30 Ιανουαρίου 2016

Ανισορροπίες





















Στο Mein Kampf (Ο Αγών μου), το ιδεολογικό μανιφέστο του ναζιστικού κόμματος, ο Χίτλερ:
-τάσσεται υπέρ του φυλετικού αγώνα (με έμφαση στον αντισημιτισμό) και καταδικάζει το μαρξισμό ως εβραϊκή συνωμοσία. Επίσης καταδικάζονται οι κοινωνικοί αγώνες και κατακτήσεις, το μπολσεβικικό σύστημα της ΕΣΣΔ και προπαγανδίζεται η αναζήτηση, με φυλετικό πόλεμο, ζωτικού χώρου για το γερμανικό λαό προς την ανατολή.
-καταδικάζει τη δημοκρατία ότι δεν εξυπηρετεί τα πραγματικά συμφέροντα του γερμανικού λαού και προπαγανδίζει το κράτος υπό την απόλυτη εξουσία του Ηγέτη, ο οποίος είναι αυτός που τελικά θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του γερμανικού λαού.
Το σύνολο ανθρώπων που σκοτώθηκαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σε όλο τον πλανήτη υπολογίζεται σε 80.000.000.
«Ο Αγών μου» κυκλοφορεί ελεύθερα στην Ελλάδα και σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου βρίσκοντας μάλιστα παντού θαυμαστές.

Την 28.01.2016 ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Στάθης Λιβαθινός ανακοινώνει το πρόωρο κατέβασμα της θεατρικής παράστασης «Ισορροπία του Nash» όπου περιλαμβάνονταν και κείμενα του καταδικασμένου, για τη συμμετοχή του στην 17Ν και για δολοφονικές (εγκληματικές γενικότερα) πράξεις που διέπραξε στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της οργάνωσης 17Ν, Σάββα Ξηρού. Αφορμή οι εκτεταμένες αντιδράσεις, για το ανέβασμα του έργου στο Εθνικό Θέατρο, και οι κατά δήλωσή του απειλές (ακόμη και με χρήση ρουκετών κατά του κτιρίου του Εθνικού Θεάτρου) που δέχτηκε.

29 Ιανουαρίου 2016

Κατάστρωμα [Ντέμης Κωνσταντινίδης]


Κατάστρωμα.

Πολύ απασχολημένοι!
Πολύ απασχολημένοι!
Κινητά μεδουσών εγκεφάλων...
Μια γαλάζια στιγμή
δεν τους μένει
να μετρήσουν τα 
ναυάγια των άλλων.

28 Ιανουαρίου 2016

Ρουμπαγιάτ





























[εγκαταστάσεις πρώην λατομείου Μουζάκη στην Πεντέλη, 22.01.2016 09.21] 

Στις λάσπες ανέγγιχτοι τόπων υγρών
Λατομείων, ασβεστάδικων, λιμνών
Εικονολήπτες αποστειρωμένοι:
Κόπων, ζήσης απόντες μα και λυγμών.

27 Ιανουαρίου 2016

Τάκος Λαίνας - Παραϊατρικές Ενθυμήσεις

























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό τεσσαρακοστό τέταρτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ", την ποιητική συλλογή: "Παραϊατρικές Ενθυνήσεις" του Τάκου Λαίνα.

[Εικόνες από το ερειπωμένο αρχοντικό επί της λεωφόρου Ελευθερίου Βενιζέλου 18 στην Πεντέλη 26.01.2016]




























Είναι η μεγαλύτερη και η πιο ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονικά από τις δύο επαύλεις του Χάνσεν στις Μυρτιές, επί της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου που οδηγεί στη Μονή Πεντέλης. Η ανέγερσή της ξεκίνησε το 1846 και εγκαταλείφθηκε ένα περίπου χρόνο αργότερα. Το σπίτι, διώροφο με υπερυψωμένο ισόγειο, προς την πλευρά της οδού προς τη Μονή Πεντέλης, είναι ουσιαστικά τριώροφο στις τρείς λοιπές του πλευρές λόγω της κλίσεως του εδάφους. Το κτίριο είναι επίσης ευρύτερο προς την δυτική κυρία του πρόσοψη και στενότερο στην ανατολική του όψη, σχηματίζοντας ένα βραχύ και πλατύ αντεστραμμένο «Ταυ». Έτσι επιτυγχάνεται να εισχωρεί το φως και να φωτίζει καλύτερα το εσωτερικό του.

Λιθόκτιστο και ασοβάντιστο, δίνει μια εντύπωση ελαφρώς βενετσιάνικη. Η εντύπωση αυτή ενισχύεται από την εξέχουσα σημασία του 2oυ ορόφου (piano nobile), ο οποίος φωτίζεται άπλετα από τα τρία ευρύχωρα ανοίγματα με καμαρωτό υπέρθυρο στην δυτική πλευρά και προεκτείνεται στην ανατολική προς την θέα πλευρά με στενόμακρο μαρμάρινο εξώστη. Μετά τον θάνατο της δούκισσας, η Tourelle (μετάφραση της λέξης Πυργίσκος), περιήλθε στην κατοχή της οικογενείας του Γεωργίου Σκουζέ και εν συνεχεία σ’ εκείνη του Δημητρίου Τσάκωνα.

Πηγή κειμένου: vrilissia.gr

Inch' Allah [στίχοι - μουσική - ερμηνεία: Salvatore Adamo, μετ. ΦΚ]


Έχει ο Θεός

Είδα την ανατολή στη θήκη της σαν κόσμημα με το φεγγάρι σαν λάβαρο
Και λογάριαζα μ’ ένα τετράστιχο να  τραγουδήσω στον κόσμο το φως της

Αλλά όταν είδα την Ιερουσαλήμ, σαν παπαρούνα σε βράχο,
Άκουσα ένα θρήνο όταν, πάνω του, έσκυψα.

Δε βλέπεις, ταπεινό εκκλησάκι, εσύ που ψιθυρίζεις «επί γης ειρήνη»,
Πως τα πουλιά κρύβουν με τις φτερούγες τους τα φωτεινά γράμματα: «Κίνδυνος σύνορα!»
Ο δρόμος οδηγεί στην κρήνη. Θα μπορούσες κάλλιστα να γεμίσεις  το μαστέλο σου.
Σταμάτα, Μαρία-Μαγδαληνή:για κείνους, το σώμα σου δεν αξίζει το νερό.

Έχει ο Θεός Έχει ο Θεός Έχει ο Θεός

Κι η ελιά κλαίει τον ίσκιο της, τον τρυφερό σύζυγό της, τον άνθρωπό της
Που αναπαύεται κάτω απ’ τα χαλάσματα της φυλακής σε γη εχθρική.

Σε ένα αγκάθι του συρματοπλέγματος, η πεταλούδα παρατηρεί το ρόδο.
Οι φύλακες θα με αποβάλλουν αν τολμήσω.

Θεέ της κόλασης ή Θεέ του ουρανού, εσύ που είσαι παρών ή έτσι φαίνεσαι,
Πάνω στη γη του Ισραήλ, υπάρχουν παιδιά που τρέμουν.

Έχει ο Θεός Έχει ο Θεός Έχει ο Θεός

Οι κοπέλες πέφτουν κάτω απ’ τη θύελλα, αύριο, το αίμα θα το πλύνουν.
Ο δρόμος είναι φτιαγμένος από θάρρος: Μία κοπέλα για κάθε πέτρα του δρόμου.

Αλλά ναι: είδα την Ιερουσαλήμ, σαν παπαρούνα πάνω σε βράχο.
Ακούω πάντοτε το θρήνο αφού, πάνω στο βράχο είμαι σκυμμένος,

Θρήνος για 6 εκατομμύρια ψυχές που δεν έχουν το δικό τους μαρμαρένιο μαυσωλείο 
Και που, παρά τη λιγοστή άμμο, μπόρεσαν να κάνουν να φυτρώσουν 6 εκατομμύρια δέντρα.

Έχει ο Θεός   Έχει ο Θεός Έχει ο Θεός


Inch'Allah

J'ai vu l'orient dans son écrin avec la lune pour bannière
Et je comptais en un quatrain chanter au monde sa lumière

Mais quand j'ai vu Jérusalem, coquelicot sur un rocher,
J'ai entendu un requiem quand, quand sur lui, je me suis penché.

Ne vois-tu pas, humble chapelle, toi qui murmures "paix sur la terre",
Que les oiseaux cachent de leurs ailes ces lettres de feu: "Danger frontière!"
Le chemin mène à  la fontaine. Tu voudrais bien remplir ton seau.
Arrète-toi, Marie-Madeleine: pour eux, ton corps ne vaut pas l'eau.

Inch'Allah Inch'Allah Inch'Allah Inch'Allah

Et l'olivier pleure son ombre, sa tendre épouse, son amie
Qui repose sous les décombres prisonnières en terre ennemie.

Sur une épine de barbelés, le papillon guette la rose.
Les gens sont si écervelés qu'ils me répudieront si j'ose.

Dieu de l'enfer ou Dieu du ciel, toi qui te trouves ou bon te semble,
Sur cette terre d'Israël, il y a des enfants qui tremblent.

Inch'Allah Inch'Allah Inch'Allah Inch'Allah

Les femmes tombent sous l'orage. Demain, le sang sera lavé.
La route est faite de courage: une femme pour un pavé.

Mais oui : j'ai vu Jérusalem, coquelicot sur un rocher.
J'entends toujours ce requiem lorsque, sur lui, je suis penché,

Requiem pour 6 millions d'âmes qui n'ont pas leur mausolée de marbre
Et qui, malgré le sable infîme, ont fait pousser 6 millions d'arbres.

Inch'Allah Inch'Allah Inch'Allah Inch'Allah

26 Ιανουαρίου 2016

Περίγραμμα








































[περιοχή λίμνης Πλαστήρα, Καλύβια Φυλακτής, 11.01.2016 09:14]

Η νύχτα μόλις τράβηξε να ξεκουραστεί για λίγο και το δέντρο, έτσι καθώς γυμνό: μοναδικό και ανεπανάληπτο, περιγελά τις απόπειρες εναργούς απάντησης στο γεωμετρικό ερώτημα περί του περιγράμματός του.

Η Ναυς των Ονείρων [Μάριος Μαρκίδης]

Από τις "Σημειώσεις" (τεύχος 24, Νοέμβρης 1984) του Στέφανου Ροζάνη.

Ο νεοελληνικός κριτικός λόγος έχει θεμελιωθεί πάνω στα ράκη του σολωμικού έργου, όπως η νεοελληνική ταυτότητα έχει υφανθεί πάνω στις σπασμένες πέτρες της Κνωσσού και των Μυκηνών. Μ’ όλα ταύτα, ο Διάλογος, αυτή η παθητική αντιπαράθεση της λαβωματιάς του πολεμάρχου στο λόγιο «τραύμα» (άμε να βρεις τους πολεμάρχους, ψηλάφησέ τους τες λαβωματιές και πες τους ότι πρέπει να τες λεν τραύματα) και της φλόγας του στόματος στην παγωνιά της γραμματικής σοφίας, αυτή η συνάντηση δυο μονομάχων της γλώσσας πάνω από το γιαλό της Ζακύνθου με φόντο τα κανόνια του Μεσολογγίου, προκάλεσε πάντα (να παράξενο μούδιασμα, — ένα ναι, βέβαια, μα έχω πια διαλέξει υπασπιστή όπως θα έλεγε ο Οθέλλος, σα να εμάγκωνε την κίνηση προς το κείμενο η γνωστή ευερεθιστότητα του Σολωμού (Έχω εύκολο το χείλο...).

Ένας ποιητής πού έπρεπε να βασανίσει τον εαυτό του για να μιλήσει ελληνικά (Γνωρίζεις τα Ελληνικά, κύριε; Τα εσπούδαξες από μικρός;) και που τα βάσανά του φαίνονται όχι τόσο στα ποιήματά του, που δεν ήθελε άλλωστε να μας αφήσει, όσο στα σχόλια και τα γράμματά του, που ήθελε δεν ήθελε που τα πήραμε. Ένας σοφός που του πονεί κι εκείνου η ψυχή για την αλήθεια, όσο και για τη δόξα, και, που αν ήτανε να κλονιστεί η πίστη του στα λόγια του Πλάτωνος, κάλλιο θα είχε να τρελαινότουν (μα δεν είναι τάχα μέσα στη γλώσσα που τρελαίνονται οι άνθρωποι των δυο χιλιάδων τελευταίων χρόνων της ελληνικής Ιστορίας; — Μια τρέλα όπου έχει τα φαινόμενα της φρονιμάδας). Κι ένας φίλος, μισοπρόθυμος μάρτυρας του καυγά, γιατί το μυαλό του είναι γυρισμένο κατά το Μοριά, γιατί θαρρεί πως όλοι δεν έχουνε κανέναν άλλο σκοπό, παρά να πιάσουν τα κουπιά και να κατέβουνε να πολεμήσουνε τους Τούρκους (Και τόσο σου τρέμουν τα μέλη, όπου φαίνεται πως ετοιμάζεσαι να πας εκεί πέρα να πολεμήσεις...).

