31 Δεκεμβρίου 2017

Εμπράγματο Δίκαιο: «Ακίνητα πράγματα είναι το έδαφος και τα συστατικά του μέρη».





























[οδός Πολυγνώτου, Πλάκα, 29.12.2017 09.38]

Δεν στέκουνε ριζωμένα κάπου όρθια. Οι κατευθύνσεις τους συντρέχουν εκτός του κόσμου των μάταιων και καταπιεστικών στους σκοπούς τους αποπειρών νοηματοδότησης.
Πώς θα φαινόταν η πρωτοχρονιά από κάπου πέραν του γαλάζιου;

30 Δεκεμβρίου 2017

Πρόσκαιρα.




























[οδός Τρώων, Πετράλωνα, 29.12.2017 09.53]  

Σύντομες μικρές τυχαίες διαθλάσεις παρά την μοναχικότητα που σαν πεταλούδα λες και θα  πετάξει!

28 Δεκεμβρίου 2017

[Λ. Βουλιαγμένης 528 - 588, 25.12.2017]

Τα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή του Αλίμου και του Ελληνικού στην Αττική αποδεικνύουν πως η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή χάνεται στα βάθη των αιώνων. Θα πρέπει φυσικά (δυστυχώς) να θυμίσουμε πως ο σημαντικότερος ίσως αρχαιολογικός χώρος της περιοχής, το κτήμα Τραχώνων (πρώην ιδιοκτησίας Γερουλάνου και σήμερα ιδιοκτησίας Σκλαβενίτη), είναι ιδιωτικός χώρος (...).
Στο παρόν θα σταθούμε σε τρεις (3) αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται σε μεταξύ τους απόσταση 1.200 μ., δίπλα στη Λ. Βουλιαγμένης. μεταξύ των αριθμών 528 και 588, τους οποίους το πιθανότερο (μάλλον σίγουρο) είναι πως τους προσπερνάμε, κινούμενοι επί της Λ. Βουλιαγμένης.   

Ο πρώτος βρίσκεται δίπλα στον εγκαταλελειμμένο χώρο του super market Ατλάντικ (σημ. αρχαιολογικά ευρήματα υπάρχουν και σε υπόγειο τού εν λόγω χώρου, αλλά δεν υπάρχει πρόσβαση) στο ύψος της Λ. Βουλιαγμένης 528 και επεκτείνεται σε παρακείμενο οικόπεδο.
Σύμφωνα με την πινακίδα πρόκειται για ερείπια πρωτοελλαδικού και υστεροελλαδικού οικισμού (ήτοι της περιόδου 2.700 - 1.600 π.Χ.). Ο χώρος είναι παρατημένος ενώ υπάρχουν και πεταμένοι σάκοι με μπάζα ή ασβέστη ξεραμένο (από σεβασμό σε αυτό που δεν σέβονται οι όποιοι αρμόδιοι και αναρμόδιοι δεν έβγαλα φωτογραφία).
























Ο δεύτερος βρίσκεται δίπλα στον Σταθμό του Μετρό στον Άλιμο και αποκαλύφτηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών κατασκευής του Σταθμού. Η τσιμεντένια με κάγκελα περίφραξη είναι εξαιρετική, ο χώρος προσεγμένος και περιποιημένος και έχουν προβλεφτεί και σημεία πλήρους οπτικής πρόσβασης (εκτός της περίφραξης) για τον ενδιαφερόμενο. Αυτό που λείπει είναι μια πινακίδα πως πρόκειται για εργαστήρι (πιθανόν βαφείο) Μυκηναϊκών χρόνων.




















Ο τρίτος βρίσκεται στο ύψος τής διασταύρωσης τής Λ. Βουλιαγμένης με τη Λ. Αλίμου. Περιφραγμένος με συρματόπλεγμα. Αφρόντιστος χωρίς κάποια διαφωτιστική πινακίδα. Σαν ένα οικόπεδο με κάποια ερείπια για το οποίο τσακώνονται οι κληρονόμοι. 






27 Δεκεμβρίου 2017

[Στον αρχαιολογικό χώρο στη συμβολή των οδών Ζορμπά και Κορδάτου στο Καματερό 24.12.2017]

Τον αρχαιολογικό χώρο στη συμβολή των οδών Ζορμπά και Κορδάτου στο Καματερό Αττικής, φωτογραφίες από τον οποίο ακολουθούν, ενδέχεται αν δεν ξέρεις ότι υπάρχει να περάσεις και δίπλα του και να μην τον προσέξεις. Πέρα από μια απλή περίφραξη, χωρίς καν πόρτα εισόδου, και τα στέγαστρα προστασίας των μνημείων δεν υπάρχει δυστυχώς καμία ενημερωτική πινακίδα.



       
Στο διαδίκτυο πάντως μπορείς να βρεις πληροφορίες. Στην ιστοσελίδα εδώ βρήκαμε και μεταφέρουμε τη σχετική ανάλυση (κείμενο και εννέα φωτογραφίες) τής αρχαιολόγου Σταματίνας Κατσανδρή, από την Β' ΕΠΚΑ:



Αρχαιολογικά ευρήματα από σωστική ανασκαφή στο Καματερό 

Ο σύγχρονος δήμος του Καματερού, σε άμεση γειτνίαση με τον αρχαίο δήμο των Ευπυριδών (σημερινά Άνω Λιόσια) και σε μικρή απόσταση από τις αρχαίες Αχαρνές, δεν έχει ακόμα ταυτιστεί με βεβαιότητα με κάποιον από τους αρχαίους δήμους της Αττικής. Με βάση φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες ενδεχομένως πρόκειται για τον αρχαίο Χολαργό, που ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή και στην τριττύ των Χολαργέων¹. Η περιοχή του Καματερού έχει αποδώσει αρκετά σποραδικά ευρήματα, τα οποία καταδεικνύουν κατοίκηση από τους κλασικούς τουλάχιστον χρόνους². 

Τον Απρίλιο του 2008 η υπηρεσία μας ενημερώθηκε ότι στο κέντρο του Καματερού, σε μικρή απόσταση από τη Λεωφόρο Φυλής, εντοπίστηκαν αρχαία. Συγκεκριμένα, επί της οδού Ζορμπά πραγματοποιούνταν εργασίες από το Δήμο Καματερού για την ανάπλαση παιδικής χαράς, κατά τη διάρκεια των οποίων ο εκσκαφέας απομάκρυνε μεγάλο πλακοειδή λίθο αποκαλύπτοντας κτιστό τάφο. 

Οι ανασκαφικές εργασίες ξεκίνησαν την ίδια κιόλας ημέρα με την αποκάλυψη του κτιστού τάφου (Τάφος 1) (εικ. 1, 2). Ο τάφος είναι κιβωτιόσχημος παραλληλόγραμμου σχήματος, διαστάσεων 1,07 x 2,21 x 0,62 μ, θεμελιωμένος στο φυσικό έδαφος και κτισμένος με επίπεδες κεραμίδες δεμένες με παχύ ασβεστοκονίαμα. Καλυπτόταν από δύο πλακοειδείς λίθους και μία μαρμάρινη επιτάφια στήλη, η οποία αποτελεί και το πιο εντυπωσιακό από τα ευρήματα της ανασκαφής³. Ο προσανατολισμός του είναι ΒΔ-ΝΑ και λόγω της έντονης κλίσης του εδάφους εντοπίστηκε σε βάθος μόλις 0,20μ από το επίπεδο της οδού Ζορμπά. 

Μετά την απομάκρυνση και του δεύτερου λίθου που κάλυπτε τον τάφο άρχισε η διερεύνηση του εσωτερικού του. Ο σκελετός σωζόταν αποσπασματικά, σε ύπτια θέση με το κρανίο προς τα ΒΔ και ανήκε σε ενήλικο άτομο. Γύρω από το σκελετό, κυρίως στο ανώτερο τμήμα του, εντοπίστηκαν τα κτερίσματα της ταφής, γυάλινα ως επί το πλείστον αγγεία. Το νεκρό συνόδευαν στη μετά θάνατον ζωή μία γυάλινη φιάλη (Γ1)⁴, δύο επιμήκη γυάλινα μυροδοχεία του λεγόμενου τύπου «δοκιμαστικού σωλήνα» (Γ3 και Γ4) ⁵, γυάλινο μπουκάλι με δύο μικρές λαβές (Γ5)⁶ (εικ.3) και χάλκινο διαβρωμένο νόμισμα (Ν1)⁷. Εντοπίστηκαν επίσης αρκετά γυάλινα θραύσματα που ανήκουν σε, τουλάχιστον, δύο αγγεία. 

