29 Ιουλίου 2012

Αστέρια [Gottfried Benn - μετ. Νίκος Βουτυρόπουλος, εμμετροποίηση Κώστας Σφενδουράκης]



Αστέρια

Αστέρια-μέρες πνιγηρές,
ξόρκια, ικεσίες χρονοβόρες.
Θεοί κρατάνε ζυγαριές
καθώς διστάζουνε οι ώρες.

Πάλι κοπάδια τα χρυσά,
φως, ουρανός, πέπλο και πάλι,
κάτω από φτερά νεκρά φυσά
το παρελθόν κάτι να βγάλει;

Λαχτάρα που ‘χει ξαναρθεί,
τα ρόδα, εσύ, μέθη που στάζει-
το καλοκαίρι έχει σταθεί
τα χελιδόνια να κοιτάζει,

μια εικασία ακόμη μια,
η σιγουριά πως θα κρατήσει:
με ταξίδι στο κύμα, με νυχτιά
τα χελιδόνια έχουν μεθύσει

Πηγή εδώ (Ποιείν)

26 Ιουλίου 2012

Jesse Owens - Lutz Long. Berlin 1936




Στους Ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου το 1936 μετά το τέλος του αγώνα του άλματος εις μήκος ο δεύτερος Lutz Long σηκώνει το χέρι του νικητή Jesse Owens, ο οποίος κέρδισε τέσσερα χρυσά στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου, και έκαναν μαζί το γύρο του θριάμβου.
Ο Χίτλερ αποχώρησε από το στάδιο για να μην κάνει την απονομή των μεταλλίων.
Ο Jesse Owens επιστρέφοντας στις ΗΠΑ γνώρισε την άρνηση του προέδρου των ΗΠΑ να τον συναντήσει και δεν αναδείχτηκε ως αθλητής της χρονιάς. Αντ' αυτού τον εν λόγω τίτλο πήρε ο αμερικανός νικητής του δεκάθλου στους ολυμπιακούς αγώνες του Βερολίνου. Εννοείται λευκός.
Ο Lutz Long έζησε απαξιωμένος, ως προδότης της άριας ανωτερότητας, μέχρι το 1943 όταν σκοτώθηκε στη Σικελία σε μάχη κατά τη διάρκεια του 2ου Π.Π.
Λίγο πριν σκοτωθεί έστειλε γράμμα στον Jesse Owens όπου ανέφερε:
"Η καρδιά μου, μου λέει πως ίσως αυτό θα είναι το τελευταίο γράμμα της ζωής μου. Αν επαληθευτώ ζητώ μια χάρη από εσένα. Όταν ο πόλεμος τελειώσει σε παρακαλώ πήγαινε στη Γερμανία, βρες τον γιο μου και μίλησέ του για τον πατέρα του. Μίλησε του για τις στιγμές που ζήσαμε μαζί και που κανένας πόλεμος δεν μπόρεσε να χαλάσει και μίλησε του ακόμη για 'κείνα τα πράγματα που κάνουν τη διαφορά ανάμεσα σε δύο άντρες σ' αυτό τον κόσμο. Ο αδελφός σου Λουτς"

(Πηγή εδώ)

--------------------------------------------------------------------------------

Ταξιδευτές [Άννα Παυλίδου]



Ταξιδευτές

Ευλογημένοι οι αρχαίοι εραστές.
Έμαθαν σε μονοπάτια του χρόνου
να χωρούν στην ίδια λάμψη απ’ όπου αποκόπηκαν.
Γνώρισαν βήμα-βήμα να κουμπώνουν σφιχτά,
με χιλιάδες σώματα να αγγίζονται,
να βγάζουν φτερά.
Ήταν φορές που ο ήλιος τους έλουσε:
νησιά τυλιγμένα σε λάβα κι αμπέλια.
Κοιμήθηκαν σε ακρογιαλιές και περιβόλια,
ντύθηκαν μήνες πανσέληνους,
χάθηκαν στις φλέβες της γης και κατέληξαν,
πάντα, στην μεγάλη θάλασσα.
Άλλοτε άνοιξαν μια πόρτα και,
για μια και μόνη φορά, αγγίχτηκαν
στο ασήμι ενός καθρέφτη. Έπειτα, ευλαβικά,
σφράγισαν τα βλέφαρα, ο ένας του άλλου.
Κάποτε πάλι γέννησαν κι ανάστησαν παιδιά,
πότισαν κήπους, ίππευσαν άλογα, κύματα, ανέμους,
ξύπνησαν αγκαλιά σ’ ένα κοχύλι, διπλό μαργαριτάρι,
ξεκουράστηκαν.
Αγαπήθηκαν βαθειά.
Μόνο γι’ αυτό, κάθε φορά που βρέθηκαν ξανά,
τους τύλιξε η αστρόσκονη, κι ας μην κατάλαβαν,
και ας την είπαν στάχτη …
Αγνοί ακροβάτες σε σχοινιά που ενώνουν κορφές,
άδολοι ταξιδευτές του χρόνου και των κόσμων,
συχνά γκρεμίστηκαν.
Έντυσαν τότε στοργικά αλλήλους για τον πόλεμο
και στις τέσσερεις γωνιές του σπιτιού κρέμασαν
λευκά σεντόνια. Ως σήμερα τα παιδιά, εκεί, βρίσκουν
κείμενα για τις πιο ηρωικές μάχες της ιστορίας.
Όμως κι αν χάθηκαν σε νύχτες ασέληνες,
στην άκρη των ουρανών έμενε πάντα αναμμένο
το αστέρι των όρκων τους.
Έτσι στην μνήμη κράτησαν ατόφια
την κόκκινη κλωστή πάνω απ’ την άβυσσο.
Σ’ αυτήν με ηλιαχτίδες βρήκαν καρφωμένα μηνύματα
για τις επόμενες μέρες της δημιουργίας και του έρωτα:
…«στην αγάπη δόθηκα», «αγαπηθήκαμε», «πόνεσα», «έκλαψα»,
«δεν ήξερα πως…», «λυπάμαι, δεν ήθελα…»,
«με συγχωρείς!», « μας συγχωρώ!».
Βρεθήκαν ν’ ανυψώνονται, μοιραία σχεδόν,
στην άκρη αυτής της ηλιαχτίδας και της λέξης,
δεμένοι στην ουρά ενός χαρταετού που έχει όνομα Ελευθερία.
Ευλογημένοι οι αρχαίοι εραστές,
καθώς σοφοί επιστρέφουν,
στην ίδια φλόγα όπου από πάντα ανήκουν…

24 Ιουλίου 2012

Μπαλάντα του Σκαλκώτα και Πρίμπα [Θανάσης Αθανάσιος]


Μπαλάντα του Σκαλκώτα και του Πρίμπα

Ουτιδανέ μου Ουρανέ, πρόσεχε μη σκοντάψεις.
Πρόσεχε μη γίνεις πρόστυχος, σαν κανα καθίκι,
Και σύννεφα, επιμελώς, στα χνώτα σου τα θάψεις.
«Άλικ' Αλίκη σ' αλυκή, και ν' αλυχτούν οι λύκοι.»
Ρίξε βροχή καλέ θεέ! λυπήσου το αρμυρίκι.
Συ θεός αρειμάνιος, γεννάς παντού τα φώτα,
Στολίζεις και τους ποιητές, διάδημα το φύκι!
«Του Σκαλκώτα τα βιολιά, ηλύσια βαρελότα.»