Τι προκαλεί, λοιπόν, τις εκρήξεις οργής του Σολωμού, αυτής της αγωνιώδους εκκρεμότητας ανάμεσα στο ειπωμένο και το ανείπωτο, μέσα στον «Διάλογο»; Τι παράγει την εντύπωση μιας σχεδόν «τεχνητής», όπως θα λέγαμε σήμερα, «όξυνσης», που ο Σοφολογιότατος (όχι και τόσο σοφός, είναι αλήθεια, όσο κωμικά μεγαλόπρεπος) βρίσκεται σε αδυναμία να παρακολουθήσει; Εάν αφαιρεθούν οι εκρήξεις του Σολωμού οι οποίαι φαίνονται άτοποι και σήμερον, άδικοι καθώς είναι, ο «Διάλογος» δεν είναι βέβαια εν έργον που γεννά πλέον αντίδρασιν. Αι θέσεις του Ποιητού.... ουδένα συντηρητικόν εις το γλωσσικόν ζήτημα ή γλωσσολόγον, ουδένα σοφολογιότατον σημερινόν δηλαδή θα εσκανδάλιζον, γράφει & Ν. Β. Τωμαδάκης [Διονύσιος Σολωμός, επιμέλεια Ν.Β. Τωμαδάκη. Βασική Βιβλιοθήκη, «Aετός», Αθήναι, 1954]. Κι όμως, κι ο σοφολογιότατος σκανδαλίζεται από τας θέσεις του ποιητού και τρέχει να ξαναπεί κι άλλου πως η γλώσσα των ρωμιών είναι διεφθαρμένη, κι ο ποιητής, που νιώθει να του αφανίζουν τη γλώσσα, τους πιο περιπαθείς ήχους της παιδικής του ηλικίας, θυμώνει. Μήπως γιατί αυτός ο ετερόφωτος κόρακας, που του πιάνει με το στανιό κουβέντα, θέλει να λέει το μάτι ομμάτιον και το κρεβάτι κραββάτιον; Όχι επειδή λέει το μάτι όπως θέλει, μα επειδή απαιτεί ΝΑ ΤΟ ΛΕΜΕ όπως εκείνος θέλει.

Ανάμεσα στον ποιητή, που ο αγώνας του ήταν πώς ν’ αποφεύγει να μεταφράζει από τα ιταλικά, και τον δάσκαλο, που η μανία του ήταν να διορθώνει τις λέξεις με τα σχήματα των αρχαίων (αυτός κι οι όμοιοι του θέλουν να γράφουμε μίαν γλώσσα, η οποία μήτε ομιλιέται, μήτε άλλες φορές εμιλήθηκε, μήτε θέλει ποτέ ομιληθεί), υπήρχε ένα βαθύ χάσμα, — αν το σκεφθείς καλά το ίδιο χάσμα που μας καταπίνει μέχρι σήμερα, χωρίς να γεμίζει ποτέ με άνθη.

Ο πρώτος είχε μια δίψα, αν μου επιτρέπεται η γλωσσολογική έκφραση, «περιγραφική», τον έκαιγε τόσο η σκιά του Ομήρου όσο κι η σκιά του δούλου του απ’ τη Γαστούνη, το πατερό όσο και το πάτερο, η ματία όσο κι η ματιά, το αμέριμνον στόμα, οι αυτοκίνητες θύρες, ο αστρώδης αιθέρας, τα επιτύμβια κλαδιά. Υποτάσσεται στη σημαίνουσα αλυσίδα της γλώσσας, περιγράφει, αποθησαυρίζει, κι όπου αισθάνεται «αρκετός» δοκιμάζει να κυριέψει. Αποτέλεσμα,

... εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: να ‘κδικηθώ.

Ο σοφολογιότατος φλογίζονταν από ένα πάθος «κανονιστικό». Είχε σκύψει χρόνια στα θρανία τη ράχη του, είχε σπουδάσει την «παλαιά» δια το κοινόν όφελος της παλιάς πατρίδος, κι έπρεπε οι έλληνές του να συλλογίζονται καλά, πράγμα που σήμαινε να μεταχειρίζονται τις «ορθές λέξεις» και τα σωστά, κατ’ αναλογίαν των αρχαίων, σχήματα. Η επιχειρηματολογία του, όση τον αφήνει ο εξαγριωμένος ποιητής να αναπτύξει, είναι απλή: με τα λόγια του λαού (Πάντα τον λαόν μου βγάνεις έξω δια διδάσκαλο, λέει), δεν μπορεί κανείς να χτίσει συλλογισμούς, παρά στο φτωχικό επίπεδο των στοχασμών του λαού. Λοιπόν, πρέπει να τρέξουμε εις τες μορφές των Ελληνικών λέξεων, και να πάρουμε όσες ημπορούμε, και κάποιες από τες δικές μας, όπου δεν είχαν οι παλαιοί, να τες σύρουμε ‘ς την παλαιά μορφή. ΠΡΕΠΕΙ, μα την αγάπην του Ελικώνος! Κι όσο για τους στοχασμούς του λαού, έμεναν φυσικά άναυδοι μπροστά στην κανονιστική βέργα.

Στόμα, λέει, Ιακώβ, χείρες δε Κοραή... Ο Διάλογος γράφτηκε (και κλείστηκε σ’ ένα συρτάρι) το 1824. Πενήντα χρόνια «ούτως ειπείν» ελεύθερου ελληνικού βίου αργότερα, το 1874, να πώς σκέφτεται ο σοφολογιότατος (και σας διαβεβαιώ ότι δεν έχω καθόλου την όρεξη να τον ειρωνευτώ, αυτός «γνωρίζει τα ελληνικά», τα «εσπούδαξε από μικρός», έχει επί τέλους ζήσει την τυραννία μιας γλώσσας που κατάντησε σχεδόν αφασική, γιατί δεν ήξερε παρά να λέει τη φουφού «φουφού», και τώρα κάποιοι παράξενοι άνθρωποι —έτσι τους ονομάζει ο Σεφέρης, λίγο παράξενος κι αυτός όταν συλλαμβάνει τον Κάλβο «άφωνο»— της υπαγορεύουν να τη λέει φυσοτρυπίνη: Οι τέσσαρες φίλοι εκάθηντο πέριξ μιας φυσοτρυπίνης, — οι τέσσαρες φίλοι ήταν οι τρεις σωματοφύλακες). Σήμερον... χάρις εις αυτήν την θείαν τω όντι γλώσσαν... απολαμβάνομεν, υπό την αιγίδα του θρόνου, τελεσφόρους τους καρπούς της ελευθερίας˙ [Σ’ αυτή τη γλώσσα] ευρίσκεται γραμμένον το Ευαγγέλιον, η κρηπίς της θρησκείας μας... Απ’ αυτήν ελπίζομεν ‘να ρυθμίσωμεν και πλουτίσωμεν και αυτήν την οποίαν λαλούμεν. Πρέπει, λοιπόν, να προσλάβωμεν την έξη της αρχαίας ελληνικής. Αλλά ποτέ, λέγεις, δεν θα φθάσωμεν εις την εντέλειαν του Πλατωνικού και Δημοσθενικού χαρακτήρος. Σύμφημι, δια χάριν σου˙ δεν συμπεραίνω όμως εκ τούτου ότι δεν πρέπει ’να μη σκοπεύωμεν ούτε προς τον χαρακτήρα του Στράβωνος και Πλουτάρχου, ή του Βασιλείου και Χρυσοστόμου˙ και, τέλος πάντων, ποιος με βεβαιώνει ότι, μετά πεντήκοντα, εκατόν, εκατόν πεντήκοντα έτη, δεν θα κατορθωθεί και αυτό το σήμερον ακατόρθωτον νομιζόμενον έργον;... Διατί λοιπόν τόση μικροψυχία; Διατί... καθώς έλεγεν ο Δημοσθένης, ‘να συμπεριλαμβάνω εις το αυτό της καταδίκης ψήφισμα και τους απογόνους μου [Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου, Λεξικόν της καθ’ ημάς Ελληνικής Διαλέκτου, μεθηρμηνευμένης εις το Αρχαίον Ελληνικόν και το Γαλλικόν, Εκδ. Ανδρέας Κορομηλάς. Εν Αθήναις και Κωνστ/πόλει.].

Πενήντα, εκατό, εκατόν πενήντα χρόνια μετά... Μέσα στα πρώτα πενήντα χρόνια, ο γλωσσολόγος Γιάννης Ψυχάρης, που του κάθονταν στο στομάχι η ιδέα της νεκρανάστασης της γλώσσας όσο και του κοραϊκού ιστορικού «συμβιβασμού», τσακώνονταν με τους πάντες (συμπεριλαμβανομένου του Παλαμά), χλεύαζε τους γλωσσαμύντορες, γκρίνιαζε με τον Παπαδιαμάντη, γκρίνιαζε ακόμη και με τη σύνταξη του Σολωμού, — για κείνη λόγου χάρη τη στροφή της Αγνώριστης, όπου
η αυγούλα
λεπτή βροχούλα
στέρνει δροσιάς.
Πώς γίνεται, έλεγε, να «στέρνει» η αυγούλα βροχούλα, και μάλιστα δροσιάς; Σε ποιόνε τη στέρνει (αυτή η αμετάβατη), ο Σολωμός σίγουρα θα ήθελε να γράψει «σπέρνει». Κάτι δεν πάει καλά με το χειρόγραφο στο μέρος αυτό. Κι ύστερα, τι πάει να πει «βροχούλα δροσιάς»; Με ποιό τρόπο μετασχηματίζεται το ρωμαίικο «βροχούλα δροσιά» σε γενική της ποιότητας; [Μεγάλη Ρωμαίικη Επιστημονική Γραμματική, Αθήνα, 1935.]

Ήταν κι εκείνοι οι «γλαυκότατοι ουρανοί» του Σολωμού, κι οι «νεανίσκοι» (πόσο μακριά από τη Χίο τα Επτάνησα!), κι η «χρεία», κι η «ξηρά», και τ’ άλλο τ’ ανυπόφορο, για τ’ αυτιά του Ψυχάρη, το «τερπνόν», που ομοιοκαταληκτεί με τον Ααρών:
Ακλουθάει την αρμονία
η αδελφή του Ααρών,
η Προφήτισσα Μαρία
μ’ ένα τύμπανο τερπνόν.
Μα εμείς δεν είπαμε κανένα ΠΡΕΠΕΙ στη γλώσσα, μου φαίνεται πως διαμαρτύρεται από τα βάθη του τάφου του (ή, αν θέλετε, από τα βάθη της νεοελληνικής νυκτός) ο Σολωμός. Εγώ φωνάζω μόνο (κι όσο περνούν τα χρόνια θα φωνάζω, θα το δείτε, δυνατότερα) για να μαζωχθεί ο λαός της Ελλάδας όλης και να τον ακούσει ο Σοφολογιότατος ΠΩΣ ΟΜΙΛΕΙ... Εν τούτοις, μπροστά στον Ψυχάρη, που βεβαίωνε πως άκουγε μόνο άδολα τη γλώσσα να μιλάει, μα δεν άντεχε και στον πειρασμό να της «υπαγορεύσει» πώς θα μιλάει, έμπαιναν δυο μεγάλα ΠΡΕΠΕΙ (και τα δυο πολιτικά, έλεγε, όμως ας μη βιαστούμε να τον αγαπήσουμε: Δεν εννοούσε, αυτό που εννοούμε). « Ό,τι πολέμα να κάμει ο στρατός για τα φυσικά σύνορα, θέλει η γλώσσα να το κάμει για τα σύνορα τα νοερά. Πρέπει και τα δυο τους να παν πολύ μακριά, να πάρουν πιότερο τόπο. Μαζί θα προκόψουν καμιά μέρα». «Ομπρός, λοιπό, τα παιδιά˙ ορμήστε, παλληκάρια, στο κριάς, στο πετσί! Χτυπάτε, όσο μπορείτε...» [Το Ταξίδι μου].

Δεν ξέρω, πόσο μακριά θα μπορούσε να οδηγήσει τα εθνικά πεπρωμένα ο «Ορφές» και πόσο θ’ άφηνε πίσω του τα σύνορα του « Ορφέως». Δεν ξέρω ακόμη αν το «αρφάβητο» θα ήταν σε θέση να διεκδικήσει περισσότερο ζωτικό χώρο για τη ρωμιοσύνη απ’ ό,τι το «αλφάβητο» (αυτό που έφερνε στα βάθη της Ασίας ο ελληνισμός του Καβάφη δεν ήταν, εν πάση περιπτώσει, το χακί). Ξέρω μόνο πως για να πούνε τα παλληκάρια του Ψυχάρη «πούπετις» το «πουθενά», έστω και εν τη ελπίδι να γιγαντώσουν έτσι τα σύνορά τους τα νοερά, θα έπρεπε ανυπερθέτως να επέμβει ο στρατός.