Η χρονολόγηση του τάφου τοποθετείται στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα μ.Χ. (περίπου 300-350 μ.Χ.) βάσει του χάλκινου νομίσματος και των γυάλινων αγγείων. Οι τύποι των συγκεκριμένων γυάλινων αγγείων εμφανίζονται ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ., επιβιώνουν όμως για τουλάχιστον δυόμιση αιώνες. Μετά τη συντήρηση του νομίσματος στο Μουσείο της Βραυρώνας εμφανίστηκαν ίχνη των παραστάσεων και των επιγραφών του, που οδήγησαν και στη χρονολόγηση του συνόλου. Στον εμπροσθότυπο απεικονίζεται προτομή αυτοκράτορα με ταινία στα μαλλιά στραμμένου προς τα αριστερά και στον οπισθότυπο πύλη πόλης ή στρατοπέδου με τρεις πύργους. Ο τύπος αυτός, με διαφοροποιήσεις στον αριθμό των πύργων, συναντάται στην εποχή των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Α΄, Κωνσταντίνου Β΄, Κωνστάντιου Β΄, Λικίνιου Α΄ και Κρίσπου⁸. Δυστυχώς από τις επιγραφές του νομίσματος σώζονται ελάχιστα γράμματα, που δε μας διαφωτίζουν για το όνομα του αυτοκράτορα. 

Όπως προαναφέρθηκε, τμήμα του τάφου καλυπτόταν από μαρμάρινη επιτάφια στήλη σε δεύτερη χρήση (Λ1)⁹. Η στήλη σώζεται σχεδόν ακέραιη, με μικρό τμήμα του κεντρικού ακρωτηρίου της μόνο να λείπει (εικ. 4). Είναι λαξευμένη σε λευκό μάρμαρο, σε μορφή ναϊσκου με αετωματική επίστεψη και διαστάσεις 1,35 x 0,62 x 0,13μ. Το τριγωνικό αέτωμα φέρει ανάγλυφη ασπίδα και επίστεψη τριών ακρωτηρίων, ενώ πατά σε επιστύλιο στο οποίο αναγράφεται το όνομα της νεκρής, το πατρώνυμό της και το εθνικό της: ΣΥΝΦΕΡΟΥΣΑ ΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΟΥ ΜΙΛΗΣΙΑ. Το επιστύλιο στηρίζουν δύο παραστάδες με επίκρανα, που πλαισιώνουν το κύριο τμήμα της στήλης.

Η Συνφέρουσα, κόρη του Καλλίστρατου από τη Μίλητο απεικονίζεται σε χαμηλό ανάγλυφο όρθια, με μακρύ πολύπτυχο χιτώνα και βαρύ ιμάτιο το οποίο συγκρατεί μπροστά από τον αριστερό της ώμο¹⁰. Η ενδυμασία και η στάση της μορφής εντάσσονται στο λεγόμενο τύπο «της μικρής Ηρακλειώτισσας», τύπο αγαλμάτων που ανακαλύφθηκαν στο Ηράκλειον της Ιταλίας και μιμούνται κλασικά πρότυπα του Πραξιτέλη ή του Λυσίππου¹¹. Τα αγάλματα αυτά απεικόνιζαν τη Δήμητρα (τύπος της μεγάλης Ηρακλειώτισσας) και την Περσεφόνη (τύπος της μικρής Ηρακλειώτισσας) και χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στη ρωμαϊκή εποχή για να απεικονίσουν γυναίκες προχωρημένης ή νεαρής ηλικίας αντίστοιχα. Τα κυματιστά μαλλιά της μορφής είναι χωρισμένα στη μέση και δεμένα πίσω σε χαμηλό κότσο, χτένισμα ιδιαίτερα δημοφιλές για την εποχή¹². Δίπλα της υπάρχει καθρέφτης καιένα καλάθι, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για να τοποθετούντο μαλλί κατά το γνέσιμο, μία από τις σημαντικότερες οικιακές εργασίες. 

Το όνομα Συνφέρουσα δεν απαντάται ιδιαίτερα συχνά σε επιγραφές, το όνομα όμως Συμφέρουσα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο τόσο στην Αττική όσο και στην Κάτω Ιταλία και τη Μικρά Ασία (αξίζει να σημειωθεί ότι το όνομα αναφέρεται και σε προερχόμενη από τις Αχαρνές επιγραφή του 2ου αιώνα μ.Χ.)¹³. Προφανώς πρόκειται για το ίδιο όνομα ελαφρώς παραλλαγμένο. Σύνηθες είναι επίσης το πατρώνυμο Καλλίστρατος¹⁴, ενώ δε λείπουν στην Αττική ταφικά μνημεία Μιλησίων. 

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η αντίθεση ανάμεσα στην υψηλής ποιότητας εργασία στη λάξευση της στήλης και την αμελή λάξευση της επιγραφής: το πατρώνυμο δε χωρούσε στον ίδιο στίχο με το όνομα με αποτέλεσμα το ύψιλον του ονόματος Καλλιστράτου να γραφτεί σε δεύτερο στίχο κάτω από το όνομα. 

Με βάση την τεχνοτροπία της και τη γραμματοσειρά¹⁵ που χρησιμοποιήθηκε για την επιγραφή, η στήλη χρονολογείται στο β΄μισό του 1ου αιώνα μ.Χ. Πρόκειται λοιπόν για το ταφικό μνημείο νεαρής γυναίκας που απεβίωσε στα χρόνια μεταξύ 50 και 100 μ.Χ. και διακόσια περίπου χρόνια αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως απλή κάλυψη ενός άλλου τάφου. 

Τις επόμενες ημέρες οι έρευνές επεκτάθηκαν σε όλη την έκταση της παιδικής χαράς, αποκαλύπτοντας αρχαία κατάλοιπα μόνο στο ΒΔ και Β τμήμα. Στα ΒΔ του κτιστού κιβωτιόσχημου εντοπίστηκε ένας κεραμοσκεπής τάφος (Τάφος 2) (εικ.5) διαστάσεων 0,45 x 1,80 x 0,48μ με κατεύθυνση επίσης ΒΔ-ΝΑ. Κατασκευασμένος από τρεις ημικυκλικές κεραμίδες τύπου U, τοποθετημένες σε στρώμα με ψιλό χαλίκι, κάλυπτε νεκρό ενταφιασμένο σε ύπτια θέση. Οι στενές πλευρές του ορίζονταν από κάθετα τοποθετημένες κεραμίδες και εξωτερικά μικρά λιθάρια προφύλασσαντην όλη κατασκευή. Ο σκελετός διατηρούνταν σε σχετικά καλή κατάσταση και κοντά στο κρανίο υπήρχε γυάλινο βολβόσχημο μυροδοχείο (Γ7)¹⁶, χρονολογούμενο στον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. (εικ. 6). Σε απόσταση 0,50μ ανατολικά του κεραμοσκεπούς τάφου και λίγο ψηλότερα από αυτόν μικρό στρώμα με τμήματα κεραμίδων, λίγα όστρακα και οστά, απέδωσε πήλινη οινοχόη με σφαιρικό σώμα (Π1)¹⁷, το μοναδικό πήλινο αγγείο της ανασκαφής. Πιθανότατα τα οστά προέρχονται από τελετές προσφορών στο νεκρό ή ταφές μεταγενέστερες του κεραμοσκεπούς τάφου. 

Ανάμεσα στους τάφους 1 και 2 ερευνήθηκε μικρό στρώμα καταστροφής με λιθάρια και θραύσματα κεραμίδων. Στα βόρεια το στρώμα καταστροφής οριζόταν από κεραμοσκεπή τάφο (Τάφος 3) αρκετά κατεστραμμένο. Ο τάφος ήταν παράλληλος με τους άλλους, κατασκευασμένος από καμπύλες κεραμίδες και πατημένο χώμα στον πυθμένα. Στο εσωτερικό του εντοπίστηκαν μόνο λίγα θραύσματα οστών. 

