των ονείρων όλων

καθώς κομήτες θα συναντήσουν μόνο τη σκέψη
μας τη ώρα αυτή ∙ έλεος, η τύχη, η δόξα
είναι γεμάτη φως ακόμα η γλώσσα μας νησί.



(αντί επιμύθιου)


«Το ποίημα, καλέ μου, πρέπει να λέει μια ιστορία,
να έχει αρχή, μέση και φινάλε,
έναν έστω υποτυπώδη μύθο,
κάτι τέλος πάντων
που ν’ αφήνει τη γεύση μιας αφήγησης»,
μου έλεγε συχνά τα τελευταία χρόνια ο Γιάννης Βαρβέρης.
Κι είχε δίκιο όπως πάντα άλλωστε.
Το ποίημα συνιστά στο διηνεκές μια περιπέτεια,
μια παρατεταμένη σκιαμαχία με το ανείπωτο.

Γιώργος Βέης.

01 Ιανουαρίου 2012

Πίθος των Δαναΐδων.


Σύννεφο της δύσης
άστρο της αυγής
ποιο αίνιγμα να λύσεις;
ποιο ψέμα να δοθείς;

Ποια πεταλούδα πέταγμα;
ποιος έρωτας λυτρώνει;
ποια λησμονιά στα πέλαγα;
ποια μοναξιά ζυγώνει;

Σα Δαναΐδων πίθος
πού λέξεις να ειπωθούν;
σα Σίσυφου το πάθος
πού ποίμα να εκφραστούν;



(18 Μαίου 2010)

Σύντομη μονογραφία στην ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου [Απόστολος Θηβαίος]




Σύντομη μονογραφία στην ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου.