Εκατό χρόνια μετά το Σκαρλάτο εκ Βυζαντίου, εκατόν πενήντα χρόνια μετά το Διάλογο του Σολωμού, σε μιαν υπερευαίσθητη εποχή που καταγγέλλει σαν εξουσιαστική τη χτεσινή επαναστατική γλωσσολογία, που δυσφορεί ακόμη και με τον Saussure για την «κανονιστική» διάθεση την οποία υποτίθεται πως εμπνέει, που διψάει για την περιγραφή της φυσικής γλώσσας, «όπως μιλιέται», και τρέχει στους δρόμους της πολιτείας και του χωρίου για να πιάσει το «Parole» με το μαγνητόφωνο στο χέρι, εμείς εννοούμε να «κανονίζουμε» ακόμη με την ψευδεπίγραφη ιδεολογική φορά μας τη γλώσσα, να προστάζουμε στα σχολειά μας, ακόμη και στις γραφομηχανές μας, την «αυθεντικά» δημοτική χρήση της.

Μα δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε. Αυτή η αυθεντικά (;) δημοτική χρήση, ο «καταπιόνας» που, διακινδυνεύοντας τόσο βάναυσους συνειρμούς, θέλει να εκτοπίσει τον καθωσπρεπισμό του «φάρυγγα» (μέχρις ότου χάσουμε τ’ αχνάρια της «φαρυγγίτιδας»), η «μάζωξη» που μαζικοποιεί και τα τελευταία απομεινάρια ανεξαρτησίας γνώμης της «συνέλευσης», η λέξη «συναδέλφισσα» κι η λέξη «επιστημόνισσα» (δεν λέμε ακόμη «προέδρισσα»: δεν μας έχει ίσως χρειαστεί προς το παρόν σε μεγάλη κλίμακα το σημαίνον), εκείνο το μονολιθικό αναφορικό «που», το όποιο συχνά δεν αναφέρεται πουθενά με σταθερότητα, οδηγώντας σε μια τρέλα αμφιβολίας τις προτάσεις μας (και μαζί τους κάθε απόπειρα ερμηνείας στα δημόσια έγγραφα), — αυτή η αυθεντικά δημοτική χρήση δεν είναι «φυσική γλώσσα», δεν είναι τα «χωριάτικα κάθε χωριού» του Ψυχάρη, ο τρόπος που φανερώνει η γλώσσα τούς θησαυρούς της. Δεν είναι η γλώσσα που απελευθερώνει τα αισθήματα και τα νοήματά μας, είναι η ολοκληρωτική γλώσσα που τα δυναστεύει, που δεν τα απωθεί απλώς, μα τα αποκλείει. Δεν είναι η γλώσσα όπως μιλιέται, είναι η γλώσσα όπως «υποβάλλεται», — από ένα κατά βάθος «λογιώτατο» πνεύμα, που δεν του αρκεί να εξουθενώσει μόνο τη συνείδησή μας, αλλά και το ασυνείδητό μας, και που διαδηλώνει μόνο (γιατί δεν του στοιχίζει τίποτα) σ’ όλες τις κλίσεις πού διαθέτει τον λαϊκισμό και τον φιλελευθερισμό του.

Αυτή η γλώσσα δεν ταξιδεύει, δεν περιπλέει την ελληνική εμπειρία, όπως κάποτε, για λίγους νομάδες που αντίκριζαν για πρώτη φορά τη θάλασσα, άρχισε να περιπλέει το Αιγαίο εκείνο το υγρά κέλευθα. Αυτή η γλώσσα δεν ερωτεύεται, δεν πενθεί, δεν πονάει. Εικονικά μόνο είμαστε οι νομοθέτες της (για να μη παρεξηγούμαι, πιστεύω πως είμαστε, αντίθετα, οι νομοθέτες των «χαλιαρντών»). Αύτη η γλώσσα δεν αντλεί απ’ τις ανάβρες της ψυχής και δεν αρδεύει την ψυχή. Δεν φέρει τον φέροντα σαν ένα όχημα ελευθερίας, «φέρεται» στον φέροντα (ένα φέροντα εκμηδενισμένο απ’ την κατανάλωση, τη μικροαστική πειθαρχία και τη μαζικότητα), όπως φέρνουν την «καλημέρα» στα κλουβιά οι παπαγάλοι. Οι Εσκιμώοι, λέει, έχουν κάπου πέντε λέξεις για το χιόνι. Εμείς, με τόση θάλασσα να μας περιτριγυρίζει, πόσες λέξεις κρατήσαμε για να διαβάζουμε, δεν σου λέω τα Λόγια της Πλώρης, μα τον ίδιο τον συνομήλικό μας, τον «μπάρμπα Νικόλα» τον Καββαδία;

Πεντακόσιες δραχμές, — «πληρωτέες με την εμφάνιση»... Ενάντια στο σοφολογιότατο και τον καθαρολόγο, το ίδιο αυταρχικοί με το σοφολογιότατο και τον καθαρολόγο, οι έλληνες του 1984, στα σχολικά μας βιβλία, στις αφίσες που καταπίνουν τις νύχτες η μια την άλλη, στα πανό που κατακυριεύουν τα σταυροδρόμια μας, στις εφημερίδες, τα ραδιόφωνα, την τηλεόρασή μας, αναιρούμε βάναυσα την ελαστικότητα του γλωσσικού μας οργάνου, τσαλαπατάμε την ετυμολογία του, υπαγορεύοντας στα ελληνικά μας μια νέα, συχνά αποκρουστική, «καθαρότητα». Καίμε τη γλώσσα μας, όπως και με τα δάση μας.

Ο εκ Βυζαντίου Σκαρλάτος παρατηρούσε πικρά: Όταν προ είκοσι δύο αιώνων ο δαιμόνιος Πλάτων επροφήτευε της Σικελίας την εκβαρβάρωσιν, ίσως ούτε του ‘περνούσεν από τον νουν ότι και αυτοί ‘του οι συμπολίται θα χρειασθούν ποτέ λεξικόν δια ‘να εννοήσουν τους διάλογους του. Μα ζει την Μεγάλη Ιδέα και ελπίζει, όπως δεν έλπιζε πια μερικές δεκαετίες αργότερα, ακριβώς επειδή δεν ζούσε παρά την Μεγάλη Ιδέα, ο Περικλής Γιαννόπουλος: Είναι λοιπόν έξω πάσης ελπίδος και πιθανότητος το ‘να καταντήσουν, μετά τρεις, τέσσαρας, πέντε, τις οίδε πόσους, αιώνας, όλα τα λεξικά μας, αν όχι παντάπασι περιττά, τουλάχιστον όμως όχι και άφευκτα;

Στον βαθμό που θα μπορούσε κανείς να διακινδυνεύσει σήμερα μιαν ανάλογη προφητεία (χωρίς να έχει βέβαια τα διαπιστευτήρια του λογιότατου πόθου), σε μια ή δυο γενιές θα χρειάζονται λεξικά για να κατανοηθούν τα σημαίνοντα και η σύνταξη μιας πεθαμένης γλώσσας την οποία κάποτε οι άνθρωποι επιθυμούσαν και στην οποία ο Κάλβος και ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης, ακόμη κι ο Σεφέρης κι ο Ελύτης, ονειρεύονταν.

«Λοίγια έργα», λέει ο Δίας στη Θέτιδα, - άσχημη δουλειά, θα κάνεις να τσακωθώ με την Ήρα. «Ότε μ’ εχθροδοπήσαι εφήσεις Ήρη...». Κι ο αρχαίος σχολιαστής σημειώνει: «Άπαξ λεγόμενον», η έκφραση συναντιέται μόνο μια φορά, «Ου γαρ χρη κλοτοπεύειν ενθάδ’ εόντας» λέει μετά ο Αχιλλέας, μη καθόμαστε εδώ πέρα να κλώθουμε μαλλί, μη ξοδευόμαστε φλυαρώντας, ενώ μας περιμένει η μάχη. Και αυτό «άπαξ λεγόμενον». Αμέτρητα χρόνια μετά, ανέτειλαν μια μέρα στον ορίζοντα του Ιονίου τα «θαλάσσια ξύλα» του Κάλβου (αγαπούσε κι αυτός τα τυπικά επίθετα, σαν τους χαλκοχίτωνες αχαιούς και τους ειλίποδες έλικες βόες του Ομήρου), άπαξ λεγόμενα. Η ναυς των ονείρων του Παπαδιαμάντη ερωτεύθηκε άπαξ, όσο ξέρω τουλάχιστο, ένα γυμνό κορμί που κολυμπούσε στο κύμα της Σκιάθου: Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα... Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την όσφυν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα˙ ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...

Κι εμείς δεν μπορούμε να συγχωρήσουμε άπαξ λεγόμενον ούτε εκείνο το «επί τη εμφανίσει». Σύντομα δεν θα επιτρέπουμε ούτε το «καλώς τον», — αν πρέπει να καλωσορίσουμε κάποιον στο σπίτι μας, θα λέμε σίγουρα «καλά τον». Κι όλα θα ‘ναι καλά, στον πιο παυσίλυπο, τον πιο σταθερό, τον καλύτερο από τους δυνατούς κόσμους. Απαιτώ την ελευθερία της γλώσσας μου. Η αξία της γλώσσας μου υπολογίζεται επί τη εμφανίσει.

25 Ιανουαρίου 2016

Σύντομο σχόλιο στο έργο “Διάλογος” του Δ. Σολωμού [Απόστολος Θηβαίος]


