31 Μαΐου 2016

Χρήστος Νικόλης - Γέννησις

























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό πεντηκοστό όγδοο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, την ποιητική συλλογή του Χρήστου Νικόλη με τίτλο: "Γέννησις".

--------------


Χρώμα

Μισός αιώνας το άνυσμα του χρόνου
τη ζήση μου μετρά 
λιγοστά τα όνειρα
ακόμη πιο λίγα τα θέλω.

Στο δρόμο με προσπερνούν
σαν να μην υπάρχω
με κοιτούν επιφανειακά
αδιαφορίας επιστέγασμα
είναι φορές που ομοιάζει να είμαι αόρατος
άλλες, αυτές είναι χειρότερα, 
σαν να εξαϋλώθηκα
στη μορφή μου απευθύνονται
σε πληθυντικό αριθμό
ευγενείας δείχνει το πρέπον
φόρο στα φαιά μου μαλλιά 
παρηγοριά αποτελεί 
τω ματαίω
οικτίρεται βουβά εις τον αιώνα.

Μια απόφαση πήρα
στήριγμα επιτακτικώς ανάγκης είναι
μην κατακρημνιστώ
από αύριο θα φορώ μόνο λευκό πουκάμισο.
περιχαρακωμένο σύμβολο του κενού.

Αναστάτωση μέμφεται η ανεξάρτητη αρχή
πως προκαλώ εις την επετηρίδα.

29 Μαΐου 2016

Ερωτηματικά - IV


σαν πόσες νότες,
στο θρόισμά του,
στο μίλημα του πεύκου;
(27.05.2016)

28 Μαΐου 2016

... για την ώρα της βροχής ...


























[ρέμα Κοκκιναρά, Κηφισιά, 24.05.2016 09.57]

Ας μιλήσουμε για την ώρα της βροχής.
Αυτής που απ’ το καμένο το βουνό τη στερήσαμε.
Αυτής που τα νερά της με ορμή ζητάνε τη θάλασσά τους να βρούνε.
Ας μιλήσουμε για την ώρα που η αυλαία θ’ ανοίξει οιωνό να πει στην τραγωδία που μας σχεδιάζουμε.

27 Μαΐου 2016

Ευρυδίκη Αμανατίδου - Αραμπέλα/ Τα όρια της πίστης



























Τον Μάιο του 1859, ο Άγγελος Κράλης καταφεύγει στις Κυκλάδες, στο απομονωμένο νησί της Κατένας, έναν αντιφατικό τόπο όπου συνυπάρχουν ορθόδοξοι και καθολικοί, γαιοκτήμονες και δουλευτές της γης, στην Ελλάδα του Βαυαρού Όθωνα. Εκεί θα αναλάβει την επιστασία των κτημάτων του ισχυρού Στέφανο Καστίγιο, ενώ ο έρωτάς του για την Αραμπέλα, ανιψιά του Καστίγιο, θα τορπιλίσει την εύθραυστη ισορροπία στο χωριό της Βέργας ώσπου το μίσος θα γίνει ανεξέλεγκτο.

Τον Μάρτιο του 2002, οι δρόμοι τριών, φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους, ανθρώπων συναντιούνται σε μια δημοπρασία. Ο Λουκάς Αργέντης, δισέγγονος του Άγγελου Κράλη και κληρονόμος ενός πύργου στην άκρη του πουθενά, ο Σέργιος Παλαζίνι, ευγενής της Κατένας και τελευταίος απόγονος του Καστίγιο, και η Κύνθια Καστελάνου που η ομοιότητά της με την Αραμπέλα θα δώσει αφορμή για κάθε είδους εικασίες, θα γίνουν σύμμαχοι και αντίπαλοι για να αποδείξουν ότι η αγάπη νικάει τη φθορά και τον θάνατο.

Ένα μυθιστόρημα για τα όρια της πίστης, ρευστά όσο και οι εποχές που διατρέχει. 

Κατεβάστε το εδώ.

25 Μαΐου 2016

Ελένη Κοφτερού, Γιώργος Πρίμπας - Πιθέματα

























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό πεντηκοστό έβδομο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, την κοινή ποιητική συλλογή χαϊκού: "Πιθέματα" της Ελένης Κοφτερού και του Γιώργου Πρίμπα. Να σημειωθεί ότι η σειρά των ποιημάτων χαϊκού, σε κάθε σελίδα, δεν έχει να κάνει με τον/την δημιουργό, αλλά με το ποιο προηγήθηκε χρονικά.     

-----

Εισαγωγή:

Μετέχοντας ως αναγνώστης στον ποιητικό διάλογο της Ελένης Κοφτερού και του Γιώργου Πρίμπα.

Μια από τις πλέον δύσκολες στιγμές της ποιητικής δημιουργίας είναι η πρόκληση των αισθήσεων που ενεργοποιεί την προσωπική ματιά και ακολούθως τη μαγική πυρά της έμπνευσης για να ολοκληρωθεί το ποίημα. Στον ποιητικό διάλογο εν προκειμένω, με μορφή χάι-κού, της Ελένης Κοφτερού και του Γιώργου Πρίμπα οι αισθήσεις πρωταγωνιστούν. Η οξυδερκής ποιητική ματιά τους, προ-σφέρει το σώμα και την ψυχή της καθημερινότητας που δε βλέπουμε, δεν ακούμε, δεν αγγίζουμε ή δεν κατανοούμε με τέτοιο ποιητικό τρόπο ώστε δεν γίνεται να την προσπε-ράσουμε. Και είναι αυτή η διαλεκτική των δεκαεφτά συλλαβών – με ποιητική μαστοριά δοσμένη – καθώς ενορ-χηστρώνει ιδανικά την καλλιγραφία της φύσης με την πραγ-ματικότητα που τυχαίως ή αδιάφορα αγνοούμε.

Ο ουρανός, το κοτσύφι, η χρυσαλίδα, η νύχτα, ο άνεργος, το φως, η μνήμη, ό,τι μας διψά στο "είναι" ή μας ορίζει στο" γίγνεσθαι", ενσαρκώνονται σε μια συνομιλία που κάθε λέξη και κομμάτι του σύμπαντος είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αν τελικά αγαπάμε την ποίηση, είναι γιατί μέσα από τέτοιους διαλόγους μας ταχυδρομεί στο φως δίχως να ζητά ανταλλάγματα.

Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος

23 Μαΐου 2016

O χρήσιμος.


Χώρος: Ένα γραφείο διευθυντή εταιρίας. Δεξιά και προς το μέσο της σκηνής υπάρχει ένα ξύλινης επένδυσης γραφείο διαγώνια προσανατολισμένο ως προς τη σκηνή πίσω από το οποίο διακρίνεται ένας άντρας γύρω στα πενήντα να διαβάζει ένα χαρτί. Στο δεξί του χέρι κρατάει ένα στυλό. Στο γραφείο του υπάρχουν ένα τηλέφωνο, ένα φορητό pc, μια θήκη (ταψάκι εισερχομένων - εξερχομένων) για χαρτιά και στο δεξί άκρο του γραφείου ένα φωτιστικό. Μπροστά στο γραφείο υπάρχουν δυο καρέκλες επισκεπτών και μεταξύ τους ένα μικρό τραπεζάκι. Πίσω από το γραφείο, στον τοίχο υπάρχει ένα παράθυρο καλυμμένο από κατεβασμένα στόρια. Στο μέσο της σκηνής, στο βάθος διακρίνεται μια βιβλιοθήκη διπλή γεμάτη κλασέρ και μπροστά της και λίγο αριστερά ένα ξύλινο στρογγυλό τραπέζι συσκέψεων με τέσσερις καρέκλες. Αριστερά προς το μέρος των θεατών υπάρχει μια κλειστή ξύλινη πόρτα και δίπλα της ένας καλόγερος για πανωφόρια όπου κρέμεται σε κρεμάστρα ένα σακάκι. Τέλος στην οροφή υπάρχουν δυο σειρές φώτα γραφείου αναμμένα.                  

Κτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνει. Αφού ακούσει: Κα Καίτη σας το είπα και νωρίτερα! Θα σας πω εγώ πότε και αν θα τον φωνάξω! ... Ναι, να περιμένει έξω. Ευχαριστώ. Το κλείνει μάλλον απότομα. Μειδιώντας χαιρέκακα: Έτσι είναι κ. Αναστασίου. Τα πράγματα αλλάζουν. Σημειώνει κάτι στο χαρτί που κρατά και συνεχίζει να το διαβάζει. Το πρόσωπό του, στο οποίο αποτυπώνεται, διακριτικά πάντως, μια έπαρση, παραμένει ήρεμο χωρίς συσπάσεις ή περιττές κινήσεις. Μόνο τα μάτια του μερικές φορές κλείνουν ελαφρά και ταυτόχρονα μαζεύουν τα χείλη του δείχνοντας αποφασιστικότητα σε αυτό που σκέφτεται να κάνει. Πώς μπορώ να ξεχάσω πέρσι όταν πήγες και κάρφωσες τον Τάκη για κείνο το λάθος στην αποθήκη. Λάθος!; Σιγά… κάποιες διπλοεγγραφές σε εξαγωγές υλικών είχε περάσει ο νέος αποθηκάριος που ισχυρίστηκες ότι σκόπιμα… ναι! σκόπιμα είχες πει, αλλά χωρίς αποδείξεις… έτσι ακριβώς είχες πει (γιατί ποτέ δεν έγραφες αναφορές): «Τις συγκάλυψε σκόπιμα σε βάρος των συμφερόντων της εταιρίας για να μην φαίνονται οι διαφορές στο στοκ των ανταλλακτικών οι οποίες δεν δικαιολογούνται». Διαφορές ασήμαντης αξίας Αναστασίου, λίγων εκατοντάδων ευρώ που πόσες φορές δεν είχαμε διαγράψει στο παρελθόν; Αλλά τότε, βλέπεις, υπεύθυνος ήταν άλλος. Φίλος σου… Φίλος σου; Έχεις εσύ φίλους; Σταματάει για λίγο να μονολογεί χωρίς να συνεχίζει και το διάβασμα. Κοιτάει προς το άλλο μέρος του χώρου του γραφείου. Και σου το ‘χε πει ο Τάκης: «Μην πεις τίποτα για μια δυο μέρες. Ναι, λάθος… λάθος του νέου αποθηκάριου στον πανικό του από την απειρία του, να περάσει διπλοεγγραφές αντί να περιμένει και να ψάξει λίγο καλύτερα. Άσε να δούμε μήπως βρίσκονται κάπου.» Σκόπιμα είχες πει… Σκόπιμα!... «Θα υπογράψω», έτσι σου είχε πει ο Τάκης, «ότι τα αποθέματα είναι εντάξει και αν μέχρι αύριο δεν βρεθούνε, θα δω τι θα κάνω». Εξάλλου Αναστασίου ποιος να τα ‘χε πάρει και τι να τα ‘χε κάνει; Εκτός από τα δικά μας μηχανήματα πουθενά αλλού δεν θα μπορούσανε να χρησιμοποιηθούνε. Τον πανικό του νέου αποθηκάριου εξάλλου εσύ είχες φροντίσει να τον συντηρείς για να πουλήσεις εκδούλευση στο διευθυντή. Είχε κάνει το λάθος να ‘ρθει να σου το πει – δεν σε ήξερε βλέπεις και είχες φροντίσει, μόλις είχε έρθει στη δουλειά, να του πεις ότι εσύ είσαι για κάθε πρόβλημα – αντί να μιλήσει μόνο στον Τάκη, Και ο Τάκης πάλι, δεν σε ήξερε; Κόλλησε το μυαλό του; Μα, να ‘ρθει και να σου πει ότι θα υπογράψει ότι είναι εντάξει τα αποθέματα; … Καθίκι! Σκέφτηκε, έτσι νομίζω, ότι δεν θα βιαστείς να τους καρφώσεις αφού ο Τάκης ήτανε τόσα χρόνια στην εταιρία, με άριστο όνομα και πολύ παλαιότερος σου. Πού να ‘ξερε πόσο κάθαρμα είσαι; Σκέφτεται λίγο. Ήτανε! Από τη μέρα που τον διώξανε χαθήκαμε. Μου χρέωσε βλέπεις ότι δεν τον είχα βοηθήσει. Και τι να ‘κανα; Τα ανταλλακτικά βρεθήκανε μια βδομάδα μετά πάνω στο χαλασμένο φορτηγό. Μίλησα στο διευθυντή, του είχα πει ότι: «να, κανείς δεν τα πήρε, εδώ ήταν», αλλά ήταν απόλυτος. Είχες φροντίσει… Εξάλλου για σένα έλεγε ότι του ήσουνα πραγματικά χρήσιμος. Γιατί; Τι ακριβώς έκανες; Χωρίς αντικείμενο ήσουνα. Όλη τη μέρα γύριζες. Σύμβουλός του, δηλαδή το καρφί του, ήσουνα… Δεν τον ξαναείδα. Θα μπορούσαμε να κάνουμε, τώρα που ανέλαβα εγώ διευθυντής, πολλά με τον Τάκη, αλλά χάθηκε. Το τηλέφωνό του δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή και η κόρη του το μόνο που μου είπε ήταν να μην την ενοχλήσω πάλι… Θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλά Τάκη αλλά χάθηκες. Δεν σε κατηγορώ… Σε καταλαβαίνω… Δεν έχεις θέση εδώ, Τάκη… Κοκκινίζει, δαγκώνει τα χείλια του και ξεροκαταπίνει. Κοιτάει για κάποια ώρα το χαρτί που κρατάει μπροστά του. Το βλέμμα του σταδιακά παγώνει. Στην αρχή διστάζει αλλά το σκίζει σε πολλά κομμάτια και το πετάει. Σηκώνει το τηλέφωνο. Κα Καίτη παρακαλώ να διαγράψετε τον αριθμό πρωτοκόλλου της απόλυσης του κ. Αναστασίου από το βιβλίο και να φροντίσετε να διαγράψετε το θέμα ώστε να μην φαίνεται. Ναι, και πείτε του παρακαλώ να περάσει.


(20.05.2016)

22 Μαΐου 2016

στο ΑΤΜ.


Χώρος: Σε μια σκηνή με ελάχιστο φωτισμό υπάρχει μόνον ένα μηχάνημα ανάληψης μετρητών(ΑΤΜ) το οποίο φωτίζεται από ένα προβολέα.

Ένας άντρας γύρω στα 35-40 εμφανίζεται και με βιαστικές κινήσεις κατευθύνεται προς αυτό, βγάζει από το πορτοφόλι του μια κάρτα την οποία βάζει γρήγορα στη σχισμή υποδοχής, πατάει κάποια νούμερα και περιμένει. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα η κάρτα βγαίνει με ένα διακριτικό ήχο. Τη βάζει πίσω στο πορτοφόλι του και με γρήγορες κινήσεις βάζει μια άλλη κάνοντας τις ίδιες κινήσεις η οποία όμως και πάλι βγαίνει με τον ίδιο ήχο. Ξεστομίζοντας μια βρισιά βγάζει μια τρίτη και κάνει ακριβώς τις ίδιες κινήσεις. Περιμένει κουνώντας νευρικά τα δάχτυλα του χεριού του δίπλα στο πληκτρολόγιο με τους αριθμούς. Ακούγεται ένας ήχος που δείχνει ότι το μηχάνημα επεξεργάζεται τα στοιχεία και κατόπιν ένα μήνυμα εμφανίζεται στην οθόνη.

Α- (ειρωνικά) Παρακαλώ περιμένετε επεξεργαζόμαστε τα στοιχεία. 
Α- Δε μπορώ να περιμένω, βιάζομαι! Δε θα φάω όλο μου το βράδυ εδώ! Τελείωνε.
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ακούγεται πάλι ο ήχος που δείχνει ότι το μηχάνημα επεξεργάζεται τα στοιχεία και αμέσως μετά νέο ένα μήνυμα εμφανίζεται στην οθόνη.
Α- Τι λέτε ρε ηλίθιοι; Άκου έχω καλύψει το όριο! Ούτε δέκα μέρες δεν πάνε που πλήρωσα τη δόση και μέσα σε αυτές δεν την έχω χρησιμοποιήσει.
Πατάει ένα πλήκτρο στο πληκτρολόγιο του ΑΤΜ και η κάρτα βγαίνει. Την παίρνει και κρατώντας τη βγάζει ένα κινητό από την τσέπη του και καλεί...

Α- Ναι γεια σας. Πήγα να σηκώσω χρήματα με την πιστωτική μου κάρτα και δε μπορούσα γιατί μου έλεγε ότι είχα ξεπεράσει το όριο...
Α- Ναι την έχω, δεν την κράτησε...
Α- Και που μπορώ να καλέσω;
Α- Αύριο!; Κι εγώ που χρειάζομαι χρήματα τώρα τι θα κάνω;
Α- Όχι κύριε δε μπορώ να περιμένω μέχρι το πρωί! Τώρα τα χρειάζομαι!
Α- Ακούστε κάτι, αυτό που θέλω είναι να μου πείτε γιατί, ενώ πλήρωσα τη δόση πριν καμιά δεκαριά μέρες κανονικά και δεν έχω στο μεταξύ χρησιμοποιήσει την κάρτα, μου λέει ότι δεν έχω υπόλοιπο;
Α- Τι θα πει δε μπορείτε, τώρα! Να κόψετε το λαιμό σας και να μπορέσετε! Πείτε μου ποιον να πάρω; Είναι ανάγκη να σηκώσω χρήματα τώρααααααααααααααα!
Α- (με πολύ έντονο εκνευρισμό) Το 'κλεισε! Το 'κλεισε! Ο μαλάκας το 'κλεισε! Μου το 'κλεισε!
Καλεί και πάλι...
Α- Ναι γεια σας. Είχα πάρει και νωρίτερα και μου απάντησε κάποιος συνάδελφός σας και με έβρισε...
Α- Όχι δε θυμάμαι το όνομα...
Α- Ναι το ξέρω ότι όλα καταγράφονται. Θα πρέπει να τα ξαναπώ;
Α- Καλά. Λοιπόν, πήγα να σηκώσω χρήματα με την πιστωτική μου κάρτα και δε μπορούσα γιατί μου έλεγε ότι είχα ξεπεράσει το όριο...
Α- Ναι την έχω, δεν την κράτησε, αλλά σας παρακαλώ καίγομαι με καταλαβαίνετε; Δε μπορώ να περιμένω μέχρι αύριο το πρωί. Είναι μεγάλη ανάγκη!
Α- Όχι κυρία μου, πριν καμιά δεκαριά μέρες πλήρωσα τη δόση μου κανονικά και από τότε δεν την έχω χρησιμοποιήσει πάλι...
Α- Τι θα πει, δε μπορείτε να κάνετε εσείς κάτι τώρα;
Α- Να δοκιμάσω πάλι; Εντάξει, αλλά φοβάμαι ότι κάποιος δικό σας εκεί δεν πέρασε την πληρωμή της δόσης.
Α- Δεν ξέρω αν γίνονται αυτόματα ή όχι, ξέρω, όμως, ότι χρειάζομαι επειγόντως χρήματα, ξέρω ότι κανονικά έπρεπε να μπορώ να σηκώσω και δεν καταλαβαίνω γιατί, αλλά δε μου βγάζει.
Α- Τι θα πει περιμένουν και άλλοι στην αναμονή; Με μένα δηλαδή τελειώσατε; Να θυμάστε ότι αυτό δε θα περάσει έτσι! Θα σας καταγγείλω!
Α- Ναι, θα σας καταγγείλω! Το ακούσατε;! Θα σας καταγγείλω!
Α- Το 'κλεισε! Μου το 'κλεισε και αυτή! Ηλίθιοι! Σας βάλανε εκεί ποιος ξέρει με τι γλείψιμο και νομίζετε ότι κάτι είσαστε και βασανίζετε τον κόσμο!
Βάζει την κάρτα που κρατούσε στη σχισμή του ΑΤΜ και πατάει κάποιους αριθμούς στο πληκτρολόγιο.
Α- Δε μπορεί, κάποιο λάθος θα έγινε! Σίγουρα! Αφού έχω πληρώσει!
Σχεδόν αμέσως ακούγεται ο ήχος που δείχνει ότι το μηχάνημα επεξεργάζεται τα στοιχεία και μετά ένα μήνυμα εμφανίζεται στην οθόνη.
Α- Την κράτησε! Δεν το πιστεύω! Την κράτησε! Για λόγους ασφαλείας, λέει!... Μαλάκες!
Αρχίζει να  πατάει ένα πλήκτρο στο ΑΤΜ με μανία...
Α- Βγάλε τη ρε. Βγάλε τη! Θα πάω αλλού! Δε μπορεί οι κωλο-τράπεζες να μας κλέβουν ασύστολα και να μη μιλάει κανένας. Θα σας καταγγείλω, ρε! Κλέφτες! Βγάλε τη ρε! Βγάλε τηηηηη!
Σταματάει για λίγο και κοιτάει την οθόνη πολύ αναστατωμένος.
Α- Τίποτα! Μου την κράτησε. Ούτε να πάω σε άλλο γαμημένο μηχάνημα δε με άφησε! Αλήτες! Τι θα κάνω τώρα;
Αρχίζει και πάλι να πατάει ένα πλήκτρο στο ΑΤΜ.
Α- Βγάλε τη ρε! Βγάλε τη! Θα πάω αλλού! Θέλω να πάω αλλού. Δε μπορεί επειδή κάποιος τεμπέλης - γιατί αυτό είναι! ναι! αυτό είναι!: Κάποιος τεμπέλης ξέχασε να βάλει χρήματα στο κωλο-μηχάνημα τους και με βασανίζουν για να μην παραδεχτούν ότι φταίνε... και θα μείνω κι όλη τη νύχτα άφραγκος! Θα πάω σε άλλη τράπεζα. Αυτό θα κάνω! Θα πάω σε άλλη, θα σηκώσω όσα χρήματα γουστάρω και μετά θα σας κάνω μήνυση. Θα ζητήσω αποζημίωση! Θα σας τσακίσω αλήτες!
Βγάλε τηηηηηηηηηηηηηηηηηηηη!
Για λίγο ησυχία με τον άντρα να κοιτά με βλέμμα μανιακού το μηχάνημα. Ξαφνικά κι ευρισκόμενος σε έξαλλη κατάσταση αρχίζει να χτυπάει με μανία το πληκτρολόγιο και να κλωτσάει το ΑΤΜ πότε ουρλιάζοντας άναρθρα και πότε φωνάζοντας επιθετικά: «βγάλε τη - βγάλε τη - βγάλε τη...». Μετά από λίγα λεπτά κι εξαντλημένος πια πέφτει γονυπετής πάνω στο μηχάνημα ανοίγοντας τα χέρια του σα να το αγκαλιάζει, κλαίγοντας και με τη φωνή του να ακούγεται να το εκλιπαρεί:  «βγάλε τη - βγάλε τη - βγάλε τη...». Η ένταση της φωνής του σταδιακά πέφτει μέχρι που παύει να ακούγεται παρεκτός ενός υπόκωφου κλάματος που κι αυτό σε λίγο σταματά. Ο φωτισμός σταδιακά ελαττώνεται μέχρι που γίνεται σκοτάδι.

