30 Σεπτεμβρίου 2012

Franz Grillparzer (ένα απόσπασμα)


 
Ενθάδε κείται, με όλο το κλέος του λησμονημένο.
Ο ξακουστός Δον Κιχώτης της Νομιμότητας.
Που, διαστρέφοντας την αλήθεια και τα γεγονότα,
Φανταζόταν πως ήταν σοφός
Κι έφτασε να πιστεύει τα ίδια του τα ψέματα
Ένας ξεμωραμένος, που ήταν κατεργάρης στα νιάτα του:
Δεν μπορούσε πια να αναγνωρίσει την αλήθεια.

 
Από το άρθρο: Καρτερώντας τη ρευστότητα που δε θα έρθει του blog "επ' αριστερά" του  Γιώργου Π. Τριανταφυλλόπουλου.

29 Σεπτεμβρίου 2012

Nέα Σελήνη [Γιώργος Βέης]



Νέα Σελήνη

.διότι, στην καλύτερη περίπτωση, ήξερα
ότι θα αργούσες από χιόνι ή από όξινη βροχή
θα έχανες την άνοιξη μέσα από τα χέρια σου
τα καλοκαίρια στην Πάρο
την έξαρση στην Αρχαία Μεσσήνη
και θα έμπαινες κατευθείαν στο συρταράκι
της φθινοπώρου ταφής
ένα ενθύμιο πλέον
τρυφερότητας, διαψεύσεων κι αναστολών
ξεπερνώντας έτσι οριακά των αδυναμιών
την υλικότητα, την οικτρή ασχετοσύνη των τρίτων.


α, ναι, έμεινε μόνο αυτό το βότσαλο στο τραπέζι μας
να θυμίζει εκείνη την τόσο ηχηρή υπόσχεση
«μα θα ξανάρθω»
λες και μπορεί να επαληθευθεί το θαύμα του Ορφέα
λίγο προτού σκοντάψει σ΄ εκείνη τη μαύρη πέτρα

εκτός, λέω τώρα που τα συλλογίζομαι
άλλη μια φορά όλα αυτά τα καθέκαστα της θύελλας,

εκτός κι αν όλο αυτό το σκηνικό της αναχώρησης
ήταν μια παγίδα, μια σκέτη φενάκη,
κάτι σαν φιλοσοφικό ανέκδοτο,
από αυτά που μαθαίνουν πρόθυμα
απέξω οι πρωτοετείς όλου του κόσμου-


κοιτάζω τώρα το στήθος σου στη φωτογραφία
καθώς ανοίγει στην κατάφαση των προσφορών
τη διάρκεια των σπασμών στον ήρωα μυαλό
το αναφαίρετο δικαίωμα προσδοκίας της αίσθησης
όχι σαν όνειρο πια,
αλλά σαν ανταύγεια σταθερή και άλλο τόσο ειλικρινή
από σάρκα και αίμα


πώς άραγε να στο πω
πώς άραγε να στο γράψω
καλύτερα λοιπόν έτσι με δύο καρφιά:


έρεβος

λογισμού.
 

26 Σεπτεμβρίου 2012

Υμνοι [Ρήγας Γκόλφης]

Κατωτέρω παρατίθενται οι "Ύμνοι" του ποιητή Ρήγα Γκόλφη από τα τεύχη του Νουμά, υπ' αριθμό 589 και 600 (του 1916):

Ο Νουμάς - Τεύχος 589
Ο Νουμάς - Τεύχος 600

 
Βορριανή

Της ψυχής σου το ποτήρι

ξέχειλο θωρώ,
από μαύρο παοαδείρι
δίχως πόνου αφρό.

Μήτε αγάπη, μήτε χάρη,
φλόγα μυστική,
μήτε αχνός από φεγγάρι
χώρεσαν εκεί.

Μόνο πάθος και μαράζι,
άφαντος δαρμός,
πότε πότε σε ταράζει
και σε καίει θερμός.

Τα λιγνά χλωρά σου νιάτα
μύρονται βαριά.
Γύρω μου τα νοιώθω άκρατα
μάτια από θεριά.

Και τα χέρια σου, ποτάμια
και νεροσυρμές.
Σα νεράιδες στα καλάμια
- δάχτυλα οι ορμές,

ψάχνουν, με ζητούν, με σέρνουν
στο χορό. Γαμπρός.
Τ' άνθια της αλκής μου γέρνουν
στ' άσπρα κρίνα εμπρός.

Η ψυχρή λευκή ομορφιά σου,
φύσημα βοριά,
του πυκνού νοερού μου δάσου
σπάζει τα κλαριά.

Κ' η ξανθή γαλήνια σου όψη,
άνοιξης πρωί,
πόσα τάχα θα μου κόψει
χρόνια απ’ τη ζωή!

Χαλασμός το πανηγύρι.
Σβήνοντας, ποθώ.
Της ψυχής σου το ποτήρι
άδεις και μεθώ.



Γενέθλια

Πλέρια, λαγαρό φεγγάρι
πρωτοδέχτηκες εσύ,
τη ζωή μου οκνή, μισή,
κάποια νύχτα του Γενάρη.

Και σου ρούφηξα το γάλα,
και τ' αχνό σου πήρα φως,
κ’ ένας έρωτας κρυφός
μ’ έκαψε για τα μεγάλα.

Μα με πλάνεσ’ άλλη στράτα
κι άλλοι μ’ έσυραν θεοί,
και δεν είδα ένα πρωί
στα θλιμμένα μου τα νιάτα.

Αχ ματώθηκα στο δρόμο
κ' είμ’ ανήμπορος εγώ
την ψυχή μου να οδηγώ
στους ανθρώπους δίχως τρόμο.

Τ' ασημένιο σου βασίλειο
μου αναγάλλιασε το νου,
και στο θάμπος τ’ ουρανού
πόσο μίσησα τον ήλιο!

Στο καινούργιο σου το διάβα
μες στους κόσμους που αγαπάς,
πάρε με και με όπου πας,
φεγγαράκι μου, και τράβα.

Το ψιλό αεράκι γύρα
κρύα φαντάσματα μηνά.
Πόσα χιόνια στα βουνά
τη θερμή προσμένουν λύρα!

Απαλά σαλεύουν οι ίσκιοι.
Ω ψυχή μου εσύ αγρυπνάς;
Τι κατάρα να ξυπνάς
δίχως ύπνος να σε βρίσκει!

Τώρα ή σκέψη μου η αράχνη
τρέλες, φαντασίες, γκρεμούς
πλέχει αγνάντια απ' τους καημούς
μες στης θλίψης μου την πάχνη.

Ευτυχία νεκρή δε θέλω
μήτ' αστόχαστη χαρά
σαν τ' ακίνητα νερά
κάτου απ' το βουρκίσιο βέλο.

Φώτιζε μου αγνά, φεγγάρι,
της ζωής μου τη βραδιά,
καίγοντας μου την καρδιά
μες στου πόνου το λυχνάρι.



Μαργαρίτες

Το λιβάδι που σμίξαμε
το στέρνο καλοκαίρι
- σα μας έκαιε του πόθου μας
το βαθύ μεσημέρι –
του χειμώνα το πνίξανε
οι βροχές, τ' αγριοκαίρι,
και βαλτόνερ' ανάδευε
κύμα κύμα τ' αγέρι.

Όμως άξαφνα σήμερα,
ξεχασμένη μου φίλη,
το λιβάδι ολοστέγνωτο
με καλούσε, μου εμίλει.
Μαργαρίτες γελούσανε
στο μαρτιάτικο δείλι,
και πικρά μου νοστάλγησα
τα χαμένα σου χείλη.



Θούριος

Δειλινό του χειμώνα
στης Αθήνας τη γλύκα.
Η αγκαλιά του ελαιώνα,
η Ακρόπολη, η Πνύκα.

Ένα φως, ένα θάμπος,
χρυσορόδινα κρίνα,
ο χλωρόσπαρτος κάμπος,
τα νερά, ή Σαλαμίνα.

Μα η ψυχή μου γερμένη
μες στην πίκρα του αιώνα,
τέτοια γλύκα προσμένει
μ' εναν άγριο χειμώνα.



Κελάδισμα

Δίχτυα με σύρανε
τα μάτια, οι δράκοι,
μες στην αγκάλη σου
ταίρι, ταιράκι.

Τ' άνανθα χρόνια μου
τα καίει φαρμάκι,
στάξε το δρόσισμα
ταίρι, ταιράκι.

Κι αν κρύα φαντάσματα
και βρυκολάκοι
θλίβουν τη μοίρα μου
ταίρι, ταιράκι.

Κι αν τρώει τα σπλάχνα μου
μαύρο κοράκι,
- ξανάρθε η άνοιξη
ταίρι, ταιράκι.

Πηγή το γέλιο σου
και δροσαυλάκι,
κάμπος τα νιάτα μου
ταίρι, ταιράκι.



Πρωτομαγιά

Πάμε να βρούμε την καινούργια μέρα.
Ήλιος εδώ την πλάση φωτίζει.
Από το σάπιο, μολεμένο αέρα
το πουλί της καρδιάς μας φτερουγίζει.
Σε μιαν αλλοτινή σιμώνει σφαίρα
που το πνέμα δε στέκει μετερίζι
στης ανάγκης το νόμο, τον πατέρα
κάθε αδικίας που τη ζωή λυγίζει.
Πάμε να βρούμε τον καινούργιο δρόμο
μακριά απ’ της κοινωνίας μας τον κρυψώνα.
Ω νέα ψυχή, που τίναξες τον τρόμο
του δειλού, την απάτη και το ψέμα,
το ζωντανό αγωνίσου τον αγώνα.
Σ’ ακολουθεί το φουσκωμένο ρέμα.



Σε μας τους δυο

Πόσο γοργά η ζωή τα πάντ’ αλλάζει!
Την ύπαρξή μας, τα όνειρ’ ασωτεύει.
Εδώ ένας ήλιος καίει, κακό χαλάζι
παρέκει τη λαχτάρα μας παιδεύει.
Ο βραχνάς τη χαρά μας δυναστεύει,
χέρι μαύρο τ' ανέγγιχτα μαλάζει,
το φαρμάκι στην ώρα του σταλάζει.
Κι αν παντού κάτι αγέραστο γυρεύει,
κάτι αιώνιο η ψυχή να κρυσταλλώσει
κι α στον έρωτα βούλεται να ομώσει
πίστη, λαύρα, λιμάνι για ν’ αράξει,
- δεν μπορεί, δεν μπορεί να μην πετάξει…
(Ω που μ’ ακούς, αγάπη μου, εσύ κρίνε
Σε μας τους δυο για ν’ αληθέψει ας είναι).



Ζωή και ποίηση

Ποίηση βαθειά και θεία σε συνταράζει
που απ’ άυλους κόσμους ξένους κι άυλες σφαίρες,
ανάμεσό σου αθέλητα φωλιάζει
και συντονίζει τις γλυκές σου μέρες.
Κι αν το γέλιο σου αφρόντιστα πηγάζει
και ποτίζει του νου μου τις χίμαιρες,
μα στα βράχια του βίου μου και τις ξέρες
κύμα βογκά το φιδωτό σου νάζι.
Κύμα θολό και γέλιο ηλιολουσμένο,
νύχτα βαθειά και θεία της αγκαλιάς σου,
το μυστήριο του κόσμου διαλυμένο
στην ξάστερη ματιά, στο μίλημά σου,
στην κάθε σου γραμμή και κούφια χάρη
που η ποίηση κ’ η ζωή πάνε ζευγάρι.



Ολύμπιο

Πόσο καλά το ξέρεις, ω εαυτέ μου,
πως ποτέ μου δεν έγειρα στο κλάμα,
πως τη θλίψη δε ζήλεψα ποτέ μου
κι όμως πάντα στο πλάι τους τρέχω αντάμα.
Τάχα η αγνή χαρά δεν είναι θάμα;
Κι α μια φορά την άγγιξες σκοπέ μου
γλήγορα την τραγούδησες, σα δράμα
νεκρής καρδιάς, που δόθηκε του ανέμου.
Αχ άλλο πια δεν έχω να υπομείνω
παρά μιαν αίστηση βαθειά που αλλάζει
τα πράγματα του κόσμου, και σταλάζει
μιας γαλήνης πνοή στον έρμο θρήνο.
Γιατί, όλα τα δεινά του ανθρώπου ξέρω
Να πάθω να αιστανθώ και να υποφέρω.



Μετάνοια

Εσένα που σε γνώρισα παιδάκι,
- παιδάκι εγώ και φίλος μπιστεμένος –
κι αξέχαστο με πότισες φαρμάκι,
κυλώντας με δόλο κομπασμένος
μ' ένα μαύρο στη ζήση μου χαράκι.
Εσένα που όλος σου ήτανε δοσμένος
ο κόσμος, στη χαρά και στο μεράκι,
κ' ήσουν τότ' ένας νιός κελαϊδισμένος,
έτοιμος στα μεγάλα για να δράμεις,
- ω σήμερα πως άξαφνα στο δρόμο
συντριμμένο σ’ αντίκρισα, με τρόμο,
ανήμπορο ένα βήμα για να κάμεις…
Μα δεν είχα ένα δάκρυ, να μπορέσω
για να κλάψω άλλο πια, να σε πονέσω.



Ώρα δειλινή

Πόσο για μέν’ αδιάφορη και ξένη
δειχνόσουνα μπροστά μου σαν περνούσες!
Μα με λατρεία κρυφή και μπιστεμένη,
το γνώριζα, - τους στίχους μου πονούσες.
Μιαν ώρα δειλινή, τρικυμισμένη
από στοιχειά, φαντάσματα και μούσες,
στο κοσμικό το κέντρο πού αγαπούσες
σ’ αντίκρισα στον κύκλο σου σκυμμένη.
Τ' όνομά μου σαν άκουσες, και πάλι
δε μου έριξες παρά ψυχρό ένα βλέμμα.
Μ' από την ώρα εκείνη το κεφάλι
ασάλευτο κρατούσες, κι άλικο αίμα
χάραζε τη χαρά στα μάγουλα σου,
σα σημαία στο κατάρτι της καρδιάς σου.



