29 Σεπτεμβρίου 2014

Αλίκη Ψαχούλα - Μποράντζα

























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το ενενηκοστό δεύτερο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, την ποιητική συλλογή: "Μποράντζα" της Αλίκης Ψαχούλα.




ΕΥΘΥΣ ΛΟΓΟΣ

Ας μη χρειάζεται να φαντάζομαι.
Να καταργηθεί αυτή η νηναιμία.
Είδες πώς έπαιξα με τη λέξη;
Τη βρίσκεις ενδιαφέρουσα έτσι;
Θέλεις να σχολιάσεις το παίγνιο;
Ή θέλεις να την τσαλακώσεις στα χέρια σου
για να την ξαναγράψεις;

Άκου.

Την πόρτα πίσω μου την κλείνω για να την κλειδώσεις.
Βάλε δίπλα μου
μια λάμπα, ένα κερί, έναν ήλιο, ένα φεγγάρι μια καιόμενη βάτο—
ό,τι στο καλό θες—
ζωγράφισε ένα παράθυρο γύρω από τα μάτια μου,
δώσε μου να κρατάω ένα ξερό κλαδί—
ό,τι νομίζεις—
και μετά αφαίρεσέ τα όλα αυτά
μέχρι να με βρεις.




ΑΦΑΙΡΕΣΗ

Εμείς που δεν έχουμε ουρανό
δεν ξέρουμε τί να κάνουμε τα σύννεφα.
Τα τεντώνουμε, τα σκίζουμε
τα τρώμε και τα πίνουμε.
Όταν ξαπλώνουμε ανάσκελα
με τα χέρια πίσω απ’το κεφάλι
βλέπουμε ρυτιδιασμένα ρεύματα
και σκεφτόμαστε

πόσο όμορφα

τί θαυμάσια

θα ήταν

να υπήρχε αυτό

που δε θυμόμαστε.




Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ [Απόστολος Θηβαίος]
ΑΛΙΚΗ ΨΑΧΟΥΛΑ, «ΜΠΟΡΑΝΤΖΑ»
Αυτή η αναγωγή εντός των παρενθέσεων οδηγεί σε μικρές εξερευνήσεις. Μια αφορμή για να αποκαλυφθούν οι καθοριστικές σηματοδοτήσεις, τα υλικά δηλαδή που διαμορφώνουν τον κώδικα και την ατμόσφαιρα του ίδιου του ποιήματος. Κάπως έτσι ο Καραβάς και οι πηγές του Αμίρ Λη έρχονται στην επιφάνεια, λουσμένες με τη μεταφυσική που προσφέρει ο χρόνος στην ανεξιχνίαστη πια ιστορία. Η απόσταση, το λαϊκό αίσθημα που συντηρεί αυτές τις ταπεινές ιστορίες των τόπων, τα μικρά και τα μεγάλα δράματα που σχετίζονται πάντα με κορυφαίες ιδέες και υψηλά αισθήματα συνιστούν τα συνθετικά συστατικά των διάσημων ή και λιγότερο γνωστών μύθων οι οποίοι χαρακτηρίζουν ολόκληρες γεωγραφίες. Συμπορεύονται με την πραγματική, την καταγεγραμμένη ιστορία προσδίδοντας στους τόπους τις πιο αληθείς ταυτότητες. Οι δοξασίες για το Αρκάδι, οι περιοχές των αρχαίων νεκρομαντείων, νησιά και ορεινοί, αποκλεισμένοι πια οικισμοί επιβεβαιώνουν την φυσική, ελληνική τάση να αποκρυσταλλώνεται σε μύθους και θρύλους το ειδικό πνεύμα που διαποτίζει μια ορισμένη, γεωγραφική περιοχή.
Η συλλογή της Αλίκης Ψαχούλα «Μποράντζα» δεν μπορεί παρά να συνεπάγεται και ν΄ αποκαλύπτει τον ειδικό δεσμό της ποιήτριας με το νησί των Κηθύρων. Μια μικρή επισήμανση σχετικά με την προέλευση της ονομασίας, μια σύντομη πρόταση που θα μπορούσε να σταθεί ισάξια πλάι στα τραγούδια καθορίζει τις γεωγραφικές και ψυχολογικές συντεταγμένες της συλλογής. Η θεραπεία της μελαγχολίας είναι άλλωστε ένας στόχος αρκετός, μια στέρεα και ικανή αφορμή για να σταθούν τα ποιήματα. Σε μια εποχή εξειδικεύσεων και προκλητικών, ατομικών φιλοδοξιών, μια τέτοια σκοπιμότητα φαντάζει πιο συλλογική, περισσότερο ανθρωποκεντρική και συνυφασμένη με τον παρηγορητικό στόχο τον οποίο επέβαλε η τέχνη ως σκοπό σ΄ όλες τις εκφράσεις της. Ολόκληρη η «Μποράντζα» είναι μια μέθοδος θεραπευτική. Η προσωπική ανάγκη ίσως εδώ να γίνεται η αφορμή για ποιήματα τρυφερά, εξομολογητικά, μ΄ απρόσμενο βάθος. Μικρές απόπειρες εξομολόγησης που συνιστούν τον κοινό τόπο της σωσμένης, λαϊκής ποίησης. Η ελληνική, ποιητική παράδοση δεν στάθηκε ποτέ σοφιζόμενη απέναντι στο βίο και τα πάθη του, αλλά γνήσια και αυθεντική κόπιασε να περισώσει ό,τι μπορούσε απ΄ τις καιόμενες ψυχές, διδάσκοντας τις καινούριες, τις δεκτικές φωνές.
 Το ποίημα του Καραβά θα μπορούσε να έχει γραφτεί κοντά στις πηγές του Αμίρ Λη. Εκεί που ο Γιώργης της ελληνικής, δημοτικής ποίησης διέσωσε για πάντα την τιμή ενός τόπου. Κρυμμένη μες στις πρασιές, μες στ΄ αρχαία νερά η Ψαχούλα φτιάχνει τραγούδια για την πικρή ιδέα του θανάτου. Άλλη αναπαράσταση δεν υπάρχει απ΄ τα σύμβολα, τις εποχές, την αργή και ανεπανάληπτη κινησιολογία της επιθανάτιας χάρης. Είναι ο θάνατος πράξη ηρωική, γεμάτη ομορφιά και μεταφυσική, σαν όλα τα μυστήρια ετούτου του κόσμου. Έτσι, εκείνο το νεκρό πουλί που είναι σαν νεκρό, εκείνος ο χειμώνας που εισέρχεται στην αθέατη επαρχία του νησιού, μονάχα αυτά τα υλικά μπορούν να ζωγραφίσουν την πράξη του θανάτου, τον καταιγισμό του χρόνου όταν εξαντλείται η ζωή και δεν μπορεί μ΄ ανθρώπινα στοιχεία να αποσαφηνιστεί. Σ΄ άλλον τόπο δεν θα μπορούσε να υπάρξει θάνατος ομορφότερος. Σ΄ άλλη τέχνη, με οικονομία πιο θαυμαστή δεν θα μπορούσε ο δημώδης μύθος να μεταγγίσει τόσο ήθος στις τελευταίες στιγμές, τέτοια συγκίνηση εκφερόμενη απ΄ τα απλά, τα φυσικά σύμβολα του ελληνικού κόσμου. Η ταπεινή ψυχή του Καραβά δεν πεθαίνει. Καμιά τέτοια ομολογία. Είναι σαν νεκρό, είναι απ΄ ανθρώπου πρόσωπο, είναι μια μορφή μεταφυσική βαθιά μες στο ρίγος της φύσης. Όλα όσα δεν ομολογούνται σε τούτο το ποίημα, εννοούνται από μια συναισθηματική νοημοσύνη. Αυτή η τελευταία καθιστά ξεχωριστή την καταγραφή του Καραβά και συνεπάγεται μια άλλη σημασία και δυναμική για τη συλλογή της Αλίκης Ψαχούλα.
Η κριτική θα μπορούσε να καταγράψει τις τεχνικές ατέλειες, τις δάνειες σχέσεις, τους ποιητικούς δεσμούς. Η ανάγνωση των ποιημάτων και αποδόμησή τους είναι δυνατόν να αποκαλύψει σ΄ όλο του το εύρος το εργαστήρι του ποιητή. Όμως, η ποίηση ό,τι έχει να πει το καταθέτει απ΄ τον πρώτη της σφυγμό. Η αντίστροφη αναλογία ανάμεσα στην οικονομία του λόγου και το νόημά του υπάρχουν φορές που αγγίζει σπουδαία ύψη, καθιστώντας ευλογημένη την ποίηση για τον ίδιο τον αναγνώστη. Μ΄ αυτούς τους δύο όρους υποδεχόμαστε τη συλλογή της Αλίκης Ψαχούλα καθώς προκύπτει αβίαστη μέσα απ΄ τις ελληνικές, τις μυστικές πηγές της.

28 Σεπτεμβρίου 2014

Joe Henderson - The Elements






















Tracks:
Fire
Air
Water
Earth

Personnel:
Joe Henderson - tenor sax, flute, alto flute
Alice Coltrane - piano, harp, Tambura, harmonium
Charlie Haden - bass
Leon "Ndugu" Chancler - drums (1, 4)
Kenneth Nash - narrator (4), flute (3), congas, North African Sakara Drum, bells, gong, percussion
Baba Duru Oshun – percussion, Tabla
Tabla Michael White – violin

Ακούστε το εδώ.


26 Σεπτεμβρίου 2014

Το δέκατο τέταρτο κεφάλαιο από τα ‘Σταφύλια της Οργής’ [John Steinbeck , μετ. Κοσμάς Πολίτης]



Η δυτική χώρα σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Οι Δυτικές Πολιτείες σε νευρική ανησυχία σαν άλογα προτού ξεσπάσει η καταιγίδα. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες σε νευρική ανησυχία με το προαίσθημα μιας μεταβολής, μην καταλαβαίνοντας τίποτα σχετικά με τη φύση της μεταβολής. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες χτυπώντας τις άμεσες εκδηλώσεις, τις ολοένα μεγαλύτερες δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, την ολοένα μεγαλύτερη ενοποίηση της εργατιάς˙ χτυπώντας τους καινούργιους φόρους, τα οικονομικά μέτρα˙ μην καταλαβαίνοντας πως όλ’ αυτά είναι αποτελέσματα, όχι αιτίες. Αποτελέσματα, όχι αιτίες˙ αποτελέσματα, όχι αιτίες. Οι αιτίες είναι βαθιές και απλές - αιτίες είναι η πείνα ενός στομαχιού πολλαπλασιασμένη στο εκατομμύριο, η πείνα μιας ψυχής, πείνα για χαρά και για λίγη ασφάλεια, πολλαπλασιασμένη στο εκατομμύριο˙ μυώνες και νους που λαχταρούν να αναπτυχθούν, να εργαστούν, να δημιουργήσουν, πολλαπλασιασμένοι στο εκατομμύριο. Η τελική καθαρά διαγραμμένη ανθρώπινη λειτουργία - μυώνες που λαχταρούν για δουλειά, νους που λαχταρά να δημιουργήσει πέρα από τις απλές ανάγκες - αυτό είναι ο άνθρωπος. Να χτίσει έναν τοίχο, να χτίσει ένα σπίτι, ένα φράγμα, και στον τοίχο, στο σπίτι και στο φράγμα να βάλει κάτι από το ίδιο το Ανθρώπινο Συνειδητό του, και το Ανθρώπινο Συνειδητό του να πάρει κάτι από τον τοίχο, από το σπίτι κι απ’ το φράγμα˙ ν’ αποχτήσει δυνατούς μυώνες από τη δουλειά, να πάρει την καθαρή γραμμή και την καθαρή μορφή από τη σύλληψη του σχεδίου. Γιατί ο άνθρωπος, αντίθετα με ό,τι άλλο οργανικό ή ανόργανο στον κόσμο, αίρεται ψηλότερα από το έργο του, ξεπερνά την κλίμακα των ιδεών του, προβάλλει πάνω από τα επιτεύγματά του. Να τι μπορεί να πει κανείς για τον άνθρωπο - ενώ οι θεωρίες αλλάζουν και καταρρέουν, ενώ οι διάφορες φιλοσοφίες, οι σχολές και στενοί και σκοτεινοί λαβύρινθοι της σκέψης, εθνικοί, θρησκευτικοί, οικονομικοί, ακμάζουν κι έπειτα παρακμάζουν, ο άνθρωπος τραβάει μπρος, προχωράει σκοντάφτοντας, με κόπο, κάποιες φορές και λαθεμένα. Αφού κάνει ένα βήμα, τυχαίνει να γλιστρήσει προς τα πίσω, μα μόνο μισό βήμα, ποτέ ολάκερο βήμα. Αυτό μπορούμε να πούμε και πρέπει να το νιώσουμε, και να το νιώσουμε βαθιά. Μπορείτε να το νιώσετε όταν τα μαύρα αεροπλάνα ζυγιάζουν τις μπόμπες τους πάνω σε άμαχους πληθυσμούς, όταν οι αιχμάλωτοι στοιβάζονται ίδια γουρούνια, όταν τα σακατεμένα κορμιά στραγγίζουν το αίμα τους ποτίζοντας τη γης. Έτσι μπορείτε να το νιώσετε. Αν δε γινόταν το βήμα, αν δεν ήταν ολοζώντανη η λαχτάρα για, έστω κλονιζόμενο, βήμα προς τα εμπρός, δε θα ‘πεφταν οι μπόμπες, δε θα πετσοκόβονταν οι άνθρωποι. Να φοβάσαι τη μέρα που θα πάψουν οι βομβαρδισμοί,
μόλο που θα υπάρχουν ακόμα οι βομβαρδιστές, γιατί η κάθε μπόμπα είναι μια απόδειξη πως δεν πέθανε το πνεύμα. Να φοβάσαι και τη μέρα που θα σταματήσουν οι απεργίες, μόλο που θα υπάρχουν ακόμα οι μεγάλοι ιδιοκτήτες - γιατί η κάθε μικροαπεργία που χτυπιέται, είναι μια απόδειξη πως έγινε το βήμα. Πρέπει κι αυτό να ξέρεις - να φοβάσαι τη μέρα που ο Συνειδητός Άνθρωπος θα πάψει να αγωνίζεται και να πεθαίνει για μια ιδέα, γιατί αυτή και μόνο η ιδιότητα είναι το θεμέλιο του Ανθρώπινου Συνειδητού, κι αυτή και μόνο η ιδιότητα κάνει να είναι ο άνθρωπός ένα ον ξεχωριστό μέσα στο σύμπαν.

