29 Απριλίου 2021

Μ. Πέμπτη


Θα επανέλθουμε από Δευτέρα τού Πάσχα. Καλή Ανάσταση.

Το video από το Πάνειο όρος, την 25.04.2021.

28 Απριλίου 2021

για τη Μεγάλη Βδομάδα, του Μπάμπη Χαραλαμπόπουλου

Μεγάλη Δευτέρα

Στης πέτρας την υγρή σχισμή
το μοβ κρινάκι Παναγιά.


Μεγάλη Τρίτη

Ξέφυγε του μπάτη ένας λυγμός
κι οι καμπάνες σιγοντάρουν.


Μεγάλη Τετάρτη

Δεν υποφέρεται τόση άνοιξη
με τόσο πόνο αγκαλιά.


Μεγάλη Πέμπτη

Μυστικός Δείπνος, φιλί, προδοσία
συμβάντα θεών, ανθρώπων έργα


Μεγάλη Παρασκευή

Γιος γολγοθάς
Εσταυρωμένη μάνα.


Μέγα Σάββατο

Έχει μια γεύση Ανάστασης ο χρόνος
Εμείς πάλι το άγγιγμα του Άδη.


Καλό Πάσχα

27 Απριλίου 2021

Άνθρωποι στη φτέρη [Ηλίας Βενέζης]

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΗ ΦΤΕΡΗ

Διήγημα τού ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ γραμμένο για τον «Ορειβατικό» και αφιερωμένο στην Ρένα και στον Όμηρο Δημίδη.