Στη συνέχεια οι εργασίες επικεντρώθηκαν στο στρώμα καταστροφής. Με την απομάκρυνση κεραμίδων και λιθαρίων εντοπίστηκε σε βάθος 0,03μ τετράγωνη κατασκευή από κεραμίδες, διαστάσεων 0,50 x 0,60μ που περιβαλλόταν από μικρούς λίθους. Στο εσωτερικό της, κάτω από επάλληλα τοποθετημένες κεραμίδες, εντοπίστηκαν οστά και αρκετά κατεστραμμένο κρανίο, τμήματα σιδερένιου αντικειμένου και τμήματα γυάλινου αγγείου. Λίγο βαθύτερα βρέθηκε ακέραιο γυάλινο απιόσχημο μυροδοχείο¹⁸ και σε βάθος 0,68μ ο πυθμένας της κατασκευής από πατημένο χώμα. Η κατασκευή αυτή λοιπόν αποτελεί ένα οστεοφυλάκιο, στο οποίο εναποτέθηκαν τα οστά μετά την ανακομιδή τους από το αρχικό σημείο ταφής. Ο τύπος του συγκεκριμένου μυροδοχείου απαντάται στον 1ο και στον 2ο αιώνα μ.Χ. (εικ.7,8). 

Έχοντας ερευνήσει το μεγαλύτερο μέρος του οικοπέδου προχωρήσαμε προς το βόρειο τμήμα του, όπου αποκαλύφθηκε σε βάθος 0,17μ πήλινος αγωγός (εικ.9). Η κατεύθυνσή του είναι Δ(ΒΔ)-Α και σώζεται σε δύο τμήματα μήκους 3,15μ και 4,90μ, ενώ το πλάτος του κυμαίνεται από 0,50 έως 0,83μ. Έχει ελλειπτική διατομή που σχηματίζεται από δύο κεραμίδες τύπου U τοποθετημένες αντιθετικά, εσωτερικό ύψος 0,80μ και πλάτος 0,40μ. Οι κεραμίδες, με μήκος 0,54-0,56μ και ύψος 0,40μ η καθεμία, διαθέτουν περιχείλωμα στις άκρες. Σε κάποιες από αυτές αποδίδεται εγχάρακτα το γράμμα Ν, πιθανότατα βοηθητικό στοιχείο για τη σωστή τοποθέτησή τους. Ο αγωγός, για μεγαλύτερη προστασία, καλυπτόταν από μικρούς λίθους δεμένους με χώμα. Η κάλυψη αυτή διατηρείται ακέραιη στο ΒΔ σωζόμενο τμήμα του αγωγού και αποσπασματικά στο Α-ΝΑ. 

Το ΒΔ άκρο του αγωγού εισχωρεί στο όμορο οικόπεδο και, όπως διακρίνεται από το εσωτερικό του, συνεχίζεται ακέραιος για αρκετά ακόμα μέτρα. Το Α-ΒΑ άκρο του κλείνεται με χώμα, κεραμίδες και πέτρες, σηματοδοτώντας πιθανώς το τέλος της χρήσης του αγωγού σε μεταγενέστερη εποχή. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι για την κάλυψη του τάφου 2 χρησιμοποιήθηκαν κεραμίδες από τον αγωγό. Για την κατασκευή του αγωγού είχε διανοιχθεί πλατύ όρυγμα, το οποίο στη συνέχεια γεμίστηκε με ψιλό χαλίκι. 
Η κατασκευή του αγωγού είναι πανομοιότυπη με αγωγούς που έχουν κατά καιρούς αποκαλυφθεί στις Αχαρνές και πιθανολογείται ότι αποτελούν τμήματα του Αχαρνικού Οχετού¹⁹, σημαντικού υδροδοτικού έργου του 4ου αιώνα π.Χ. Η έλλειψη κεραμικής δε μας βοηθά στη χρονολόγηση του αγωγού, βέβαιο όμως είναι ότι τον 1ο-2ο αιώνα μ.Χ. δε βρισκόταν πλέον σε χρήση. 

Ο δήμος Καματερού και ιδιαιτέρως ο απελθών δήμαρχος Καματερού κ. Καμαρινόπουλος έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για το χώρο και ζήτησαν τη διατήρηση των ευρημάτων που ήταν εφικτό να διατηρηθούν και την ανάδειξή τους. Εκπονήθηκε μελέτη²⁰ και την άνοιξη του 2011 ξεκίνησαν οι εργασίες ανάδειξης δαπάνη του Δήμου Αγ. Αναργύρων–Καματερού. 

Για την προστασία του αγωγού από τα όμβρια ύδατα αποφασίστηκε η ανύψωσή του και η κατασκευή στεγάστρου. Αρχικά κατασκευάστηκαν τοίχοι αντιστήριξης των όμορων οικοδομών, πραγματοποιήθηκαν εκσκαφικές εργασίες περιμετρικά του αγωγού και κατασκευάστηκε τσιμεντένια βάση με άγκιστρα. Στη συνέχεια ο αγωγός ανυψώθηκε με γερανό και έγινε διαμόρφωση του εδάφους. Ο αγωγός τοποθετήθηκε στο νέο ανυψωμένο επίπεδο, συμπληρώθηκαν αρκετά θραύσματά του και διαμορφώθηκε το έδαφος ώστε να καλυφθεί η τσιμεντένια βάση του. Τέλος, κατασκευάστηκε στέγαστρο που καλύπτει όλο το μήκος του αγωγού. 

Insitu διατηρήθηκε ο κτιστός κιβωτιόσχημος τάφος. Πραγματοποιήθηκαν εργασίες καθαρισμού και κατόπιν κατασκευάστηκε περιμετρικά του τάφου χαμηλό τοιχίο για τη στήριξη στεγάστρου. Το στέγαστρο θα είναι ανοιγόμενο ώστε να υπάρχει η δυνατότητα καθαρισμού του τάφου στο μέλλον. Οι εργασίες θα ολοκληρωθούν με την τελική διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και την τοποθέτηση πινακίδας με πληροφοριακό υλικό. 

Τον Απρίλιο του 2008 υπεύθυνη για την περιοχή του Καματερού ήταν η κ. Μαρία Πλάτωνος-Γιώτα, την οποία ευχαριστώ θερμά για την εμπιστοσύνη της στη διεξαγωγή της ανασκαφικής έρευνας και την παραχώρηση του υλικού που προέκυψε. Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν από τους εργατοτεχνίτες Γ. Τζίβα και Π. Σαββουλίδη, καθώς και εργατικό προσωπικό του Δήμου Καματερού. Η σχεδιαστική αποτύπωση έγινε από τη σχεδιάστρια κ. Ντίνα Δελή και η συντήρηση των ευρημάτων στην Αρχαιολογική Συλλογή Αχαρνών από το συντηρητή αρχαιοτήτων κ. Κανάκη Χάραρη. Ευχαριστώ όλους τους προαναφερθέντες και τις συναδέλφους αρχαιολόγους κ. κ. Δώρα Γεωργουσοπούλου και Γιάννα Γκουρτζιούμη για την πολύτιμη βοήθειά τους στην εκπόνηση αυτής της εργασίας. 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