Η ποιητική κριτική, συστηματοποιώντας την παραδεκτή γνώση από την άσκησή της κατά τα προηγούμενα έτη, αλλά και αναζητώντας τρόπους και φόρμες για να εντάξει και να κατηγοριοποιήσει το λόγο, συχνά οδηγήθηκε στην καθιέρωση και την εφαρμογή ενός συστήματος κατάταξης των ποιητικών τάσεων βάση γενεών. Πρόκειται για ένα τεχνικό μέσο, το οποίο άλλο σκοπό δεν έχει παρά να διαχωρίσει τις ποιητικές φωνές, όχι τόσο βάση της θεματολογίας ή της στόχευσής τους, αλλά κυρίως με άξονα τις επιδράσεις που άσκησε η κάθε εποχή στο μεγάλο ή μικρό ποιητικό οικοδόμημα, στην ίδια την προσωπικότητά τους  ως ανθρώπους πρώτιστα και έπειτα ως καλλιτεχνικές υπάρξεις. Έτσι λοιπόν, δεν είναι λίγες οι φορές όπου απαντάμε κριτικές δοκιμές με σαφείς αναφορές στην περίφημη «γενιά του ‘30», όπως ονομάστηκε η τάξη των ποιητών, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν παραγωγικά κατά τη δεκαετία αυτή και έπειτα ή στη μεταγενέστερη γενιά του 1970, η οποία έλαβε ένα σπουδαίο κληροδότημα μα και φορτίο και χρίστηκε με την ευθύνη να εντάξει τον ελληνικό, ποιητικό λόγο στη νέα εποχή, εκείνη που χαρακτηρίζεται από το μοντερνισμό, τον άκρατο ρεαλισμό, την αστικοποίηση των οραμάτων.
Δεν είναι λοιπόν μονάχα ένα μέσο αρχειοθέτησης των ποιητικών πεπραγμένων και μια μέθοδος για συνολικές ερμηνείες, όσον αφορά τις βαθύτερες επιδιώξεις των ποιητών.  Ο διαχωρισμός των ποιητικών μορφών σε περιόδους και εποχές έρχεται ως προϋπόθεση, ως καίριο χαρακτηριστικό για το έργο και ως ερμηνεία στις στοχοθετήσεις του. Όλες λοιπόν αυτές οι γενιές θα ολοκληρωθούν πριν το ξέσπασμα των καταληκτικών φωνών, εκείνων της μεταπολιτευτικής περιόδου. Τότε διαπιστώνουμε την πρόοδο της κριτικής αλλά και το «προχώρημα» της ποίησης, θα ισχυριζόμασταν, εννοώντας την εξέλιξη ενός ακραία ανεπτυγμένου μέσου, το οποίο επηρέασε βαθύτατα όχι μόνο τις ανώτερες, πνευματικές  μειοψηφίες, μα ακόμα και τα λαϊκά στρώματα, συνιστώντας στίχο στο στόμα, συντροφικό τραγούδι στις αγωνίες των καιρών.
Η γενιά του 1970, δίχως αμφιβολία συνέβαλε αποφασιστικά στην απομυθοποίηση της ποιητικής λειτουργίας, έτσι ώστε το περιεχόμενό της να καταστεί προσιτό και οικείο στη νέα προβληματική που διατυπωνόταν για την ενδεχόμενη μοναξιά, τη δικαιολογημένη δειλία για το βάδισμα στη νέα εποχή. Ετούτη η ποίηση, που ενσωματώνει τα επιβλητικά, αστικά χαρακτηριστικά και δομείται από το 1970 και έπειτα θα συγκριθεί από την κριτική με τις προγενέστερες, ποιητικές περιόδους και θα κριθεί με βασικό στοιχείο της μια διογκωμένη ατομικότητα. Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη την κριτική θεώρηση δεν μπορούμε να λησμονήσουμε πως ετούτη η στερνή γενιά, επονομαζόμενη και ως «της παραίτησης» στέκεται ακόμα παραγωγική, παρουσιάζοντας μοναδικά δείγματα αισθητικής και έκφρασης.