Το φθινόπωρο είχε έρθει.
Η ορειβατική ομάδα είχε φτάσει αργά τη νύχτα στο μοναστήρι των Ταξιαρχών στη Φτέρη. Ο καιρός ήταν στη βροχή. Ο άγριος βράχος με το χαλασμένο παλιό μοναστήρι του Αγίου Λεοντίου, τυλιγμένος στο πούσι που το κινούσε βίαιος άνεμος, σφάνταζε σα φοβερή θεότητα που ξαναβρήκε την αταραξία της πάνω στα ερείπια της χριστιανικής λατρείας.
— Θα  μας βοηθήσει ο καιρός για την ανάβαση αύριο; ρώτησε τον οδηγό ο αρχηγός της ομάδας. Τι λες, μπαρμπα-Θύμη;
— Ο Θεός το ξέρει, είπε. Τέτοια εποχή το βουνό μας έχει πάντα σύννεφα. Φοβάμαι πως θάμαστε στο πούσι αύριο.
— Κρίμα, είπε μια νέα κοπέλα. Σε 1.800 υψόμετρο θα είχαμε σπάνιο θέαμα. Δεν είναι έτσι;
— Ω, ναι! με καλόν καιρό θα βλέπατε όλα τα βουνά του Μωριά. Το Χελμό, τον Ερύμανθο, το Παναχαϊκό, και πέρα απ’ το κανάλι, τα μεγάλα βουνά της Ρούμελης, την Γκιώνα, τον Παρνασσό, τον Ελικώνα, τα Βαρδούσια.
Έλαμψε το μάτι του, όπως ονομάτιζε τα βουνά. Τ’ άσπρα μαλλιά του πήραν κι αυτά φως.
— Τα ξέρεις όλα τα μεγάλα βουνά της Ελλάδας, μπαρμπα-Θύμη; ρώτησε η κοπέλα. Τάχεις ανέβει τα βουνά;
Την κοίταξε γαλήνια:
— Ποτές δεν έφυγα απ’ το βουνό μας, είπε. Όλη τη ζωή μου την πέρασα ανεβαίνοντας τον Κλοκό. Απ’ την κορφή του Κλοκού τα έζησα τ’ άλλα τα βουνά. Τα ξέρω σαν να τα είχα πατήσει. Τα ξέρω με σύννεφο, με βροχή, με το χιόνι και με το αστροπελέκι. Τα ξέρω ...
Στάθηκε λίγο, σα να κόμπιαζε.
— Γιατί το βουνό μας είναι δω μέσα, είπε κι έδειξε τα στήθη του. Με το πούσι, και με το χιόνι, και με το αστροπελέκι. Γι’ αυτό είναι δω μέσα όλα τα βουνά.
Πέρασε λίγη ώρα.
— Έχεις πολύν καιρό ν’ ανεβείς στην κορφή, μπαρμπα-Θύμη; Τώρα πια και τα πόδια σου δε θα σε βοηθάνε.
Ναι. Είναι πολύς καιρός. Όλα τα χρόνια του πολέμου δεν είχε ανεβεί. Βέβαια στην κατοχή δε βρίσκονταν ορειβάτες να θέλουν ν’ ανεβούνε στην κορφή. Μα και πριν αρχίσει ο πόλεμος είχε αποτραβηχτεί. Είχε δώσει τη θέση του στο γιό του. Ο γιος του είχε γίνει οδηγός.
— Πού είναι ο γιος σου;
Η ερώτηση μένει μετέωρη στη λίγη σιωπή. Ένα δέντρο ξεριζώνεται, μια φωνή στο δάσος.
— Πού είναι;
— Ο πόλεμος, μουρμούρισε. Τον πήρε ο πόλεμος. Σκοτώθηκε πέρα απ’ τα βουνά.
Είπε: «Πέρα απ’ τα βουνά», σα να ήθελε να τα προστατέψει τα βουνά. Το κακό ήταν πέρα από αυτά, ήταν έξω.
— Λοιπόν, τώρα που ήρθατε εσείς..., είπε και γύρισε τα μάτια του στη μικρή ορειβατική ομάδα. Τώρα που ξαναρχίσατε ν’ ανεβαίνετε τα βουνά, γυρίζω κι εγώ στο βουνό μας. Αφού το παιδί σκοτώθηκε. Ώσπου να μάθω σε κάποιον άλλο το μονοπάτι.
Σε λίγο :
— Ώσπου να πεθάνω, είπε.
Η νύχτα είχε έρθει αργά. Έκανε πολλή ψύχρα. Αποκοιμήθηκαν.
Το πρωί, χαράματα, ξεκίνησαν απ’ το μοναστήρι. Ο γέροντας οδηγός βάδιζε πρώτος. Το πούσι ήταν πηχτό, δεν ξεχώριζες τίποτα σε είκοσι μέτρα. Ο οδηγός έπαιζε αδιάκοπα τα μάτια γύρω του. Όμως περπατούσε με σιγουριά. Ο αρχηγός της ομάδας βάδιζε λίγο πίσω του. Πρόσεξε την ανήσυχη ματιά του.
— Φοβάσαι για το μονοπάτι;
— Όχι, γιε μου. Είναι άλλο.
Κι έπειτα από λίγο:
— Έλεγα σαν άρχισε ο πόλεμος πως δε θα ξανανέβαινα. Κι εδώ, στο μονοπάτι τούτο, πέρασε η ζωή μου. Ξέρω το δέντρο που είναι δω, το δέντρο που είναι πλάι. Κανένα δέντρο δεν είναι σαν το άλλο. Τα δέντρα είναι σαν τα άλογα. Και τώρα που τα ξαναβλέπω...
Ο αρχηγός της ομάδας ήταν ένα παλικάρι ίσαμε εικοσιπέντε χρονώ. Πολύ μελαψό δέρμα, στητό κορμί. Βάδιζε στα βουνά πάντα με κλαδωμένα τα χέρια στο στήθος του, πάντα κοιτάζοντας πέρα, ψηλά, στο διάστημα. Το βουνό έπαιρνε έκφραση στα μάτια του όχι με τις λεπτομέρειες που του εξαφανίζουν το χαρακτήρα, αλλά με τους σχηματισμένους όγκους, με την κίνηση των σκιών και του φωτός που δίνει η απόσταση. Και τώρα ακόμα, που το πούσι τους έκλεινε το διάστημα, τα μάτια του ακουμπούσαν στο πούσι, σα να γράφονταν πάνω του οι όγκοι και το φως.
— Ρένα! φώναξε πίσω του. Προχώρησε λίγο! Έλα κοντά μας!
Είπε στον οδηγό:
— Είναι η γυναίκα μου. Παντρευτήκαμε πριν από δυο μήνες.
Τους έφτασε. Ήταν ένα νέο γεροδεμένο κορίτσι με παράξενη έκφραση.
Τα μήλα του προσώπου της πετάγονταν έξω απ’ το κανονικό μέτρο, τα μάτια της ήταν στενά και μακριά, είχε το θέλγητρο μακρινών τόπων, σα να ερχόταν απ’ την Ασία.
— Καλώς την κόρη μου, είπε ο γερο-οδηγός και την κοίταξε. Βαστάς στο δρόμο;
— Βαστώ, μπαρμπα-Θύμη.
— Το βουνό μας είναι δύσκολο. Απ’ το Μαυρίκι κι απάνω είναι δύσκολο.
— Έχω ανεβεί δύσκολα βουνά.
— Έχεις ανεβεί δύσκολα βουνά;
— Έχω ανεβεί τον Παρνασσό, την Γκιώνα. Έχω ανεβεί στο Μύτικα.
Ο γέροντας την κοίταζε.
— Έφτασες ίσαμε τον Όλυμπο; Αλήθεια κόρη μου; Τ’ ανέβηκες τα βουνά;
— Αλήθεια, παππούλη.
— Αν φύγει το πούσι, σα θάμαστε ψηλά, θα τα δεις τα βουνά απ’ το δικό μας. Θα  σου τα δείξω εγώ...
Στάθηκε λίγο:
— Και θάναι σα να σε οδηγώ εγώ στα βουνά που δεν πήγα. Εσένα που πήγες...
— Κι αν το πούσι δε φύγει; Μπας και γίνει και το πούσι δε φύγει;
Παίξαν ανήσυχα τα μάτια της, το πρόσωπό της. Σα να ήταν να έρθει συμφορά.
— Δεν πειράζει, κόρη μου. Κι αν δε φύγει το πούσι, εσύ θάχεις ανέβει στην κορφή, θα πατήσεις την κορφή. Αυτό σαν το νοιώσεις...
Αργότερα. Είχαν πια πέσει στα πυκνά έλατα. Μαύρα, βαριά, τεράστια ελάτια. Ήταν σε ύψος γύρω στα 1.300 μέτρα.
— Φτάνουμε στο Μαυρίκι, είπε ο γέροντας. Θα κάνουμε στάση στο Μαυρίκι.
— Είναι μεγάλο χωριό;
— Όχι μεγάλο. Είναι πνιγμένο στο μαύρο ελάτι. Το χειμώνα το σκεπάζει το χιόνι, ψυχή ανθρώπου δεν μπορεί να ζήσει κει πάνου σέ τόσο χιόνι. Γι αυτό, μόλις έρθουν οι πρώτες κρύες μέρες, όλοι που ζουν στο Μαυρίκι ξεκινάνε κατεβαίνοντας στα καμπήσια χωριά. Λέω να είναι ακόμα κόσμος στο Μαυρίκι.
Ήταν απίστευτη ησυχία σαν μπήκαν στο Μαυρίκι. Το πούσι ήταν πάντα πολύ πυκνό. Πιρούνιαζε τα κορμιά. Μονάχα απ’ την καμινάδα μιας καλύβας έβγαινε καπνός.
— Εκεί κάποιος θα είναι! είπε ο αρχηγός της ομάδας. Πάμε να στεγνώσουμε.
Ο γέροντας οδηγός κοίταξε προς το μέρος του καπνού. Η καρδιά του χτύπησε.
— Α, ναι, βγαίνει καπνός... Σ’ αυτό το καλύβι.
Η νέα γυναίκα με τα μακριά μάτια ξαφνιάστηκε απ’ τον τόνο.
— Είναι τίποτα σ’ «αυτό» το καλύβι;
— Όχι, τίποτα.
Ο οδηγός έσπρωξε την πόρτα, μπήκε πρώτος. Η γριούλα απ’ το Μαυρίκι καθόταν εκεί μονάχη μπρος στο τζάκι. Ζέσταινε νερό.
— Καλημέρα, Καλή.
Η φωνή κάνει κύματα, ταξιδεύει, αναταράζει τις μέρες, ατελείωτες μέρες που πέρασαν, φέρνει μηνύματα απ’ την άνοιξη, απ’ το καλοκαίρι.
— Εσύ ‘σαι, Θύμη; Τον κοίταξε με γαλήνη, χωρίς ξάφνιασμα. Είναι άλλοι μαζί σου;
Οι ορειβάτες μπήκαν στο καλύβι χαρούμενοι, φωνάζοντας μπρος στο κάλεσμα της φωτιάς.
— Τα παιδιά πάνε στον Κλοκό. Τους πάω στον Κλοκό, είπε, θέλουν να ζεσταθούν λίγο.
— Μετά χαράς! Μετά χαράς! είπε και σηκώθηκε. Ελάτε, παιδάκια μου. Ελάτε στη φωτιά.
Τα παιδιά πλησιάσαν στο τζάκι, βγάλαν τα μάλλινά τους, άρχισαν να τα στεγνώνουν.
— Έλα, Θύμη, είπε η γριούλα. Έλα να κάτσουμε εμείς εδώ.
Βγήκαν στην πόρτα, άφησαν μονάχα τους τα παιδιά. Το πούσι ερχόταν από χαμηλά, περνούσε τα μαύρα έλατα, τους σκέπαζε, ταξίδευε.
— Το έλεγα πως θα ‘ρχόσουν αν ζούσες, ας ήταν και για μια φορά, είπε η γριά γυναίκα. Έχεις ν’ ανεβείς από τότες που ήρθε ο πόλεμος. Δεν ήξερα αν βάσταξες στην πείνα.
- Θα ‘ρχόμουν, της είπε. Δεν ήξερα αν βάσταξες την πείνα. Αν σε πήραν τα χρόνια...
Τότε μόνο το σκέφτηκε:
— Ο γιος σου γιατί δεν είναι; Δεν ανεβαίνει πια ο γιός σου στο βουνό; 
— Πέθανε, της λέει. Σκοτώθηκε.
— Στον πόλεμο;
— Στον πόλεμο.
Μια στιγμή.
— Ρώτησέ με, λοιπόν, και για τους γιούς μου, είπε η γριά.
— Έγινε τίποτα;
— Έγινε, είπε. Πάν’ κι’ οι δυο.
— Στον πόλεμο ;
— Όχι. Οι Γερμανοί. Τους σκότωσαν οι Γερμανοί.
— Α, λοιπόν. Παν κι αυτά...
Πολύ παγωμένο πέρασε: ένα κύμα πούσι.
— Να, λοιπόν, που είσαι πάλι μονάχη.
— Να, λοιπόν, πού είσαι πάλι μονάχος.
Αργότερα:
— Σα να μην πέρασε τόσος καιρός... Όταν για πρώτη φορά πέρασες από δω. Πόσα χρόνια νάναι;
— Ώ! Ποιος το ξέρει; Θάναι σαράντα, θάναι πενήντα...
Στάθηκε λίγο. Εκείνη:
— Δοξασμένο τ’ όνομά του. Δε λέω πως πέρασαν άσχημα τα χρόνια... Ήταν καλός άνθρωπος. Μονάχα...
— Μονάχα;
— Γιατί δε με πήρες τότες, Θύμη, λέει η γριά γυναίκα και προσπαθεί να στηρίξει απάνω του τα μάτια της. Τι έγινε κι άφησες και πέρασε ο καιρός; Και ήρθε ο άλλος...
Παλεύουν οι σκιές, τα ελάτια, το πούσι που δέρνει το χώρο.
— Ήταν το φως, είπε ο γέροντας. Αυτό ήταν.
Πόσοι άνθρωποι ήταν γραφτό τους να δουν το φως; Ένας, δυο το πολύ σέ κάθε γενιά απ’ όσους ζουν στο βουνό της Φτέρης. Κει ψηλά, στην κορφή του Κλοκού, πλάι ακριβώς στο υψόμετρο, 1800 μέτρα, είναι χτισμένο το ξωκλησάκι. Οι άνεμοι που φυσούν κει πάνω είναι φοβεροί, και τ’ Αστροπελέκι, και το χιόνι. Αν ήταν Προφήτης Ηλίας θα  το βαστούσε. Μα το ξωκλήσι είναι της Παναγιάς. Μητέρα είναι, είναι γυναίκα, λοιπόν δεν μπορεί να το βαστάξει σαν έρθουν τα χιόνια και ο άνεμος και το Αστροπελέκι στην κορφή του Κλοκού. Γι αυτό ξεκινά και, πετώντας πάνου απ’ το φαράγγι, κατεβαίνει χαμηλότερα, κει κατά τις πλαγιές που τις προστατεύει από ψηλά ο Χελμός. Εκεί να ξεχειμωνιάσει. Τότε, σαν κατεβαίνει η Μητέρα του Θεού είναι όπως ένα φως. Περνά το φως μέσα απ’ το πούσι πάνω απ’ τα ελάτια, και κατεβαίνει. Σε κάθε γενιά ένας ή δυο άνθρωποι, απ’ όσους ζουν στο βουνό της Φτέρης, είναι γραμμένο να δουν το φως. Την ευλογία του.
— Ήταν το φως, είπε ο γέροντας. Ήταν γιατί είδα τότες το φως. Κι έλεγα να περιμένω.
Έλεγε να περιμένει, να κάμει βιός και νάρθει να τη γυρέψει. Μα ο καιρός πέρασε, βιός δεν έκαμε, και σαν ήρθε να τη γυρέψει τον είχε προλάβει ο άλλος.
— Δεν ήταν φαίνεται ν’ ανταμώσουν οι δρόμοι μας, Καλή. Κι όσο για μένα, ας μην έκαμα το βιός. Σ’ όλη τη ζωή μου ήταν αυτό το φως. Ας μην ήρθε τίποτα. Εγώ όμως όλο περίμενα... Είναι φαίνεται πολύ να έχεις δει το φως μες στο πούσι, κι ύστερα να περιμένεις. Όλο να περιμένεις...
— Είναι πολύ;
— Είναι πολύ, γυναίκα.
Ο αρχηγός της ομάδας βγήκε έξω.
— Ε, μπαρμπα-Θύμη! Λέω πως πρέπει να ξεκινήσουμε.
— Να ξεκινήσουμε, γιε μου.
Ξεκίνησαν. Βάδισαν κάμποσο μέσα στο ελατοδάσος, ανεβαίνοντας. Ύστερα τα δέντρα αραιώσαν. Το πούσι πάντα ήταν πολύ πυκνό.
— Κρίμας, είπε η νέα γυναίκα με το παράξενο πρόσωπο. Στην κορφή δε θα  δούμε τίποτα. Κρίμας!
— Πάλι σου το λέω, είπε ο γέροντας. Μην το θλίβεσαι. Αφού θα πατήσεις την κορφή! Φτάνει να πατήσεις την κορφή.
Αργότερα:
— Σέ λίγο θα  τελειώσει το δάσος, είπε. Σε λίγο θα  δούμε το τελευταίο γέρικο ελάτι. Πάντα αυτό έχει γκυ.
Πάλι, ύστερα από κάμποσα μέτρα :
— Σα στρίψουμε το μονοπάτι. Εκεί είναι.
— Τι είναι κει;
— Εκεί είναι το γέρικο ελάτι.
— Είναι τίποτα ξεχωριστό αυτό το ελάτι; ρώτησε η νέα γυναίκα.
— Εκεί ήμουνα σαν το είδα μες στο πούσι, είπε αργά ο γέροντας. Ήταν η Παναγία πού κατέβαινε απ’ τον Κλοκό. Είδα, εκεί, το φως...
Τους τα είπε με λίγα λόγια. Τα παιδιά επίμεναν να μάθουν λεπτομέρειες. Μα ο γέροντας ολοένα τραβιόταν στον εαυτό του.
— Πιο ύστερα σας λέω, τους παρακάλεσε. Αφήστε με τώρα.
Ξέκοψε λίγο, βάδισε μόνος.
Σε λίγο οι ορειβάτες τον φτάσαν. Το ελάτι ήταν ένα πανάρχαιο δέντρο, ψηλό, με χοντρούς κλώνους, «ισχυρόν, παλίσκιον, αείφυλλον». Στεκόταν εκεί, ατάραχο και βέβαιο, μέσα του περνούσε το πούσι, αυτό έδινε μια κίνηση, μα η κίνηση δεν είχε άλλο σκοπό παρά να επιβεβαιώνει την ακινησία του δέντρου, το δεσμό του με τη γη. Κι από κάτω του, κοιτάζοντας τον κορμό, κοιτάζοντας πέρα απ’ τον κορμό, προς το μέρος που θα ήταν η κορφή, ξεσκούφωτος, με σταυρωμένα χέρια, μόνος με το δέντρο και με το σύννεφο, ο γέροντας προσευχόταν
«Ευχαριστώ. Για κάθε τι που ήρθε καλό. Για κάθε τι που ήρθε κακό. Ευχαριστώ που είδα το φως. Από τότες δεν ήμουνα έρημος. Πάντα είχα να περιμένω. Ευχαριστώ».
Η νέα γυναίκα τον πλησίασε πρώτη. Είδε τα μάτια του που λίγο παίζαν, είδε το κατάλευκο κεφάλι του, τα μαλλιά του που τ’ ανέμιζε ο άνεμος και τα μούσκευε το πούσι.
— Ελάτε, έγνεψε στους άλλους να σεβαστούν την ώρα του ανθρώπου.
Όλα τα παιδιά προχώρησαν σιωπηλά. Στάθηκαν πάρα πέρα και τον περίμεναν. Σε λίγο τους έφτασε.
— Ε, τώρα πάμε. είπε. Τώρα πάμε ίσα για την κορφή.
Κανένας δεν τον ρώτησε πια για την ιστορία του με το φως. Κι αυτός δε μιλούσε. Όμως η περπατησιά του έγινε πιο αλαφρή. Κάποτε μόνο, όταν η νέα κοπέλα με τα μακριά μάτια είπε: «Το σύννεφο δε θα μας αφήσει μήτε στην κορφή», την κοίταξε, και πάλι της το ξαναείπε:
— Όμως θα είμαστε στην κορφή.

