30 Νοεμβρίου 2021

[στην αρχαία οδό λιθαγωγίας στην Πεντέλη, 25.11.2021]

Στο παρόν παρουσιάζουμε λίγες εικόνες από την αρχαίο οδό λιθαγωγίας, στη νότια Πεντέλη, η οποία (σύμφωνα με το  topoguide) ξεκινούσε από την περιοχή τής σημερινής πλατείας Αγ. Τριάδας, στην Παλιά Πεντέλη, και κατέληγε στη Σπηλιά τού λήσταρχου Νταβέλη. 
Η διαδρομή (στην επιστροφή ακολουθήσαμε την αντίθετη πορεία) έχει σημειωθεί στο χάρτη από τη wikimapia που ακολουθεί.


















Ξεκινήσαμε από την πλατεία Αγ. Τριάδας, περάσαμε από την πέτρινη γέφυρα πάνω από το ρέμα Πολυδρόσου Χαλανδρίου, που βρίσκεται λίγες εκατοντάδες μέτρα μετά την πλατεία:




















Δίπλα της βρίσκεται μια παλιά προβιομηχανική παραδοσιακή ασβεστοκάμινος:


















Από εκεί συνεχίσαμε το μονοπάτι, με κάποια σημάδια να είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:























------



















Στο μονοπάτι διακρίνονται ίχνη αρχαίων αρματοτροχιών:























------























Ενώ λίγο παραπάνω διακρίνονται πέτρινα αναλημματικά τοιχία στήριξης τής αρχαίας οδού λιθαγωγίας. Εδώ η αρχαία οδός είναι εμφανής αφού το έδαφος είναι πολύ πιο πετρώδες και δεν έχει διαβρωθεί όσο σε χαμηλότερα υψόμετρα, στους αιώνες που πέρασαν από την κατασκευή της και το πέρας τής λειτουργίας της άρα και συντήρησής της. 

























------




















Στα τελευταία δε μέτρα της, πριν την περιοχή τής Σπηλιάς τού λήσταρχου Νταβέλη, διατηρείται σε άριστη κατάσταση και το πέτρινο της κατάστρωμα.























Τη Σπηλιά τού λήσταρχου Νταβέλη την είχαμε δει στο παρόν blog και παλαιότερα.  Οι εικόνες όμως σε τέτοια μέρη δεν εξαντλούνται:





















Στην επόμενη, μέσ’ από το χώρο τού Ι.Ν. Αγίου Σπυρίδωνος και Νικολάου, στο άνω μέρος τού φυσικού παράθυρου στο βράχο, διακρίνεται υποτυπώδης σπηλαιώδης διάκοσμος.























Στην επόμενη, από τον τοίχο δίπλα στην είσοδο τής Σπηλιάς, διακρίνονται κρύσταλλοι χαλαζία:


     




















-------


29 Νοεμβρίου 2021

Πέντε ποιήματα τού Bertolt Brecht σε μετάφραση Φάνη Τουλούπη.


Γυρισμός

Την πατρική μου πόλη πώς να βρω; 
Ακολουθώντας σμήνη βομβαρδιστικών 
γυρίζω σπίτι.
Πού να ‘ναι πια; Κει που θεόρατα 
βουνά καπνών υψώνονται.
Κει μες στις φλόγες 
είναι.

Η πατρική μου πόλη πώς να με δεχτεί;
Πριν από μένα φτάνουν βομβαρδιστικά. Σμήνη θανάτου 
σας μηνούν το γυρισμό μου. Η πυρκαγιά 
πριν απ’ το γιο πηγαίνει.


Κωπηλασία, συνομιλία

Είναι βράδυ. Γλιστρούν μπροστά
δυο βάρκες, μέσα
δυο γυμνά παλικάρια. Πλάι πλάι κωπηλατώντας 
κουβεντιάζουν. Κουβεντιάζοντας 
κωπηλατούν πλάι πλάι.