Οι Δυτικές Πολιτείες σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Το Τέξας και η Οκλαχόμα, το Κάνσας και το Αρκάνσας, το Νέο Μεξικό, η Αριζόνα, η Καλιφόρνια. Μια οικογένεια υποχρεώθηκε να φύγει από τη γης. Ο πατέρας δανείστηκε από την Τράπεζα, και τώρα η Τράπεζα τη θέλει τη γης. Η Κτηματική Εταιρεία - η Τράπεζα, δηλαδή, αν τύχει κι έχει κτήματα δικά της - θέλει τρακτόρια στη γης, όχι οικογένειες. Είναι κακό ένα τρακτόρι; Βρίσκεται σε άδικο η μηχανική δύναμη που ανασκαλεύει τα μακριά αυλάκια; Αν το τρακτόρι αυτό ήταν δικό μας, θα ‘ταν καλό - όχι δικό μου, δικό μας. Αν το τρακτόρι ανασκάλευε τα μακριά αυλάκια της δικής μας γης, θα ‘ταν καλό. Όχι, της δικής μου γης, της δικής μας. Τότε θ’ αγαπούσαμε το τρακτόρι, όπως αγαπήσαμε και τη γης αυτή τον καιρό που ήταν δική μας. Μα το τρακτόρι αυτό κάνει δυο δουλειές - ανασκαλεύει τη γης και μας διώχνει από τη γης. Δεν έχει μεγάλη διαφορά ένα τρακτόρι από ένα τανκ πολεμικό. Και τα δυο τρομοκρατούν τον άνθρωπο, τον διώχνουν, τον χτυπούν. Πρέπει να σκεφτούμε πάνω σ' αυτό το ζήτημα.
Ένας άνθρωπος, μια οικογένεια διώχτηκε απ’ τη γης˙ αυτό το σκουριασμένο αυτοκίνητο που τρίζει πάνω στη δημοσιά τραβώντας δυτικά. Έχασα τη γης μου, ένα τρακτόρι μου πήρε τη γης μου. Είμαι ολομόναχος και σαστισμένος. Και μες στη νύχτα, μια οικογένεια κατασκηνώνει σε μια λακκούβα, κι έρχεται ακόμα μια οικογένεια και σβήνουν τα τσαντίρια τους. Οι δυο άντρες ανακαθίζουν πάνω στα μεριά τους και οι γυναίκες αφουγκράζονται μαζί με τα παιδιά. Εδώ βρίσκεται ο κόμπος - όλοι εσείς που εχθρεύεστε τις μεταβολές και φοβόσαστε την επανάσταση, θέλετε να χωρίσετε αυτούς τους δυο ανακαθισμένους άντρες˙ να τους κάνετε να μισούν, να φοβούνται, να υποψιάζονται ο ένας τον άλλον. Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας εκείνου που φοβόσαστε. Αυτός είναι ο άξονας. Γιατί εδώ, το «έχασα τη γης μου» παθαίνει μια μεταβολή˙ ένα κύτταρο χωρίζεται, κι από το κύτταρο αυτό ξεφυτρώνει εκείνο που φοβόσαστε: «Χάσαμε τη γης μας!». Εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος, γιατί δυο άνθρωποι μαζί δεν είναι πια τόσο μονάχοι και τόσο σκοτισμένοι όσο ο ένας άνθρωπος. Και από το πρώτο αυτό «εμείς» γεννιέται κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο: «το φαΐ μου είναι λίγο» συν «δεν έχω να φάω». Αν το πηλίκον σ’ αυτό το πρόβλημα είναι: «Το φαΐ μας είναι λίγο», το ζήτημα προχώρησε, η κίνηση έχει μια κατεύθυνση. Τώρα, ένας μικρός πολλαπλασιασμός, και η γης αυτή, το τρακτόρι αυτό, είναι δικά μας. Δυο ανακαθισμένοι άντρες μέσα σε μια λακκούβα, η μικρή φωτιά, το λαρδί που βράζει μέσα σε μια μοναδική χύτρα, σιωπηλές γυναίκες με πετρωμένη ματιά˙ πίσω τους, παιδιά που αφουγκράζονται με όλη τους την ψυχή λόγια που δεν καταλαβαίνει το μυαλό τους. Νυχτώνει. Το μωρό κρυολόγησε. Να, πάρε τούτη την κουβέρτα. Είναι μάλλινη. Ήταν της μητέρας μου - πάρ’ την για το μωρό. Αυτό να χτυπηθεί. Αυτό είναι η αρχή - από το «εγώ» στο «εμείς».
Αν μπορούσατε να το καταλάβετε όλοι εσείς που κατέχετε τα αγαθά που ανήκουν στο λαό, θα μπορούσατε ίσως να διατηρηθείτε. Αν μπορούσατε να ξεχωρίσετε τις αιτίες από τα αποτελέσματα, αν μπορούσατε να καταλάβετε πως ο Πέιν, ο Μαρξ, ο Τζέφερσον, ο Λένιν ήταν αποτελέσματα όχι αιτίες, θα μπορούσατε ίσως να επιζήσετε. Μα δεν μπορείτε να το καταλάβετε. Γιατί η πλεονεξία σας απολιθώνει μια για πάντα στο «εγώ» και μια για πάντα σας χωρίζει από το «εμείς». 
Οι Δυτικές Πολιτείες βρίσκονται σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Η ανάγκη σπρώχνει τον άνθρωπο να βρίσκει ιδέες, και οι ιδέες σπρώχνουν σε δράση. Μισό εκατομμύριο αναδεύονται σε όλη τη χώρα˙ άλλο ένα εκατομμύριο περιμένουν, έτοιμοι να ξεκινήσουν˙ και άλλα δέκα εκατομμύρια νιώθουν την πρώτη ανησυχία. 
Και τα τρακτόρια, δώσ’ του κι ανασκαλεύουν την πληθύ τα αυλάκια στην ερημωμένη γης.

24 Σεπτεμβρίου 2014

Ηράκλειτος - Άπαντα - Επίμετρο: Αισθητική του βίου [I. Σ. Χριστοδούλου]

























ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΥΟΥ ΒΙΟΥ


Ο λόγος του Ηράκλειτου, παρόλο το σύντομο και αποσπασματικό της διάσωσης του, επιβάλλει την αυτόματη αποδοχή της φιλοσοφικότητάς του, επειδή πληροί δύο, τουλάχιστον, βασικές προϋποθέσεις: την έφεση της τελεσίδικης γνώσης και τη μοναδικότητα της ανάπτυξής του. Ο ίδιος δήλωσε: «ου δει (ως) παίδας τοκεώνων», και αποποιήθηκε, απαρνήθηκε δηλαδή, κάθε κληρονομημένη γνώση ξένης εμπειρίας, κάθε εύκολο δάνειο από την παρακαταθήκη της κατακτημένης σοφίας. Ένιωσε, μάλλον, πως οι κατακτήσεις δε δανείζονται.
Με αφοπλιστική και δυσεύρετη, πράγματι, περιεκτικότητα στο στοχασμό, και στιβαρή, ανυποχώρητη έκφραση, ο Ηράκλειτος διαβεβαίωνε ότι το ήθος, η συνισταμένη δηλαδή της σκέψης, των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς, είναι για τον άνθρωπο «δαίμων»˙ ένα καταλυτικό ρεύμα, που παρασύρει και κατευθύνει απαρέγκλιτα, μοναδικά, τις όλως ιδιαίτερες ανθρώπινες υποστάσεις στη διαδρομή τους στη ζωή. Υπονοείται μάλιστα, όπως φαίνεται, ένας δαίμων προστάτης, που κληρώνεται ή όχι στον άνθρωπο, που, άπαξ και κληρωθεί με τη γέννα, με την πρώτη σύσταση δηλαδή, συνοδεύει και προστατεύει μυστικά, αφανώς το ταίρι του, σε ό,τι λέει και πράττει.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, μπορούμε, από τη σκέψη του που σώθηκε, να σκιαγραφήσουμε συμπυκνωμένα το ήθος του Ηράκλειτου; Να διαγνώσουμε ίσως το σκληρό πυρήνα, που εγκυμονούσε και γέννησε τον ηρακλείτειο στοχασμό; Μπορούμε στις δαιδαλώδεις, και κάποτε, φαινομενικά τουλάχιστον, αντιφατικές αποφάνσεις, να συλλάβουμε ένα ενιαίο, ιδιότυπο το δίχως άλλο, κρυφό «ηθικό» υπόστρωμα, ένα συνεκτικό ηθικό ανάστημα, ένα προσωποπαγές ήθος; Μπορούμε, εν ολίγοις, να πλησιάσουμε το φιλόσοφο, και να καταγράψουμε -εφόσον υπάρχει- κάποια κλίμακα αξιών, που θα μας επιτρέψει, ίσως, να δεχθούμε ή να απορρίψουμε, αλλά, σε κάθε περίπτωση, να εξοικειωθούμε με το ηρακλείτειο πρότυπο;
Στο εγχείρημα αυτό, ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι αρμοί συγκρότησης του ήθους; Με ποια στιβάδα του τελευταίου θα ξεκινήσουμε; Πρέπει μάλλον, διαισθητικά στην αρχή, και αποβλέποντας στην ίδια τη διαίσθηση του φιλοσόφου, να ψηλαφίσουμε και να διαγνώσουμε την ηρακλείτεια στοχαστική εμμονή, που επέτρεψε στον Ηράκλειτο να ζήσει και να αρθρώσει τις ιδέες που διατύπωσε.
Υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, μια ορισμένη αισθητική του βίου, η οποία τροφοδοτεί συγκεκριμένα αξιακά προτάγματα, αισθητική που υποβάλλεται και προφαίνεται, ακόμα κι όταν τα προτάγματα αυτά δε φαίνεται να την υπονοούν. Αν έχω δίκιο σε αυτό, πρέπει να είναι εφικτό να αναδιαρθρώσουμε τα αποσπάσματα, και να παράσχουμε μια καινοφανή διάταξη, που θα εξηγείται αυτόκλητα, και θα εξηγεί την επιλογή μας του οδηγητικού μίτου της συγκεκριμένης αισθητικής.
Κιόλας, όμως, από μόνη την αναφορά σε μια αισθητική αρχή, μπορούμε να αναρωτηθούμε για την κλίση που έπαιρνε η αξιολόγηση του βίου στον Ηράκλειτο. Εδώ ομολογώ την υπόνοια, που βαθμηδόν γίνεται βεβαιότητα, ότι ήταν προσηλωμένος σε μια δυναμική εκδοχή της ζωής, που την τροφοδοτούσε μια αισιόδοξη προοπτική για τη βελτιστοποίηση του ανθρώπινου προσώπου.
Πιο συγκεκριμένα, στην προοπτική αναβιβασμού του ήθους, επίρρωσης της (επι)θετικής στάσης του ανθρώπου, προωθητικός μοχλός γίνεται η γνώση, η οποία διασφαλίζει την αξιοπρέπεια, και υπηρετεί την αγωνιστική παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο. Παρόλες τις επιφυλάξεις που διατυπώνει ο Ηράκλειτος, σχετικά με το επισφαλές της γνωστικής ανάπτυξης, την ολισθηρότητα της έπαρσης για τις προσωπικές απόψεις, θεωρεί τη γνωστική προφάνεια κατοχυρωμένη, και για τούτο έχουμε την ομολογία του, στο πρώτο απόσπασμα: «...οκοίων εγώ διηγεύμαι κατά φύσιν διαιρέων έκαστον και φράζων όκως έχει».
 Η ορθή σκέψη, μάλιστα, η σωφροσύνη δηλαδή, ο στοχασμός που βρίσκει στόχο στα πράγματα, και τα ακολουθεί πιστά στη διάταξη και την τροπή τους, αξιολογείται ως η «μεγίστη αρετή». Η γνωστική ευστοχία συμπορεύεται με την ηθική αποτελεσματικότητα, με το ενισχυμένο αυτοσυναίσθημα, με τη δυναμική ευδοκίμηση της πράξης. Η λυτρωτική απόληξη της γνωστικής προσπάθειας, η σοφία, αναδύεται ως υπόσχεση αλήθειας, και ζυγίζεται με την τόλμη με την οποία το γνωστικό υποκείμενο «λέγει τα αληθή», «φράζων όκως έχει», και, ως υποκείμενο της πράξης, ενεργεί σύμφωνα με τη φύση˙ εκείνη που, όπως είπαμε, στήριξε την αναφορά του στα πράγματα: «κατά φύσιν διαιρέων έκαστον».
Βεβαίως, η φύση «κρύπτεσθαι φιλεί», δεν προδίδεται εύκολα, δεν αποκαλύπτει δωρεάν την κρυφή της αρμονία, τους αρμούς της πραγματικότητάς της (όπως  και ο «άναξ» του μαντείου των Δελφών, «ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει»). Η πρόσβαση στην αλήθεια της είναι δυσχερής, δυσεύρετη, όσο είναι δυσδιάκριτο το μονοπάτι που οδηγεί στο βυθό της ψυχής: «ψυχής πείρατα ιών ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορευόμενος οδόν». Παρόλα αυτά, ο φιλόσοφος ψάχνει στον εαυτό του: «εδιζησάμην εμεωυτόν», και, σα να γυρεύει χρυσάφι, σκάβει πολύ για λίγο θησαυρό: «...γην πολλήν ορύσσουσι και ευρίσκουσιν ολίγον». Έτσι αρχίζει και προχωρεί η φιλοσοφική αποδημία, που είναι ταυτόχρονα νόστος, πίσω στην πρώτη σύσταση, και εξαντλείται στο ταξίδι της αναζήτησης, της αδιάκοπης έρευνας, που δικαιώνεται, ακριβώς, στην περιπέτεια που κρατά μια ζωή. Η εναλλακτική προοπτική αντικατοπτρίζει τον εκφυλισμό και τον αφανισμό: «Και ο κυκεών διίσταται [μη] κινούμενος».
Με τούτη τη σκληρή προϋπόθεση, ο Ηράκλειτος, προκλητικός στη γενναιοδωρία του, είναι έτοιμος να κατακυρώσει τη σωφροσύνη σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, στο βαθμό που προτίθενται να δοκιμαστούν στην κονίστρα της βυθομέτρησης της ψυχής και της φύσης: «ανθρώποισι πάσι μέτεστι γινώσκειν εωυτούς και σωφρονείν». Κι αυτό γιατί σκέψη διαθέτουν όλοι: «ξυνόν έστι πάσι το φρονέειν».
Το δίχως άλλο, η αμάθεια μειονεκτεί, και, ήδη, ο συνετός τουλάχιστον την κρύβει. Οι φιλόσοφοι πρέπει να γνωρίζουν πολλά, και κυρίως όσα μπορεί κανείς να δει, να ακούσει και να μάθει. Αυτά προτιμά ο Ηράκλειτος, τη γνώση που μπορεί να κατακτήσει μόνος. Οι αισθήσεις πριμοδοτούνται, καταξιώνονται και γίνονται προθάλαμος, πρόναος στο ιερό της αλήθειας. Κάποιο προβάδισμα, μάλιστα, που δίνει στην όραση, σε σχέση με την ακοή, τονίζει την προτεραιότητα που, με προϋποθέσεις αναντίρρητα, δίνει στην εμπειρία.
Πράγματι, όμως, η διασφάλιση της εμπειρίας δεν αρκεί. Βάρβαρες, ανεπεξέργαστες ψυχές την τορπιλίζουν και τη συκοφαντούν, δηλητηριάζουν βλέμμα και άκουσμα. Η πολυμάθεια, εξάλλου, δε συνοδεύεται αναγκαστικά από ισόποση σύνεση. Δεν έχει, απαραίτητα, το ανάλογο της σε περίσκεψη και ορθοφροσύνη. Δεν εξασφαλίζει δηλαδή τη φιλοσοφικότητα και τη σύνολη σύλληψη του πραγματικού. Άλλωστε, εκτός αυτού, οι άνθρωποι «εξηπάτηνται προς την γνώσιν των φανερών». Νομίζουν πως καταλαβαίνουν αυτό που βλέπουν, ενώ βλέπουν μόνο αυτό που καταλαβαίνουν: «περί μεγέθους ηλίου εύρος ποδός ανθρωπείου». Γι' αυτό στέκει επιφυλακτικός απέναντι στην περιγραφική - επιφανειακή πολυμάθεια της ποίησης (Όμηρος, Αρχίλοχος, Ησίοδος) ή τη «στείρα» πολυγνωσία της φιλοσοφίας (Πυθαγόρας, Ξενοφάνης, Εκαταίος).
Ο Ηράκλειτος, όμως, δεν αρκείται στη διαπίστωση του ασύμβατου, του ατελέσφορου, στη γνωστική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο. Η αλήθεια περιβάλλεται την αίγλη και την ισχύ του ιερού, ενώ το ψεύδος και η γνωστική ανακρίβεια είναι ανοσιουργήματα, για τα οποία εκδίδει την καταδίκη και προφητεύει την τιμωρία τους: «και μέντοι και Δίκη καταλήψεται ψευδών τέκτονας και μάρτυρας». Το αξιολογικό πρόταγμα της γνώσης, και η συνακόλουθη αναγωγή της σε ρυθμιστή του ήθους, ενισχύεται με την προβολή και την επιβράβευση εκείνου που γνωρίζει και διαφυλάσσει όσες γνώσεις αποκαλύπτουν τη ζωτική τους σημασία: «Δοκέοντα ο δοκιμώτατος γινώσκει, φυλάσσει». Μάλιστα, η κατακύρωση της «γνώμης» στο θεϊκό ήθος, και το υπόρρητο προσδοκώμενο της επέκτασής της στο ανθρώπινο, επικυρώνει την εμμονή του στη σπουδαιότητα της γνωστικότητας: «Ήθος γαρ ανθρώπειον μεν ουκ έχει γνώμας, θείον δε έχει».
Εχέγγυο της γνωστικής επάρκειας, η οποία νομιμοποιεί τη φιλοσοφική παρουσία, και την καθιστά διαρκώς αναγνωρίσιμη, είναι η διάγνωση και κατάφαση στο στοιχείο που υπονομεύει την ύπαρξη του φιλοσόφου, όπως απειλεί ακατάσχετα μορφή και ουσία του κόσμου. Η απόφαση για το επικρεμάμενο του κοσμικού αναπτύγματος, για το ρευστό δηλαδή της κατάστασης του φαίνεσθαι, που παραπέμπει στο επισφαλές της υπόστασης του είναι, διανοίγει τον ορίζοντα της επί του προκειμένου ανακάλυψης, της επιμέρους γνώσης, που εξαντλείται μαζί με την υπόσταση του φιλοσόφου και κρατάει όσο αυτή.
Στο φως αυτής της ξάγρυπνης φιλοσοφικής πρόθεσης, του άγρυπνου ερευνητικού βλέμματος, ερμηνεύονται τα αποσπάσματα: «ο ήλιος νέος εφ' ήμερη εστίν»,  «ποταμοίσι τοίσιν αυτοίσιν εμβαίνουσιν έτερα και έτερα ύδατα επιρρεί», «ποταμοίς τοις αυτοίς έμβαίνομέν τε και ουκ εμβαίνομεν, είμεν τε και ουκ είμεν», «Ποταμώ γαρ ουκ εστίν εμβήναι δις τω αυτώ» και  «τω ουν τόξω όνομα βίος, έργον δε θάνατος», Η ηρακλείτεια γνωσιοθεωρητική οχύρωση, που εγκυμονεί την αναμονή της αλλοίωσης, και επιτρέπει τη διάγνωση της διαφοράς μέσα στο ίδιο, είναι φιλοσοφικό επίτευγμα ολκής, που υπηρετεί την επιστημονικότητα της φιλοσοφίας, κατοχυρώνει και ισχυροποιεί τη θέση της στην έρευνα του πραγματικού, και της επιφυλάσσει προνομιακή αποστολή στην αναζήτηση της αλήθειας.
Η γνώση ρίχνει αχτίδες ζωής στα σκιερά μονοπάτια του θανάτου, στα οποία βαδίζουμε όταν δεν κοιμόμαστε: «θάνατος έστιν οκόσα εγερθέντες ορέομεν». Ξύπνιος ο άνθρωπος μοιάζει με κοιμισμένο, «εγρηγορώς άπτεται εύδοντος», όταν ξεχνά αυτά που κάνει: «λανθάνει οκόσα εγερθέντες ποιούσιν». Το τίμημα είναι η λήθη του κοινού τόπου, που συνέχει τις διαδρομές των όντων, η ασυνείδητη οίηση της ιδιωτικότητας, της ανεξαρτησίας από την κοινή μοίρα, που απολήγει σε στοχαστικό και ηθικό αυτισμό, σε αποσυρμένο ύπνο και στην απομάκρυνση από την αλήθεια: «τοις εγρηγορόσιν ένα και κοινόν κόσμον είναι, των δε κοιμωμένων έκαστον εις ίδιον αποστρέφεσθαι»˙ γι' αυτό: «ου δει ώσπερ καθεύδοντας ποιείν και λέγειν».