Θέλαν λίγο να φτάσουν στο υψόμετρο όταν απότομα το σύννεφο άρχισε να χαμηλώνει. Η κίνησή του γινόταν βίαια, με δυνατό άνεμο που ολοένα το έσπρωχνε χαμηλά, πιο χαμηλά. Όταν φτάσαν στο υψόμετρο, το θαύμα είχε γίνει. Η κορφή του Κλοκού ήταν έξω απ’ το σύννεφο. Από πάνω τους έλαμπε ο ήλιος, ο ουρανός ήταν καταγάλανος. Και από κάτω τους, γύρω τους, πέρα στο διάστημα, όσο μπορούσε να φτάσει το μάτι, μια θάλασσα από άσπρα σύννεφα, ακίνητα, ένα πέλαγος από σύννεφα. Σε μακρινές αποστάσεις γράφονταν πάνω απ’ τα σύννεφα μικρές, στενές λουρίδες γη. Ήταν οι κορφές των μεγάλων βουνών τής Ελλάδας.
Μείνανε έκθαμβοι.
— Α! Αυτό είναι απίστευτο! Τι μεγαλείο!
Η κοπέλα γύρισε προς το γέροντα που έστεκε άφωνος, γαλήνιος, κοιτάζοντας κατά το μέρος του Χελμού.
— Ε, μπαρμπα-Θύμη! είπε και τα μάτια της λάμπαν απ’ τη μαγεία.
— Σου το είπα, κόρη μου. Σαν είναι να φτάνεις στην κορφή, μην απελπίζεσαι. Θάσαι στην κορφή...
— Μα για δες! για δες! είπε στον άντρα της. Για δες τις κορφές! Σα νάναι νησιά! Σα νάναι ένα καινούργιο ελληνικό πέλαγο!
— Έλα να βρούμε ποια βουνά είναι!
Άρχισαν να τα ονοματίζουν, πολεμώντας να προσανατολιστούν. Μα δεν συμφωνούσανε. Άλλος έλεγε πως εκείνο είναι η Γκιώνα, άλλος ο Παρνασσός, άλλος το Βελούχι.
Χάνανε τον μπούσουλα. Το πέλαγο τα σύννεφα έκρυβε το γνώριμο χαρακτήρα των βουνών. Η λουρίδα η γη που φαινότανε κοιταγμένη από ψηλά, μονάχη, ήταν μια νέα όψη, άγνωστη.
— Ελάτε να σας οδηγήσω εγώ, είπε γαλήνια χαμογελώντας ο γέροντας οδηγός. Θυμάσαι που σου το υποσχέθηκα, κόρη μου; Να σε πάω εγώ, που δεν πήγα, στα βουνά πού πήγες.
Κι άρχισε να τούς λέει:
— Εκεί, το μικρό στενό κομμάτι, είναι ο Ελικώνας. Καταντικρύ του είναι ο Παρνασσός. Πλάι του, αυτό, είναι ή Γκιώνα. Πλάι τα Βαρδούσια.
— Α, ναι! Αυτό είναι τα Βαρδούσια, να η σκούφια τους! είπε ο αρχηγός της ομάδας, δείχνοντας τις μύτες απ’ τους δυο χαρακτηριστικούς όγκους του βουνού.
— Και στο Μωριά..., συνέχισε δείχνοντας ο γέρος. Αυτό είναι το Παναχαϊκό, αυτό είναι ο Ερύμανθος, αυτό είναι ο Χελμός. Και πέρα χαμηλά, η γραμμή κατά το νοτιά, είναι ο Ταΰγετος...
Έμειναν να κοιτάζουν με μάτια γεμάτα φως. Ο γέροντας αποτραβήχτηκε. Μπήκε στο ρημαγμένο ξωκλήσι. Η στέγη του είχε πέσει ολάκερη. Τόσα χρόνια πόλεμος! Στο ιερό, πεσμένη καταγής, ήταν η εικόνα της Παναγίας. Έσκυψε, τη σήκωσε, τη φίλησε, την απόθεσε στην Αγία Τράπεζα.
«Σ’ ευχαριστώ πάλι, είπε. Που με αξίωσες, τότες, να σε δω. Που με
αξίωσες να σέ σηκώσω τώρα, στο τέλος.»