1. Μένανδρος, Δύσκολος, 33 κ.ε., όπου αναφέρεται ότι ο Περικλής κατείχε μεγάλα κτήματα στον αρχαίο Χολαργό. IGI² 900.IGIΙ ² 7768. ΠΑΠΑΧΑΤΖΗΣ 1974, 405. ΠΛΑΤΩΝΟΣ 2004, 50-51.RE, λήμμα «Cholargos».TRAIL 1975, 146. Γενικά LEAKE 1841 και LÖPER 1892, 386-392. Για την Ακαμαντίδα φυλή βλ. TRAIL 1986, 132, Akamantis. 
2. Τα παλαιότερα ευρήματα από το Καματερό είναι επιτύμβια στήλη με παράσταση δεξίωσης που βρέθηκε το 1903 στο κτήμα Πανούση Ρεντούμη (αρ.ευρετ. ΕΑΜ 1985, βλ. IGIΙ ² 12109 και KANTIZOU 1981, 186, 14), το τείχος στο Γεροβουνό (βλ. MUNN 1981, MUNN 1993) και τείχος ύψους 0,50 μ στις παρυφές του όρους Αιγάλεω (βλ. McCREDIE 1966, 71-72). Τα τελευταία χρόνια εντοπίστηκαν όστρακα στις οδούς Θεσσαλονίκης και Φιλιατρών κατά τη διενέργεια έργων της ΔΕΗ, ενώ στα πλαίσια του ίδιου έργου αποκαλύφθηκε το καλοκαίρι του 2011 πήλινος λουτήρας που περιείχε ταφή στη συμβολή των οδών Αλεξάνδρας και Αχιλλέως. Την ίδια περίοδο εντοπίστηκε, κατόπιν υπόδειξης κατοίκου της περιοχής, τοίχος και πληθώρα οστράκων σε ρέμα κοντά στη συμβολή των οδών Κωνσταντινουπόλεως και Βοσπόρου. 
3. Όμοιας κατασκευής αλλά μεγαλύτερων διαστάσεων τάφος ρωμαϊκής εποχής έχει αποκαλυφθεί στις Αχαρνές, στη θέση Στραβό Σκίνο, επί της οδού Αγ. Ιωάννου (βλ. ΠΛΑΤΩΝΟΣ 2004, 174). Στην Αθήνα, στη συμβολή της οδού Τριπτολέμου με την Ιερά Οδό βρέθηκαν ρωμαϊκοί τάφοι που καλύπτονταν με επιτάφιες στήλες σε δεύτερη χρήση. Ο τάφος V της ίδιας ανασκαφής, που περιείχε γυάλινα αγγεία, είναι πανομοιότυπος με τον τάφο 1 του Καματερού (βλ. ΚΥΠΑΡΡΙΣΗΣ 1926, 72-73, εικ.20 και 23, αρ.141). 
4. Διαστάσεις Γ1 : ύψος 4,1 εκ., διαμ.χείλους 10,1 εκ. Από διάφανο φυσητό γυαλί. ISINGS 1957, 144. GROSE 1989, 213, n. 245, 268. WEINBERG 1992, 112, n.77 και γενικά για το φυσητό γυαλί HARDEN 1987. 
5. Διαστάσεις Γ3 : ύψος μέγ.σωζ. 15,3 εκ., μέγ. διάμετρος: 1,9 εκ. Διαστάσεις Γ4 : ύψος 19 εκ., μεγ.διάμετρος 2,9 εκ. Και τα δύο από πολύ λεπτό, διαφανές φυσητό γυαλί. Tα γυάλινα μυροδοχεία Γ3 και Γ4, παρόλο που εντάσσονται στον τύπο «δοκιμαστικού σωλήνα» παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις μεταξύ τους. Το Γ3 έχει ενιαίο περίγραμμα και κοίλη βάση, ενώ το Γ4, για το οποίο δε βρέθηκε ακριβές παράλληλο, έχει ελαφρώς απιόσχημο σώμα. Για το Γ3 βλ. ISINGS 1957, 41, form 27. ΔΑΒΑΡΑΣ 1985, 130-211, πιν. 48θ. ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ 1999, 230, πιν. 86α. VONSALDERN κ.α. 1974, 136, αρ.380 και γενικά για το φυσητό γυαλί HARDEN 1987. 
6. Διαστάσεις Γ5: ύψος 16, 2 εκ., διαμ.βάσης 3,7 εκ., διαμ.ώμου 4,5 εκ. Γυαλί φυσητό ημιδιαφανές, πρασινωπό, με παχιά τοιχώματα. Λείπει η μία λαβή. Χαρακτηρίζεται ως αμφορίσκος ή μπουκάλι με δύο λαβές. Βλ. ISINGS 1957, 41, form 127. ISINGS 1957 α, fig. 53, n.120. WEINBERG 1992, 118, n.86. ΑΛΛΑΜΑΝΗ 1991 α, 301-303, πιν. 114ε και γενικά για το φυσητό γυαλί HARDEN 1987. 
7. Διάμετρος Ν1: 1,9 εκ. Τα κοντινότερα παράλληλα αποτελούν νόμισμα του Κωνστάντιου Β΄ με κεφαλή αυτοκράτορα στραμμένη προς τα αριστερά στον εμπροσθότυπο και πύλη με δύο πύργους και αστέρι ανάμεσά τους στον οπισθότυπο (βλ. BASTIEN 1994, pl.190, n.4) και νόμισμα από την Ηράκλεια με κεφαλή αυτοκράτορα στραμμένη προς τα αριστερά στον εμπροσθότυπο και πύλη με τρεις πύργους στον οπισθότυπο (βλ.CARSON, SUTHERLAND 1984, 544). Παρόμοιοι τύποι και στο CARSON κ.α. 1965, pl.1, n.12, n.291, n.498. Γενικά για τα ρωμαϊκά νομίσματα βλ. AGORA 1975.CARSON, ROBINSON 1963. CARSON κ.α. 1965. CARSON 1965. CARSON 1990. ROBERTSON 1962-1982. 
8. Η βασιλείας του Κωνσταντίνου Α΄ του Μέγα καλύπτει την περίοδο από το 306 έως το 337 μ.Χ. και του Κωνστάντιου του Β΄από το 337 έως το 361 μ.Χ. 
9. Βλ. σημ.3. Για παράλληλα βλ.CONZE 1911-22, 42, n.1896. ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ 2001, τόμος Α, 270, αρ.90, τόμος Β, πιν.38, 284, αρ.125, πιν.56. MUEHSAM 1952, 53-112, κυρίως 61, σημ.10/11, 72, σημ.6, 84, σημ.5, 94, σημ.11 και 2 σχετικά με επιγραφές, 17 για τις κομμώσεις, 20 για τα ενδύματα, 27 για τη στάση του σώματος, 43 για τα ακρωτήρια). ΡΩΜΙΟΠΟΥΛΟΥ 1995,31, 33 για την τεχνική κατασκευής των γλυπτών. ΡΩΜΙΟΠΟΥΛΟΥ 1997, 34 (αρ.ευρ. ΕΑΜ 1233), 74 (αρ.ευρ. ΕΑΜ 3955). SYBEL 1881, 82, n.453. VON MOOCK 1998, 100, taf.2,79d, 109, n.134, taf.17a,c,d, 133, n.259, taf.38d, 39a,b, 144, taf.46,308d καιγενικά 50, 65. FUCHS 1959, γιατηναρχιτεκτονικήμορφή. 
10. WILSON 1938, 52-53, 162, 146-166 «Τhe dress of Roman women». 
11. Για τους τύπους της μικρής και της μεγάλης Ηρακλειώτισσας βλ. BIEBER 1997, 47, 55 και για μορφές παράλληλες με τη Συνφέρουσα βλ. ό.π. 115, fig.8 (Εθνικό Μουσείο Νάπολης, αρ.6244, α΄ μισό 1ου αι. μ.Χ.) και 116, fig.9 (Μουσείο Κωνσταντινούπολης, αρ.604, από την Κρήτη, 81-96 μ.Χ.). Επίσης ΔΑΒΑΡΑΣ 1967, 501, πιν.373. ΘΕΜΕΛΗΣ 2002, 52-53. 
12. MUEHSAM 1952, 17. VONMOOCK 1998, 37. Θεσσαλονίκη 1997, Τόμος ΙΙ : αρ.285, 178-180, πιν.878-88, αρ.288, 183, πιν.888-891 για όμοιες κομμώσεις. Η κόμμωση της Συνφέρουσας είναι όμοια με τους τύπους 2 και 5 των κομμώσεων της Φαουστίνας, οι οποίες όμως είναι περίτεχνες στο πίσω μέρος του κεφαλιού (βλ. FITTSCHEN 1982, 51, 78). 
13. Από την Αττική προέρχεται επιγραφή με το όνομα Συνφέρουσα και παρόμοια γραμματοσειρά με τη στήλη από το Καματερό (βλ. IG 3,2Atticae, n.3368 : Συνφέρουσα Φιλήμονος θυγάτηρ). Για επιγραφές από την Αττική με τον τύπο Συμφέρουσα βλ. FRASER κ.α. 1987, vol.IIAttica, όπου και αναφορά σε στήλη του 2ου αι. π.Χ. από τις Αχαρνές. Επίσης IG 3,2 Atticae, n.1921. 
14. Για το όνομα Καλλίστρατος βλ. FRASER κ.α. 1987, vol.IIAttica, όπου διάφορες επιγραφές με το όνομα αυτό από τις Αχαρνές (441 π.Χ. κ.ε.). 
15. GUARDUCCI 2008, 110-114, «Το ελληνικό αλφάβητο μετά τον 5ο αιώνα π.Χ.» για την εξέλιξη στις γραμματοσειρές και 445-485 για τις επιτύμβιες στήλες. 
16. Διαστάσεις Γ7: ύψος 7,2 εκ., διαμ.χείλους 1,9 εκ., μεγ.διάμετρος 4,2 εκ. Από φυσητό γαλάζιο γυαλί. ISINGS 1957, 40, form 26. ΚΟΛΩΝΑΣ 2002, 121, αρ.33. ΠΟΛΗ 2003, 172-173, αρ.153. ΠΩΛΟΓΙΩΡΓΗ 1998, 116, αρ.322, πιν.54β. VANDERHOEVEN 1958, αρ.25, 31 και γενικά για το φυσητό γυαλί βλ. HARDEN 1987. 
17. Διαστάσεις Π1: ύψος μεγ.σωζ.19 εκ., διαμ.βάσης 7,1 εκ., μεγ.διάμετρος 14,1 εκ. Για παρόμοιο αγγείο του 1ου αι. μ.Χ. βλ. HAYES 1976 και γενικά HAYES 1972. HAYES 1997. MALAMIDOU 2005. ROBINSON 1959. 
18. Διαστάσεις Γ9: ύψος 9,4 εκ., διαμ.χείλους 1,4 εκ., μεγ.διάμετρος 2,5 εκ. Για το πιο κοντινό παράλληλο βλ. ΠΩΛΟΓΙΩΡΓΗ 1998, 41, αρ.268, πιν.12 και γενικά για το φυσητό γυαλί βλ. HARDEN 1987. VONSALDERN κ.α. 1974, 134-135, αρ.372. 
19. Ο Π.Θέμελης (βλ. ΘΕΜΕΛΗΣ 1969, 92) ανέσκαψε στην περιοχή Κάτω Αχαρναί αγωγό πανομοιότυπο με τον εξεταζόμενο από το Καματερό, τον οποίο και ταυτίζει με τον Αχαρνικό οχετό, καθώς η θέση αποκάλυψής του ταυτίζεται με τη θέση εύρεσης επιγραφής αναφερόμενης στο έργο αυτό. Για τις επιγραφές που σχετίζονται με τον Αρχανικό οχετό βλ. VANDERPOOL 1965, 166-175. Για αγωγούς στις Αχαρνές και τον Αχαρνικό οχετό βλ. ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΥ 1960, 28-73. ΗΛΙΑΚΗ 1979, 91-92. ΗΛΙΑΚΗ 1980, 77. ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ 1879. ΠΑΠΠΑΣ 1999. ΠΛΑΤΩΝΟΣ 2004, 56-59, 182-183, 185. 
20. Η μελέτη ανάδειξης του αγωγού και του κιβωτιόσχημου τάφου εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα της Β΄ΕΠΚΑ κ. Γ. Απέργη. 