(05.02.2010)

21 Μαΐου 2016

Φυγή.


Χώρος: Ένα δωμάτιο με ελάχιστο φωτισμό στο οποίο διακρίνεται μόνο ένας άντρας ο οποίος κάθεται σ' ένα τραπέζι και μονολογεί γράφοντας. Μια λάμπα φωτίζει μόνο το τραπέζι στο σημείο που γράφει. Δίπλα του κάτω στο πάτωμα ίσα, ίσα που διακρίνεται το περίγραμμα μιας βαλίτσας.
Η σκηνή ξεκινάει με τον άντρα να σκίζει σε μικρά κομμάτια ένα φύλλο χαρτί.

Όχι! Όχι! Δε θα τα γράψω όλα αυτά. Δεν υπάρχει λόγος. Τι σημασία έχει να αναφέρω τόσα για τα χρόνια που περάσαμε και πως άλλαξε... Τίποτα! Τρεις λέξεις είναι αρκετές. «Δεν αντέχω άλλο...
Γράφει.  
... και φεύγω».
Σβήνει νευρικά.
Το φεύγω δεν χρειάζεται, εννοείται! Σκέτο: «Δεν αντέχω άλλο». Τελεία. Ή μήπως θαυμαστικό; «Δεν αντέχω άλλο!». Ναι! Καλύτερα έτσι. Με θαυμαστικό!... Να δηλώνει το θαύμα της αντοχής μου...  Ίσως να έβαζα τρία θαυμαστικά. Ένα μετά από κάθε λέξη! Όχι τρία. Περισσότερα! Να γεμίσω το χαρτί θαυμαστικά! Και τους τοίχους... Έχουν αυτιά και ξέρουν. Μιλιά δεν έχουν. Αν τους ξύσουν, κάτω απ' τη μπογιά, θα τα βρούνε όλα τυπωμένα! Όλα όσα άδικα έχω ακούσει. Μόνο που θα χρειάζεται και κάποιος ειδικός, σαν αυτούς που αφαιρούνε τα διαδοχικά στρώματα από μπογιές από τους πίνακες για να τα βρούνε όλα. Αποκλείεται οι τοίχοι να τα χωρούσανε σε μια στρώση! Ποιος ξέρει πόσα επάλληλα στρώματα θα έχουν σχηματιστεί.
Κάνει κίνηση να σηκωθεί.
Άσε καλύτερα, ας τους ψάξουν οι ειδικοί. Εμένα τι με νοιάζει πια. Εγώ φεύγω. Δεν αντέχω άλλο και φεύγω. Και πολύ άντεξα. Άσε που θα με καθυστερήσει να ξύνω τους τοίχους και μπορεί και να γυρίσει και... Όχι, όχι! αυτό δεν το μπορώ. Πρέπει να φύγω γρήγορα. Τώρα!
Πάει να σκίσει το χαρτί που έγραφε, αλλά μετανιώνει.
Μάλλον όχι, έτσι θα το αφήσω, με τη μουτζούρα. Ναι είναι πιο ωραίο με τη μουτζούρα. Να δείχνει ότι κάτι πήγα να γράψω, να εξηγήσω, αλλά... βαρέθηκα! Ναι να φαίνεται αυτό. Ότι βαρέθηκα. Ούτε να εξηγήσω δεν ήθελα. Πρέπει να φαίνεται αυτό!... Ότι βαρέθηκα! Να εξηγήσω; Τι να εξηγήσω; Λες και δεν ξέρει και χρειάζεται και εξήγηση. Καμία εξήγηση! Ξέρει! Εξηγείς σε αυτόν που δεν ξέρει. Αυτή ξέρει! Άσε που μπορεί να το δείχνει και να λέει: «Κοιτάξτε πόσα ψέματα γράφει για να δικαιολογηθεί που με άφησε!» Ναι έτσι θα λέει: «Να δικαιολογηθεί που με άφησε». Όχι δε θα λέει «που με άφησε», «που με παράτησε», θα λέει. «Παράτησε»! Αυτή είναι η λέξη που θα χρησιμοποιεί. Το άφησε σημαίνει και ελευθέρωσε ενώ το παράτησε σημαίνει εγκατέλειψε.  «Εγώ», ναι θα βάζει το εγώ μπροστά όπως κάνει πάντα. Ήθελα να ήξερα ποιος δάσκαλος της έμαθε να ξεκινάει όλες τις προτάσεις με το εγώ; Λες και οι υπόλοιπες λέξεις δεν επιτρέπεται να είναι στην αρχή μιας πρότασης. «Εγώ, εγώ, εγώ...». «Εγώ του ήμουνα πάντα δίπλα». Ναι έτσι θα λέει: «πάντα δίπλα, ακόμα και τώρα που έτρεχα με τη μαμά τίποτα δεν του έλειψε. Μόνη μου», ναι έτσι θα λέει, «μόνη μου τράβαγα το κάρο με τη μαμά και σε αυτόν δεν έλειψε τίποτα. Έτρεχα» ναι έτσι θα λέει, «έτρεχα για να τα προλάβω όλα και να είμαι σε όλα συνεπής». «Και ήμουν!», ναι έτσι θα λέει, «και ήμουν». Ναι αλλά εγώ όταν έλειπε έκανα τα πάντα, αυτό δε θα το πει, και όταν ήταν εδώ, δεν ανέπνεα! Δεν υπήρχε οξυγόνο για μένα!... «Εγώ του ήμουνα πάντα δίπλα κι αυτός με παράτησε και με παράτησε τώρα που η μαμά έπεσε και χτύπησε και κάθε δεύτερο βράδι κάθομαι δίπλα της για να γυρίζει και κοιτάξτε, κοιτάξτε εδώ!, τι δικαιολογίες γράφει. Κοιτάξτε τι ψέματα γράφει για να δικαιολογηθεί που με παράτησε. Ναι! ψέματα και γελοίες δικαιολογίες. Και με παράτησε τώρα που χτύπησε η μαμά και αναγκάζομαι να πηγαίνω βράδυ παρά βράδυ να την προσέχω». Και γιατί πάει παρακαλώ; Γιατί η αδελφούλα της, της το ξεκαθάρισε: Αφού δε μπορεί, βέβαια μπορεί! όχι μπορείτε, μπορεί! Γιατί εγώ είμαι ο ανίκανος...  Αφού δε μπορεί, λοιπόν, να δώσει τα μισά τότε να έρχεσαι να κοιτάς τη μαμά κάθε δεύτερη μέρα μέχρι το επόμενο πρωί. Αυτός, εγώ δηλαδή! δε μπορεί, εσύ να υποφέρεις! Εγώ ο ένοχος! Λες και φταίω που έπεσε η μαμά! Αλλά «έτσι είναι», θα φωνάζει, «όταν δίνεις τα πάντα κανείς δε σε εκτιμά»... «Και περίμενε τώρα» , ναι θα το τονίσει το τώρα, «για να το σκάσει». Το χειρότερο κατηγορητήριο που υπάρχει. Καμία υπεράσπιση δεν το ανατρέπει... Δε με νοιάζει όμως... «Δεν αντέχω άλλο». Όχι καμία εξήγηση. Όχι ότι δε θα πει, αλλά δε θα μπορεί να το δείχνει. Δε θα μπορεί να εξηγεί. Άσε που μπορεί και να το σκίσει και να λέει: «Δεν ξέρω χάθηκε. Ήταν η μέρα που πήγαινα στη μαμά και καθόμουν όλη τη νύχτα και όταν γύρισα το πρωί είχε φύγει μαζί με κάποια πράγματά του και μια βαλίτσα. Δεν ξέρω», θα λέει, «ούτε ένα απλό σημείωμα δε βρήκα». «Όχι, δεν είχα καταλάβει κάτι», χα-χα-χα, έτσι θα λέει: «Δεν είχα καταλάβει κάτι». «Ήτανε να μετακομίσουμε και στο καινούργιο μας σπίτι». Εννοείται πως η μετακόμιση μας στο καινούργιο σπίτι θα είναι κριτήριο. Κριτήριο ότι όλα πήγαιναν καλά. Ποιο ζευγάρι πάει σε καινούργιο μεγαλύτερο σπίτι όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά;... Εμένα όμως δε με ρώτησε ποτέ αν μπορούσα. Αν μου έφταναν. Ποτέ δεν ασχολήθηκε. Πάντα έπρεπε να μπορώ. Τη νύχτα μέρα έκανα να μπορώ να της δίνω. Και λοιπόν; Και που το έκανα;  Πάντα έπρεπε να φέρνω περισσότερα! Δέκα χρόνια γάμου και είναι το τέταρτο σπίτι που θα μετακομίζαμε. Πάντα δε μας χώραγαν. Και αυτό σε δυο τρία χρόνια θα άρχιζε πάλι να το βρίζει ότι την πνίγει. Όταν το άκουγα αυτό, ότι «αυτό το σπίτι με πνίγει», ήθελα να την πνίξω. Καλά το πρώτο ήτανε μικρό, τα επόμενα όμως ήτανε μεγάλα και σε πολύ καλή θέση. Όταν τα έβλεπε τρελαινόταν από τη χαρά της και έλεγε για τις παιδικές φωνές που θα το πλημμύριζαν, τα παιδιά που θα κάναμε, αλλά μετά από ένα δυο χρόνια άρχιζε: «Με πνίγει»... Ναι αλλά αυτός που πνιγόταν να μπορέσω ήμουνα εγώ! Εγώ που ότι και να έκανα ποτέ της δεν το αναγνώρισε. Έπρεπε! Εγώ έπρεπε! Ενώ αυτή πρόσφερε! Εγώ έπρεπε, αυτή πρόσφερε. Και βέβαια το ευχαριστώ ανήκει σε αυτόν που προσφέρει και όχι σε αυτόν που οφείλει!... Ας μην αργώ άλλο. Μπορεί να γυρίσει όπου να 'ναι... Θα ξημερώσει σε λίγο... Πρέπει να φύγω. Θα το αφήσω στην κουζίνα...
Κάνει κίνηση σα να πάει να σηκωθεί...
Εδώ θα το αφήσω. Όχι στην κουζίνα. Θέλω να το δει αμέσως μόλις μπει! Αμέσως!
Σηκώνεται, πιάνει τη βαλίτσα, ανάβει ένα φως και ρίχνει μια ματιά στο δωμάτιο το οποίο διακρίνεται για πρώτη φορά από τους θεατές. Πρόκειται για ένα λιτό σαλόνι όπου όμως, στη άλλη άκρη του τραπεζιού που καθόταν, βρίσκεται πεσμένη κάτω, νεκρή, μια γυναίκα αιμόφυρτη κι ένα μαχαίρι γεμάτο αίματα. Τρέχει δίπλα της και μαζεύει ένα σπασμένο κομμάτι καθρέφτη. Κάτι είναι γραμμένο πάνω του με αίμα. Το διαβάζει: 
«ΔΕΝ! ΑΝΤΕΧΩ! ΑΛΛΟ!»