Κατάβαση. Πέρασαν πάλι απ’ το Μαυρίκι. Ο καιρός δεν τους έπαιρνε να μείνουν. Σύντομα θα νύχτωνε.
— Θα πω, μια στιγμή, καλή νύχτα, είπε ο γερο-οδηγός κι έδειξε το καλύβι.
— Θα  ρθω κι εγώ μαζί σου, είπε η νέα γυναίκα με τα παράξενα μάτια.
— Εμείς οι άλλοι θα περιμένουμε εδώ.
Τράβηξαν στο καλύβι, η γυναίκα κι ο γέροντας. Το τζάκι άναβε, το ξύλο που καιγόταν έκανε θόρυβο. Το μόνο θόρυβο. Και πλάι η γριούλα της ερημιάς.
— Εσύ ‘σαι;
— Εγώ.
— Είσαι μονάχος;
— Είναι και το κορίτσι. Ήρθαμε να σέ χαιρετήσουμε.
— Έλα, Θύμη, είπε.
Σηκώθηκε. Τα γόνατα τρέμαν, οι στιγμές τρέμαν.
— Έρχεται το κρύο, είπε ο γέροντας. Μπορεί να μη με ξαναδείς. Δεν ξέρω πια αν θα ξανανεβώ. Δεν ξέρω αν θα τον βγάλω το χειμώνα φέτος.
— Κι εγώ, λέει η γριά γυναίκα. Λέω πως το κρύο έρχεται. Δεν ξέρω αν θα  το βαστάξω φέτος.
Ησυχία. Το ξύλο, η φωτιά, η ώρα που τελειώνει.
— Ε, καλή νύχτα, Καλή. Έχε γειά, Καλή.
— Ε, καλή νύχτα Θύμη. Έχε γειά, Θύμη.
Έφερε τα χέρια της στα μάτια, αργά, κάτι να κρύψει. Γύρισε στη νέα.
— Ο Θεός μαζί σου, κόρη μου, είπε. ο Θεός μαζί σου.
Ύστερα, σα να το θυμόταν τότε μόλις:
— Άμποτες, στη μοίρα σου να είναι να δεις το φως... είπε. Άμποτες το φως να σ’ ευλογήσει...
Και πάλι:
— Άμποτες πάντα να περιμένεις...
Γύρω τα ελάτια ήταν μαύρα και το σύννεφο έτρεχε μες στους πανάρχαιους κλώνους.

1946



26 Απριλίου 2021

[προς την κορυφή τού Ποικίλου όρους, 20.04.2021]

Στο παρόν παρουσιάζουμε εικόνες από την κυκλική διαδρομή με ποδήλατο από την Καλλιθέα μέχρι την κορυφή τού Ποικίλου όρους (την οποία κορυφή είχαμε δει εδώ και εδώ)
Η διαδρομή που ακολουθήθηκε, περί τα 36,5 χλμ., ξεκίνησε από τα 28 μ. υψόμετρο και έφτασε στα 448 μ. υψόμετρο, στην κορυφή τού όρους Ποικίλο. Επιλέχθηκε ο δρόμος από τη Ζωφριά, από το δρόμο που ανεβαίνει από το βορειότερο άκρο του Ποικίλου όρους, ο οποίος περνά από το δημοτικό γήπεδο Καματερού και από την περιοχή Ταμπούρια, για την οποία θα γίνει ειδική αναφορά μετά τις εικόνες. Η διαδρομή στο βουνό έγινε σε μεικτό χωματόδρομο και ασφαλτόδρομο. Το ποδήλατο αν και όχι προδιαγραφών mountain bike και με στενά λάστιχα ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά.
Οι εικόνες, που ληφθήκανε το ολόφωτο πρωινό της 20ης Απρίλη 2021, από το τμήμα τής διαδρομής πάνω στο Ποικίλο όρος.
Στην τρίτη από το τέλος, δίπλα πια στην κορυφή, το δώρο: το ασημί τής θάλασσας από τον Κόλπο των Πεταλιών, στο βάθος μεταξύ του Υμηττού και της Πεντέλης.



