Η σοφία αντικατοπτρίζεται στην εξής ομολογία: «...εν πάντα είναι» . Ο Ηράκλειτος συνόψισε την πολλαπλότητα των εκφράσεων του όντος, την αντιφατικότητα και το συγκρουσιακό των μορφών του, και είδε στα πάντα την ενότητα, το αδιαίρετο και αδιάσπαστο της συνέχειας, που επιβάλλει η μοναδικότητα. Η ενότητα γίνεται αρχή που νομιμοποιεί όλες τις εκφάνσεις της ύπαρξης, που τις ανάγει στην περιεκτικότερη δυνατή κατηγορία, την κατηγορία του «Ενός»: «συνάψιες όλα και ουχ όλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνάιδον διάιδον, και εκ πάντων εν και εξ ενός πάντα». Αυτό εξηγούν τα αινιγματικά αποσπάσματα: «γναφείω οδός ευθεία και σκολιή, μία εστί και η αυτή» και  «οδός άνω κάτω μία και ωυτή», καθώς και το υπόρρητο νόημα του αποσπάσματος : «και αγαθόν και κακόν [εν έστιν]».
Η ιδέα της ενιαίας συγκρότησης του πραγματικού, με όλη τη στιβαρή της προφάνεια και την ευρύτητα του εκτοπίσματος της, είναι βεβαίως αποκύημα, απόληξη της ηρακλείτειας συλλογιστικής, την οποία ο Ηράκλειτος προβάλλει στο κοσμικό ανάπτυγμα, το οποίο, έτσι, πραγματώνει τις «εντολές» ενός Λόγου που ενυπάρχει σ αυτό, και δικαιολογεί τις εκφράσεις του. Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα, της υψηλής επιστασίας ενός αμετάκλητου Λόγου, εγκυμονεί και επιβάλλει την πιστή του παρακολούθηση και την κατάφαση στα μορφώματα που νομιμοποιεί. Αυτή, άλλωστε, είναι η μόνη σοφή στάση, το ένα σοφό: «Είναι γάρ εν το σοφόν, επίστασθαι γνώμην, οτέη εκυβέρνησε πάντα διά πάντων» . Να ξέρεις, δηλαδή, τη λογική που υπάρχει πίσω από την ακαταγώνιστη τροπή των πραγμάτων, που συμπλέκονται αδιάρρηκτα στην κατεύθυνση της εκπλήρωσης του Λόγου.
Αυτό, άλλωστε, κάνει τη διαφορά ανάμεσα στο φιλόσοφο και τους ανυποψίαστους - τους περισσότερους δηλαδή - που τους ξενίζει η ροή της ζωής, που δεν αναγνωρίζουν τα χνάρια του Λόγου, τη σφραγίδα του στα πράγματα, παρόλο που τον βρίσκουν διαρκώς μπροστά τους: «Ω, μάλιστα διηνεκώς ομιλούσι λόγω, τούτω διαφέρονται, και οις καθ' ήμέραν εγκυρούσι, ταύτα αυτοίς ξένα φαίνεται» . Για την κακοδαιμονία αυτή, για την ανεπάρκεια και το ατελέσφορο, τελικά, της συμβολής του ατομικού συλλογίζεσθαι με τον καθολικό ή θείο Λόγο, του ίδιου, δηλαδή, με τον εαυτό του έξω από του εαυτό του, ευθύνονται η δυσπιστία και η δειλία: «Αλλά των μεν θείων τα πολλά απιστίη διαφυγγάνει μη γιγνώσκεσθαι», «Βλάξ άνθρωπος επί παντί λόγω επτοήσθαι φιλεί». Οι άνθρωποι δύσκολα παραδέχονται αυτό που δεν αντέχουν.
Ο Ηράκλειτος, στην κατεύθυνση της επιβίωσης και της ισχυροποίησης του ανθρώπινου στοιχείου, δε βλέπει άλλο δρόμο από την εξοικείωση και τη θεληματική αγκίστρωση στην κοινή υπαρκτική συνθήκη, που συντηρεί, για τον άνθρωπο, ο πάγκοινος θείος νόμος: «Διό δει έπεσθαι τω ξυνώ», «ξυν νόω λέγοντας ισχυρίζεσθαι χρη τω ξυνώ πάντων...». Κι αυτό γιατί, κάθε ανθρώπινο νομοθέτημα, κάθε εγχείρημα που στηρίζει η ανθρώπινη εφευρετικότητα, έχει τη δυναμική και την απήχηση που επιτρέπει ο θείος νόμος, του οποίου, ούτως ή άλλως, η ανθρώπινη προσπάθεια υπολείπεται, εκ των πραγμάτων, σε διάρκεια και ισχύ: «Τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπειοι νόμοι υπό ενός του θείου˙ κρατεί γάρ τοσούτον οκόσον εθέλει και έξαρκεί πάσι και περιγίνεται». Το ίδιο αίσθημα, νομίζω, θέλει να υποβάλλει το απόσπασμα: «το μη δυνόν ποτε πώς αν τις λάθοι;». Ο Λόγος υπάρχει πάντα [«του λόγου εόντος αεί»] και είναι κοινός [«του λόγου εόντος ξυνού»].
Κοινός, πρέπει να ξέρουμε, είναι και ο πόλεμος. Η διαρκής εντολή του Λόγου, για την κοινή πορεία των πραγμάτων στο γνωστό κόσμο, επιτάσσει την ανάγκη της σύγκρουσης, που χρίζεται, κιόλας, με το αξίωμα της Δικαιοσύνης, ενδύεται το μανδύα της, και προσκτάται την αξιοπιστία της: «ειδέναι δε χρη τον πόλεμον εόντα ξυνόν, και δίκην έριν, και γινόμενα πάντα κατ' έριν  και χρεών.» Τα αποτελέσματα της παντοκρατορίας του πολέμου και της μοιραίας, της ανυποχώρητης, της ανηλεούς σύγκρουσης είναι συγκεκριμένα: «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελεύθερους». Το Δίκαιο εξαντλείται στη φορά των πραγμάτων, και ο τόπος του περιορίζεται στο πεδίο των συγκρούσεων. Νίκη και ήττα είναι νόμιμες. Η Δικαιοσύνη μοιάζει να στέκει στο πλευρό του νικητή, ενώ η Ανάγκη συνθλίβει, λες, τον ηττημένο.
Η απόφαση, που ενυπάρχει σε τούτη τη θεωρία, και η κατάφαση που τη στηρίζει, βρίσκουν την απόλυτη έκφρασή τους στο απόσπασμα : «Το άντίξουν συμφέρον και εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίαν...». Πρόκειται βέβαια, καταρχήν, για την αφανή αρμονία, την οποία ο Ηράκλειτος προσδοκά να αναβιβάσει και να επιβάλλει στο επίπεδο του φαίνεσθαι, όπου, επειδή ο άνθρωπος είναι απρόθυμος να εξοικειωθεί με τις αντιξοότητες και το άδικο, δυσκολεύεται να αναγνωρίσει αρμονία στην κινδυνώδη σύγκρουση και την αντίφαση: «Αρμονίη αφανής φανερής κρείττων».
Η αντίφαση, όμως, γενέθλιο τόπο της έχει τη γλώσσα, και το παράδοξο εξαντλείται σ' αυτή. Κατά τα άλλα, δικαιώνεται πλήρως και υφίσταται, εκφρασμένη ή όχι, στη συναρμογή και τη συνύπαρξη αντίρροπων τάσεων, που συνέχουν και συναποτελούν αδιαίρετα την υπόσταση του πράγματος, το οποίο, άσχετα από τη γλωσσική του επένδυση, βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τον εαυτό του: «Ου ξυνιάσιν όκως διαφερόμενον εωυτώ ομολογέει˙ παλίντροπος αρμονίη όκωσπερ τόξου  και λύρης.»  Την αρχή αυτή ενισχύουν τα εξής αποσπάσματα:  «Θάλασσα ύδωρ καθαρώτατον και μιαρώτατον...»,  «Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι...»,  «Το πυρ χρησμοσύνη και κόρος.», «Ο Θεός ημέρη ευφρόνη...»,  «Ταυτό τ' ένι ζων και τεθνηκός...»,  «Ξυνόν γάρ αρχή και πέρας επί κύκλου περιφερείας.», «Νούσος υγιείην εποίησεν ηδύ και αγαθόν, λιμός κόρον, κάματος ανάπαυσιν.», «Τα ψυχρά θέρεται, θερμόν ψύχεται, υγρόν αυαίνεται, καρφαλέον νοτίζεται».
Κάποτε όμως ο φιλόσοφος, με πικρή ειρωνεία, αποκαλύπτει τη θλίψη, που, στο βάθος, τον τρέφει διαρκώς: «Ώσπερ σάρμα εική κεχυμένον ο κάλλιστος κόσμος». Η συγκρατημένη απόγνωση για την αδιαφορία, με την οποία η τύχη «τακτοποιεί» τον κόσμο, βρίσκει την έκφρασή της στην, ίσως, εφιαλτική εικόνα ενός παιδιού, που παίζει αμέριμνα και ανυποψίαστα με τις ζωές των ανθρώπων: «Αιών παις εστί παίζων, πεσσεύων παιδός ή βασιληίη». Ρητά, βεβαίως, δεν εκφράζεται άσχημο προαίσθημα, αλλά το απροσχεδίαστο, το απροσχημάτιστο και, τελικά, το αστόχαστο της παρέμβασης της τύχης, εμπνέει ανησυχία περισσότερο, κι όχι σιγουριά. Γι' αυτό, όσα σκέφτεται ο άνθρωπος για τη ζωή, την τύχη, το μέλλον του, στα μάτια του μεγάλου παιδιού, του Χρόνου, μοιάζουν παιδικά παιχνίδια . Κι όταν ο άνθρωπος αγνοεί αυτή τη δύσκολη αλήθεια, είναι «νήπιος», και, μπροστά στο Θεό, μοιάζει με το παιδί μπροστά στον άνδρα: «Ανήρ νήπιος ήκουσε προς δαίμονος όκωσπερ παις προς ανδρός». Μα κι ο σοφότατος, ο περισσότερο υποψιασμένος, μπροστά στο Θεό θυμίζει πίθηκο , όπως κι από τους πιθήκους ο ομορφότερος, δεν μπορεί να συγκριθεί με τον άνθρωπο.
Όπως η Σίβυλλα του αποσπάσματος, ο Ηράκλειτος, «μαινομένω στόματι», μιλεί «αγέλαστα και ακαλλώπιστα και αμύριστα», και προφητεύει για χίλια χρόνια μετά, μια για πάντα δηλαδή, όπως υπαγορεύει ο Θεός. Ένα με τα πράγματα ο λόγος, δε διστάζει στιγμή: «Γενόμενοι ζώειν εθέλουσι μόρους τ' έχειν, μάλλον δε αναπαύεσθαι, και παίδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι» Και, σκληρότερα ακόμα: «Νέκυες κοπριών εκβλητότεροι».
Ο θάνατος, όμως, έχει κι άλλη όψη για το φιλόσοφο από την Έφεσο: «Μόροι μέζονες μέζονας μοίρας λαγχάνουσι». Οι νεκροί του πολέμου, για παράδειγμα, εκτός από τον κλήρο του θανάτου, παίρνουν μαζί τους τον καλό λόγο και τις τιμές των ζωντανών, αλλά και των θεών, όπως βεβαιώνει ο Ηράκλειτος: « Αρηιφάτους θεοί τιμώσι και άνθρωποι». Γι' αυτό οργίζεται μ' εκείνους που κάνουν τους ήρωες αγάλματα και είδωλα, που τα λατρεύουν φλύαρα, δείχνοντας, έτσι, πως δε γνωρίζουν την αξία τους, που απηχεί στην αιωνιότητα: «ου τι γινώσκων θεούς ούδ' ήρωας οίτινές είσι». Το ηρακλείτειο ιδεώδες συνοψιζόταν στο «κλέος αέναον θνητών». Πρόκειται για το ιδανικό των αρίστων, που δεν το ανταλλάσσουν με τίποτα, και το εξαγοράζουν με τα πάντα .
Άριστοι δεν υπάρχουν πολλοί. Είναι μάλιστα τόσο λίγοι, ώστε ένας κάνει για χιλιάδες: «Εις εμοί μύριοι, εάν άριστος η» - [Βλ. τα παραδείγματα του Βία και του Ερμόδωρου. Η παρατήρηση για τον ήλιο ίσως, αλληγορικά, υπονοεί και το αναντικατάστατο του άριστου: «Ει μη ήλιος ην, ένεκα των άλλων άστρων ευφρόνη αν ην.»] Η σοφία, εξάλλου, προβάλλει μοναδική και σπάνια, ανεξάρτητη από τα πάντα: «σοφόν έστι πάντων κεχωρισμένον», και αγγίζει το θείο: «εν το σοφόν μούνον λέγεσθαι ουκ εθέλει και εθέλει Ζηνός όνομα». Γι' αυτό, η σκέψη και η απόφαση του ενός μπορεί να αποκτήσει την ισχύ νόμου: «Νόμος και βουλή πείθεσθαι ενός».
Ο Ηράκλειτος, βέβαια, δεν παραβλέπει τον κίνδυνο της έπαρσης, που, σαν επιληψία, ελλοχεύει απειλητική, και καταστροφικότερη από πυρκαγιά: «ύβριν χρη σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν». Οι «υβριστές» δε θα ξεφύγουν από τις Ερινύες, αφού, σίγουρα, δεν έχουν μεγαλύτερη δύναμη από τον ήλιο: «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα˙ ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν». Ο φιλόσοφος εδώ παίρνει τα μέτρα του, και, όταν διατυπώνει τη σπουδαιότερη θεωρία του, αποδίδει τα εύσημα στο Λόγο: «ουκ εμού, άλλα του λόγου ακούσαντας...».
Στο αυστηρά περίφρακτο ηρακλείτειο ήθος, όμως, αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει χώρος για την έννοια της ευδαιμονίας. Η ευτυχία δε φαίνεται να βρίσκεται στις σωματικές απολαύσεις.  Σίγουρα όχι σ' εκείνες που αρέσουν στους «πολλούς», και τους αποκτηνώνουν. Όσο κι αν είναι δύσκολο να παλέψεις με την επιθυμία, που πληρώνει με την ψυχή σου το αντικείμενο του πόθου,  δεν είναι το καλύτερο για τους ανθρώπους να αποκτούν ό,τι επιθυμούν. Της ψυχής η τέρψη ισοδυναμεί με το θάνατο της, που έρχεται όσο υγραίνεται: «ψυχήσι τέρψις ή θάνατος υγρήσι γενέσθαι». Άλλωστε ο Άδης είναι ίδιος με το Διόνυσο: «ωυτός δε (Αΐδης) και Διόνυσος, ότεω μαίνονται και ληναΐζουσιν.»
Η καλύτερη και πιο σοφή ψυχή, όμως, είναι ξηρή, και, το σπουδαιότερο, υπάρχει στην ψυχή ένα μέτρο που αυξάνεται αυτόνομα: «ψυχής έστι λόγος εαυτόν αύξων» , που δίνει ελπίδα για ανάπτυξη και πρόοδο. Και η ηρακλείτεια αισθητική αγκιστρώνει το βίο στην ελπίδα: «Εάν μη έλπηται, ανέλπιστον ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον».
Στην περίπτωση του Ηράκλειτου, ζωή και φιλοσοφία συμπλέκονται αδιάρρηκτα, και τροφοδοτούν η μια την άλλη, σε σχέση αμοιβαίας κατάφασης, και προνομιακής επίρρωσης της ζωής.

