29 Αυγούστου 2012

Εγκλεισμός [Χρήστος Τουμανίδης]


 
Εγκλεισμός
 
Δευτέρα πάλι κι η πόρτα του απογεύματος
πάλι κλειστή.
Πότε να δεις τα δέντρα· ολοένα ξεμακραίνουν.
Αδειάζει η αυλή –
Το κελάηδημα στο κλουβί μία πληγή!

Δε φτάνει η Κυριακή.

Η καρέκλα πλάι στο παράθυρο. Μες στο δωμάτιο
αρχίζει και τελειώνει ο δρόμος.
Γέρνουν ξανά οι ώρες.
Η βουή πέρα απ’ τη μάντρα και οι φωνές του Σταδίου
- μια στιγμή που δακρύζουν αλλιώς τα παιδιά.

Γρήγορα που νυχτώνει η Κυριακή!
Σαν έρχεται η Δευτέρα
στενεύεις πιότερο.
Ένα γυμνό μαχαίρι η  μέρα. Κι ο φόβος –
μη μιλήσεις μη διαμαρτυρηθείς
παντού σε βλέπουν.

Που να βρεις μια στιγμή
να συμφιλιώσεις τα χέρια σου;

 

 

25 Αυγούστου 2012

Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου [Fyodor Mikhailovich Dostoevsky]

Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου

Είμαι γελοίος άνθρωπος. Τώρα με λένε τρελλό. Αυτός θα ήταν ανώτερος τίτλος, αν δεν έπαυα να είμαι γελοίος για τους ανθρώπους. Μα τώρα πια δεν θυμώνω, γιατί όλοι είναι αρκετά ευγενικοί μαζί μου, και όταν με κοροϊδεύουν, είναι, θάλεγες, ακόμα πιο ευγενικοί. Ευχαρίστως θα γελούσα μαζί τους, όχι τόσο με τον εαυτό μου, όσο για να τους είμαι ευχάριστος, αν δεν ένοιωθα τόση, θλίψη κυττάζοντάς τους. Θλίβομαι που βλέπω πως δεν γνωρίζουν την αλήθεια, αυτή την αλήθεια που εγώ την γνωρίζω. Τι σκληρό που είναι να την γνωρίζεις μόνο εσύ! Μα δεν θα καταλάβουν. Όχι, δεν θα καταλάβουν.
Άλλοτε, υπόφερα πολύ που φαινόμουν γελοίος, Δεν φαινόμουν, ήμουν. Πάντα μου ήμουν γελοίος και ξέρω πως σίγουρα θά είμαι από γεννησιμιού μου. Θα ήμουν και δε θα ήμουν επτά χρονών όταν έμαθα πως ήμουν γελοίος. Ύστερα σπούδασα στό Πανεπιστήμιο – κι όσο σπουδαζα, τόσο μάθαινα πως ήμουν γελοίος. Κι έτσι, φαίνεται πως όλη η πανεπιστημιακή μου επιστήμη, ύπηρχε μόνο και μόνο για να μου αποδείξει και να μου εξηγήσει, όσο την εμβάθυνα, πως ήμουν γελοίος. Και μέ τη ζωή μου έγινε το ίδιο όπως και στην επιστήμη μου. Χρόνο με το χρόνο, αποκτούσα όλο και περισσότερο τη βεβαιότητα πως απ’ όλες τις απόψεις φαινόμουν γελοίος. Παντού και πάντα, όλοι με κορόιδευαν˙ μα κανένας δεν θά μπορούσε να υποπτευθεί πως αν υπήρχε ένας άνθρωπος στον κόσμο που ήξερε καλλίτερα απ’ όλους πως ήμουν γελοίος, αυτός ο άνθρωπος ήμουν εγώ. Έτσι, ένοιωθα κάτι σαν πείσμα διαπιστώνοντας πως κανένας δεν το υποπτευόταν. Σ’ αυτό φταίω εγώ, γιατί πάντα η περηφάνεια μου μ’ εμπόδιζε να ομολογήσω το μυστικό μου. Κι αυτή η περηφάνεια όλο και μεγάλωνε όσο περνούσαν τα χρόνια, κι αν παρασυρόμουν κι α¬ναγνώριζα μπροστά σε οποιοδήποτε πως είμαι γελοίος, νομίζω πως το ίδιο βράδυ θάσπαζα το κεφάλι μου με μια πιστολιά. Πόσο υπόφερα, όταν ήμουν έφηβος και σκεφτόμουν πως δεν θα :μπορούσα ν’ ανθέξω και θά τ’ομολογούσα ξαφνικά στους φίλους μου. Μα σαν έγινα παληκάρι, μ' ολο που κάθε χρόνο που περνούσε βεβαιωνόμουν περισσότερο για την τρομερή μου ιδιορρυθμία, κατάφερα, όσο να ‘ναι, να ησυχάσω. Kι αυτό, γιατί ακριβώς ως και τότε αγνοούσα το πως και το γιατί. ‘Ισως εξ αιτίας της απέραντης μελαγχολίας που γέμι-σε την ψυχή μου ένα γεγονός πολύ ανώτερο από τον εαυτό μου, δηλαδή η πεποίθηση που είχε εδραιωθεί μέσα μου, πως εδώ - κάτω τίποτα δεν έχει σημασία. Αυτό τό υποπτευόμουν από πολύ καιρό, μά ξαφνικά βεβαιώθηκα εντελώς και ολο¬κληρωτικά γι' αυτό: ξαφνικά ένοιωσα πως θα μου ήταν αδιάφορο αν υπήρχε ο κόσμος ή δεν υπήρχε τίποτα πουθενά. Άρχισα να καταλαβαίνω και να νοιώθω πως κατά βάθος δεν ύπηρχε τίποτα για μένα. Ως τα τότες, μου φαινόταν πάντα πως υπήρχαν πολλά πράγματα πριν από μένα. Κι εκείνη τη στιγμή άρχισα ν’ αντιλαμβάνωμαι πως δεν υπήρχε τίποτα πριν ή μάλλον πως μόνο φαινόμενα υπήρχαν. Σιγά-σιγά απόκτη¬σα την πεποίθηση πως ποτές δεν υπήρχε τίποτα. Και τότε, έπαψα να εξοργίζωμαι με τους ανθρώπους και κατέληξα να μην τους προσέχω πια. Αυτή η διάθεση εκδηλωνόταν στα πιο μικρόχαρα γεγονότα της ζωής: παραδείγματος χάρη, τύχαινε καμμια φορά, καθώς περπατούσα στο δρόμο, να σκοντάφτω πάνω στους ανθρώπους. 'Όχι επειδή ήμουν απορροφημένος από καμμια σκέψη, αφού τότες δεν σκεφτόμουν πια τα πράγματα που θα ‘πρεπε να σκέφτομαι: αδιαφορούσα για όλα. Νά είχα τουλάχιστον στα χέρια μου την λύση των προβλημάτων! Ούτε ένα δεν είχα λύσει. Κι ένας θεός ξέρει πόσα καμπόσα προβλήματα είχαν παρουσιαστεί στο μυαλό μου! Μα επειδής αδιαφορούσα για το κάθε τι, είχα πετάξει και τα προβλήματα.
Να λοιπόν που ξέρω την αλήθεια. Αυτή την αλήθεια, την έμαθα πέρυσι το Νοέμβρη, ακριβως στις τρεις του Νοέμβρη, και από τότες την εχω πάντα μέσα στο μυαλό μου. Ήτανε μια θεοσκότεινη νύχτα, η πιο σκοτεινή νύχτα που μπορεί ποτές να γίνει. Γύριζα σπίτι μου, θυμάμαι, κατά τις έντεκα η ώρα, και ακριβώς σκεπτόμουν πως θα ‘τανε αδύνατο να δεις μια νύχτα πιο σκοτεινή από εκείνη. Όλη, τη μέρα έβρεχε, μια απ' τις πιο κρύες και τις πιο φοβερές βροχές, κάτι σαν απει¬λητική βροχή, θυμάμαι, γιομάτη εχθρότητα για τους ανθρώπους, όταν ξαφνικά, κατά τις έντεκα σταμάτησε, κι άρχισε να σηκώνεται μια φριχτή υγρασία, πιο υγρή και πιο κρύα απ' την υγρασία της βροχής. Κάτι σαν ατμός αναδινόταν απ' όλες τις πλάκες του δρόμου, από κάθε δρομάκο σαν κοίταζες πιο μακριά σε προοπτική απ' τη μια άκρη του δρόμου ως την άλλη. Και ξαφνικά, μου φάνηκε πως άν έσβηνε από παντού το γκάζι, τότε θα ‘τανε λιγότερο λυπητερή η εντύπωση, τόσο πολύ σου θλίβανε την καρδιά τα φώτα του γκαζιού που τα φωτίζανε όλ’ αυτά. Δεν είχα φάει 'κείνη τή μέρα κι είχα πε¬ράσει το βράδυ στο σπίτι ενός μηχανικού μαζί με δυο άλλους φίλους του. Δεν μιλουσα, και νομίζω πως με βρήκαν ανιαρό. Εκείνοι μιλούσανε με πύρινα λόγια, και για μια στιγμή μάλιστα, τους έπιασε θυμός: Μα στην πραγματικότητα, ολ' αυτά τους ήταν αδιάφορα˙ αυτό το ‘βλεπα καλά, κι αν θυμώνανε, το κάνανε μόνο για τόν τύπο. Και ξαφνικά, τους είπα: «Κύριοι, κατά βάθος όλ’ αυτά σας είναι αδιάφορα». Και 'κείνοι δε θυμώσανε, μόνο γελάσανε μ' αυτά τα λόγια μου. Τους τα ‘πα χωρίς κανένα τόνο μομφής μόνο και μόνο γιατί μου φαινό¬ταν αδιάφορο. Κι εκείνοι παρατήρησαν αυτή την αδιαφορία και σκάσανε στα γέλια.