Να σε τυπώσω;

Να σε τυπώσω τραγουδάκι τάχα
ή να σε κρύψω στην καρδιά μου πάλι;
Στου πόνου μου τ' ανήσυχο ακρογιάλι
που όλο φύκια ξεβράζουνται μονάχα,
κρινάκι εσύ χλωμό μου! Και σα να ‘χα
λαχτάρα, μη σε πάρει η ανεμοζάλη
που σέρνει τη ζωή μου αγερομάχα,
σ’ απίθωσα στου στίχου τ' ακρογιάλι.
Ω θάμα η ευωδιά σου... Μα τί ζήλια!
Στο χαρτί σα σε βλέπω καρφωμένο,
έτοιμο γι' άλλα μάτια, γι' χείλια,
δεν μπορώ τέτοιο ξόδι να υπομένω.
Την τέχνη μου όλη θέλω να συντρίψω
και βαθιά μου το πάθος σου να κρύψω.

24 Σεπτεμβρίου 2012

Γιώργος Πρίμπας - υπαίθριοι ημι λόγοι



Διαβάστε ή κατεβάστε εδώ το δέκατο πέμπτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων του Γιώργου Πρίμπα με τίτλο: "υπαίθριοι ημι λόγοι".
Μέρος του υλικού της παρούσας έκδοσης έχει αναρτηθεί στο παρόν με την ετικέτα "φωτο-στιγμές". 

----------------------------------------------------------------------------------  

"Λεπτολογικά" (κριτικό σχόλιο για τη συλλογή, του Απόστολου Θηβαίου, τον οποίο και ευχαριστώ ιδιαίτερα)

 Η ζωγραφική, ακόμα και στις πιο υπερβατικές συλλήψεις της, είτε λεπτή, με κομψές γραμμές, είτε πάλι αφαιρετική με διάθεση στρεβλής θεώρησης του κόσμου και των ανθρώπων, μιμείται την πραγματικότητα. Ίσως όχι εκείνη που αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι έξω από τους κόλπους της καλλιτεχνικής δημιουργίας, μα μια ρεαλιστική, όσο το δυνατόν απεικόνιση της πραγματικότητας, όπως επιζεί μες στους κόλπους της τέχνης, στην ιδιαίτερη αίσθηση του δημιουργού. Η θερμότητα των χρωμάτων, η ψυχρότητά τους, στοιχεία τα οποία ανταποκρίνονται στην προθετικότητα της έκφρασης, η ποιότητα του φωτός, το ακαθόριστο της οπτικής εκτίμησης, οι ανυπέρβλητες, φυσικές τεχνοτροπίες των τοπίων, οι σκληρές γεωμετρίες των αστικών τοπίων, η γοητευτική αγριότητα των παρθένων τόπων. Όλα τούτα εισάγονται στη ζωγραφική και σε συνδυασμό με την προσωπική φιλοδοξία, το τάλαντο του δημιουργού, προσδίδουν στο χρωστήρα τη δυνατότητα να δομεί ολόκληρους, ανύπαρκτους χώρους. Με άλλα λόγια, μπορούμε να πούμε πως η ζωγραφική είναι, η πιο φιλότιμη ίσως προσπάθεια να αποτυπωθεί το όνειρο μες στα όρια ενός φυσικού κόσμου.  

Ζωγραφική και φωτογραφία, συνιστούν δύο συγγενικές τέχνες. Τούτο δεν αποδίδεται μόνο στην οπτική διάσταση του φαινομένου, με το οποίο καταπιάνονται οι δύο τέχνες, μα με τη δυναμική προοπτική με την οποία είναι ικανές να προικίσουν την ανθρώπινη αισθητική. Και πάλι τα χρώματα, η χρήση των συμβόλων, οι προσωπογραφίες, τα ιστορικά γεγονότα ιδωμένα μέσα από την ειδική οπτική του δημιουργού, καθίστανται αφορμές και περιεχόμενο. Φυσικά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί μια διακριτική ανωτερότητα της ζωγραφικής τέχνης, αφού η τελευταία μπορεί να ξεπεράσει τον πραγματικό κόσμο και να δομήσει ένα ολόκληρο σύμπαν, ένα καινούριο, συγκλονιστικό περιβάλλον, ανθρώπινες μορφές, αποτυπωμένες σε αισθηματικές κορυφές. Η ζωγραφική σε αντίθεση με τη φωτογραφική τεχνική, είναι σε θέση να εκφράσει ολόκληρη την εσωτερική ευρύτητα, να της δώσει υπόσταση, να καταστήσει ορατό το πιο βασικό, ανθρώπινο ένστικτο, εκείνος μιας αισθητικής ηδονής, έμφυτης, αδιάκριτης, εκπορευόμενης από τις πιο εσωτερικές και κρυφές πηγές.   Οι προηγούμενες αναφορές μας στη συγγενική αφετηρία των δύο τεχνών, της φωτογραφίας και της ζωγραφικής, συνιστούν μια εκτίμηση. Αφορμή για τούτες τις ίσως, αυθαίρετες παραδοχές, αποτελεί το νέο βιβλίο του αφοσιωμένου ποιητή Γιώργου Πρίμπα, ανθρώπου της πόλης, του ανυπόφορου όσο και αναπόδραστου, αστικού τοπίου. Πιθανόν ετούτο το τελευταίο χαρακτηριστικό του, η ζωή στην πόλη να συνιστά μια αιτία για την ποίηση των εξωτερικών χώρων, την οποία με τόσο λεπτολογικό τρόπο καταθέτει στους «Υπαίθριους Ημι- Λόγους» του. Ο τίτλος είναι ενδεικτικός των διαθέσεων του ποιητή. Η φωτογραφική παρατήρηση του τοπίου, η επισήμανση αδιόρατων λεπτομερειών, όλα τούτα συνιστούν πτυχές της ποιητικής του απόπειρας, πάντοτε σε ρυθμό εναλλακτικό. Ο Πρίμπας αποσπά από το περιβάλλον εικόνες, τα αναδεικνύει σε μικρά γεγονότα, τα προικίζει με το δικαίωμα να στέκουν αυθύπαρκτα αφετηρία της ποίησης. Η αισθητική του άλλοτε συμπίπτει με την απεικόνιση και άλλοτε πάλι είναι μια αφορμή, μόνον, ένα γεγονός κομβικής σημασίας, το οποίο αποκτά βαθμηθόν, μες στη σύντομη στιχοπλοκία μια τεράστια σημασία, καθίστανται κοινωνικό, ανυπέρβλητο, ένα εργαλείο εστιασμένης αισθητικής. Το σύμπαν του ποιητή ξεπερνά την απεικόνιση, κινείται σε ψηλότερες σφαίρες, η ευρύτητα του υπερβαίνει τη χωρητικότητα του ποιήματος. Σύντομος, κάποιες φορές μονολεκτικός, χειρίζεται με περίσσια επάρκεια ένα από τα δομικά υλικά της ποιητικής δημιουργίας, εκείνη την υπέροχη τέχνη του υπονοούμενου, που επιβεβαιώνει την ομορφιά ενός λόγου αφαιρετικού, μιας ελλειπτικότητας υπέροχης, μιας οικονομίας λόγου, αντιστρόφως ανάλογης με τις συναισθηματικές προθέσεις, όπως επιβάλλει η ίδια η ποιητική τέχνη.  

Επίκαιρος, καίριος, καυστικός, με υπέροχα λογοπαίγνια, με συνειρμούς κομβικούς, εντοπίζει στις δεσμεύσεις της εικόνας όλα όσα καθίστανται απαραίτητα για να θρέψουν το ευλογημένο μήνυμα του ποιήματος. Ένας ποιητής όμως, οφείλει να είναι πολίτης πρώτα της εποχής του και έπειτα της πόλης και της κοινωνίας του. Και ο ποιητής Γιώργος Πρίμπας, έχει συλλάβει, έχει αισθητικοποιήσει με έναν αδιόραττο τρόπο εκείνο το συναίσθημα του τέλους που περιβάλλει την εποχή μας και επιτάσσει την ίδια στιγμή την αναζήτηση ατομικών διεξόδων. Ο φυσικός χώρος ενδιαφέρει τον Πρίμπα. Δεν εντοπίζει μες στα πλαίσιά του μονάχα το συμπληρωματικό υλικό της ποίησής του, μα κοπιάζει την ίδια στιγμή να εκφράσει τη λύπη για την αλλοίωση εκείνου του χώρου μες στον οποίο ο άνθρωπος ανακαλύπτει την ωραιότητα του κόσμου, ενώ την ίδια στιγμή αποκαλύπτεται ο ίδιος. Ίσως με τούτο τον τρόπο να μπορεί να ερμηνευθεί ο βαθιά, οικολογικός χαρακτήρας που διατρέχει την εικονοποιεία του Γιώργου Πρίμπα. Λειτουργώντας σε πολλαπλά επίπεδα, η ποίησή του εκφράζει όχι μόνο την ατομική του αγωνία μα και τη λύπη για το περιβάλλον που συγκλονίζεται μες στο βέβαιο σπαραγμό του. Ο Γιώργος Πρίμπας αποτυπώνει το φαινόμενο του καταποντισμού, έτσι όπως παρατηρείται πια καθολικό σε όλες τις δράσεις και τις μορφές δημιουργίας, προσμένοντας να ανασυρθεί το ναυαγισμένο πλοίο από τον κόλπο, να στηθεί ξανά ο αρχαίος λιμένας, να ανάψουν όλα τα φώτα μας μες στους πλέριους, αστικούς μας δρόμους, να περάσει το ξέγνοιαστρο τραίνο από τους παλιούς οικισμούς με τη χαμένη θέα, να γδάρει ο ήλιος ξανά τα σπίτια και τα νεκρά ψάρια που έχουμε για χέρια.  

Ο Γιώργος Πρίμπας καταθέτει ακόμα ένα δείγμα της προσωπικής αισθητικής του, ένα είδος επαρκούς τέχνης και αφαιρετικής, ευφυούς στιχουργικής. Ο ποιητής συνιστά έναν αφοσιωμένο του είδους. Τούτο τον καθιστά, για τον γράφοντα τουλάχιστον πρότυπο. Το δικαίωμα, βεβαίως τούτο κανείς το κερδίζει. Όσο για την ποίηση του, ο Πρίμπας κατορθώνει εκείνο, το οποίο επισήμανε ο Βρεττάκος, πετυχαίνει εκείνη τη «λίγη ψυχή που χρειάζεται, τη λίγη, μονάχα αγάπη.» Και τούτα τα δώρα απλόχερα μας τα χαρίζει, με τούτα απλόχερα μας διδάσκει πίστη.




18 Σεπτεμβρίου 2012

The Water Song [Robin Williamson]




The Water Song [Robin Williamson] από τους Incredible String Band

Ακούστε το εδώ.

που υπάρχει στο δίσκο The Hangman's Beautiful Daughter:

Ακούστε τον εδώ.


The Water Song (πηγή στίχων: εδώ)

Water, water, see the water flow
Glancing, dancing, see the water flow
O wizard of changes, water, water, water

Dark or silvery mother of life
Water, water, holy mystery, heavens daughter
Wizard of changes teach me the lesson of flowing

God made a song when the world was new
Waters laughter sings it through
O wizard of changes teach me the lesson of flowing

God made a song when the world was new
Waters laughter sings it through
Wizard of changes, water, water, water


Ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά:

Νερό, νερό, κοίτα του νερού τη ροή
Πως αντανακλά, πως χορεύει, κοίτα του νερού τη ροή
Ω! μάγισσα των αλλαγών, νερό, νερό, νερό

Σκοτεινή ή αργυρή μητέρα της ζωής
Νερό, νερό, μυστήριο ιερό, κόρη των ουρανών
Μάγισσα των αλλαγών δίδαξέ με το μάθημα της ροής

Ο Θεός έφτιαξε ένα τραγούδι στο νεοσύστατο κόσμο
Που μέσω των χαμογελαστών νερών το τραγουδά
Ω! μάγισσα των αλλαγών δίδαξέ με το μάθημα της ροής

Ο Θεός έφτιαξε ένα τραγούδι στο νεοσύστατο κόσμο
Που μέσω των χαμογελαστών νερών το τραγουδά
Μάγισσα των αλλαγών, νερό, νερό, νερό

 


Στο διαδίκτυο (κλικ εδώ) βρήκα και αυτούς τους στίχους, οι οποίοι όμως δεν αφορούν την εκτέλεση που υπάρχει στο αυθεντικό album (ως ανωτέρω) ούτε αναφέρουν ποια εκτέλεση αφορούν.

The Water Song

Water water see the water flow
Glancing dancing see the water flow
O wizard of changes water water water
Dark or silvery mother of life
Water water holy mystery heavens daughter

God made a song when the world was new
Waters laughter sings it is true
O, wizard of changes, teach me the lesson of flowing


Ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά:

Νερό, νερό, κοίτα του νερού τη ροή
Πως αντανακλά, πως χορεύει, κοίτα του νερού τη ροή
Ω! μάγισσα των αλλαγών, νερό, νερό, νερό
Σκοτεινή ή αργυρή μητέρα της ζωής
Νερό, νερό, μυστήριο ιερό, κόρη των ουρανών

Ο Θεός έφτιαξε ένα τραγούδι στο νεοσύστατο κόσμο
Το τραγουδούν τα χαμογελαστά νερά είναι αλήθεια
Ω! μάγισσα των αλλαγών δίδαξέ με το μάθημα της ροής



17 Σεπτεμβρίου 2012

Ρένα Κατσάνη - Στων Κόσμων το Μεταίχμιο


















Διαβάστε ή κατεβάστε εδώ το δέκατο τέταρτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων της Ρένας Κατσάνη με τίτλο: "Στων Κόσμων το Μεταίχμιο" (πρόκειται για το πρώτο μέρος της τριλογίας Θεάτρου με τίτλο: Μεταφυσικές Αποστάσεις).

16 Σεπτεμβρίου 2012

Pour quoi?