Σχετικά με την περιοχή των Ταμπουριών, μεταφέρουμε το κείμενο τού Τάσου Λύτρα, από το xaidarisimera.gr.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΡΑΧΗ ΤΩΝ ΤΑΜΠΟΥΡΙΩΝ

Η βορειοανατολική απόληξη του Ποικίλου όρους, επάνω από το Καματερό, ονομάζεται Ταμπούρια. Πρόκειται για βραχώδες και πετρώδες ύψωμα, που δεσπόζει επάνω από τις ομαλές χωμάτινες υπώρειες του βουνού, στις οποίες έχουν αναπτυχθεί οι οικιστικοί ιστοί των δήμων Αγ. Αναργύρων – Καματερού (ανατολικά και νότια) και του δήμου Φυλής (βόρεια).

Από πού το όνομα;

Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το τοπωνύμιο οφείλεται στα ταμπούρια που κατασκεύασαν εκεί οι επαναστατημένοι Έλληνες. Ήταν πριν από τη μάχη του Καματερού (27.01.1827) κατά των δυνάμεων του Κιουταχή, που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.
Όμως από τα σώματα των Βούρβαχη, Βάσου και Νοταρά που πήραν μέρος στη μάχη, μόνο του πρώτου έφτιαξαν ταμπούρι. Κι αυτό χαμηλά ανάμεσα σε περιβόλια, έτσι ώστε περικυκλώθηκαν από τους Τούρκους σπαχήδες (το ιππικό του Κιουταχή) και εξοντώθηκαν. Οι τελευταίες συγκρούσεις της μάχης έγιναν στο ύψωμα του Αγίου Γεωργίου και τα υπολείμματα των ελληνικών δυνάμεων έφυγαν διωκόμενα μέσω της κορυφογραμμής του Ποικίλου (Αιγάλεω τότε) προς το Δαφνί.
Έτσι κάπου αλλού πρέπει να αναζητηθεί η προέλευση του τοπωνυμίου. Στον χάρτη της γερμανικής αρχαιολογικής υπηρεσίας των Curtius & Kaupert (φύλλο PYRGOS 1883) στην θέση έχουν αποτυπωθεί εκτεταμένα επιφανειακά αρχαιολογικά ευρήματα. 
Βλέπε χάρτη με κόκκινες διαγραμμίσεις:

















Σύστημα τειχών – ταμπούρια

Σε τι συνίστανται αυτά; Σύμφωνα με παλαιότερες περιγραφές (πριν από 100 χρόνια) επρόκειτο για ένα σύστημα τειχών, οχυρώσεων και κτιρίων, κατά μήκος της κορυφογραμμής. Από αυτό σώζονταν τα λείψανά του (ύψος τειχών 70 εκατοστά και πλάτος ένα μέτρο). Αναφέρεται και η ύπαρξη ενός αρχαίου πηγαδιού.
Από τότε μέχρι σήμερα πολλές καταστροφές και αλλοιώσεις προκλήθηκαν στο έδαφος και στο τοπίο: Διανοίξεις δρόμων, τεχνικά έργα, εγκατάσταση κεραιών και φυσικά την θαμνώδη βλάστηση που έχει καλύψει μεγάλο μέρος των αρχαιολογικών ιχνών.
Παρ’ όλα αυτά, σώζονται ακόμη αρκετά ευρήματα κατά μήκος της ράχης του βουνού σε μήκος 1.300 περίπου μέτρων. Εκκινούν από το υψόμετρο 230 μ. όπου λιθοσωρός (ίσως από στρατιωτικό φυλάκιο – σκοπιά) και σωζόμενη γωνία κτίσματος. Έως το υψόμετρο 330 μ. όπου περίβολος (κατά το πλείστο καλυμμένος από θάμνους) με ίχνη εσωτερικών διαμορφώσεων σε έκταση περίπου 2 στρεμμάτων.
Η λιθοδομή των σωζόμενων ευρημάτων δεν μοιάζει με αυτή του τείχους του Δέματος ούτε των φρυκτωριών της κορυφής Ζαχαρίτσα και Ζαστάνη. Είναι απλούστερη και προφανώς πολύ παλαιότερη 
 
Ίχνη από ογκόλιθους

Ανεβαίνοντας το ύψωμα των Ταμπουριών κατάραχα, παρατηρούμε στη βάση του υψώματος 269 ίχνη τείχους από ογκόλιθους. Πιο πάνω, στη βάση του υψώματος 277 άλλο υπόλειμμα περιμετρικού τείχους από ογκόλιθους. Χαμηλότερα σε βορειοανατολική κατεύθυνση άλλα υπολείμματα περιμετρικών τειχών. Επίσης βορειοδυτικά, ανάμεσα σε πουρνάρια το στόμιο ενός αρχαίου πηγαδιού (που η ύπαρξή του είχε σημειωθεί και πριν από 100 χρόνια).
Κατηφορίζουμε κατόπιν προς τον αυχένα, όπου βρίσκεται τσιμεντένια βάση δεξαμενής και ασφαλτόδρομος προς τις κεραίες. Χαμηλότερα, στα πρανή της βόρειας πλαγιάς, εκτεταμένα ίχνη από πεζούλες που δεν φτάνουν στις υπώρειες. Γιατί άραγε δεν καλλιέργησαν χαμηλότερα, όπου υπήρχε άφθονος τόπος εύφορης γης;
Επιστρέφουμε στο διάσελο και πιάνουμε το ορατό μονοπάτι προς τα ψηλότερα. Από το υψόμετρο 260 έως το υψόμετρο 300, σε όλη τη διαδρομή γύρω μας λιθοσωροί, υπολείμματα τειχών, ίχνη κτιρίων. Στο υψόμετρο 305 ένα λειβαδάκι αναδασωμένο με βελανιδιές και αγριελιές από το δασαρχείο Πάρνηθας. Είναι η θέση Λάκκα Καμίνι. Γύρω, υπόλειμμα περιμετρικού ορθογώνιου τείχους με προεκτάσεις προς ανατολή και βορρά.
Διασχίζουμε κάθετα τον άσφαλτο και συνεχίζουμε στο μονοπάτι έως την πρώτη κεραία. Στα δυτικά της, σε υψόμετρο 330, κάτω από πεύκα και πουρνάρια, άλλο περιμετρικό τείχος περιβάλλει έκταση περίπου 2 στρεμμάτων. Ίχνη εσωτερικών διαμορφώσεων και εξωτερικών προεξοχών κι εδώ. Στα διακόσια μέτρα βορειοδυτικά μεγάλος λιθοσωρός, σε θέση απ’ όπου μπορούσε να ελέγχεται η χαμηλότερα κείμενη στενή κοιλάδα και η ευρύτερη περιοχή. (Σπηλιά Μαρίνη το τοπωνύμιο της περιοχής).