23 Σεπτεμβρίου 2014

Θάνος Γκαραγκούνης - Αμφιλεγόμενοι Χώροι: Εκπαίδευση, Καταναλωτισμός και η τάξη των Διανοούμενων στην Μετανεωτερικότητα

























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το ενενηκοστό πρώτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, τη μελέτητου Θάνου Γκαραγκούνη με τίτλο: "Αμφιλεγόμενοι Χώροι: Εκπαίδευση, Καταναλωτισμός και η τάξη των Διανοούμενων στην Μετανεωτερικότητα" .

21 Σεπτεμβρίου 2014

Για την Ανάπτυξη που απολαμβάνουμε.



Η Τζένη δεν περνάει πια τα πρωινά απ΄ την πλατεία για καφέ με τα λεφτά των γονιών της. Το καλοκαίρι γνώρισε τον Κώστα, μετανάστη δεύτερης γενιάς στο Μαϊάμι, που ‘χε έρθει για διακοπές στην χώρα του παππού του.  Ερωτευτήκανε κι ετοιμάζεται πυρετωδώς να φύγει μαζί του στην Αμερική.
Ο Τάκης, ούτε και αυτός περνάει πια τα πρωινά απ΄ την πλατεία για καφέ. Ο πατέρας του έμεινε άνεργος.
Και τη Ρένα επίσης, ούτε κι αυτή θα τη δεις τα πρωινά στην πλατεία για καφέ. Εργάζεται στη γραμματεία ιδιωτικού σχολείου για 200 ευρώ το μήνα. Οκτώ με τέσσερις. Κι αν ήθελε, για ακόμη 150 ευρώ το μήνα, θα μπορούσε, τέσσερις με εφτά μετά τη γραμματεία, να συνοδεύει, στο σχολικό λεωφορείο, τα παιδάκια. Δεν το σκέφτηκε και πολύ. Με 350 ευρώ το μήνα μέχρι τον ερχόμενο Ιούνιο, μπορεί, μένοντας φυσικά με τους γονείς της, να καλύπτει τα προσωπικά της έξοδα, να βγαίνει κάποια βράδια για κανένα ποτό ή καφέ και το καλοκαίρι να πάει και κάποιες μέρες κάπου με το φίλο της. Οι γονείς της εξάλλου είναι ακόμη νέοι και γεροί και παρά το πετσόκομμα των μισθών τους – τώρα βγάζουν και οι δύο όσο ο ένας πριν πέντε χρόνια – τα καταφέρνουν με το φαί και τους λογαριασμούς, αλλά μέχρις εκεί.
Ο Δημήτρης περνάει κάποια πρωινά απ’ την πλατεία. Δεν κάθεται όμως, πηγαίνει προς το σπίτι του. Δουλεύει σεκουριτάς το βράδυ. Χωρίς ασφάλιση βέβαια. Οι γονείς του είναι και οι δυο άνεργοι και το τρακοσάρι που βγάζει τους το δίνει ολόκληρο. Γι’ αυτόν δεν κρατάει τίποτα.
Η Γιάννα πάλι ούτε κι αυτή περνάει πια τα πρωινά απ’ την πλατεία για καφέ. Εκείνες τις ώρες διαβάζει. Θέλει να μάθει κι άλλη γλώσσα. Ελπίζει πως ίσως κάποια στιγμή κάτι θα μπορέσει να γίνει. Φέτος βέβαια δεν βρήκε φροντιστήριο – πέρσι δούλεψε για 3,5 ευρώ την ώρα – και τα απογεύματα κάνει σε κάποια παιδάκια ιδιαίτερο. Και αυτή μένει με τους γονείς της. Μάνα θέλω να ζήσεις πολλά-πολλά χρόνια, της είπε, μέχρι να γεράσω κι εγώ και να φύγω λίγες μέρες μετά από σένα. Έτσι της είπε.
Ο Αντώνης Σαμαράς, που από μικρός ήθελε να σώσει την Ελλάδα, τα κατάφερε και γράφτηκε στο πάνθεον των ελλήνων πρωθυπουργών. Ο Μπαρόζο, ο Γιούνκερ, ο Σαρκοζί, η Λαγκάρντ, ο Ρομπάι και η Μέρκελ, αυτοί που του δώσανε το χρίσμα στην πόλη της έβδομης τέχνης, ώστε μαζί με το Βαγγέλη Βενιζέλο που κάθε πρωί, όχι στην πλατεία αλλά στο σπίτι του, χαζεύει ευχαριστημένος τα άρθρα του νόμου περί ευθύνης υπουργών, να συγκυβερνήσουν, είναι βάσιμα ευχαριστημένοι. Το Μάρτη του 2015 ελπίζουν ότι θα βρεθούν οι απαραίτητοι 180 αποκομμένοι από την κοινωνία να βγάλουν τον πρώτο αποκομμένο μεταξύ ίσων αποκομμένων. Εξάλλου μέχρι το 2016 όταν θα έχει ολοκληρωθεί το αναπτυξιακό πρόγραμμα ΚΑΙ η πλατεία θα έχει αδειάσει.

20 Σεπτεμβρίου 2014

Johann Sebastian Bach (1685-1750): Die Kunst der Fuge (The Art of Fugue)














Οι τελευταίες νότες της Τέχνης της Φούγκας με τη σημείωση του γιου του, Carl Philipp Emanuel Bach: Πάνω στη φούγκα ετούτη απεβίωσε ο δημιουργός.




Γ.Σ. Μπαχ: Η Τέχνη της Φούγκας [Σπύρος Δεληγιαννόπουλος]

Το κείμενο αποτέλεσε παραγγελία του Ο.Μ.Μ.Α. για το φεστιβάλ 'γύρω από τη μουσική του Μπάχ' το Φεβρουάριο του 2003 και αναδημοσιεύεται από το site του κ. Σπύρου Δεληγιαννόπουλου (κλικ εδώ)