Αναδημοσίευση από 24Γράμματα (εδώ)
 
 
Τα προσκείμενα στο νεοφιλελευθερισμό συντηρητικά αλλά, εδώ και χρόνια, και στο σοσιαλισμό κόμματα στην Ε.Ε. (που συνιστούν τη συντριπτική πλειοψηφία στο Ευρωκοινοβούλιο) έχουν αποδεχτεί και μετατρέψει σε θεσμούς υποχρεωτικούς για όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε.
- τους κανόνες του  καπιταλισμού στην οικονομία και
- τη δυνατότητα να αποφασίζει ελεύθερα ο κάθε πολίτης κράτους μέλους της Ε.Ε. τον τόπο, εντός της Ε.Ε., διαμονής και αναζήτησης εργασίας, αλλά και εγκατάστασης της έδρας της επιχείρησής του με ταυτόχρονα ελεύθερη την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας (πωλήσεις αγαθών ή υπηρεσιών) στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.
Όταν επιπλέον όλοι στην καπιταλιστική και χωρίς οικονομικά εσωτερικά σύνορα Ε.Ε. μιλάνε για την ανάγκη περαιτέρω περιορισμού του κοινωνικού κράτους - που στηρίζουν σθεναρά πολιτικά με τις αποφάσεις τους, τότε  γιατί ο κάθε πολύ-ευρώ-δισεκατομμυριούχος  Bernard Arnault να μην επιλέγει τη χώρα της Ε.Ε. όπου θα φορολογείται λιγότερο;
Γιατί να τον ενδιαφέρει τον κάθε Bernard Arnault ότι με αυτή του την απόφαση, που συνάδει με το υφιστάμενο ευρωπαϊκό δίκαιο, θα στερεί περί τα 25 και δις ευρώ το χρόνο έσοδα  από το Γαλλικό κοινωνικό κράτος όταν με τις αποφάσεις που ψήφισαν οι εκπρόσωποι των γαλλικών κομμάτων στο ευρωκοινοβούλιο, και στηρίζει σθεναρά η Γαλλική Δημοκρατία, του δίνεται η δυνατότητα να πάει στο Βέλγιο και να αποδίδει πολύ λιγότερα σε φόρους;
Αν αυτό ενοχλεί, που μόνο για πρώτη φορά δεν συμβαίνει, τότε δεν φταίει ο κάθε Bernard Arnault που κινήθηκε κατά το ατομικό του συμφέρον (που η υπεράσπισή του αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του καπιταλισμού) και στα πλαίσια του κανόνων που θεσμοθετήθηκαν, αλλά οι κανόνες. 
"Con" θα ήταν αν επέλεγε να μην το έκανε.      
Προς τι λοιπόν η υβριστική αναφορά στο εξώφυλλο;


15 Σεπτεμβρίου 2012

Η γεύση του ιστορήματος.



Είναι τότε
Ήταν τώρα
Που η γεύση του ιστορήματος
Σε συνόδευε
Μόνο
Μοναχό
Μονάχο
Για μιαν ανατροπή

Μα που πήγανε;
Κρυστάλλινες
Οι πράξεις
Που να ευοδωθούνε πως;
Σε μία βολή
Μιας και βολεμένος
Μιας και θολωμένος

Στυλοβάτης κι εσύ
Κληρονόμος
Κληρονομιάς
Του ανέκαθεν
Που σάρκες σου ζητά
Στον καθρέφτη σου μπροστά

Και είναι αυτή η λύπη
Μία λύπη θύμησης rock
Όταν για όλα ξεκινάς
Όταν στα ίδια μένεις

Ω! my generation (*)
Γέρασες
Τελικά




 




(*) My generation: τραγούδι των The Who.
[...] I hope I die before I get old [...]

14 Σεπτεμβρίου 2012

Ύμνοι [Ρήγας Γκόλφης]

Κατωτέρω παρατίθενται οι "Ύμνοι" του ποιητή Ρήγα Γκόλφη από τα τεύχη του Νουμά, υπ' αριθμό 551, 559 και 578 (του 1915):

Ο Νουμάς - Τεύχος 551
Ο Νουμάς - Τεύχος 559
Ο Νουμάς - Τεύχος 578


Για τον αγώνα της ζωής.

Ω τον αγώνα της ζωής το μαύρο,
πως τονέ νοιώθω αργά να με συντρίβει!
Τη νύχτ’ αποσταμένος, στο καλύβι
σα γέρνω, λίγη ανάπαψη για να βρω,
ξυπνά βαθιά μου ο πόνος, που τον κρύβει
κάθε νευρί αργασμένο από το λαύρο
τον ατέλειωτο κόπο, και με θλίβει
την μπόρεση μου πια να μην ξανάβρω…
Και σα ροδίζοντας η αυγή, απ’ την άγια
τη χρυσαγκάλια του ύπνου με τινάξει,
δέχομαι της σκληρής ζωής τα μάγια
και τη δουλειά, με φρόνηση και τάξη.
Μ' απ' τη βουβή της φρόνησης μου θλίψη
κάλιο ένας κεραυνός να με συντρίψει…


Για ένα γέλιο.

Με το κρουστό σου γέλιο που δεν παύει,
σου πλάθω αληθινή τη ζουγραφιά σου.
Μια λάμψη αυγής το πρόσωπό σου ανάβει,
πλαταίνουν οι γραμμές της ομορφιάς σου
και κόσμοι αγγελικοί, του ονείρου σκλάβοι
σαλεύουν κι αναζούν ολόγυρα σου.
Ποιος είν’ αυτός που τον καημό του θάβει
σαν τ’ άρματ' αντηχούνε της χαράς σου;
Γοργοπετά η ζωή σου φτερωμένη.
Όπου ευωδιάζει άνθος το μέλι πίνει
Κι όμως μια Μοίρα αγνώριστη και ξένη
ωιμέ σου παραστέκει τη γαλήνη.
Κάτι άθελα το στήθος σου ταράζει,
Και σα λυγμός βαθής το γέλιο σκάζει.


Για ένα παλιό ποιητή.

Σεβαστέ ποιητή μου, αν σ' αγαπούσα
μ' όλη μου την αγνή, θερμή καρδιά μου,
στην αδρή σου φωνή, βαθιολαλούσα,
τα πιο γλυκά συνταίριασα όνειρα μου.
Πατέρας μου αγαθός. Τα βήματα μου
συ πρωτοδήγησες. Και σαν πετούσα
πλάι σου ψηλά, διπλή χαρά η χαρά μου,
διπλή η ζωή, ανοιχτή, φεγγοβολούσα…
Δε σε ξεχνώ. Κι αν άλλον κόσμο πλάθω,
μιαν αγκαλιά, μια δύναμη, μια ιδέα,
που να πλατύνει ό,τι έκαμες να μάθω
και να στήριξη μι' άλικη σημαία
ω ας είναι βαθειά μου να κρατούσα
μιαν αστραπή, από σε, φιλί. Τη Μούσα.


Για ένα νέο ποιητή.

Χρυσό παιδί, στον αλαφρό σου στίχο,
μ' όση δείλια η ζωή κι αν ανασαίνει,
γρικώ μιας άγνωρης φωνής τον ήχο,
που από κορφές απάτητες διαβαίνει.
Το θερμό λογισμό σου όπου συντύχω,
μια τέχνη απλή και νέα, συγκρατημένη
στο νόμο του λιτού κι αληθινού, στο στίχο
που κυματίζει και πετά, μ’ ευφραίνει.
Η αθώα καρδιά σου τίποτα δεν ξέρει.
Ψάχνεις, ορμάς τα πάντα να γνωρίσεις.
Πρώτη φορά στην τρικυμιά της ζήσης
τον εαυτό σου νοιώθεις να υποφέρει.
Με τον καημό σου το κοντύλι βάφεις...
Γι’ αυτό και συμπονώ γλυκά ό,τι γράφεις.


Για μια ταπεινή.

Πόσο γοργά η γλυκεία μορφή σου αλλάζει.
Πότε βαριά. ολοσκότεινη, θλιμμένη,
πότε ρόδο απαλό, χαρά ευωδιάζει,
πότε φλόγα καρδιάς ξεχειλισμένη
που μεθύσι το γέλιο εκεί πού σκάζει,
πότε θολή, προς τ’ όνειρο δομένη
στα μακρινά το λογισμό υποτάζει,
πότε χαμόγελο, το φως πληθαίνει…
Μα ό,τι σε σένα δεν αλλάζει: ο πόνος
που λέω θερμή σου γίνεται αναγάλια,
ο ξέχωρος, απλός, δικός σου τόνος,
η δειλιασμένη ολάνθιστη σου αγκαλιά,
κ' η γοργή σου λαλιά, καθάρια βρύση,
- τον παλμό της ζωής μου έχουν κρατήσει.


Για την Παθητική Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι.

Ελάτε ω τόνοι προς εμένα, ρυθμισμένοι,
στης ορχήστρας την πολύψυχη αρμονία.
Ελάτε απλοί, ζευγαρωτοί, δεμένοι
στο πάθος, στη λαχτάρα, στη μανία,
στη γλυκεία της ζωής μας τυραννία,
στα φτερά της γαλήνης απλωμένοι,
και λεύτεροι, λυμένοι, λυγισμένοι,
πλάστε τη δακρυσμένη συμφωνία…
Στην τρικυμιά σας μέσα, ολαρμενίζει
με την ψυχή απλωτή, λευκό πανάκι,
ο ανθρώπινος καημός πού σας φλογίζει.
Κι αν τώρ' αμέτρητα στοιχειά και δράκοι
τον πόνο αντιφωνούν όλου του κόσμου,
αχ πώς απολυτρώνεται ο δικός μου!


Γερνούν οι μέρες.

Πόθος κανείς δεν άγγιξε την ύπαρξη μου εμέ,
τα πάντα είναι σβησμένα,
και μητ' εσύ ω ερωτικέ βαθύτατε καημέ
μου λύγισες τα φρένα.

Δειλή μου ανάτειλε η ζωή, ρόδου χλωμού ευωδιά
σε στήθη αναστημένα,
κι' όσα όνειρα τρικύμισαν τη λεύτερη καρδιά
μου φύγαν τρυγημένα.

Γέρνουν οι μέρες ˙ μια στροφή θλιμμένου τραγουδιού,
γλυκός ρυθμός για μένα,
μα κάποια ορμή, σαν ξέσπασμα χαράς μικρού παιδιού,
μου γνέφει απελπισμένα.

Ω της ψυχής μου ανήλιαγε, πυκνέ, μαύρε δρυμέ
κυκλώνεις με ολοένα,
και σπαρταράς την άπλερη την ύπαρξή μου εμέ
στη λυρική μου πένα.


Θάλασσα.

Θάλασσα, πως λαχτάρησα στην άκρη σου να ‘ρθω
μια ζοφερή βραδιά,
να φέρω εμπρός στο κύμα σου το μανιασμένο, ορθό,
τη λυγισμένη μου καρδιά.

Να πω τους στίχους που έσπειρε κι' ανάδωσε λιτούς
σαν ώρα αγάπης εαρινής,
με τον ανθρώπινο καημό θρεμμένους, απ' αυτούς
που δε συμπόνεσε κανείς.

Και να τους πάρει η τρικυμιά, ο άνεμος, η βοή,
και να τους σύρει να χαθούν,
να ‘ναι για με παρηγοριά, στην άλλη μου ζωή
πως δε θα μισηθούν.


Για μια βίλλα.

Σπίτι, γαλήνιο μου, ήμερο, της μοναξιάς κελί
παράμερα ριμμένο,
τη φαντασία μου τράβηξες και την ψυχή, θολή
και τον καημό μου το θλιμμένο.

Ν’ αποξεχάσω λόγιασα τον κόσμο τον πικρό,
τη μισερή χλαλοή του,
που με ταπείνωσε βαθιά, και μ' έδειξε μικρό
στο κύλισμα και στην ορμή του.

Μα εδώ τα κυπαρίσσια σου ψηλά, πυκνά, λαός,
τη νύχτα και τη μέρα,
την τρικυμιά όλης της ζωής μου φέρνουν πάλι εμπρός
καθώς θρηνούν με τον αέρα.


Επίγραμμα.

Το καλοκαίρι μ' έλουσε στο δροσερό της νάμα
του γέλιου σου η χαρά.
Δέθηκαν το χινόπωρο με τον καημό μου αντάμα
τα μάτια σου ιλαρά.

Τον κρύο χειμώνα αστείρευτη με θέρμανε η λαλιά σου,
- μα εσύ δε μ' αγαπάς –
Την άνοιξη μαράθηκαν τα φύλλα της καρδιάς σου
κι άνθος του ονείρου, πας...


Για μιαν άκρη.

Γωνιά του πάρκου απόμερη, καμιά φωνή εδώ πέρα
δε φτάνει ˙ και γι’ αυτό
τη μοναξιά γυρεύοντας, δε μένει ούτε μια μέρα
να μη σ' επισκεφτώ.

Μες στης δουλειάς μου τα χαρτιά σκυμμένος... Και σα θέλω
να σε συλλογιστώ,
ανοίγει η πρασινάδα σου και γίνετ' ένα βέλο
στα μάτια μου, κρουστό.

Πως μου σκεπάζει ολημερίς την αγωνία, το σάλο
και τ’ αναφιλητό!
Με τους ανθρώπους μάχομαι, κι όμως σε κόσμον άλλο
κι όχι στη γη πατώ.

Και σα βραδιάσει, αθέλητα τρέχει να σε γυρέψει
το βήμα μου πιστό.
Στην αναπνιά σου, πάντα ογρή, με τη δειλή μου σκέψη
να γείρω να λουστώ.

Όπου θερμή κυλά η ζωή μιαν ευτυχία ποθούσα
που τώρα δε ζητώ.
Ήταν για μεν’ απόξενη της ηδονής η μούσα
με το πικρό πιοτό…

Γωνιά του πάρκου απόμερη, κρυφή αγκαλιά, κλεισμένη
παντοτινά ˙ γι' αυτό
ένα κλαρί σου ας ήμουνα, μιαν ώρ’ ανεμισμένη
γλυκά να συντριφτώ.


Για μια ξενιτεμένη.

Ο πικραμένος μου έρωτας, στου κήπου το σκοτάδι
δε μένει πια κρυφός.
Τώρα που καλοκαίριασε λούζεται στ' άυλο φως
από ‘να γλόμπο ηλεχτρικό που ανάβουν κάθε βράδυ.

Ω πως δακρύζ’ η λεύκα μας πάνω στον πένθιμο ίσκιο
που την τυλεί γοργά.
Πόσα στριγγόφωνα πουλιά δε συμμαζεύει αργά
σαν ξωτικό ακροθάλασσο, το φύλλωμα βαθύσκιο!