Οι μέθοδοι της κριτικής άλλο σκοπό δεν έχουν παρά να εξυπηρετήσουν το έργο της και τούτο συνιστά μια γενικά παραδεκτή αλήθεια, μια διαπίστωση, ένα, θα λέγαμε αξίωμα. Με την απόδοση συλλογικών χαρακτηριστικών κοπιάζουν, κριτικοί και ειδήμονες, προκειμένου να οριοθετήσουν τις πνευματικές καταβολές των ποιητών της κάθε εποχής. Μα κάποτε, διαψεύδονται πανηγυρικά, όταν οι ποιητικές φωνές, στις οποίες αναφέρονται συνιστούν εξαιρέσεις για να επιβεβαιώνονται οι κανόνες. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας ως αφετηρία την αναφορά μας στη γενιά του ’70, δεν μπορούμε παρά να ξεχωρίσουμε μέσα σε αυτήν τη στεντόρεια φωνή του Γιώργου Μαρκόπουλου, ο οποίος μαζί με τον Φωστιέρη, τον Χρονά, τη Μαστοράκη, την εξαιρετική Τασούλα Καραγεωργίου που έσμιξε τη σαπφική παράδοση και τη στείρα φιλολογία με μια φρέσκια, διακριτικά ανατρεπτική κραυγή, στιγμάτισαν την ποιητική παραγωγή της εποχής τους, σχηματοποιώντας ένα συνολικό έργο με σαφείς αναφορές στην εποχή μας. Με άλλα λόγια, ετούτοι που αναφέραμε δεν έπαψαν να συντάσσουν ένα διαχρονικό λόγο, ο οποίος μέχρι σήμερα μοιάζει επαρκώς περιγραφικός, κατάλληλα θλιμμένος για μια εποχή όπως ετούτη, αμφιλεγόμενος και εξαιρετικά μοντέρνος στη θεώρηση και τη σκοπιμότητά του. Με άλλα λόγια, επίκαιρος.
Η αναφορά των ονομάτων σαφώς και δεν είναι τυχαία. Δεν πρόκειται για μια απλή παράθεση προσωπικοτήτων, οι οποίες πλαισιώνουν τον όρο «γενιά του ‘ 70.» Οι ποιητές αυτοί διαμόρφωσαν μια άλλη οπτική, δημιούργησαν μια ολότελα προσωπική ποίηση. Ίσως λιγότερο «προφορική» για να μπορέσει να εντυπωθεί στο νου του κοινού, μα αρκετά και επάξια καινοτόμα για να συνιστά μια σημαντική συνεισφορά στο συνολικό αντικατοπτρισμό της ελληνικής στιχουργικής. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχωρίζει ο Γιώργος Μαρκόπουλος. Δεν πρόκειται για ένα ποιητικό φαινόμενο, για μια μεταγενέστερη αντιστοιχία του Καβάφη ή του Σολομού, αν θέλουμε να μιλήσουμε με μέτρα και σταθμά απόλυτα. Μα ο ίδιος, αν και κύριος εκπρόσωπος μια γενιάς που χαρακτηρίστηκε από την παραίτηση και τη διάψευση, στάθηκε πάντα ικανός να μιλήσει με όρους ανθρώπινους, ξεπερνώντας τις προκαταλήψεις της εποχής του. Γεννημένος στη Μεσσήνη, ακολουθώντας με τρόπο κομψό τις καβαφικές διατυπώσεις και πρωτοπορίες, ο Μαρκόπουλος εισήχθη δικαίως «στων ιδεών την πόλη.» Διατηρώντας ίσες αποστάσεις απέναντι στην παράδοση, ανθρωποκεντρικός, ερωτικός, επισημαίνει την αποτυχία του σύγχρονου ανθρώπου να ξεπεράσει τις ανεπάρκειές του. Μα δεν μένει στατικός σε τούτο, τα συμπεράσματά του δεν επαναλαμβάνονται και είναι αυτό ακριβώς που προσδίδει στους στίχους του μια ιδιαιτερότητα, ένα «ξεπέρασμα» των προκαταλήψεων του καιρού του. Μια πρώτη, σαφής διαπίστωση που διατρέχει ολόκληρο το έργο του δεν είναι άλλη από μια προσήλωση στην ελληνική ποίηση. Δεν διστάζει να μνημονεύσει την πρόοδο που συντελέστηκε στην Εσπερία και η οποία πλούτισε τον ελληνικό, σύγχρονο λόγο. Μα ακριβώς σε τούτο διαβλέπει την κατάργηση των ονείρων, την εγκατάλειψη των πιο ανθρώπινων σκοπών. Και όταν επιστρατεύει τη λέξη «αμερικάνικα» για να σχολιάσει τα εξωτερικά ερεθίσματα που διαμόρφωσαν την καινούρια ποίηση, παράλληλα μνημονεύει τη γλύκα της ελληνικής λαλιάς, με εκείνη την αναφορά του στο «φεγγαράκι» των παιδικών μας χρόνων. Και είναι το σμίξιμο ετούτο τόσο ισορροπημένο και η επιλογή του ποιητή τόσο ξεκάθαρη που δεν υπάρχει πια αμφισβήτηση για την πρόθεση