Άσχημο πρωινό

Η λεύκα γοητεία ξακουστή στον τόπο μας
σήμερα τόσο γέρικη. Η λίμνη
τέλμα με ξεπλύματα, μη πλησιάζετε!
Οι φούξιες κάτω απ’ το λυκόστομο φτηνές και τιποτένιες. 
Γιατί ;
Απόψε είδα στ’ όνειρο δάχτυλα να με δείχνουν 
καθώς λεπρό. Ήταν φθαρμένα απ’ τη δουλειά 
κι ήταν σπασμένα.
Ανίδεοι / εκραύγασα
γεμάτος ένοχή.


Το σκυλί

Ο κηπουρός μου λέει: Το σκυλί
είναι γερό και γνωστικό κι αγορασμένο 
τον κήπο να φυλάει. Μα σεις 
το μάθατε να είναι φίλος των ανθρώπων. Με τι 
θα βγάζει το ψωμί του!


Καιροί δύσκολοι

Ορθός μπροστά στο γραφείο μου
κοιτάζω απ’ το παράθυρο στον κήπο την κουφοξυλιά 
και ξεχωρίζω κει κάτι σαν άλικο και μαύρο 
και ξαφνικά θυμάμαι την κουφοξυλιά 
των παιδικών μου χρόνων στο Άουξμπουρκ.

Για κάμποσα λεπτά στοχάζομαι
στα σοβαρά, μην πρέπει απ’ το τραπέζι
να πάρω τα γυαλιά μου
τις μαύρες ρώγες στ’ άλικα κλαδάκια να ξαναντικρύσω.


Πηγή: Δοκιμασία - περιοδική έκδοση λογοτεχνικού προβληματισμού. Τεύχος 5 (1974).

28 Νοεμβρίου 2021

27 Νοεμβρίου 2021

Δύο ποιήματα τού Alun Lewis σε μετάφραση Κλείτος Κύρου και παρουσίαση του από τον μεταφραστή.

Ο Άλαν Λούις ήταν Ουαλός και γεννήθηκε στα 1915. Συνεχίζει την παράδοση του Ώντεν, αλλά σ’ έναν κόσμο όπου τα κοινωνικά προβλήματα είναι πιο περίπλοκα κι ο ίδιος υποτάσσεται — δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά — στις περιπέτειες και στην πειθαρχία του στρατού. Η ποίηση του Λούις είναι πάντα ευκολονόητη, πάντα διανοητική, αλλά μιλάει κυρίως για ιδιωτικές και όχι για δημόσιες υποθέσεις. Όπως ο Σίντνεϊ Κιζ, έτσι κι ο Λούις θα δεχτεί σημαντικές επιδράσεις από τον Ρίλκε και από τον Έντουαρ Τόμας, τον λυρικό εγγλέζο ποιητή (κάτι ανάλογο με τον δικό μας Τέλλο Άγρα) που σκοτώθηκε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Μολονότι μισούσε τον πόλεμο, δεν είχε ωστόσο καμιά αμφιβολία για την τελική του έκβαση. Ποτέ, λ.χ., δεν υπήρξε αντιδραστικός ειρηνόφιλος. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, ήταν δάσκαλος σ’ ένα σχολείο της Νότιας Ουαλίας όπου είχε για μαθητές τα παιδιά των ανθρακωρύχων της περιοχής. Παράτησε αμέσως τη δουλειά του και παρουσιάσθηκε εθελοντής από τους πρώτους, γιατί πίστευε ότι έπρεπε να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Αντίκριζε τον πόλεμο σαν μια αναπόφευκτη πάλη με το φασισμό, που είχε σαν επακόλουθο την πνευματική ανελευθερία και την υλική ωμότητα. Στο διάστημα που βρισκόταν ακόμη στην Αγγλία, πρόλαβε να τυπώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Η αυγή των βομβαρδιστικών» (1942) καθώς και τη μοναδική του συλλογή διηγημάτων «Η τελευταία επιθεώρηση» (1942). Μετά το θάνατό του, το Μάρτη του 1944 στη Βούρμα, τυπώθηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Γέλωτες εν μέσω σαλπίγγων» (ό τίτλος παρμένος από τον «Ιώβ»). Ο Λούις είχε ένα ζωηρό συναίσθημα πως δεν θα γύριζε πίσω. Στην παρουσία του θανάτου άλλωστε χρωστάει και η  ποίησή του την πληρότητά της. Πίστευε σ’ έναν καλύτερο κόσμο, σε μια θριαμβική αυγή που θα έδιωχνε οριστικά τα φοβερά σκοτάδια του πολέμου:
... και στο σκοτάδι τα ευαίσθητα τυφλά χέρια 
πλάθουν την καυτή πίσσα της νύχτας 
σ’ όμορφες ζωγραφιές αυγής...
Τα δύο ποιήματα που δημοσιεύονται, ανήκουν στη συλλογή «Η αυγή των βομβαρδιστικών». Το κλασσικό πια «Έβρεχε ολημερίς» αναφέρεται στο ραδιοφωνικό πόλεμο του 1939-40, όπως ονομάστηκε, γιατί γινότανε με ραδιοφωνικές εκπομπές κι όχι με μάχες. Την εποχή εκείνη ο στρατός στην Αγγλία στρατοπέδευε στην ύπαιθρο βαριεστισμένος και απελπισμένος με την απραξία του, κι ο διανοούμενος που είχε στρατευθεί δεν έβρισκε καμιά διέξοδο στην πλήξη του.