(11.12.2009)


20 Μαΐου 2016

19 Μαΐου 2016

Johannes Brahms - Symphony No. 4 in E minor, Op. 98.

Johannes Brahms - Symphony No. 4 in E minor, Op. 98 by Arturo Toscanini conducting BBC Symphony Orchestra. London, Queen`s Hall 03-05.06.1935

Movements
Allegro non troppo (ακούστε το εδώ)
Andante moderato (ακούστε το εδώ)
Allegro giocoso (ακούστε το εδώ)
Allegro energico e passionato (ακούστε το εδώ)

18 Μαΐου 2016

Χρήστος Κοτρώτσιος - Κρυψώνα


























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό πεντηκοστό έκτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, την ποιητική  συλλογή: "Κρυψώνα" του Χρήστου Κοτρώτσιου.

17 Μαΐου 2016

Ο παλιός φανός ...






































[Λουτράκι, 15.05.2016 15.54]

Ο παλιός φανός πάνω στα βράχια, εκεί που σμίγουνε τα λυσίπονα νερά των Γερανείων με τ’ αλάτια ανέμων δυτικών, εκεί που επιστρέφανε, υπό το κυρτό του φως, ροζιασμένα χέρια νύχτες ασέληνες φορτωμένα και σαφρίδια, απ’ τον παλιό καμωμένος χάλυβα λες και ξεχασμένος στέκει απ’ τον άνθρωπο και τη σκουριά.

16 Μαΐου 2016

Γιατί γράφω [George Orwell, μετ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Στέφανος Ροζάνης]


TA ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΓΙΑΤΙ ΓΡΑΦΩ
Ο ΛΗΡ, Ο ΤΟΛΣΤΟΙ ΚΑΙ Ο ΤΡΕΛΟΣ
ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ

















Γιατί γράφω 

ΑΠΟ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΗ ηλικία, ίσως κι από πέντε ή έξι χρονών, ήξερα πως όταν μεγάλωνα θα γινόμουν συγγραφέας. Ανάμεσα στα δεκαεφτά και στα είκοσι τέσσερα χρόνια μου, προσπάθησα να εγκαταλείψω αυτή την ιδέα, αλλά σ’ αυτή μου την προσπάθεια είχα την επίγνωση πως κακοποιούσα την πραγματική μου φύση και ότι αργά ή γρήγορα θα βρισκόμουν αναγκασμένος να στρωθώ κάτω και να γράψω βιβλία.

Ήμουν το μεσαίο από τα τρία παιδιά της οικογένειας, αλλά με χώριζαν πέντε χρόνια από το πρώτο και πέντε από το τρίτο, και μέχρι που έφτασα οκτώ χρονών σπάνια έβλεπα τον πατέρα μου. Γι’ αυτό καθώς και γι’ άλλους λόγους ήμουνα κάπως μονήρης και σύντομα έβγαλα κάποιες κακότροπες ιδιοτροπίες που μ’ έκαναν αντιπαθητικό σ’ ολόκληρη τη μαθητική μου περίοδο. Είχα τη συνήθεια του μοναχικού παιδιού να κατασκευάζω ιστορίες και να ανοίγω κουβέντα με φανταστικά πρόσωπα, και νομίζω πως μιας εξαρχής οι λογοτεχνικές μου φιλοδοξίες αναμειγνύονταν με το αίσθημα πως ήμουν απομονωμένος και παραγνωρισμένος. Ήξερα πως είχα ευχέρεια στη χρήση των λέξεων και δύναμη ν’ αντιμετωπίζω δυσάρεστα γεγονότα, και ένιωθα πως αυτό δημιουργούσε ένα είδος ιδιωτικού κόσμου μέσα στον όποιο θα μπορούσα να βρω τη δική μου δικαιολογία για την αποτυχία μου στην καθημερινή ζωή.

Εντούτοις η ποσότητα των σοβαρών - δηλαδή των σοβαρών προθέσεων - γραπτών που παρήγαγα κατά τη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων δεν θα ‘φτανε τις έξι σελίδες. Έγραψα το πρώτο μου ποίημα τεσσάρων ή πέντε χρονών, υπαγορεύοντας το στη μητέρα μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα σχετικά μ’ αυτό παρά μόνο πως μιλούσε για έναν τίγρη κι ο τίγρης είχε «δόντια σαν χαίτη» - μια φράση αρκετά καλή, αλλά φαντάζομαι πως το ποίημα ήταν μια λογοκλοπή του «Tiger, Tiger» του Μπλαίηκ. Στα έντεκά μου χρόνια, όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1914-18, έγραψα ένα πατριωτικό ποίημα που δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα, καθώς κι ένα άλλο, δυο χρόνια μετά, για τον θάνατο του Κίτσενερ. Από καιρό σε καιρό, όταν μεγάλωσα λίγο ακόμα, έγραφα κακά και συνήθως ημιτελή «φυσιολατρικά ποιήματα» σε Γεωργιανό στυλ. [Οι «Γεωργιανοί» ήταν μια ομάδα ποιητών της μεταβικτωριανης περιόδου. Η ονομασία τους προέρχεται από τη «Γεωργιανή ανθολογία (1912-1922) όπου συνεργάστηκαν οι ποιητές αυτής της τάσης (Ρόμπερτ Μπρουκ, Γουώλτερ Ντέλα Μάρε, Ρόμπερτ Γκραίηβς, Τζων Μάσφηλντ κ.ά.)] Καταπιάστηκα επίσης μια δυο φορές μ’ ένα μικρό διήγημα που βγήκε φρικτή αποτυχία. Αυτή ήταν όλη κι όλη η, ας πούμε, σοβαρή εργασία που πέρασε στο χαρτί κατά τη διάρκεια όλων εκείνων των χρόνων.