Ουτιδανέ μου Ουρανέ, τους προβολείς ν' ανάψεις,
Μολπές ωραίες τραγουδάς του Πίνδαρου τ' ασίκη.
Στην άγια ραθυμία σου χνοάζουνε οι λάμψεις.
Αφού 'μαστ' άχρονοι, λοιπόν, ο κόσμος μάς ανήκει.
Του ηττημένου δίνεται αυτή εδώ η νίκη.
Ο ουρανός, σαν κόκορας, φλερτάρει μία κότα,
ξεπέρασε το όριο, τον συλλαμβάνει η δίκη!
«Του Σκαλκώτα τα βιολιά, ηλύσια βαρελότα.»

Ουτιδανέ μου Ουρανέ, μην πας να παραγράψεις
Πώς και συ -ο αιώνιος-, συχνά πληρώνεις νοίκι.
Μαριόλη, αλογόμυγες χρυσές θέλεις να χάψεις,
Δεν είναι, φίλτατε, αυτό μαγκιά ούτ' αντριλίκι!
Πλήρωσε φόρο στον ποιητή, δώσ'του 'να καπίκι!
Αφού ολούθε χύθηκε, ασπαίρει άσπρη νότα,
Ξέχασε της διανόησης το έρμο ρεζιλίκι !
«Του Σκαλκώτα τα βιολιά, ηλύσια βαρελότα!»

Όταν «έγκριτοι», μιαροί, έψεγαν το «καζίκι»,
Εσύ αποκοιμήθηκες, μαρμάρινα τα ώτα..
Το «Ιαμβίζειν», πά' να πει: ξίφος βγάζ' απ' τη θήκη:
«Του Σκαλκώτα τα βιολιά, ηλύσια βαρελότα!»

------------------------------------------
 
 
Η μπαλάντα, ως είδος, δεν είναι καθόλου εύκολο ποίημα (ιδίως για την ελληνική γλώσσα) και δεν έχω παρά να εκφράσω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ στο Θανάση για την τιμή της αφιέρωσης αυτής της έξοχης μπαλάντας!

22 Ιουλίου 2012

Υπάλληλοι γραφείων [Αλέξανδρος Μπάρας]


Υπάλληλοι γραφείων.

Κάθε πρωί, ακριβείς, την ίδια ώρα
περνούν κι όσοι τους βλέπουνε γυρνάνε
αδιάφοροι σε κάποιο πλαϊνό τους
και λένε: "κάπου οχτώ η ώρα θα 'ναι..."

Οι χτύποι στο ρολόι της Δημαρχίας
επιδοκιμασίες ηχηρές ακολουθούνε
κι όλα σειρά της πολιτείας τα ρολόγια
τις οχτώ πέτρες τους πίσω τους πετούνε.

Με τέτοια ηχητική λιθοβολία
τους φέρνει στο γραφείο πάντα η μοίρα
ν' αρχίσουν τη δουλειά απ' την καλημέρα
που θ' απευθύνουν στης εισάδου τον κλητήρα.

Φτάνουν κι ανασηκώνουν τα κλεισμένα
βαριά τους σαν ταφόπετρες βιβλία
για ν' αναστήσουν πάλι τη θαμμένη
της ημερήσιας εργασίας τους ανία.

Των γραφομηχανών σφυροκοπούνε
τα επιστολικά δραστήρια συνεργεία,
έρχουνται γράμματα φέρνοντας το χρήμα
στην πλουτοκρατικήν ολιγαρχία.

Αχ, οι υπάλληλοι! Σε πόσους δεν αξίζει
το επάγγελμα - για μι' άφταστη ατονία
που δείξανε - μα πάλι και σε πόσους
σαν άδικη δεν είναι τιμωρία!

Ο ήλιος έξω θάλασσες δοξάζει,
βουνά, και τη ζωή δίνει σ' αρρώστους,
μα εδώ οι ηλεχτρικές λάμπες ωχραίνουν
των υπαλλήλων τις όψες με το φως τους.

Γράφουνε κι ονειρεύουνται, ο καθένας
ανάλογα με την ψυχή που έτυχε να 'χει,
γράφουνε κι ονειρεύουνται τα χρόνια
που φεύγοντας τους κύρτωσαν τη ράχη.

Γράφουνε κι ονειρεύουνται... οι νέοι
ταξίδια μακρινά, γλυκό μεθύσι
περιπετείας άγνωστης, κι οι γέροι
τ' απ' τη ζωή που δεν τα 'χουνε ζήσει...

Νέοι και γέροι παίρνουν κάθε μήνα
πάντα εις μηδέν τελειωμένο το μισθό τους,
ναρκωτικό να ζουν τριάντα μέρες,
κίτρινο φως μες στ' άπειρο του σκότους.

Όλοι προσμένουν κάτι που μοιραίο
θα 'ρθει κι απ΄τη σκλαβιά θα τους λυτρώσει,
μ' αλίμονο που είν' ένα το μοιραίο
κι αυτοί που το προσμένουν είναι τόσοι!

Κάθε πρωί, ακριβείς, την ίδιαν ώρα
περνούν κι όσοι τους βλέπουνε γυρνάνε
αδιάφοροι σε κάποιο πλαϊνό τους
και λένε: "κάπου οχτώ η ώρα θα 'ναι..."






21 Ιουλίου 2012

Οι Πέπλοι [Αλέξανδρος Μπάρας]



Οι Πέπλοι.

Άρχισαν να ξετυλίγουνται
και να κατεβαίνουν
από παντού τριγύρω μου...

Πρώτα κατέβηκαν οι μακρινοί,
μόλις διακρινόμενοι
νόμιζα πως ερχότανε,
νόμιζα πως πλησίαζαν
καπνίζουσες ομίχλες,
κατέβαιναν οι πέπλοι,
κατέβαιναν από παντού
- σαν να τερμάτιζαν θεάματα
και πίσω τους οι θεατές
να 'χαν συναποθάνει
ή να ΄γιναν φασματικοί
κι αποπνευματωμένοι -
κατέβαιναν οι πέπλοι
- από που δεν ξέρω,
ίσως από τον ουρανό,
ίσως από στρώματα υπέρτερα -
κατέβαιναν, κατέβαιναν παράλληλοι,
κατέβαιναν από παντού τριγύρω μου...

Πρώτα κατέβηκαν οι μακρινοί,
μόλις διακρινόμενοι,
κι ύστερα οι πλησιέστεροι,
πυκνοί, σαν υποκύανοι,
λίγο τεφροί, κάπως γλαυκώδεις...
Ήταν αργό το ξεδίπλωμα.
Σε κάθε πέπλο τελείωνε
το σάλεμα του κατεβάσματος
κι ύστερα κάθε πέπλο ακινητούσε
με πτυχώσεις αμετάβλητες
αποφασισμένες ν' αναμείνουν την αιωνιότητα.

Εδώ που ήμουνα
κανένας άνεμος
ποτέ δεν μπορούσε να πνεύσει.
Οι πτυχώσεις λοιπόν έμεναν.
Τ' αργό κατέβασμά τους ήτανε
ψυχορραγία της κινήσεως
κι οριστικός κατόπι θάνατος της.

Κατέβηκαν, κατέβηκαν
κι όλα συντελεστήκανε
χωρίς κανένα θόρυβο
- μ΄αυτήν την έλλειψη θορύβου
ίσως μονάχα η σκέψη λειτουργεί -
κατέβηκαν από παντού και με κυκλώσανε,
που, αν άπλωνα τα χέρια μου,
τους πιο κοντά ν΄αγγίξω...

Τότε μονάχα κατάλαβα:

Κατάλαβα το μάταιο κάθε κινήσεως μου,
την κύκλωση και την αιχμαλωσία μου
απ' αυτά τα χωρίς αντίσταση
τ΄αραχνοειδή κι ατέλειωτα πράγματα.