Τρέχει το πότισμ’ άφαντο κι αντιβογγά σαν τέρας
της μοίρας μας γραφτό.
Μάταια ζητούν το γέλιο σου ν’ αναστηθούν μ' αυτό
τ’ άνθια που αγέρας έδειρε στο πέρασμα της μέρας.

Μα η μοναξιά δεν έλειψε ˙ κι άλλη ζωή παρέκει
δεν έσυρε το φως.
Ο αγαπημένος πάγκος μας μου απόμειν’ αδερφός,
και μιαν αράχνη απάνω του το γυρισμό σου πλέκει.


Βαθειά φωνή.

Και πως μπορείς, ω ανήμπορε, στην πολιτεία πού σέρνεις
το βήμα ταπεινό,
να παραιτάς τα εγκόσμια και την καρδιά να φέρνεις
σε ξάστερο ουρανό;

Ω μείνε κει, κ’ ενάντιος στη μοίρα σου μην είσαι
που σου ‘λαχε μικρή.
Ανθίζ’ η δάφνη αρίφνητη, - μα τα όνειρά σου σβήσε,
κ' είναι για σε πικρή.


Καρδιά και ψυχή.

Δέντρα του κάμπου, ελιά πικρή και μαύρο κυπαρίσσι
πόσο δειλά μου υψώνεστε και παραπονεμένα!
Χίλια φαρμάκια γύρο σας τ’ ανθρώπινα τα μίση,
Και τ’ ανασαίνετε βαθιά - σαν την καρδιά μου έμενα.

Μα ω δέντρα του βουνού, ψηλά κι από τα πάθη πέρα,
πεύκ’ αλαφρά, βαριές οξιές, ελάτια ονειρεμένα,
με το βοριά, με το νοτιά, με τον κακόν αγέρα
πως τραγουδάτε ανέγνοιαστα - σαν την ψυχή μου έμενα.

13 Σεπτεμβρίου 2012

"Το Ωχρό Πρόσωπο" από "Τα απομνημονεύματα του Sherlock Holmes" [Arthur Conan Doyle - μετ. Άρης Γεωργούτσος]

Πηγή: εδώ (24Γράμματα) όπου μπορείτε να διαβάσετε ή κατεβάσετε ελέυθερα, σε μετάφραση Αρη Γεωργούτσου, τα έργα του Arthur Conan Doyle για τον Serlock Holmes


Το Ωχρό Πρόσωπο

[Δημοσιεύοντας τα σύντομα αυτά διηγήματα βασισμένα επί των αναρίθμητων υποθέσεων κατά τις οποίες οι μοναδικές δεξιότητες του συντρόφου μου μας κατέστησαν ακροατές, και βαθμηδόν συντελεστές, σε κάποιο παράδοξο δράμα, δεν είναι παρά φυσιολογικό πως θα επέμενα επί των επιτυχιών του έναντι των αποτυχιών του. Και τούτο όχι τόσο πολύ προς χάριν της φήμης του - διότι, ειλικρινά, μόνο όποτε βρισκόταν σε αμηχανία ήταν που η ζωντάνια και η προσαρμοστικότητα του ήταν πλέον αξιοθαύμαστες - αλλά επειδή όπου απέτυχε έτυχε συχνότατα να μην επιτύχει ουδείς άλλος, και συνεπώς η υπόθεση απέμεινε παντοτινά δίχως κάποια κατάληξη. Που και πού, ωστόσο, έτυχε ακόμη κι εκεί όπου έσφαλλε η αλήθεια και πάλι να αποκαλυφθεί. Επέλεξα, από περίπου έξι υποθέσεις της κατηγορίας, την Περιπέτεια του Τελετουργικού των Μάσγκρεϊβ και την παρούσα, την οποία πρόκειται να αφηγηθώ, ως τις δυο που παρουσιάζουν τα εντονότερα χαρακτηριστικά ενδιαφέροντος.]

Ο Σέρλοκ Χολμς ήταν άνθρωπος ο οποίος σπανίως ασκούταν προς χάριν της άσκησης. Ελάχιστοι άντρες ήταν ικανοί μεγαλύτερης μυϊκής επίδοσης, και ήταν αναμφίβολα ένας εκ των καλύτερων πυγμάχων της κατηγορίας του που είχα δει ποτέ μου• εντούτοις θεωρούσε την άσκοπη σωματική καταπόνηση ως σπατάλη ενέργειας, και σπανίως δραστηριοποιούταν εκτός όποτε υπήρχε κάποιος επαγγελματικός στόχος που έπρεπε να εξυπηρετηθεί. Τότε ήταν εντελώς ακαταπόνητος κι ανεξάντλητος. Το ότι διατηρούταν σε καλή φυσική κατάσταση υπό τέτοιες περιστάσεις είναι αξιοθαύμαστο, ωστόσο η δίαιτα του ήταν συνήθως λιτότατη, και οι συνήθειες του απλές σε σημείο ασκητισμού. Παρεκτός της περιστασιακής χρήσης κοκαΐνης, δεν είχε διόλου ελαττώματα, και στρεφόταν μοναχά στο ναρκωτικό ως διαμαρτυρία προς τη ανιαρότητα της ύπαρξης όποτε οι υποθέσεις ήταν δυσεύρετες και οι εφημερίδες αδιάφορες.

Κάποια μέρα στις αρχές της άνοιξης είχε χαλαρώσει τόσο ώστε να βγει για έναν περίπατο μαζί μου στο Πάρκο, όπου τα πρώτα αμυδρά ίχνη πρασίνου ξεφύτρωναν πάνω στις λεύκες, και οι κολλώδεις βλαστοί πάνω στις καστανιές μόλις άρχιζαν να φουντώνουν στα πεντάκλωνα φύλλα τους. Επί δυο ώρες σουλατσάραμε τριγύρω παρέα, σιωπηλά κατά το μεγαλύτερο μέρος, όπως ταιριάζει σε δυο ανθρώπους που γνωρίζουν ο ένας τον άλλο στενά. Κόντευε πέντε πριν επιστρέψουμε στην οδό Μπέικερ και πάλι.

«Να με συγχωρείτε, κύριε,» είπε ο πορτιέρης μας, καθώς άνοιξε την πόρτα. «Ήρθε ένας κύριος και σας ζήτησε, κύριε.»

Ο Χολμς κοίταξε επιτιμητικά προς τα μένα. «Να λοιπόν με τους απογευματινούς περιπάτους!» είπε. «Έχει φύγει ο κύριος αυτός, τότε;»

«Μάλιστα, κύριε.»

«Δεν του ζήτησες να περάσει;»

«Μάλιστα, κύριε• ήρθε μέσα.»

«Επί πόσο περίμενε;»

«Μισή ώρα, κύριε. Ήταν νευρικός κύριος, κύριε, πήγαινε πέρα δώθε και χτυπούσε το πόδι κάτω όλη όση ώρα βρισκόταν εδώ. Περίμενα απέξω απ’ την πόρτα, κύριε, και τον άκουγα. Τελικά βγαίνει στο πέρασμα, και φωνάζει, ‘Δεν θα ‘ρθει ποτέ αυτός ο άνθρωπος;’ Αυτά ήταν τα ίδια του τα λόγια, κύριε. ‘Θα χρειαστεί μόνον να περιμένετε λιγάκι ακόμη,’ λέω εγώ. ‘Τότε θα περιμένω έξω στο ύπαιθρο, μιας και νοιώθω κάπως πνιγμένος,’ λέει εκείνος. ‘Θα επιστρέψω σύντομα.’ Και με αυτό σηκώνεται και φεύγει, κι ό,τι και να έλεγα δεν τον έκανε να γυρίσει πίσω.»

«Μάλιστα, μάλιστα, έκανες ό,τι καλύτερο γινόταν,» είπε ο Χολμς, καθώς προχωρήσαμε στο δωμάτιο μας. «Είναι εξαιρετικά ενοχλητικό, όμως, Γουώτσον. Χρειαζόμουν απεγνωσμένα μία υπόθεση, κι η συγκεκριμένη δείχνει, από την ανυπομονησία του άντρα, σαν να ήταν σημαντική. Όπα! Αυτή δεν είναι η πίπα σου στο τραπέζι. Θα πρέπει να άφησε τη δική του πίσω. Μια φίνα παλιά πίπα από ρεικόριζα με μακριούτσικο στέλεχος από κείνα που οι καπνοπώλες αποκαλούν κεχριμπαρένια. Αναρωτιέμαι πόσα γνήσια κεχριμπαρένια επιστόμια να υπάρχουν στο Λονδίνο; Ορισμένοι άνθρωποι πιστεύουν πως μία μύγα μέσα του αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα του. Λοιπόν, θα πρέπει να ήταν υπερβολικά αναστατωμένος ώστε να αφήσει την πίπα πίσω του την οποία εμφανώς εκτίμα βαθύτατα.»

«Πως γνωρίζεις πως την εκτιμά βαθύτατα;» ρώτησα.

«Βασικά, θα τοποθετούσα το αρχικό κόστος της πίπα στις επτά κι ένα εξάπενο. Μέχρι στιγμής έχει, όπως βλέπεις, επιδιορθωθεί δυο φορές, μια στο ξύλινο στέλεχος και μια στο κεχριμπαρένιο. Καθεμία από τις επιδιορθώσεις, πραγματοποιήθηκε, όπως παρατηρείς, με ασημένιους κρίκους, που πρέπει να κόστισαν περισσότερο από όσο κόστισε η πίπα αρχικά. Ο άνθρωπος πρέπει να εκτιμά την πίπα υπερβολικά ώστε να προτιμήσει να τη διορθώσει αντί να αγοράσει μια καινούργια με τα ίδια χρήματα.»

«Κάτι άλλο;» ρώτησα, γιατί ο Χολμς γύριζε την πίπα στο χέρι του, και την κοιτούσε με τον ιδιαίτερο συλλογισμένο του τρόπο.

Την ανασήκωσε και τη χτύπησε με το μακρύ, λεπτό δείκτη του, όπως θα έκανε κάποιος καθηγητής σε διάλεξη για κάποιο οστό.

«Οι πίπες έχουν κατά καιρούς εξαιρετικό ενδιαφέρον,» είπε. «Τίποτα δεν έχει περισσότερη ιδιοσυστασία, εκτός ίσως από τα ρολόγια και τα κορδόνια των παπουτσιών. Οι παρούσες ενδείξεις, εντούτοις, δεν είναι ούτε ιδιαιτέρως χαρακτηριστικές ούτε ιδιαιτέρως σημαντικές. Ο ίδιος είναι εμφανώς μυώδης άνθρωπος, αριστερόχειρας, με έξοχη οδοντοστοιχία, απρόσεκτος στις συνήθειες του, και δίχως ανάγκη να εφαρμόζει οικονομία.»

Ο φίλος μου ανέφερε τις πληροφορίες κατά έναν εξαιρετικά άμεσο τρόπο, μα είδα πως μου έριξε μια ματιά για να δει αν ακολουθούσα το συλλογισμό του.

«Πιστεύεις πως ο άντρας πρέπει να είναι ευκατάστατος αφού καπνίζει πίπα των εφτά σεληνίων,» είπα.

«Αυτό είναι χαρμάνι Grosvenor ανερχόμενο στις οχτώ πένες την ουγκιά,» απάντησε ο Χολμς, αφήνοντας λίγο να πέσει στην παλάμη του. «Καθώς θα έβρισκε εξαίρετο καπνό στη μισή τιμή, δεν έχει ανάγκη να εφαρμόσει οικονομία.»

«Και τα άλλα στοιχεία;»

«Συνήθιζε να ανάβει την πίπα του σε λάμπες και γκαζιέρες. Βλέπεις πως είναι αρκετά καμένη ως κάτω από την μια μεριά. Φυσικά ένα σπίρτο δεν θα το είχε προξενήσει. Γιατί κάποιος να κρατούσε ένα σπίρτο στο πλάι της πίπας του; Ωστόσο δεν γίνεται να την ανάψεις σε λάμπα δίχως να κάψεις το μπολ (σ.σ ο χώρος στον οποίο τοποθετείται ο καπνός). Και εντοπίζεται μόνο επί της δεξιάς πλευράς της πίπας. Εξ αυτού συμπεραίνω πως είναι αριστερόχειρας. Κράτα τη δική σου πίπα στη λάμπα, και δες πόσο φυσιολογικά, ως δεξιόχειρας, την κρατάς στην αριστερή πλευρά της φλόγας. Ίσως να το κάνεις καμιά φορά από την άλλη μεριά, εντούτοις όχι συνεχώς. Η συγκεκριμένη πάντοτε κρατιόταν καθαυτό τον τρόπο. Ύστερα έχει καταδαγκώσει το κεχριμπάρι. Χρειάζεται ένας μυώδης, δραστήριος τύπος, και μάλιστα κάποιος με καλή οδοντοστοιχία, για να το καταφέρει. Όμως αν δεν σφάλω τον ακούω στις σκάλες, έτσι θα έχουμε κάτι κατά πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από την πίπα του να μελετήσουμε.»

Μια στιγμή αργότερα η πόρτα άνοιξε, και ένας ψηλός νεαρός άντρας μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν γεροδεμένος αλλά διακριτικά ντυμένος με σκούρο-γκρι κουστούμι, και κρατούσε ένα καφέ πλατύγυρο στο χέρι του. Θα τον υπολόγιζα κάπου στα τριάντα, μολονότι στην πραγματικότητα ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος.

«Να με συγχωρείτε,» είπε, με κάποια αμηχανία• «Υποθέτω πως έπρεπε να χτυπήσω. Ναι, φυσικά θα έπρεπε να χτυπήσω. Το θέμα είναι πως είμαι λιγάκι αναστατωμένος, και πρέπει να τα ρίξετε όλα σ’ αυτό.» Πέρασε το χέρι του από το μέτωπο του σαν κάποιος σε παραζάλη, και κατόπιν έπεσε παρά κάθισε επί μιας καρέκλας. «Αντιλαμβάνομαι πως δεν έχετε κοιμηθεί εδώ και μια-δυο νύχτες,» είπε ο Χολμς, με τον άνετο, ήρεμο τρόπο του. «Κάτι τέτοιο δοκιμάζει τα νεύρα ενός ανθρώπου περισσότερο από τη δουλειά, κι ακόμη περισσότερο από τη διασκέδαση. Να ρωτήσω πώς μπορώ να σας βοηθήσω;»

«Ήθελα την συμβουλή σας, κύριε. Δεν ξέρω τι να κάνω κι όλη μου η ζωή μοιάζει να έχει γίνει κομμάτια.»