«Όταν βρέθηκαν ξανά μαζί, κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει. Όλοι έγραφαν μακροσκελή σημειώματα, έπειτα τα χέρια τους σχημάτιζαν αιματώδη σημεία, όλοι επιδίδονταν με πάθος στην ανάγνωση, τα στόματά τους αποκτούσαν τη γεωμετρία της κραυγής. Δεν υπήρχαν ήχοι και οι φωνές είχαν πια τελειώσει, όπως οι άνθρωποι και οι εποχές. Οι παλαιότεροι διατηρούσαν ακόμα τη μνήμη κάποιων φωνηέντων, μερικών μελωδιών, οι ήχοι συνιστούσαν πια, δίχως αμφιβολία ένα στοιχείο ενδιαφέροντος αρχαιολογικού, καθώς συμβαίνει με τις σπαρμένες σαρκοφάγους στις συνοικίες της Ελευσίνας ή του νεότερου Ιλίου, με τα μυστήρια και τη μνήμη τειχών κατεστραμμένων, Τρώων κυνηγημένων.»
Εξετάζοντας κανείς τον εθνικό ή εθνολογικό χαρακτήρα ενός λαού ή ενός τόπου, δεν μπορεί να μην σταθεί ιδιαίτερα και με περίσσια προσοχή απέναντι στο ζήτημα της γλώσσας. Ετούτη συνιστά, δίχως άλλο ένα από τα πιο καίρια στοιχεία για τη διαμόρφωση της «εθνικής προσωπικότητας» ενός λαού. Μαζί με την ιστορική μνήμη, τη διατήρηση των κομβικών αναφορών από την πορεία του έθνους, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες, πάνω στους οποίους στηρίζεται το παρόν ενός λαού και στήνονται οι σκαλωσιές του μέλλοντος. Η γλώσσα δεν κουβαλά μονάχα τις μνήμες και τα κατορθώματα ενός έθνους, μα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένα κατόρθωμα του ανθρώπινου γένους και για τούτο αξίζει μια υψηλή μεταχείριση, ανάλογη της σημασίας της. Η γλώσσα ανασαίνει, μεταλλάσσεται, ενσωματώνει όλες τις εποχές και όλους τους χρόνους μέσα της, κυριαρχεί και επικρατεί πάνω στα πράγματα, στέκει πάντα ψηλότερα. Δεν συνιστά ένα επικοινωνιακό μέσο, το πλέον απόλυτο, το μόνο. Η γλώσσα είναι οι άνθρωποι, η ιστορία, οι θύμησες. Η γλώσσα γερνά, φθείρεται, ανανεώνεται, υποβαθμίζεται, λειτουργεί αυτόνομα και τρέφεται από τον ίδιο της τον εαυτό. Ο οργανισμός της γλώσσας αποτελεί έναν αιώνιο οργανισμό, ικανό να αναγεννιέται από τις στάχτες του και να παραδίδεται στη φωτιά. Είναι ένα μέσον και ως τέτοιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο. Όσες προσπάθειες και αν κάνει να την τιθασεύσει, να ελέγχει την πορεία της, δεν κατορθώνει παρά να επισημαίνει τις λειτουργίες και τα χαρακτηριστικά της. Στέκει πάντα σιωπηλός ο άνθρωπος όταν η γλώσσα πεθαίνει και έκθαμβος, όταν ανασύρει από το παρελθόν την ουσιαστική δυναμική της, εκείνη που την καθιστά υψηλή και σπουδαία.
Μελετώντας κανείς το κείμενο του Σολωμού, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει αφενός τη διαχρονικότητά του και αφετέρου να θαυμάσει την πρωτοπορία του δημιουργού. Ετούτη δεν αφορά φυσικά την αναγέννηση της γλώσσας, τη στείρα ανανέωση των μέσων της. Πρόκειται για κάτι πιο σπουδαίο. Μες στην ταραχώδη κινητικότητα της γλώσσας, στον καθρέφτη της, ο Σολωμός διαβλέπει το στέρεο έδαφος για την αναστύλωση του έθνους. Η αιρετική, αυτή για την εποχή του σκέψη, θα στελεχωθεί πάνω στην παράδοση της γλώσσας, τη μήτρα της που δεν είναι άλλη από τη «φωνητική γλώσσα.» Ο δημιουργός, πνεύμα διορατικό, εντοπίζει σε μια κρίσιμη στιγμή του γένους, εκείνη την κατεύθυνση που μπορεί να δώσει η γλώσσα και ταυτόχρονα το τοπίο, το οποίο θα μπορεί να αποκαλυφθεί στο τέλος αυτής της διαδρομής. Με αναφορές στον Όμηρο, ο οποίος κατά πολλούς έδωσε τα έπη του με τρόπο προφορικό, ακολουθώντας την παράδοση της εποχής, αλλά και πραγματοποιώντας αναφορές στην προφορικότητα του σωκρατικού, φιλοσοφικού λόγου, ο Σολωμός τάσσεται υπέρ εκείνου του στοιχείου, που παρεξηγημένα θα ονομαστεί «λαϊκό», αλλά το οποίο δεν συνιστά παρά την πηγή που θρέφει όλα τα «γεννήματα.» Η στροφή στη λαϊκή παράδοση, η εμπιστοσύνη απέναντι στην αισθητική και το αισθητήριο του απλού ανθρώπου, αποτελούν τη βάση για την ανάσυρση της λησμονημένης, εθνικής ταυτότητας. Ιδωμένο ίσως από μια σκοπιά εξειδικευμένη, η συγκεκριμένη παραδοχή δεν παύει να συνιστά μια αλήθεια αναντίρρητη. Απέχοντας περισσότερο από έναν αιώνα από τη γέννηση ενός φαινομένου, του οποίου ακόμα δεν έχουμε εκτιμήσει τη δυναμική του, ο Σολωμός αντιτάσσεται άθελά του απέναντι στα ελιτίστικα βουλεύματα της παγκοσμιοποίησης. Ανιχνεύοντας τα πολιτιστικά της ερείσματα, αποστρέφεται τη στείρα γνώση, εκείνη που εκφέρεται με τους νέους, γλωσσικούς όρους και διαβλέπει στο δυτικό τρόπο σκέψης, εκείνα τα στοιχεία τα οποία μπορούν να απομακρύνουν το λαό από τη μήτρα της καταγωγής του, μπορούν να κλονίσουν και να αλλοιώσουν τα στεγανά της ελληνικότητας. Δεν πρόκειται φυσικά για μια τάση ηθελημένης περιφρόνησης ή καλλιεργημένης τυφλότητας. Η ελληνικότητα, με την παγκοσμιότητα της γλώσσας της, φέρει ένα στοιχείο συγκλονιστικό. Εκείνο της οικουμενικότητας και ως εκ τούτου αποτελεί το αντίπαλο δέος για τη σκοταδιστική Δύση του φημισμένου, Δομινικανού μοναχού. Και δεν πρέπει να λησμονηθεί πως δρα ενωτικά και συνιστά ένα καύχημα για τον απλό άνθρωπο, για τον απαίδευτο, ο οποίος όμως κουβαλά μέσα του τα αποσπάσματα της Οδύσσειας και το δημιουργικό πνεύμα της ομηρικής εκφοράς. Ο Σολωμός επισημαίνει τη σημασία της γλώσσας για μια ακόμα κρίσιμη στιγμή στην πορεία του ελληνισμού. Ετούτο πράττει και προσδίδει στο «Διάλογό» του ένα χαρακτήρα αιώνιο, ατομικό και ελληνικό μαζί. Η προαναφερθείσα ευρύτητα παρουσιάζει λοιπόν μια αξιοθαύμαστη ελαστικότητα. Μιλά για το κοινό ύφος, εκείνο που χαρακτηρίζει τα αβαθή της ελληνικής ψυχής. Και έτσι η γλώσσα γίνεται σύμβολο, εμβατήριο, κίνητρο και λύτρωση. Γλώσσα και παράδοση, αποτελούν ένα ενιαίο, ειδικό βάρος για τον διαρκώς «ελεύθερο πολιορκημένο.»
Το κείμενο του «Διαλόγου» αναφέρεται στο γλωσσικό ζήτημα, μα στην πραγματικότητα είναι μια εκ βαθέων δήλωση του ίδιου του Σολωμού, μια επιβεβαίωση εκείνης της προσωπικότητας που συνταράχθηκε από την πτώση της πόλεως του Μεσολογγίου και στάθηκε με δέος εμπρός στη δυστυχία των αδελφών του. Ήδη από την αρχή του έργου, ο Σολωμός  αποδεικνύει πως στέκει πέρα από τη στείρα πραγματικότητα της εποχής του, εκείνη που ήδη προετοίμαζε ένα μέλλον δυτικοτραφές για το εύκολο και αμόρφωτο «ραγιά.»  Ο δημιουργός κατατάσσει το δυνάστη στην ίδια θέση με τον «σοφό», εκείνον που προσδοκά την πτώση, όχι για να κοινωνήσει την αφορμή για αναγέννηση μα για να επιβάλλει ένα άλλο, ιδιόμορφο σκοτάδι, ξεκάθαρα πνευματικό και για τούτο τραγικά απροσπέλαστο. Ο Σολωμός, με το φωτεινό του πνεύμα, στέκει εμπρός από την εποχή του και φαντάζει αιρετικός, όταν απαιτεί να ορίσει ο λαός την κατεύθυνση της σκέψης, να καταστήσει ο ίδιος, ως απόλυτος δικαιούχος τον οδικό χάρτη των επιλογών του. Δεν μπορεί να δεχτεί ο Σολωμός πως η γλώσσα ως επινόηση ολοκληρώνεται με τη χάραξη των σημείων, με το σχηματισμό των λέξεων. Για τον Ζακυνθινό, το γλωσσικό ζήτημα αποτελεί ένα δευτερεύον κίνητρο και τούτο γιατί φαίνεται ξεκάθαρο πως ένα τέτοιο πνεύμα δεν θα μπορούσε να αρκεστεί στο προφανές. Δεν αποδέχεται την απαξίωση της οξυδέρκειας, της πολύχρονης αισθητικής του Έλληνα. Η φωνητική γλώσσα, η οποία καλλιεργήθηκε στο παρελθόν, δεν συνεπάγεται τη μεταστροφή προς το παρελθόν, αλλά την αναζήτηση σε αυτό όλων εκείνων των δυνάμεων που σχηματοποιούν το «ελληνικό.» Ο εχθρός της ελληνικής ψυχής υπάρχει, για το Σολωμό ανάμεσα σε εκείνους που εποφθαλμιούν τη θέση των ταγών. Η προτροπή, η παρότρυνση, είναι μερικές από τις εκφράσεις μια στρεβλής συμπαράστασης απέναντι σε όσους μάχονται για την ελευθερία του πνεύματος. Η παράδοση αρκεί για να ζεστάνει την παγωμένη καρδιά. Η γλώσσα, όπως μιλιέται και εκφέρεται στις πόλεις και τα χωριά αρκεί για να τραγουδήσει τους νεκρούς, τους ήρωες, τα ανδραγαθήματα μιας «χούφτας» ανθρώπων.
Χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς λοιπόν τούτο το κείμενο του Διονυσίου Σολωμού. Η συνεισφορά του κρίνεται προφανής. Με ένα ταξίδι στην πορεία του ελληνικού στοιχείου και μια άμεση, λογοτεχνική τεχνική, ο μεγάλος δημιουργός μπορεί και τελικά κατορθώνει να καταστήσει ένα ζήτημα τεχνικό σε μέγιστο, εθνικό προβληματισμό, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα όχι μόνο να επιχειρηματολογήσει μα και να εμψυχώσει την αδύναμη, τη φοβισμένη και τραγική ψυχή. Για τούτο και μόνο, πέρα από τη γλώσσα και την αισθητική της, ο «Διάλογος» αποτελεί ένα κείμενο- πυξίδα.

[Τα Graffiti στις εργατικές πολυκατοικίες του Ταύρου 24.01.2016]











24 Ιανουαρίου 2016

Διάλογος (Ποιητή, Φίλου και Σοφολογιότατου) [Διονύσιος Σολωμός]

οι εικόνες των σελίδων από τα Άπαντα Διονυσίου Σολωμού (έκδοσης Σέργιου Χ. Ραφτάνη του 1880) του παρόντος από εδώ: anemi.lib
το κείμενο του παρόντος από εδώ: greek-language.gr/digitalResources

A voce piu ch’al ver drizzan li volti;
E cosi ferman sua opinione,
Prima ch’arte o ragion per lor s’ascolti
Dante Purg. C. XXVI

Έγραψε τον «Διάλογον» ο Διονύσιος Σολωμός εις Ζάκυνθον κατά το 1824. Σώζεται το αντίγραφον, ατελές, ως κάτω θέλομεν σημειώσει, το οποίον φίλος του τις αντέγραψε κατά παραγγελίαν του ποιητού και προς χρήσιν του· αλλά ούτε το επιθεώρησεν, ούτε εδημοσίευσε τον «Διάλογον» ―τον δημοσιεύομεν κατά το αντίγραφον τούτο.