Αν άπλωνα τα χέρια μου
τα πρώτα να παραμερίσω,
αλλά κατόπι
κι άλλα μετά
κι ύστερα κι άλλα
και συνέχεια πολλά
θα 'πρεπε να παραμερίζω
κι όλο να περνώ
και πουθενά να μην πηγαίνω...

(Τους πέπλους που κατέβηκαν
και στάθηκαν να περιμένουν την αιωνιότητα
δεν τους μέλει
η λίγη και παροδική
σμασμωδική φρικίαση
που θα τους δώσει η μάταιη
προσπάθεια της φυγής μου.)

Καταλαβα τη ματαιότητα
κάθε κινήσεως μου,
κατάλαβα και στέκουμαι
με κρεμασμένα χέρια...

19 Ιουλίου 2012

Ζήσιμος Λορεντζάτος - Αλφαβητάρι


Εδώ σου γράφω
τα δε σου θέλει φέρει
ο ταχυδρόμος.


Απριλομάης
κάτω στον πλαταμώνα
το χέλι φεύγει.


Που ‘ναι το τέλος;
Εν αρχή ην ο Λόγος
Εμείς στη μέση.


Απ’ τα δυο τραίνα
στο σταθμό ποιο κουνιέται
εμείς ή το άλλο;


Όλη τη νύχτα
τ’ άρμπουρο με τ’ αστέρια
παίζαν τραμπάλα.




















Διαβάστε ή κατεβάστε εδώ (24Γράμματα) την ποιητική συλλογή "Αλφαβητάρι" του Ζήσιμου Λορεντζάτου, η οποία είναι η πρώτη συλλογή έλληνα ποιητή που περιέχει αποκλειστικά ποιήματα χαϊκού

17 Ιουλίου 2012

Περί ιδιωτικοποιήσεων οργανισμών αγαθών κοινής ωφέλειας


Δημοσιεύτηκε στα 24Γράμματα (εδώ)


Η αρχική σκέψη για τον τίτλο του θέματος ήταν "Περί ιδιωτικοποιήσεων οργανισμών διανομής αγαθών κοινής ωφέλειας" αλλά εγκαταλείφθηκε. Ο όρος διανομή μπορεί να ήταν μεν συμβατός με την έννοια της κοινής ωφέλειας, αλλά και γραμματικά σωστός ως προσδιορίζων το αντικείμενο του "ουσιαστικού" οργανισμού, αλλά προσέκρουε στο γεγονός ότι οι προς ιδιωτικοποίηση, και αμαρτωλοί σίγουρα, οργανισμοί σήμερα στην Ελλάδα ουδέποτε φροντίσθηκε να διασφαλίζουν ελεύθερη πρόσβαση σε κάποιες ελάχιστες ποσότητες ενέργειας για οικιακές ανάγκες και πόσιμου νερού για τον πολίτη - τον πολίτη μέτοχο του κοινωνικού συνόλου και χρήστη των αγαθών.
Μιλώντας αναγκαστικά με όρους Ρουσό, αφού είναι ο πρώτος που έθεσε και τεκμηρίωσε όσο κανείς αργότερα το θέμα: πως δηλαδή η κατάθεση της φυσικής ελευθερίας του ατόμου, μάλιστα του κάθε ατόμου με τον ίδιο κοινό τρόπο, στην κοινωνική ομάδα θα δύναται να αποβεί προς το συμφέρον του, οφείλουμε να θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι μία πολιτεία οφείλει εξ ορισμού να παρέχει ορισμένα αγαθά, απαραίτητα για την επιβίωση του κάθε πολίτη, διανέμοντας ελεύθερα μία ελάχιστη λογική ποσότητα σε κάθε μέλος της.
Το ποια θα είναι τα εν λόγω αγαθά και οι αντίστοιχες ποσότητες ελεύθερης πρόσβασης και χρήσης για κάθε πολίτη θα καθορίζεται και θα αποφασίζεται από την πλειοψηφία των πολιτών.
Αυτονόητο μάλλον πως στα αγαθά κοινής ωφέλειας θα περιλαμβάνονται μία στέγη, για κάθε ενήλικα, τροφή, πόσιμο νερό και ενέργεια για οικιακή χρήση.
Αυτονόητο επίσης πως τυχόν επιπλέον χρήση θα τιμολογείται ανάλογα.
Σ' ένα μικρό βαθμό, αφού ποτέ δεν υπήρξε αυτή η ελάχιστη ποσότητα ως δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση και χρήση στον κάθε υπήκοο του κράτους, οι μέχρι σήμερα οργανισμοί κοινής ωφέλειας παρείχαν τα αγαθά τα οποία διαχειρίζονταν φροντίζοντας την δυνατότητα διανομή τους παντού σε κάθε μέρος που κατοικείτο νόμιμα (αυτό το νόμιμα συζητήσιμο βέβαια...) δίνοντας την εντύπωση πως το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά τελικά αφορά όλους. Χαρακτηριστικά μπορούμε να πούμε πως:
α) τα οικιακά τιμολόγια πώλησης ηλεκτρικού ρεύματος ήταν κοινά (με χαμηλότερο ανά μονάδα κόστος για τις μικρότερες αναλώσεις κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική των εμπορικών επιχειρήσεων) και ανεξάρτητα τόπου κατοικίας και
β) το πετρέλαιο θέρμανσης τύγχανε διαφορετικής φορολογικής μεταχείρισης από αυτό το κίνησης.
Στην Ελλάδα βέβαια που όλοι γνωρίζουμε - το τι συμβαίνει σε άλλες χώρες δεν είναι κριτήριο αφού σε αυτό το κράτος, και όχι δυστυχώς πολιτεία, έτυχε να καταθέσουμε τη φυσική μας ελευθερία - όταν δούμε πίσω από τις μάσκες των απολογητών του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού και των ΜΜΕ, που εσκεμμένα σκοτίζουν τα γεγονότα ενοχοποιώντας το λαό για ένα τρόπο ζωής (της διαφθοράς να περιλαμβάνεται) που αυτοί προπαγάνδιζαν κι επέβαλαν στο όνομα του κέρδους τους και των πολυεθνικών των οποίων τα συμφέροντα ικανοποιούν, θα διαπιστώσουμε πως μετά
- την ολοκλήρωση των σχεδίων τους για ιδιωτικοποίηση όλων των οργανισμών κοινής ωφέλειας, και την αυτόματη μετατροπή αυτών που θα έπρεπε να είναι αγαθά σε προϊόντα εμπορεύσιμα σύμφωνα με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς του καπιταλισμού,
- την κατάργηση των οργανισμών που παρείχαν στέγη σε χαμηλά αμειβόμενους με πολυμελείς οικογένειες (με κοινωνικά κριτήρια)
- την ολοκλήρωση της απαξίωσης της δημόσιας παιδείας και του συστήματος δημόσιας υγείας,
η ήδη αρρωστημένη σχέση, των υπηκόων αυτού του κράτους με το κράτος, η λειτουργούσα υπέρ των συμφερόντων των λίγων που λυμαίνονται το δεύτερο θα έχει μετατραπεί σε μία ολοκληρωτική σχέση δουλείας αφού το άτομο δεν θα έχει παρά μόνο υποχρεώσεις και μάλιστα υποχρεώσεις οι οποίες θα επιβάλλονται από τα μονοπωλιακά συμφέροντα, τις πολυεθνικές, το διεθνές τραπεζικό σύστημα, τις βιομηχανίες των διάφορων G8, G20 κλπ.
Παρ’ όλα αυτά οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ποιος πρέπει να είναι ο κυρίαρχος και εν τέλει:
Σε μας και μόνο σε μας εναπόκειται να υπακούσουμε ή όχι στα σχέδια τους.
Σε μας και μόνο σε μας εναπόκειται να θέλουμε και να αγωνιστούμε να αποφασίζουμε εμείς για τους θεσμούς της πολιτείας της οποίας θα μετέχουμε.