«Επιθυμείτε να με απασχολήσετε ως συμβουλευτικό ντετέκτιβ;»

«Όχι μόνον. Θέλω τη γνώμη σας ως συνετού άνθρωπου - ως άνθρωπου του κόσμου. Θέλω να ξέρω τι θα όφειλα να κάνω κατόπιν. Μα το Θεό εύχομαι πως θα είστε σε θέση να μου πείτε.»

Μίλησε με μικρά, κοφτά, λαχανιασμένα ξεσπάσματα, και μου δόθηκε η εντύπωση πως και το να μιλά τού ήταν εξαιρετικά επώδυνο, και πως αποκλειστικά και μόνο η θέληση του υπερέβαινε την προδιάθεση του. «Πρόκειται περί ενός εξαιρετικά λεπτού ζητήματος,» είπε. «Κανείς δεν θέλει να μιλά για τις οικιακές του υποθέσεις σε ξένους. Φαντάζει τρομερό να συζητάς την επαφή της γυναίκα σου με δυο ανθρώπους τους οποίους ποτέ δεν γνώριζες στο παρελθόν. Είναι φριχτό να υποχρεούμαι να το κάνω. Όμως έχω φτάσει στα όρια μου, και επιβάλλεται να δεχθώ συμβουλή.»

«Αγαπητέ μου κ. Γκραντ Μονρό - » ξεκίνησε ο Χολμς.

Ο επισκέπτης μας τινάχτηκε από την καρέκλα του. «Πώς!» φώναξε, «γνωρίζετε το όνομα μου;»

«Αν επιθυμείτε να διατηρήσετε την ανωνυμία σας,’ είπε ο Χολμς, χαμογελώντας, ‘θα πρότεινα να πάψετε να γράφετε το όνομα σας επί της φόδρας του καπέλου σας, ή αλλιώς να στρέφετε το άνω μέρος του προς το άτομο στο οποίο απευθύνεστε. Επρόκειτο να πω ότι ο φίλος μου κι εγώ έχουμε ακούσει και με το παραπάνω τόσα πολλά παράξενα μυστικά σε τούτο το δωμάτιο, και πως είχαμε τη μοναδική καλοτυχία να προσφέρουμε τη γαλήνη σε πολλές προβληματισμένες ψυχές. Ευελπιστώ πως ίσως να το επιτύχουμε και για εσάς. Επιτρέπεται να σας παρακαλέσω, καθώς ο χρόνος ίσως αποδειχθεί σημαντικός, να με εφοδιάσετε με όλα τα στοιχεία της υπόθεσης δίχως περαιτέρω αργοπορία;»

Ο επισκέπτης μας πέρασε και πάλι το χέρι του πάνω από το μέτωπο του, σαν να το έβρισκε πικρά σκληρό. Από κάθε χειρονομία κι έκφραση έβλεπα πως ήταν ένας συγκρατημένος, αυτάρκης άνθρωπος, με μια δόση περηφάνιας στη φύση του, πιότερο επιρρεπής να κρύψει τις πληγές του παρά να τις εκθέσει. Τότε ξαφνικά, με μια αγριεμένη χειρονομία του κλειστού χεριού του, σαν κάποιος που τινάζει τις επιφυλάξεις του στον αέρα, ξεκίνησε.

«Τα γεγονότα έχουν ως εξής, κ. Χολμς,» είπε. «Είμαι παντρεμένος άνθρωπος, και υπήρξα έτσι για τρία χρόνια. Κατά τη χρονική αυτή περίοδο η σύζυγος μου κι εγώ αγαπούσαμε ο ένας τον άλλο τόσο θερμά και ζούσαμε τόσο ευτυχισμένα όπως κάθε ζευγάρι που ενώθηκε ποτέ. Δεν είχαμε μία διαφορά, ούτε μία, σε σκέψη, κουβέντα, ή πράξη. Και τώρα, από την περασμένη Δευτέρα, ξαφνικά ξεπήδησε ένα φράγμα ανάμεσα μας, και βρίσκω πως υπάρχει κάτι στην ζωή της και στη σκέψη της για το οποίο γνωρίζω τόσο λίγα λες κι ήταν η γυναίκα που με προσπερνά στο δρόμο. Έχουμε αποξενωθεί, και θέλω να μάθω το λόγο.»

«Τώρα υπάρχει ένα ζήτημα το οποίο επιθυμώ να σας τονίσω πριν συνεχίσω περισσότερο, κ. Χολμς. Η Έφη με αγαπάει. Ας μην υπάρξει ουδεμία παρανόηση σχετικά μ’ αυτό. Με αγαπά με όλη την καρδιά και την ψυχή της, και ποτέ περισσότερο από όσο τώρα. Το ξέρω. Το νοιώθω. Δεν το συζητώ. Ένας άντρας είναι σε θέση να διακρίνει με αρκετή ευκολία πότε μία γυναίκα τον αγαπά. Όμως υπάρχει αυτό το μυστικό ανάμεσα μας, και ποτέ δεν θα ‘μαστε οι ίδιοι ωσότου να ξεκαθαρίσει.»

«Αν έχετε την καλοσύνη δώστε μου τα γεγονότα, κ. Μονρό,» είπε ο Χολμς, με κάποια ανυπομονησία.

«Θα σας πω ότι γνωρίζω σχετικά με το παρελθόν της Έφη. Ήταν χήρα όταν την συνάντησα για πρώτη φορά, μολονότι αρκετά νέα - μόλις είκοσι-πέντε. Το όνομα της τότε ήταν κ. Χέμπρον. Έφυγε στην Αμερική όταν ήταν νέα, και έζησε στην πόλη της Ατλάντα, όπου παντρεύτηκε εκείνον τον Χέμπρον, ο οποίος ήταν δικηγόρος με μεγάλη πελατεία. Απέκτησαν ένα παιδί, όμως ο κίτρινος πυρετός ξέσπασε άσχημα σε ολόκληρο το μέρος, και ο σύζυγος μαζί με το παιδί της πέθαναν από αυτό. Είδα το πιστοποιητικό θανάτου του. Αυτό την έκανε να σιχαθεί την Αμερική, και επέστρεψε πίσω για να ζήσει με μια ανύπαντρη θείας στο Πάινερ, στο Μίντλεσεξ. Να αναφέρω πως ο σύζυγος της την είχε αφήσει σε καλή οικονομική κατάσταση, και πως είχε κεφάλαιο περίπου τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων λιρών, οι οποίες ήταν τόσο καλά επενδυμένες από εκείνον ώστε απέδιδαν ένα ποσοστό του επτά τοις εκατό. Βρισκόταν μόλις έξι μήνες στο Πάινερ όταν την συνάντησα• ερωτευθήκαμε ο ένας τον άλλο και παντρευτήκαμε λίγες εβδομάδες αργότερα. «Είμαι έμπορος λυκίσκου ο ίδιος, και καθώς έχω ένα εισόδημα εφτά ή οχτώ εκατοντάδων, βρεθήκαμε με οικονομική άνεση, και κλείσαμε μια βίλα των ογδόντα ετησίως στο Νόρμπερι. Το σπιτικό μας ήταν εξαιρετικά αγροτικό, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πως ήταν τόσο κοντά σε πόλη. Είχαμε ένα πανδοχείο και δυο σπίτια λίγο πιο πάνω μας, και μια μόνο εξοχική κατοικία στην άλλη μεριά του λιβαδιού το οποίο μας αντικρίζει, και εκτός αυτών δεν υπήρχαν άλλα σπίτια μέχρι που έφτανες στα μισά για το σταθμό. Η δουλειά μου με πήγαινε στην πόλη σε συγκεκριμένες περιόδους, όμως το καλοκαίρι υπήρχαν λιγότερα να κάνω, και τότε στην αγροικία μας η γυναίκα μου κι εγώ ήμασταν όσο ευτυχισμένοι όσο γινόταν. Σας λέω πως δεν υπήρξε ποτέ έστω και μια σκιά μεταξύ μας πριν αυτή η καταραμένη ιστορία αρχίσει.»

«Υπάρχει ένα πράγμα το οποίο οφείλω να σας πω πριν προχωρήσουμε περισσότερο. Όταν παντρευτήκαμε, η σύζυγος μου έγραψε όλη της την περιουσία σε εμένα —μάλλον παρά την θέληση μου, διότι είδα πόσο άβολο θα απέβαινε αν οι επιχειρηματικές μου υποθέσεις πήγαιναν στραβά. Ωστόσο, έτσι το ήθελε, και έγινε. Λοιπόν, περί τις έξι εβδομάδες νωρίτερα ήρθε σε μένα.»

«’Τζακ’, είπε, ‘όταν πήρες τα χρήματα μου είπες πως αν κάποτε ήθελα κάτι να στο ζητούσα.’»

«’Ασφαλώς,’ είπε. ‘Είναι όλα δικά σου.’»

«’Λοιπόν,’ είπε, ‘θέλω εκατό λίρες.’»

«Κλονίσθηκα λιγάκι σ’ αυτό, γιατί είχα φαντασθεί πως επρόκειτο απλά για ένα καινούργιο φόρεμα ή κάτι αυτού του είδους που ζητούσε.

«’Γιατί στο καλό τα θέλεις;’ Ρώτησα.»

«’Οου,’ είπε εκείνη, με τον παιχνιδιάρικο τρόπο της, ‘είπες πως ήσουν μονάχα ο τραπεζίτης μου, και οι τραπεζίτες ποτέ δεν κάνουν τέτοιες ερωτήσεις, ξέρεις.’»

«’Αν πραγματικά το εννοείς, φυσικά και θα έχει τα χρήματα,» είπα.

«’Ω, ναι, πράγματι το εννοώ.’»

«’Και δεν θα μου πεις γιατί τα θέλεις;’»

«’Κάποια μέρα, ίσως, αλλά όχι επί του παρόντος, Τζακ.’»

«Έτσι έπρεπε να αρκεστώ μ’ αυτό, μολονότι ήταν η πρώτη φορά που υπήρξε ποτέ κάποιο μυστικό μεταξύ μας. Της έδωσα μια επιταγή, και ούτε που συλλογίστηκα ξανά πλέον το ζήτημα. Ίσως και να μην είχε καμία σχέση με όσα επακολούθησαν, όμως θεώρησα σωστό να το αναφέρω.»

«Λοιπόν, σας ανέφερα μόλις τώρα πως υπάρχει ένα εξοχικό όχι μακριά από το σπίτι μας. Υπάρχει μόνο ένα λιβάδι μεταξύ μας, αλλά για το φτάσεις πρέπει να περπατήσεις κατά-μήκους του δρόμου και κατόπιν να στρίψεις σε ένα δρομάκι. Μόλις μακρύτερα πίσω του βρίσκεται ένα μικρό αλσύλλιο από Σκοτσέζικα έλατα, και συνήθιζα να απολαμβάνω αφάνταστα να κάνω περιπάτους εκεί κάτω, γιατί τα δέντρα είναι πάντοτε ένα φιλικό είδος πραγμάτων. Το εξοχικό παρέμενε αδειανό αυτούς τους οχτώ μήνες, και ήταν κρίμα, γιατί επρόκειτο για ένα όμορφο διώροφο μέρος, με μια παλιομοδίτικη βεράντα κι αγιόκλημα ολόγυρα του. Πολλές οι φορές που ‘χα σταθεί και συλλογισθεί τι όμορφο μικρό σπιτικό θα γινόταν.»

«Λοιπόν, την περασμένη Δευτέρα το απόγευμα κατηφόριζα προς τα κει, όταν συνάντησα μια κλειστή άμαξα να ανηφορίζει το δρομάκι, και είδα ένα σωρό από χαλιά κι άλλα να απλώνονται ολόγυρα πάνω στο γρασίδι πλάι στη βεράντα. Ήταν σαφές πως το εξοχικό είχε επιτέλους ενοικιασθεί. Περπάτησε προσπερνώντας το, και αναρωτήθηκα τι είδους άνθρωποι να ήταν εκείνοι που ‘χαν έρθει να ζήσουν τόσο κοντά σε μας. Και καθώς κοίταξα άξαφνα αντιλήφθηκα πως ένα πρόσωπο με παρακολουθούσε από ένα από τα άνω παράθυρα.»

«Δεν γνωρίζω τι υπήρχε σε κείνο το πρόσωπο, κ. Χολμς, όμως φάνηκα να στέλνει ένα ρίγος στην ραχοκοκαλιά μου. Είχα απομακρυνθεί λιγάκι, έτσι ώστε δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά, όμως υπήρχε κάτι το αφύσικο και το απάνθρωπο σε εκείνο το πρόσωπο. Αυτή ήταν η εντύπωση την οποία είχα, και κινήθηκα βιαστικά εμπρός για να έχω μια καλύτερη θέα του ατόμου που με παρακολουθούσε. Όμως καθώς το έκανα το πρόσωπο ξάφνου εξαφανίστηκε, τόσο αιφνίδια που φάνηκε σαν να είχε τραβηχτεί μέσα στο σκοτάδι του δωματίου. Στάθηκα για πέντε λεπτά σκεπτόμενος το ζήτημα ξανά, και προσπαθώντας να αναλύσω τις εντυπώσεις μου. Δεν μπορούσα να πω αν το πρόσωπο ήταν άντρα ή γυναίκας. Ήταν υπερβολικά μακριά για να το δω. Όμως το χρώμα ήταν αυτό που με είχε εντυπωσιάζει περισσότερο. Ήταν ένα έντονο κάτωχρο, και με κάτι παγωμένο κι άκαμπτο σ’ αυτό που ήταν φρικτά αφύσικο. Τόσο ενοχλημένος ήμουν που αποφάσισα να δω λίγο περισσότερα σχετικά με τους καινούργιους ένοικους του εξοχικού. Πλησίασα και χτύπησα την πόρτα, η οποία άνοιξε στη στιγμή, από μια ψηλή, κάτισχνη γυναίκα με ένα σκληρό, βλοσυρό πρόσωπο.

«’Τι θα θέλατε;’ Ρώτησε, με βόρεια προφορά.»