του Μαρκόπουλου να κουβαλήσει όλους τους ποιητές και όλη την αίσθητα του λόγου που τον έθρεψε και εκείνον και όλες τις γενιές που έφυγαν και που θα ακολουθήσουν ύστερα από εκείνον. Παρά τον εργαστηριακό χαρακτήρα της ποιητικής των εκπροσώπων του ’70, ο Μαρκόπουλος κατορθώνει να διατηρήσει το προφορικό ύφος. Και είναι το ύφος ο ίδιος ο άνθρωπος λέει ο Σεφέρης και τούτο θα τηρήσει ως εντολή ο μεσσήνιος ποιητής και ο λόγος του θα γίνει λαγαρός, κατανοητός, δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την αποτρόπαια, τη δήθεν βαθιά πνευματικότητα μιας ποίησης υψηλής, η οποία όμως δεν μπορεί και δεν αφορά τελικά τον τελικό αποδέκτη, τον άνθρωπο. Η ποίηση, δεν είναι παρά μια επιδίωξη επικοινωνίας. Ο Μαρκόπουλος κατορθώνει να ευθυγραμμίσει το λόγο του με τούτη την παραδοχή και έτσι να στηρίξει τους διαύλους επικοινωνίας που απαιτούνται για να σταθεί ο ειδικός και αγιασμένος εκείνος δεσμός, ο τόσο αισθητικός και ισχυρός.
Η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου είναι άκρως συναισθηματική. Οι καβικές καταβολές του, ευκρινείς. Δεν τις αρνείται, άλλωστε δεν υφίσταται φωνή ποιητική και ελληνική που να μην περιλαμβάνει, ακόμα και αθέλητα μες στη μουσικό λόγο τις ψυχολογικές και σωματικές τελικά, επιρροές του αλεξανδρινού. Ο Μαρκόπουλος κινείται στο μεταίχμιο. Ασαφή γένη, μια ανθρώπινη φωνή που παίρνει και δίνει κίνηση στο στίχο, μια γραφή που άλλοτε μοιάζει να απαντά σε αναφορές πεζολογικές και άλλοτε πάλι επιστρατεύει ξεκάθαρα το μέτρο και το ρυθμό. Ακόμα και στα πεζά του, ο Μαρκόπουλος απλώνει την ποίησή του. Διαμορφώνει εκείνον τον «εν στύσει λόγο» που παραθέτει ο Νάσος Βαγενάς στο δικό του δεκάλογο. Αρκεί μια πρόχειρη ματιά στο κείμενο που τιτλοφορείται «Νατάσσα Πάνδη» για να επιβεβαιωθεί ετούτη η προσέγγιση του ποιητή.  Ο εσωτερικός ρυθμός του εμπλουτίζει το κείμενο, συνιστά τη βασική του μυθολογία.  Ο Μαρκόπουλος υιοθετεί δίχως κανένα δισταγμό τη θηλυκή ταυτότητα για να αναδείξει τελικά πλευρές αποκλειστικά ανθρώπινες. Κατορθώνει δε να διατηρεί το ύφος σταθερό, μια επιδίωξη, την οποία πρώτος ο Σεφέρης εισήγαγε ως σκοπό του κατατιθέμενου λόγου. Ο ποιητής ομολογεί επιτέλους την αλήθεια και για τούτο η πυκνότητα της γραφής του καθιστά το νόημα απροσπέλαστο. Όπως η ευτυχία, την οποία ακόμα ένας σπουδαίος λογοτέχνης, ο Νίκος Μπακόλας τόσο εύστοχα εικονοποιεί, ανασύροντας εικόνες από τις βόρειες πατρίδες του. Προφανώς, λοιπόν, όλα τα σπουδαία, όλα όσα διατηρούν ένα μέγεθος αναλλοίωτο και απρόσιτο δεν περιγράφονται με όρους συλλογικούς, μα με μια ατομικότητα, σχεδόν εγωιστική,  η οποία αν παρουσιάζει ένα σαφές χαρακτηριστικό αυτό δεν είναι άλλο από την ελληνικότητά της. Ο Μαρκόπουλος νιώθει βαθιά ετούτο το συναίσθημα, το κρατά σύντροφό του, το καταθέτει με κάθε ευκαιρία. Όχι, δεν πρόκειται για ένα νόημα, για μια εικόνα αμιγώς ελληνική. Μα εδώ, ερμηνεύοντας τον όρο «ελληνικότητα» οφείλουμε να ανατρέξουμε στην εισαγωγή του κειμένου και εκεί να διαπιστώσουμε και να εμπεδώσουμε για μια ακόμα φορά τη σημασία που διατηρεί η αίσθηση στην επίτευξη της κοινοκτημοσύνης του λόγου.