13 Ιουλίου 2012

Τρόμος και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ - Πρόλογος [Bertolt Brecht - μετ. Αγγελα Βερυκοκάκη]


Επιθεώρηση του γερμανικού στρατεύματος.

Όταν τον πέμπτο χρόνο ακούσαμε, πως αυτός
που λέει πως είν' θεόσταλτος
είναι πια έτοιμος για τον πόλεμό του, πως σφυρηλατημένα
είναι τα τανκς, τα τουφέκια, τα καράβια, κι ότι
στα υπόστεγά του έχει αεροπλάνα τόσα,
που αν διατάξει να υψωθούν,
θα σκοτεινιάσει ο ουρανός, αποφασίσαμε
να δούμε γύρω μας˙ τι σόι ανθρώπους, τι σόι λαό,
σε ποια κατάσταση και σε ποιες σκέψεις
θε να καλέσει κάτω απ' τη σημαία του. Κάναμ' επιθεώρηση.

Να τους που κατεβαίνουν,
πρόβατα που διαβαίνουν.
Και μπροστά περνούν ωραίες
(μ’ ένα τσιγγέλι ο σταυρός,
για να κρέμετ’ ο φτωχός)
οι αιματόχρωμες σημαίες.

Κι όσοι δεν προχωράνε
σα ζώα μπουσουλάνε
στα μεγάλα νικητήρια.
Δεν ακούς παράπονα.
Παίζουν τα μεγάφωνα
Του πολέμου εμβατήρια.

Τις γυναίκες, τα παιδιά,
τους γερόντους στη σειρά
τους τραβούν. Και τους αρρώστους.
Ζήσανε χειμώνες πέντε,
δε θα ζήσουν άλλους πέντε.
Επιθεωρούμε το στρατό τους.





11 Ιουλίου 2012

Το περιβόλι του Επίκουρου [Anatole France - μετ. Πέτρος Χάρης]


Αναδημοσίευση από 24Γράμματα


Είναι μεγάλη πλάνη να νομίζουμε πώς οι επιστημονικές αλήθειες διαφέρουν ουσιώδικα από τις κοινές αλήθειες. Δε διαφέρουν παρ’ από την έκταση και την ακρίβεια. Από πρακτική άποψη, είναι σημαντική η διαφορά. Μα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η παρατηρητικότητα του σοφού σταματάει στην επιφάνεια και στο φαινόμενο, χωρίς ποτέ να μπορεί να διαπεράσει την ύπαρξη ούτε να ξέρει τίποτ' από την αληθινή φύση των πραγμάτων. Ένα μάτι οπλισμένο με μικροσκόπιο δεν είναι λιγότερο ανθρώπινο μάτι. Βλέπει περισσότερο από τάλλα μάτια, δε βλέπει αλλιώτικα. Ο σοφός πολλαπλασιάζει τις σκέσες του ανθρώπου με τη φύση, μα του είναι αδύνατο ν’ αλλάξει στο παραμικρό τον ουσιώδικο χαραχτήρα των σκέσεων αυτών. Βλέπει πως προέρχουνται μερικά φαινόμενα που ξεφεύγουν σ' εμάς, μα του είναι απαγορευμένα, όσο και σ' εμάς να μάθει γιατί προέρχουνται.
Να ζητάμε μιαν αρχή από την επιστήμη είναι σα να εκθέτουμε τον εαυτό μας σε σκληρά λάθη. Πίστευαν εδώ και τρακόσια χρόνια πως η γη ήταν κέντρο της δημιουργίας. Ξέρουμε τώρα πως δεν είναι χαρά μια πηγμένη σταγόνα ήλιου. Ξέρουμε ποιά αέρια καίνε στην επιφάνεια των πιο μακρινών άστρων. Ξέρουμε πως το σύμπαν, μέσα στο οποίο είμαστε πλανώμενη σκόνη, γεννάει και καταβροχτίζει σε μιαν εξακολουθητική εργασία. Ξέρουμε πως γεννάει ακατάπαυτα και πως πεθαίνει άστρα. Μα σε τι η αρχή μας θα ‘χε αλλάξει από τις τόσο τεράστιες ανακάλυψες; Οι μητέρες γι' αυτό αγάπησαν περισσότερο ή λιγότερο τα παιδάκια τους; Νοιώθουμε περισσότερο ή λιγότερο την ομορφιά των γυναικών; Η καρδιά χτυπάει αλλιώς στο στήθος των ηρώων; Όχι! Όχι! Αν η γη είναι μικρή ή μεγάλη, δε νοιάζει τον άνθρωπο. Είναι αρκετά μεγάλη για να πονούν, ν’ αγαπούν. Ο πόνος κ’ η αγάπη, να οι δυο όμοιες πηγές της αστείρευτης ομορφιάς της. Ο πόνος! Τι θεία παραγνώριση ! Του χρωστάμε ό,τι καλό είναι μέσα μας, ότι δίνει αξία στη ζωή. Του χρωστάμε τον οίχτο, του χρωστάμε το θάρρος, του χρωστάμε όλες τις αρετές. Η γη δεν είναι παρά ένα σπειρί άμμος στην ατελείωτη έρημο τον κόσμων. Μα, αν δε πονούν παρά στη γη μόνο, είναι πιο μεγάλη απ’ όλο τον άλλο κόσμο. Τι λέω; Είναι το παν και το υπόλοιπον δεν είναι τίποτα. Γιατί, άλλωστε, δεν υπάρχει ούτε αρετή ούτε πνεύμα. Τι είναι το πνεύμα χαρά η τέχνη που μαγεύει τον πόνο; Είναι το μόνο αίστημα που η ηθική αναπαύει φυσικά. Από πολύ μεγάλα πνεύματα τραφήκανε το ξέρω άλλες ελπίδες. Ό Ρενάν αφηνόταν θεληματικά, γελώντας, στο όνειρο μιας επιστημονικής ηθικής. Είχε στην επιστήμη πίστη σχεδόν απεριόριστη. Πίστευε πως θ’ άλλαζε τον κόσμο, επειδή τρυπάει τα βουνά. Δεν πιστεύω, όπως εκείνος, πως μπορεί να μας θεοποιήσει. Να λέω την αλήθεια, δεν έχω γι' αυτό καμιάν επιθυμία. Δε νιώθω μέσα μου την ύλη ενός θεού, όσο μικρού κι αν είναι. Η αδυναμία μου μού είναι ακριβή. Κρατιέμαι στην ατέλεια μου όπως στην αιτία της ύπαρξης μου.
Βρήκα στους σοφούς την απλότητα των παιδιών και κάθε μέρα βλέπουμε αμαθείς που νομίζουν τον εαυτό τους άξονα του κόσμου. Αλίμονο! Καθένας μας βλέπει στον εαυτό του τo κέντρο τοy σύμπαντος. Είναι το κοινό ονειροπόλημα. Ο δρομοκαθαριστής δεν χωρίζεται απ’ αυτό. Γίνεται από τα μάτια του, που οι ματιές τους, στρογγυλεύοντας γύρω του το θείο θόλο, τον βάζουν σε ωραία θέση ανάμεσα σ' ουρανό και γη. Ίσως η πλάνη αυτή να ‘χει κλονιστεί λίγο σ' εκείνον που έχει σκεφτεί πολύ. Η ταπεινοσύνη, σπάνια στους μορφωμένους, είναι πιο σπάνια στους αγράμματους.