Πάντως σ’ όλο αυτό το διάστημα μπλέχτηκα σε διάφορες λογοτεχνικές δραστηριότητες. Πρώτα πρώτα υπήρχε το κατά παραγγελίαν υλικό που παρήγαγα γρήγορα, εύκολα και χωρίς μεγάλη ευχαρίστηση. Εκτός από τη σχολική εργασία, έγραφα ευκαιριακούς στίχους [vers d’ occasion], ημικωμικά ποιήματα που μπορούσα να σκαρώσω με μια ταχύτητα εκπληκτική όπως μου φαίνεται τώρα -δεκατεσσάρων χρονών έγραψα μέσα σε μια εβδομάδα περίπου ένα θεατρικό έργο, κατά μίμηση του Αριστοφάνη, ολόκληρο σε ρίμα -, και βοηθούσα στην έκδοση έντυπων καθώς και χειρόγραφων σχολικών περιοδικών. Αυτά τα περιοδικά ήταν το πιο οικτρό κωμικό υλικό που μπορεί κανείς να φαντασθεί, και κόπιασα πολύ λιγότερο γι’ αυτό απ’ όσο θα κόπιαζα τώρα για την ελαφρότερη δημοσιογραφία. Αλλά παράλληλα μ’ όλ’ αυτά, επί δεκαπέντε χρόνια ή περισσότερο, εκτελούσα μια λογοτεχνική άσκηση εντελώς διαφορετικού είδους: Ήταν το γράψιμο μιας διαρκούς «ιστορίας» γύρω από τον εαυτό μου, ένα είδος ημερολογίου που υπήρχε μόνο μέσα στο μυαλό μου. Πιστεύω πως αυτό είναι μια κοινή συνήθεια των παιδιών και των εφήβων. Πολύ μικρό παιδί συνήθιζα να φαντάζομαι πως ήμουν, ας πούμε, ο Ρομπέν των Δασών, και να παριστάνω τον εαυτό μου ως ήρωα συγκινητικών περιπετειών, αλλά πολύ σύντομα η «ιστορία» μου έπαψε να ‘ναι ακατέργαστα ναρκισσιστική και γινόταν όλο και περισσότερο απλή περιγραφή του τι έκανα και του τι έβλεπα. Ώρες ώρες περνούσαν απ’ το μυαλό μου εικόνες όπως τούτη: «Έσπρωξε την πόρτα, άνοιξε και μπήκε στο δωμάτιο. Μια κίτρινη ηλιαχτίδα φιλτραρισμένη μέσ’ από τη μουσελίνα της κουρτίνας έπεφτε λοξά πάνω στο τραπέζι, όπου ένα μισάνοιχτο σπιρτόκουτο βρισκόταν πλάι στο μελανοδοχείο. Έχοντας το δεξί του χέρι μες στην τσέπη του πήγε προς το παράθυρο. Κάτω στον δρόμο μια καστανοκίτρινη γάτα κυνηγούσε ένα ξερό φύλλο» κλπ, κλπ. Αυτή η συνήθεια κράτησε μέχρι που ‘γινα περίπου είκοσι πέντε χρονών, όσο δηλαδή κράτησαν τα «μη λογοτεχνικά» μου χρόνια. Μολονότι έπρεπε να ψάξω, και έψαχνα για τις σωστές λέξεις φαινόταν σαν να ‘κανα αυτή την περιγραφική προσπάθεια κόντρα σχεδόν στη θέλησή μου, κάτω από ένα είδος εξωτερικής πίεσης. Η «ιστορία» υποθέτω πως πρέπει ν’ αντανακλούσε το ύφος τβν διαφόρων συγγραφέων που κατά καιρούς εθαύμαζα, αλλ’ απ’ όσο θυμάμαι διατηρούσε πάντα την ίδια λεπτόλογη περιγραφική ιδιότητα.

Γύρω στα δεκάξι μου ανακάλυψα ξαφνικά την απόλαυση των λέξεων ανεξάρτητα από το νόημά τους, δηλαδή τους ήχους και τις σχέσεις των λέξεων. Οι στίχοι από τον Χαμένο Παράδεισο:
So hee with difficulty and labour hard
Moved on: with difficulty and labur hee
οι όποιοι τώρα δεν μου φαίνονται και τόσο θαυμάσιοι, έφερναν ανατριχίλα, σ’ όλη μου τη ραχοκοκαλιά˙ και ο συλλαβισμός «hee» αντί για «he» ήταν μια επί πλέον ηδονή. Όσο για την ανάγκη της σωστής περιγραφής των πραγμάτων, ήξερα ήδη τα πάντα. Έτσι είναι σαφές τι είδους βιβλία ήθελα να γράψω˙ στον βαθμό που θα μπορούσα να πω πως ήθελα εκείνο τον καιρό να γράψω βιβλία, ήθελα να γράψω τεράστια νατουραλιστικά μυθιστορήματα, χωρίς ευτυχές τέλος, γεμάτα λεπτομερείς περιγραφές και εντυπωσιακές παρομοιώσεις, και επίσης γεμάτα από φανταχτερά εδάφια, όπου οι λέξεις θα χρησιμοποιούνταν μόνο για τον ήχο τους. Και στην πραγματικότητα το πρώτο μου ολοκληρωμένο μυθιστόρημα «Ημέρες της Μπούρμα», που το ‘γραψα στα τριάντα μου αλλά είχε σχεδιαστεί πολύ νωρίτερα, ανήκει μάλλον σ’ αυτή την κατηγορία.

Εκθέτω όλες αυτές τις πληροφορίες της προϊστορίας μου γιατί δεν νομίζω πως μπορεί κανείς να εκτιμήσει τα κίνητρα ενός συγγραφέα χωρίς να ξέρει κάτι από το ξεκίνημα της πορείας του. Τα θέματά του θα καθοριστούν από την εποχή μέσα στην οποία ζει -τουλάχιστον αυτό αληθεύει σε ταραχώδεις επαναστατικές εποχές σαν τη δική μας - αλλά πριν αρχίσει κάποτε να γράφει θα ‘χει φθάσει σε μια συναισθηματική στάση απ’ την οποία δεν πρόκειται ποτέ να ξεφύγει τελείως. Δουλειά του είναι, χωρίς αμφιβολία, να πειθαρχήσει την ιδιοσυγκρασία του και ν’ αποφύγει την προσκόλληση σε κάποιο ανώριμο στάδιο, ή σε κάποια κακότροπη διάθεση: αλλ’ εάν ξεφύγει τελείως απ’ τις πρώιμες επιρροές του θα έχει σκοτώσει το ορμέμφυτο προς το γράψιμο. Αν παραμερίσουμε την ανάγκη να κερδίσει κανείς τη ζωή του με τη συγγραφή, νομίζω πως υπάρχουν τέσσερα μεγάλα κίνητρα για το γράψιμο, εν πάση περιπτώσει για το γράψιμο πρόζας. Υπάρχουν σε διαφορετικούς βαθμούς μέσα σε κάθε συγγραφέα - και σε κάθε συγγραφέα οι αναλογίες ποικίλλουν από καιρό σε καιρό και ανάλογα με την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει. Τα κίνητρα είναι τα έξης
1) Ο καθαρός εγωισμός. Επιθυμία να φαίνεται κανείς δεξιοτέχνης, να μιλούν γι’ αυτόν, να τον θυμούνται μετά τον θάνατο του, να έχει τη θέση του ανάμεσα στους μεγαλύτερους που τον περιφρονούν όσο είναι παιδί κλπ. Είναι ψευτιά και ανοησία να ισχυριστούμε πως αυτό δεν είναι ένα κίνητρο, και μάλιστα ισχυρό. Οι συγγραφείς μοιράζονται αυτό το χαρακτηριστικό με τούς επιστήμονες, τους καλλιτέχνες, τους πολιτικούς, τους δικηγόρους, τους στρατιωτικούς, τους επιτυχημένους επιχειρηματίες - κοντολογίς με την αφρόκρεμα της ανθρωπότητας. Η μεγάλη μάζα των ανθρώπων δεν είναι στο έπακρο εγωιστική. Μετά τα τριάντα περίπου οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την ατομική φιλοδοξία - σε πολλές περιπτώσεις, πραγματικά, χάνουν σχεδόν τελείως την αίσθηση πως είναι άτομα - και ζουν κυρίως για τους άλλους, ή απλώς βουλιάζουν στη βιοπάλη. Αλλά υπάρχει επίσης η μειοψηφία των προικισμένων, των ανθρώπων με θέληση που προορίζονται να ζήσουν τη δική τους ζωή ως το τέλος - και οι συγγραφείς ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Οι μεγάλοι συγγραφείς θα ‘λεγα πως στο σύνολο τους είναι πιο ματαιόδοξοι και πιο εγωκεντρικοί από τους δημοσιογράφους, αν και δεν ενδιαφέρονται τόσο για το χρήμα.
2) Ο αισθητικός ενθουσιασμός. Η πρόσληψη της ομορφιάς που βρίσκεται στον εξωτερικό κόσμο ή, απ’ την άλλη μεριά, στις λέξεις και στη σωστή τους διευθέτηση. Η ευχαρίστηση που δίνει το σμίξιμο ενός ήχου μ’ έναν άλλον, η στερεότητα της καλής πρόζας ή η ευρυθμία ενός καλού διηγήματος. Η επιθυμία να συμμεριστεί κανείς μιαν εμπειρία που νιώθει πως αξίζει και πως δεν θα ‘πρεπε να τη στερηθεί. Το αισθητικό κίνητρο είναι πολύ ασθενικό σε πολλούς συγγραφείς, αλλά ακόμα κι ένας που γράφει μπροσούρες ή ένας που γράφει σχολικά βιβλία έχει τις αγαπημένες του λέξεις και φράσεις οι όποιες τον προσελκύουν - είτε για λόγους ψηφοθηρικούς είτε γιατί μπορεί να συγκινείται με την τυπογραφία, το πλάτος των περιθωρίων κλπ. Κανένα βιβλίο, από το επίπεδο ενός σιδηροδρομικού οδηγού και πάνω, δεν είναι τελείως απαλλαγμένο αισθητικών αποτιμήσεων.
3) Η ιστορική παρόρμηση. Η επιθυμία να δει κανείς τα πράγματα όπως είναι, ν’ ανακαλύψει τ’ αληθινά γεγονότα και να τα διαφυλάξει προς χρήση των μεταγενεστέρων.
4)Η πολιτική πρόθεση - χρησιμοποιώντας τη λέξη «πολιτική» στην πιο πλατειά της έννοια. Η επιθυμία να ωθήσεις τον κόσμο προς κάποια κατεύθυνση, να μεταβάλεις την ιδέα που οι άλλοι άνθρωποι έχουν για το είδος της κοινωνίας για το όποιο πρόκειται ν’ αγωνιστούν. Κι εδώ πάλι, κανένα βιβλίο δεν είναι αυθεντικά ελεύθερο πολιτικών προκαταλήψεων. Η άποψη πως η τέχνη δεν έχει καμιά δουλειά με την πολιτική αποτελεί η ίδια μια πολιτική στάση.