Όταν συλλογίστηκα στο δρόμο το φως του γκαζιού, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό. Όλος ο θάλος απλωνότανε φριχτά σκοτεινός και ξεχώριζες καθαρά τα κουρελιασμένα σύννεφα που τα όργωναν βαθειες μελανές κηλίδες. Ξαφνικά, πάνω σε μια άπ’ αυτές τις κηλίδες, είδα ενα μικρό αστεράκι, κι άρχισα να το κοιτάω καλά - καλά. Γιατί, πραγματικά, αυτό το αστεράκι μου ξύπνησε μέσα μου μιαν ιδέα. Αποφάσισα να σκοτωθώ εκείνη τή νύχτα. Αυτό το σχέδιο το είχα καταστρώσει πριν δυό μήνες και μ' όλη μου τη φτώχεια, αγόρασα ένα θαυμάσιο περίστροφο και τό γέμισα την ίδια μέρα. Είχανε περάσει λοιπόν δυο μήνες, και το περίστροφο κοιμώτανε μέσα στο συρτάρι, μα όλα μου είχανε γίνει τόσο αδιάφορα που μου ‘ρθε η όρεξη να περιμένω την ώρα που θα μου φαινότανε λιγότερο αδιάφορο. Γιατί; δεν ξέρω. Λοιπόν, δυο μήνες τώρα, κάθε φορά που έπαιρνα το δρόμο για να γυρίσω σπίτι μου, σκεφτόμουν να τινάξω τα μυαλά μου. Μόνον περίμενα την κατάλληλη στιγμή: Και να που μου ‘φερε μια ιδέα αυτό το αστεράκι: αποφάσισα πως θα το ‘κανα εξάπαντος εκείνη τη νύχτα. Μα όσο για το πως μου ξύπνησε μέσα μου αυτή την ιδέα, δεν το ξέρω καθόλου αυτό.
Και τότε, ενώ κοίταζα τον ουρανό, μ’ άρπαξε απ' τον αγκώνα εκείνο το μικρό κοριτσάκι. Ο δρόμος ήταν έρημος εκείνη τη στιγμή, ή τουλάχιστον δεν περνούσε κανένας από ‘κει. Εκεί-κάτω, ένας άμαξας λαγοκοιμώτανε πάνω στο κάθισμα του. Το κοριτσάκι θα ‘ταν ως οκτώ χρονών: φορούσε στο κεφάλι του ένα μαντήλι κι ήτανε ντυμένο μ’ ένα φτωχικό φόρεμα, έσταζε ολόκληρο απ' τη: βροχή, μα προπαντός πρόσεξα τα σκισμένα παπούτσια του που μπάζανε νερό, και το θυμάμαι ακόμα κι αυτή τη στιγμή: Μου είχανε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Είχε αρχίσει ξαφνικά να με τραβάει απ’ τον αγκώνα και να με φωνάζει. Δεν έκλαιγε, μα με φώναζε με κομμένη φωνή, λέγοντας λόγια που δεν κατάφερνε να τα προφέρει για¬τί έτρεμε από το κρύο. Φαινόταν σάν κάτι να την τρόμαζε, και φώναξε με απελπισία: «Μαμά μου, μαμάκα μου!» Γύρισα και την κοίταξα, μα δεν είπα λέξη, και συνέχισα το δρόμο μου. Εκείνη έτρεξε ξοπίσω μου και μέ τραβούσε από το μπράτσο, ενώ από το λαρύγγι της έβγαινε ένας βραχνός ήχος, εκείνος ο ήχος που δείχνει την απόγνωση όταν βγαίνει απ' τα μικρά παιδιά. Τον ξέρω καλά αυτό τον τόνο. Μ’ όλο που δεν πρόφερνε καμμιά λέξη, κατάλαβα πως κάπου η μητέρα της αγωνιούσε ή πως κάτι τέτοιο της συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Είχε τρέξει για να βρει κάποιον ή κάτι για να βοηθήσει τη μητέρα της. Μα εγώ δεν την ακολούθησα˙ αντίθετα μου ‘ρθε στο νου μου ξαφνικά να την διώξω. Στην αρχή της είπα να φωνάξει κανέναν αστυφύλακα. Μα αμέσως εκείνο ένωσε τα χεράκια του και με λυγμούς, καταλαχανιασμένο, ε-ξακολούθησε να περπατάει δίπλα μου χωρίς να με παρατάει. Τότες εγώ την έβρισα και χτύπησα κάτω το πόδι μου. Μα εκείνο φώναξε μονάχα: «Κύριε, Κύριε!...» κι ύστερα ξαφνικά με παράτησε και πέρασε σα βέλος στην άλλη άκρη του δρόμου. Σίγουρα, κάποιος άλλος διαβάτης θα φάνηκε εκεί-κάτω, και θα μ’ άφησε για να τρέξει σ’ εκείνον. Εγώ ανέβηκα τη σκάλα που φέρνει στο πέμπτο μου πάτωμα. Το διαμέρισμα είναι ένα επιπλωμένο σπίτι όπου μένουν διάφοροι ενοικια¬στές. Το δωμάτιο μου είναι μικρό και φτωχικό, κι έχει για παράθυρο το ημιθόλιο ενός παραθυριού της σοφίτας. Έχω ένα ντιβάνι σκεπασμένο μ’ ένα μουσαμά, ένα τραπέζι με τα βιβλία μου, δυο καρέκλες και μια παλιά ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα μα που έχει χαμηλό κάθισμα και ψηλή πλάτη. Κάθισα, άναψα το κερί κι άρχισα να συλλογιέμαι. Στο πλαϊνό δωμάτιο, δηλαδή από την άλλη μεριά του χωρίσματος, γινότανε χαροκόπι που κρατούσε δυο μέρες τώρα. Αυτός που καθότανε σ' αυτό το δωμάτιο, ήταν ένας απόστρατος λοχαγός. Είχε επισκέψεις, καμμιά δεκαριά αλήτες που μεθοκοπουσαν με ρακί και παίζανε φαραώ με μια παλιά τράπουλα. Την περασμένη νύχτα είχε ξεσπάσει καυγάς, κι ήξερα πως δυο από δαύτους είχανε πιαστεί στο ξύλο. Βέβαια, η σπιτονοικοκυρά πήγε και έκανε παράπονα, μα τον φοβότανε το λοχαγό. Οι άλλοι νοικάρηδες ήτανε μια μικροκαμωμένη κυρία καχεκτική και αδύνατη, χήρα ενός αξιωματικού, κι είχε τρία παιδιά, που μόλις ήρθανε σ’ αυτή την τρώγλη, πέσανε αμέσως άρρωστα. Εκείνη και τα παιδιά φοβόνταν τόσο πολύ το λοχαγό, που όλη τη νύχτα δεν κάνανε άλλο παρά να τρέμουν και να προσεύχωνται, και μάλιστα, το μικρότερο παιδί είχε πάθει κάτι σαν νευρική κρίση. Ήξερα πως αυτός ό λοχαγός σταματούσε τους διαβάτες στη λεωφόρο Νέφσκυ και τους ζητούσε έλεημοσύνη. Κανένας δεν του εμπιστευόταν την παραμικρή δουλειά, κι όμως, περίεργο πράγμα (και μιλάω γι' αυτόν μόνο και μόνο για να τονίσω αυτό τό γεγονός), ένα ολόκληρο μήνα που έμενε στο ίδιο σπίτι με μένα, δεν είχε ξυπνήσει μέσα μου το παραμικρό συναίσθημα απέχθειας. Βέβαια, από την πρώτη κιόλας μέρα, φρόντιςα νά μήν του συστηθώ, και άλλωστε θα βαρυώτανε τη συντροφιά μου. Μα μ’ όλο το θόρυβο που κάνανε από την άλλη μεριά του χωρίσματος, και όσο πολλοί κι άν ήτανε, - μου ήταν αδιάφορο. Συνήθως, δεν κοιμώμουν όλη τη νύχτα, και για να πω την αλήθεια, δεν τους άκουγα, κι έτσι ξεχνούσα την παρουσία τους. Δεν μπορώ να κλείσω μάτι πριν ξημερώσει: και να φανταστείς, αυτό κρατάει τώρα κι ένα χρόνο! Περνάω λοιπόν τη νύχτα μου μπρος στο τραπέζι μου, καθισμένος στην πολυθρόνα, χωρίς να κάνω τίποτα. Διαβάζω μόνο τη μέρα. Έτσι, μένω καθισμένος χωρίς ούτε να σκέφτομαι τίποτα, κι αφήνω τις σκέψεις μου να πετούν εδώ και ‘κεί όπως τους αρέσει. Στό κρεβάτι πήρα το περίστροφο και το ακούμπησα δίπλα μου. Θυμάμαι, πως τη στιγμή που το ακουμπούσα, αναρωτήθηκα: «Είναι βέβαιο;» κι απάντησα ο ίδιος στον εαυτό μου, με απόλυτη βεβαιότητα: «Ναι, είναι βέβαιο!» Δηλαδή, θα σκοτωνόμουν. Ήξερα πως ήταν απόλυτα βέβαιο πως θά σκοτωνόμουν εκείνη τη νύχτα, μα πόση ώρα θα εξακολουθούσα ακόμα να κάθομαι έτσι δα μπροστά στό τραπέζι, περιμένωντας την τελευταία στιγμή; Αυτό, δεν το ‘ξερα. Και σίγουρα, θα σκοτωνόμουν, αν δεν ήταν εκείνο τό κοριτσάκι.

-2-

Βλέπετε, όσο κι αν ήμουν αδιάφορος, ωστόσο είχα και κάποια ευαισθησία, έστω και για τον πόνο, παραδείγματος χάρη. Αν με χτυπούσε κανένας, θα πονούσα. Μα κι από ηθική άποψη, αν μου συνέβαινε κάτι πολύ δυσάρεστο, θα λυπόμουν όπως και πριν, ενώ στη ζωή αδιαφορούσα για τα πάντα, Και είχα αισθανθεί και οίκτο, πριν από λίγο: βέβαια, θα μπορούσα να είχα βοηθήσει εκείνο το κοριτσάκι. Μα γιατί δεν το βοήθησα; Απλούστατα, γιατί μου ήρθε εκείνη η ιδέα, τη στιγμή που με τραβούσε από το μανίκι και με φώναζε, κι επειδή είχε τεθεί ξαφνικά μπροστά μου εκείνο το ερώτημα, που δεν μπορούσα να απαντήσω. Ήτανε τιποτένιο ερώτημα, μα με εξερέθιζε. Και ο θυμός μου προερχόταν από τον εξής συλλογισμό: Αφού αποφάσισα νά βάλω μόνος μου τέλος στή ζωή μου, κατά συνέπεια, κι εκείνη τη στιγμή περισσότερο από κάθε άλλη φορά, θα ‘πρεπε ν’ αδιαφορώ για όλα. Γιατί λοιπόν να νοιώσω ξαφνικά πως δεν μου ήτανε όλα αδιάφορα και πως το λυπόμουν αυτό το κοριτσάκι; Θυμάμαι πως το λυπόμουν πολύ, ως το σημείο να υποφέρω εξ αιτίας του, με εντελώς ανάρμοστο τρόπο για την κατάσταση μου. Πραγματικά, δεν μπορώ να περιγράψω τό λιγόλεπτο αίσθημα που με κυρίεψε τότε, μά αυτό το συναίσθημα επέμενε μέσα μου και έκατσα μπροστά στο τραπέζι μου σε χειρότερη κατάσταση ερεθισμού από πριν. Οι συλλογισμοί έρχονταν ο ένας πίσω από τον άλλο: «Είναι φανερό, έλεγα μέσα μου, πως αφού είμαι άνθρωπος, δεν είμαι μηδενικό, και όσο δεν γίνομαι μηδενικό, ζω, και κατά συνέπεια μπορώ να υποφέρω, να εξοργίζομαι, και να ντρέπομαι για τις πράξεις μου. Εντάξει, μα αν σκοτωθώ, ας πούμε σε δυο ώρες, τι με νοιάζει για το κοριτσάκι κι αν ντρέπωμαι και τα λοιπά; Θα γίνω μηδενικό, απόλυτο μηδενικό. Είναι δυνατόν η συνείδηση του ότι ξέρω πως σε λίγο θα πάψω ε ν τ ε λ ώ ς νά υπάρχω, πως ας πούμε δεν: θα υπάρχει τίποτα στον κόσμο, να μην επηρεάζει καθόλου ούτε το συναίσθημα του οίκτου μου για το κοριτσάκι ούτε το συναίσθημα της ντροπής μου για την ανανδρία που έδειξα; Γιατί επιτέλους, χτύπησα το ποδάρι μου κάτω, κι έβρισκα το κοριτσάκι˙ κι αυτή την απάνθρωπη ανανδρία την έκανα, όχι μονάχα για ν’ αποδείξω πως ήμουν αναίσθητος ως προς τον οίκτο, αλλά γιατί όλα θα τέλειωναν μέσα σε δυο ώρες. Πιστεύε¬τε ειλικρινά πως γι αυτό φώναξα; Σχεδόν μου ‘ρχεται να το πιστέψω και ‘γώ αυτή τη στιγμή. Φανταζόμουν ολοκάθαρα πως μόνο από μένα εξαρτιώταν η ζωή και ο κόσμος. Και μάλιστα μπορούσε να πει κανένας πως ουσιαστικά για μένα είχε πλαστεί ο κόσμος: Μόλις θα τίναζα τα μυαλά μου στον αέρα, ο κόσμος θα ‘παυε να υπάρχει, τουλάχιστον για μένα. Χωρίς να λογαριάσουμε πως πραγματικά μπορεί, μόλις εξαφανιστεί η συνείδησή μου, να χαθή σαν φάντασμα κι ολόκληρος ο κόσμος˙ αφού δεν είναι κι αυτός άλλο από ένα αντικείμενο της συνείδησής μου, μπορεί να εκμηδενιστεί, αφού μπορεί εγώ να ‘μαι όλος ο κόσμος κι όλοι οι άνθρωποι. Θυμάμαι λοιπόν, πως καθώς καθόμουν και συλλογιζόμουν έλυνα διαδοχικά όλ’ αυτά τα ζητήματα και τα εξηγούσα με εντελώς διαφορετική άποψη, ανακαλύπτοντας τους εντελώς καινούργιες όψεις. Παραδείγματος χάρη, ξαφνικά ήρθε στο μυαλό μου μια περίεργη σκέψη. Ας υποθέσουμε, έλεγα, πως κάποτες έζησα στο φεγγάρι ή στον Άρη, και πως κει-πέρα είχα κάνει ένα εξαιρετικά βρωμερό κι ατιμωτικό έγκλημα, το χειρότερο που μπορεί να φανταστεί κανένας, ας υποθέσουμε πως έγινα τέτοιο αντικείμενο ντροπής και καταφρόνιας, που μόνο στον ύπνο σου και μάλιστα σε εφιάλτη μπορείς να το δεις˙ κι αν, ξυπνώντας ξαφνικά πάνω στη γη, είχα συνείδηση του τι είχα χάνει στον άλλο πλανήτη και ήμουν βέβαιος πως ότι κι αν γίνει δεν θα ξαναγύριζα ποτές εκεί, τότε, ναί ή όχι, θα μου ήταν αδιάφορο τ ο κ ά θ ε τ ι που θ’ αφορούσε τη σελήνη; Θα ένοιωθα ναι ή οχι ντροπή, όταν θυμώμουν το έγκλημά μου; Όλ’ αυτά ήταν άσκοπα και άτοπα ζητήματα, και μάλιστα αφού είχα μπρος μου το περίστροφο, κι ήξερα από τα κατάβαθα του είναι μου πως θα το εκτελούσα α υ τ ό, μα αυτό μου ‘φερνε πυρετό, κι η ταραχή μου άγγιζε στά όρια του παροξυσμού. Τώρα, μου είτανε κατά κάποιον τρόπο αδύνατο να πεθάνω αύτη τη στιγμή, εκτός πια αν έβρισκα προηγουμένως τη λύση κάποιου προβλήματος. Με δυο λόγια, αυτή η μικρούλα με είχε σώσει, γιατί από το ένα ζήτημα στο άλλο, ανέβαλα τή στιγμή του πυροβολισμού Τώρα.
./..

Διαβάστε ή κατεβάστε εδώ (24Γράμματα) όλο το βιβλίο σε μορφή ebook

24 Αυγούστου 2012

Θέρετρα Φασισμού [Νίκος Κυριακίδης]



Θέρετρα Φασισμού

Καλπάζοντας ο ποντικός
τραγουδώντας για τη γλίτσα του θούριους αιμάτινους,
σε έδειξε.
Ήλπιζε στη κλάψα
Ποντάρισε στη κούραση.......
Ούτε η σιχαμένη επανάληψη δεν του στάθηκε.
Οι εκκλησιές
μείναν κλειστές.
Οι συνετοί
λουφάξαν στα κρεβάτια τους.
Καμιά φλυαρία
Καμιά αυτοκτονία.
Τώρα οι φαντάροι δεν αλληλοπυροβουλούνται
τώρα οι αρμονίες ενηλικιώθηκαν,
έγιναν κραβγές.
Τον ποντικό τον γέννησε
μια ηλίθια εκδρομή
τον νανούρισαν δραστήριοι νεκροί
τον θρέψαν οι κανόνες.
Οι τακτοποιήσεις τελείωσαν
Δεν έχει άλλα μερεμέτια.
Σάπιο κρέας οι καθαρότητες....
Να, κάποιοι κοριτσίστικοι χοροί
Οργή.

17 Αυγούστου 2012

Φλόγα πορτοκαλιού [Kώστας Σφενδουράκης]



Φλόγα πορτοκαλιού


Δυο φαναράκια από φλούδα ώριμου πορτοκαλιού
πίνω ρακί, για τα καλά έχει σουρουπώσει.
Κοιτώ τα σύννεφα, διακρίνω τη σκιά ενός πουλιού...
Θα 'ναι η ψυχή μου που 'χει γίνει άλλη τόση!

Μέσα ο Γκάμπριελ θα φτιάχνει τους χοχλιούς μπουμπουριστούς
και τα γατάκια μαζευτήκανε στην πόρτα.
Όταν ο άνθρωπος γεμίσει απ' τους καρπούς του τους μεστούς
φυτρώνουν έξω απ' την καρδιά του τ' άγρια χόρτα.

Τώρα που νύχτωσε και φάγαμε, μιλώ στον ουρανό:
" Άραγε κάπου να υπάρχει λίγη αγάπη; "
Μου απαντά και το κεφάλι καταφατικά κουνώ...
" Θα έχει σίγουρα στου Γκάμπριελ το ντουλάπι "

       

16 Αυγούστου 2012

Ελεγεία εις το βυθισμένο θωρηκτό "Πετροπαβλόσκ" [Ζαχαρίας Παπαντωνίου]



Ελεγεία εις το βυθισμένο θωρηκτό "Πετροπαβλόσκ"

Μάταια κατέβηκεν ο νους
όμως θε φτάνει κάτου
την ησυχία να ιδεί τέτοιου θανάτου!
Βαθύς ο πόνος, μα ο χαμός
βαθύτερός του. Μόνος
τη νύχτα που ο πικρός γιαλός
τ’ αστέρια καθρεφτίζει,
έρχεται κάτου ο ουρανός
και σας αγγίζει.

Και συ, Θυσία περήφανη,
που κύμα κ’ αίμα στάζεις
προς το αιώνιο Δίκαιο κοιτάζεις
με τα κλειστά μάτια των νεκρών
ναυτών που έφεραν κάτου
στα τρίσβαθα της θάλασσας
τη λάμψη του θανάτου.

Ταξιδεμένοι! Επήγατε
πιο πέρα απ’ τους μικρούς μας λογισμούς.
Κ’ έτσι με σκοτωμένους του καημούς
κοιμάστε κάτου από την τρικυμία
στην πηγή της γαλήνης, στο βυθό.
Σαν ένα κάστρο που από καιρό
μες στα νερά έχει γύρει σκορπισμένο,
έτσι και συ θα κοιμηθείς εσύ
που μιαν αυγή επυργώθηκες στο φως
κ’ έπεσες κάτου, ω μέγα φρούριο της σαρκός!

Μάτια των ευσεβών. Είστε κλεισμένα,
ματάκια αθώα, κάτου απ’ το νερό.
Όμως της πίστεως λύχνοι, πάντα φέγγετε
απ’ την καρδιά του πόντου, προς τον ουρανό,
και τα σφαγμένα χέρια τα φαντάζουμαι
πως σταυρωμένα στέλνουν προσευχή
προς κάποιο του σπιτιού θαμπόν εικόνισμα
που τη μανούλα γέρνει και παρηγορεί.
Κι απάνου απ’ τη την πλατειά τη θάλασσα
που αιώνια κύματα τινάζει
δίχως να ξαναφέρνει εσάς στον πόλεμο
μήτε τον καπετάνιο που προστάζει
απάνου απ’ τη την πλατειά τη θάλασσα
μες στη σιωπή και στο μηδέν, το θυμιατήρι
της Μόσχας κρέμεται παρακαλεί
τον ουρανό στον ύπνο σα να ‘ρθεί να γύρει.
Μητέρα! Που στα κύματα έτρεξε
το γάλα σου κι επνίγηκαν τα νανουρίσματα σου.
Απ’ το παιδί ως την ποδιά σου
είν’ ένας πόντος, ένας χωρισμός.
Ναύτης κι αν είναι ο πόνος σου
Δεν ημπορεί να φτάσει εκεί, παρά νεκρός.

Σκλάβα σε πήρε ο πόλεμος κοντά του
για να σκορπίζεις ρόδα θανάτου.
Κάθε στιγμή που τρέμεις κι αγαπάς
τον πόλεμο, τον πόλεμο σφυροκοπάς
και τα νανουρίσματα
της κούνιας και το χάδι
αποκοιμίζουν το παιδί
για να το φέρουν προς τον Άδη,
μητέρα! Και στον κόρφο σου
τον κόρφο που ‘ναι αγάπη, τρόμος
με τα χειλάκια του παιδιού
βυζαίνει του πολέμου ο νόμος!
Χαίρε σπιτάκι ερημικό! Ησυχία,
που η κουρασμένη σκέψη μας θέλει να γίνει
λουλουδάκι στη θύρα του και να σε πίνει!
Χαίρε σπιτάκι ερημικό, ησυχία
βρυσούλα της ζωής, που όταν σ’ ακούω
να τρέχεις σκιάζομαι μήπως χυθείς
μες στον πικρόν ωκεανό του κόσμου!
Ανάμεσα στα ορνίθια και στη χλόη
που ο πετεινός λευκός ψάλλει το φως
ενώ η μητέρα γνέθει, ενώ τα βρέφη
στην πρασινάδα παίζουν και γυρίζει
ο γυιός από των χωραφιών το δρόμο
μ’ αναπαμένο το τσαπί στον ώμο,
έρχεται ο Πόλεμος στην πόρτα και του γνέφει
να πάει κοντά του. Έχε γεια,
σπιτάκι ερημικό, δεν είσαι πια.

Κοιμάται μες στον ήσυχο ελαιώνα
βασανισμένη η ασπροφόρα Ειρήνη.
Χαίρεται η γη που την κρατά, στους κόρφους της
καθ' άνθος χαίρεται ν’ αγγίζει και να σβήνει.
Και των πουλιών κρυμμένες οι φωλιές,
πατρίδες δίχως πόλεμο και μίση,
αφήνουν της αγάπης το μουρμούρισμα
τόσο σκιαγμένο που φοβάται ν’ αντηχήσει.
Άνοιξη – πόθος! Μες στο ματωμένο αγώνα
Ανθεί ο Απρίλης κι απ’ τον κόρφο του
μαζεύουν ανεμώνες οι νεκροί.
Αλλ’ άξαφνα ιερά πομπή
βυθίζεται στον ήσυχο ελαιώνα
και φτάνει από τον κάμπο ανθρώπων πλήθος
κόβοντας κλάδο ελιάς, στολίζοντας το στήθος.
Κάτω από των κλαριών την ησυχία
υψώνοντας τη Βίβλο την Αγία
προς την αρχαία ελιά πηγαίνει
που η ασπροφόρα Ειρήνη ξαπλωμένη
θρηνεί την εξορία της. – Ξύπνα!
ο λαός σου ήρθεν εδώ. Οι ανθρώποι
που ‘ναι λευκοί σαν ανθισμένοι τόποι
και ταπεινοί σα χλόη. Κανένα φως
δε φέρνομε σ’ αυτή τη λιτανεία
άλλο από μια λαμπάδα αιώνια
που την ανάβει μέσα μας ο Εσπερινός.
Η ζωή μας είν’ αργό ρηχό νεράκι
που σιγοκλαίει και σιγοτραγουδεί,
που μόλις φτάνει μες στο περιβόλι
να σκύψει ένα πουλάκι και να πιεί.
Σπαθί δεν εφορέσαμε στη ζώνη,
ο εχθρός φοβάται να μας αντικρύσει
καθώς περνάει στον κάμπο ο χαλασμός
κι αφήνει ορθό το παρεκκλήσι.
Είμαστε μεις οι αδύνατοι. Τραγούδια
παίζουν με μας οι ανέμοι, παιάνες όχι!
Βαρειά δεν περπατούμε, αλλά σταλάζομε
στη γη αυτή καθώς το πρωτοβρόχι.
Κόσμος για μας το φύλλο, όπως το δάσος,
η πεταλούδα όπως κι ο αητός.
Κι αυτά κ’ εμείς κι ο πόνος ταξιδεύομε
στον κύκλο του παντός…

– Κοιμάσαι, Ειρήνη, κάτου απ’ την αρχαίαν
ελιά και σε ζητούμε, σε ζητούν
οι δουλευτάδες που το βράδυ αργά
σκύβουνε στην καλύβα τους μα μπουν.
Το χελιδόνι όταν απ’ τη στέγη μας
– καθώς η σκέψη φεύγει από το νου –
πάει να βυθίσει τα φτερά τα ήσυχα
μες στην αταραξία τ' ουρανού.
Τ’ άστρο που ταξιδεύει και ξανάρχεται.
Ο νεκρός που πάει και δεν ξαναγυρνά.
Στο κύμα ο ναύτης. Ο τραχύς βοσμός
απάνου στα περήφανα βουνά.
Η φωλιά σε θέλει των πουλιών, των ανθρώπων
η πολιτεία, τα φτερά και τα χέρια των
νύχτα και μέρα απλώνονται σ’ εσένα.
Κουρασμένα
τα μάτια κλείνουν, ο ύπνος σε γυρεύει
όταν με την ανύσταχτη παλεύει
φροντίδα απάνου απ’ τ’ άρρωστο κορμί.
Γυρεύει εσένα ύστερ’ απ΄ τη νίκη
το κουρασμένο κρύβοντας στη θήκη
σπαθί του ο ματωμένος μαχητής,
και τελευταίος σε κράζει, αλλά δεν έρχεσαι
να κοιμηθείς μες στην καρδιά του, ο Ποιητής.

– Και τώρα οι σκοτωμένοι σε αναζήτησαν,
που τους κρατεί ο αμίλητος βυθός.
Πόνος δε φτάνει ανθρώπου να τους δει
ενώ τους τρώει το κύμα κι ο καημός.
Έτσι πνιγμένη, αφανισμένη η Δύναμη
κοιμάται και ρωτάει από βαθειά
το κρίμα που τη σκότωσεν απόλεμη,
αλλά ο βαθύς γιαλός δεν απαντά…
Θεριό καράβι, πόσα καλοτάξιδα
πλέεις στο μηδέν! Ειρήνη
στο φλάμπουρο που κύματα το δίπλωσαν
και στ’ άρματα που δε βροντάν. Ειρήνη
στων θυμάτων τα μάτια, στη βουβή καρδιά,
στο στόμα το κλεισμένο που άλμην πίνει!
Τώρα δεν τους κατέχει πλέον ο πόλεμος
και τώρα που στα βάθη της αβύσσου
βαριά κοιμώνται ήσυχοι, αγαθοί,
απόλεμοι, θλιμμένοι, είναι ιδικοί σου.

Είπαν κι η προσευχή μες στην ψυχή τους
έπεσε, την ανέστησε. Με τους κορμούς
των δέντρων το αζωγράφιστο κορμί της
υψώνει κ’ είν’ ωραίο απ’ τους καημούς.
Λάμπει το δάκρυ που στη γης αφήνει
– ευτυχισμένο το άνθος που το πίνει –
Γνέφει στο πλήθος και μαζί του ξεκινά.
Χαμογελάνε κάμποι και βουνά
κ' έτσι καθώς πηγαίνει η λιτανεία
τα μαραμένα ξαναζούν, η άνοιξη
πάει να γενεί αιώνια.
Τόσο δεμένη η μάννα γη με την ψυχή τους είναι,
τόσο τους ανεγνώρισε τους Αδυνάτους, κρίνε,
που κάτασπρος στο διάβα των φεγγοβολάς, και συ
δροσούλα στα χαμόκλαδα που τρέμεις, ως αυτοί.

Στάθηκαν στην ακρογιαλιά και κοίταζαν το κύμα.
Πλατύ το πέλαγος, καθώς του αφανισμού το κρίμα.
Τους βυθισμένους καρτερεί να ‘ρθούν μπροστά της,
Εκείνη, ορθή στον άνεμο που λύνει τα μαλλιά της.
Αχ! οι νεκροί δεν έρχονται υψωμένοι
απάνου στον αφρό, δεν κατεβαίνει
κύμα φουρτούνα, πόνος να τους πάρει,
τον αρχηγό να φέρει καβαλάρη
της τρικυμίας, τους ναύτες του μαζί.
Ο Αφανισμός μονάχα, εκείνος ζει.
Νέρων φωνές, σαλπίσματα, ήχοι,
βροντούν, και τα μεγάλα κύματα
σαν του Ομήρου οι ματωμένοι στίχοι
στο πέλαγος των χρόνων, με χορό φριχτό
από στεριές, πελάγη, ουρανούς χυμούν,
λαχανιασμένα πέφτουνε στα πόδια της,
πεθαίνουν, μα τον Πόλεμο της τραγουδούν.

  Πηγή: Ο Νουμάς - Τεύχος 149 (1905)

14 Αυγούστου 2012

H πόλη μου [Απόστολος Θηβαίος]



Η πόλη μου

Η πόλη μου δεν έχει ρυθμό,
Τους καλοκαιρινούς μήνες δεν έχει τίποτε,
Μόνο δύσκολες μέρες, πολύ σιωπή κατοικεί
Στην πόλη μου.
Παράξενοι άνθρωποι,
Με κόκκινα, από την αϋπνία μάτια,
Περιφέρονται μες στο κορμί
Του μεγάλου φιδιού.
Επικρατεί κάποιες φορές φόβος,
Καθώς ολοένα και περισσότερο,
Τέτοιοι άνθρωποι ανακαλύπτονται.
Συχνάζουν σε στοές,
Σε παραπήγματα,
Σε παλιά ξενοδοχεία,
Με αμέτρητες μνήμες.
Δηλαδή μιλούμε για μια στοργική λύπη.
Η πόλη μου δεν έχει ρυθμό.
Έχει μόνο ανακοινώσεις,
Πορείες,
Κατεδαφίσεις,
Οδοφράγματα,
Θερινούς κολυμβητές,
Ναυάγια,
Υποθέσεις άλυτες,
Ετοιμοθάνατους,
Εργάτες.
Και αν κάτι κρατώ
Από όλα αυτά,
Από τις τόσες αναφορές στην πόλη μου,
Στη βαθιά της δυστυχία,
Είναι πως δεν είμαστε μόνοι.
Ο φόβος μας, μόνο,
Ο φόβος μας είναι πρωτόγονος, άγριος.

13 Αυγούστου 2012

Η Καταστροφή της Λισαβόνας - Κριτικό σχόλιο του Απόστολου Θηβαίου με αφορμή τη μετάφραση του έργου από τη Γιάννα Πρίμπα


Αναδημοσίευση από τα 24γράμματα (εδώ)

   Στα περίφημα «Άσματα» του καταραμένου, Γάλλου ποιητή Ντυκάς, γνωστού ως κόμη Λωτρεαμόν, υφίσταται μια λαμπρή διαπίστωση. Μια έκπληξη, πέρα και πάνω από την πεισιθάνατη γραφή, ικανή να ξεπεράσει τη συνείδηση του κακού, όπως ενυπάρχει, άλλοτε αναίτια και άλλοτε πάλι ως φυσική ροπή του ανθρώπινου είδους. «Ο άνθρωπος είναι ο νικητής κάθε χίμαιρας, η αυριανή καινοτομία, η ομαλότητα από την οποία στενάζει το χάος.» Και είναι ακριβώς σε τούτη τη διαπίστωση, όπου και συντελείται η εσωτερική, η μυστική αλλελεγγύη των ποιητών, η αθέλητη, που σηματοδοτεί την ίδια τη σκοπιμότητα της ποιητικής λειτουργίας ή τουλάχιστον εκπληρώνει έναν σκοπό της. Ο ύμνος προς τον άνθρωπο, η καταγγελία των αντιξοοτήτων, των σκοτεινών τεχνασμάτων της μοίρας. Η ομολογία του Ντυκάς, καθώς δηλώνεται, θαρρείς αναπάντεχη και ασυγκράτητη, συνιστά μια ποιητική στάση, η οποία δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως στάση υπαρξιακή, απέναντι στην παθολογία του πεπρωμένου. Η ποίηση δεν αναιρεί τη μοίρα. Η ποίηση είναι παρηγοριά και ανθρωπιά μαζί, είναι εξομολόγηση, συγκίνηση, αδελφικότητα, δηλώνει, στις πιο λαμπρές στιγμές την κοινή καταγωγή του αίματος και των ανθρώπων.

   Το ζήτημα του θανάτου, της προσεχούς αγωνίας, το ανθρώπινο, ετούτο βέβαιο πλήγμα απασχόλησε τώρα και στο παρελθόν πλήθος ποιητικών φωνών. Είτε ανήμποροι να ξεπεράσουν το ενδεχόμενο, είτε πάλι ανίδεοι εμπρός στο θαύμα της ζωής, δύσπιστοι στη μεγαλοσύνη της, οι ποιητές του παρελθόντος ύμνησαν τον πόνο του θανάτου. Η φυσική γραφικότητα του θανάτου ως τελετουργίας και έπειτα ως απώλειας συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις, οδηγώντας σε μια συλλογικοποίηση του αισθήματος. Ως άμεσα κίνητρα, το «οριστικό», η απώλεια ως βίωμα στάθηκαν ικανά να παράσχουν στην ποίηση στιγμές ανεπανάληπτου οίστρου, συμπυκνώνοντας αρκετές φορές πετυχημένα και με ακρίβεια το ανθρώπινο αίσθημα, την, κατά Χειμωνά, «αισθητική του θανάτου.»

   Η επιφανειακή αυτή προσέγγιση, ίσως θα μπορούσε να εξηγήσει την έκπληξη την οποία προκαλεί το ποίημα του Βολταίρου «Η καταστροφή της Λισαβόνας», το οποίο γράφτηκε με αφορμή την τρομερή και ανεπανάληπτη θεομηνία, που έπληξε την πορτογαλλική πρωτεύουσα το έτος 1755, στοιχίζοντας τη ζωή σε περισσότερους από εκατό χιλιάδες ανθρώπους. Το γεγονός προκάλεσε την παγκόσμια οδύνη, η φιλοσοφία, η θεολογική ηθική, τα υπαρξιακά μοντέλα ετέθησαν σε μια ευθεία αμφισβήτηση. Η λαϊκή πίστη κλονίστηκε σε βαθμό μεγαλειώδη, καθώς η αγάπη του Θεού φάνταζε μια επίφαση, μια συμβατική, διαρρηγμένη πλέον σχέση, μια τυπικότητα δομημένη εκ μέρους των ανθρώπων, η οποία τώρα έβρισκε την καταγγελία της από τον ίδιο τον Δημιουργό. Ο Βολταίρος συλλαμβάνει την αίσθηση της εποχής, τον αντίκτυπο του γεγονότος και εκφράζει πια μια ανταπόκριση με εκείνο που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, διαπιστώνει τη μεταβολή «στα ανθρώπινα», καθώς η αισιοδοξία για τις επόμενες εποχές έρχεται να αντικατασταθεί από μια στωική παραίτηση. Ο ποιητής επιτάσσει μια νέα ηθική, αντίστοιχη με τη χριστιανική, μια ηθική ανθρωποκεντρική, της αδελφοσύνης, η οποία όμως θα εκφραστεί με ένα ύφος κατασταλαγμένο, αναγκαίο, ψύχραιμο και ιδιοφυές. Διότι είναι στο συναίσθημα, στην αίσθηση της αμφιβολίας όπου και φαίνεται να αιωρείται μια νέα συλλογικότητα. Η φιλοσοφική θεώρηση καταδικάζεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, καθώς αποδεικνύεται σφοδρά ακυρωμένη, μια ερμηνεία άκομψη, να συντελεί στην ευθύτατη παράφραση και υποκειμενικότητα της ανθρωπότητας, αλλά και του περιβάλλοντός της. Ο Βολταίρος απευθύνεται στον άνθρωπο, με τις διάτρητες βεβαιότητες, με την ολοφάνερη άγνοια. Σε τούτον πρέπει να σταθεί, για εκείνον πρέπει να αρθρώσει το μελλοντικό του λόγο. Με μια θαρραλέα, ανάλογη στόχευση ο ποιητής αποπειράται να αντικρίσει το μέλλον ενός κόσμου συγκλονισμένου, ενός πλήθους βαθιά λυπημένου, παραδομένου σε μια δεσποτική απογοήτευση. Και είναι σαγηνευτικός, έκτακτος εκείνος που μιλά με νοσταλγία, που τέτοια διάσταση δίνει στα τετελεσμένα και μακρυσμένα πια γεγονότα ή πρόσωπα. Όμως, στο βαθύ, ανθρώπινο δράμα, στην οξύτητα και το ερέθισμά του είναι μια κάποια αποφόρτιση, όταν ο λόγος καλεί στο νέο ενδεχόμενο, σε εκείνο που πρόκειται να έρθει και είναι και τούτο, με τη σειρά του ταγμένο να σταθεί πηγή χαράς. Η ελπίδα είναι μια θηριωδία μα στα χρόνια της οργής είναι που την ανακαλούμε με πάθος, που τη ζητούμε, όταν εκείνη, η παράδοξη Κασσάνδρα θέτει την ίδια την επιδεξιότητά της, υπό τελεία αμφισβήτηση. Άλλωστε πάντοτε υφίσταται μια αξιόλογη ευκαιρία για να σωθεί η ανθρωπότητα, για να βρει επιτέλους η παράδοση των παραμυθιών μας μια κατάφαση στο αιώνιο, παιδικό τέλος, εκείνο που πάντα διατυπώνεται με έναν κάποιο δισταγμό ή δεν εκφέρεται ποτέ.

   Η ωριμότητα της μετάφρασης, η δομή της, η συνέπεια μητρικού και λόγου μεταφραστικού μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα από έναν έμπειρο με τούτο το είδος κριτή. Σε κάθε όμως περίπτωση, ετούτη η μετάφραση του ποιήματος του Βολταίρου, συνιστά λογοτεχνία, είδος άρτια ποιητικό, το οποίο αξίζει να υφίσταται ως ένα αυτόνομο υλικό μελέτης. Πέρα από την όποια σεβαστή πρόθεση της μεταφράστριας, δεν υπάρχει αμφιβολία πως κατόρθωσε, αν μη τι άλλο, να μεταφέρει τη δυναμική μιας αναπάντεχης φωνής, τη λάμψη ενός λόγου αγνού, ιδεολογικού, ανθρωποκεντρικού, που δεν θα μπορούσε στην εποχή του να υποψιαστεί το ανυπόφορο και πληθωρικό αίσθημα ενός ατελέσφορου, παθητικού πολλές φορές ρεαλισμού, μιας αποτύπωσης, μιας μίμησης πιστής. Ο θάνατος είναι μια διαστροφή, αφήνει να εννοηθεί ο Βολταίρος. Ας τον περιφρονήσουμε, πέρα από την κλίση μας την απρόθυμη, στην οποία θα ενδώσουμε κάποτε. Πιο πολύ στα ζητήματα τα ανθρώπινα είναι που πρέπει κανείς να εστιάζει. Ως εκ τούτου, το ποίημα για τη Λισσαβώνα και τη φυσική καταστροφή της, μπορεί να θεωρηθεί μια τέτοια περίπτωση, βαθιά, συναισθηματικά ανθρωπολογική και τρυφερή, ακόμα και μες στην όποια, εποχιακή, ποιητική λογιοσύνη της.

Απόστολος Θηβαίος.

ΥΓ. Το ποίημα γράφτηκε λίγους μήνες, έπειτα από την καταστροφή της πόλης από τον σεισμό του 1755. Το έργο εκφράζει πλήθος φιλοσοφικών και θεολογικών ζητημάτων, διαρκώς επίκαιρων αιτημάτων του ανθρώπου, για τη ζωή, τη σχέση Θεού και ανθρώπου, την κοινή, ανθρώπινη μοίρα.


11 Αυγούστου 2012

Σε καρέκλα πλαστική.


Ο ήλιος δε φτάνει
ούτε και τ’ αρμυρίκια
και κάποια πεύκα όσα
που δεν περπάτησαν
στους δρόμους των ελλήνων
τους δρόμους της φωτιάς

Φωνασκούν οι λάμψεις
αυγουστιάτικο μπουρίνι
όταν είπες
που ρώταγα
τότε
"πόσο να ‘χει
μια γρανίτα
σε καρέκλα πλαστική;"

08 Αυγούστου 2012

06 Αυγούστου 2012

Καλλιδρομίου [Νίκος Κυριακίδης]


Καλλιδρομίου
(Στη μεγάλη Κατερινούλα)

Θα στο αφήσω το φως,
δεν το δικαιούμαι.
Εσυ δεν είσαι που πήρες ένα τενεκεδάκι απ΄την υπόγα
και με συντροφιά τα κουνούπια,
έπλασες ενα δασος;
Εσύ είσαι........που πήρες μιαν ηδονή
και την έφτιαξες κατανόηση.
Σκαλιά, φέρετρα
Ξέσκισε τα ερωτικά βοηθήματα κορίτσι.
Ξύσιμο με τα νύχια της παραμύθας
Νανούρισες μετά, ένα κομματιασμένο παιδί.
Ξεφτύλισέ την κι άλλο
τη ψυχανάλυση των ευνούχων φλώρων.
Σε επισκέπτονται-όχι βέβαια εκδρομείς-του ‘’δρόμου’’
Εραστές φαντάροι
για να κάνετε μαζι παιδιά,
σιωπηλά... κανένας διάλογος στην πράξη.
Για σένα ιδρωμένοι,
φοβισμένοι,
με μολύνσεις που δεν έχουν καταγραφεί.
Είσαι ένας κούκος ρολόι

04 Αυγούστου 2012

Sonneto [Γιάννης Γρυπάρης]


Sonneto


Μια ζευγαριά αν είχα γη, σε πλαγί ή σε λαγκάδι
και μια σταλαματιά νερό ανάβρυσ' ή πηγάδι
ένα δεντρό θα φύτευα, λεύκη, ελιά ή ετιά
και μια καλύβα θάχτιζα με πέτρα ή καλαμιά.


Θάχε το δέντρο μια φωλιά, απ' άχερο ή χνούδι
και σπίνος μέσα ή κότσυφας γλυκά θα μου ετραγούδει.
Θάχε η καλύβα μου κουνιά, ψάθα ή κρεβάτι
για ένα παιδί με καστανό, μαύρο ή γαλάζιο μάτι.


Μια ζευγαριά με φτάνει γη˙ και για να την μετρήσω,
εμπρός στον ήλιο της αυγής την ώρα όπου βγαίνει
το πιο όμορφο παιδί της γης ολόρθο θε να στήσω.


"Όσο μακριάν ο ίσκιος σου στη λαγκαδιά πηγαίνει
τόσο ας βαστούν τα σύνορα και τα δικά μου μέρη.
Γιατί όνειρο είναι το καλό, που δεν το φτάνει χέρι".

01 Αυγούστου 2012

Απάτριδες σήμερα


Ήμαστε άλλοι
Θα είμαστε άλλοι

Η ιστορία γράφεται
Η ζωή βιώνεται

Δεν είναι τα χώματα
Οι κορυφογραμμές
Τα νησιά
Η θάλασσα

Είναι τα θέλω μας
Το εμείς είναι
Ασύνορα σύνορα
Ημιπερατές μεμβράνες
Είναι η ώσμωση
Του πηλού
Tων αστεριών
Του σιταριού
Του έρωτα.