ΦΙΛΟΣ
Έπειτα από τόσες ομιλίες, εξέχασες κοιτάζοντας κατά το Μοριά.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αλλά πρέπει να εξέχασες κι εσύ, γιατί δε μου ομιλούσες παντελώς· είναι πιθανό να εστοχαζόμασθε τα ίδια πράγματα και οι δύο· ημπορεί να επέρασαν τρεις ώρες αφού ο ήλιος εμεσουράνησε, θέλουν ακόμη τέσσερες για να θολώσουν τα νερά, και, αν θέλεις, ημπορούμε να καθίσουμε εις τούτη την πέτρα και να ξαναρχινήσουμε.
ΦΙΛΟΣ
Ας καθίσουμε· γλυκιά η μυρωδία του πελάγου, γλυκός ο αέρας, και ο ουρανός ασυγνέφιαστος.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Το πέλαγο είναι όλο στρωτό και ο αέρας λεπτότατος, και όποιος ήθελε να κινήσει για το Μοριά, δεν ημπορούσε να κάμει ταξίδι χωρίς να δουλέψουν ακατάπαυστα τα κουπιά.
ΦΙΛΟΣ
Τί σου αρέσει περσότερο, η ησυχία της θάλασσας ή η ταραχή;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Να σου πω την αλήθεια, μου άρεσε πάντα η γαλήνη οπού απλώνεται καθαρότατη· την εθεωρούσα σαν την εικόνα του ανθρώπου οπού απομακραίνει από τες ανησυχίες του κόσμου και με ειλικρίνεια φανερώνει όσα έχει μέσα του. Αλλ’ αφού επέρασαν τα καράβια μας για να πάνε στο Μισολόγγι, μ’ αρέσει περσότερο η ταραχή· εφαίνονταν δύο δύο, τρία τρία, και εξάνοιγες λευκά τα κατάρτια από τα φουσκωμένα πανιά, λευκά από τους διασκορπισμένους αφρούς τα κύματα, τα οποία με μία βουή, οπού λες και ήταν χαράς, αναγάλλιαζαν εις το πέλαγο του Ιονίου και εσυντρίβονταν εις το γιαλό της Ζακύνθου.
ΦΙΛΟΣ
Το θυμούμαι καλά· και τόσος ήταν ο κρότος, και τόση η ανακάτωση του πελάγου, οπού σε παραμέρισα για ν’ αποφύγουμε το ράντισμα οπού αποπάνου μας σταλοβολούσε η θάλασσα.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Φαίνεται ότι εκεί πέρα οι δικοί μας δεν έχουν τόση δυσκολία να βρέχονται με το αίμα τους, όσην έχουμε εμείς να νοτισθούμε από ολίγες σταλαγματιές θαλασσινές.
ΦΙΛΟΣ
Ετοιμάζεσαι πάλι να ξανακοιτάξεις κατά το Μοριά, και να ξανασωπάσεις… αγκαλά εγώ έχω τον τρόπο να σε κάμω να ομιλείς όποτε θέλω.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εκατάλαβα· θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα· μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιοτατίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δύο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιότατος κρώζει ή κανένας Τούρκος βαβίζει· γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο.
ΦΙΛΟΣ
Βέβαια είναι εχθροί μας και οι δύο· με κάνεις να θυμηθώ τα λόγια του Λοκ: Η γλώσσα είναι ένα μεγάλο ποτάμι, εις το οποίον έχουν ανταπόκριση τα όσα γνωρίζει ο άνθρωπος, και όποιος δεν την μεταχειρίζεται καθώς πρέπει, κάνει ό,τι του βολέσει για να κόψει ή να εμποδίσει τους δρόμους, με το μέσον των οποίων τρέχει η πολυμάθεια. Όποιος κάνει λοιπόν αυτό με απόφαση θεληματική, πρέπει οι άλλοι να τον στοχάζονται εχθρόν της αλήθειας και της πολυμάθειας.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Τί λες; ώς πότε θα πηγαίνει ομπρός αυτή η υπόθεση; ένας λαός από το ένα μέρος να ομιλεί σ’ έναν τρόπο, ολίγοι άνθρωποι από το άλλο να ελπίζουν να κάμουν τον λαόν να ομιλεί μίαν γλώσσαν δικήν τους!
ΦΙΛΟΣ
Για κάποιο καιρό η υπόθεση θέλει ακολουθήσει· η αλήθεια είναι καλή Θεά, αλλά τα πάθη του ανθρώπου συχνότατα την νομίζουν εχθρή. Κάποιοι γνωρίζουν την αλήθεια, αλλ’ επειδή γράφοντας εις εκείνον τον τρόπον τον σκοτεινόν απόχτησαν κάποια φήμη σοφίας, τον ακολουθούν, και ας είναι σφαλερός.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Λοιπόν είναι αξιοπαρόμοιαστοι με τους ανθρώπους, οι οποίοι για να ζήσουν πουλούν φαρμάκι.
ΦΙΛΟΣ
Περιγράφει το εργαστήρι ενός απ’ αυτούς ο Σαίξπηρ εξαίρετα, και θέλω να σου ξαναθυμίσω τα λόγια του, γιατί, τη αληθεία, μου ξαναθυμούν τον τρόπον, εις τον οποίον είναι γραμμένα τα βιβλία των Σοφολογιότατων. —Εκρέμονταν από το πατερό τού φτωχότατου εργαστηριού μία ξεροχελώνα, ένας κροκόδειλος αχερωμένος και άλλα δερμάτια άσχημων ψαριών· ήτον τριγύρου πολλά συρτάρια αδειανά με επιγραφές, αγγειά από χοντρόπηλο πράσινο, ήτον φούσκες, ήτον βρομόχορτα παλιωμένα, κακομοιριασμένα δεμάτια βούρλα, παλιά κομμάτια από διαφόρων λογιών ιατρικά, αριά σπαρμένα εδώ κι εκεί για να προσκαλέσουν τον αγοραστή.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Βλέπω από μακριά έναν Σοφολογιότατον· επιθυμώ για την ησυχία μου και για τη δική σου και για τη δική του να μην έλθει κοντά μας.
ΦΙΛΟΣ
Το επιθυμώ κι εγώ· εσύ θυμώνεις πάρα πολύ.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Θυμώνω γιατί είμαι στενεμένος να ξαναπώ τα πράγματα οπού είπαν τόσες φορές τα άλλα έθνη, και δίχως ωφέλεια να τα ξαναπώ. Οι Γάλλοι έλαβαν φιλονικεία για τη γλώσσα, και ετελείωσε εις την εποχήν του Δαλαμπέρτ· την έλαβαν οι Γερμανοί, και ο Όπιτς έδωσε το παράδειγμα της αλήθειας· την έλαβαν οι Ιταλοί, και με τόσο πείσμα, οπού μήτε το παράδειγμα του Υψηλότατου Ποιητή είχε φθάσει για τότε να τους καταπείσει. Ησύχασαν τέλος πάντων γράφοντας τη γλώσσα του λαού τους τα σοφά έθνη, και αντί εκείνες οι ελεεινές ανησυχίες να μας είναι παράδειγμα για να τες αποφύγουμε, επέσαμε εις χειρότερα σφάλματα. Τέλος πάντων οι Σοφολογιότατοι εκείνων των εθνών ήθελαν να γράφεται μία γλώσσα οπού ήτον μία φορά ζωντανή εις τα χείλη των ανθρώπων· κακό πράγμα βέβαια, και αν ήτον αληθινά δυνατόν· γιατί δυσκολεύει την εξάπλωση της σοφίας· αλλ’ οι δικοί μας θέλουν να γράφουμε μία γλώσσα, η οποία μήτε ομιλιέται, μήτε άλλες φορές ομιλήθηκε, μήτε θέλει ποτέ ομιληθεί.
ΦΙΛΟΣ
Ο Σοφολογιότατος έρχεται κατά μας.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Καλώς τα δέχθηκες με την υπομονή σου! εγώ δεν θέλω λόγια μ’ αυτόν. Κοίτα πώς τρέχει! Το πηγούνι του σηκώνει την άκρη, ωσάν να ήθελε να ενωθεί με τη μύτη. Ω να εγένονταν η ένωση, και τόσο σφιχτή, που να μην μπορεί πλέον ν’ ανοίξει το στόμα του για να φωτίσει το γένος!
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Έφαγα τον κόσμο, φίλτατε, για να σ’ εύρω· έτρεχα, όπως είναι το χρέος ενός καλού πατριώτη να τρέχει, όταν είναι εις κίνδυνον η δόξα του γένους· ένα βιβλίο θέλει τυπωθεί ογλήγορα γραμμένο εις τη γλώσσα του λαού της Ελλάδας, οπού λέγει κακό για μας τους σοφούς, και μου κακοφαίνεται.
ΦΙΛΟΣ
Γιατί σου κακοφαίνεται;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Γιατί πολλά μυαλά είναι σωστά και πολλά όχι· και όσα δεν είναι σωστά ημπορεί να απατηθούν. Είναι τόσοι χρόνοι οπού σπουδάζω για το κοινόν όφελος της πατρίδας μου και δεν επιθυμούσα να έβγουν άλλοι να μου τυφλώσουν τους ανθρώπους. Ήλθα σ’ εσέ, οπού είσαι σοφός και συ, για να ενωθούμε με όσους συλλογίζονται καλά και να καταπλακώσουμε αυτόν τον βάρβαρον συγγραφέα.
ΦΙΛΟΣ
Και ποίος είναι ο συγγραφέας;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Δεν μου είπαν τ’ όνομά του· μου είπαν πως είναι ένας νέος, ο οποίος για την κοινή γλώσσα βαστάει πάντα το σπαθί στο χέρι, και από τη μάνητα τη μεγάλη ημπορούμε να πούμε πως εκαταστήθηκε άλλος Αίας μαστιγοφόρος.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Λοιπόν πάρε τα μέτρα σου μη λάχει και στον θυμό του σκοτώσει πρόβατα και αυτός και εντροπιασθεί.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Ας εντροπιασθεί· γι’ αυτόν δεν με μέλει· με μέλει για το κοινόν όφελος.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Και τί όφελος;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Η γλώσσα σού φαίνεται λίγη ωφέλεια; με τη γλώσσα θα διδάξεις το κάθε πράγμα· λοιπόν πρέπει να διδάξεις πρώτα τες ορθές λέξες.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Σοφολογιότατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό το ξέρουν και τα παιδιά.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
(Με μεγάλη φωνή):
Γνωρίζεις τα Ελληνικά, Κύριε; τα γνωρίζεις, τα εσπούδαξες από μικρός;
ΠΟΙΗΤΗΣ
(Με μεγαλύτερη):
Γνωρίζεις τους Έλληνας, Κύριε; τους γνωρίζεις, τους εσπούδαξες από μικρός;
ΦΙΛΟΣ
Αδέλφια, μην αρχινάτε να φωνάζετε, γιατί βρισκόμασθε εις το δρόμο, και η αληθινή σοφία λέει το δίκαιόν της με μεγαλοπρέπεια και χωρίς θυμούς.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
(Χαμηλώνοντας τη φωνή και προσπαθώντας να φανεί μεγαλόπρεπος)