Είναι φανερό πόσο αλληλοσυγκρουόμενες ενδέχεται να είναι αυτές οι ποικίλες ενορμήσεις, και πόσο κυμαινόμενες από άτομο σε άτομο κι από εποχή σ’ εποχή.
Από τη φύση μου - θεωρώντας ως «φύση» την κατάσταση στην οποία καταφέρνει να φθάσει καθένας μας όταν πρωτογίνεται ενήλικος - είμαι ένας άνθρωπος στον όποιο τα τρία πρώτα κίνητρα θα μπορούσαν να νικήσουν το τέταρτο. Σε μια ειρηνική περίοδο ίσως να ‘χα γράψει περίκομψα ή απλώς περιγραφικά βιβλία και ίσως να μην είχα συνειδητοποιήσει ποιά ήταν η βαθύτερη πολιτική μου πίστη. Όπως ήρθαν, ωστόσο, τα πράγματα βρέθηκα αναγκασμένος να γίνω ένα είδος πολιτικού φυλλαδιογράφου. Σπατάλησα πέντε χρόνια σ’ ένα άβολο επάγγελμα (στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία, στη Βιρμανία) και κατόπιν υπόμεινα τη φτώχεια και την αίσθηση της αποτυχίας. Αυτό μεγάλωσε το φυσικό μου μίσος για την εξουσία και μ’ έκανε ν’ αποκτήσω για πρώτη φορά πλήρη επίγνωση της ύπαρξης της εργαζόμενης τάξης ενώ η δουλειά μου στη Βιρμανία μου ‘χε δώσει την ευκαιρία να καταλάβω κάπως τη φύση του ιμπεριαλισμού: αλλ’ αυτές οι εμπειρίες δεν ήταν αρκετές για να μού δώσουν ένα σαφή πολιτικό προσανατολισμό. Μετά ήρθε ο Χίτλερ, ο Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, κλπ. Με το τέλος του 1935 δεν είχ’ ακόμα καταφέρει να κατασταλάξω σε μια σταθερή απόφαση. Θυμάμαι ένα μικρό μου ποίημα, γραμμένο εκείνη τη χρονιά, που εκφράζει το δίλημμά μου

Διακόσια χρόνια πριν
Θα ‘μουν ίσως ένας παπάς ευτυχισμένος
Κηρύσσοντας για την αιώνια καταδίκη
Και βλέποντας τις καρυδιές μου να ψηλώνουν

Μα γεννημένος σε κακούς καιρούς, αλίμονο. 
Στερήθηκα εκείνο το τερπνό λιμάνι, 
Γιατί έχουν μεγαλώσει τα μουστάκια μου 
Κι όλ’ οι παπάδες είναι καλοξυρισμένοι.

Όμως κι αργότερα, οι καιροί ‘τανε καλοί. ΄
Κι εύκολα μέναμε ευχαριστημένοι, 
Νανουρίζαμε τις ταραγμένες σκέψεις μας 
Να κοιμηθούν στην αγκαλιά των δέντρων.

Τελείως ανήξεροι τολμούσαμε 
Εκείνες τις χαρές που σήμερα τις κρύβουμε˙
Ο σπίνος πάνω στον κλώνο της μηλιάς 
Μπορούσε να φοβίζει τούς εχθρούς μου.

Αλλά οι κοιλιές των κοριτσιών και τα βερύκοκα, 
Τ’ ασπρόψαρα στο σκιερό ποτάμι, 
Τ’ άλογα, οι πάπιες που πετάνε την αυγή, 
Αυτά όλα είν’ ένα όνειρο μονάχα.

Απαγορεύεται να ονειρευτούμε πάλι˙
Κρύβουμε τις χαρές μας ή τις κουτσουρεύουμε˙
Τ’ άλογα είναι από χρωμιούχο ατσάλι
Και θα τα καβαλούν κοντόχοντροι ανθρωπάκοι.

Είμαι η κάμπια που ποτέ δεν έβγαλε φτερά, 
Ο ευνούχος που δεν έχει ένα χαρέμι˙ 
Ανάμεσα στον κομισάριο και στον παπά 
Βαδίζω σαν τον Ευγένιο Αρέμη (*)

Και ο κομισάριος μου λέει το γραφτό μου 
Καθώς ακούγεται το ράδιο να παίζει 
Μα ο παπάς μού έχει τάξει ένα «Ώστιν Επτά» 
Πάντα πληρώνει για ένα τέτοιο αμάξι ο Μεγάλος.

Ονειρεύτηκα πως κατοικούσα σ’ αίθουσες μαρμάρινες 
Και ξύπνησα για να το δω στ’ αλήθεια˙ 
Δεν ήμουν γεννημένος για τούτη εδώ την εποχή˙ 
Ήτανε άραγε ο Σμιθ; Ήταν ο Τζών; Ήσουν εσύ;

[(*) Eugene Aram: Μυθιστορηματικός ήρωας ενός μυθιστορήματος του Bulwer Lytton (1803-1873) και ενός ποιήματος τού Τόμας Χουντ (1799-1845). Και τα δύο έργα είν’ εμπνευσμένα από την αυθεντική ιστορία του Eugene Aram ενός δασκάλου με ικανότητες κι ευγενικό χαρακτήρα πού δικάστηκε για φόνο και εκτελέστηκε στα 1759.]

Ό Ισπανικός πόλεμος και τ’ άλλα γεγονότα στα 1936-37 άλλαξαν την κατάσταση και μετά απ’ αυτό έμαθα που στεκόμουν. Κάθε γραμμή σοβαρού έργου που έχω γράψει από το 1936 γράφτηκε, άμεσα ή έμμεσα, εναντίον του ολοκληρωτισμού και υπέρ του δημοκρατικού σοσιαλισμού, όπως τον καταλαβαίνω. Μου φαίνεται ανοησία, σε μια περίοδο σαν τη δική μας, να νομίζει κανείς ότι μπορεί ν’ αποφύγει να γράψει για τέτοια πράγματα. Ο καθένας γράφει γι’ αυτά με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Το πρόβλημα είναι απλώς με ποιά πλευρά τάσσεται κανείς και με ποιόν τρόπο την προσεγγίζει. Κι όσο πιο πολύ συνειδητές είναι οι πολιτικές κλίσεις σου, τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχεις να δράσεις πολιτικά χωρίς να θυσιάσεις την αισθητική και πνευματική σου ακεραιότητα.

Αυτό που πάνω απ’ όλα θέλησα μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια είναι να μετατρέψω την πολιτική γραφή σε τέχνη. Το σημείο αφετηρίας μου είναι πάντα μια αίσθηση αγωνιστικότητας, μια αίσθηση της αδικίας. Όταν κάθομαι να γράψω ένα βιβλίο, δεν λέω στον εαυτό μου «Πρόκειται να κάνω ένα έργο τέχνης». Το γράφω επειδή υπάρχει κάποιο ψέμα που θέλω ν’ αποκαλύψω, κάποιο γεγονός στο όποιο θέλω να επισύρω την προσοχή, και το πρωταρχικό μου μέλημα είναι να δημιουργήσω ένα ακροατήριο. Αλλά δεν θα μπορούσα να καταπιαστώ με το γράψιμο ενός βιβλίου ή ακόμα ενός εκτεταμένου άρθρου σε περιοδικό, αν αυτό δεν αποτελούσε συγχρόνως και μια αισθητική εμπειρία. Οποιοσδήποτε εξετάσει προσεκτικά το έργο μου θα δει ότι ακόμα κι όταν αποτελεί μια ξεκάθαρη προπαγάνδα περιέχει πολύ από εκείνο το στοιχείο που ένας επαγγελματίας πολιτικός θα το θεωρούσε άσχετο με την πολιτική. Δεν μπορώ και δεν θέλω να εγκαταλείψω τελείως την κοσμοαντίληψη που απέκτησα στην παιδική μου ηλικία. Όσο θα είμαι ζωντανός και γερός θα συνεχίσω να προσελκύομαι από το ύφος της πρόζας, να αγαπάω τα επίγεια και να αντλώ ηδονή από στέρεα αντικείμενα και από ξεφτίδια άχρηστων γνώσεων. Είναι ανώφελη προσπάθεια να καταπιέσω αύτη την πλευρά του εαυτού μου. Το ζήτημα είναι να συμβιβάσω τις έμφυτες συμπάθειες και αντιπάθειές μου με τις βασικά δημόσιες, μη ατομικές δραστηριότητες που η εποχή τούτη πιέζει πάνω σε όλους μας.

Αυτό δεν είναι εύκολο. Εγείρει προβλήματα ερμηνείας και γλώσσας και θέτει μ’ έναν καινούργιο τρόπο το πρόβλημα της ειλικρίνειας. Ας δώσω ένα μόνο παράδειγμα του ωμότερου είδους της δυσκολίας που ξεπροβάλλει. Το βιβλίο μου για τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο «Φόρος Τιμής στην Καταλονία» είναι βέβαια ένα ανοιχτά πολιτικό βιβλίο, αλλά κατά κύριο λόγο είναι γραμμένο με κάποια ανεξαρτησία και έγνοια για τη μορφή. Προσπάθησα πάρα πολύ να πω σ’ αυτό το βιβλίο ολόκληρη την αλήθεια χωρίς να προδώσω το λογοτεχνικό μου ένστικτο. Αλλά μεταξύ άλλων περιέχει κι ένα εκτενές κεφάλαιο γεμάτο παραθέματα από δημοσιεύματα εφημερίδων και τα παρόμοια, για να υπερασπίσω τους τροτσκιστές που κατηγορούνταν ότι συνωμοτούσαν με τον Φράνκο. Σαφώς ένα τέτοιο κεφάλαιο, που μετά ένα δυο χρόνια θα έχανε το ενδιαφέρον του για κάθε κοινό αναγνώστη, χαντακώνει το βιβλίο. Ένας κριτικός που τον εκτιμώ μου τα ‘ψαλε για το κεφάλαιο αυτό. «Γιατί έβαλες όλη αυτή τη σαβούρα;» μου είπε. «Μετέτρεψες ό,τι θα μπορούσε να ‘χε γίνει ένα καλό βιβλίο σε δημοσιογραφία». Ωστόσο εγώ ήξερα πόσο ελάχιστοι στην Αγγλία είχαν μπορέσει να μάθουν, ότι κατηγορούνταν αθώοι άνθρωποι. Αν δεν είχα οργιστεί γι’ αυτό, δεν θα ‘χα γράψει ποτέ το βιβλίο.

Αυτό το πρόβλημα επανέρχεται με τη μια ή με την άλλη μορφή. Το πρόβλημα της γλώσσας είναι λεπτότερο και θα απαιτούσε πολύ χρόνο για να το συζητήσουμε. Θα πω μόνο πως τα τελευταία χρόνια προσπάθησα να γράψω με λιγότερη γραφικότητα και μεγαλύτερη ακρίβεια. Εν πάση περιπτώσει ανακάλυψα πως από τη στιγμή που τελειοποιείς έναν τρόπο γραφής, οφείλεις πάντοτε να τον υπερβαίνεις. Η «Φάρμα των ζώων» ήταν το πρώτο βιβλίο στο όποιο προσπάθησα, με πλήρη συνείδηση του τι έκανα, να συγχωνεύσω την πολιτική και την αισθητική σ’ ένα σύνολο. Έχω εφτά χρόνια να γράψω μυθιστόρημα αλλά ελπίζω πολύ σύντομα να γράψω. Προορίζεται να είναι αποτυχία, κάθε μυθιστόρημα είναι αποτυχία, αλλά ξέρω με κάποια σαφήνεια τι είδους βιβλίο θέλω να γράψω.