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος δεν αρκείται στην προσωπική του μυθολογία. Εμπλέκει όλους τους ψυχολογικούς μηχανισμούς, ακόμα και εκείνον της μνήμης. Μα δεν πρόκειται για μια πεζολογική παράθεση αναμνήσεων. Η «οδοσήμανση» του Μαρκόπουλου ερμηνεύεται με όρους ψυχολογικούς, το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα κυριαρχεί, αγέννητο ακόμα, ως υδατογράφημα στην πλάτη του λόγου. Και μόνο κατά την οριστική ετυμηγορία, ο μυημένος ήδη στη μυσταγωγία του ποιητή θα αντιληφθεί για μια ακόμα φορά εκείνες τις μυστικές προελεύσεις. Όπως αυτή του πολύ συχνά παρόντος Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος στις «Δοκιμές» του θα ορίσει την εμπειρία ως ευαισθησία και τούτη θα προσπαθήσει να εξαντλήσει, αφήνοντας τον εαυτό του στο βάθος του κειμένου μνημείο ετούτης της τακτικής, μαρτυρία επική της απόσβεσης του εαυτού. Αναφερόμενοι στη λειτουργία της μνήμης θα πρέπει δε, να τονίσουμε πως ο Μαρκόπουλος αναφέρεται στην οπτική μνήμη, σε εκείνη που εγγράφεται με τον πιο φυσικό τρόπο και τελικά καταλήγει να αποτελέσει το βασικό δίαυλο για τη διοχέτευση ολόκληρης της δομής του ποιητικού κυττάρου στον υπό λύτρωση, διωκόμενο δέκτη του λόγου. Γιατί ο Μαρκόπουλος, όπως και ο Χρονάς για τούτον γράφει και πληγώνεται. Για εκείνον τον άνθρωπο που βιώνει το περιθώριο αυστηρά προσωπικά, είτε αυτό αφορά τον έρωτα, την οδύνη ή την ηδονή.  Σε τούτο το σημείο, προσθέτοντας και σε εκείνες τις αναφορές που γίνηκαν προηγουμένως ως προς τον εσωτερικό ρυθμό, θα πρέπει να διαπιστώσουμε και να εντοπίσουμε τη συγγένεια του Μαρκόπουλου και με έναν άλλο ποιητή. Ο Γιώργος Χειμωνάς βρίσκεται παρών στο έργο του Μαρκόπουλου, όπως ακριβώς και ο Ανδρέας Εμπειρίκος με την περιεκτική, προφανή γραφή του, η οποία όμως θα διατηρήσει μυστικά τα νοήματα, τα πιο προσωπικά. Σαφώς και σπάνια στην ποίηση του Μαρκόπουλου θα βεβαιώσουμε μια ακραία ή εντατική, υπερβατική γραφή. Όμως ο ίδιος ο ποιητής, ίσως για να ακολουθήσουμε κάποτε τα χνάρια του θα αφήσει σημάδια, δυσδιάκριτες αναφορές, απλές, διόλου σπάνιες οι οποίες μπορούν με ευκολία να συμβάλουν στη μελέτη ενός αυριανού ερευνητή, ο οποίος καλείται να φωτίσει τις επιδράσεις του υπερρεαλισμού στη σύγχρονη, ποιητική παραγωγή.
Το έργο του Γιώργου Μαρκόπουλου έχει, δίχως άλλο μια ανομολόγητη, λυρική συνέπεια. Τόση, όση δηλαδή χρειάζεται για να μεταδοθεί το συναίσθημα και τελικά να επικρατήσει, να λάμψει θριαμβικό, καθώς κάποιοι αναπάντεχοι νικητές που παρασύρθηκαν και τελικά επέζησαν, πάντα ως νικητές στις παραλίες παλαιών εκστρατειών. Ακόμα και όταν ολόκληρο το νόημα στρέφεται στον ίδιο, ελλειπτικό και έντονο, ο Μαρκόπουλος στοχάζεται εκείνο που απέμεινε ξένο σώμα, το στοιχείο εκείνο που δεν συνεπάγεται ποτέ την αλήθεια και έτσι εγκαταλείπεται παραπλεύρως και τελικά καθιστά το λόγο αδιέξοδο, ανεδαφικό. Ο Μαρκόπουλος κατορθώνει να ισορροπήσει όλους ετούτους τους