Ακρόπολη της μυκηναϊκής περιόδου;

Τι είναι όλα τούτα; Ποια ιστορική μαρτυρία διασώζουν; Ταμπούρια δεν ήταν, το είπαμε και στο πρώτο μέρος της ανάρτησης. Μαντριά δεν ήταν, γιατί αυτά γίνονταν σε προφυλαγμένα μέρη μέσα σε ρεματιές και κοιλάδες, ποτέ κατάκορφα.
Στην μεσαιωνική ή κλασσική αρχαιότητα δεν ανήκουν. Άλλος ο τρόπος κατασκευής. Το ερώτημα μήπως πρόκειται για ακρόπολη της μυκηναϊκής περιόδου αποτελεί προφανώς εικασία.
Εικασία ίσως όχι και τόσο αυθαίρετη αν τα ερείπια των Ταμπουριών συσχετισθούν με:
– με τον μυκηναϊκό τάφο στις Αχαρνές.
– Με το γεγονός ότι η περιοχή των Ταμπουριών ανήκε κατά την αρχαιότητα στο αχαρναϊκό πεδίο. Εκεί, διάσπαρτα μεν, πολλά δε τα ευρήματα που μαρτυρούν ακμαία εγκατάσταση της μυκηναϊκής και προμυκηναϊκής περιόδου. Η ακρόπολη της μυκηναϊκής αυτής εγκατάστασης δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί.

Τάσος Λύτρας

25 Απριλίου 2021

Love's Ghost [Voltairine de Cleyre]

Το Φάντασμα της Αγάπης

Στα φύλλα και στα που περνά το φως τού φεγγαριού ανάμεσα,
Το φεγγάρι, που δαντέλα υφαίνει στο λευκό του δρόμο
Στους ανέμους ανάμεσα, στ’ άνθη ανάμεσα, 
Τα ξέγνοιαστα βήματά μας περιπλανιούνται – η ζωή ‘ναι δική μας!

Η ζωή ‘ναι δική μας και η ζωή είν’ να αγαπάς•
Οι δυνάμεις μας όλες ενωμένες είναι με την αγάπη•
Καρδιές και μάτια και χείλη κινούνται
Από αγάπη εκστασιασμένα.       

Α! τα τριαντάφυλλα! είν’ ολάνθιστα•
Και σφυρίζει μελωδικά, ο αέρας τού Γιούνη
Για το παντοτινό καλοκαίρι, το τραγούδι της Αγάπης –
Ψαλμοί χαρμόσυνοι, για την ζωή που ‘ναι να ‘ρθει μονάχα•
Και τα χέρια μας σφίγγουμε μαζί,
Τραγουδώντας στον πόλεμο, γλυκός καιρός•
Φιλώντας και χαϊδεύοντας συναρπαστικά,
Για όλης τής τριανταφυλλένιας γλύκας τής Αγάπης που επείγει.

Α! τόσο εύκολο! – η Γη ‘ναι οι Ουρανοί, – 
Η σκοτεινιά κι οι σκιές να μην  υπάρχουν•
Σαν το τριαντάφυλλο οι καρδιές μας δίνονται,
Σαν το τριαντάφυλλο που τ’ άνθος του δίνεται,
Στο χρυσό ήλιο και στους ουρανούς.
Όχι γιατί το θέλει ή το επιθυμεί,
Μα γιατί είναι ζωή να δίνεις.

Μουντό, ανιαρό και χιονισμένο σκοτάδι!
Βαρύ, εξαντλημένο κι άφωνο σκοτάδι!

Παρασυρμένοι, παρασυρμένοι, παρασυρμένοι είμαστε, εσύ κι εγώ,
Μακριά όσο τα χιόνια και τα τριαντάφυλλα, η θάλασσα κι ο ουρανός.
Παρασυρμένοι, παρασυρμένοι, παρασυρμένοι είμαστε, χώρια μακριά,
Κι η μοναχική μου ξεσηκωμένη φωνή μελαγχολικά αναρωτιέται,
Στέλνοντας με δύναμη  τα δικά της θλιμμένα καλέσματα.  


Love's Ghost

Among the leaves and the rolls of moonlight,
The moon, which weaves lace on the road-white
Among the winds, and among the flowers,
Our blithe feet wander --life is ours!

Life is ours, and life is loving;
All our powers are locked in loving;
Hearts, and eyeys, and lips are moving
With the ecstasy of loving.

Ah! the roses! they are blooming;
And the June air, throbbing, tuning,
Sings of Love's eternal summer--
Chants of Joy, life's only Comer;
And we clasp our hands together,
Singing in the war, sweet weather;
Kissing, thrilling with caressing,
All the sweet from Love's rose pressing.

Ah, so easy!--Earth is Heaven,--
Darkness, shadows, do not live;
Like the rose our hearts are given,
Like the rose whose bloom is given,
To the sun-gold, and the heaven.
Not because it wills or wishes,
But because 'tis life to give.

Dreary, dreary, snow-filled darkness!
Heavy, weary, voiceless darkness!

We have drifted, drifted, drifted, you and I,
Far apart as snows and roses, sea and sky.
We have drifted, drifted, drifted, far asunder,
Any my lonely voice uplifted in sad wonder,
Heavy with its own sad calls.

Πηγή πρωτότυπου: theanarchistlibrary.org / Voltairine de Cleyre 

24 Απριλίου 2021

[στο όρος Πανί, του Πάνειου όρους, 18.04.2021]

Στο παρόν παρουσιάζουμε εικόνες από τη διαδρομή στο μονοπάτι, το οποίο οδηγεί από τα Καλύβια Θορικού στην κορυφή τού όρους Πανί, το οποίο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, είναι το δυτικό / βορειοδυτικό μέρος τού Πάνειου όρους (βλέπε το χάρτη από τη wikimapia που ακολουθεί).





































Η ορατότητα το πρωινό τής 18ης Απρίλη, λόγω της αφρικανικής σκόνης που είχε σκεπάσει τον αττικό ουρανό, ήταν πολύ περιορισμένη. 
Ξεκινήσαμε από το τέλος τής οδού Φιλοθέης, στα Καλύβια Θορικού...



















... περάσαμε δίπλα από ένα χώρο, κάτι σαν νεκροταφείο οχημάτων και πήραμε το ανηφορικό μονοπάτι.

























Σε κάποιο σημείο, δίπλα στο μονοπάτι, υπήρχαν 3-4 από αυτά τα πανέμορφα φυτά (δεν τα έχω ξανασυναντήσει), μήκος λίγων εκατοστών, που βγαίνουν κατευθείαν από το χώμα, και μάλλον πρόκειται για κάποιο είδος μανιταριού.
























Το Πάνειο όρος έχει καεί παλαιότερα και το πευκοδάσος αρχίζει κατά τόπους να ανακάμπτει. Σε κάποια σημεία γίνεται και δενδροφύτευση.




















Στην επόμενη εικόνα, προς το τέλος τού πιο έντονα ανηφορικού μέρους τού μονοπατιού, διακρίνονται τα Καλύβια Θορικού και το δυτικά μέρος τού όρους Μερέντα:




















Στην επόμενη εικόνα, στην σχετικά πεπλατυσμένη ευρύτερη περιοχή τής κορυφής τού όρους Πανί, διακρίνεται δεξιά του λόφου, στο κέντρο τής εικόνας, τον οποίο διασχίζει το μονοπάτι, οριακά, η περιοχή με τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας και η κορυφή του ενώ αριστερά του το κεντρικό και ανατολικό μέρος τού Πάνειου όρους, η Ι.Μ. Αγίας Σκέπης, η Κερατέα κ.λπ. 














Το μονοπάτι χρησιμοποιήθηκε και για κατέβασμα με mountain bike, αλλά μάλλον πια θα έχει εγκαταλειφθεί αφού σε πολλά σημεία περισσότερο θυμίζει στενό ρυάκι. Στην επόμενη μια παλιά κατασκευή για πέρασμα από πετρώδες σημείο ακατάλληλο για ποδήλατο.




















Το μονοπάτι διασταυρώνεται με το δρόμο για οχήματα, ο οποίος καταλήγει στις κεραίες κινητής τηλεφωνίας, στον Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής.























Προχωρήσαμε λίγο μέχρι την πεπλατυσμένη κορυφή τού όρους Πανί. Στην πρώτη φωτογραφία διακρίνονται τα όρη Πάνειο (το κεντρικό και ανατολικό μέρος του) και Όλυμπος αττικής και η μεταξύ τους κοιλάδα ενώ στη δεύτερη: ο Όλυμπος αττικής, το Λαγονήσι, ο λόφος Αγ. Δημητρίου κ.λπ. 




23 Απριλίου 2021

Ένα ποίημα τής Θωμαής Ζορμπάκη


όλος εσύ
όταν μεθάς
ήλιο και χειμώνα
κόκκινα, μαβιά λουλούδια
όταν σωπάς
ένα φιλί
μια λευκή πεταλούδα
ένα χαμόγελο φεγγάρι
όταν θα βρεις στη βροχή μια ξεχασμένη αγάπη
όταν ευωδιάζουν τα γιορτινά λουλούδια
τότε η ανοιξιάτικη ομορφιά όλος εσύ

[ένα παλιό μηχάνημα άντλησης υδάτων, 17.04.2021]

Για την κοίτη τού Κηφισού ποταμού, κατάντη τής σημερινής περιοχής τής Νέας Φιλαδέλφειας, η οποία πρακτικά απλωνότανε σε μια εκτεταμένη αβαθή ζώνη, ανατολικότερα τής σημερινής του τεχνητής κοίτης έχουμε και παλαιότερα αναφερθεί.    
Μέχρι τις αρχές τού 20ου μ.Χ. αι., όλη η περιοχή, εκατέρωθεν του Κηφισού, ήταν ακατοίκητη, πλην κάποιων αγροικιών και μικρών οικισμών καλλιεργητών και βοσκών, και μέρος από τα νερά που κατέβαζε ο Κηφισός τροφοδοτούσανε και αυτά τον υδροφόρο ορίζοντα: πολύτιμη πηγή νερού για τις ανθρώπινες ανάγκες, το οποίο αντλούνταν από πηγάδια.
Στο παρόν παρουσιάζουμε εικόνες από ένα μεγάλο παλιό πηγάδι, με μηχανισμό άντλησης υδάτων, από τον οποίο σώζονται μέρη του, που βρίσκεται σε εγκαταλελειμμένο βιομηχανικό οικόπεδο στην οδό Αίμωνος αρ.74, στη συνοικία Ακαδημία Πλάτωνος, στη θέση 37°59’51’’N 23°42’18’’E.









22 Απριλίου 2021

Τέσσερα ποιήματα και τέσσερα δίστιχα ποιήματα τού Θανάση Αθανάσιου


Θυμάμαι όλα τα δάκτυλα

Ώσπου να σε χάψει ο θάνατος
φειδωλά ψάρια
αχτένιστα
χρεμετίζουν σαν
οάσεις


Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι

Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι
Ήλιος,
ήλος υστερικός
Πομπωδώς λυσσάει
Κοντός μα σπινθηρίζει
Απόσταγμα χιλίων ήλιων


Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι 2

"Ό,τι πει ο μουστάκιας"
"ρωτήσατε το μουστάκια;"
"Μην το μάθει ο μουστάκιας" 

πρόσωπο γεμάτο κλειτορίδες
υπερφυσικό
μουστάκι

κόκκινος τσάρος
καίσαρας
φαραώ

Сталину слава


Όπως ο Ένγκελς

Κάποιοι
άνθρωποι
είναι φτιαγμένοι
να παίζουν
το
δεύτερο
βιολί

Όπως ο Ένγκελς


4 Δίστιχα

μπάσταρδος Θιέρσος
γαμημένο kuomintang

Βρέχει οριζοντίως
Ναυμαχία στον ουρανό

Ναύτες της Κρονστάνδης
Σπρώξτε τα σύννεφα στην κάννη

Τυλιγμένη τα ιερατικά άμφια
η πεταλούδα εξεράγη



21 Απριλίου 2021

Ut Sementem Feceris, Ita Metes [Voltairine de Cleyre]

Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις

(Για τον Τσάρο, για μια γυναίκα / πολιτική κρατούμενο, που μαστιγώθηκε μέχρι θανάτου στη Σιβηρία.)

Σαν πόσες στάλες στον ουρανό να συγκεντρωθούνε πρέπει
Προτού η  νεροποντή ξεσπάσει; Να γνωρίζουμε δεν το μπορούμε•
Σαν πόσο καυτά οι υπόγειες, πηγές δεινών, φωτιές να καίνε πρέπει
Προτού την έκρηξη τού ηφαιστείου; Να πούμε σίγουρα δεν το μπορούμε•
Αλλά κάθε στιγμή ‘ναι πιθανή!
Ποιος εκδίκηση ονειρεύεται αλλά υπομένει:
Να πει πόσα χτυπήματα ν’ αντέξει μπορεί δεν το γνωρίζει,
Σαν πόσες να συντριφτούνε στον τροχό ζωές; (*)
Σαν πόσοι σοροί κάτω απ’ τα σάβανα να κοκαλώσουν;
Σαν πόσοι μάρτυρες τις ματοβαμμένες συμβάσεις να στηρίζουν;
Αλλά σίγουρα ο καιρός να θεριστεί το Μίσος είναι!
Κι όταν του αγανακτισμένου πλήθους τ’ αδύναμα βογγητά  
Αντηχήσουνε και προς τα πίσω στο θρόνο εκσφενδονιστούν,
Όποιος ακούει θα ακούσει της Μοίρας τη μουρμούρα!       
   
(*) Εκτός από τους τροχούς των κάρων πιθανόν υπονοεί και το γνωστό βασανιστήριο των ρωμαϊκών και μεσαιωνικών χρόνων.

Ut Sementem Feceris, Ita Metes

(To the Czar, on a woman it political prisoner, being flogged to death in Siberia.)

How many drops must gather to the skies
Before the cloud-burst comes, we may not know;
How hot the fires ill under hells must glow
Ere the volcano’s scalding lavas rise,
Can none say; but all wot the hour is sure!
Who dreams of vengeance has but to endure
He may not say how many blows must fall,
How many lives be broken on the wheel,
How many corpses stiffen ‘neath the pall,
How many martyrs fix the blood-red seal;
But certain is the harvest time of Hate!
And when weak moans by an indignant world
Re-echoed, to a throne are backward hurled,
Who listens hears the mutterings of Fate!

Philadelphia, February, 1890.

Πηγή πρωτότυπου: theanarchistlibrary.org/ Voltairine de Cleyre.