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 

ΑΔ : Αρχαιολογικόν Δελτίον 
ΑΕ : Αρχαιολογική Εφημερίς 
BSA : AnnualoftheBritishSchoolatAthens 
IG : InscriptionesGraecae 
ΠΑΕ : Πεπραγμένα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 
RE : Paulys Realencyklopädie der classischen Altertumswissenschaft 

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙA 

AGORA: Greek and Roman Coins in the Athenian Agora, Excavations of the Athenian Agora, picture book, Princenton 1975. 
ΑΛΛΑΜΑΝΗ 1991 α: Αλλαμάνη Β., Βέροια, οδ. Σταδίου, οδ. Ακροπόλεως, ΑΔ 46 (1991[1996]), Β2. 
ΑΛΛΑΜΑΝΗ 1991 β: Αλλαμάνη-Σουρή Β., Τιμητικές επιγραφές από την αρχαία Βέροια, Αρχαιολογικό έργο Μακεδονίας Θράκης 5, 1991, 39-40, αρ.2, πιν.1, αρ. ευρ. π 6450. 
ALMAGRO 1953-1955: Almagro M., Las necropolis de Ampurias, Barcelona 1953-1955, vol.I, II. 
ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΥ 1960 : Αρβανιτοπούλου Θ.Α., Αρχαιολογικά Ποικίλα, 28-73. 
BASTIEN 1994 : Bastien P., Le Buste Monetaire des Empereurs Romains, III, Wetteren - Belgique, 1994. 
BIEBER 1997 : Bieber M., The copies of Herculaneum Women, 1997. 
ΓΑΡΔΙΚΑΣ 1920 : Οι αρχαίοι της Αττικής Δήμοι, ΠΑΕ 1920, 61-64. 
CARSON 1965 : Carson R.A.G., Coins of the Roman Empire in the British Museum, London 1965. 
CARSON κ.α. 1965 : Carson R.A.G., Hill P.V., Kent J.P.C., Late Roman Bronze Coinage, A.D.324-498, I-II, London 1965. 
CARSON, ROBINSON 1963 : Carson R.A.G., Robinson E.S.G., A guide to the exhibition of Roman coins in the British Museum, London 1963. 
CARSON 1990 : Carson R.A.G., Coins of the Roman Empire, London 1990. 
CARSON, SUTHERLAND 1984 : Carson R.A.G., Sutherland C.H.V., The Roman Imperial Coinage, London 1984. 
CATLING κ.α. 1981 : Catling H.W., Catling E.A., Gallaghan P., Smyth D., Knossos 1975 : Minoan Paralipomena and Post- Minoan Remains, BSA 76, 1981, 101, pl.9-15. 
CONZE 1911-22 : Conze Α., Die attischen grabreliefs, vol.IV, 42, n.1896. 
ΔΑΒΑΡΑΣ 1967 : Δαβάρας Κ., Ν.Ρεθύμνου, Πρινές Μυλοποτάμου (Ελεύθερνα), ΑΔ 22 (1967), Χρονικά, 501, πιν.373. 
ΔΑΒΑΡΑΣ 1978 : Δαβάρας Κ. , Ρωμαϊκό νεκροταφείο Αγ. Νικολάου, ΑΔ 33 (1978), Β2. 
ΔΑΒΑΡΑΣ 1985 : Δαβάρας Κ. , Ρωμαϊκό νεκροταφείο Αγ. Νικολάου, ΑΕ 1985, 130-211. 
DAVIDSON-WEINBERG 1992 : Davidson-Weinberg G., Mc Clellan M., Glass Vessels in Ancient Greece, Ministry of Culture, Publications of the Archaeologikon Deltion No. 47, Athens 1992. 
FITTSCHEN 1982 : Fittschen K., Die Bildnistypen der Faustina minor und Fecunnditas Augustae, AbhGöttingen 3.Γ.126. 
FRASER κ.α. 1987 : Fraser P.M., Matthews E., A lexicon of Greek personal names, Oxford 1987, vol.II Attica. 
FUCHS 1959 : Fuchs W., Die Vorbilder der neuattischen Reliefs, Berlin 1959. 
GEROUSI 2002 : Gerousi E., Glass vessels from a Roman and Early Christian Cemetery in Perissa, Thera. 1st international conference Hyalos Vitrum Glass, Athens 2002, 133-140. 
GOLDSTEIN 1979 : Goldstein S.M., Pre-Roman and early Roman Glass in the Corning Museum of Glass, Corning 1979. 
GROSE 1989 : Grose D.F., The Toledo Museum of Art, Early Ancient Glass, Toledo 1989, 341. 
GUARDUCCI 2008 : GuarducciM., Η Ελληνική επιγραφική. Από τις απαρχές έως την ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2008. 
ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ 1999 : Ζαφειροπούλου Φ., Γυάλινα φυσητά αγγεία από τα νεκροταφεία της Νάξου και της Πάρου, ΑΔ 54 (1999), μέρος Α΄- Μελέτες, Αθήνα 2003, 229-233, πιν.83-90. 
HARDEN 1936 : Harden D.B., Roman Glass from Keranis,…… 1936. 
HARDEN 1970 : Harden D.B., “Ancient Glass, II, Roman”, Arch.Journal 126 (1970). 
HARDEN 1981 : Harden D.B., Catalogue of Greek and Roman Glass in the British Museum I, London 1981. 
HARDEN 1987 : Harden D.B., Glass of the Caesars, Milan 1987. 
HAYES 1972 : Hayes J.W., Late Roman Pottery, London 1972. 
HAYES 1976 : Hayes J.W., Roman Pottery in the Royal Ontario Museum, A catalogue, Toronto 1976. 
HAYES 1997 : Hayes J.W., Handbook of Mediterranean Roman Pottery, London, British Museum 1997. 
ΗΛΙΑΚΗ 1979 : Ηλιάκη Α., «Μενίδι» ΑΔ 34 (1979), Β1, Χρονικά, 91-92. 
ΗΛΙΑΚΗ 1980 : Ηλιάκη Α., «Αχαρναί» ΑΔ 35 (1980), Β1, Χρονικά, 77. 
ΘΕΜΕΛΗΣ 2002 : Θέμελης Π., Αρχαία Ελεύθερνα, Ανατολικός Τομέας, Αθήνα 2002, ΤΑΠΑ, 52-53. 
ΘΕΜΕΛΗΣ 1969 : Θέμελης Π., «Κάτω Αχαρναί» ΑΔ 24, Χρονικά, 92. 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1986 : Θεσσαλονίκη: Από τα προϊστορικά μέχρι τα χριστιανικά χρόνια (κατάλογος της έκθεσης, Αρχαιολογικό Μουσείο, Θεσσαλονίκη), Αθήνα 1986, αρ. ΜΘ 507, σελ.128, εικ.125. 
Θεσσαλονίκη 1997 : Κατάλογος Γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης Ι (1997), ΙΙ (2003), ΙΙΙ(2010). Επιμέλεια : Δεσποίνης Γ., Στεφανίδου-Τιβερίου Τ., Βουτυράς Ε. 
IGI² 900. 
IGIΙ² 7768. 
IGIΙ² 12109. 
IG ΙΙΙ² 1921. 
IG ΙΙΙ² 3368. 