παράγοντες, να τους αναδείξει, να τους  αποδιώξει κατά τις αναζητήσεις του για να χαιρετήσει ξανά την πιο δίκαιη και ξεκάθαρη ομολογία της χαράς. Και όλοι συνεισφέρουν σε εκείνο το νιογέννητο κείμενο και μόνο αυτός γνωρίζει και κρατεί, σωστός θεματοφύλακας, το βαθύ, το γκρίζο χρώμα, όπως το διατυπώνει ο ποιητής Σινόπουλος. Τα ποιήματα του Μαρκόπουλου είναι λόγοι «ανοικτοί», σύμφωνα με το πεισιθάνατο ποιητή, προσβάσιμοι παρά τη φαινομενική και ουσιαστική τελικά, πυκνότητά τους.
Δεν πρόκειται για καλλιτεχνικές δράσεις ανώφελες ή αδιάφορες. Ο Μαρκόπουλος δεν στρατεύεται σε έναν σκοπό, δεν παραδίνεται στη δίνη αναγκαίων συμπερασμάτων. Παραμένει, καθώς εκείνοι οι επόπτες των είκοσι σταδίων» που προσδοκούν μια σαφή απογραφή, την τήρηση των κανόνων, των πιο απλών. Στην εξαιρετική και εξειδικευμένη αναφορά του στον Λειβαδίτη, ο Μαρκόπουλος παραδέχεται την πιο κρυφή του επιδίωξη. Και λέει πως «η ποίηση είναι μια γραμμένη ψυχή, μια γεωμετρία σαφής για τους ηττημένους.» Και τελικά αποκαλύπτεται ο τόσο ερωτικός ποιητής, εκείνος που έχει πια υποστεί το ρίξιμο των πέπλων και μόνο σώμα του είναι ο λόγος με τα τεράστια χέρια του και τα γέλια που έσπασαν όταν έφυγε εκείνος, ο περιττός, η μη αισθητικός, ο ήπιος λόγος, τον οποίο και έτσι απροκάλυπτα ο Μαρκόπουλος αποστρέφεται.
Η λειτουργία της ποίησης για τον Γιώργο Μαρκόπουλο είναι λοιπόν, εκείνο το αμφιθεατρικό, αρχαίο στάδιο , όπου οι δειλοί δεν έχουν θέση.
Και δειλοί για τον ποιητή είναι εκείνοι που δεν φθείρονται, σε μια θυσία φυσική, που δεν «τελειώνουν» κάθε λίγο, στη γιορτή του λόγου. Δειλοί για τον ποιητή είναι εκείνοι που στάθηκαν ακίνητοι και διστακτικοί, καθώς οι πέτρες που περιμένουν τους παλιούς πνιγμένους. Ο Μαρκόπουλος γνωρίζει καλά το τοπίο των χαλασμάτων μα ακόμα διατηρεί ένα βλέμμα που πάει πιο πέρα, πιο ψηλά, σε μια μεγαλύτερη έκταση νικά τελικά την καταιγίδα και στο βάθος ορθώνονται καινούρια υποστυλώματα και χρώματα καλύτερα. Μα ακριβώς ετούτο είναι και το ειδικό το βλέμμα του Γιώργου Μαρκόπουλου, ο οποίος πέρα από τα «συμφωνημένα υπονοούμενα», «τα γκρεμισμένα φρουραρχεία», «τις φίλες που κοιμήθηκαν»,  με «ένα ραβδί ανιχνεύει τους καινούριους δρόμους.»
Θερμότητα συναισθηματική, αναφορά στα «μικρά», έπειτα αναγωγές σε σπουδαιότερα και τέλος μια ηθική προσωπική που είναι τελικά τόσο συλλογική και αποδεκτή. Τούτα είναι τα όρια του Μαρκόπουλου και με τέτοιες αρχές, ξεκάθαρα ποιητικές πορεύεται. Ο Σεφέρης το λέει ξεκάθαρα και ο Μαρκόπουλος, ιχνηλάτης νοημάτων μια όμοια αλήθεια γύρεψε. Ο θάνατος που γεννιέται και κερδίζεται και ο Μαρκόπουλος που καταφτάνει στο βραδινό Πειραιά και μια μόνη διάψευση επιδιώκει. Να ολοκληρωθεί εκείνος με τη λιγότερη μοναξιά. Πέρα από την ποίηση, δίχως τον πόνο μιας αυτοκτονίας ή μιας παράδοσης άνευ όρων. Ο Γιώργος Μαρκόπουλος κατορθώνει να ακουστεί ακόμα και μες σε τούτη τη διαπασών της αγωνίας και να παραμείνει εκκωφαντικός, λαμπρός.