Έβρεχε ολημερίς...

Έβρεχε ολημερίς, κι εμείς στην άκρη του βάλτου
Ξαπλώναμε στ’ αντίσκηνα, κατσούφηδες κι ανόρεχτοι σαν τους χωριάτες,
Μουσαμάδες και κουβέρτες απλωμένες στο λασπωμένο χώμα 
Κι από το πρώτο σκυθρωπό εγερτήριο δε βρήκαμε
Κανένα καταφύγιο απ’ τη λεπτή βροχή που ακροβολίζονταν 
Κι από τον άνεμο που φούσκωνε και πλατάγιζε τη λινάτσα 
Κι απ’ τα υγρά τεντωμένα σχοινιά που τρίβονταν και τριζοκοπούσαν.
Γλιστρούσε ολημερίς η βροχή, κύμα και όνειρο και καταχνιά, 
Μουσκεύοντας τα σπάρτα και τα ρείκια, ένας χείμαρρος αραχνοΰφαντος
Πολύ ανάλαφρος για να σαλέψει τα βαλανίδια που καθώς τ’ άρπαζε
Απότομα ο γαρμπής από τις θήκες τους, κροτάλιζαν
Πάνω στο αντίσκηνο και στ’ ανυψωμένα ονειροπόλα μας πρόσωπα.
Κι εμείς τανυζόμασταν, λύνοντας τις τιράντες μας,
Καπνίζοντας ένα Γούντμπαϊν, πλέκοντας βρομόλογα, 
Διαβάζοντας τα κυριακάτικα φύλλα — είδα και μιαν αλεπού 
Και το σημείωσα στην κάρτα που έγραψα βιαστικά στους δικούς μου· —
Κουβεντιάζαμε για κορίτσια και για μπόμπες που θα ρίχναμε στη Ρώμη,
Και συλλογιζόμασταν τους ήρεμους νεκρούς και τις ηχηρές διασημότητες
Που μας εξωθούσαν στη σφαγή, και τα κοπάδια με τους πρόσφυγες·
— Κι ωστόσο τους συλλογιζόμασταν άτονα, βαρύθυμα, σχεδόν αδιάφορα
Όπως τους εαυτούς μας, ή όπως εκείνους
Που χρόνια αγαπήσαμε, και που ξανά
Θ’ αγαπήσουμε μπορεί και αύριο· μα τώρα είναι η βροχή 
Που μας κατέχει ολότελα, το σούρουπο και η βροχή.