  
Πηγή: Ο Νουμάς - Τεύχος 769 (1922)

08 Ιουλίου 2012

Κώστας Ριτσώνης - τρία ποιήματα από τη συλλογή "Φωτισμένο Εργοστάσιο"


Ένα φωτισμένο εργοστάσιο
σαν λούνα παρκ

γυρεύει εργάτες
στη νυχτερινή του βάρδια

να σβήσει την αγωνία τους
μες στο ξενύχτι
να θάψει την μοναξιά τους
μες στη βρωμιά


--------------------------------------


Ο κουρασμένος φαντάρος
κρεμιέται απ’ τη χειρολαβή
μες στον ηλεκτρικό

Ο καθισμένος επιβάτης
κρεμιέται απ’ το τσιγάρο του

κι εγώ δεν έχω
από πού να κρατηθώ


--------------------------------------


Μέχρι πελάτες έχουν απ’ την Αραβία
αυτές οι τραβεστί

για το χατήρι τους μερακλωμένοι
κουβαλιούνται πλούσιοι Ανατολίτες
κι αναστενάζουν τα ξενοδοχεία

ποιος ξέρει τι διηγούνται
όταν γυρίζουν στην πατρίδα
στην ηθική αραπιά




 


 πρώτη έκδοση 1996 - επανέκδοση 2011

07 Ιουλίου 2012

ΘΑΝΑΣΗ, ΜΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ!! [Θανάσης Αθανάσιος]




ΘΑΝΑΣΗ, ΜΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ!!
                                                              στον Κώστα Σφενδουράκη



Ενώ μου κόβεις τα νύχια στο τάσι,
θάττον ή βράδιον θέριεψες πάλι.
Δεν κοιτάς που η φθείρα αφαιμάσσει,
Αχ το πτωχό τριχωτό μου  κεφάλι!
Θυμάσαι  γυναίκα ν'  άγγιξα άλλη;
Δε σου φόρεσα εράσμιο στέμμα;
Δε σε  γαμώ σα βαρβάτο δαμάλι;
Ανακοίνωση: ΘΑ ΣΕ ΠΑΕΙ ΑΙΜΑ


Γέλαγες πίσω από' να  κεράσι.
Αχ σαΐτευες  τσιμέντο κι  αιθάλη!
Από άσπρη καπνιά η παχιά σου η κράση.
Έκτοτε ρέκαζες: -«φύγε  ρεμάλι!».
Κι εγώ o δειλός φορώ στο κεφάλι,
την άλκιμη πεπλατυσμένη κρέμα.
Ρε τι ανώμαλος! γλείφω μασχάλη!
Ανακοίνωση: ΘΑ ΣΕ ΠΑΕΙ ΑΙΜΑ!


-Η κουμπάρα: «έλα και θα' χει φάση!»
-Εσύ: «πάγαινε, η κουμπάρα δε σφάλλει,
διερευνάει των όντων τη σχάση!»
Τώρα όμως σε θωρώ με το κιάλι.
Δικηγόρος με χαρτιά  ξεπροβάλλει.
Τι κι αν λέω πως ήτανε ψέμα..
-Το πουλί μου δες. -Τί; -Καίει σα μαγκάλι!
Ανακοίνωση: ΘΑ ΣΕ ΠΑΕΙ ΑΙΜΑ


Θεωρώ μόνη καυλιάρα την Κάλι
(Θείο το σπέρμα αν στέργει το βλέμμα)
Κατ' ανάγκη τη γαμώ με κουτάλι..
Ανακοίνωση: ΘΑ ΣΕ ΠΑΕΙ ΑΙΜΑ



------------------------------------------------
Σχόλιο: καταγράφεται ως η πρώτη μπαλάντα έλληνα υπερρεαλιστή ποιητή (και πιθανότατα και όχι μόνο).

05 Ιουλίου 2012

Όλα σ’ ένα [Paul Celan - μετ. Χρήστος Γ. Λάζος]



ΟΛΑ Σ' ΕΝΑ

Δεκατρείς Φλεβάρη. Στο στόμα της καρδιάς
Ξυπνημένο schibboleth. Μαζί σου,
Peuple
de Paris. No pasarán.

πρόβατο στ’ αριστερά: ο Αμπαντίας,
ο γέρος από τη Χουέσκα, ήρθε με τα σκυλιά
μες από το χωράφι, στην εξορία
στεκόταν λευκό ένα σύννεφο
ανθρώπινης χάρης, τη λέξη που είχαμε ανάγκη
μας την είπε στο χέρι, ήταν
ισπανικά τσοπάνου, εκεί,

μέσα στο παγωμένο φως του καταδρομικού "Αουρόρα":
το χέρι του αδελφού, κάνοντας σινιάλο με τον
επίδεσμο βγαλμένο
απ’ τα εύγλωττα μάτια - Πετρούπολη, των
αλησμόνητων περιπλανώμενη πολιτεία, ακόμα
κι εσύ την είχες με τον τρόπο της Τοσκάνης στην καρδιά.

Ειρήνη στα καλύβια!






Χουέσκα: η βόρεια περιοχή της Αραγονίας, γνωστή από τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο
Αουρόρα: ρώσικο καταδρομικό. Την 25 Οκτωβρίου 1917, κατά την Οκτωβριανή επανάσταση, μέλη του πληρώματος του Αουρόρα έριξαν κανονιοβολισμό κατά των χειμερινών ανακτόρων στην Αγία Πετρούπολη.
Πόλεμος στα αρχοντικά - Ειρήνη στα καλύβια: σύνθημα της γαλλικής επανάστασης.

04 Ιουλίου 2012

Βάιος Νικιώτης - ισορροπίες


















Διαβάστε ή κατεβάστε εδώ το δέκατο τρίτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων του Βάιου Νικιώτη με τίτλο: "ισορροπίες"


-----------------------------------------------------------------------------------------


[…]
Πύκνωσαν τ' άστρα
δίχως να αισθάνονται πόσο καιρό περιπλανιέμαι.
[…]


αναρρίχηση

Προσπαθώ να γίνω ρεαλιστής.
Μη με κάνεις να ονειρεύομαι
απ' τη διαρκώς επερχόμενη
λογοτεχνία τού κόσμου.
Ας μην ορίσουμε κεντρική εστία
και προμήθειες.

Βγάλε το ζακετάκι και βοτάνιζε,
συνέχισε να βοτανίζεις
τους αστερίσκους αμείλικτα.

Στο λόγο μου.

Δε χρειάζεται καρικατούρες
αισθήματος η αναρρίχηση
στο βράχο του χρόνου.



νομίζουν

Πάνω απ' τα υπόλοιπα
αποθέσαμε τη θλίψη μας
στ' άυλο φύσημα.
Τι ωραία...
Τους ενοχλούσε, έλεγαν
κι έδειχναν.

Ήξεραν.
Μα, όλα τα ξέρουν;

03 Ιουλίου 2012

Ο ποιητής και ο κριτικός [Κωστής Παλαμάς]

 «Χωρίς μεροληψία, χωρίς από προτήτερα μορφωμένες γνώμες, χωρίς ιδέες παρμένες από τούτο ή από εκείνο το τεχνικό σχολειό, χωρίς καμιά προσήλωση σε ωρισμένην οικογένεια καλλιτεχνών, πρέπει ο κριτικός να καταλαβαίνει, να ξεχωρίζει και να εξηγεί όλες τις προσπάθειες και τις πιο αντίθετες, τις ιδιοσυγκρασίες τις πιο ενάντιες, και να παραδέχεται τα ψαξίματα, μέσα στην τέχνη, τα πιο διαφορετικά».


./..

Το κεφάλαιο τούτο θα είχε τίτλο «Το ποίημα» και θα ήταν ένα ξέτασμα, και θεωρητικό και απάνου σε παραδείγματα εφαρμοσμένο, της ποιητικής τέχνης, χρήσιμη, κατά τη γνώμη μου, δουλειά για το κάποιο λαγάρισμα θολωμένων νερών. Όμως ας μου συχωρέσουν όσοι μου κάνουν, υπομονετικοί καθώς είναι, την τιμή να διαβάζουν τούτα μου τα σημειώματα, να κρατήσω το μέρος αυτό για το παρακάτω κεφάλαιο, και να βάλω στη θέση του κάποιο άλλο ζήτημα. Στο ζήτημα τούτο μου δίνει αφορμή η απάντηση του κ. Καστρινού και η ανταπάντηση του «Κάποιου που δεν έχει έργο». Τον κ. Καστρινό τον ξέρω από τα λίγα του γραψίματα που έτυχε να πέσουνε στα μάτια μου, κυριώτερα δε από τη μελέτη και τη μετάδοση σ’ εμάς ρώσων τρανώνε λογογράφων, καθώς είναι ό Τολστόης. Θα τον ευχαριστούσα δε για όσα καλά φρονεί και δημοσιεύει απάνου στο όνομά μου, ανίσως δε νόμιζα πως κάνεις, μιλώντας, καλά κακά για το ταπεινό μου έργο, ‘γγίζει, θέλοντας μη θέλοντας, ζητήματα απρόσωπα, ώστε να είναι κάπως περιττό κάθε προσωπικό ευχαριστήριο. Όσο για τον «Κάποιο που δεν έχει έργο», τόνε στοχάζομαι άνθρωπο καλοπροαίρετο και ειλικρινή, αν και χρειάζεται κάποια συγκατάβαση όταν κανείς παρουσιάζεται ξέσκεπος, να πιάνει σοβαρές συζήτησες με προσωπιδοφόρους. Ας είναι. Ο «Κάποιος που δεν έχει όνομα» έφερε σπουδαιότατο ζήτημα : Ποια είναι τα δικαιώματα της κριτικής, και από που αρχίζουνε και που τελειώνουν τα σύνορα της. Υποθέτω πως ο Καστρινός δε φαντάστηκε ποτέ να φιλονικήσει το δικαίωμα μιας τόσο μεγάλης, τόσο πλατειάς και τόσο μπασμένης σε όλους τους κύκλους της ενέργειας και της πράξης ιδέας, καθώς είναι η σοσιαλιστική, να μετρά με τα μέτρα τα δικά της και την ποίηση και την τέχνη και τα έργα της φαντασίας˙ κι αν μπορεί να φιλονικηθεί το δικαίωμα τούτο, πάντα είναι ιστορικό, πάντα σημαντικό γεγονός πως ο σοσιαλισμός, καθώς ζητά να πλάση μια τέχνη, έτσι και την τέχνη τούτη στυλώνει και ξεκαθαρίζει με μια κριτική. Ό κ. Κ. κατακρίνει, φανερό είναι, την ανόητη χρησιμοποίηση του δίκιου τούτου, και το ξεμύτισμα της σοσιαλιστικής ιδέας εκεί που δεν την περιμένουν. Πολλοί βάζουνε στο σημάδι, και πάει χαμένος ο κόπος τους, και με τα ίδια όπλα που άλλοι κατορθώνουνε να χτυπήσουν ίσια. Η επιτυχία θέλει, πρώτ' απ’ όλα, γύμνασμα.
Ο «Κάποιος» αναφέρνει πως ένα «εγκριτώτατο» σοσιαλιστικό περιοδικό κ’ ένα άλλο σλαβικό «λούσανε στις βρισιές» και έκδοτη και κοινό από την αφορμή του ξανατυπωμού των έργων του Μωπασσάν. Ο Μωπασσάν χαραχτηρίζεται από τους τσεκουράτους αυτούς πολεμιστές «ψεύτης αδιάντροπος», σαν πολέμιος της σοσιαλιστικής ιδέας. Λυπάμαι, γιατί έτσι, καθώς ανώνυμα και αόριστα σημειώνει τα περιοδικά ταύτα ο επιστολογράφος, δεν μπορούμε να τα βρούμε, για να αποχτήσουμε, ανίσως και μας είναι βολετό, μιαν άμεση αντίληψη της κριτικής τούτης, ώστε να κατορθώσουμε πολύ πιο καλοσυνείδητα να την κρίνουμε. Κ' εδώ φαίνεται πόσο είναι χρήσιμα και πόσο σοφά, σε τέτοιου είδους συζήτησες, οι παραπομπές και τα πιστά παραβάλματα στα λόγια μας των ξένωνε λόγων˙ έτσι ευκολύνεται η εξέλεγξη. Ανάγκη λοιπόν να βασιστώ στη σημείωση του Κάποιου. Βρίσκω πως οι «βρισιές» δεν προστέτουν τίποτε στη δύναμη του διαφεντεμού μιας ιδέας και πως τα στόματα που αφρίζουν, οι γροθιές που προτείνονται, οι γκριμάτσες και οι μούντζες, δεν μπορούνε σε τίποτε να παραβγούνε μπροστά στην υψηλή γαλήνη του έντον’ ασάλευτου και σαν αγαλματένιου προσώπου που διαλαλεί ό,τι πιστεύει πως είναι η αλήθεια. Εχτός αν η βρισιά, εχτός αν το άφρισμα είναι τόποι, είναι τρόποι για να ξεσκεπάσουνε και για να ξεχυθούν, όχι τα νεύρα του ταρασμένου συζητητή, μα ο θυμός κάποιου μεγαλοφάνταστου πολέμαρχου του Λόγου. Η Τέχνη όλα τα ομορφαίνει. Σοί Κύριε! Μα η παρατήρηση τούτη είναι παραπανιστή. Το κυριώτατο στο ζήτημα μας είναι: Βρίσκω πως είναι για να ξαφνίσει και είναι πολύ άτυχο, για να μας δείξει κάνεις την ψευτιά μιας τέχνης, να διαλέξει συγγραφέα σαν το Μωπασσάν. Ο συγγραφέας αυτός ξυπνά μπροστά στα μάτια και του φιλολογικά θρεμμένου αναγνώστη και του φιλόλογου κριτικού τονειροφάντασμα της καλλιτεχνικής αλήθειας. Ανάμεσα στους πραγματιστές τεχνίτες του λόγου που φανήκανε, ξεχωριστά στη Γαλλία και στην Ευρώπη, στο δεύτερο πενηντάχρονο του περασμένου αιώνα, είναι ο κατεξοχήν αντικειμενικός, να πούμε, ο απάνου απ’ όλους αληθινός, μαθητής καθώς είναι και συνεχιστής της επιστημονικής καλολογίας του μεγάλου Φλωμπέρ. Τα έργα του δεν τα διαπερνά καμιά πρωτότυπη, καμιά τρανή φιλοσοφική σκέψη˙ τα γιομίζει όλα και πιο πολύ τα σύντομα διηγήματα του, καύχημα στην Ιστορία της γαλλικής φιλολογίας, κλασσικά στο είδος τους, η ζωή.
Μα η καλλιτεχνική αλήθεια όσο κι αν ζητά να παρασταθεί αντικειμενικότερα, είναι πάντα κάτι υποκειμενικό, κάτι που κρεμιέται από την προσωπικότητα του τεχνίτη, από τον τρόπο που κοιτά, από την τέχνη που μας ερμηνεύει τα κοιτάματά του. Η καλλιτεχνική αλήθεια διαφέρει πάντα αρκετά από την αλήθεια την επιστημονική. Ας αφήσουμε πώς και σ’ αυτή την επιστήμη η αλήθεια, καθώς δεν είναι κάτι τελειωτικό, έτσι και το κυνήγημά της γίνεται κατά τρόπους που θυμίζουν αρκετά τους δρόμους της τέχνης, τουλάχιστον εκεί που μεγάλοι επιστήμονες είναι οι κυνηγοί. Παρατηρήθηκε πως μαθηματικές κορφές, ένας Gauss, ένας Riemann, ένας Πουανκαρέ, έχουν ο καθένας τους στον τρόπο που αποδείχνουνε τα θεωρήματα τους, κάτι βαθιά προσωπικό, βαθιά και όλως διόλου και χαραχτηριστικώτατα διαφορετικό ο ένας από τον άλλο. Πολύ περισσότερο οι γιατροί με τη διαγνωστική τους. Ακόμα περισσότερο οι κριτικοί των έργων του Λόγου και της Τέχνης. Κριτικός από κριτικό, συχνά πυκνά, διαφέρει σαν ένα καλάθι κεράσια από ένα βράχο. Και γι’ αυτό είναι χωρισμένοι, μέσα στο διανοητικό κόσμο, σε δυο μεγάλα στρατόπεδα˙ σε δογματικούς και σε αναρχικούς˙ μέσα στα δυο τούτα χωρίσματα μπαίνουνε, συναπαντιένται, σπρώχνονται και συνταιριάζονται κάθε λογής ιδιοσυγκρασίες κριτικές. Και καθώς υπάρχουν ποιητές φανατικοί του όνειρου και φανατικοί της πραγματικότης, ποιητές ιδεαλιστές και ποιητές θετικιστές, ποιητές και με τα δυο στοιχεία τούτα, ποιητές απάνου κι από τα δυο στοιχεία τούτα, μα πάντα μεταμορφωτές, πάντα νοθευτές - ας μη φοβηθούμε τη λέξη - του άδολου κρασιού της ζωής, ή στο χειρότερο ή στο καλλίτερο, στο πιο μαύρο ή στο πιο ρόδινο, τεχνίτες που ζωγραφίζουνε, μα που δεν αντιγράφουνε, - έτσι και παράλληλα με τούτους υπάρχουν αναγνώστες ονειρόφιλοι και αναγνώστες πιστοί της ζωής, αναγνώστες φυσιολάτρες και αναγνώστες εραστές της ιδέας˙ ο καθένας τους βρίσκουν αληθινά τα έργα που εκφράζουνε τα ιδανικά τους˙ τα έργα που είναι βγαλμένα από άλλα εργαστήρια, τους φαντάζουν ψεύτικα. Πιο μετρημένοι θα είναι βέβαια οι αναγνώστες οι κριτικοί που θα μπορούνε να ξεδιαλύσουνε μέσα σε κάθε καλλιτέχνημα την αλήθεια τη δική του την ξεχωριστή.
Άλλο ομορφιά στη φύση και άλλο ομορφιά στην τέχνη. Μάλιστα υπάρχουν καλολόγοι που φρονούνε πως μόνο το όνομα έχουνε κοινό οι δυο τούτες όλως διόλου διαφορετικές ιδέες, και πως μάλιστα το κοινό τούτο όνομα ομορφιά για δυο πράματα που είναι άμοιαστα σε πολλά, δίνει αφορμές σε σύγχιση και σε θολώματα. Και μπορεί να μην έχουν άδικο.
Ο ίδιος ο Μωπασσάν, δημιουργός και κριτικός μαζί καλλιτέχνης, σαν κάθε ποιητής που αναγκάζεται από τη δύναμη των πραγμάτων, υστερ' από τη γέννα των παιδιών του, να πιστοποιήσει και τα δίκια τους, να πως ορίζει στον πρόλογο της μυθιστορίας του «Πέτρος και Γιάννης» τον ουσιαστικό χαραχτήρα του κριτικού: «Χωρίς μεροληψία, χωρίς από προτήτερα μορφωμένες γνώμες, χωρίς ιδέες παρμένες από τούτο ή από εκείνο το τεχνικό σχολειό, χωρίς καμιά προσήλωση σε ωρισμένην οικογένεια καλλιτεχνών, πρέπει ο κριτικός να καταλαβαίνει, να ξεχωρίζει και να εξηγεί όλες τις προσπάθειες και τις πιο αντίθετες, τις ιδιοσυγκρασίες τις πιο ενάντιες, και να παραδέχεται τα ψαξίματα, μέσα στην τέχνη, τα πιο διαφορετικά». Το ιδεώδικο τούτο υπόδειγμα του έργου του κριτικού βέβαια πως δεν μπορεί να εφαρμόζεται με όλη του την ιδεατή εντέλεια. Η κριτική είναι το μέτρο πού μπαίνει σε κάθε λογής επιστήμη, τέχνη, ιδέα, σκέψη, ενέργεια, για το ξεκαθάρισμα και για την προαγωγή τους. Μα κάθε ενέργεια, κάθε σκέψη, κάθε ιδέα, κάθε τέχνη, κάθε επιστήμη έχει τη δική της την κριτική˙ κι όσο πιο τελειωμένοι, όσο πιο ξεχωρισμένοι δείχνονται οι κύκλοι τούτοι, τόσο πιο ξεχωρισμένα, τόσο πιο τελειωμένα τα κριτικά τους μέτρα. Οι διαφορετικές τούτες κριτικές βοηθιένται, στην ανάγκη, αναμεταξύ τους κι αλληλοσυμπληρώνονται, μα δεν αναπληρώνονται και δεν πατάνε η μια κριτική τα σύνορα της άλλης, χωρίς θαλασσώματα, γλιστρήματα, αδικήματα. Ο Σαιντμπέβ για να τονώσει την κριτική του δύναμη, μαζί γνώση και τέχνη, άκουσε για καιρό ιατρικά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, μα δε σημαίνει τούτο πως του γίνηκε η φυσιολογία και η ανατομική αποκλειστικές ασχολίες, από απλά βοηθήματα. Και το ελάττωμα του Λομπρόζου και του Μαξ Νορδάου και όλων των κριτικών που βγαίνουν από τα ‘ργαστήρια τους είναι πως παραπολύ μεταχειρίζονται τη χοντροκάμωτη κάπως ζυγαριά της ψυχιατρικής στο ζύγιασμα των έργων των λεπτεπίλεπτων της μεγαλοφυΐας. Κορυφαίοι της σκέψης και της τέχνης πού αφήσανε τα σημάδια τους σε πολλαπλούς κύκλους της ανθρώπινης ενέργειας, λογικό είναι να γίνονται υποκείμενα πολλαπλών κριτικών, έξαφνα σαν το Ρουσσώ, που του γιόρτασαν τώρα τα διακόσια του χρόνια Γαλλία και Ελβετία, που είναι μαζί μέγας φιλόσοφος και μέγας ποιητής, και τα έργα του κολυμπάνε όμοια άνετα στα πέλαγα της πολιτικής, της ηθικής, της καλολογίας. Μα κι εδώ χρειάζεται προσοχή και ξεχώρισμα˙ ο Μπαρρές όταν από το βήμα της Βουλής χτυπά το Ζολά, χτυπά το Ρουσσώ, τους χτυπά όχι ο μεγάλος λογοτέχνης, που είναι ο Μπαρρές, μα ο αποκλειστικός πολιτευτής˙ και τα χτυπήματα του, που αν λογαριάζονται, λογαριάζονται πάντα πιο πολύ για τη λογοτεχνική τους δύναμη - πάντα η τέχνη ο σωτήρας - δεν παραλλάζουνε, ουσιαστικά, από τα χτυπήματα της Εκκλησίας λ. χ. και στο έργο τότε, και στη μνήμη τώρα του Θεόφιλου Καϊρη, του πρωτοστάτη και σ' εμάς εδώ του αδέσμευτου φιλοσοφικού λόγου, του πιο πολύτιμου δώρου που δόθηκε του ανθρώπου να χαρεί. Δυο μεγάλες δύναμες, από μιας αρχής, φιλονικάνε για τα σκήπτρα του βασίλειου της ιδέας˙ η Ηθική και η Αιστητική˙ η καθεμιά έχει τους αποστόλους της και τους κριτικούς της. Εδώ η Ζωή, δεμένη με κανόνες, που έξω απ’ αυτούς σωτηρία δεν υπάρχει˙ εκεί η Ζωή, που για να κρατιέται στο ύφος της, ελεύτερο πρέπει να αφήνεται το πανώριο της ξέσπασμα. Όσο κι αν λατρεύουν οι ηθικολόγοι την Αρετή σαν ομορφιά, όσο κι αν οι καλολόγοι πιστεύουν πως αρετή δεν είναι παρά η Ομορφιά, τα έργα που τα γεννά τούτ’ ή εκείν’ η πίστη σωστό να κρίνουνται από τη μεριά που τους ταιριάζει, πρώτ' απ’ όλα˙ αυτού είναι η αξία τους. Ηθική κ' Αιστητική, αυτόνομες πολιτείες, όσο κι αν έχουν ανάγκη σύμμαχων απ’ όξω. Και η σοσιαλιστική ιδέα, ιδέα ηθική, όσο κι αν υλιστικά εξηγεί ο σοσιαλισμός τα πράματα του κόσμου. (Υλισμός και ιδανισμός, συγκυβερνήτες. Τη γαλλική επανάσταση όμοια τη σπρώξανε οικονομικοί λόγοι και ο λόγος του Ρουσσώ). Για τούτο η σοσιαλιστική κριτική που ρίχνει το φως της για καλό απάνου στα έργα τα σοσιαλιστικά, δεν μπορεί παρά να σχοτίζει τα ζητήματα όταν εφαρμόζει τα δόγματα της απάνου σε έργα που μονάχα η φιλολογική κριτική μπορεί καθαρά να μας πει τι λογής είναι.
Διάβασα προ καιρού σε κάποιο περιοδικό (Documents du progrés) ένα φοβερό και δυνατό μανιφέστο τού Μάξιμου Γκόρκη εναντίον των «Κυνικών», καθώς ονομάζει ο νεοφώτιστος λογοτέχνης σοσιαλιστής τους πλουτοκρατικούς νοικοκυραίους και τη φιλολογία τους πέρα ως πέρα, και την αντίληψη που έχουνε του ωραίου στην Τέχνη. Αλύπητος είναι ο σοσιαλιστής κριτικός. Γκαπ και γκοπ το τσεκούρι του. Μα πόσα μέσα στην αποκλειστική του σάτιρα μας κάνει να ξανοίγουμε, και να στοχαζόμαστε «Καλά τα λέει!» Γιατί; Γιατί ξέρει και γράφει. Αυτό είν’ όλο το μυστικό που κάνει πειστικά τα λόγια του. Γιατί κάτου από τον αρνητή σοσιαλιστή, κάτου από τον καταφρονετή, σε πολλά, του Λόγου, είναι κρυμμένος ο τεχνίτης του Λόγου που γνωρίζει καλά κ’ εκείνα που προσβάλλει και που με τη ρητορική του, συγκινώντας μας, πείθει. Άξιος μαθητής του Τολστόη. Ο Τολστόης μου θυμίζει τη μακρόλογη και ψιλολογημένη μελέτη που έγραψεν απάνω στα έργα του Μωπασσάν. Κάθε φορά που τη διαβάζω δεν τη χορταίνω. Όχι γιατί βρίσκομαι σύμφωνος με όλα όσα μας διδάσκει. Τραγουδιστής εγώ, σερμένος από το πάθος της ομορφιάς και δεμένος με τη χρυσή αλυσίδα του Στίχου, όσο ταπεινός κι αν είμαι, αιστάνομαι πως κάτι μέσα μου επαναστατεί και διαμαρτύρεται κάτου από το βάρος της αντικαλλιτεχνιχής τολστοϊκής ιδεολογίας. Μα πως, θέλοντας μη θέλοντας, ο αταίριαστος ηθικολόγος Τολστόης μένει πάντα κ’ ένας λογοτέχνης κριτικός πρώτης γραμμής! Κάτου από το χριστιανικό του σοσιαλισμό ζει πάντα και καρδιοχτυπά ο καλολογικός του οίστρος. Αλύπητα χτυπά του Μωπασσάν την ανηθικότητα, δηλαδή την αδυναμία του να ξεχωρίζει την αρετή από την κακία, και να τα κρίνει όλα της κακίας άξια για να ζωγραφιένται. Μα και μαζί υπερέξοχα ξεχωρίζει το μεγάλο τάλαντο του Μωπασσάν, και ξεχωριστά, τη δύναμη του να ξανοίγει και να μας ζωγραφίζει όσα οι κοινοί άνθρωποι δεν μπορούνε να ξανοίξουν, δηλονότι το χάρισμα που κάνει την τέχνη του κατεξοχήν παραστατική πραγμάτων, χάρισμα που διαλαλούνε πέρα ως πέρα οι κριτικοί που αξίζουν τ’ όνομα, οι Βρυνετιέρ, οι Λανσόν και τόσοι άλλοι, όλως διόλου αντίθετα με το σοσιαλιστή κριτικό του κ. «Κάποιου που δεν έχει έργο». Και πως κάτου από την αντιπάθεια του απόστολου Τολστόη προς τα έργα της φυλής και της φιλοσοφίας του Μωπασσάν ξεμυτίζει η συμπάθεια του ρώσου μεγαλοτεχνίτη απεριόριστη προς το συντεχνίτη του το Γάλλο! Με ανάλογη δύναμη είναι σκαρωμένο και το βιβλίο του Τολστόη για το Σαιξπήρο. Μα στο βιβλίο τούτο, επειδή ακριβώς λείπει η συμπάθεια, το μέγα χάρισμα που, καθώς ανυψώνει τον ποιητή, εμπνέει και τον κριτικό στο δρόμο του, (με όσα κι α λένε όσοι της κριτικής τέχνης έχουνε μισή αντίληψη) στο βιβλίο τούτο κυριαρχεί αποκλειστικά μια παθολογική άρνηση που σε απελπίζει και σε κάνει να ξεφωνήσεις, με όλη τη φαινομενικά δυσκολοπολέμητη λογική της. Στην αρχή θυμώνεις, μα ύστερα στοχάζεσαι: ο Τολστόης δεν μπορούσε να μιλήσει για το Σαιξπήρο παρά καθώς μίλησε. Δυο στοιχεία, η φωτιά και το νερό, σμίγουν και πολεμάνε μέσα στο βιβλίο τούτο˙ δυο σύμβολα που φιλιωμό δεν έχουνε: ο ρώσος, σύγκαιρος των πρώτων αποστολικών καιρών˙ ο χριστιανός και ασκητής˙ ο Σαιξπήρος, όλη η Αναγέννηση του 16ου αιώνα, η αδιάφορη στην ηθική, η άθρησκη, η νοσταλγική λάτρισσα των αρχαίων ειδώλων, όλη λαγνεία και ποίηση. Και η γαλήνη ξαναχαϊδεύει σου την ψυχή.
./..