«’Είμαι ο γείτονας σας από απέναντι,’ είπα, δείχνοντας προς το σπίτι μου. ‘Βλέπω πως μόλις μετακομίσατε, έτσι σκέφτηκα αν θα μπορούσα να σας βοηθήσω με όποιον - »

«Μάλιστα, θα σας ζητήσουμ’ όταν σας θέλουμ’,’ είπε εκείνη, και μου έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Ενοχλημένος από την ανάγωγη άρνηση, γύρισα την πλάτη μου και περπάτησα σπίτι. Όλο το βράδυ, όσο κι αν προσπαθούσα να σκεφθώ άλλα πράγματα, το μυαλό μου και πάλι θα γυρνούσε σε εκείνη την παρουσία στο παράθυρο και στην αγένεια της γυναίκας. Αποφάσισα να μην πω κουβέντα για το πρώτο στη σύζυγο μου, γιατί είναι αγχώδης, υπερβολικά νευρική γυναίκα, και δεν είχα καμία επιθυμία να μοιρασθεί την δυσάρεστη εντύπωση η οποία είχε προκληθεί σε μένα. Της σχολίασα, ωστόσο, προτού αποκοιμηθώ, πως το εξοχικό ήταν πλέον κατοικημένο, στο οποίο δεν έδωσε καμία απόκριση.»

«Κάνω συνήθως εξαιρετικά βαθύ ύπνο. Αποτελούσε μόνιμο πείραγμα εντός της οικογένειας πως τίποτα ποτέ δεν μπορούσε να με ξυπνήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Και όμως κάπως εκείνη τη συγκεκριμένη νύχτα, τώρα αν έφταιγε εκείνη η ελαφριά αναστάτωση που μου είχε προκληθεί από τη μικρή μου περιπέτεια ή όχι δεν το γνωρίζω, όμως κοιμήθηκα κατά πολύ περισσότερο ελαφριά από όσο συνήθως. Μισοβυθισμένος στα όνειρα μου είχα την αμυδρή επίγνωση πως κάτι συνέβαινε στο δωμάτιο, και τελικά αντιλήφθηκα πως η σύζυγος μου είχε ντυθεί κι έβαζε την κάπα της και το καπέλο της. Τα χείλη μου μισάνοιξαν για να μουρμουρίσουν μερικά κοιμισμένα μισόλογα έκπληξης ή διαμαρτυρίας σε αυτή την άκαιρη ετοιμασία, όταν ξάφνου τα μισάνοιχτα μάτια μου έπεσαν στο πρόσωπο της, φωτισμένο από το φως το φως του κεριού, και η έκπληξη με άφησε αποσβολωμένο. Είχε μια έκφραση τέτοια που ποτέ πριν δεν είχα ξαναδεί - τέτοια που θα τη θεωρούσα ανίκανη να πάρει. Ήταν θανάσιμα ωχρή και ανάσαινε κοφτά, κοιτάζοντας κλεφτά προς το κρεβάτι καθώς έδενε την κάπα της, για να δει αν με είχε ενοχλήσει. Τότε, σκεπτόμενη πως κοιμόμουν ακόμη, ξεγλίστρησε αθόρυβα από το δωμάτιο, και μια στιγμή αργότερα άκουσα ένα κοφτό τρίξιμο το οποίο μπορούσε μονάχα να προέρχεται από τους μεντεσέδες της μπροστινής πόρτας. Ανακάθισα στο κρεβάτι και χτύπησα τα δάκτυλα μου στο κάγκελο για να βεβαιωθώ πως ήμουν πραγματικά ξύπνιος. Κατόπιν πήρα το ρολόι μου από κάτω από το μαξιλάρι. Ήταν τρεις το πρωί. Τι στο καλό μπορούσε να κάνει η γυναίκα μου στο δρόμο στις τρεις το πρωί;»

«Είχα κάτσει για περίπου είκοσι λεπτά στριφογυρνώντας το ζήτημα στο μυαλό μου και προσπαθώντας να βρω κάποια πιθανή εξήγηση. Όσο περισσότερο το συλλογιόμουν, τόσο περισσότερο ασυνήθιστο και ανεξήγητο φαινόταν. Προβληματιζόμουν ακόμη σχετικά με αυτό όταν άκουσα την πόρτα να κλείνει απαλά και πάλι, και τα πατήματα της να ανεβαίνουν τις σκάλες.»

«’Που στο καλό ήσουν, Έφη;’ Ρώτησα καθώς μπήκε.»

«Τραντάχτηκε από το ξάφνισμα και άφησε μια κάπως πνιγμένη κραυγή όταν μίλησα, και αυτό το ξάφνιασμα και η κραυγή με προβλημάτισαν ακόμη περισσότερο από τα υπόλοιπα, γιατί υπήρχε κάτι το απερίγραπτα ένοχο σε αυτά. Η σύζυγος μου ήταν πάντοτε γυναίκα ειλικρινούς, ανοικτού χαρακτήρα, και με έκανε να ανατριχιάσω βλέποντας την να κινείται κλεφτά μέσα στο ίδιο της το δωμάτιο, τρομάζοντας και ξεφωνίζοντας όταν ο ίδιος της ο άντρας της μίλησε.»

«’Είσαι ξύπνιος, Τζακ!’ φώναξε, με ένα ταραγμένο γέλιο. ‘Μπα, θα φανταζόμουν πως τίποτα δεν μπορούσε να σε ξυπνήσει.’»

«’Που ήσουν;’ Ρώτησα, περισσότερο αυστηρά.»

«’Δεν απορώ που είσαι έκπληκτος,’ είπε εκείνη, και έβλεπα πως τα δάκτυλα της έτρεμαν καθώς ξέδεσε τα δεσίματα της κάπας της. ‘Μα, δεν θυμάμαι ποτέ να ξανάκανα ένα τέτοιο πράγμα στη ζωή μου. Το ζήτημα είναι πως ένοιωσα σαν να πνιγόμουν, και είχα μια απόλυτη λαχτάρα για μια ανάσα φρέσκου αέρα. Ειλικρινά νομίζω πως θα ‘χα λιποθυμήσει αν δεν είχα πάει έξω. Στάθηκα στην πόρτα για μερικά λεπτά, και τώρα είμαι και πάλι καλά.’»

«Όλη την ώρα που μου έλεγε αυτή την ιστορία δεν κοίταξε ούτε μια φορά προς το μέρος μου, και η φωνή της ήταν εντελώς διαφορετική από τους συνήθεις της τόνους. Μου ήταν φανερό πως έλεγε κάτι το οποίο ήταν ψευδές. Δεν είπα τίποτα προς απάντηση, παρά έστρεψα το πρόσωπο μου προς τον τοίχο, αποκαρδιωμένος, με το μυαλό μου πλημμυρισμένο από μυριάδες φαρμακερές αμφιβολίες και υποψίες. Τι ήταν αυτό που μου απέκρυπτε η σύζυγος μου; Που βρισκόταν κατά την διάρκεια της παράξενης αυτής εξόδου; Ένοιωσα πως δεν θα ‘βρισκα γαλήνη μέχρι να μάθω, κι όμως απέφυγα από το να την ρωτήσω ξανά μόλις μου είχε πει όσα ήταν ψευδή. Καθ’ όλο το υπόλοιπο της νύχτας στριφογυρνούσα στο κρεβάτι, συνθέτοντας την μια θεωρία κατόπιν της άλλης, καθεμιά πιότερο απίθανη από την τελευταία.»

«Θα ‘πρεπε να είχα πάει στην Πόλη εκείνη τη μέρα, όμως ήμουν υπερβολικά αναστατωμένος για να είμαι σε θέση να αφιερώσω την προσοχή μου σε επαγγελματικά ζητήματα. Η σύζυγος μου έδειξε να είναι τόσο ανάστατη όσο κι εγώ, και διέκρινα από τις μικρές ερωτηματικές ματιές τις οποίες εξακολουθούσε να μου ρίχνει πως κατανοούσε ότι δυσπιστούσα στην εξήγηση της, και πως ήταν στα όρια της για το τι να κάνει. Μόλις που ανταλλάξαμε μια κουβέντα κατά το πρόγευμα, και αμέσως μετά βγήκα για έναν περίπατο, ώστε να συλλογιστώ το ζήτημα έξω στον καθαρό πρωινό αέρα.

«Έφθασα μέχρι και το Κρίσταλ Πάλας, πέρασα μια ώρα στην περιοχή, και ήμουν πίσω στο Νόρμπερι ως τη μια. Έτυχε ο δρόμος μου να με φέρει μπροστά από το εξοχικό, και στάθηκα για μια στιγμή να κοιτάξω προς τα παράθυρα, και να δω αν θα μπορούσα να πετύχω μια ματιά εκείνου του παράξενου προσώπου το οποίο με είχε κοιτάξει την προηγούμενη ημέρα. Καθώς στεκόμουν εκεί, φανταστείτε την έκπληξη μου, κ. Χολμς, όταν η πόρτα ξάφνου άνοιξε και η σύζυγος μου βγήκε έξω.»

«Έμεινα αποσβολωμένος από κατάπληξη στην θέα της• όμως τα συναισθήματα μου δεν ήταν τίποτα σε εκείνα που έκαναν την εμφάνιση τους στο πρόσωπο της όταν τα μάτια μας συναντήθηκαν. Φάνηκε προς στιγμής να θέλει να τραβηχτεί πίσω μέσα στο σπίτι και πάλι• και τότε, βλέποντας πόσο μάταιη κάθε απόκρυψη θα ήταν, προχώρησε εμπρός, με ένα πολύ ωχρό πρόσωπο και τρομαγμένα μάτια τα οποία διέψευδαν το χαμόγελο επί των χειλιών της.»

«’Α, Τζακ,’ είπε, ‘Μόλις πέρασα για να δω αν μπορώ να προσφέρω κάποια βοήθεια στους νέους μας γείτονες. Γιατί με κοιτάζεις έτσι, Τζακ; Δεν μου θύμωσες;’»

«’Ώστε,’ είπα, ‘εδώ ήταν που ήρθες κατά τη διάρκεια της νύχτας.’»

«’Τι εννοείς;’ Φώναξε.»

«’Ήρθες εδώ. Είμαι βέβαιος για αυτό. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, ώστε να τους επισκέπτεσαι μια τέτοια ώρα;’»

«’Δεν ήρθα εδώ ποτέ πριν.’»

«’Πως μπορείς και μου λες κάτι το οποίο γνωρίζεις πως είναι ψευδές;’ Φώναξα. ‘Η ίδια σου η φωνή αλλάζει καθώς μιλάς. Πότε κράτησα κάποιο μυστικό από σένα; Θα μπω σε αυτό το σπιτικό, και θα ερευνήσω το ζήτημα ως τον πάτο.’»

«’Όχι, όχι, Τζακ, για όνομα του Θεού!’ είπε με κομμένη ανάσα, με ανεξέλεγκτο συναίσθημα. Τότε, καθώς πλησίασα την πόρτα, μου άρπαξε το μανίκι και με τράβηξε πίσω με σπασμωδική ένταση.»

«Σε θερμοπαρακαλώ να μην το κάνεις, Τζακ,’ φώναξε. ‘Ορκίζομαι πως θα σου πω τα πάντα κάποια μέρα, όμως τίποτα παρεκτός δυστυχίας δεν θα βγει από αυτό αν μπεις στο εξοχικό.’ Τότε καθώς προσπάθησα να αποτινάξω το χέρι της, κρεμάστηκε πάνω μου σε μια φρενίτιδα ικεσίας.»

«’Πίστεψε με, Τζακ!’ φώναξε. ‘Πίστεψε με μόνο αυτή τη φορά. Δεν θα έχεις ποτέ λόγο να το μετανιώσεις. Γνωρίζεις πως δεν θα είχα κάποιο μυστικό από σένα αν δεν ήταν για χάρη σου. Ολόκληρες οι ζωές μας διακυβεύονται εδώ. Αν έρθεις σπίτι μαζί μου, όλα θα πάνε καλά. Αν μπεις δια της βίας σε αυτό το εξοχικό, όλα τελείωσαν μεταξύ μας.’»

«Υπήρχε τέτοια συγκίνηση, τέτοια απόγνωση, στη συμπεριφορά της ώστε τα λόγια της με καθήλωσαν, και στάθηκα αναποφάσιστος μπρος στην πόρτα.»

«Θα σε πιστέψω υπό έναν και μόνο όρο μονάχα,’ είπα τελικά. ‘Αυτός είναι πως το μυστήριο αυτό θα τερματισθεί από εδώ και στο εξής. Έχεις το ελεύθερο να διαφυλάξεις το μυστικό σου, όμως πρέπει να μου υποσχεθείς πως δεν θα υπάρχουν άλλες νυχτερινές επισκέψεις, δεν θα υπάρξουν καμώματα τα οποία να κρατιούνται από την γνώση μου. Είμαι πρόθυμος να ξεχάσω όσα έγιναν αν μου υποσχεθείς πως δεν υπάρξουν άλλα στο μέλλον.’»

«’Ήμουν βέβαιη πως θα με πίστευες,» φώναξε, με έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης. Θα γίνει όπως ακριβώς επιθυμείς. Έλα τώρα- ω, έλα τώρα να πάμε σπίτι.’»

«Τραβώντας ακόμη το μανίκι μου, με οδήγησε μακριά από το εξοχικό. Καθώς φεύγαμε έριξα μια ματιά πίσω, και εκεί ήταν το ικτερικά χλωμό πρόσωπο παρακολουθώντας μας από το πάνω παράθυρο. Τι σχέση μπορούσε να υπάρχει μεταξύ αυτού του πλάσματος και της συζύγου μου; Ή πως μπορεί η άξεστη, τραχιά γυναίκα την οποία είχα δει την προηγούμενη ημέρα να σχετιζόταν μαζί της; Επρόκειτο περί ενός περίεργου γρίφου, και ωστόσο γνώριζα πως το μυαλό μου δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να ησυχάσει ωσότου να το έλυνα.»

«Για δυο ημέρες κατόπιν αυτού έμεινα στο σπίτι, και η σύζυγος μου εμφανιζόταν να τηρεί πιστά την συμφωνία μας, για, από όσο γνώριζα, ούτε στιγμή δεν κούνησε από το σπίτι. Την τρίτη ημέρα, ωστόσο, είχα άφθονες αποδείξεις πως η αυστηρή της υπόσχεση δεν ήταν αρκετή για να την κρατήσει πίσω από την μυστική επιρροή η οποία την τραβούσε μακριά από τον άντρα της και το καθήκον της.»