Και δεν μπορώ να θυμηθώ άλλο που να μ’ ευχαριστεί πιο πολύ 
Από τα παιδιά που έβλεπα το Σάββατο στο δάσος 
Τινάζοντας φλογάτα κάστανα για τα χαρούμενα παιχνίδια του σχολειού,
Ή από το μαλλιαρό καρτερικό σκυλί που με ακολουθούσε 
Στο Σιτ και Στιπ κι επάνω ψηλά στο δασωμένο λιθοσωρό 
Μέχρι το Σόουλντερ ο Μάττον όπου ο Έντουαρ Τόμας ώρες βυθίζονταν σε ρεμβασμούς
Για το θάνατο και για την ομορφιά — ώσπου ένα βόλι τού σταμάτησε το τραγούδι.


Οι νικημένοι
«Πιο γρήγορα θα ξοδευτεί το αίμα του μέχρι να πάει στου γάμου 
το γιορτάσι. Θα λείψει η αμάχη ανάμεσα σε σένα και σε μένα· 
κάλλιο για σε θα κάνω, να σε παινέσω με τραγούδι».
(Ουαλικό ποίημα, 7ος-8ος αιώνας)

Η παληκαριά μας είναι μύθος παλιός. 
Αφήσαμε τη γη των γονιών μας.
Η μοίρα ήταν ο εχθρός μας.

Ο κόσμος ήταν μες στα χέρια μας
Και τον πετάξαμε σα μια δεκάρα
Που ήταν ανώφελο να την κρατάς.

Πιότερη αγάπη δεν ξανάγινε
Σιμά στον Τίγρη και τον Ευφράτη
Απ’ όση στην περήφανη μας χώρα.

Φυλαχτό μας ήταν ο έρωτας.
Πάνω στη μάχη μάς ετύφλωσε
Των γυναικών ο θρήνος.

Οι λαβωματιές μας στράγγισαν,
Μέσα τους σπαρταρούν σκουλήκια·
Χύθηκε όλος ο σπόρος ο γοργός...

Αχ! Μαύροι εμείς που η λαχτάρα μας για ζωή 
Ήταν μια πράσινη στα μάτια μας σχισμή 
Κι είμαστε στο σκοτάδι μας σοφοί,

Δόξα, τιμές και λεβεντιά ξεχνώντας
Μες στο σκοτάδι αυτό απ’ όπου ήρθαμε.


Πηγή: Δοκιμασία - περιοδική έκδοση λογοτεχνικού προβληματισμού. Τεύχος 5 (1974).

26 Νοεμβρίου 2021

[στη ρεματιά τής Ραπεντώσας, 20.11.2021]

Για την ύπαρξη, εγκαταλελειμμένου πια, συστήματος μεταφοράς νερού (και πιθανόν σωζόμενων τμημάτων υδραύλακα) από τους ορεινούς όγκους τής Πεντέλης και του Διονυσοβουνίου, με αφορμή την γκρεμισμένη παλιά υδατογέφυρα στη θέση 38°06’38’’N 23°55’34’’E σε υψόμετρο 157 μ., η οποία συνέδεε τις νοτιοανατολικές παρυφές τού Διονυσοβουνίου με τις βόρειες τού όρους Σκάρπα, είχαμε κάνει αναφορά πρόσφατα .
Η αναζήτηση τους, στην παρούσα ανάρτηση, περιορίστηκε στις ανατολικές παρυφές τού όρους Σκάρπα καθώς, τα όποια συστήματα μεταφοράς νερού, θα είχανε κατασκευαστεί σε αυτές αφού πέρασμα προς το όρος Αγριλίκι θα προϋπόθετε την κατασκευή και μιας ακόμα τουλάχιστον υδατογέφυρας, πάνω από το ρέμα Ραπεντώσα, και έργα σε πολύ πιο επικλινές και πετρώδες έδαφος, κάτι περιττό από τεχνικής πλευράς.
Η υδατογέφυρα είναι παλιά και σίγουρα θα κατασκευάστηκε πριν από την έλευση τού 20ου μ.Χ. αι. και όπως αναφέραμε βρίσκεται σε υψόμετρο 157 μ.
Στο χάρτη που ακολουθεί έχει σημειωθεί η διαδρομή που ακολουθήσαμε, μέσω της οποίας και επιστρέψαμε, από τον Αγ. Γεώργιο Βρανά. Επίσης έχουνε σημειωθεί κρίσιμα υψομετρικά τής διαδρομής και του ρέματος.

























Η διαδρομή ακολούθησε το μονοπάτι μέχρι λίγο πριν το δεύτερο μικρό φράγμα, στο σημείο που το μονοπάτι διασταυρώνεται, σε υψόμετρο 136 μ., με ρέμα το οποίο κατεβαίνει από το όρος Σκάρπα. Εκεί πήραμε ένα μονοπάτι που κατεβαίνει προς την κοίτη και κινείται δίπλα της ή πάνω της. Το εν λόγω μονοπάτι καταλήγει κάτω από το βόρειο μέρος τού φράγματος τής Ραπεντώσας.
Τα στοιχεία τα οποία βρήκαμε – σίγουρα θα υπάρχουνε και άλλα, ίσως πολύ περισσότερα, αλλά η πυκνότητα τής βλάστησης και οι ανά καιρούς προσχώσεις από φυσικά αίτια στις ανατολικές παρυφές τού όρους Σκάρπα, δεν επέτρεψαν στην καταγραφή περισσότερων στοιχείων – και έχουμε απεικονίσει φωτογραφικά είναι (παρουσιάζονται κατά μήκος τής διαδρομής από τα βόρεια προς τα νότια):

Α) Ακριβώς κάτω από τον Αγ. Γεώργιο Βρανά, δίπλα στο μονοπάτι, έχουν αποκαλυφθεί λίγα μέτρα σωλήνες μεταφοράς νερού από πλαστικό και αμίαντο, ενωμένοι με σιδερένιο σύνδεσμο.
























Β) Πέτρινο τοιχίο, λίγα μέτρα κάτω από το ύψος τού μονοπατιού, προστασίας από τη διάβρωση.

















Γ) Δύο φρεάτια λίγα μέτρα κάτω από το ύψος τού μονοπατιού.  Σηκώνοντας το καπάκι από το δεύτερο (3η και 4η εικόνα) διακρίνονται σκουριασμένα μια βάνα και ένα μεταλλικό ταυ, μέσω των οποίων ρυθμιζόταν η παροχή νερού και σε κάθετο (προς τα κάτω στο ρέμα) σωλήνα. Οι σωλήνες ήτανε από πλαστικό και αμίαντο. 



















Δ) Και άλλο πέτρινο τοιχίο, λίγα μέτρα κάτω από το ύψος τού μονοπατιού, προστασίας από τη διάβρωση.


Ε) Δύο ακόμα φρεάτια. Από αυτά οι εικόνες αφορούνε το τελευταίο, το οποίο βρίσκεται στο ψηλότερο υψόμετρο, στα 147 μ., (από τα τέσσερα που είδαμε - τα φρεάτια προχωρώντας νότια ανεβαίνουν υψομετρικά ) και ακριβώς δίπλα στο μονοπάτι. Σε αυτό δεν φαίνεται να υπάρχει διακλάδωση αλλά βάνα ελέγχου τής ροής (σε σωλήνα θαμμένο, που δεν διακρίνεται).


















Στ) [Συνεχίζοντας, το μονοπάτι γίνεται κατηφορικό. Το ακολουθήσαμε για λίγο ακόμα μέχρι το σημείο που αρχίζει να γίνεται ανηφορικό, στο σημείο αυτό διασταυρώνεται με ρέμα, το οποίο κατεβαίνει από το βουνό Σκάρπα, σε υψόμετρο 136 μ. Εκεί ακολουθήσαμε ένα μονοπάτι που κατεβαίνει προς την κοίτη.]
Λίγο πριν το δεύτερο φράγμα, στην κοίτη τού ρέματος Ραπεντώσα, στο σημείο που το ρέμα, το οποίο αναφέραμε λίγο νωρίτερα, βγαίνει στην κοίτη τού ρέματος Ραπεντώσα, η διάβρωση από το νερό κατέστρεψε το πέτρινο τοιχίο, το οποίο βρίσκεται στο δυτικό μέρος (προς το όρος Σκάρπα) της κοίτης και περίβαλε σωλήνα μεταφοράς νερού από αμίαντο, ο οποίος και αποκαλύφτηκε. 



















Από εκεί συνεχίσαμε νότια κατά μήκος ή παράλληλα στην κοίτη. Περάσαμε:
το δεύτερο φράγμα:

















ένα μέρος γεμάτο πεσμένα βράχια προϊόντα λατόμευσης:
















το τρίτο μικρό φράγμα (περισσότερο μια διαμόρφωση στην κοίτη):


















και φτάσαμε στο φράγμα τής Ραπεντώσας από τη βόρεια πλευρά του:



















Με βάση τα ανωτέρω και μη έχοντας διαθέσιμη κάποια άλλη πληροφορία, για τη μεταφορά νερού από τις βόρειες πλαγιές τής Πεντέλης και της νότιες και ανατολικές τού Διονυσοβουνίου προς την κοιλάδα τού Μαραθώνα, μπορούμε να πούμε (μάλλον υποθέσουμε) ότι:
- και να υπήρξε παλιό σύστημα μεταφοράς νερού με υδραύλακα αυτό έχει σκεπαστεί από τα χώματα
- δίπλα στην κοίτη τού ρέματος Ραπεντώσα υπάρχει σωλήνας από αμίαντο, που κατά τόπους αντικαταστάθηκε από μαύρο πλαστικό, μέσα σε πέτρινο προστατευτικό τοιχίο, μεταφοράς νερού. Χαμηλότερα στο ρέμα, κοντά στην έξοδο του στην περιοχή τού Βρανά, ο σωλήνας απομακρύνεται από το ύψος της κοίτης παίρνοντας κατεύθυνση προς τον Αγ. Γεώργιο Βρανά.
- ψηλότερα από την κοίτη, στις παρυφές τού όρους Σκάρπα, υπάρχει και άλλο σύστημα σωληνώσεων (θαμμένων στο έδαφος) μεταφοράς νερού (που σχετίζεται με τα φρεάτια) το οποίο, με βάση τα υψομετρικά στοιχεία, θα έφερνε νερό από το όρος Σκάρπα. Πιθανόν δε η βάνα στο τέταρτο φρεάτιο, το οποίο βρίσκεται ψηλότερα από τα άλλα, να σχετιζότανε με κάποια υπόγεια πηγή ή φλέβα νερού ενώ φαίνεται ότι από αυτό το σύστημα μεταφοράς, νερό πήγαινε, μέσω κάθετων προς το ρέμα σωλήνων, προς αυτό που βρισκότανε χαμηλότερα προς την κοίτη. Τα τοιχία που αναφέραμε νωρίτερα κατά πάσα πιθανότητα κατασκευαστήκανε για να προστατεύουν από τη διάβρωση σημεία επιρρεπή σε διάβρωση και από την αποκάλυψη των σωληνώσεων.  
- τα υπόψη δίκτυα, από σωλήνες αμιάντου, είναι μεταγενέστερα της υδατογέφυρας και αυτός είναι ο λόγος που πιστεύω ότι θα υπήρξε και άλλο με υδραύλακα (πέτρινο), μέσα στον οποίο πιθανόν να περνούσε σιδερένιος σωλήνας. Δεδομένου ότι το φράγμα τής Ραπεντώσας είναι πρόσφατο, ο υπόψη υδραύλακας θα πρέπει να ήταν λίγο ψηλότερα από την κοίτη, σε κάθε σημείο αυτής.