Η Τέχνη της Φούγκας θεωρείται το επιστέγασμα, ο τελευταίος σταθμός μιας σειράς μεγάλων μονοθεματικών έργων του Μπαχ, στα οποία περιλαμβάνονται επίσης οι Παραλλαγές Goldberg, η Μουσική Προσφορά και οι παραλλαγές σε μορφή κανόνα Vom himmel hoch.Επικρατέστερη θεωρία για την αιτία σύνθεσης, αν και δεν έχει ακόμα τεκμηριωθεί απόλυτα στη σύγχρονη βιβλιογραφία, είναι ότι το έργο ήταν η προσφορά του Μπαχ στην «Κοινωνία των Μουσικών Επιστημών» (Sozietät der musikalischen Wissenschaften), η οποία ήταν μια ακαδημαϊκή εταιρία/συνάθροιση μαθηματικών, φιλοσόφων και καλλιτεχνών, που έκαναν χρήση των μαθηματικών μέσα στο έργο τους προκειμένου να ερμηνεύσουν καλλιτεχνικά, φιλοσοφικά και κοσμικά φαινόμενα. Ο Μπαχ έγινε μέλος της Κοινωνίας αυτής το 1747.
Η Τέχνη της Φούγκας αποτελείται συνολικά από δεκαεννιά φούγκες, όλες πάνω στο ίδιο θέμα, όπου η τελευταία έχει μείνει ημιτελής. Οι φούγκες αυτές ονομάζονται «αντιστίξεις» (contrapunctus) και κανόνες (canon) και φέρουν αρίθμηση με λατινικούς χαρακτήρες (Ι-ΧΙΧ). Οι δεκαεννιά αυτές φούγκες χωρίζονται σε έξι ομάδες : η πρώτη περιλαμβάνει τις φούγκες 1-4, η δεύτερη τις φούγκες 5-7, η τρίτη τις φούγκες 8-11, η τέταρτη τις φούγκες 12-15, η πέμπτη τις φούγκες 16-18 και η έκτη τις επεξεργασίες της 19ης φούγκας. Εξετάζοντας τις επιμέρους σχέσεις τόσο μεταξύ των ενοτήτων όσο και μεταξύ των μερών τους, συνειδητοποιούμε πως στο έργο αυτό υπάρχει μια άρτια συγκροτημένη κατασκευή, με συμπαγή σύνδεση μεταξύ των συστατικών της. Η πολυπλοκότητα του έργου αυξάνεται βαθμιαία για να κορυφωθεί στο τελευταίο κομμάτι, το οποίο παρέμεινε ημιτελές εγείροντας περαιτέρω απορίες για το χαρακτήρα και το σκοπό του έργου.
Αναλυτικότερα, η διάρθρωση του έργου έχει ως εξής : Η πρώτη ενότητα αποτελείται από δύο φούγκες με το θέμα στην αρχική του μορφή και δύο με το θέμα ανεστραμμένο. Η δεύτερη ενότητα αποτελείται από μία φούγκα όπου το θέμα χρησιμοποιείται σε κανονική μορφή και ανεστραμμένο, μία όπου οι δύο παραπάνω μορφές χρησιμοποιούνται σε σμίκρυνση, και μία όπου χρησιμοποιούνται σε μεγέθυνση. Στη συνέχεια η τρίτη ενότητα παρουσιάζει το θέμα σε δύο διπλές φούγκες και δύο τριπλές. Στις τελευταίες, το τρίτο θέμα αποτελείται από τις νότες σι ύφεση-λα-ντο-σι, οι οποίες σύμφωνα με το Γερμανικό σύστημα ονομασίας των μουσικών φθόγγων είναι οι νότες Β-Α-C-H ! Η τέταρτη ενότητα περιλαμβάνει τέσσερις δίφωνες φούγκες, στις οποίες, κάτω από τη φαινομενική απλότητα κρύβεται ένας τεράστιος πλούτος ιδεών και συνδέσεων με το υλικό των προηγούμενων γκρουπ. Η πέμπτη αποτελείται από τρεις κατοπτρικές φούγκες, ενώ η έκτη κορυφώνει την διάρθρωση από μορφολογική και υφολογική άποψη, με μια κολοσσιαία τετραπλή φούγκα (αυτή θα ήταν η μορφή της -λογικά- αν ολοκληρώνονταν) όπου υπάρχουν όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στις προηγούμενες 18. 
Ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβει ο μέσος ακροατής πόσο αινιγματικό έργο παραμένει Η Τέχνη της Φούγκας στην παγκόσμια μουσική κοινότητα ακόμα και σήμερα, είναι να ενημερωθεί για τα βασικότερα των ερωτημάτων που διχάζουν ακόμα και σήμερα τους μουσικολογικούς κύκλους σχετικά με το έργο, αλλά και να γνωρίσει συνοπτικά τις σημαντικότερες θεωρίες που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί.
Αναμφισβήτητα, ένα από τα αναπάντητα ερωτήματα είναι για ποιο όργανο είναι γραμμένο αυτό το έργο. O Μπαχ έγραψε κάθε φωνή σε χωριστό πεντάγραμμο, χωρίς όμως να προσθέσει καμία περαιτέρω διευκρίνιση, χωρίς καμία ένδειξη για την ταχύτητα της εκτέλεσης, και χωρίς να αναφέρει πουθενά στο έργο ερμηνευτικές οδηγίες. Σήμερα το έργο παίζεται κυρίως από τσέμπαλο ή εκκλησιαστικό όργανο, αν και πολλοί ερμηνευτές υποστηρίζουν πως το έργο δεν είναι δυνατόν να εκτελεστεί από πληκτροφόρο, στοιχείο που ισχύει τόσο για το τελευταίο τμήμα του contrapunctus VI, όσο και για τις δύο κατοπτρικές φούγκες (ΧΙΙ και ΧΙΙΙ). Συνεπώς, η επιλογή του τσέμπαλου κρίνεται μάλλον προβληματική ή τουλάχιστον ιδιαίτερα απαιτητική. Από την άλλη μεριά όμως, η έκταση των φωνών στο έργο, ιδιαίτερα αυτή του τενόρου, δεν ταιριάζει απόλυτα με την έκταση κανενός έγχορδου ή πνευστού οργάνου. Σύγχρονες μελέτες στη μουσική βιβλιογραφία έχουν καταλήξει υπέρ της θεωρίας του πληκτροφόρου, με την πλειονότητα να υποστηρίζει ότι το πληκτροφόρο όργανο που μπορεί σωστά να αποδώσει σωστά την πυκνή και πολύπλοκη αντιστικτική γραφή του έργου αυτού είναι το εκκλησιαστικό όργανο, τα μυστικά του οποίου γνώριζε εξάλλου πολύ καλά ο Μπάχ, ως επαγγελματίας οργανίστας. Οι κατασκευαστικές ιδιαιτερότητες του οργάνου, λόγω των ρετζίστρων του και της δυνατότητας χρήσης των πεντάλ, προσφέρουν τη δυνατότητα εκτέλεσης με απόλυτη σαφήνεια αυτού του περίπλοκου έργου.
Ένα θεμελιώδες ερώτημα είναι: «το έργο αυτό γράφτηκε…για να παίζεται;». Υπάρχουν αρκετοί υποστηρικτές της άποψης ότι το έργο αποτελεί ένα εγχειρίδιο γραφής φούγκας, το οποίο αποσκοπεί στην καταγραφή και επίδειξη των σχετικών τεχνικών, χωρίς να έχει ερμηνευτικές αξιώσεις. Για αυτό άλλωστε -κατά την ίδια σχολή- ο συνθέτης δεν καθόρισε όργανα, ταχύτητα, και οποιαδήποτε ερμηνευτική ένδειξη. Η αντίθετη όμως σχολή επικαλείται την υπόδειξη που φέρει η πρώτη έκδοση του 1751 κάτω από τον τίτλο και η οποία αναφέρει: «…για τσέμπαλο ή εκκλησιαστικό όργανο». Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι το έργο είναι γραμμένο για πληκτροφόρο αλλά έχει γραφτεί κάθε φωνή σε χωριστό πεντάγραμμο, έτσι ώστε οι φωνές να είναι πλήρως ευδιάκριτες και προσιτές στον μελετητή. 
Ένα άλλο ερώτημα είναι αν το έργο αυτό ήταν τελικά η «Ιθάκη» του Μπαχ. Ήταν όντως η παρακαταθήκη του, το πνευματικό κληροδότημά του για τις επερχόμενες γενιές, ή αυτό είναι απλά ένας μύθος που καλλιεργήθηκε μετά το θάνατο του; Η σύγχρονη έρευνα φαίνεται να κατασταλάζει στην άποψη πως συνέβησαν και τα δύο. Ο γιος του, Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ, ο οποίος επιμελήθηκε την έκδοση του έργου, φρόντισε συνειδητά να το προωθήσει ως «το τελευταίο έργο» του πατέρα του, ώστε να διασφαλιστεί η εκδοτική επιτυχία. Στη δεύτερη έκδοση (1752) προχώρησε περισσότερο, υποστηρίζοντας πως ο Γ.Σ.Μπαχ βρήκε το θάνατο την ώρα που έγραφε αυτό το έργο, και μάλιστα τη στιγμή που (μετ)έγραφε σε νότες το όνομά του (Β-Α-C-H). Η γραφολογική έρευνα όμως του χειρογράφου, απέδειξε ότι χρονολογείται περί το 1740. Το 2000 μάλιστα, βρέθηκε στην Ουκρανία απόσπασμα αλληλογραφίας μεταξύ του Μπαχ και του γιου του Βίλχελμ Φρήντμαν, το οποίο αναφέρει ότι ο Μπαχ δούλευε αυτό το θέμα από το 1736.Φαίνεται λοιπόν πως το έργο ολοκληρώθηκε περί το 1742, και κατόπιν ο συνθέτης συνέχισε να το ξαναδουλεύει, αναθεωρώντας μερικά από τα αρχικά τμήματα και προσθέτοντας ενίοτε καινούργια. 

Στα παραπάνω αναπάντητα ερωτήματα προστίθεται επίσης και η αμφιβολία αν τελικά το έργο παρέμεινε ανολοκλήρωτο λόγω του θανάτου του συνθέτη, λόγω απώλειας τμήματος του χειρογράφου ή αν παρέμεινε ημιτελές συνειδητά! Η τελευταία αυτή άποψη, όσο και αν θεωρείται παράξενη, κερδίζει όλο και περισσότερους οπαδούς τα τελευταία χρόνια. Το ιδιότυπο αυτό «τέλος» που δίνει ο Μπαχ, εντάσσεται στο ίδιο πνεύμα που εντάσσεται και η έλλειψη παροχής όλων των άλλων στοιχείων γύρω από το έργο. Η απουσία του τέλους, το στοιχείο του «ανολοκλήρωτου» είναι μια πρόκληση του Μπαχ προς τους μελλοντικούς ερευνητές, ένα αίνιγμα που καλούνται να αποκρυπτογραφήσουν κατά το δοκούν. Αποτελεί μια ιδιότυπη μεταφυσική πρόκληση σε μουσική μονομαχία μεταξύ του Μπαχ και των συνθετών του μέλλοντος. Μια μονομαχία, στην οποία εδώ και δυόμισι αιώνες, κανένας από τους μεγάλους συνθέτες στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν τόλμησε να πάρει μέρος….





Eδώ με την Academy of St Martin in the Fields υπό τον Neville Marriner. 















Εδώ με το Emerson String Quartet,
















Εδώ με τον Helmut Walcha στο εκκλησιαστικό όργανο.














Εδώ για δύο πιάνα με τους Tini Mathot και Ton Koopman.


Ακόμα και για κουαρτέτα πνευστών:
















Με το κουαρτέτο φλογέρων Loeki Stardust Recorder Quartet.
Εδώ η Contrapunctus XIV














Ή με το κουαρτέτο σαξοφώνων Berlin Saxophone Quartet.

19 Σεπτεμβρίου 2014

Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά [Γιώργος Δαμιανός]

Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.

“Η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου δε δημιουργεί πρόβλημα στην Εκκλησία. Αντιθέτως, είναι συνέπεια της διδασκαλίας της” έλεγε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδας, Ιερώνυμος, το 2008. Και ορθά τα έλεγε. Άλλωστε ο Κύριος Ιησούς Χριστός απαγόρευσε σαφώς τον όρκο, λέγοντας: “Εγώ όμως σας λέγω να μη ομόσητε μηδόλως• μήτε εις τον ουρανόν, διότι είναι θρόνος του Θεού• μήτε εις την γην, διότι είναι υποπόδιον των ποδών αυτού• (Κατά Ματθαίον, 5:33-37). Εκτός από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο αυστηρότερα μίλησαν ο Αδελφόθεος Ιάκωβος και οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος και άλλοι.
Και ενώ όλα τα παραπάνω είναι γνωστά σε πιστούς και απίστους, εμφανίζεται ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος με 20μελή συνοδεία να ορκίζει τον Περιφερειάρχη  κ. Κ. Μπακογιάννη  και πλήθος ιερωμένων να ορκίζουν δημάρχους και περιφερειάρχες και να αγωνιούν για τον εναγκαλισμό τους με την πολιτική εξουσία (να μην πάνε χαμένα και τα τραπεζώματα που παραθέτουν μοναχές σε Ιεράρχες και μέλη της Κυβέρνησης σε ακατοίκητο διαμέρισμα στην περιοχή του Πολυδρόσου Αμαρουσίου)
Αλήθεια, πως λέγεται αυτός που γράφει στα παλιά του τα υποδήματα τις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού;
Και επειδή η επαναλαμβανόμενη χρήση, κυρίως, κατά τον 20ο αιώνα, “νομιμοποιεί” όλες αυτές τις αντιχριστιανικές φιέστες της ορκωμοσίας, που έγιναν στα τέλη του Αυγούστου για αυτό και ήμουν πρόθυμος να τις παραβλέψω
Το ποτήρι, όμως, ξεχείλισε με τις φοροαπαλλαγές προς τις μονές και τους μοναχούς του Αγίου Όρους
Εδώ δεν πρόκειται για το “αν τα ράσα κάνουν ή δεν κάνουν τον παπά”, περιττεύει κάθε συζήτηση για την ιεροσύνη. Αυτό που προέχει είναι να ορίσουμε την έννοια της Ανθρώπινης Τιμής και Αξιοπρέπειας σε αντίθεση με το θράσος και τον παρασιτισμό.
Παίρνουν σύνταξη ως αγρότες, λοιπόν, οι μοναχοί!! Μικρή ή μεγάλη σύνταξη δεν έχει, απολύτως, καμία σημασία. Το θράσος είναι ότι υποχρεώνουν τον ελληνικό λαό να τους πληρώνει σύνταξη, ενώ δεν τη δικαιούνται και ενώ την κλέβουν από την τσέπη άλλων αγροτών, στο τέλος δεν πληρώνουν ούτε καν το φόρο, ενώ όλοι οι άλλοι αγρότες πληρώνουν.
Ας τα κρατήσουν, λοιπόν, τα χρήματα, όπως κάνουν όλα τα φιλάργυρα γεροντάκια. Ας τα κάνουν “κουβαράκια” κάτω από τα ράσα τους. Ας μην έχουν, όμως, το θράσος να ισχυριστούν ότι “ο μοναχισμός είναι ένα άμισθο ιατρείο” ότι δήθεν “η τρίτη θεμελιώδης υπόσχεση του μοναχού είναι η ακτημοσύνη η οποία θεραπεύει το πάθος της φιλαργυρίας και της πλεονεξίας”.
Ξεκαρδιστήτε στα γέλια, όταν θα ακούσετε ότι “ο μοναχός καλείται να ζήσει εν πτωχεία, αλλά περισσότερο οφείλει να αγωνισθεί εναντίον του «πάθους της κτήσεως» (πλεονεξίας), της «αγάπης των χρημάτων» (φιλαργυρία) και των «πραγμάτων». Η αγάπη της ιδιοποιήσεως εξορίζει την αγάπη στον Θεόν και στον πλησίον”.
Και επειδή με πάθος και μισαλλοδοξία προστατεύουν τη μνήμη του Γέροντα Παϊσιου (δες υπόθεση του “γέροντα παστίτσιου”) ας θυμηθούν και τα λόγια του: “Ακόµη και ασφαλισµένο σε µια ασφάλεια του Ο.Γ.Α. να τον έχουν τον μοναχό, και αυτό δεν είναι τίμιο. Να τον έχουν ασφαλισμένο ως άπορο, ναι• αυτό τον τιμά. Αλλά να Τον έχουν ασφαλισµένο στον Ο.Γ.Α., γιατί; Ο µοναχός άφησε µεγάλες συντάξεις, έφυγε από τον κόσμο και ήρθε στο µοναστήρι, και να πάρει πάλι σύνταξη! Και να φθάνουµε για την σύνταξη να προδώσουµε τον Χριστό”! (Πηγή: Γέροντος Παϊσίου «Λόγοι» τ. Β΄)
Τι να τα κάνει, λοιπόν, τα ράσα ο μοναχός, όταν δεν έχει τσίπα;

18 Σεπτεμβρίου 2014





























[Νεκροταφείο Ζευγολατιού Κορινθίας, 15.09.2014 18.54]

Ένα κινητό αποχώρησε καψουροτραγουδώντας αφήνοντας απορία για το αν το τετριμμένο: “να τι είμαστε” είχε ειπωθεί ολοκληρωμένο.
Οι βεβαιότητες περί της ικανότητας Κρίσης επί των ατομικών πεπραγμένων, συνολικά και συμψηφιστικά, των όσων όσο ήμασταν προς πληρωμή τους όταν δεν θα είμαστε - μιλώντας για αυτά ως βέβαια και απολύτως ορισμένα - αποχωρούσανε κι αυτές.
Μια εξ αυτών όμως βιαζότανε γιατί στον κόσμο του είμαστε αυτός που κάποτε την κοίταζε στα μάτια ορισμένα τώρα πια σιγουρεύτηκε πως την κοιτά - και ίσως και να μην την κοιτά - αόριστα.