«Είχα πάει στην πόλη εκείνη την ημέρα, όμως επέστρεψα με των 2:40 αντί με των 3:36, το οποίο ήταν το σύνηθες τραίνο μου. Καθώς μπήκα στο σπίτι η υπηρέτρια έτρεξε στην είσοδο με ένα ξαφνιασμένο πρόσωπο.»

«’Που είναι η κυρά σου;’ Ρώτησα.»

«’Νομίζω πως βγήκε έξω για έναν περίπατο,’ απάντησε.»

‘Το μυαλό πλημμύρισε στη στιγμή από υποψία. Όρμησα πάνω για να βεβαιωθώ πως δεν βρισκόταν στο σπίτι. Καθώς το έκανα έτυχε να ρίξω μια ματιά από τα πάνω παράθυρα , και είδα την υπηρέτρια με την οποία είχα μόλις μιλήσει να διασχίζει τρέχοντας το λιβάδι προς την μεριά του εξοχικού. Τότε φυσικά κατάλαβα ακριβώς τι σήμαιναν όλα. Η σύζυγος μου είχε πάει εκεί, και είχε ζητήσει από την υπηρέτρια να την φωνάξει αν επέστρεφα. Τρέμοντας από θυμό, όρμησα κάτω και έτρεξα απέναντι, αποφασισμένος να τελειώσω το θέμα μια για πάντα. Είδα τη σύζυγο μου και την υπηρέτρια να έρχονται βιαστικά κατά μήκους του δρόμου, όμως δεν στάθηκα να τους μιλήσω. Στο εξοχικό βρισκόταν το μυστικό το οποίο έριχνε τη σκιά του πάνω από τη ζωή μου. Ορκίστηκα, ότι κι αν γινόταν, πως δεν θα ήταν πλέον μυστικό. Ούτε καν χτύπησα την πόρτα όταν το έφτασα, άλλα γύρισα το χερούλι και όρμησα μέσα στο διάδρομο.»

«Ήταν όλα ήρεμα και ήσυχα επί του ισογείου. Στην κουζίνα μια χύτρα κρεμόταν πάνω από την φωτιά, και μια μεγάλη μαύρη γάτα αναπαυόταν κουλουριασμένη στο καλάθι• όμως δεν υπήρχε ίχνος της γυναίκας την οποία είχα δει προηγουμένως. Έτρεξα στο άλλο δωμάτιο, όμως ήταν εξίσου ερημωμένο. Κατόπιν όρμησα στις σκάλες, μόνο για να βρω άλλα δυο δωμάτια άδεια και εγκαταλελειμμένα πάνω. Δεν υπήρχε κανείς σε ολόκληρο το σπίτι. Τα έπιπλα και οι πίνακες ήταν της πλέον κοινής και φανταχτερής κατηγορίας, εκτός από το μοναδικό δώμα στο παράθυρο του οποίου είχα δει το παράξενο πρόσωπο. Αυτό ήταν άνετο και κομψό, και όλες μου οι υποψίες εξεγέρθηκαν σε μια αγριεμένη πικρή φλόγα όταν είδα πως στο γείσωμα του τζακιού στεκόταν ένα αντίγραφο μιας πλήρους μεγέθους φωτογραφίας της συζύγου μου, την οποία είχε βγάλει κατόπιν απαίτησης μου μόλις πριν τρεις μήνες.»

«Έμεινα αρκετά για να βεβαιωθώ πως το σπίτι ήταν απολύτως άδειο. Κατόπιν το άφησα, νοιώθοντας ένα βάρος στην καρδιά μου τέτοιο που ποτέ δεν είχα ξανά. Η σύζυγος μου βγήκε από την είσοδο όταν μπήκα στο σπίτι• όμως ήμουν πολύ πληγωμένος και θυμωμένος για να της μιλήσω, και σπρώχνοντας την, προχώρησα μέσα στο γραφείο. Με ακολούθησε, ωστόσο, πριν προλάβω να κλείσω την πόρτα.»

«’Λυπάμαι που πάτησα την υπόσχεση μου, Τζακ,’ είπε• ‘όμως αν γνώριζες όλες τις περιστάσεις είμαι βέβαιη πως θα με συγχωρούσες.’»

«’Πες μου τα πάντα, τότε,’ είπα.»

«’Δεν μπορώ, Τζακ, δεν μπορώ,’ φώναξε εκείνη.»

«’Έως ότου μου πεις ποιος έμενε σε εκείνο το εξοχικό, και ποιος ήταν αυτός που του έδωσες εκείνη τη φωτογραφία, δεν γίνεται να υπάρξει ποτέ κάποια εμπιστοσύνη μεταξύ μας,’ είπα, κι αποδιώχνοντας την, άφησα το σπίτι. Αυτό ήταν χθες, κ. Χολμς, και δεν την έχω δει έκτοτε, ούτε και γνωρίζω οτιδήποτε περισσότερο σχετικά με την παράξενη αυτή ιστορία. Αποτελεί την πρώτη σκιά που έπεσε μεταξύ μας, και τόσο με έχει ταράξει για τα καλά ώστε δεν ξέρω τι να κάνω. Ξάφνου σήμερα το πρωί μου ήρθε στο μυαλό πως είσαστε ο άνθρωπος για να με συμβουλεύσει, έτσι έσπευσα σε εσάς λοιπόν, κι έθεσα τον εαυτό μου ανεπιφύλακτα στα χέρια σας. Αν υπάρχει κάποιο σημείο το οποίο δεν κατέστησα σαφές παρακαλώ ρωτήστε με σχετικά. Όμως, υπεράνω όλων, πείτε μου τάχιστα τι να κάνω γιατί η δυστυχία αυτή είναι κάτι παραπάνω από όσο μπορώ να αντέξω.»

Ο Χολμς κι εγώ είχαμε ακούσει με το μέγιστο ενδιαφέρον αυτήν την εξαιρετική κατάθεση, η οποία είχε δοθεί με τον σπασμωδικό, αποσπασματικό τρόπο ενός ανθρώπου ο οποίος βρίσκεται υπό την επήρεια ακραίων συναισθημάτων. Ο σύντροφος μου παρέμεινε σιωπηλός για λίγη ώρα, με το σαγόνι του στο χέρι, χαμένος σε σκέψη.

«Πείτε μου,» είπε εντέλει, «θα ορκιζόσασταν πως ήταν πρόσωπο ανθρώπου αυτό το οποίο είδατε στο παράθυρο;»

«Κάθε φορά που το είδα βρισκόμουν σε κάποια απόσταση μακριά, έτσι ώστε μου είναι αδύνατο να πω.»

«Εμφανίζεστε, ωστόσο, να υπήρξατε αρνητικά επηρεασμένος εξ αυτού.»

«Φάνηκε να είναι ασυνήθους απόχρωσης, και έχοντας μια αλλόκοτη ακαμψία όσον αφορά τα χαρακτηριστικά. Όταν πλησίασα, εξαφανίστηκε με ένα απότομο τίναγμα.»

«Πόσος καιρός πάει από τότε που η σύζυγος σας ζήτησε από εσάς τις εκατό λίρες;»

«Σχεδόν δυο μήνες.»

«Έχετε δει ποτέ κάποια φωτογραφία του πρώτου της συζύγου;»

«Όχι• υπήρξε μια μεγάλη φωτιά στην Ατλάντα σύντομα κατόπιν του θανάτου του, και όλα τα χαρτιά της καταστράφηκαν.»

«Κι εντούτοις έχει πιστοποιητικό θανάτου. Λέτε πως το είδατε.»

«Μάλιστα• πήρε αντίγραφο κατόπιν της φωτιάς.»

«Συναντήσατε ποτέ κανέναν ο οποίος να την γνώριζε στην Αμερική;»

«Όχι.»

«Αναφέρθηκε ποτέ στην επανεπίσκεψη του τόπου;»

«Όχι.»

«Μήπως έλαβε γράμματα από εκεί;»

«Όχι.»

«Σας ευχαριστώ. Θα ήθελα να σκεφθώ και πάλι το ζήτημα για λίγο πλέον. Αν το εξοχικό είναι πλέον μόνιμα εγκαταλελειμμένο ίσως να συναντήσουμε κάποια δυσκολία. Αν, από την άλλη, όπως φαντάζομαι πως είναι πιθανότερο, οι ένοικοι προειδοποιήθηκαν για την άφιξη σας, και έφυγαν πριν μπείτε εσείς χθες, τότε ίσως να έχουν επιστρέψει πίσω, και θα μπορούσαμε να το διασαφηνίσουμε εύκολα. Ας σας συμβουλεύσω, λοιπόν, να επιστρέψετε στο Νόρμπερι, και να εξετάσετε τα παράθυρα του εξοχικού και πάλι. Αν έχετε κάποιο λόγο να πιστεύετε πως κατοικείται, μην μπείτε δια της βίας μέσα, αλλά στείλτε ένα τηλεγράφημα στο φίλο μου και σε μένα. Θα είμαστε κοντά σας εντός μιας ώρα από την λήψη του, και τότε πολύ σύντομα θα φτάσουμε στον πάτο της ιστορίας.»

«Και εάν είναι ακόμη άδειο;»

«Στην προκειμένη περίπτωση θα έρθω έξω αύριο και θα το συζητήσω εκτενέστερα μαζί σας. Αντίο• και, υπεράνω όλων, μην στενοχωριέστε μέχρι να γνωρίζετε πως έχετε πράγματι λόγο να για αυτό.»

«Φοβούμαι πως πρόκειται για μια άσχημη υπόθεση, Γουώτσον,» είπε ο σύντροφος μου, καθώς επέστρεψε έχοντας συνοδεύσει τον κ. Γκραντ Μονρό στην πόρτα. «Τι συμπεραίνεις εξ’ αυτού;»

«Είχε έναν δυσάρεστο τόνο,» απάντησα.

«Μάλιστα. Υπάρχει εκβιασμός εκεί μέσα, ειδάλλως σφάλλω βαθύτατα.»

«Και ποιος είναι ο εκβιαστής;»

«Βασικά, θα πρέπει να είναι το πλάσμα που ζει στο μοναδικό άνετο δωμάτιο σε εκείνο το μέρος, και έχει την φωτογραφία της πάνω από το τζάκι του. Στο λόγο μου, Γουώτσον, υπάρχει κάτι εξαιρετικά γοητευτικό σχετικά με εκείνο το κάτωχρο πρόσωπο στο παράθυρο, και δεν θα ‘χανα την υπόθεση για τίποτα στον κόσμο.»

«Έχεις κάποια θεωρίας;»

«Μάλιστα, μια προσωρινή. Όμως θα εκπλαγώ αν δεν αποδειχθεί σωστή. Ο πρώτος άντρας εκείνης της γυναίκας βρίσκεται σε εκείνο το εξοχικό.»

«Γιατί πιστεύεις πως έχει έτσι;»

«Πως αλλιώς να εξηγήσουμε την ξέφρενη ανησυχία να μην μπει μέσα ο δεύτερος της; Τα γεγονότα, όπως τα αντιλαμβάνομαι, έχουν κάπως έτσι: Η γυναίκα αυτή ήταν παντρεμένη στην Αμερική. Ο σύζυγος της ανέπτυξε ορισμένα απεχθή κουσούρια• ή ας πούμε πως μολύνθηκε από κάποια επάρατη νόσο, και κατέστην λεπρός ή τα έχασε; Το σκάει μακριά του εν τέλει, επιστρέφει στην Αγγλία, αλλάζει το όνομα της, και ξεκινά την ζωή της, όπως σκέφτεται, εκ νέου. Είναι παντρεμένη για τρία χρόνια, και πιστεύει πως η θέση της είναι εξασφαλισμένη, έχοντας δείξει στον σύζυγο της το πιστοποιητικό θανάτου κάποιου άντρα του οποίου το όνομα ανέλαβε, όταν ξάφνου τα κατατόπια της ανακαλύπτονται από τον πρώτο της σύζυγο• ή, ας υποθέσουμε, από κάποια αδίστακτη γυναίκα που έχει προσκολληθεί στον ανάπηρο. Γράφουν στη σύζυγο, και απειλούν να έρθουν και να την εκθέσουν. Εκείνη ζητάει εκατό λίρες, και επιχειρεί να τους εξαγοράσει. Εκείνοι έρχονται παρά το γεγονός, και όταν ο σύζυγος αναφέρει τυχαία στη σύζυγο του πως υπάρχουν νεοφερμένοι στο εξοχικό, εκείνη γνωρίζει κατά κάποιο τρόπο πως είναι οι διώκτες της. Περιμένει έως ότου ο σύζυγος της έχει αποκοιμηθεί, και κατόπιν κατηφορίζει βιαστικά για να επιχειρήσει να τους πείσει να την αφήσουν ήσυχη. Αποτυγχάνοντας, πηγαίνει ξανά το επόμενο πρωί, και ο άντρας της την συναντά, όπως ο ίδιος μας ανέφερε, καθώς βγαίνει έξω. Του υπόσχεται τότε να μην πάει εκεί ξανά, όμως δύο μέρες αργότερα η ελπίδα να ξεφορτωθεί εκείνους τους φρικτούς γείτονες ήταν τόσο ισχυρή για εκείνη, άρα προέβη σε μία ακόμη απόπειρα, κατεβάζοντας μαζί της την φωτογραφία η οποία πιθανότατα της είχε απαιτηθεί να φέρει. Στο μέσο αυτής την συνδιαλλαγής η υπηρέτρια έτρεξε για να πει πως ο αφέντης είχε έρθει σπίτι, στο οποίο η σύζυγος, γνωρίζοντας πως θα ερχόταν απευθείας κάτω στο εξοχικό, έδιωξε βιαστικά τους ενοίκους από την πίσω πόρτα, μέσα στο αλσύλλιο από έλατα, ενδεχομένως, το οποίο αναφέρθηκε πως βρίσκεται πλησίον. Καθαυτό τον τρόπο εκείνος βρήκε το μέρος ερημωμένο. Θα εκπλαγώ υπερβολικά, ωστόσο, αν είναι ακόμη έτσι όταν πραγματοποιήσει την αναγνώριση του σήμερα το απόγευμα. Τι πιστεύεις για τη θεωρία μου;»

«Είναι όλο εικασίες.»

«Μα τουλάχιστον καλύπτει όλα τα στοιχεία. Όταν νέα στοιχεία περιέλθουν στην αντίληψη μας τα οποία να μην καλύπτονται από αυτή, θα υπάρχει αρκετός χρόνος για να την αναθεωρήσουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα έως ότου να λάβουμε μήνυμα από τον φίλο μας στο Νόρμπερι.»

Όμως δεν χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ ώρα για αυτό. Ήρθε μόλις είχαμε τελειώσει το τσάι μας. «Το εξοχικό είναι ακόμη κατειλημμένο,» έλεγε. «Είδα το πρόσωπο πάλι στο παράθυρο. Θα περιμένω το τραίνο των επτά, και δεν θα προβώ σε κινήσεις έως ότου φτάσετε.»

Περίμενε στην πλατφόρμα όταν κατεβήκαμε, και διακρίναμε στο φως του σταθμού πως ήταν υπερβολικά χλωμός, και έτρεμε από ταραχή.

«Είναι ακόμη εκεί, κ. Χολμς,» είπε, ακουμπώντας το χέρι του βαριά πάνω στο μανίκι του φίλου μου. «Είδα φώτα στο εξοχικό καθώς κατέβηκα. Θα το κανονίσουμε πλέον μια και καλή.»

«Ποιο είναι το σχέδιο σας, λοιπόν;» ρώτησε ο Χολμς, καθώς προχώρησε κατηφορίζοντας τον σκοτεινό περιστοιχισμένο από δέντρα δρόμο.

«Θα μπω δια της βίας μέσα και θα δω από μόνος μου ποιος βρίσκεται στο σπίτι. Επιθυμώ από τους δυο σας να βρίσκεστε εκεί ως μάρτυρες.»

«Είσαστε εντελώς αποφασισμένος να το κάνετε, παρά την προειδοποίηση της συζύγου σας πως είναι καλύτερα να μην λύσετε το μυστήριο;»

«Μάλιστα, είμαι αποφασισμένος.»

«Καλώς, έχετε δίκιο. Κάθε αλήθεια είναι καλύτερη από την αόριστη αμφιβολία. Καλά θα κάνουμε να ανέβουμε αμέσως. Φυσικά, νομικά, θέτουμε εαυτούς απελπιστικά εν αδίκω• όμως πιστεύω πως αξίζει.»

Ήταν μια εξαιρετικά σκοτεινή νύχτα, και μια λεπτή βροχή άρχισε να πέφτει καθώς στρίψαμε από την κεντρική οδό σε ένα στενό δρομάκι, βαθιά αυλακωμένο, με βατουλιές προς κάθε πλευρά. Ο κ. Γκραντ Μονρό προχώρησε ανυπόμονα, ωστόσο, και τρέξαμε σκουντουφλώντας πίσω όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε.

«Εκεί είναι τα φώτα του σπιτιού μου,» μουρμούρισε, δείχνοντας προς ένα λαμπύρισμα ανάμεσα στα δέντρα. «Κι εδώ είναι το εξοχικό στο οποίο σκοπεύω να μπω.»

Στρίψαμε σε μια γωνία του δρόμου καθώς μίλησε, κι εκεί βρισκόταν το κτίριο λίγο πιο δίπλα μας. Μια κίτρινη ρίγα που έπεφτε κατά μήκους του σκοτεινού προσκήνιου φανέρωσε πως η πόρτα δεν ήταν εντελώς κλειστή, και ένα παράθυρο στο πάνω πάτωμα ήταν έντονα φωτισμένο. Καθώς κοιτάξαμε, είδαμε μια σκοτεινή θαμπάδα να κινείται μπροστά από την κουρτίνα.

«Να εκείνο το πλάσμα!» φώναξε ο Γκραντ Μονρό. «Βλέπετε και μόνοι σας πως κάποιος είναι εκεί. Τώρα ακολουθήστε με, και σύντομα θα μάθουμε τα πάντα.»

Πλησιάσαμε την πόρτα• μα ξάφνου μια γυναίκα εμφανίστηκε από την σκιά και στάθηκε στο χρυσαφένιο μονοπάτι της λάμπας. Δεν έβλεπα το πρόσωπο της στο σκοτάδι, όμως τα χέρια της ήταν απλωμένα σε στάση απεγνωσμένης ικεσίας.

«Για όνομα του Θεού, μη Τζακ!» φώναξε. «Είχα ένα προαίσθημα πως θα ερχόσουν σήμερα το βράδυ. Σκέψου το καλύτερα, αγάπη μου! Εμπιστέψου με ξανά, και ποτέ δεν θα ‘χεις λόγο να το μετανιώσεις.»

«Σε εμπιστεύθηκα για πάρα πολύ, Έφη,» φώναξε, βαριά. «Άφησε με! Πρέπει να περάσω. Οι φίλοι μου και εγώ πρόκειται να διευθετήσουμε το θέμα μια για πάντα!» Την έσπρωξε στο πλάι, και εμείς ακολουθήσαμε από κοντά στο κατόπι του. Καθώς άνοιξε απότομα την πόρτα μια γριά γυναίκα έτρεξε εμπρός του και επιχείρησε να εμποδίσει το πέρασμα του, όμως εκείνος την έσπρωξε πίσω, και μια στιγμή αργότερα ήμασταν όλοι στις σκάλες. Ο Γκραντ Μονρό όρμησε μες το φωτισμένο δωμάτιο του πάνω ορόφου, και εμείς μπήκαμε αμέσως μετά.

Ήταν ένα ζεστό, καλοεπιπλωμένο διαμέρισμα, με δυο κεριά να καίνε πάνω στο τραπέζι και δυο πάνω στο γείσωμα του τζακιού. Στην γωνία, σκυμμένο πάνω από ένα γραφείο καθόταν ότι έμοιαζε να είναι ένα μικρό κορίτσι. Το πρόσωπο της ήταν στραμμένο από την άλλη καθώς μπήκαμε, όμως είδαμε πως ήταν ντυμένη με ένα κόκκινο φουστάνι, και πως φορούσε μακριά λευκά γάντια. Καθώς στράφηκε προς το μέρος μας, έβγαλα μια κραυγή έκπληξης και τρόμου. Το πρόσωπο που έστρεψε προς εμάς ήταν της πλέον παράξενης απόχρωσης χλομάδας, και τα χαρακτηριστικά ήταν εντελώς κενά από κάθε έκφραση. Μια στιγμή αργότερα το μυστήριο εξηγήθηκε. Ο Χολμς, με ένα γέλιο, πέρασε το χέρι του πίσω από το αυτί του παιδιού, μια μάσκα αποσπάστηκε από το πρόσωπο του, και εκεί μπροστά μας βρισκόταν μια μαύρη σαν κάρβουνο νέγρα, με όλα της λευκά δόντια να λάμπουν σε έκπληξη στα έκπληκτα πρόσωπα μας. Ξέσπασα σε γέλιο, συμμεριζόμενος την ευθυμία της• όμως ο Γκραντ Μονρό στάθηκε κοιτώντας, με το χέρι να σφίγγει το λαιμό του.

«Θεέ μου!» φώναξε. «Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό;»

«Θα σου πω την σημασία του,» φώναξε η κυρία, μπαίνοντας αεράτα στο δωμάτιο με περήφανο, αποφασισμένο πρόσωπο. «Με εξώθησες, παρά τη θέληση μου, να σου πω, και πλέον είμαστε υποχρεωμένοι κι οι δυο μας να το αξιοποιήσουμε. Ο σύζυγος μου πέθανε στην Ατλάντα. Το παιδί μου επέζησε.»

«Το παιδί σου;»

Εκείνη τράβηξε ένα μεγάλο ασημένιο μενταγιόν από τον κόρφο της. «Ποτέ σου δεν το είδες ανοικτό.»

«Αντιλήφθηκα πως δεν άνοιγε.»

Άγγιξε ένα έλασμα, και το εμπρόσθιο τμήμα περιστράφηκε ανοίγοντας. Εκεί βρισκόταν το πορτραίτο ενός άντρα εντυπωσιακά όμορφου και με έξυπνο παρουσιαστικό, φέροντας ωστόσο τα πρόδηλα σημάδια της Αφρικανικής καταγωγής του επί των χαρακτηριστικών του.

«Αυτός είναι ο Τζων Χέμπρον, από την Ατλάντα,» είπε η κυρία, «και ουδείς ευγενέστερος δεν υπήρξε στον κόσμο. Απομακρύνθηκε από τη φυλή έτσι ώστε να τον παντρευτώ, αλλά ούτε στιγμή ενόσω ζούσε δεν το μετάνιωσα. Υπήρξε μεγάλη μας κακοτυχία που το μοναχοπαίδι μας έμοιασε στο λαό του αντί του δικού μου. Συμβαίνει έτσι σε τέτοιες σχέσεις, και η μικρή Λούση είναι περισσότερο μελαψή κι από όσο ήταν ο πατέρας της. Όμως είτε μελαψή ή λευκή, είναι το αγαπημένο κοριτσάκι μου, και της μητέρας της η χαϊδεμένη.» Το πλασματάκι στα λόγια διέσχισε τρέχοντας και φώλιασε πάνω στο φόρεμα της κυρίας. «Όταν την άφησα στην Αμερική,» συνέχισε, «το έκανα μόνο επειδή η υγεία της ήταν κλονισμένη, και η αλλαγή ίσως να της έκανε κακό. Ανατέθηκε στην φροντίδα μιας πιστής Σκοτσέζας που υπήρξε κάποτε υπηρέτρια μας. Ούτε στιγμή δεν διανοήθηκα να την απαρνηθώ από παιδί μου. Όμως όταν η τύχη σε έφερε στο δρόμο μου, Τζακ, και σε αγάπησα, φοβήθηκα να σου πω για το παιδί μου. Ο Θεός να με συγχωρέσει, φοβήθηκα πως θα έχανα, και δεν είχα το κουράγιο να στο πω. Είχα να διαλέξω μεταξύ σας, και στην αδυναμία μου στράφηκα μακριά από το ίδιο μου το κοριτσάκι. Για τρία χρόνια κράτησα την ύπαρξη της μυστική από σένα, όμως μάθαινα από την τροφό, και ήξερα πως όλα πήγαιναν καλά για εκείνη. Στο τέλος, ωστόσο, ήρθε μια ακατανίκητη επιθυμία να δω το παιδί μου και πάλι. Αγωνίστηκα ενάντια της, αλλά μάταια. Παρότι γνώριζα τον κίνδυνο, αποφάσισα να φέρω το παιδί μου εδώ, έστω κι αν ήταν για μερικές βδομάδες. Έστειλα εκατό λίρες στην τροφό, και την ορμήνευσα σχετικά με αυτό το εξοχικό, έτσι ώστε να έρθει ως γειτόνισσα, δίχως εγώ να παρουσιασθώ να σχετίζομαι κατά οποιονδήποτε τρόπο μαζί της. Ώθησα τις προφυλάξεις μου τόσο πολύ ώστε να την προστάξω να κρατά το παιδί εντός του σπιτιού κατά τη διάρκεια της ημέρας, και να καλύψει το προσωπάκι της και τα χεράκια της έτσι ώστε ακόμη κι όποιοι ενδεχομένως να την έβλεπαν στο παράθυρο να μην κουτσομπόλευαν όσον αφορά το ότι υπήρχε ένα μαύρο παιδί στην περιοχή. Αν είχα υπάρξει λιγότερο προσεκτική ίσως να ήμουν περισσότερο φρόνιμη, όμως ήμουν μισότρελη από φόβο πως θα μάθαινες την αλήθεια.»

«Εσύ ήσουν που ανέφερες πρώτος πως το εξοχικό κατοικούταν. Θα ‘πρεπε να περίμενα ως το πρωί, όμως δεν μπορούσα να κοιμηθώ από την συγκίνηση, κι έτσι εντέλει ξεγλίστρησα, γνωρίζοντας πόσο δύσκολο ήταν να σε ξυπνήσω. Όμως με είδες να φεύγω κι αυτή υπήρξε η αρχή των προβλημάτων μου. Την επόμενη μέρα είχες το μυστικό μου στο έλεος σου, όμως ευγενικά απέφυγες να το χρησιμοποιήσεις προς όφελος σου. Τρεις ημέρες αργότερα, ωστόσο, η τροφός και το παιδί μόλις που ξέφυγαν από την πίσω πόρτα καθώς εσύ όρμησες μέσα στην μπροστινή. Και τώρα απόψε τελικά τα έμαθες όλα, και σε ρωτώ τι θα απογίνει με μας, το παιδί μου κι εμένα;» Έσφιξε τα χέρια της και ανέμεινε μια απάντηση.

Πέρασαν δέκα ολόκληρα λεπτά προτού ο Γκραντ Μονρό διακόψει τη σιωπή, και όταν η απάντηση του ήρθε ήταν εκείνη την οποία αγαπώ να σκέφτομαι. Σήκωσε το κοριτσάκι και το φίλησε, και κατόπιν, κρατώντας την ακόμη, άπλωσε το άλλο του χέρι στη γυναίκα του και στράφηκε προς την πόρτα.

«Μπορούμε να τα κουβεντιάσουμε πιο άνετα στο σπίτι,» είπε. «Δεν είμαι καλός άνθρωπος, Έφη, όμως νομίζω πως είμαι πολύ καλύτερος από όσο μου αναγνωρίζεις πως είμαι.»

Ο Χολμς κι εγώ τους ακολουθήσαμε στο δρομάκι, και ο φίλος μου με τράβηξε από το μανίκι καθώς βγήκαμε έξω.

«Νομίζω,» είπε, «πως θα χρησιμεύσουμε περισσότερο στο Λονδίνο από όσο στο Νόρμπερι.»

Ούτε λέξη παραπάνω δεν είπε για την υπόθεση μέχρι αργότερα τη νύχτα, όταν αποχωρούσε, με το αναμμένο του κερί, για το υπνοδωμάτιο του.

«Γουώτσον,» είπε, «αν ποτέ σου περάσει από το μυαλό πως αρχίζω να νοιώθω υπερβολικά σίγουρος για τις ικανότητες μου ή πως δεν κοπιάζω αρκετά για μια υπόθεση από όσο της αξίζει, αν έχεις την καλοσύνη ψιθύρισε μου ‘Νόρμπερι’ στο αυτί, και θα είμαι απείρως υπόχρεος.