Κοιτώντας μια δυο σελίδες πίσω, βλέπω πως έκανα να φαίνεται σάμπως όλα μου τα κίνητρα για γράψιμο να ήταν εξ ολοκλήρου πολιτικά. Δεν θέλω να μείνει αυτό σαν τελική εντύπωση. Όλ’ οι συγγραφείς είναι ματαιόδοξοι, εγωιστές και τεμπέληδες και στο βάθος των κινήτρων τους βρίσκεται ένα μυστήριο. Η γραφή ενός βιβλίου είν’ ένας φοβερός εξαντλητικός αγώνας, σαν μια μακριά φάση κάποιας οδυνηρής αρρώστιας. Δεν θα αναλάμβανε κανείς μια τέτοια επιχείρηση αν δεν ωθούνταν από κάποιον δαίμονα που δεν μπορεί ούτε να του αντισταθεί ούτε να τον καταλάβει. Γιατί όλοι ξέρουν ότι ο δαίμονας είναι απλώς το ίδιο ένστικτο πού κάνει ένα μωρό να ξεφωνίζει για να προκαλέσει την προσοχή. Κι όμως είν’ εξ ίσου αληθινό πως δεν μπορεί να γράψει κανείς τίποτα που ν’ αξίζει να διαβαστεί αν δεν αγωνιστεί επίμονα ν’ απαλείψει την προσωπικότητά του. Η καλή πρόζα είναι σαν ένα τζάμι παραθύρου. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ποιά από τα κίνητρά μου είναι τα ισχυρότερα, αλλά ξέρω ποιά απ’ αυτά αξίζουν να τα ακολουθήσω.

Και κοιτώντας αναδρομικά όλο μου το έργο, βλέπω ότι κατά κανόνα όταν μου ‘λειπε ένας πολιτικός στόχος έγραφα άψυχα βιβλία και ξεστράτιζα σε φανταχτερά κατεβατά, σε προτάσεις δίχως νόημα, σε διακοσμητικά επίθετα και γενικά σε αερολογίες.

14 Μαΐου 2016

Ο υπάλληλος της ΔΕΗ.






























[πρώην Σ.Σ. Άργους 11.05.2016 10.38]

Εκείνο το πρωί - ποιας μέρας; ποιου μήνα; ποιου έτους; - κοίταξε τα χαρτιά και τα βρήκε πλήρη. Αίτηση, υπογραφές, εξουσιοδοτήσεις. Συμπλήρωσε με τη σειρά του την εντολή κίνησης για το εξωτερικό συνεργείο και μας χάρισε, για κάποιες δεκαετίες - μέχρι ο χρόνος ή κάποια απόφαση εξουσιοδοτημένου οργάνου ή κάποιος να τ’ αρπάξει για παλιοσίδερα, να ξέρουμε ότι εκείνο το πρωί - ποιας μέρας; ποιου μήνα; ποιου έτους; - κάπου μεταξύ εννέα και οκτώ λεπτά με εννέα και εννιά λεπτά της ώρας κατέβηκε το ρελέ του ηλεκτρικού ρεύματος και μιας ιστορίας στο σταθμό του τρένου στο Άργος.

13 Μαΐου 2016

12 Μαΐου 2016

Το θεώρημα του Πίντερ [Απόστολος Θηβαίος]

Το θεώρημα του Πίντερ
(αναδημοσίευση από 24grammata.com)

Στο πάρτι γενεθλίων είναι καλεσμένη όλη η πόλη. Όλες οι τάξεις, ακόμη και οι στρατιώτες και αυτοί ακόμη έχουν λάβει την πρόσκλησή τους. Η φιλοδοξία των διοργανωτών που εμφανίστηκαν απ΄ το πουθενά, σαν κάθε παρέκκλιση, είναι να μην λείψει κανένας. Ήρθαν ακριβώς την ώρα που όλοι εννοούσαμε την αναγκαιότητα της συνεισφοράς τους. Είχαμε επανειλημμένα προτείνει κάτι παρόμοιο, είχε γράψει ποιήματα, τους αποκαλούσαμε με όλα τα φριχτά ονόματα που θα μπορούσαμε για να δοκιμάσουμε νεύρα και αντοχές. Ντυμένοι με london cut κοστούμια που παραμένουν πάντα στη μόδα, όλο τρόπους και αβρότητες και κάτι ευφάνταστες, μηχανικές απαντήσεις που πρόδιδαν την εκπαίδευσή τους. Ο τυχερός ήταν ένας μοναχικός τύπος απ΄ την επάνω πόλη. Συντηρούσε τον εαυτό του μ΄ εποχιακές δουλειές, διάβαζε και μελετούσε. Και κρατούσε τις υποθέσεις του μακριά απ΄ αυτές των άλλων, κόντρα σ΄ αυτήν την εποχή της διάλυσης. Όταν επρόκειτο να του το πουν, εκείνο το πρωί σύσσωμο το πλήθος αφού πίσω τους οι άνθρωποι της εταιρείας έκρυβαν αναρίθμητους θαυμαστές, υποτελείς, παρατρεχάμενους, μεσολαβητές όλων των ειδών συγκεντρώθηκε στην πλατεία των εργοστασίων. Δεν υπάρχει μέρος με φήμη πιο ακέραια, τόπος πιο ιερός απ΄ αυτόν που φτιάχτηκε για όλες τις τάξεις. Εκεί καθόρισαν μια επιτροπή, αυτοί πρωτοστατούσαν και όλοι πίσω τους ακολουθούσαν για την απάνω πόλη. Ήταν ωραίο το πρωινό. Κάθε τόσο συναντούσαν χωρικούς που όλο έκπληξη παρατηρούσαν το ξαφνικό πλήθος των αναρριχητών. Ήταν εκατοντάδες, τινάζονταν επάνω στο πλάτωμα και προχωρούσαν. Στο μεταξύ οι άνθρωποι της εταιρείας είχαν ήδη επισκεφτεί τον άτυχο τύπο. Φερόντουσαν κολακευτικά στην οικοδέσποινα, μια μεσήλικη γυναίκα, ιδιοκτήτρια απ΄ τα νιάτα της αυτού εδώ του σπιτιού. Μετά άσκησαν όλη την επιρροή τους, του μίλησαν γλυκά, όπως στα παιδιά. Έπειτα άλλαξαν ύφος, το πρόσωπό τους σκλήρυνε, έλεγαν τις λέξεις με τρόπο που φανέρωνε υπονοούμενα. Ο άτυχος τύπος έστεκε αδέξια με τα χέρια στο τραπέζι. Οι άλλοι, της εταιρείας είχαν πια επιβληθεί, το πλήθος έρρεε από παντού, κατέκλυζε το μικρό ορίζοντα, ένα πλήθος ακατόρθωτο, βαλμένο με ψυχή στο σκοπό του. Λησμόνησα να σας πω πως αυτό το πλήθος ήταν ολότελα φανταστικό. Κάτι σαν το πλήθος των υποστηριχτών, πίσω απ΄ τους ανθρώπους της εταιρείας που κατεύθυναν για πάντα τον αιώνα απ΄ τη μικρή αυτή πλατεία.

Είναι σπάνιες οι στιγμές που ένα θεατρικό έργο μπορεί να φτάσει κοντά σε μια απ΄ τις αρχές της ποίησης. Τις ουσιώδεις, εκείνες που υπερβαίνουν θέματα μορφής και επεκτείνονται στο αίσθημα. Το Πάρτι Γενεθλίων του Πίντερ, διαβασμένο στην έξοχη μετάφραση του Παύλου Μάτεση δοκιμάζει τις αντοχές μας. Το κείμενο με τις ανάσες και την καθοδήγηση του μεταφραστή συντηρεί τον καφκικό του ύφος και το αναδεικνύει μ΄ όλη την απλότητα της καθομιλουμένης. Ο Βρετανός συγγραφέας γράφει το έργο το 1957. Αρχικά καταποντισμένο απ΄ τις κριτικές το έργο θα κερδίσει τα επόμενα χρόνια την ξεχωριστή θέση που σήμερα κατέχει. Το θέατρο του παραλόγου συνδέεται με το έργο με μια σχέση καταγωγής. Ωστόσο υφίσταται στο έργο διαρκώς μια υφέρπουσα αίσθηση, μια σειρά από τάξεις υπονοουμένων για θέματα που άπτονται της κοινωνίας ή της πολιτικής. Κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό ως προφανές δηλώνει την παρουσία του, οδηγώντας την ατμόσφαιρα του έργου βαθμιαία στην ακραία της όξυνση. Εδώ δεν έχει λύσεις και καθάρσεις. Εδώ κυριαρχεί ένα μεγάλο κενό, όσα συμβαίνουν στο δωμάτιο του άτυχου Στάνλεϋ αντλούν την υφολογία τους από μια ορισμένη καταγωγή. Όλα επανέρχονται σαν κακές ασθένειες, η πρόχειρη φύλαξη μα και οι νέες τεχνικές αυτού του κόσμου επιστρέφουν. Γυρεύουν τους αποστάτες, όσους απομακρύνθηκαν απ΄ τους κοινούς σκοπούς, τους κοινούς ρυθμούς για ν΄ ασκήσουν τις μεθόδους του συνετισμού. Ο Πίντερ εντάσσεται σ΄ αυτήν την ελίτ των ανθρώπων που συνέλαβαν την υπέροχη δυστυχία της εποχής και την ίδια στιγμή μια προκαταβολή του μελλοντικού μας ύφους. Καμιά φορά εκείνο που μετράει είναι η ανταπόκριση στο επόμενο, η σύλληψη μιας ουσίας που θα μπορούσε να εκφράσει την επιθυμία του όντος, το πιο τελικό και αποφασιστικό κριτήριο.

Κανείς δεν θυμόταν τον άτυχο τύπο. Όλοι είχαν περάσει υπέροχα χθες το βράδυ, όλοι διεκδίκησαν επί ίσοις όροις τον τίτλο του βασιλιά της βραδιάς. Οι ντάμες τους παραμένουν επιφυλακτικές. Δεν αρνούνται όμως πως το Πάρτι Γενεθλίων ήταν ό,τι καλύτερο τους είχε συμβεί σ΄ αυτή τη μονότονη γωνιά. Γύρεψαν τους ανθρώπους της εταιρείας. Κάποιος είπε πως τους είδε να φεύγουν μες στη νύχτα, έχοντας πάρει ότι πολυτιμότερο είχε εκείνος ο άτυχος τύπος. Θα μείνει η πίκρα της Μεγκ, η αντίσταση του καλού μα νικημένου Πητ, το σπασμένο ηθικό του Σταν που πια δεν μπορεί ν΄ αρνηθεί τους ανθρώπους της εταιρείας. Κάτι που κινείται παράλληλα με τις ζωές μας, κάτι ζωώδες που μοιραζόμαστε μεταξύ μας, έρχονται στιγμές που κορυφώνεται για να καθορίσει τις συμπεριφορές, τους δεσμούς και τις σχέσεις της ισχύος και της δικαιοσύνης, παλιά θεμέλια κάθε πολιτείας.