Αλήθεια, φίλε· έτσι έκανε και ο Σωκράτης.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Απαράλλαχτα! Θυμήσου το όνομα, γιατί ημπορεί να χρειασθεί. Ωστόσο σου ξαναλέγω ότι ο διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τούτο μού φαίνεται πολύ παράξενο· ένας από τους σοφότερους του έθνους μας έγραψε ότι για να γράφουμε με τα λόγια του λαού πρέπει και με τους στοχασμούς του λαού να συλλογιζόμασθε.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αυτά είναι τέκνα στραβόκορμα ενός πατέρα ευμορφότατου. Ο Κονδιλλιάκ είχε πει πως η λέξη είναι το σημείο της ιδέας· δεν εφαντάσθηκε όμως ποτέ πως όσοι έχουν τες ίδιες λέξες έχουν τους ίδιους στοχασμούς. Τα νομίσματα εις τον τόπον εις τον οποίον ζεις έχουν την ίδια τιμή· μολοντούτο εις τα χέρια μου δεν αξίζουν, γιατί δεν ηξέρω να τα ξοδιάζω, εις τα χέρια σου αξίζουν ολίγο περσότερο, γιατί ηξέρεις και τα οικονομείς, και εις τα χέρια ενός τρίτου εις ολίγον καιρό πληθαίνουν. Αν ήτον αυτό αληθινό, όλοι οι άνθρωποι ενός τόπου έπρεπε να έχουν τους ίδιους στοχασμούς· διαφέρουν όμως εις αυτούς, όπως διαφέρουν εις τες φυσιογνωμίες· και αν κατά δυστυχίαν του γένους κανένας Σοφολογιότατος ετρελαινότουν, είναι πιθανό να εξεθύμαινε την τρέλα του με τα ίδια λόγια οπού ήτον συνηθισμένος να λαλεί· και για τούτο είναι σωστό πράγμα να πω ότι συλλογίζεται σαν κι εσένα;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Σ’ τούτο το στερνό φρόνιμα ομίλησες· τες λέξες όμως του λαού να μεταχειριζόμασθε είναι άγνωστο πράγμα.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Το ενάντιο είναι άγνωστο. Εις τί περίστασες βρισκόμασθε, εις τί περίστασες βρίσκεται η γλώσσα μας; Εβγήκε ακόμα κανένας μεγάλος συγγραφέας να μας είναι παράδειγμα, ο οποίος να ευγένισε αληθινά τα λόγια της, ζωγραφίζοντας με αυτά εικόνες και πάθη;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
… Σαν τον Όμηρο, όχι βέβαια.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Πολύ ψηλά επήδησες, φίλε. Πες μου λοιπόν πώς πρέπει να πορευθούμε;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Πρέπει να τρέξουμε εις τες μορφές των ελληνικών λέξεων και να πάρουμε όσες ημπορούμε, και κάποιες από τες δικές μας, οπού δεν είχαν οι Παλαιοί, να τες σύρουμε στην παλαιά μορφή.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Γιατί;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Γιατί αυτές οι λέξες είναι ευγενικότερες.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Πες την αλήθεια, είναι άβλαβη η συνείδησή σου ενώ μου λες τέτοια;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Άβλαβη, μά την αγάπη του Ελικώνος!
ΠΟΙΗΤΗΣ
Φριχτότατος όρκος! και βεβαιώσου πως μου ταράζει τα σωθικά. Εγώ σου λέγω ωστόσο, πως έχεις πλακωμένην την κρίσιν από τον κόπον οπού έκαμες για να τες μάθεις, και επειδή παρατηρώ πως εσείς όλοι ελπίζετε να φωτίστε το γένος με τ’ αλφαβητάρι στο χέρι, σ’ ερωτώ, ποίο αλφαβητάρι είναι ευγενικότερο, το δικό μας, ή το ιταλικό;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Όσο μεν για τούτο… τα γράμματα κάθε αλφαβηταριού έχουν την ίδιαν ευγένεια.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ήγουν δεν έχουν καμίαν αφ’ εαυτού τους. Όταν είναι σκόρπια και ανακατωμένα, τί δηλούν; έρχεται ο τυπογράφος, τα διαλέει, τα βάνει εις τάξη, και το μάτι διαβάζει: Ουρανός, Μάρκος Μπότσαρης, Σοφολογιότατος. Εις την πρώτη λέξη σκύφτω το κεφάλι μου, αναδακρύζω στη δεύτερη, και στην τρίτη γελώ για χρόνους. Το ίδιο πες για τες λέξες· η ευγένειά τους κρέμεται από την τέχνη με την οποίαν τες μεταχειρίζεσαι.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Όποιαν τέχνην και αν μεταχειρισθείς, οι λέξες της τωρινής Ελλάδας είναι διεφθαρμένες… Τί με κοιτάζεις χωρίς να ομιλείς;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Κοιτάζω τες άσπρες τρίχες της κεφαλής σου.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Αμή τί έχουν να κάμουν με τες λέξες;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Έχουν να κάμουν με τον καιρό. Ο καιρός, οπού άρχισε να σου κάνει σεβάσμια τα μαλλιά, διαφθείρει όλα τα πράγματα του κόσμου, και τες γλώσσες ακόμα, και ησύχασε.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τί ευγένεια ημπορούν να έχουν οι λέξες μας αν είναι διεφθαρμένες;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Την ευγένειαν οπού είχαν οι αγγλικές πριν γράψει ο Σαίξπηρ, οπού είχαν οι γαλλικές πριν γράψει ο Ρασίν, οπού είχαν οι ελληνικές πριν γράψει ο Όμηρος, και όλοι τους έγραψαν τες λέξες του καιρού τους. Κάθε γλώσσα πρέπει εξ ανάγκης να έχει λέξες από άλλες γλώσσες· και η ευγένεια των γλωσσών είναι ωσάν την ευγένεια των ανθρώπων· ευγενής εσύ, ευγενής ο πατέρας σου, ο πάππος σου ευγενής, αλλά πηγαίνοντας εμπρός βρίσκεις βέβαια τον άνθρωπον οπού έπαιζε τη φλογέρα βόσκοντας πρόβατα.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Εγώ δεν λέγω να γράφουμε καθαυτό ελληνικά, αγκαλά έπρεπε να κάνουμε χίλιες ευχές για να ξαναζήσουν εκείνα τα λόγια.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εγώ δεν κάνω καμία, για να μην χάνω καιρό· και τη ζωή του Μαθουσάλα να ήμουν βέβαιος πως θα ζήσω, δεν άνοιγα στόμα για τέτοιες ευχές, οι οποίες φέρνουν το ίδιο όφελος οπού φέρνουν τα κλάηματα στα σώματα των νεκρών. Οι ευχές οπού κάνω είναι για να ξαναζήσει η σοφία, και η σοφία δεν θέλει να ξαναζήσει ποτέ όσο γράφετε με τον τρόπον τον εδικόν σας. Έλαβα πάντα τη δυστυχία να στοχάζομαι με τον Σωκράτη τες λέξες ωσάν τες σφυριές· το αυτί σου πυθαγορίζει στες παλαιές, το δικό μου και του γένους στες τωρινές.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Και ποίος ημπορεί να μου εμποδίσει να διορθώσω, καθώς θέλει ο Κοραής, τες λέξες μας με τα σχήματα της παλαιάς;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Για ποίο δίκαιο θέλεις να κάμεις τέτοια διόρθωση;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Γιατί η διόρθωση μιας γλώσσας νέας πρέπει να γίνει με την οδηγία της μητρός της· όλη η Ελλάδα λέγει μάτι, εμείς πρέπει να διορθώσουμε και να πούμε ομμάτιον· λέγει κρεβάτι, πρέπει να πούμε κραββάτιον.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Η πρόταση αύτη ομοιάζει την τρέλα κάποιων ανθρώπων οπού έχουν τα φαινόμενα της φρονιμάδας.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τί εννοείς να πεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εννοώ να πω ότι μόλον που η πρόταση φαίνεται πως περιέχει κάποιο δικαίωμα, αν την ξετάξεις καλά, δεν περιέχει κανένα, και είναι ενάντια εις τα παραδείγματα των άλλων εθνών.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τούτο επιθυμώ να μου αποδείξεις.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Μετά χαράς· και τόσο προθυμότερα σου το αποδείχνω, όσο συλλογίζομαι πως τούτο είναι το πρώτο θεμέλιο, εις το οποίο υψώνεται το μεγάλο χτίριο της γλώσσας σας, η οποία, με το θέλημα σου, είναι βαρβαρότατη, όπως θέλει σου το αποδείξω εις το εξής. Η διαφθορά της μορφής των λέξεων, λέγει ο Γιβελέν, είναι τριών λογιών· ή αλλάχνουν τα φωνήεντα, ή αλλάχνουν τα σύμφωνα, ή αλλάχνουν τοποθεσία τα ψηφία οπού συνθέτουν μίαν λέξη. Τούτο γίνεται εις κάθε γλώσσα οπού γεννιέται από άλλην. Παρατήρησε τη γλώσσα των Λατίνων, τη γλώσσα των Ισπανών, τη γλώσσα των Γάλλων, τη γλώσσα των Ιταλών. Σύγκρινέ τες με τη γλώσσα που τες εγέννησε, και θέλει ιδείς φανερότατην την αλήθειαν οπού σου λέγω. Τώρα ας πάρουμε τον πρώτο στίχο του Δάντη και ας τον διορθώσουμε κατά τον τρόπο οπού σεις αποφασίστε να μεταχειρισθείτε:
Nel mezzo del cammin di nostra vita.
Η ιταλική γλώσσα δεν είναι καθαυτό θυγατέρα της Λατινικής, είναι εγγονή της· ας κάμουμε τη διόρθωση με την ίδιαν επιδεξιότητα, με την οποία την κάνετε εσείς εις τη γλώσσα σας. Nel, είναι βάρβαρο, πρέπει να πούμε inmezzo, κείνα τα δύο zz είναι βάρβαρα, πρέπει να πούμε mediodel, τίποτες — cammin, κάθου γύρευε πόθεν έρχεται! αλλά θέλει μεγαλοψυχία· ας το λατινίσουμε: cammininostra, πρέπει να πούμε nostraevita, πρέπει να πούμε vitae. Νά διορθωμένος ο στίχος και φωτισμένο το γένος!
In medio cammini nostrae vitae.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τούτο είναι γελοίον.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Και τα δικά σας τάχα αλλιώτικα είναι; Είναι απαράλλαχτα τα ίδια. Και τόσον ανόητος ήταν ο Δάντης να μην ηξεύρη και αυτός κατ’ αναλογία να κάμει στη γλώσσα του τέτοια διόρθωση; Οι στίχοι του οι λατινικοί δεν είναι βέβαια εύμορφοι, όμως με τον Βιργίλιο, οπού όλον τον είχε στο νου του, δεν ήθελε πολύ τέτοιες διόρθωσες να τες κάμει. Γιατί δεν τες έκαμε; Γιατί δεν τες έκαμαν οι Γάλλοι; Γιατί δεν τες έκαμαν οι Λατίνοι; Και πώς ημπορούσαν να τες κάμουν; Ας πάρουμε την ύστερη λέξη και ας ιδούμε αν ημπορεί ποτέ να ξεβαρβαρωθεί. Είπαμε vitae αντί για vita· αλλά εξεβαρβαρώθηκε εις τέτοιον τρόπο; Όχι, Σοφολογιότατε· η μορφή της λέξης έπεσε από μίαν βαρβαρότητα εις άλλην· το vitae είναι διεφθαρμένο και αυτό από το θαυμαστό σου το βίος, το ελληνικό· το βίος λοιπόν είναι η πρωτότυπη μορφή και η αληθινά ευγενική; Ποίος το είπε; Ποίος ξεύρει να σου το πει; Το όφις, το οποίο βέβαια το στοχάζεσαι ευγενικότερο από το φίδι, το όφις λέγω, με τόσες άλλες λέξες, δεν είναι μήτε ελληνικό, γιατί το οφ είναι ξένο, και μοναχά η κατάληξή του είναι ελληνική· και έτσι καθώς βλέπεις, Σοφολογιότατε, αγάλια αγάλια εγώ σε στενεύω να ομιλήσεις του Αδάμ τη γλώσσα, και ημπορείς να μου ψάλεις με τον Δάντη: La lingua chei parlo fu tutta spenta· γιατί εγώ σου αποκραίνομαι: Ομίλειε με τα νοήματα για να μη βαρβαρίζεις!
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Λοιπόν;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Λοιπόν του λαού της Ελλάδας όλες τες λέξες…
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
(Κοκκινίζοντας)
Πάντα τον λαό μού βγάνεις έξω για διδάσκαλο! ποίος το είπε ποτέ!
ΠΟΙΗΤΗΣ
Πολλοί το είπαν, πολλοί. Ο Βάκων λέγει, δεν θυμούμαι εις τί μέρος, ότι είναι κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι στοχάζονται πως τα πράγματα ειπώθηκαν όλα, και εσύ στοχάζεσαι πως δεν ειπώθηκε τίποτε.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Σε παρακαλώ να μου πεις ποίος το είπε.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Άκουε, Σοφολογιότατε, και τρόμαξε: Is qui, omnium eruditorum testimonio, totiusque judicio Graeciae, cum prudentia et acumine et venustate et subtilitate, tum vero eloquentia (ακούς Σοφολογιότατε; eloquentia), varietate, copia, quam se cumque in partem dedisset, omnium fuit facile princeps.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Ποίος; πες μου ποίος, να ησυχάσουμε.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Θυμήσου το όνομα οπού εμελέτησες πρωτύτερα, γιατί τώρα χρειάζεται.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Ποίος; Ο Σωκράτης;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο ίδιος· και επειδή σε βλέπω και αχνίζεις εις τ’ όνομά του, να σε θερίσω και με τα λόγια του:
Αλκιβιάδης: Οἶμαι ἔγωγε· ἄλλα γοῦν πολλὰ οἷοί τ’ εἰσὶν (οἱ πολλοί) διδάσκειν σπουδαιότερα τοῦ πεττεύειν.
Σωκράτης: Ποῖα ταῦτα;
Αλκιβιάδης: Οἷον καὶ τὸ ἑλληνίζειν παρὰ τούτων ἔγωγ’ ἔμαθον, καὶ οὐκ ἂν ἔχοιμι ἐμαυτοῦ εἰπεῖν διδάσκαλον, ἀλλ’ εἰς αὐτοὺς ἀναφέρω οὓς σὺ φῂς οὐ σπουδαίους εἶναι διδασκάλους.
Σωκράτης: Ἀλλ’, ὦ γενναῖε, τούτου μὲν ἀγαθοὶ διδάσκαλοι οἱ πολλοί, καὶ δικαίως ἐπαινοῖντ’ ἂν αὐτῶν εἰς διδασκαλίαν.
Αλκιβιάδης: Τί δή;
Σωκράτης: Ὅτι ἔχουσι περὶ αὐτὰ ἃ χρὴ τοὺς ἀγαθοὺς διδασκάλους ἔχειν.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Μη λάχει και εννοεί τίποτε άλλο;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εσύ, οπού είσαι ελληνιστής, μου κάνεις εμέ τέτοια ερωτήματα; είναι δουλειά δική σου.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Δεν σου λέγω το εναντίο… Ευμορφότατα λόγια!
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ευμορφότατο νόημα! Ναι, ευμορφότατο νόημα! Αμή τί ήθελες; να γράφει τες λέξες της κεφαλής του καθένας; με ποίο δικαίωμα; με το δικαίωμα που δίνει το πνεύμα και η μάθηση; Καλό, λοιπόν· ένας οπού έχει πνεύμα και μάθηση φτιάνει μορφές λέξεων καθώς θελήσει, ένας άλλος κάνει το ίδιο, ένας τρίτος κάνει χειρότερα, και εις ολίγον καιρό δεν έχουμε παρά σκοτάδια πυκνότατα. Για τούτο η φύση των πραγμάτων ηθέλησε να γεννιούνται τα λόγια από το στόμα όχι δύο και τριών ανθρώπων, αλλά από του λαού το στόμα· και η φιλοσοφία αγρίκησε αυτήν την θέλησή της και την εκήρυξε στους ανθρώπους. Όσο μεν γι’ αυτό που υποπτεύεσαι, πως να είναι άλλο τι απ’ αυτό που σημαίνουν τα λόγια, για ν’ αφήσεις κάθε αμφιβολία, να σου πω πόσοι κλασικοί εξαναείπαν το ίδιο πράγμα.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Όχι, όχι, μη μελετήσεις κανέναν, γιατί ο Πλάτων αξίζει για όλους τους και για όσους θα γεννηθούν.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Δικαία κρίση· αλλά η προφητεία την υπερβαίνει.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Εγώ πιστεύω του Πλάτωνος, περσότερο από όσα δικαιώματα ημπορεί κανείς να προβάλει· παρά να αμφιβάλλω στα λόγια του, κάλλιο να τρελαθώ, και ήθελε τωόντι τρελαθώ αν αμφίβαλλα. Αγκαλά… τέτοιο πράγμα μού κάνει μεγάλην αγανάχτηση στην ψυχή μου… Είσαι γενναίος;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Και αν δεν είμαι, ακολουθώντας τα παραδείγματα τόσων άλλων, προσπαθώ να φαίνομαι τέτοιος.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Ω! είσαι τέτοιος βέβαια, είσαι τέτοιος!
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ευχαριστώ, και ας είναι η πρώτη φορά οπού με βλέπεις.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
(Ομιλώντας αγαλινά)
Πιστεύεις πως ο Πλάτων (Θεέ μου, συγχώρεσε με!) ο Πλάτων, λέγω, ο ίδιος οπού το είπε, πιστεύεις πως έγραφε καθώς ομιλεί ο λαός;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν το πιστεύω· και ποίος το πιστεύει;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Το πιστεύουν όσοι είναι της χυδαϊκής φατρίας.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Στρεβλό πράγμα.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τί έλεγες έως τώρα εσύ ο ίδιος;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Τίποτε από αυτά. Εμείς δεν είπαμεν ακόμη πώς πρέπει να γράφουμε τη γλώσσα· έως τώρα είπα και σου απόδειξα, πως οι μορφές των λέξεων, όταν είναι κοινές, δεν είναι υποκείμενες να αλλάζονται από κανέναν με πρόφαση διόρθωσης· και τίποτε άλλο.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Και τα λόγια του Πλάτωνος γιατί μου τα ανέφερες;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Για να καταπεισθείς πως τη σημασία των λέξεων ο λαός την διδάσκει του συγγραφέα.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Το σύγγραμμα λοιπόν θα είναι κάθε άλλο πράγμα από του λαού την ομιλία.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Όχι κάθε άλλο πράγμα· εκείνο οπού λέγει ο Βάκων για τη φύση, δηλαδή πως ο φιλόσοφος για να την κυριέψει πρέπει πρώτα να της υποταχθεί, ημπορεί κανείς να το πει για τη γλώσσα· υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού, και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψε την.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Αυτό δεν το καταλαβαίνω πώς γίνεται.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Νά πώς γίνεται. Από τα παραδείγματα που θέλει σου αναφέρω θέλει φανερωθεί πως ο συγγραφέας πότε στες φράσες του ακολουθάει τον λαό, πότε όχι· πως η μορφή των λέξεων οπού μεταχειρίζεται ο λαός δεν αλλάζεται από τον συγγραφέα· πως κάθε λέξη για να λάβει ευγένεια δεν χρειάζεται άλλο παρά η τέχνη του συγγραφέα· αν παίρνω τα παραδείγματα από τους ξένους, μη με ελέγχεις· γιατί το φταίξιμο δεν είναι δικό μου.
Quand’ io fui desto innanzi la dimane
pianger sentii fra ’l sonno i miei figliuoli
ch’eran con meco, e domandar del pane.
Παρατήρησε, σε παρακαλώ— το θυμάσαι όλο εκείνο το μεγάλο θαύμα της τέχνης, τον Ουγολίνο; τούτα τα λόγια σού εγγίζουν την ψυχή;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Μάλιστα.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εδώ δεν είναι μεταφορά καμία, εδώ δεν είναι καμία φράση δεινή, και εις τούτους τους τρεις στίχους ο Ποιητής ακολούθησε τον λαό· μάλιστα είναι καλό να παρατηρήσουμε πως εκείνο το con meco, οπού οι Ιταλοί το βρίσκουν σωστότατο, δεν ημπορεί να προέρχεται παρά από τον κοινό λαό, γιατί ο συγγραφέας αφ’ εαυτού του δεν τολμάει να το κάμει· και ως προς τούτο θυμήσου το δῶ του Ομήρου, το ca’ του Δάντη, και άλλα τέτοια πλήθος, και, για να πληροφορηθείς πως ο συγγραφέας δεν είναι εκείνος οπού τα πλάττει, βάλε και εσύ κατά μίμησιν αντί για ψωμί, ψω, να ιδούμε τί απόκριση λαβαίνεις από τους άλλους.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Εις ποίες περίστασες ο ποιητής δεν ακολουθάει στες φράσες του τον λαό;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εις πολλές· όμως και εις αυτές πρέπει οι φράσες του να έχουν κάποιαν αναλογία με τες άλλες οπού υπάρχουν:
E questa e l’altre mossero a sua danza
e quasi velocissime faville
mi si velar di subita distanza.
Στους πρώτους δύο στίχους οι φράσες του ποιητή είναι φράσες του λαού, στον τρίτον όχι, και έχει τέχνη καλή η μορφή των λέξεων, μολοντούτο είναι πάντοτε η ίδια.
I’ venni in loco d’ogni luce muto
αυτή η φράση δεν είναι του λαού, τα λόγια όμως τα καταλαβαίνει γιατί είναι δικά του.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Δώσ’ μου κανένα παράδειγμα για να καταλάβω εις τί τρόπον οι λέξες οπού φαίνονται χυδαϊκές ημπορούν να ευγενισθούν.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ευθύς· όχι ποτέ αλλάζοντας μορφή. Αλλά πες μου εσύ πρώτα: sollevo, peccator, capo, pasto, forbendo, capelli, αυτά τα λόγια σού φαίνονται ευγενικά;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τα τρία τα στερνά μού φαίνονται πολύ χυδαία.
ΠΟΙΗΤΗΣ
La bocca sollevo dal fiero pasto
quel peccator, forbendola a’ capelli
del capo ch’egli avea diretro guasto.

Τώρα εκείνο το forbendo, εκείνο το pasto σού φέρνουν φρίκη ή όχι;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ
Νά λοιπόν, αν έχεις ψυχή, αισθάνεσαι πως έτσι μεταχειρισμένα τα λόγια δεν είναι χυδαϊκά· αν δεν έχεις, μήτε τα φαντάσματα της ποιήσεως βλέπεις, μήτε τα πάθη αισθάνεσαι, και με την πρόληψη που έχεις, τα λόγια σού φαίνονται χυδαϊκά.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Η βάση λοιπόν, εις την οποίαν πρέπει να καλλωπίσουμε τη γλώσσα μας, αντί να είναι η ελληνική, θέλεις να είναι η τωρινή;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εξ αποφάσεως.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Και πώς ημπορεί να γίνει αυτό; Είναι τόσες διάλεκτοι στην Ελλάδα και δεν ακουόμασθε ανάμεσό μας.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Πόσες διάλεκτοι; πόσες; Κοίτα καλά μη σε απατήσει η διαφορά της προφοράς, ενώ κρίνεις τες διαλέκτους της Ελλάδας· δέκα λόγια οπού εμείς έχουμε αλλιώτικα από κείνα πὄχουν εις το Μοριά, τί πειράζουν; Έπειτα ποίες είναι τούτες οι μεγάλες διαφορές; Εμείς λέμε πατερό, και άλλοι λένε πάτερο, εμείς λέμε ματία, και αλλού λένε ματιά, εμείς λέμε αέρας, και αλλού λένε αγέρας, εμείς ημπορούνε, και άλλου λένε ημπορούν· τί διαφορές είναι τούτες; Δεν ακουόμασθε ανάμεσό μας; άφησε να το λέγουν οι Ιταλοί, οι οποίοι αληθινά δεν ακούονται. — Έλαβες ξένον δούλον ποτέ;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Τους δούλους μού βγάνεις έξω;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αποκρίσου, γιατί δεν ηξέρεις πού αποβλέπει η ερώτησή μου.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Έλαβα.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Όταν ομιλούσαν τους εκαταλάβαινες;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αποκρίνομαι εγώ· εγώ έλαβα δούλους ξένους, έναν από τη Μάνη, και τον εκαταλάβαινα εξαίρετα· έναν από το Γαστούνι, έναν από τον Όλυμπο, έναν από τη Χιο, έναν από τη Φιλιππούπολη, και τους εκαταλάβαινα εξαίρετα· άκουσα να ομιλούν ανθρώπους από το Μισολόγγι, από την Κωνσταντινούπολη, και τα λοιπά, και τους εκαταλάβαινα τόσο, οπού σχεδόν έλεγα πως είναι από τον τόπο μου.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Αμή αυτοί ήταν αμαθέστατοι όλοι.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ήταν· και ο Χριστόπουλος, οπού είναι κάθε άλλο παρά αμαθέστατος, γράφει με τες λέξες αυτών.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Και αυτές οι λέξες…
ΠΟΙΗΤΗΣ
Και αυτές οι λέξες είναι οι ίδιες, με τες οποίες βρίσκεις γραμμένη τη Βοσκοπούλα, ποίημα οπού δεν είναι γυναίκα να μη γνωρίζει, και έχει στη ράχη του χρόνους διακόσιους. Είδαμε τα κλέφτικα τυπωμένα και γνωρίζουμε και άλλα απ’ αυτά και ελυπηθήκαμε πώς θα πάνε στα χέρια των νέων τόσες τρέλες ποιητικές και αηδέστατες,* και επαρατηρήσαμε πως δεν έχουν μία λέξη που να μη σώζεται στη Ζάκυνθο.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Και η φτώχεια της γλώσσας δεν σου φέρνει σύγχυση καμία;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Πρώτον μεν, δεν άκουσα ποτέ πως η φτώχεια μιας γλώσσας είναι αρκετό δικαιολόγημα για να την αλλάξουν οι σπουδαίοι· δεύτερον δε, ποίος αποφάσισε πως είναι φτωχή;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Όλοι οι σοφοί του έθνους.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Σοφοί; ας είναι· και οι σοφοί δεν σου φαίνονται πως ημπορούν να πάρουν λάθος;
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Είναι ευκολότερο να λανθάνεσθε εσείς.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Να ήταν τούτο ζήτημα σκοτεινό και καινούριο, ίσως· αλλά είναι καινούριο; εις την εποχή του Δάντη δεν εκινήθηκε κάτι παρόμοιο; όλοι οι σοφοί, καθώς τους κράζεις εσύ, εκείνου του καιρού, δεν εκατάτρεξαν τον Δάντη; δεν του έλεγαν πως η γλώσσα είναι διεφθαρμένη, δυστυχισμένη, φτωχή, και πως δεν είναι άξια να τη γράφει άνθρωπος οπού έχει σοφία; Δεν αυθαδιάσαν να τον φωνάξουν πως ήπρεπε να διπλώσουν με τα συγγράμματα του το πιπέρι; Τί λοιπόν μου φέρνεις έξω τους σοφούς για να με τρομάξεις; Δεν είχαν εις τούτο περσότερη γνώση από τους φιλοσόφους οι χυδαίοι άνθρωποι, οι οποίοι ετραγουδούσαν στους δρόμους τους στίχους του; Είναι τώρα ένας στην Ιταλία που να μη σπουδάζει, για να μάθει τη γλώσσα, τον Δάντη;
* * *
Έως εδώ τελειώνουν το πρώτο, δεύτερο και τρίτο τετράδιον· δεν ευρέθη το τέταρτον, ίσως λείπει και πέμπτο· το ακόλουθο είναι το υστερινό). *
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Εγώ σε βεβαιώνω ότι πολεμώ για την αλήθεια και όχι για τίποτε άλλο.
ΠΟΙΗΤΗΣ
(Πιάνοντας φιλικά το χέρι του Σοφολογιότατου):
Τίμια λόγια σού εβγήκαν από το στόμα· και εγώ και εσύ πολεμούμε για την αλήθεια, αλλά συλλογίσου καλά, μήπως, κυνηγώντας την αλήθειαν εις εκείνον τον τρόπο, απατηθείς σφίγγοντας εις τον κόρφο σου το φάντασμά της. Έλα στο νου σου, στοχάσου πόσο κακό κάνει η γλώσσα που γράφετε· ώς πότε θα ακολουθούν να μας κλαίγουν οι ξένοι και να μας ξαναθυμούν τες δόξες των παλαιών μας για να μας αυξήσουν την εντροπή; Η δάφνη κατεμαράνθη, εφώναξε ο γενναίος· πικρότατα και αληθινά λόγια! Ναι! Αλίμονον! η δάφνη κατεμαράνθη! Έρχεται ο ξένος και βρίσκει ακόμη ζωντανά πολλά συνήθεια της Ιλιάδος· ακόμη οι γυναίκες λέγουν τα μοιρολόγια εις τα λείψανα και τα φιλούν· ακόμη ο γέρος στη δυστυχιά του χτυπάει το μέτωπό του με τα δύο του χέρια και τα σηκώνει στον ουρανό σαν να ήθελε να τον ερωτήσει γιατί έπεσε τέτοια συμφορά στο κεφάλι του· ακόμη γυμνώνει το βυζί της η μάνα και ξαναθυμάει του παιδιού της το γάλα που του έδωσε· ακόμη ο δούλος κάνει όρκον εις το ψωμί που τον έθρεψε. Όμως ο ξένος δεν έχει άλλα δικά μας να μουρμουρίσει στα χείλα του παρά Μῆνιν ἄοιδε Θεά, γιατί η δάφνη κατεμαράνθη. Και τώρα που ξαναγίνεται νίκη στο Μαραθώνα, δεν σώζεται φωνή ανθρώπου να ξανακάμει στη γλώσσα μας όρκον: Μά τες ψυχές που εχάθηκαν πολεμώντας! γιατί η δάφνη κατεμαράνθη.
(Ο ποιητής κλαίει)
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
(Γελάει)
Σε παρακαλώ να θυμηθείς τα λόγια τα πικρά που μου είπες.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Συγχώρεσέ με· έχω εύκολο το χείλο και δεν έχω κακή την καρδιά· συγχώρεσε με, σου λέγω.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Πες πως τα ξαστόχησα όλα.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Όχι όλα, αδελφέ αγαπημένε, μά τη μνήμη του Μπότσαρη, μη τα ξαστοχήσεις όλα! Τόσοι πατέρες έχουν εις τη διδασκαλία σου τα παιδιά τους και ελπίζουν να τα κάμεις ασπίδες της πατρίδας, και μην θέλεις να πάρεις το κρίμα στο λαιμό σου. Δεν είναι εντροπή να φανερώσει άνθρωπος πως έσφαλε, μάλιστα θέλει σ’ επαινέσει κάθε γενναίος, και εγώ σου δίνω στο μέτωπο το φιλί της ειρήνης.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Εμείς, εμείς, θέλει σηκώσουμε τους στύλους της γλώσσας, τώρα που η ελευθερία…
ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν υποφέρεσαι πλέον! Εσείς, εσείς θέλει σηκώσετε τους ίδιους στύλους οπού έστησε περνώντας από την Παλαιστίνην ο Σέσωστρις! Δεν υποφέρεσαι πλέον! Εσύ ομιλείς για ελευθερία; εσύ, οπού έχεις αλυσωμένον τον νουν σου από όσες περισπωμένες εγράφθηκαν από την εφεύρεση της ορθογραφίας έως τώρα, εσύ ομιλείς για ελευθερία; Είδαμε το όφελος οπού εκάματε με τα φώτα σας εις την επανάσταση της Ελλάδας· ακούσαμε ποιητάδες ανόητους που ήθελαν να αθανατίσουν τους ήρωες και οι παινεμένοι ήρωες δεν εκαταλάβαιναν λέξη· ακούσαμε πεζούς σκοτεινόμυαλους, οι οποίοι επροσπαθούσαν να ανάψουν φλόγα πολέμου εις τον λαό, και αρχινούσαν από τη λέξη Προτροπή. Και πώς; ο λαός της Ρώμης έτρεχε ν’ ακούσει τον Κικέρωνα γιατί δεν εκαταλάβαινε τίποτε; γιατί δεν εκαταλάβαινε τίποτε εδιόρθωσε ο λαός τον Δημοσθένη, ο όποιος έπαιξε επιταυτού με τη λέξη σφαλμένη; γιατί δεν εκαταλάβαινε τίποτε εθαύμασε, όταν εδιάβασε την ιστορία του ο Ηρόδοτος, κι έκλαιγε ωστόσο ακούοντάς την ο Θουκυδίδης, οπού ήτον δεκατρίων χρονών; και γιατί δεν εκαταλάβαιναν τίποτε εκφωνούσαν οι Σπαρτιάτες τρέχοντας εις την μάχη τα πολεμικά τραγούδια του Τυρταίου και αισθάνονταν τραγουδώντας και άλλην ψυχή μες στα στήθια τους; Ω νέοι συμμαθητάδες μου, πώς ημπορείτε να λάβετε ποτέ ελπίδα να τραγουδήσουν και τα δικά σας, εάν σας τρυπούν τ’ αυτιά οι διδάσκαλοι σας με βρώματα, με θούριον και με παρόμοια; Ω Σοφολογιότατοι! αυτά είναι τα μαθήματα που τους δίνετε και θέλετε να τους φωτίσετε; τόσο κάνει να τους φωτίσετε και με μια φουχτιά στάχτη στα μάτια! Σας δίνω όμως την είδηση ότι ετέλειωσε το βασίλειόν σας εις την Ελλάδα με των Τουρκών το βασίλειο. Ετέλειωσε, και ίσως αναθεματίστε την ώρα της Επαναστάσεως· όχι, όχι, η Ευρώπη οπού έχει προσηλωμένα εις εμάς τα μάτια της για να ιδεί τί κάνουμε τώρα οπού συντρίβουμε τες άλυσες της σκλαβιάς, δεν θέλει μας ιδεί ποτέ να υποταχθούμε εις τριάντα τυράννους ξύλινους!
ΦΙΛΟΣ
Σώπα γιατί μαζώνεται ο λαός.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν με μέλει, ας μαζωχθεί· μάλιστα ας μαζωχθεί ο λαός της Ελλάδας όλης για να τον ακούσει ο Σοφολογιότατος πώς ομιλεί· ας μαζωχθεί για να τον φωνάξω όσο δύναμαι δυνατότερα πόσο είναι αδικημένος εις το σκήπτρο της γλώσσας, το οποίον του έδωκε η φύση. Εγνώρισε τη δύναμη αυτού του σκήπτρου ο Σωκράτης, την εγνώρισε ο Κικέρων, την εγνώρισε ο Σπερόνης, την εγνώρισαν όλοι οι σοφοί κάθε έθνους και κάθε καιρού, και τούτος θέλει να το αδράξει από τα χέρια του, να το τσακίσει και να του δώσει άλλο βρικολακίστικο!
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Αλλά, Κύριε…
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αλλά, Κύριε, δεν θέλει το τσακίστε ποτέ· οι ανδρείοι θέλει το μεταχειρισθούν εις την πλάτη σας, καθώς ο Οδυσσέας εμεταχειρίσθηκε το δικό του εις την πλάτη του Θερσίτη.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Αλλά, Κύριε…
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αλλά, Κύριε, δεν ηξέρεις τί συλλογίζεσαι. Να αλλάξεις τη γλώσσα ενός λαού! Σύρε, λοιπόν, τριγύρισε την Ελλάδα, σύρε νά βρεις την κόρη και πες της με τί λόγια πρέπει να λέγει ότι η ευμορφύτερη ευμορφιά του κορμιού της είναι η τιμή· άμε νά βρεις τους πολεμάρχους, ψηλάφησέ τους τες λαβωματιές και πες τους ότι πρέπει να τες λεν τραύματα· άμε νά βρεις τον ασπρομάλλη, ο οποίος θυμάται πόσον αίμα μάς ερούφηξεν ο Αλής, και πες του με τί λόγια πρέπει να παρασταίνει βρέφη, παρθένες, γέροντες αδικοσκοτωμένους εξήντα χιλιάδες· άμε νά βρεις τους δυστυχέστατους Χιώτες, οι οποίοι παραδέρνουν εδώ κι εκεί, και όταν κουρασθούν κάθονται, ίσως, εις κανένα έρημο ακρογιάλι και ψάλλουν με λόγια δικά τους επί τον ποταμόν Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμε και εκλαύσαμε.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
Αλλά, Κύριε…
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αλλά, Κύριε, δεν σ’ αφήνω να ομιλείς πλέον. Άλλην έγνοια δεν έχετε παρά να διακονεύετε λέξες με τα κεφάλια σας· και τα κεφάλια σας είναι άλαλα και ξερά ωσάν τα κρανία που κοιμούνται στα χώματα. Θέλει άλλο παρά λέξες διακονεμένες για να ωφελήσεις έναν λαό, ο οποίος πολεμάει για την ελευθερία οπού έχασε από αιώνες, και κάνει τέρατα! Είναι δύο φλόγες, διδάσκαλε, μία στο νου, άλλη στην καρδιά, αναμμένες από τη φύση εις κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι εις διάφορες εποχές διαφορετικά μέσα μεταχειρίζονται για ν’ απολαύσουν τα ίδια αποτελέσματα· και από τη γη πετιούνται στον ουρανό, και από τον ουρανό πετιούνται στον Άδη, και ζωγραφίζουν εικόνες και πάθη, παρόμοια μ’ εκείνα οπού είναι σπαρμένα από τη φύση στον κόσμο· και αγαπούν και σέβονται και λατρεύουν την τέχνη τους ωσάν το πλέον ακριβό πράγμα της ζωής, και ομοιώνονται με τα συμβεβηκότα που περιγράφουν, και κάνουν τους άλλους να γελούν, και κλαίουν και ελπίζουν και φοβούνται και δειλιάζουν και ανατριχιάζουν, και δεν αφήνουν αναίσθητες παρά τες πέτρες και σε.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
(Ομιλώντας γλήγορα)
Καλά, καλά, αλλά λίγοι γνωρίζουν την παλαιήν ορθογραφία.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Χαίρετε, λοιπόν, θείοι τόνοι, οξείες, βαρείες, περισπωμένες! χαίρετε ψιλές, δασείες, στιγμές, μεσοστιγμές, υποστιγμές, ερωτηματικές, χαίρετε! Ο κόσμος τρέμει τη δύναμή σας και ουδέ ποιητής ουδέ λογογράφος ημπορεί να γράψει λέξη χωρίς πρώτα να σας υποταχθεί. Εσείς εμπνεύσατε, πριν γεννηθείτε, τον Όμηρο, όταν ετραγουδούσε την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, τους Ύμνους, και ο λαός της Ελλάδας τον επερικύκλωνε και τον εκαταλάβαινε· εσείς τον εμπνεύσετε όταν περιγράφει τον αποχαιρετισμό του Έκτορος εις την Ανδρομάχη και το τέκνο του τον φοβάται και κρύβεται· εσείς τον εμπνεύσετε όταν περιγράφει τον δυστυχισμένον βασιλέα της Τρωάδας, που παγαίνει στον Αχιλλέα και πέφτει στα πόδια του και του φιλεί τα χέρια, οπού του είχαν ολίγο πρωτύτερα σκοτώσει το ακριβότερό του παιδί· εσείς εμπνεύσατε τον Δάντη όταν ετραγουδούσε τον Ουγολίνο με μίαν δύναμη που δεν βρίσκω παρόμοιαν εις όλη την ποίηση των παλαιών· εσείς τον Σαίξπηρ όταν επαράσταινε τον Λέαρ, τον Άμλετ, τον Οτέλλο, τον Μάκβεθ, και ανατρίχιαζεν όλος ο κόσμος της Αγγλίας· εσείς τον Ρασίν, εσείς τον Γόεθ, εσείς τον Πίνδαρο, οπού ήτον στενοχωρεμένος από τους σοφολογιότατους του καιρού του να τους κράζει κοράκους. Κοράκοι, όλοι κοράκοι αληθινοί, και χειρότεροι από τον κόρακα οπού εβγήκε από την Κιβωτό και εθρεφότουν από τα λείψανα οπού είχε αφήσει ο κατακλυσμός του Κόσμου.
ΣΟΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ
(Κοιτάζει στα μάτια τον ποιητή και φεύγει).
ΦΙΛΟΣ
Είμαι βέβαιος ότι του φαίνεται πως σ’ εχαιρέτησε, τόσο είναι καταζαλισμένος! Δεν ηξέρει τί ν’ αποκριθεί, όμως δεν τον εκατάπεισες. Τρέχει να ξαναπεί αλλού ότι είναι γλώσσα διεφθαρμένη.
ΠΟΙΗΤΗΣ
(Κοιτάζοντας κατά το Μοριά).
Ο ήλιος έχει συναγμένες τες υστερινές του αχτίνες εκεί.
ΦΙΛΟΣ
Θυμήσου τα λόγια της Θείας Γραφής· να μη σ’ εύρει θυμωμένον ο ήλιος οπού πέφτει.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Αγιότατα λόγια! και προσπαθώ στη ζωή μου να τα θυμούμαι όσον δυνατόν περισσότερο· αλλά κάθε φορά που φιλονικήσω με αυτούς τους Σοφολογιότατους, οι οποίοι προσπαθούν να τυφλώσουν το γένος, τέτοια λόγια μού βγαίνουν ολότελα από το νου.
ΦΙΛΟΣ
Έχεις προσηλωμένα τα μάτια σου εκεί, και τόσο αναμμένος είσαι στο πρόσωπο, και τόσο σου τρέμουν τα μέλη, οπού φαίνεται πως ετοιμάζεσαι να πας εκεί πέρα να πολεμήσεις.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Μου πονεί η ψυχή μου· οι δικοί μας χύνουν το αίμα τους αποκάτου από το Σταυρό για να μας κάμουν ελεύθερους, και τούτος και όσοι του ομοιάζουν πολεμούν γι’ ανταμοιβή να τους σηκώσουν τη γλώσσα.