17 Σεπτεμβρίου 2014

Ηράκλειτος - Άπαντα - Πρόλογος [Τάσος Φάλκος Αρβανιτάκης]


























ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος                                 9
Α. Ζωή και Διδασκαλία           23
Β. Αποσπάσματα                    72
C. Μιμήσεις                           140
W.K.C. Guthrie: Ηράκλειτος 179
Βιβλιογραφία                        323
Επίμετρο                              325




ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Όταν ρώτησαν τον Σωκράτη πώς του φάνηκε το βιβλίο του Ηράκλειτου, απάντησε ότι όσα κατάλαβε του φάνηκαν «γενναία», που πάει να πει στοχασμοί ευγενικού, τολμηρού και μεγαλόψυχου ανθρώπου. Υπέθετε ότι «γενναία» ήταν και όσα δεν κατάλαβε. Και πρόσθεσε ότι για να τα καταλάβεις πρέπει να μπορείς να κάνεις βουτιές σε μεγάλα βάθη.
Μια θάλασσα λοιπόν βαθιά είναι ο Ηράκλειτος, μες στην οποία εμείς κάνουμε βουτιές άλλοτε για να γνωρίσουμε, άλλοτε για να θαυμάσουμε τις ομορφιές που περικλείνει και άλλοτε για να τραφούμε. Όποιος δεν αγαπάει τον κίνδυνο, δεν ξέρει τι θα πει ενθουσιασμός και δεν εκστασιάζεται μπροστά στη μεγάλη ομορφιά, δεν χρειάζεται ν' ασχοληθεί με τον Ηράκλειτο.
Αν διάλεξα να κάνω έναν πρόλογο και όχι μια εισαγωγή, είναι γιατί σε μια εισαγωγή μιλάμε όσο μπορούμε αντικειμενικά για το θέμα με όρους καθαρά επιστημονικούς. Αντίθετα σε έναν πρόλογο επιτρέπεται να μιλήσουμε για την προσωπική μας σχέση με το θέμα, με. κάποιο μέτρο βέβαια. Εδώ θα κάνω μια μικρή υπέρβαση της δεοντολογίας και θα μιλήσω αποκλειστικά για τη σχέση μου με τον Ηράκλειτο. Το κάνω αυτό, γιατί μόνο έτσι μπορεί κανείς ν' αντιληφθεί πραγματικά με ποιο τρόπο η φιλοσοφία μπορεί να είναι ζωντανή, να φωτίζει πραγματικά το μυαλό και να γονιμοποιεί τις καρδιές. Έχω πλέον βαρεθεί τους ερευνητές με την κατάξερη ψυχή που συναγωνίζονται στο ποιος θα μιλήσει πιο «αντικειμενικά», δηλαδή πιο ψυχρά, ποιος θ' αποκρύψει με επιτυχία τα συναισθήματά του -εδώ κάνουν πολύ καλά, γιατί συχνά δεν αγαπούν διόλου το θέμα τους- και ποιος θα πάρει τη μεγαλύτερη απόσταση, ώστε να φαίνεται πως κρίνει «επιστημονικά» και αφ' υψηλού. Τα πέρασα κι εγώ αυτά. Τώρα που είμαι αρκετά μεγάλος -γέρος για τα παλιά δεδομένα- επιτρέπω στον εαυτό μου να μιλήσει με τον τρόπο που θα μιλούσε ένας έφηβος για την αγαπημένη του. Η σχέση πράγματι που επιβάλλει ο Ηράκλειτος είναι ερωτική. Ή καταπλήσσεσαι, τον αγαπάς βαθιά, και τότε ωφελείσαι από αυτά που έχει να σου δώσει, ή λες «ωραία και ενδιαφέροντα είναι αυτά που λέει» και προσπερνάς αδιάφορος.
Πρέπει να ήμουν αρκετά μικρός -παιδί σχεδόν- όταν πρωτάκουσα ή πρωτοδιάβασα τη φράση «δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι». Εκ των υστέρων σκέφτομαι πως πρέπει να χωρίσω τη ζωή μου στην περίοδο πριν το άκουσμα της φράσης αυτής και στην υπόλοιπη ζωή μου. Είναι από τις αποκαλυπτικές φράσεις που σε κάνουν ν' αλλάξεις ζωή. Η φράση «τα πάντα ρει» με προβληματίζει και με βοηθάει να καταλάβω ένα μέρος της αλήθειας. Αλλά η φράση «δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι» με καταπλήσσει και με συναρπάζει ως μεταφορά και ως σκηνοθεσία. Η μία απευθύνεται στη νόησή μου, η άλλη απευθύνεται στη νόηση και στην ευαισθησία μου συγχρόνως. Συνδυάζει με τρόπο έξοχο την ποίηση και τη φιλοσοφία. Συγκινεί και κερδίζει περισσότερα μέρη της ψυχής.
Αργότερα διαπίστωσα ότι και άλλοι προσωκρατικοί, αλλά κι ο Πλάτωνας επίσης, εργάζονταν παρόμοια. Συχνά εξέφραζαν τη σκέψη τους με τρόπο καλλιτεχνικό. Πρόσεξα επίσης ότι κι ο Χριστός το ίδιο έκαμνε.
Ας σημειώσω ότι ο Αριστοτέλης ήταν εκείνος που απαίτησε τον χωρισμό της φιλοσοφίας από την ποίηση, λέγοντας ότι προτιμάει εκείνους που εκφράζονται «δια λόγων», δηλαδή με λογικά επιχειρήματα, και όχι «διά μύθων». Με τη λέξη «μύθους» εννοούσε προφανώς τα ποιητικά και γενικότερα τα καλλιτεχνικά μέσα. Οι νεότεροι εφάρμοσαν κατά κόρον την υπόδειξη αυτή. Οι ποιητές ξέχασαν τον Πίνδαρο και τους τραγικούς, που συνδύαζαν έξοχα τον στοχασμό με την ποίηση, και έτσι φτώχυναν την ποίηση, ενώ οι φιλόσοφοι απέκλεισαν τα καλλιτεχνικά-ποιητικά στοιχεία, και η φιλοσοφία κατάντησε μια κατάξερη πεδιάδα που την διασχίζουν πέντε ειδικοί.
Τον ενθουσιασμό μου απ' τη γνωριμία μου με τον Ηράκλειτο την απεικόνισα στο έργο μου «Αναζήτηση». Μεταφέρω εδώ μερικά χωρία/Ένας νέος πρωτοδιαβάζει τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου:
«Για κάποια κείμενα είχε αμφιβολίες, πολλά όμως τα καταλάβαινε ή τα 'νιώθε από διαίσθηση. Βοήθησε και η γερμανική μετάφραση κι η αγγλική. Αφού τα διάβασε δυο-τρεις φορές, να εξοικειωθεί λιγάκι, τ' αρχαία κείμενα άρχισαν να τραγουδούν και να πετάνε αστραπές. Ήτανε ένας λόγος σαν τον κεραυνό, «κεραύνιος» λόγος, που έβρισκε το μυαλό και την ψυχή μαζί, κι άναβε πυρκαγιές!
Δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο το ποτάμι.
Τα πάντα ρει...
Αυτά τα ήξερε. Αλλά εδώ διάβαζε ότι τον κόσμο αυτό, που είναι ίδιος για όλα τα όντα, δεν τον έπλασε κανένας θεός και κανένας άνθρωπος, αλλά ήταν πάντα, είναι και θα είναι αείζωη φωτιά, που ανάβει σύμφωνα με κάποιο μέτρο και παρόμοια σβήνει.
Ότι τα πάντα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και η φωτιά με τα πάντα, όπως τα εμπορεύματα με το χρυσάφι και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα.
Ότι ο ήλιος είναι καινούργιος κάθε μέρα, ίσως γιατί κι αυτός ακόμα μεταβάλλεται..
Ότι ο χρόνος, η αιωνιότητα είναι ένα παιδί, ένα παιδί που παίζει με αστράγαλους. Η βασιλεία των πάντων ανήκει σ' ένα παιδί.
Ότι υπάρχει ένας νους καθολικός, αλλά οι περισσότεροι θνητοί έρχονται σε ρήξη μαζί του και ζουν σα να 'χουν δική τους φρόνηση/;Oτι είναι σοφία να γνωρίζει κανείς την αρχή που κυβερνάει τα πάντα με τη βοήθεια των πάντων.
Εκεί έβλεπε πως στα πράγματα υπάρχει μια αρμονία φανερή και μια κρυμμένη, που ήτανε καλύτερη από την φανερή. Ότι τα εναντιόδρομα έχουν ενιαία φορά κι από τ' αντίθετα γεννιέται η ωραιότερη αρμονία.
Ότι ο πόλεμος είναι καθολικό φαινόμενο και ότι η δικαιοσύνη είναι πάλη, κι ότι τα πάντα γίνονται με την πάλη και με τρόπο αναγκαίο.
Εδώ, πως όλα για το θεό είναι καλά και δίκαια, ενώ οι άνθρωποι άλλα τα θεωρούν άδικα και άλλα δίκαια.
Εδώ, ο ήλιος δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα καθορισμένα μέτρα. Ειδάλλως θα τον κυνηγήσουν οι Ερινύες, οι βοηθοί της Δικαιοσύνης.
Ότι οι νόμοι οι ανθρώπινοι τρέφονται από τον θεϊκό νόμο.
Και πώς θα μπορούσε κανείς κρυφτεί μπροστά στο νοητό φως που δεν δύει ποτέ;
Αλλού μιλούσε γι' αλλαγές των καταστάσεων, αιώνιες αλλαγές, που υπακούν σε κάποιους νόμους: το ζεστό κρυώνει, το κρύο ζεσταίνεται.,.
Τα πάντα τα κυβερνάει ο κεραυνός!
Στο τέλος θα 'ρθει η φωτιά, θα ξεχωρίσει τα πάντα και θα τα κυριέψει!
Μια ήταν αναστατωμένος, μια αποσβολωμένος. Μετά έκαμνε σαν τρελός. Σα να 'τανε δικά του αυτά τα πράγματα. Να είχανε σταλεί σ' αυτό να ειδικά, αλλά δεν τ' άντεχε όλα μαζί. Δεν άντεχε απ' τη χαρά του, χοροπηδούσε η καρδιά του, ο ίδιος πηδούσε δεξιά κι αριστερά.
Τι πράγματα καθάρια! Ήλιοι, φωτιά, ποτάμια, νους καθολικός και αρμονία, κρυφή και φανερή. Και κάποιοι νόμοι που σαν τη μητέρα τρέφουν τους άλλους, τους ανθρώπινους!
Κι αν η ψυχή σου γίνει σαν φωτιά, ενώνεται με την συμπαντική ψυχή και ζει σύμφωνα με το αιώνιο πλάνο. Αλλιώς μένει υγρή και άσοφη και κοιμισμένη, φαντάζεται πως ζει σε κάποιο δικό της κόσμο, μακριά από την αρμονία την συμπαντική.
Τα πάντα είναι ένα!
Είναι αδύνατο να μείνεις απαθής, υγρός και άσοφος και βλάκας μπροστά στη γιγάντια φωτιά που άναψε και καίει εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια! Και να σκεφτείς ότι τον είπαν "σκοτεινό"! Μα χρειάζεται να "καταλάβεις" τις αστραπές και τη φωτιά;»
Αλλά τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου έσκαβαν πάντα μέσα μου, ακόμα κι όταν δεν το υποψιαζόμουν. Την εποχή που έγραφα τη «Νύχτα», που περιέχει αφηγήματα για τη Μικρασία, την πατρίδα του πατέρα μου, μια μέρα ξαφνικά ορθώθηκε μπροστά μου η γιγάντια μορφή του Μικρασιάτη Ηράκλειτου. Τον είδα ξαφνικά από μια άλλη οπτική γωνία, που ίσως και να μην ήταν ακριβώς ιστορικά σωστή -αυτό λίγο με ενδιέφερε-, αλλά για μένα ήτανε αληθινή. Τότε μου «δόθηκε» σχεδόν το αφήγημα που τιτλοφορώ «Το ποτάμι». Μιλάει ένας γέρος Μικρασιάτης προς τον συγγραφέα:
«Εντύπωση μου έκανε το πόσο ασχολήθηκες με τον Ηράκλειτο. Έμαθα πως τον δίδαξες δυο χρόνια. Μετέφρασες και τ' αποσπάσματα που σώθηκαν. Πιστεύω πως τον ένιωθες καλύτερα, γιατί ο πατέρας σου ήταν Μικρασιάτης.
Στα έργα σου αναφέρεις τον πόθο για ενότητα των ορφικοπυθαγορείων, τον πόθο της ψυχής να ξαναβρεί τη θέση της που έχασε. Παρόμοια, στον Ηράκλειτο, μιλάς γι' αυτή την τάση της ψυχής να ξεφύγει από τον καθημερινό θάνατο κι από την υγροποίηση, να γίνει πύρινη και να ενωθεί με τη φωτιά του κόσμου, να φτάσει στην πραγματική πατρίδα της. Το θέμα αυτό, και μόνο για το ότι είμαι Μικρασιάτης, με συγκινεί πολύ βαθιά. Εμείς το νιώθουμε καλύτερα απ' τους άλλους, γιατί γυρνάμε εδώ κι εκεί με την ψυχή μας ναρκωμένη και υγρή. Χάσαμε την πηγή μας, χάσαμε τον εαυτό μας και την ελπίδα να τον ξαναβρούμε...
Μου φαίνεται πως ο Ηράκλειτος ήτανε κάποιος που τον βασάνιζαν ο ήλιος, οι φωτιές και τα ποτάμια της πατρίδας μας. Έβλεπε πως τα βρώμιζαν, σιχάθηκε και ξενιτεύτηκε. Μια μέρα όμως, ξαφνικά, ένιωσε ξεκομμένος από τις πηγές του. Μετά από χρόνια γύρισε στον τόπο που γεννήθηκε, καθώς πέρσι εγώ. Αυτός ο ήλιος ήταν ίδιος και δεν ήταν. Ήτανε σάμπως να γεννιόταν άλλος καθημερινά. Πήγε και στο ποτάμι. Οι όχθες ήταν ίδιες και δεν ήταν, τα νερά ήταν ίδια και δεν ήταν, ο ίδιος ήταν ίδιος και δεν ήταν/Ένιωσε ότι ήτανε αδύνατο να ξαναβρεί εκείνη τη χαμένη ενότητα με την πατρίδα. Στάθηκε και συνέλαβε τη φράση αυτή που ταξιδεύει μέσα στους αιώνες: "Δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι!" Έτσι η φιλοσοφία του, από προφητική και μυστική, έγινε τραγική.»
Αλλά οι σχέσεις σου με κάποιον που αγαπάς πολύ περνούν συχνά κάποιες δοκιμασίες. Καταλαβαίνω τι εννοεί όταν μου λέει ότι ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων και ότι άλλους τους κάνει ελεύθερους και άλλους δούλους. Ακόμα μια αιώνια αλήθεια. Το κύριο χαρακτηριστικό της ίδιας της ζωής είναι η αλληλοκαβρόχθιση, που είναι και αυτό μία μορφή «πολέμου». Ακόμα και στον ίδιο τον οργανισμό μας τα πάντα «πολεμούν», «αφομοιώνουν» κι εξοντώνουν. Παντού γίνεται πόλεμος για επιβίωση ή επικράτηση. Αυτή είναι η μοίρα μας. Αλλά αυτοί που έζησαν στα τρυφερά τους χρόνια τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κι έπειτα τον εμφύλιο, αυτοί που έμαθαν για τη Μικρασία και την εξόντωση των Αρμενίων, αυτοί που έζησαν τον πόλεμο του Βιετνάμ και όσους άλλους άθλιους «πολέμους» σχεδιάστηκαν στον βρομερό αιώνας μας, τον αθλιότερο κατά τη γνώμη μου όλων των εποχών, αισθάνονται μια μύχια αηδία για την αρχή αυτή του καθολικού πολέμου κι αγανακτούν μ' όσους τη δέχονται παθητικά, έστω ηρωικά. Πέρασα έτσι κάποια χρόνια μισώντας τον Ηράκλειτο και παραφράζοντας τα αποσπάσματά του, επί το χείρον φυσικά:
«Αυτές τις μέρες βρήκε την μακάβρια ευχαρίστηση να διαστρέφει ρήσεις του Ηράκλειτου! Σκεφτόταν ότι ο σοφός αυτός τον είχε κατά κάποιο τρόπο ξεγελάσει. Ο κόσμος που ανακάλυψε μοναχός του ήταν πολύ διαφορετικός.
«Εδώ πραγματικά βρίσκεις πολλούς αστραγάλους», έλεγε ο Χρόνος, το σκληρό βασιλοπαίδι, τ' αδιάφορο και καταδικασμένο να πεσσεύει ανάμεσα στα πτώματα.
Ο πόλεμος είναι καθολικός, η Δίκη δολοφόνος. Τα πάντα γίνονται με σκοτωμό και θάνατο, με τάξη αναγκαστική.
Τα πάντα αλλάζονται με θάνατο κι ο θάνατος με τα πάντα, όπως τα εμπορεύματα με το χρυσάφι και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα.
Για τους θεούς και για τους νικητές τα πάντα είναι ωραία κι αγαθά και δίκαια, ενώ οι δούλοι και οι νικημένοι άλλα τα θεωρούνε δίκαια και άλλα άδικα. Έχουν δα γνώση οι θεοί, γι' αυτό μπορούν να μας αποκαλούν και νήπιους και πίθηκους.
Η θάλασσα για τα ψάρια είναι νερό πόσιμο και σωτήριο' για τους ανθρώπους άποτο κι ολέθριο. Το έγκλημα για τους θύτες είναι σωτήριο. Τα θύματα το θεωρούν κι αφύσικο κι ολέθριο.
Πρέπει να το χωνέψεις: το πεθαμένο και το ζωντανό, η σύφιλη κι η γρίπη, η συγκοπή και το μαχαίρωμα, ο θύτης και το θύμα είναι ίδια.
Είτε τον κάτω δρόμο πάρεις είτε τον επάνω εκείνοι τα κανόνισαν να βγεις στον βόρβορο. Αν πας να ξεστρατίσεις από την πορεία, τριγύρω σου γαβγίζουν τα σκυλιά. Μάθε να χαίρεσαι στο βόρβορο!
Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη μοίρα του εγκλήματος όπως ο ήλιος δεν μπορεί να ξεπεράσει τα καθορισμένα μέτρα. Ειδάλλως θα σε κυνηγήσουν ot Ερινύες οι βοηθοί της δολοφόνου Δίκης.
Για τους ξύπνιους ο κόσμος είναι ένας και κοινός, ενώ ο καθένας απ' τους κοιμισμένους στρέφεται στον δικό του κόσμο: Θαρρεί πως είναι αθώος!
Τα πτώματα και τις κοπριές να τα πετάς μακριά και να τα κρύβεις, όπως η φύση κρύβει τον εαυτό της και τα πτώματά της!»
Περνούν τα χρόνια, γέρασα σχεδόν, και ο Ηράκλειτος πάντα είναι στη σκέψη μου. Το τελευταίο μου γραφτό γι' αυτόν επισημαίνει την επιθυμία μου αλλά και την αδυναμία μου να δω πλέον τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Η σύγχρονη συνείδηση, και εννοώ τις συνειδήσεις αυτών που δεν αφήνουν απέξω ό,τι διαταράσσει την ησυχία τους, είναι τραγικά διχασμένη:

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ
Πού η ζωή και πού η απουσία; 
Πού η φυλακή και πού ο έγκλειστος; 
Πού ο θύτης πού το θύμα;
Γιε του νερού και της φωτιάς
που σ' οδηγεί ο κεραυνός,
πάρε τη λύρα και πυρπόλησε μας
εμάς που πιθηκίζουμε τον άνθρωπο.
Δείξε κι ονόμασε ξανά τα πράγματα.
Γιατί μόνον εσύ μπορείς
να διώξεις την ολέθρια στάχτη
που συσσωρεύτηκε στα μάτια μας,
εσύ ο αινιγματικός
ο πάναγνος και λυπημένος
που τις φτερούγες σου τις πλήγωσαν
ανίδεοι και παιδιά,
Κύριε της θλίψης και της λύτρωσης,
βόηθα κι εμάς τους βυθισμένους 
τους ξεκομμένους από τα μεγάλα σχέδια, 
εμάς που απ' έξω το νερό μας πνίγει 
ενώ τα σπλάχνα μας τα κατακαίει 
θανάσιμη φωτιά.

Μετέφρασα όσα καλύτερα μπορούσα τα γνήσια αποσπάσματα, αλλά και όλες τις μαρτυρίες για το έργο και τη ζωή του Ηράκλειτου, που περιλαμβάνονται στο γνωστό έργο των Diels και Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker. Δεν περιέλαβα το κριτικό υπόμνημα, που προορίζεται για ειδικούς.
Για τον μη ειδικευμένο επιστήμονα, στον οποίο απευθύνεται η εργασία που επιμελήθηκα, η ανάγνωση και μόνη των ελάχιστων αποσπασμάτων που σώθηκαν δεν προσφέρει μια σαφή εικόνα της δομής της σκέψης του Εφέσιου σοφού και ποιητή. Χρειάστηκε η εντατική και παθιασμένη εργασία πολλών γενεών ερευνητών, ώστε να βγει κάποιο νόημα από τις ελάχιστες και ξεκομμένες φράσεις που μας σώθηκαν. Αυτό σημαίνει πως είναι απολύτως απαραίτητο να δει κανείς κάποια ή κάποιες εργασίες νεότερων επιστημόνων που συνοψίζουν τα πορίσματα της μακροχρόνιας έρευνας. Ως τέτοια εργασία επέλεξα τη μελέτη για τον Ηράκλειτο του Guthrie, που περιλαμβάνεται στο πολύτομο έργο του A History of Greek Philosophic.
Προτείνω τον εξής τρόπο ανάγνωσης του παρόντος βιβλίου: Να διαβάσει κανείς πρώτα τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου, χωρίς να προσπαθεί να αναλύσει και να καταλάβει τα πάντα. Να αφεθεί απλώς στη γοητεία τους, να ονειρευτεί και να σκεφτεί, ακόμα και πράγματα που αργότερα θα καταλάβει ότι δεν είχαν σχέση με τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου. Αν σ' αυτούς τους ασύνδετους αφορισμούς-ποιήματα τίποτε δεν τον συγκινεί και δεν τον συγκλονίζει, θεωρώ μάταιη την ανάγνωση του υπόλοιπου βιβλίου. Αν όμως δεν συμβεί αυτό, τότε θα ωφεληθεί πολύ απ' τη μελέτη του άγγλου σοφού, που φυσικά δεν διεκδικεί τη μοναδικότητα στις αναγνώσεις και στις εκτιμήσεις του.



Σε επόμενη ανάρτηση "Το Επίμετρο" του Ι.Σ. Χριστοδούλου.