20 Απριλίου 2021

[προς τα αντιαεροπορικά πυροβολεία, κοντά στην κορυφή τού όρους Αιγάλεω, 15.04.2021]

Στο παρόν παρουσιάζουμε εικόνες από τη διαδρομή με ποδήλατο, από την Καλλιθέα μέχρι το χώρο των αντιαεροπορικών πυροβολείων, στην κορυφή τού όρους Αιγάλεω. Οι εικόνες, του πρωινού τής 15ης Απρίλη 2021, λήφθηκαν από την οδό Αθανασίου Διάκου, η οποία ξεκινά από το Σχιστό Κορυδαλλού, περνά από το χώρο των αντιαεροπορικών πυροβολείων και καταλήγει στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην κορυφή τού όρους Αιγάλεω.
Αν και υπάρχει συντομότερη από πλευράς μήκους διαδρομή, επιλέχτηκε αυτή στην οποία ο ποδηλάτης συναντά τις μικρότερες δυνατές ανηφορικές κλίσεις. Οι κυριότεροι δρόμοι από τους οποίους περνά: ποδηλατόδρομος Πετραλώνων παράλληλα στη γραμμή τού ΗΣΑΠ - Ιερά Οδός - οδ. Μεγ. Αλεξάνδρου - οδ. Κώστα Βάρναλη - οδοί Ποταμιού και Δερβενακίων - οδ. Αθανασίου Διάκου. Η διαδρομή είναι περί τα 15,5 χ.λ.μ. (Χ 2 με την επιστροφή αν ακολουθηθεί η ίδια) και ξεκινά από τα 28 μ. υψόμετρο καταλήγοντας στα 418 μ. υψόμετρο.    










19 Απριλίου 2021

The Road Builders [Voltairine de Cleyre]

Οι Χτίστες των Δρόμων

Ποιοι χτίσανε τους όμορφους δρόμους;» αναρωτήθηκε ένας φίλος τής κατεστημένης τάξης, καθώς περπατούσαμε μια μέρα κατά μήκος τού σκυροστρωμένου δρόμου στο Fairmount Park.)

Να κοπιάζουνε τους είδα κάτω από ‘ναν ήλιο φλογερό,
Τ’ ανόρεχτα, σκοτεινά τους πρόσωπα προς τις πέτρες γέρνανε,
Τα ροζιασμένα τους χέρια εργαλεία γραπώνανε χοντροκομμένα,
Οι στρογγυλεμένοι τους ώμοι στο στέρνο τους στενεύαν,
Του ίδρωτα οι στάλες ως μεγάλες επώδυνες στάζανε χάντρες. 
Είδα κάποιονε να πέφτει με το μέτωπο στο βράχο,
Με το απροστάτευτό του χέρι να σφιχτοκρατά το φτυάρι,   
Και το χαλαρό του στόμα γεμάτο χώμα.  

Και νεκρός ήτανε.
Ευγενικά οι σύντροφοί του γύρισαν το πρόσωπό του, μέχρι που
Ο έντονος ήλιος έλαμπε σκληρά πάνω του στα μάτια,
Ορθάνοιχτα, προς τον άκαρδο ουρανό καρφωμένα.
Το αίμα στην οδοντωτή πέτρα να ρέει εξακολουθούσε•
Αλλά είχε τελειώσει.  Ήταν αναμφίβολα νεκρός:
Οδηγημένος στο θάνατο κάτω απ’ τον καυτό ήλιο,
Οδηγημένος στο θάνατο πάνω στον που ‘φτιαχνε δρόμο. 
  
«Ήρωας» δεν ήταν• αυτός• ένας φτωχός, μαύρος άντρας,
«Το θέλημα τού Θεού» παίρνοντας και τίποτα ζητώντας•
Έτσι να τον σκέφτεστε, όταν πίσω απ’ τ’ αλόγου σας τα πόδια
Σπινθήρες θα ξεπηδάνε από τον λαμπερό δρόμο•
Σκεφτείτε πως γι’ αυτόν Το Δρόμο, τον συνηθισμένο,
Έν’ ανθρώπινο πλάσμα πέθανε• ένα δώρο τού αίματος,
Σ’ έναν κόσμο που τον ξεπερνά χωρίς να του πει καν ευχαριστώ.
Μα δεν ήταν ένας τυχαίος, αγράμματος κι άψυχος πια; Καλά...
Άνθρωπος είν’ ακόμα• και συ πάνω απ’ τη σορό του οδηγείς.


The Road Builders

"Who built the beautiful roads?" queried a friend of the present order, as we walked one day along the macadamized driveway of Fairmount Park. (*)

I saw them toiling in the blistering sun,
Their dull, dark faces leaning toward the stone,
Their knotted fingers grasping the rude tools,
Their rounded shoulters narrowing in their chest,
The sweat dro's dripping in great painful beads.
I saw one fall, his forehead on the rock,
The helpless hand still cluthcing at the spade,
The slack mouth full of earth.

And he was dead.
His comrades getnly turned his face, until
The fierce sun glittered hard upon his eyes,
Wide open, staring at the cruel sky.
The blood yet ran upon the jagged stone;
But it was ended. He was quite, quite dead:
Driven to death beneath the burning sun,
Driven to death upon the road he built.

He was no "hero", he; a poor, black man,
Taking "the will of God" and asking naught;
Think of him thus, when next your horse's feet
Strike out the flint spark from the gleaming road;
Think that for this, this common thing, The Road,
A human creature died; 'tis a blood gift,
To an o’erreaching world that does not thank.
Ignorant, mean and soulless was he? Well--
Still human; and you drive upon his corpse.

Philadelphia, 24 July 1900

(*) macadamized road: δρόμος κατασκευασμένος με στρώματα από μικρές κατάλληλα σπασμένες και συμπιεσμένες μεταξύ τους πέτρες.


18 Απριλίου 2021

[σ' ένα καστέλλι, στην Καστέλλα, 14.04.2021]

Στις ανατολικές παρυφές τού λόφου τής Καστέλλας, δίπλα σε ιδιωτική σκάλα που συνδέει τη λεωφόρο Αλ. Παπαναστασίου, στο ύψος τού αρ. 117, με την οδό Ακτή Δηλαβέρη, στο ύψος τού αρ. 1, βρίσκεται το παλιό κτίσμα, φωτογραφίες από το οποίο ακολουθούν. Πληροφορίες για το πότε κατασκευάστηκε και σε ποιες περιόδους χρησιμοποιήθηκε δεν βρήκα πουθενά· η κατασκευή του παραπέμπει σε παρατηρητήριο / φυλάκιο παλαιότερης από τον Β’ΠΠ εποχής – ιδίως οι πολύ μικρές πολεμίστρες που παραπέμπουνε σε κάστρα τουλάχιστον δύο αιώνων πίσω. Να αναφέρουμε ότι κατά την πολιορκία τής Αθήνας από τον Κιουταχή, την περίοδο 1826-1827, τα στρατεύματα τού Καραϊσκάκη είχαν οχυρωθεί στον ακατοίκητο τότε λόφο της Μουνιχίας. Μέρος τής οχύρωσης περιελάμβανε μικρά φρούρια (καστέλλια) όπως κατά πάσα πιθανότητα είναι και το συγκεκριμένο. Εξ αιτίας αυτών των καστελλιών, ο λόφος τής Μουνιχίας αργότερα ονομάστηκε Καστέλλα. Τέλος σημειώνουμε ότι έχουνε γίνει εργασίες στήριξής του με προσθήκες τσιμέντου και μεταλλικών στηριγμάτων.