ΙΓΝΑΤΙΑΔΟΥ 2008 : Ιγνατιάδου Δ., Αντωνάρας Α., Υαλουργία Αρχαία και Μεσαιωνική, Ορολογία, τεχνολογία και τυπολογία, σελ.23 και 84-87. 
ISINGS 1957 : Isings C., Roman Glass from Dated Finds, Groningen 1957. 
ISINGS 1957α : Isings C., Roman Glass in Limburg, Archaeologica Traiectina II, 1957. 
KANTIZOU 1981 : KantizouS., AM 96 (1981), 186, 14. 
ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ 2001 : Καραπαναγιώτου-Οικονομοπούλου Α.Β., Η εικόνα της γυναίκας στην Αθήνα των ύστερων ελληνιστικών και αυτοκρατορικών χρόνων : η μαρτυρία των επιτύμβιων αναγλύφων, 2001. 
ΚΟΛΩΝΑΣ 2002 : Κολώνας Λ., Τα γυάλινα αγγεία της Πάτρας, Το Γυαλί από την αρχαιότητα έως σήμερα, Β΄ Συνέδριο Μαργαρίτων Μυλοποτάμου Ρεθύμνης Κρήτης, Αθήνα 2002, 109-134. 
ΚΟΡΔΕΛΛΑΣ 1879 : Κορδέλλας Α., Αι Αθήναι εξεταζόμεναι υπό υδραυλικήν έποψιν, Αθήνα 1879. 
ΚΥΠΑΡΡΙΣΗΣ 1926 : Κυπαρίσσης Ν., Εξ Αθηνών και Αττικής, Παράρτημα, ΑΔ Χ (1926). 
LEAKE 1841 : The demi of Attika, 1841 
LIEPMANN 1982 : Liepmann U., Glas der Antike, Sammlungskataloge/Kestner-Museum, Hannover 2, 1982. 
LÖPER 1892 : Löper R., Die Trittyen und Demen Attikas, MDAI 17 (1892), 386-392. 
MALAMIDOU 2005 : Malamidou V., Roman Pottery in context : fine and coarse wares from five sites in north-eastern Greece, BAR international series; 1386. Oxford 2005. 
Mc CREDIE 1966 : Mc Credie J.R., Fortified Military Camps in Attica, Hesperia : Supplement XI, ASCSA, 1966, 71-72. 
Μένανδρος, Δύσκολος, 33 κ.ε. 
MUEHSAM 1952 : Muehsam A., Attic grave reliefs from the roman period, Berytus 10, 1952, 53-112. 
MUNN 1981 : Munn N.H., Miscellaneus Antiquities in the near of Aigaleos Parnes Gap, Papers ASCSA, 1981. 
MUNN 1993 : Munn N.H., The defence of Attica : the Dema wall and the Boitian War of 378-375 B.C. Berekeley : University of California Press 1993. 
ΝΤΑΤΣΟΥΛΗ-ΣΤΑΥΡΙΔΗ 1984 : Ντάτσουλη-Σταυρίδη Α., Ρωμαϊκά γλυπτά από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ΑΕ 1984, 161-190. 
ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 1983 : Παπαποστόλου Ι. , Κτερίσματα ταφής σε ρωμαϊκό μαυσωλείο στην Πάτρα, ΑΕ 1983, 1-33. 
ΠΑΠΑΧΑΤΖΗΣ 1974 : Παπαχατζής Ν., Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Ι, Αττικά, 405. 
ΠΑΠΠΑΣ 1999 : Παππάς Α., Η ύδρευσις των Αρχαίων Αθηνών, Αθήνα 1999, Ελεύθερη Σκέψις. 
PLATZ-HORSTER 1976 : Platz-Horster G., Antike Glaser, Ausstellung im Antike Museum, Berlin 1976. 
ΠΛΑΤΩΝΟΣ 2004 : Πλάτωνος-Γιώτα Μ., Αχαρναί, Ιστορική και Τοπογραφική Επισκόπηση των Αρχαίων Αχαρνών, των γειτονικών Δήμων και των οχυρώσεων της Πάρνηθας, Αθήνα 2004. 
ΠΟΛΗ 2003 : Η πόλη κάτω από την πόλη, Ευρήματα από τις ανασκαφές του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου των Αθηνών. Αθήνα 2003 (Β΄ έκδοση), Υπουργείο Πολιτισμού-Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. 
ΠΩΛΟΓΙΩΡΓΗ 1998: Πωλογιώργη Μ., Μνημεία του Δυτικού Νεκροταφείου του Ωρωπού, Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου αρ.63, Αθήνα 1998. 
RE : Pauly-Wissova, Realencyclopedie der Alterumswissenschaft, τ. ΙΙΙ, 2367, λήμμα «Cholargos». 
ROBERTSON 1962-1982 : Robertson A.S., Roman Imperial Coins in the Hunter Coin Cabinet, II, IV, V, University of Glasgow, 1962-1982. 
ROBINSON 1959 : Robinson H., Pottery of the Roman period : chronology, London 1959. 
Roman Glass : two centuries of art and invention. Occasional papers from the Society of Antiquaries of London; 13, 1991. 
ΡΩΜΙΟΠΟΥΛΟΥ 1997 : Ρωμιοπούλου Κ., Ελληνορωμαϊκά γλυπτά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου, αρ.61, 1997, ΤΑΠΑ, αρ.34, 7. 
ΡΩΜΙΟΠΟΥΛΟΥ 1995 : Ρωμιοπούλου Κ., Συλλογή Ρωμαϊκών γλυπτών, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, 31, 33, 48, αρ.33, 56, αρ.75. 
SYBEL 1881 : Sybel L.v., Katalog der Skulpturen zu Athen, 1881. 
TRAIL 1975 : Trail J.S., Τhe political organization of Attika, Hesperia, Suppl. XIV (1975), 146. 
TRAIL 1986 : Trail J.S., Demos and Trittys, Epigraphical and Topographical Studies in the organization of Attica, Athenians, Victoria College, Toronto 1986, 132, Akamantis. 
TRAKOSOPOULOU 2002 : Trakosopoulou E., Glass grave goods from Akanthus, 1st international conference Hyalos Vitrum Glass, Athens 2002, 79-88. 
VANDERHOEVEN 1958 : Vanderhoeven M., Verres romaines Tardifs et Mérovingiens du Museé Curtius, Liège 1958. 
VANDERHOEVEN 1961 : Vanderhoeven M., Verres romaines (I er-III éme siècle) de MuseésCurtius et de Verre à Liège, 1961. 
VANDERPOOL 1965 : Vanderpool E., The Acharnian Aqueduct, ΧαριστήριονειςΑ.Ορλάνδον, Α΄(1965), 166-175. 
VON MOOCK 1998 : von Moock D., Die figurlichen Grabstelen Attikas in der Kaiserzeit, Mainz 1998, Studien zur Erschliessung, Chronologie, Typologie und Ikonographie, Beitrage zur Erschliessung hellenistischer und Kaiserzeitlicher Skulptur und Architektur 19. 
VON SALDERN κ.α. 1974 : von Saldern A., Nolte B., La Baume P., Haevernick T.E., Gläser der Antike, Sammlung Erwin Oppenländer, Mainz 1974. 
WEINBERG 2009 : Weinberg G.D., Stern E.M., Agora XXXIV, Vessel Glass, Princeton 2009, 141, 142, 146, pl.29, n.331, 332. 
WILSON 1938 : Wilson L.M., The clothing of the ancient Romans, Baltimore 1938.  
























Εικ.1: Κάτοψη της ανασκαφής (σχέδιο Ντ. Δελή). 



























Εικ. 2: Ο τάφος 1 με τα κτερίσματα στο εσωτερικό του. 

























Εικ. 3: Τα γυάλινα αγγεία του τάφου 1. 





























Εικ. 4: Η μαρμάρινη στήλη της Συνφέρουσας. 























Εικ. 5: Ο κεραμοσκεπής τάφος (τάφος 2). 


























Εικ. 6: Το γυάλινο μυροδοχείο του τάφου 2. 























Εικ. 7: Το οστεοφυλάκιο (τάφος 4). 

























Εικ. 8: Το γυάλινο μυροδοχείο του τάφου 4. 























Εικ. 9: Ο πήλινος αγωγός από ΒΔ.

26 Δεκεμβρίου 2017

[Στον Αρχαιολογικό Χώρο της Βραυρώνας 20.12.2017]

Ο αρχαιολογικός Χώρος τής Βραυρώνας, στον οποίο υπάρχει και Μουσείο όπου φιλοξενείται πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Αττικής, βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο τού υδροβιότοπου και καταφύγιου άγριας ζωής, που σχηματίζεται στις εκβολές τού ποταμού Ερασίνου. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους τής Ανατολικής Αττικής. Είναι ταυτισμένος με την αρχαία Θεά Αρτέμιδα και την μυθική κόρη τού Αγαμέμνωνα, την Ιφιγένεια. Οι μελικαφέ χειμωνιάτικες αποχρώσεις τών αρμυρικώνων, οι οποίοι κυριαρχούνε στα υγρά λιβάδια του υδροβιότοπου, προσφέρουνε μιας μοναδικής ομορφιάς, ανάξια να παρασταθεί από κάθε φωτογραφική απόπειρα απεικόνισης, εικόνα.























Ο Ποταμός Ερασίνος

Η ύπαρξη του ποταμού είναι αυτή που έχει καθορίσει όσο οτιδήποτε άλλο το τοπίο στη Βραυρώνα. Τμήμα του ποταμού διαθέτει ροή γλυκού νερού όλο το χρόνο, ακόμα και κατά τη διάρκεια του καυτού Αττικού καλοκαιριού. Από την αρχαιότητα κιόλας, ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τα νερά του για πότισμα ενώ για να αντιμετωπίσει τα φουσκωμένα νερά του το χειμώνα είχε προβεί σε αντιπλημμυρικά έργα μέσα στο χώρο του Ναού.

Στον Ερασίνο έχει εντοπιστεί η Ντάσκα, ψάρι του γλυκού νερού το οποίο απειλείται με εξαφάνιση. Ακόμα, υπάρχουν Κέφαλοι, Χέλια καθώς και τα Κουνουπόψαρα τα οποία έχουν εισαχθεί από τον άνθρωπο για την καταπολέμηση των κουνουπιών. Στις όχθες του την άνοιξη και το καλοκαίρι μπορούμε να δούμε Ποταμοχελώνες και Βαλτοχελώνες, ενώ μεγάλοι είναι και οι πληθυσμοί του ΒαλκανοΒάτραχου και του Πρασινόφρυνου. Το Νερόφιδο, τέλος, είναι το πιο κοινό φίδι που παρατηρείται και είναι τελείως ακίνδυνο για τον άνθρωπο καθώς δεν έχει δηλητήριο.

Αυτός ο πλούτος σε πηγές τροφής προσελκύει, όπως είναι φυσικό, πουλιά όπως ο Νυχτοκόρακας και ο Κρυπτοτσικνιάς οι οποίοι τ τη μετανάστευση σταματούν για να τραφούν και να ξεκουραστούν στα δέντρα που βρίσκονται στις όχθες του ποταμού.




















Αρχαιολογικός χώρος Βραυρώνας

Η θέση

Η Βραυρώνα, μια εύφορη κοιλάδα που ανοίγει στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο διαρρέεται από τον ποταμό Ερασίνο, ο οποίος εκβάλλει στον κλειστό και τελματώδη όρμο. Η περιοχή, αγροτική, δασώδης, παραθαλάσσια και παραποτάμια, ήταν ιδανική για την ίδρυσή ενός ιερού αφιερωμένου στην Αρτέμιδα, καθώς συνδυάζει όλα τα στοιχεία που ταιριάζουν στην υπόσταση της θεάς.

Ο μύθος

Το ιερό της Αρτέμιδος αρχικά θρησκευτικό κέντρο του δήμου των Φιλαϊδών, εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα ιερά της Αττικής. Σύμφωνα με την παράδοση ο Ορέστης και η Ιφιγένεια, τα παιδιά του Αγαμέμνονα, έκλεψαν από τη γη των Ταύρων (τη σημερινή Κριμαία) το ξόανο (ξύλινο ομοίωμα) της Αρτέμιδος και με υπόδειξη της θεάς Αθηνάς κατέφθασαν στην Αττική για να ιδρύσουν ένα ιερό και να το στεγάσουν. Ο Ευρυπίδης (Ιφιγένεια εν Ταύροις στ. 1462-7) αναφέρει ότι η Ιφιγένεια παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής της ως ιέρεια της Αρτέμιδος στο ιερό της Βραυρώνας όπου και τάφηκε.

Η ανασκαφή

Η θέση του ιερού είχε εντοπιστεί από του 19ο αι. από του αρχαιολόγο Ludwig Ross. Η ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε (1949-1963) από τον αρχαιολόγο Ιωάννη Παπαδημητρίου με δαπάνη της εν Αθήυαις Αρχαιολογικής Εταιρείας αποκάλυψε τον προϊστορικό οικισμό στο λόφο Κομμένο Λιθάρι και τα κτήρια του ιερού στην κοιλάδα. Αφορμή για την έναρξη των ανασκαφών υπήρξε η αίτηση κατοίκων του Μαρκοπούλου για την κατασκευή περιβόλου γύρω από το ναό τού Αγίου Γεωργίου. Το 1960 ξεκίνησε με μελέτη του αρχιτέκτονα καθηγητή κ. Χαράλαμπου Μπούρα η αναστήλωση της στοάς η οποία ολοκληρώθηκε δύο χρόνια αργότερα.

Προϊστορική κατοίκηση

Η φυσική προστασία που προσφέρουν οι γύρω λόφοι, το ήπιο κλίμα, το εύφορο έδαφος και η αφθονία νερού, καθώς και η έξοδος προς τη θάλασσα παρείχαν τις κατάλληλες συνθήκες για μόνιμη εγκατάσταση στην περιοχή. Στον χαμηλό επιμήκη λόφο Κομμένο Λιθάρι, που δεσπόζει στο μυχό του κόλπου της Βραυρώνας, η πρώτη εγκατάσταση ανθρώπων τοποθετείται στα τέλη της Νεολιθικής περιόδου και κυρίως στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3500 - 2000 π.Χ.). Ο οικισμός στην επόμενη Μέση Εποχή του Χαλκού (2000 -1600 π.Χ.) εξελίχθηκε σε μια οργανωμένη κοινότητα που έφθασε σε υψηλό σημείο ακμής, όπως πιστοποιούν τα οικοδομικά κατάλοιπα (οικίες τείχη, περίβολοι), που αποκάλυψαν οι ανασκαφές. Η κατοίκηση συνεχίστηκε στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού ή Μυκηναϊκή. Με το μυκηναϊκό οικισμό συνδέεται το εκτεταμένο νεκροταφείο θαλαμοειδών τάφων, 200 μ. ανατολικά στο λόφο Λαπούτσι. Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε περί το 1200 π.Χ.

Ιστορία του ιερού

Η παλαιότερη λατρεία ανάγεται στον 9ο αι. π.Χ. και σχετίζεται με την προϊστορία τού χώρου. Πιθανώς κατάλοιπα από τα προϊστορικά χρόνια, ακολουθώντας το μύθο, αποδόθηκαν στον τάφο της Ιφιγένειας. Από το 700 π.Χ. το ιερό διανύει μια πρώτη περίοδο άνθησης. Γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. ιδρύονται τα πρώτα λατρευτικά κτήρια, ενώ από τα μέσα του 5ου α. π.Χ. και σε όλη τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. το ιερό βρίσκεται στο αποκορύφωμα της ακμής του. Στην άνθησή του κατά την αρχαϊκή και πρώιμη κλασική περίοδο συνέβαλε η υποστήριξη και οικονομική ενίσχυση μεγάλων ανδρών της πολιτικής ζωής των Αθηνών, που κατάγονταν από το γένος των Φιλαϊδών, όπως ο τύραννος Πεισίστρατος, οι στρατηγοί Μιλτιάδης και Κίμωνας. Το ιερό εγκαταλείφθηκε γύρω στο 300 π.Χ. για αδιευκρίνιστους λόγους.

Στους πρώιμους μεταβυζαντινούς χρόνους (1450 και εξής), στη ΝΔ πλευρά του χώρου, πάνω στην απολαξευμένη επιφάνεια του βράχου, ιδρύθηκε ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Πρόκειται για μονόχωρο σταυροειδή ναό με τρούλο που χτίστηκε πάνω στα θεμέλια παλαιότερου, μεγαλύτερου ναού. Στο εσωτερικό του κοσμείται με τοιχογραφίες οι παλαιότερες των οποίων χρονολογούνται περί το 1450 -1500. Γύρω στο 1580 ο Τιμόθεος Επίσκοπος Ευρίπου και ιδρυτής της Μονής Πεντέλης ανακαίνισε το ναό και ανανέωσε τις παλιές τοιχογραφίες.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ και ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ - ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ





































Η μεγάλη στοά

Ο υπαίθριος χώρος βόρεια του ναού, στον οποίο τελούνταν οι λατρευτικές πράξεις έλαβε μνημειακή μορφή με την οικοδόμηση το 420 π.Χ. στοάς σε σχήμα Π. Η στοά παρέμεινε ημιτελής καθώς δεν τοποθετήθηκε κιονοστοιχία στη δυτική πλευρά, ενώ η ανατολική δεν ολοκληρώθηκε.

Στο βόρειο και δυτικό σκέλος της υπήρχαν δωμάτια, επτά και τέσσερα αντίστοιχα. Τα δωμάτια του βόρειου σκέλους διαχωρίζονται με στενό εγκάρσιο διάδρομο σε δύο ομάδες, τέσσερα δυτικά και τρία ανατολικά. Στο δυτικό σκέλος τα δωμάτια βρίσκονται δεξιά και αριστερά από το μεγάλο διπλό πρόπυλο. Από τα ένδεκα δωμάτια της στοάς, τα εννέα μεγαλύτερα είχαν πώρινα δάπεδα και μαρμάρινα κατώφλια και ήταν εξοπλισμένα με 11 ξύλινες κλίνες και 7 λίθινα τραπέζια. Σύμφωνα με νεότερες μελέτες τα δωμάτια της στοάς προορίζονταν για τις συνεστιάσεις ανδρών που έπαιρναν μέρος στη γιορτή της θεάς.

Τα αφιερώματα των πιστών τοποθετούνταν σε βάθρα, μερικά από τα οποία σώζονται ακόμα και σήμερα, στην πρόσοψη των βόρειων δωματίων και εξωτερικά του δυτικού σκέλους της στοάς. Η πιο χαρακτηριστική κατηγορία αναθημάτων του ιερού κατά το β’ μισό του 4ου αι. π.Χ. και κατά του 3ο αι. π.Χ. ήταν τα μαρμάρινα αγαλμάτια μικρών κοριτσιών και αγοριών, τα οποία αφιέρωναν οι γονείς προκειμένου να θέσουν τα παιδιά τους υπό την προστασία της θεάς.

Η Βόρεια στοά

Πίσω από το βόρειο σκέλος της μεγάλης στοάς και παράλληλα με αυτή σε απόσταση έξι μέτρων περίπου, υπήρχε μια δεύτερη στοά, η Βόρεια. Στα άκρα του διαδρόμου μεταξύ των στοών διαμορφώθηκε από ένα μνημειώδες πρόπυλο. Το δυτικό πρόπυλο συνδεόταν με την οδική αρτηρία προς την Αθήνα, ενώ το ανατολικό με την οδό προς το ιερό της Ταυροπόλου Αρτέμιδος στις Αλές Αραφηυίδες (Λούτσα) και τις άλλες παραλιακές περιοχές.

Στον κατά μήκος άξονα της βόρειας στοάς υπήρχε σειρά από 37 ορθογώνιες βάσεις για την ένθεση των λευκωμάτων, δηλαδή ξύλινων πινάκων στους οποίους αναγράφονταν τα ονόματα των άρκτων, των κοριτσιών που υπηρετούσαν τη θεά. Κατά άλλη άποψη, στις βάσεις στηρίζονταν σανιδώματα πάνω στα οποία τοποθετούνταν προς τιμήν της Ιφιγένειας οι πέπλοι των γυναικών που πέθαιναν στη γέννα.

Η αναστήλωση της στοάς

Από τα πρώτα χρόνια της ανασκαφής άρχισε να γίνεται λόγος για μερική αναστήλωση της στοάς. Η μελέτη της αναστήλωσης πραγματοποιήθηκε από τον αρχιτέκτονα καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου κ. Χαράλαμπο Μπούρα. Οι εργασίες ξεκίνησαν τον Οκτώβρη του 1960 και ολοκληρώθηκαν του Σεπτέμβριο του 1962 με την επιστασία του γλύπτη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Στέλιου Τριάντη. Το 2014 στο πλαίσιο του έργου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για την διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου, έγιναν συμπληρωματικές εργασίες αναστήλωσης.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ και ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ - ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
















































Η πηγή

Κάτω από τη βορειοδυτική γωνία του ναού της Αρτέμιδος αναβλύζει πηγή. Από την περιοχή αυτή προέρχεται ένας σημαντικός αριθμός αφιερωμάτων (αγγεία, ειδώλια, κάτοπτρα, αντικείμενα μικροτεχνίας κ.λπ.), που χρονολογούνται από τον 8ο έως τον 5ο αι. π.Χ. Τα αφιερώματα αυτά δεν είναι σαφές εάν τοποθετήθηκαν εξ αρχής στην περιοχή της πηγής. Πιθανόν, ως παλαιά ιερά κειμήλια να συγκεντρώθηκαν εκεί σε αποθέτες μετά την καταστροφή του ιερού από τους Πέρσες το 480 π.Χ. Ανάμεσά τους, ημιπολύτιμοι σφραγιδόλιθοι με παραστάσεις ζώων που σχετίζονται με την κύρια υπόσταση της Αρτέμιδος ως προστάτιδας της φύσης, ξύλινα ειδώλια και άλλα αντικείμενα, όπως δυο περίτεχνα διακοσμημένα καττύματα (σόλες) υποδημάτων. Τα υποδήματα αφιερώνονταν στη θεά από τις γυναίκες όπως και άλλα προσωπικά αντικείμενα ή ενδύματα, είτε λόγω της ευτυχούς κατάληξης του τοκετού είτε προς εξασφάλιση της εύνοιάς της γενικότερα.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ και ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ - ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ











































Η λίθινη γέφυρα

Η λίθινη γέφυρα κατασκευάστηκε στο τέλος της οδού που οδηγούσε από το άστυ των Αθηνών στο ιερό της Αρτέμιδος και στην περιοχή όπου συγκεντρώνονταν τα νερά του ποταμού Ερασίνου, προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση στο χώρο. Αποτελείται από πώρινους δόμους, που στηρίζονται σε πέντε παράλληλες σειρές στύλων τοποθετημένων εγκάρσια προς την κοίτη του ποταμού και παρουσιάζει ελαφρά κύρτωση στο μέσον για την απορροή των υδάτων. Στο κατάστρωμα της διακρίνονται τα ίχνη αρματοτροχιών.

Η κατασκευή της τοποθετείται πριν από την καταστροφή του ιερού από τους Πέρσες το 480 π.Χ.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ και ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ - ΕΦΟΡΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ



















----------------------------------