Τεχνίτες του λόγου όπως ο Πίντερ δεν μπορεί παρά να εντάσσουν στο έργο τους στοιχεία της εποχής, επιδράσεις, ύφη και ήθη στην προσπάθειά τους να αποκρυσταλλώσουν την τιμή και τη δόξα της αληθινής ζωής. Γι΄ αυτό και το τόσο πιστευτό σπίτι, τ΄ απλό σκηνικό, οι απλοί χαρακτήρες, οι λιγόλογοι ρόλοι, καθώς όλα εκπορεύονται απ΄ το πώς και την ανεπαίσθητη κίνηση του σώματος στο ιδιότυπο παιχνίδι που μας πρότεινε ο Βρετανός συγγραφέας. Η μετριότητα της ζωής, αυτή η στάση που ισορροπεί και τελικά κρατά σαν τάξη την κοινωνική συνοχή, όλα αυτά τα ελάσσονα στοιχεία που συνθέτουν τελικά τον κανόνα δεν μπορούν παρά να συγκινούν, έτσι όπως υπάρχουν σπλάχνα του ίδιου του κόσμου μας. Άλλο δεν είναι ο νεορεαλισμός απ΄ την αναπαράσταση της μετριότητάς μας, όλης αυτής της κουρελαρίας που μαρτυρά τη ζωή μας, οι πληγές που δεν επουλώθηκαν ποτέ. Ο Χάρολντ Πϊντερ κρατά τη σκηνική χρήση του ρεαλισμού αυτού, προικίζοντας μ΄ ανάλογα στοιχεία τους ήρωες. Ο απαραίτητος κυνισμός θα δοθεί σε λίγους, αυτούς που καταλύουν αισθήματα, συνήθειες κανόνες σαν αυτόν που ήδη αναφέραμε. Αληθινή ζωή, υπονοούμενο και η υπόκωφη ένταση κάτι σαν τη σιωπηρή κραυγή απ΄ την παπική αναπαράσταση του ζωγράφου Φ. Μπέικον. Εξαιτίας αυτού του κενού, μιας εσοχής που μπορεί να χωρέσει πολλές απ΄ τις αιτίες της διαχρονικότητας ενός έργου τέχνης, το Πάρτι Γενεθλίων κρατά τη φρεσκάδα του, τροφοδοτώντας τη φαντασία με τα θεμέλια του μύθου του. Θέτοντας το κλίμα και την ένταση, κάνοντας να τρέμει η ξαφνιασμένη η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.

11 Μαΐου 2016

Δημήτρης Κ. Διακογιάννης - Όταν σιγομουρμουρίζεις


























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό πεντηκοστό πέμπτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, την ποιητική  συλλογή:
"Όταν σιγομουρμουρίζεις" του Δημήτρη Κ. Διακογιάννη.

10 Μαΐου 2016

[Χαλκίδα - λατρευτικοί χώροι τριών θρησκειών σε μικρή απόσταση 18.04.2016]

Εάν ο Ι.Ν της Αγίας Παρασκευής δεν είχε χτιστεί πάνω σε αρχαίο ναό, θα μπορούσανε να είναι και τέσσερις.

O Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής. Το κτίσμα του ναού χρονολογείται από τον 5ο μ.Χ. αιώνα:  































Το παρακείμενο εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου:




















Το τζαμί του Εμίρ Ζαδέ:
Σήμερα λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος. Μπροστά του υπάρχει μια μαρμάρινη τουρκική βρύση η οποία δυστυχώς βεβηλώθηκε από συνθήματα. 




















H εβραϊκή Συναγωγή:


09 Μαΐου 2016

08 Μαΐου 2016

Μαύρο Γαλάζιο [Ηλίας Μέλιος]


Μαύρο Γαλάζιο.

μαύρα λιθάρια στα φτερά
τα περιστέρια φέρνουν
και χτίζουν τείχη τ' ουρανού
το χρώμα του να κρύψουν
τρυπάμε μεις τα σωθικά
της γης που τον στηρίζει
λίγες σταγόνες χύνονται
γαλάζιες να τον βρέξουν





μια απάντηση σε ένα ερώτημα του φίλου Γιώργου Πρίμπα

07 Μαΐου 2016

Ερωτηματικά - III


με ποιας μόδας χρώματα
φέτος πετάνε
τα περιστέρια;
                         (07.05.2016)

Violeta Parra


Violeta Parra: from wikipedia.org/wiki 



Composiciones es el último álbum grabado y editado por la folclorista y música chilena Violeta Parra, lanzado a través del sello RCA Víctor en 1966. Contiene la mayoría de sus canciones clásicas, incluyendo "Gracias a la Vida", "Run Run Se Fue Pa'l Norte" y "Volver a los 17".


01. Gracias a la vida 
02. El Albertío
03. Cantores que reflexionan 
04. Pupila de águila 
05. Run Run se fue pa'l norte
06. Maldigo del alto cielo 
07. La cueca de los poetas 
08. Mazúrquica modérnica 
09. Volver a los diecisiete 
10. Rin del angelito 
11. Una copla me ha cantado 
12. El guillatún 
13. Pastelero a tus pasteles 
14. De cuerpo entero

Ακούστε το εδώ.






















Canciones reencontradas en París
Cuarta edición (Alerce)
Una segunda edición del sello Alerce, editada en enero de 1999, incorpora cuatro canciones más que la edición anterior, de las cuales tres (una versión casera e instrumental de «Julián Grimau», una segunda versión de «El gavilán», grabada por Miguel Letelier en 1960, y una versión casera de «La víspera de San Juan») eran hasta entonces inéditas y aparecerían también ese mismo año en otro álbum póstumo de la cantautora, titulado Composiciones para Guitarra. El otro tema restante, por su parte, corresponde a la versión de «Julián Grimau» (también llamada «Qué dirá el Santo Padre») del disco de 1965 Recordando a Chile (una chilena en París), que al contrario de lo esperable, es la versión grabada para Odeon Chile en 1964, y no la versión parisina de 1963.
En la carátula se presenta una reseña de cada canción escritas por la hija de Violeta, Isabel Parra, y se incluyen además letras de las canciones.
Lista de canciones (Todas las canciones escritas y compuestas por Violeta Parra, salvo la N°9. escrita por Pablo Neruda). 
1. «Según el favor del viento» 
2. «Arauco tiene una pena»
3. «Hasta cuándo» 
4. «Santiago, penando estás» 
5. «La carta» 
6. «Ayúdame, Valentina» 
7. «En los jardines humanos» 
8. «Rodríguez y Recabarren» 
9. «El pueblo»
10. «Miren cómo sonríen» 
11. «Arriba quemando el sol» 
12. «Julián Grimau» 
13. «Julián Grimau» (instrumental) 
14. «La víspera de San Juan» 
15. «El gavilán»

Ακούστε το εδώ.























La cueca presentada por Violeta Parra (1959) 
El folklore de Chile vol. III

1. Presentación y comentario inicial [Violeta Parra]
2. Cueca del balance (con Isabel Parra) [Popular chilena]
3. Adiós, que se va Segundo [Popular chilena]
4. Floreció el copihue rojo [Popular chilena]
5. Un viejo me pidió un beso [Popular chilena]
6. Cueca del organillo [Popular chilena]
7. Cuando estaba chiquillona [Popular chilena]
8. Una chiquilla en Arauco [Popular chilena]
9. Quisiera ser palomita [Popular chilena]
10. En el cuarto ‘e la Carmela [Popular chilena]
11. La Muerte se fue a bañar [Popular chilena]
12. De las piernas de un zancudo [Popular chilena]
13. Dame de tu pelo rubio [Popular chilena]
14. Comentario [Violeta Parra]
15. Yo vide llorar a un hombre [Popular chilena]
16. Tengo de hacer un retrato [Popular chilena]
17. Pañuelo blanco me diste [Popular chilena]
18. Cueca del payaso [Popular chilena]
19. La mariposa [Popular chilena]
20. Para qué me casaría [Popular chilena]
21. Cueca valseada [Popular chilena]
22. La niña que está bailando [Popular chilena]
23. Cueca de armónica [Popular chilena]
24. El ají ma’uro [Popular chilena]
25. En la cumbre de los Andes (con Isabel Parra) [Popular chilena]
26. Cueca larga de los Meneses (segundo pie) [Nicanor Parra – Violeta Parra]
27. Palabras finales [Violeta Parra]

Ακούστε το εδώ.


06 Μαΐου 2016

Τα ΘΑ ...






































[Ναύπλιο, 04.05.2016 17.46]

Τα ΘΑ αποχωρήσανε πια και τα τηλεοπτικά εκτάρια των πλαστικών σημαιών δεν έχουνε κάποιο λόγο κάτω απ’ τα μπαλκόνια να προστρέχουνε. Διαχειριστές του ενός οικοδομήματος γίνανε, που τώρα γυμνό κι αμασκάρευτο στέκει, κι απ’ τα μπαλκόνια δεν χρειάζονται παρά τα σάπια δοκάρια να τα κραδαίνουνε μαχαίρια.

05 Μαΐου 2016

[πρώην τρενογέφυρα ρέματος στα Κάτω Πιτσά - πρώην Σ.Σ. Δερβενίου 02.05.2016]


πρώην τρενογέφυρα ρέματος στα Κάτω Πιτσά (αξίζει να σημειωθεί ότι το ρέμα σε πολλά σημεία του είναι και δρόμος τσιμεντωμένος με το νερό να κυλάει κατά μήκος του!):





πρώην Σ.Σ. Λυκοποριάς:



















πρώην τρενογέφυρα στο Σκουπέικο ποταμό:



:























πρώην τρενογέφυρα ρέματος στο Στόμιο:


















πρώην τρενογέφυρα ρέματος στο Δερβένι:



























πρώην Σ.Σ. Δερβενίου: