31 Δεκεμβρίου 2020

[στο αρχαίο, ρωμαϊκής εποχής, λατομείο, στο λόφο Πρ. Ηλία στον Υμηττό, 28.12.2020]

Στο παρόν ακολουθούμε μια κυκλική διαδρομή από το νέο νεκροταφείο Γλυφάδας, στην Τερψιθέα, κινούμενοι στο ρέμα Πιρναρή και την αρχαία Σφηττία Οδό, περνώντας το διάσελο (Σταυρός Υμηττού) Βόρειου και Νότιου Υμηττού, ακολουθώντας το μονοπάτι δυτικά, στις νότιες και ανατολικές πλαγιές τού λόφου Πρ. Ηλίας, το οποίο οδηγεί, στην ανατολική πια πλευρά τού Υμηττού, στην περιοχή που βρίσκονται τα Ιερά Ομβρίου Διός και Προοψίου Απόλλωνος και από κει στο αρχαίο, ρωμαϊκής εποχής, λατομείο με τις ημίεργες κολόνες, το οποίο βρίσκεται στο βόρειο μέρος τού λόφου Πρ. Ηλίας, στην ευρύτερη σχεδόν πεπλατυσμένη κορυφή του, νότια τού ρέματος τής Χαλιδούς και του δρόμου που οδηγεί από το Κορωπί στο Σέσι Κορωπίου. Στην επιστροφή κινηθήκαμε στο δυτικό και νοτιοδυτικό μέρος τού λόφου τού Πρ. Ηλία, νοτιοανατολικά από το Σέσι Κορωπίου, κι έτσι ουσιαστικά διαγράφοντας μια πλήρη κυκλική πορεία στις πλαγιές τού λόφου Πρ. Ηλίας, μέχρι το Σταυρό Υμηττού απ΄ όπου επιστρέψαμε κατεβαίνοντας το ρέμα Πιρναρή. Τα ανωτέρω αποτυπώνονται στο χάρτη από τη wikimapia που ακολουθεί.

Τη διαδρομή από το νέο νεκροταφείο Γλυφάδας μέχρι το Σταυρό Υμηττού την έχουμε παρακολουθήσει φωτογραφικά πρόσφατα.
Κατόπιν, περνάμε το διάσελο (Σταυρός Υμηττού), το οποίο θεωρείται ξεχωριστός λόφος, του Νταβέλη, όπου στο βόρειο μέρος του, κοντά στο ρέμα Πιρναρή υπάρχει και ομώνυμο σπηλαιοβάραθρο (η αλήθεια πάντως είναι ότι αμφιβάλω αν ο Νταβέλης είχε ακούσει καν για πολλά από τα σπήλαια, που σήμερα φέρουνε το όνομά του), η επίσκεψη στο εσωτερικό τού οποίου μπορεί να γίνει μόνον από κατάλληλα εξοπλισμένη και εκπαιδευμένη ομάδα.
Η θέα προς τα μεσόγεια, τη Λαυρεωτική, μέχρι απέναντι την Εύβοια κ.λπ είναι υπέροχη. 





Στη συνέχεια περνάμε από το χώρο με τα Ιερά Ομβρίου Διός και Προοψίου Απόλλωνος, όπου υπάρχει και ο Ι.Ν. Πρ. Ηλία...








... και συνεχίζουμε στο μονοπάτι, δυτικά, που καταλήγει στο Σέσι Κορωπίου. Φτάνοντας στο σημείο που το μονοπάτι διακλαδίζεται ακολουθούμε, δεξιά όπως πάμε, την πολύ καλά σηματοδοτημένη πορεία προς το αρχαίο ρωμαϊκό λατομείο. Πορεία που δεν γίνεται σε μονοπάτι, δεν υπάρχει τέτοιο, αλλά κυρίως από βράχο σε βράχο και από πέτρα σε πέτρα.
Σε ορισμένα σημεία της διαδρομής, η θέα προς το βόρειο Υμηττό και τα μεσόγεια υπέροχη!




Φτάνοντας στο χώρο τού αρχαίου ρωμαϊκού λατομείου, μπορούμε να απολαύσουμε τη θέα προς το Σαρωνικό πάνω και μέσ’ από τη ρεματιά Πιρναρή και φυσικά τον Υμηττό.
Στο χώρο βρίσκονται εγκαταλελειμμένες, στη φθορά τού χρόνου, δυο χιλιάδες χρόνια τώρα, δυο ημίεργες κολόνες, εκ των οποίων η μια σχεδόν ολοκληρωμένη.







Όπως ήδη αναφέραμε επιστρέψαμε από άλλο δρόμο, ώστε να κάνουμε ένα κύκλο γύρω από το λόφο Πρ. Ηλίας.
Λίγο πριν βγούμε στο Σταυρό Υμηττού, στο σημείο που έχει σημειωθεί με ρόμβο στο χάρτη, στην άκρη του χωματόδρομου, υπάρχει ένα στενό βάραθρο, στο οποίο κάποιος/οι έσπασε/αν τις άκρες από το βράχο (που μοιάζει με διάκοσμο σπηλαίου), στην είσοδο στο εσωτερικό του, υποθέτω για να διευκολυνθεί η προσπάθειά του/τους να μπει/ουν μέσα.




















ΥΓ. Με την ευκαιρία, θα πρέπει να αναφέρουμε κάτι σχετικά με την εικόνα όπως πάει να διαμορφωθεί στο ρέμα Πιρναρή, στο σημείο που συναντά το χώρο τού νέου νεκροταφείου και των εγκαταστάσεων τής πολεμικής αεροπορίας. Όπως έχουμε πρόσφατα αναφέρει, αμέσως μετά το μονοπάτι, που κινείται παράλληλα στην περίφραξη του νεκροταφείου, για λίγες δεκάδες μέτρα, ο περιπατητής ακολουθεί το δασικό χωματόδρομο στην κοίτη τού ρέματος Πιρναρή, σε χώρο που ανήκει στην πολεμική αεροπορία. Όπως τονίζεται στις πινακίδες επιτρέπεται να περάσει κάποιος αλλά η πολεμική αεροπορία δικαιούται να ελέγξει τα στοιχεία του. Στις 28.12.2020, όμως αρχικά διαπιστώσαμε εκτεταμένες καταστροφές στο δάσος στις πλαγιές εκατέρωθεν τής κοίτης στην υπόψη περιοχή και την τοποθέτηση πυκνού συρματοπλέγματος: κάθετα στην κοίτη τού  ρέματος και  ψηλά στις πλαγιές. Περάσαμε προς τα ανάντη τού ρέματος γιατί δεν έχει ακόμη τοποθετηθεί (όπως φαντάζομαι θα γίνει) νέα σιδερένια πόρτα στη θέση μιας παλιάς που είναι ανοιχτή για πεζούς.
Ερωτήματα:
Ανεξάρτητα ιδιοκτησιακού καθεστώτος, πόσο νόμιμη είναι η ισοπέδωση δάσους (με νεαρά πεύκα, ελιές και πουρνάρια) για να περάσει το συνεργείο να τοποθετήσει το φράκτη;
Πόσο λογικό είναι να μπαίνει σιδερένιος φράκτης ΚΑΘΕΤΑ(!!) σε ρέμα; Τι θα γίνει σε περίπτωση καταρρακτώδους και μεγάλης χρονικής διάρκειας βροχής στην περιοχή με τα φερτά υλικά και τους κορμούς που θα κατεβαίνουνε το ρέμα;
Γιατί, ποια η σκοπιμότητα, να στερηθούν οι περιπατητές και οι ορειβάτες ενός τουλάχιστον [γιατί αν κατάλαβα η περίφραξη πάει να κόψει και το άλλο μονοπάτι που ανεβαίνει το Μαυροβούνι από βόρεια προς την Τρύπια Σπηλιά (κι εδώ)] όμορφου και  ταυτόχρονα ιστορικού μονοπατιού; 
[σ.σ. 
1. Πρακτικά οι πεζοπόροι θα πρέπει, για να βρεθούνε στο ρέμα Πιρναρή, να ξεκινήσουν από ανατολικά, την περιοχή Κορωπίου, από το ρέμα τής Ντούκας, να ανέβουνε στο διάσελο και να κατέβουνε μετά το ρέμα Πιρναρή.  
2. O αρχαιότερος, 3.000 ετών, και αδιάλειπτα λειτουργικός δρόμος στην Ελλάδα, και δεν ξέρω παγκοσμίως, είναι η οδός Τριπόδων στην Πλάκα και κοντά του η Σφηττία οδός, που εξυπηρετούσε από τα αρχαϊκά χρόνια μέχρι το 1950 μ.Χ., τη συγκοινωνία μεταξύ Κορωπίου (αρχ. Κρωπία) και Γλυφάδας (αρχ. Αιξωνή) ενώ τις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει πεζοπορικό μονοπάτι.]
(επειδή η περιοχή ανήκει στη στρατιωτική αεροπορία δεν έβγαλα φωτογραφίες)

Ελπίζω οι ορειβατικοί και οι πεζοπορικοί σύλλογοι τής περιοχής αλλά και της αττικής να το δούνε το θέμα. 

Το Δαφνί [Δημήτρης Γρ. Καμπούρογλου, σε απόδοση στα νέα ελληνικά] - ΙΣΤ’ Το μνημείο μιας συντεχνίας.

ΙΣΤ’ Το μνημείο μιας συντεχνίας.

Θα μιλήσουμε τώρα για ένα θέμα αρκετά παράδοξο και λίγο αστείο, το οποίο με απασχόλησε και παλαιότερα. Σε μια γωνία δηλαδή του Μοναστηριού της Ιεράς Οδού βρισκόταν κατάχαμα από παλιά ξεχασμένη μια πλάκα από πωρόλιθο, της οποίας την επιγραφή δημοσίευσε πρώτος ο Λενορμάν σε αρχαιολογικό περιοδικό.
Σύμφωνα με αυτή, μες στη Μονή κάποια οικοδομή είχε κατασκευαστεί με χρήματα της συντεχνίας των μπακάληδων, όταν ηγούμενος ήταν ο Ανανίας.
Την χρονολογία της επιγραφής την ανάγνωσε 6764 από κτίσεως κόσμου, το οποίο μας οδηγεί στο έτος 1256 μ.X.
Ως εκ τούτου ο Λενορμάν έφτασε στο συμπέρασμα, ότι η επιγραφή είναι πολύ πολύτιμη για τη θρησκευτική ιστορία, γιατί καταδεικνύει ότι υπό τους Σταυροφόρους πρίγκιπες τα ελληνικά εμπορικά σωματεία της πόλης της Αθήνας δεν δίσταζαν να συντρέχουν το έργο λατινικού μοναστηριού. Ταυτόχρονα πίστεψε ότι γινόταν γνωστό και το όνομα του τότε Αβά.
Κατά παράδοξο όμως τρόπο μια άλλη επιγραφή, εντελώς όμοια, της οποίας δεν είχε κατορθωθεί ν’ αναγνωστεί η χρονολογία, αναγνώστηκαν όμως τα ονόματα των τότε προϊσταμένων της συντεχνίας των μπακάληδων, άλλου όμως ηγούμενου, βρέθηκε παρατημένη σ’ έναν κήπο της Μασσαλίας, έχοντας μεταφερθεί εκεί από άγνωστο τόπον και σε άγνωστο χρόνο. Η επιγραφή αυτή δημοσιεύτηκε στα υπομνήματα της Ακαδημίας των Επιγραφών και η δυσανάγνωστη χρονολογία υποτέθηκε ότι έχει στοιχεία που έδειχναν το έτος 1459. Το περίεργο δε είναι το έξης: ότι η φράση στην επιγραφή «Ρουφέτιον των μπακάληδων» θεωρήθηκε ότι αναφερόταν σε κάποιο Ρουφέτιο από την οικογένεια των Βακαλιδών.
Και το μεν μπακάλης δεν έχει βέβαια ανάγκη ερμηνείας• ρουφέτιον δε λεγόταν επί Τουρκοκρατίας η συντεχνία, το σινάφι (εσνάφ), από την αραβική λέξη ρουφέτ, η οποία σημαίνει θίασος χωρίς να σχετίζεται με το αραβικής επίσης προέλευσης πολυθρύλητο και ελληνικότατο ρουσφέτι.

Ο Λενορμάν επανόρθωσε την πλάνη αναφορικά με τον Ρουφέτιο Βακαλίδη και διακήρυξε ως άτυχη και την ανάγνωση της χρονολογίας• αντί όμως η λέξη μπακάλης να τον οδηγήσει σε άλλες σκέψεις, προκειμένου πάντως περί Τουρκοκρατίας, απεναντίας κατάληξε στο συμπέρασμα, ότι από τον 13ο αιώνα άρχισε η επίδραση των Τούρκων• επιμένει δε στην αρχική γνώμη του, ότι και η επιγραφή της Ιεράς Οδού, όπως και αυτή της Μασσαλίας, τις οποίας σωστά συσχετίζει, ανήκουν στα χρόνια της Φραγκοκρατίας των Αθηνών.
Σημειωτέον ότι κατά την πρώτη δημοσίευση της επιγραφής στη Μασσαλία η χρονολογία αναγνώσθηκε ως αναφερόμενη στο έτος 964 μ.X., όταν σ’ αυτήν ήταν ηγούμενος ο Νικηφόρος - όπως αναγνώστηκε — που υψώθηκε σε αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά. Ο αυτός ηγούμενος, κατά τη δεύτερη χρονολόγηση του 1459, χαρακτηρίζεται ως διοικητής, ίσως πασάς της Αθήνας.
Η επιγραφή αυτή απασχόλησε πολλούς λόγιους Έλληνες, ένας των οποίων μάλιστα αποφάνθηκε για αυτήν ότι προερχόταν από τη Σμύρνη. Ως προς δε τη χρονολογία κατέληξαν στο χαρακτηρισμό της ως φθαρμένης.
Ξεχάσαμε να προσθέσουμε ότι κατά την πρώτη ανάγνωση της επιγραφής όχι μόνον ο Ρουφέτιος αλλά και ο Φιλόχριστος θεωρήθηκαν ως Βακαλίδες.

Όταν ανάγνωσα τα σχετικά δημοσιεύματα, και χωρίς να έχω δει τον πωρόλιθο, δεν κατόρθωσα κάτι μεγάλο διαγνώσας ότι η χρονολογία της επιγραφής της Ιεράς Οδού δεν είναι 6764 από κτίσεως κόσμου, αλλά 1764 από τη γέννηση του Χριστού.
Και επειδή η μια σκέψη φέρνει την άλλη, δεχθήκαμε ως βέβαιο ότι και η επιγραφή της Μασσαλίας, προήλθε από την Ιερά Οδό, σ’ αυτά τα χρόνια, αν όχι στο ίδιο έτος. Αναφέρονται μάλιστα σε αμφότερες οι ίδιοι προϊστάμενοι της συντεχνίας, οι αθηναϊκότατοι Αργύριος και Μουστάκας, αν και αναγράφονται δυο διαφορετικοί ηγούμενοι, αν αναγνώστηκε σωστά το όνομα του ηγουμένου, στην επιγραφή της Μασσαλίας.

Όταν κάποια χρόνια μετά από τα γεγονότα αυτά (σ.σ. αναφέρεται στον Λενορμάν και τους λόγιους Έλληνες) είχα την διεύθυνση των ανασκαφών της Ιεράς Οδού, βρήκα μες στα χώματα την στην εκεί Μονή παρατηρηθείσα επιγραφή, που είχε πλην κάποιων ασήμαντων αβλεψιών, όπως αναγνώστηκε από τον Λενορμάν, με τη διαφορά ότι όντως πρόκειται, όπως υπέθεσα, περί του έτους 1764 και ότι διακρίνονταν αχνά και οι μωλωπισμένοι προϊστάμενοι Αργυρής και Μουστάκας, όπως και στην επιγραφή της Μασσαλίας. Ώστε από το Δαφνί προέρχονται και οι δυο επιγραφές, αποδεικνύοντας ότι η Μονή όχι μόνο ζούσε τότε, αλλά είχε και σχετική ακμή, με ηγουμένους και καλογέρους φυσικά, καθώς είχε την ιδιαίτερη εύνοια των μπακάληδων, όπως στα νεώτερα χρόνια των αμαξηλατών.
Η επαναβρεθείσα από μας επιγραφή αναφέρει:
«Η παρούσα οικοδομή γέγονε διά δαπάνης και συνδρομής τον φιλοχρίστου ρουφετίου των μπακαληδών, εις μνημόσυνον αυτών και υπέρ ψυχικής σωτηρίας και ευτυχίας των τήδε πρωτευόντων αυτοίς Ιωάννου Αργυρού και Δημητρίου Μουστάκα έν έτει ΑΨΞΔ Φεβρουάριου ΚΑ ηγουμενεύοντος Ανανίου».

Ένα άλλο μικροζήτημα απομένει. Ποια να είναι η οικοδομή των μπακάληδων στο Δαφνί; Θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι πρόκειται περί παρεκκλησίου, τιμημένου κάποτε με το όνομα του Αγίου Νικολάου, προστάτη της συντεχνίας και πρόθυμου, ως γνωστόν σύμφωνα με το γνωστό λαϊκό δίστιχο, να παραβρίσκεται σε κάθε λειτουργία κρατώντας στο χέρι ένα «ροΐ με λάδι», άλλα αυτό δεν αποδεικνύεται. Ενώ εξ άλλου στο όνομα του Αγίου Νικολάου θεωρείται ως τιμώμενο και το παλαιότατο εκκλησάκι του νεκροταφείου της Μονής, όπως και το αρκετά μεταγενέστερο, υποθέτουμε, μετόχι στην Αθήνα. Αλλά η επιγραφή ούτε για εκκλησία ούτε για παρεκκλήσι μιλά, αλλά για οικοδομή.
Για αυτό θεωρούμε ότι θα πρόκειται το λεγόμενου Ηγουμένειο του Δαφνιού ή για κάποια άλλη οικοδομή στην αυλή ή εκτός της περιοχής του μοναστηριού, που δεν σώζεται πια, η οποία θα άρχισε να ανεγείρεται επί Ανανία και θα ολοκληρώθηκε επί Νικηφόρου, ή και για δυο διαφορετικές οικοδομές, οι οποίες θα αναγέρθηκαν με δαπάνες των παντοπωλών.

30 Δεκεμβρίου 2020

Σαν πρωινό [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


ΣΑΝ ΠΡΩΙΝΟ
 
Η χελώνα δαγκώνει
τα χείλη του νοτιά
 
Ένα γλαρόνι
τον έρωτα κοιτά τυφλό
 
Ολόλευκα ρόδα τα στήθη
κολυμπούν στην κηροζίνη
 
Στα χέρια δυο κεριά
λιωμένες πατούσες
 
Εμβόλιο για ενήλικα όνειρα
κραδαίνει
ο γραβατωμένος τζίτζικας
 
Τρεις κι εξήντα
ξέφτια από κάποια ζωή
 
Το ρολόι σκούριασε
στην άκρη του φόβου
 
Η βροχή εξακολουθεί
ο Δεκέμβρης
μοιράζει αδιάβροχους ήλιους
 
στον καθρέφτη ένα τσιγάρο
το καπνίζει άλλος
Μάλλον ο Φρόυντ ακούει Μότσαρτ .

29 Δεκεμβρίου 2020

Το Δαφνί [Δημήτρης Γρ. Καμπούρογλου, σε απόδοση στα νέα ελληνικά] - ΙΕ’ Η Τουρκοκρατία.

ΙΕ’ Η Τουρκοκρατία.

Φαίνεται ότι τη σιωπή τους οι Κιστερκιανοί Φράγκοι καλόγεροι του Δαφνιού, φεύγοντας από τη νικηφόρα ορμή των Καταλανών, τη μετέδωσαν στο περιπετειώδες οικοδόμημα του Απόλλωνα και της στο Δαφνί Θεοτόκου.
Αληθινά μακροχρόνια σιωπή παρατηρείται όσον αφορά τις μεταβολές, οι οποίες έλαβαν χώρα, και τα γεγονότα, τα οποία διαδραματίστηκαν υπό το ατυχές Προφητοκόσμητο και Θεοσκέπαστο κεντροθόλιο του πάγχρυσου ναού.

Ούτε ο χρόνος ούτε ο τρόπος της επανόδου των Ορθόδοξων στο μοναστήρι τους είναι μέχρι σήμερα γνωστός.
Μια επιγραφή του 1412 μας αναγγέλλει, ότι τότε πέθανε ο Αβάς Πέτρος, του οποίου αγνοείται η ζωή. Αν πέθανε και αν έζησε στην Ακρόπολη, απ’ όπου η επιγραφή, και όχι στη Μονή του, επίσης το αγνοούμε.
Και πάλι σιωπή, έστω και περί μη σημαντικών πληροφοριών μέχρι την Τουρκοκρατία, κι ούτε μάλιστα για τα πρώτα χρόνια της.

Είχαμε κάποτε γράψει ότι, χωρίς καμιά περί του αντίθετου πληροφορία, σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες μοναχοί θα ζούσαν ήσυχα εργαζόμενοι, τρεφόμενοι κατάλληλα, ενίοτε κάνοντας αγαθοεργίες, κλεισμένοι από νωρίς στα κελία τους από το φόβο των κακοποιών — και ιδίως των Αφρικανών Κουρσάρων της Σαλαμίνας, στους βράχους της οποίας ήταν κρυμμένοι, δροσιζόμενοι με το νερό του μοναδικού πηγαδιού, η ομορφιά του όποιου έμπνευσε και τη λαϊκή Μούσα, και δοξολογούντες τον Ύψιστο γι' αυτά.
Σε αυτά διαφώνησε αλησμόνητος Χριστιανολόγος, ισχυριζόμενος, ότι κάθε άλλο παρά εφησύχαζαν οι Δαφνιώτες πατέρες. Αλλά εμείς μιλήσαμε για ησυχία σχετική, ησυχία υπό τους Τούρκους, για ζωή λανθάνουσα, κρυμμένη και αθόρυβη, ούτε παραλείψαμε τα δεινά από τους Κουρσάρους και τους φόβους από αυτούς, οι όποιοι είναι και η κύρια αφορμή της όχι συχνής επικοινωνίας των Αθηναίων με τη Μονή αυτή, αλλά και της συντήρησης μέχρι τον Αγώνα (του 1821) των οχυρωμάτων της, εντός των οποίων ζούσαν αποκλεισμένοι και απομονωμένοι οι άτυχοι μοναχοί του Αιγάλεω.
Οι φρικιαστικές ωμότητες των Κουρσάρων έγιναν αφορμή — τα αιώνια καλά από τα κακά — να γραφτεί η προς τον Πατριάρχη επιστολή του δασκάλου Αργυρού Μπεναρδή, η οποία είναι πολύτιμη για την Ιστορία, άλλα και για τη λογοτεχνία του Έθνους.

Πρώτη ένδειξη ελληνικής ζωής στο Δαφνί είναι ένα επιγραφικό χάραγμα του έτους 7040 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή 1532 μ.X., και άλλο ένα του έτους 7056, δηλαδή 1.548 μ.X.
Υποστήριξαν ότι κάπου φανερώθηκε κι ένα του έτους 1661. Δεν κατόρθωσα να το δω.
Μεταξύ όμως των ετών αυτών υπάρχει και η προφορική πληροφορία του έτους 1545. Αυτή μοιάζει και είναι το αντίκρισμα της πληροφορίας μιας επίσκεψης καλόγερου του Δαφνιού προς τον Όσιο Μελέτιο του Κιθαιρώνα στους αιώνες της Βυζαντινής σιωπής του Δαφνιού.
Η πληροφορία του 1545 έχει ως έξης:
Σε κάποιο συμβόλαιο του έτους αυτού, που συντάχθηκε στην Κέρκυρα, φέρεται ότι σε κάποιο Ναυπάκτιο, που λεγόταν Θωμάς Στασινός, ένας μοναχός του Δαφνιού χρωστούσε 2.900 άσπρα (σ.σ. άσπρο = ακτσές, οθωμανικό νόμισμα).
Ο μοναχός πλήρωσε το κοινό χρέος, αλλά όχι και του Στασινού. Αυτός τώρα ζητά τα χρήματά του και προκαλεί την σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, ή σύμφωνα με τα έθιμα μάλλον, εκποίηση της προσωπικής ακίνητης και κινητής περιουσίας του μοναχού• μη θέλοντας όμως να λάβει καλογερικά πράγματα ή μη έχοντας μεγάλη ανάγκη των οφειλόμενων άσπρων ή τέλος θέλοντας να εξυπηρετήσει την ψυχή του με ξένα κόλλυβα, και ξένα είναι, αφού δεν τα είχε, και ζήτημα ήταν, αν θα κατόρθωνε να τα πάρει, γι έναν οπωσδήποτε απ’ αυτούς τους λόγους ή και όλους μαζί, με αυτό το δικογραφικό συμβόλαιο, «ινστρουμέντον», όπως το ονομάζει Κερκυραϊκώτατα, αφιερώνει τα 2900 άσπρα αυτά «εις την Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Δαφνηότισσας εν ταις Αθήναις». Αντιγράφουμε τη φράση, όπως υπάρχει στο ινστρουμέντον.

Ο περιηγητής Σπον το 1676 βρίσκει τη Μονή σχεδόν εγκαταλελειμμένη και μόλις κατορθώνει να ξετρυπώσει δυο καλογέρους, οι υπόλοιποι είχαν αποσυρθεί, λέγει, στη Μονή παρακείμενου ορούς.
Σίγουρα θα πρόκειται για τη Μονή των Κλειστών στην Πάρνηθα, με την οποία συνδεόταν το Δαφνί, όπως και με τη Μονή Οσίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα. Ποια έγινε μετόχι της άλλης και πότε, δεν είναι εξακριβωμένο ακόμα. Μέχρι τώρα όμως ο δίπλα στο Δαφνί Σκαραμαγκάς ανήκει στη Μονή των Κλειστών.

Μετά από έναν αιώνα ο επί μακρόν παραμείνας στην Αθήνα θαυμάσιος ερασιτέχνης και περιηγητής Τζάνδλερ βρίσκει και αυτός δυο καλογέρους στο Δαφνί.
Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη, ότι οι περιηγητές, συνήθως πάσχοντες από αρχαιοπληξία, δεν έδειχναν μεγάλη προσοχή, ούτε μικρή, στα βυζαντινά μνημεία. Απόδειξη αυτού ότι και ο Μιστράς, ο ιστορικότατος, καλλιτεχνικότατος, πολύ μυστηριώδης και επίσημος, καλυμμένος με το βυζαντινό μεγαλείο, δεν αξιώθηκε από τους επισκέπτες στην Σπάρτη μεγάλης προσοχής, ενίοτε δε ούτε καν περιγραφικής αναφοράς.
Το αυτό, τηρούμενων των αποστάσεων, ως προς τα άλλα, άλλα και τις αξιώσεις της ψηφιδογραφικής λαμπρότητάς του έπαθε και το Δαφνί. Κι αν δεν το είχαν καταλάβει οι Βενεδικτίνοι των Σταυροφόρων, δεν θα έβαζε υπέρ αυτού τις φωνές κατά το έτος 1840 μέγας για την εποχή του φραγκομανής ιστοριοδίφης.
Κάποιος μάλιστα περιηγητής μας λέγει ορθά κοφτά, ότι το Δαφνί είναι «οικοδόμημα μικρής αξίας».
Το ότι οι Μοναχοί δεν είναι δυνατόν να ήταν επί Τουρκοκρατίας τόσο λίγοι, είναι φανερό, αφού γνωρίζουμε ονόματα διαφόρων Ηγουμένων του Δαφνίου κατά τη διάρκεια των αιώνων αυτών. Και η ύπαρξη Ηγουμένου προϋποθέτει την ύπαρξη Μοναχών.
Αλλά οι ευλογημένοι καλόγεροί μας, και όταν δεν βρίσκονταν σε χωράφια, και ιδίως αμπέλια ή σε άλλες εργασίες της Μονής, κρύβονται φοβούμενοι τη δίψα και ιδίως την πείνα του ευλαβούς επισκέπτη. Και πράγματι ο επισκέπτης αυτός, όταν μάλιστα είναι ξένος και δεν επιμείνει ζητώντας άχρηστες για αυτόν πληροφορίες, ένα-δύο μοναχούς είναι φυσικό να συναντήσει και ένα-δύο να αναφέρει ότι υπήρχαν.
Και όχι μόνον Ηγούμενοι του Δαφνιού μνημονεύονται σε έγγραφα, χρονικά ή επιγραφικά χαράγματα, αλλά και αρχιερείς• π.χ. ένας πρώην Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης και ένας Επίσκοπος Ωρεών, που διέμεινε στο Μοναστήρι του Δαφνιού, με το οποίος ο Κύριος ξέρει πώς συνδέονταν.
Και ο περιπετειώδης δε Μητροπολίτης Αθηνών Βαρθολομαίος διέμεινε ή μάλλον στάθμευσε στο Δαφνί υπό δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις.
Ας ακούσουμε τι λέγει το χρονικό του Άνθιμου γι αυτόν.
«Εις τα 1770, περί τας αρχάς του έτους, εν ακμή ούσης της μάχης μεταξύ Τούρκων και Μοσκόβων, ήλθεν ο κυρ Βαρθολομαίος από Λεβαδείας εις το Δαφνί. Οι Τούρκοι εσηκώθησαν επί ποδών να τον θανατώσουν, αν ήθελεν έμβη εις την πολιτείαν• όθεν επέρασεν εις Κούλουρην, κάκείθεν εις Τζίαν, ένθα διέτριψε πέντε χρόνους, και μετά ταύτα επορεύθη εις βασιλεύουσαν».

Από ηγούμενους ορθόδοξους γνωρίζουμε τον Άνανίαν, που έζησε κατά το έτος 1764, όπως φέρεται σε επιγραφή, κωμικά περιπετειώδη, της συντεχνίας των μπακάληδων, για την οποία θα μιλήσουμε κατωτέρω. Πριν από αυτόν φαίνεται ότι ήταν ηγούμενος ο Νικηφόρος, αναγραφόμενος σε άλλη όμοιας φύσης επιγραφή.
Και τον χαρακτηρίζουμε ως προγενέστερο του Ανανία, διότι μετά από αυτόν συναντούμε τον εργατικότατο Παρθένιο το 1788, ο όποιος ζευγάρωνε τα χωράφια του ελαιώνα της Παναγίας Μουσταπίδαινας, όπως απαθανατίζεται σε ιδιόχειρο επιγραφικό χάραγμά του. Έγινε δε και αφορμή έντονης διαφωνίας μου με μακαρίτη φίλο μου Χριστιανολόγο, ο οποίος θεώρησε το Μουσταπίδαινα ως τίτλο της Παναγίας, ίσως προστάτιδας των μούστων και των αχλαδιών (σ.σ. απίδια = αχλάδια), ενώ πρόκειται περί ιδιοκτήτριας, της μακαρίτισσας ίσως Μπίτσας {Πηγίτσας δηλαδή) Μουσταπίδα, για την οποία αναφέρεται και το ανέκδοτο.
Η δε εκκλησία αυτή του ελαιώνα πήρε το προσδιοριστικό, ως συνήθως, όνομά της από την οικογένεια, στην οποία ανήκε η περιοχή και η εκκλησία.
Ο αυτός Παρθένιος στο έτος 1790 υπογράφει στην επισημότατη πράξη της αφιέρωσης στη Μητρόπολη Αθήνας της Μονής Καισαριανής με όλη της την περιουσία, προς απόκρουση των αρπακτικών διαθέσεων του περιβόητου βοεβόδα Αθήνας Χατζή Αλή Χασεκή.
Με την εξαίρεση μάλιστα του ως τελευταίου χαρακτηριζόμενου Αγαθάγγελου Λαμπίρη, ο οποίος ήταν ηγούμενος πάντως μετά το έτος 1815, γνωρίζουμε και από έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Κράτους, που φέρουν τους αριθμούς 72 και 101 των ετών 1801 και 1803, τον Αγάπιο.

Αλλά πολλοί ή λίγοι, αναπτυγμένοι ή χυδαίοι ό,τι και αν ήταν οι ορθόδοξοι καλόγεροι του Δαφνιού επί Τουρκοκρατίας, διατηρούσαν στην ψυχή τους την παράδοση της οφειλής στο Βυζαντινό Αυτοκράτορα της καλλιτεχνικής και μοναστικής ακμής τους.
Γι αυτό φρόντισαν και ζωγράφισαν, ίσως από παλαιότερο πρότυπο, που δεν υπάρχει πλέον ή δεν έχει ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα, μεταγράφοντας την εικόνα του ιδρυτή Αυτοκράτορα, όπως είδαμε, ο οποίος αποκαλύφθηκε κάτω από επίχρισμα παραστάδος του δυτικού πυλώνα του νάρθηκα της Μονής, να κρατά ειλητάριο (σ.σ. περγαμηνή).
Αλλά και διάφορες άλλες υδρογραφίες αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια επισκευών της Μονής. Σε κάποιες από αυτές υπάρχουν και οι συνήθεις χρονολογίες, που αποθανατίζουν κάποια επίσκεψη ευλαβούς, αποδεικνύουν χωρίς να το θέλουν την παλαιοτέρα ηλικία της εικόνας, την οποίαν σεβόμενοι και προσκυνώντας καταμωλώπισαν. Παρατηρήθηκαν π.χ. σε εικόνες οι χρονολογίες 1640, 1725 και άλλες ακόμα.

Ο μακαρίτης Χριστιανολόγος όμως παρατήρησε και κάτι άλλο. Μες στο κτιστό προσκυνητάριο, που βρίσκεται στην οδό προς και πριν τη Μονή, βρήκε εικόνα της Θεοτόκου, που φέρει την επιγραφή:
«Δέησις τών Δούλων του Θεού Γεωργίου Καβοδίστρια δοτόρου και Οκταβίου Θεοτόκη Γιούστου 1780»
Από την επιγραφή αυτή συμπέρανε την τιμητική επίσκεψη στην Αθήνα και την ευλαβή στο Μοναστήρι του Δαφνιού μετάβαση των δυο αυτών Κερκυραϊκών προσωπικοτήτων.
Ατυχώς πρόκειται περί εικόνας, που ποιος ξέρει πώς, πότε, γιατί, και από ποιον, ήρθε από την Κέρκυρα, και τοποθετήθηκε μες στο δεχόμενο τον οβολό των ευλαβών διαβατών, προσκυνητάριο. γιατί είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι και ο Γεώργιος Καποδίστριας και ο Ντάβιος Θεοτόκης το 1780 βρισκόντουσαν και άκμαζαν στην Κέρκυρα, με το Θεοτόκη μάλιστα να κατέχει τότε και το αξίωμα του Γιουστιτζιέρου, δηλαδή Αγορανόμου.

28 Δεκεμβρίου 2020

[στη σπηλιά στη ρεματιά τού Δαφνιού, 26.12.2020]

Στο παρόν ακολουθούμε μια κυκλική διαδρομή, στο Ποικίλο νότια τού Δαφνιού. Ξεκινήσαμε από το τέλος τής οδού Αλ. Παπαναστασίου, στο Δάσος Χαϊδαρίου, ενώ κατεβήκαμε (πρακτικά δεν υπάρχει μονοπάτι) και στη σπηλιά (στη θέση 38°01'20’’N 23°38'01’’E) στη ρεματιά, η οποία ξεκινά από την κορυφογραμμή και περνάει δυτικά, στα όρια, στον οικισμό τού Δαφνιού. Η σπηλιά, που διακρίνεται από το δασικό χωματόδρομο, είναι εκτεταμένα καπνισμένη ενώ στο βάθος της διακρίναμε μια μικρή λακκούβα νερό. Ίσως να προήλθε από τις πρόσφατες έντονες βροχές, που ο αέρας θα έφερνε το νερό βαθιά μες στη σπηλιά ή από κάποια μόνιμη ροή σταγόνων.    










 Η συνολική διαδρομή καταγράφεται στο χάρτη από τη wikimapia που ακολουθεί:


Ψηλά στην κορυφογραμμή, στη θέση 38°01'38''N 23°38'25''E που σημειώνεται με ρόμβο στον προηγούμενο χάρτη, προς τα βόρεια ξεκινά μια από τις ρεματιές που καταλήγουνε στο Ζαστάνι. Στη βάση τής εκεί, χαμηλού ύψους, ορθοπλαγιάς, βρίσκεται πεταμένη μια σκουριασμένη μεταλλική πόρτα, προφανώς προερχόμενη από τα παρατημένα σκουριασμένα κοντέινερ, δίπλα στο χώρο των κεραιών κινητής τηλεφωνίας στη θέση 38°01'36’’N 23°38'41’’E.
Κάποτε, εμείς αδυνατούμε, ο ιστορικός τού μέλλοντος θα μπορέσει να εξηγήσει πώς αυτός ο νεοελληνικός λαός κατάφερε να φαλιρίσει, αρχές τού 20ου αι. μ.Χ., όντας κάτοχος τέτοιας οικονομικής παιδείας. Ένας άφρονας βορειοευρωπαίος για παράδειγμα, θα καταξοδευότανε να στείλει συνεργείο και φορτηγά, να μαζέψει τα σκουριασμένα κοντέινερ και να τα στείλει σε χαλυβουργικό καμίνι ενώ εδώ απλά τα παρατάει ή αν και όπου βολεύεται τα πετάει και σε καμιά χαράδρα, κάπου δίπλα, στα μουλωχτά.



Να σημειώσουμε αφενός το κτίσμα από ξερολιθιά, δίπλα στις υπόψη κεραίες, για το οποίο δεν βρήκαμε κάποια στοιχεία ενώ αποκλείεται να ήτανε παλαιότερα μαντρί και λόγω θέσης και λόγω τής προσεγμένης κατασκευής




αφετέρου πως από κει μπορεί κάποιος να κινηθεί νότια, εκτός μονοπατιού, μέχρι τα όρια της περίφημης λαξευμένης καρδιάς, σε μνήμη των εκτελεσθέντων από τους κατακτητές την περίοδο 1941-1944, που εκτελούνταν στο χώρο τού Βοτανικού Κήπου τού Διομήδη, η οποία διακρίνεται από πολλά μέρη τού λεκανοπεδίου τής Αθήνας.
Η διαδρομή απαιτεί πολύ προσοχή και ιδίως κοντά στα όρια του μνημείου, όπου σταματήσαμε. Στη δεύτερη φωτογραφία διακρίνονται υπολείμματα περίφραξης από ξερολιθιά που θα όριζε παλαιότερα μαντρί.   





27 Δεκεμβρίου 2020

Το Δαφνί [Δημήτρης Γρ. Καμπούρογλου, σε απόδοση στα νέα ελληνικά] - ΙΔ’ Γιατί ονομάστηκε Δαφνί.

ΙΔ’ Γιατί ονομάστηκε Δαφνί.

Οι επιπόλαιοι το όνομα του Δαφνιού το παράγουν από τις δάφνες, οι οποίες δήθεν φύονταν εκεί σε αφθονία. Και για να υποστηριχτεί η γνώμη τους, μπερδεύουν τις δάφνες με τις πικροδάφνες της ελληνικής ρεματαριάς και με τις ροδοδάφνες (δηλαδή τις διπλές πικροδάφνες) της πόλης.
Αλλά είναι φανερό, ότι ούτε πικροδάφνες εξαιρετικά πολλές μπορούσαν να βρίσκονται στο ξερότατο Δαφνί ούτε δάφνες (δηλαδή βάγιες) περισσότερες της μιας ή δύο, όπως συνήθως παρατηρείται στα μοναστήρια.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Για να χρησιμοποιηθούν τα ανθισμένα κλωνάρια τους στη γιορτή των Βαΐων ή για την αποτρεπτική των δαιμόνων ιδιότητα της δάφνης; Αυτό είναι άλλο ζήτημα.
Οι επιπόλαιοι αυτοί κύριοι τόλμησαν να ονομάσουν το Δαφνί και Μονή τού Δαφνώνα.
Ζητώντας συγγνώμη από «τη ρόδινη αρμονία της δάφνης» κάποιου φίλου μου, που έγραψε για το Δαφνί, προχωράμε.

Άλλοι πάλι άκριτα θεώρησαν ως φραγκική την προέλευση του ονόματος συνδέοντας το με τους Dauphins της Γαλλίας και με την Abbay de Delfine του μεσαίωνα, η οποία πάλι γράφεται ποικιλότροπα: Dalfinet, Dalphinete, Dalphino, Delphino κ.λπ. Αλλά κάποιο επίσημο κείμενο, το όποιο ένας ιστοριοδίφης το ανάγνωσε Delfine, ένας άλλος το ανάγνωσε Dafnae.
Παρ’ όλα αυτά σε επιγραφικό χάραγμα του έτους 1400, η Μονή ονομάζεται  Dalphini.
Αλλά κανείς σήμερα δεν πιστεύει, ότι από αυτά τα φραγκικά ονόματα του 13ου αιώνα κ. ε. προήλθε το όνομα της Μονής του Δαφνιού, καθόσον είναι βέβαιο, ότι το ελληνικό Δαφνί παρερμήνευσαν οι Φράγκοι, καθώς και όλα τα ονόματα του τόπου μας. Το όνομα του Δαφνιού εξάλλου είναι ήδη γνωστό από τον 10ο αιώνα, αν όχι και από προηγουμένους ακόμα, γιατί προτού την ίδρυση του Ναού, στον αιώνα αυτό υπήρχε, όπως είπαμε και προγενέστερος, αναγόμενος στον 7ο ίσως αιώνα, δεν έχουμε μάλιστα το δικαίωμα ν’ αρνηθούμε το όνομα αυτό και για την παλιότερη αυτή πρώτη Μονή, όπως το βρίσκουμε επίσημα στην από τον 10ο αιώνα ανακαίνισή της, γνωρίζουμε μάλιστα βάσιμα και καλόγερο του Δαφνιού, που μετέβηκε στον Όσιο Μελέτιο και έκλεψε πράγματα του Οσίου και συγχωρέθηκε, στα χρόνια του Αλέξιου Κομνηνού.

Οι περισσότεροι όμως πηγαίνουν πιο ψηλά και ανάγουν την αρχή του ονόματος του Δαφνιού στο Ιερό του Απόλλωνα, του οποίον θεού σχετικό φυτό ήταν, όπως είναι γνωστό, η δάφνη.
Αλλά τότε γιατί να μην ονομαστεί η εκκλησία Προφήτης Ηλίας και γιατί να δεχθούμε ότι ο Δαφναίος ή ο Δαφνηφόρος Απόλλωνας ονομάτισε και τη Μονή και να μη δεχθούμε και το πλησιέστερο προς την φραγκική παρανόηση Δελφίνιος;
Λέγεται ότι ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ το 1208 εννοούσε το Δαφνί όταν έγραφε περί της Μονής της Παναγίας των Βλαχερνών στην Αθήνα, χωρίς να υπάρχει καμιά περί αυτού βεβαιότητα.
Επίσης λέγεται ότι το γνωστό μολυβδόβουλο του 11ου, όπως δέχονται, αιώνα, το όποιο στη μια του όψη έχει την επιγραφή «η Θεοτόκος το Δαφνίν», στην άλλη φέρει την Παναγία των Βλαχερνών.
Τη «Θεοτόκο το Δαφνίν» την εξελληνίζουν σε Θεοτόκο στη Δάφνη πλησιάζοντας έτσι αυτήν προς τον Απόλλωνα πάλι.
Αλλά άραγε από την Αθηναϊκή Μονή προέρχεται το μολυβδόβουλο τούτο;
Μήπως δεν έχουμε Παναγίες με το προσδιοριστικό της Δάφνης και στην Κωνσταντινούπολη και αλλού;
Το Αθηναϊκό Βυζαντινό καύχημα πάντοτε ως Χρυσοδαφνιώτισσα και ουδέποτε ως Βλαχερνιώτισσα τιμήθηκε.
Αυτό αποδεικνύεται και από μολυβδόβουλο του 9ου ή 10ου,  όπως δέχονται, αιώνα του Μουσείου μας, που φέρει την επιγραφή «σφραγίς προέδρου Παύλου ποίμνης Δαφνίου» όχι μάλιστα της Δάφνης ούτε στη Δάφνη ούτε στο Δαφνίν. Η σφραγίδα αυτή, ότι είναι της Μονής της Αθήνας πρέπει ως εκ τούτου να θεωρηθεί βέβαιο.

Για μας το όνομα του Δαφνιού ήρθε με πολλά άλλα από το Βυζάντιο και δόθηκε στην Αθηναϊκή Μονή προς τιμή τής στη Δάφνη του Βυζαντίου Παναγία.
Για το λόγο που προτιμήθηκε όμως το όνομα αυτό για την στην Ιερά Οδό Μονή σίγουρα λήφθηκε υπόψη, από τους επιτήδεια συνδυάζοντας τα πράγματα, ότι στη θέση αυτή λατρευόταν ο Απόλλωνας όταν ιδρύθηκε ο πρώτος, δίπλα στη Ρωμαϊκή στοά του Δαφνιού, δρομικός χριστιανικός ναός, του οποίου τα ερείπια βρήκαμε.
Δεν πρέπει δε να παραλείψουμε ότι και η στη Δάφνη Παναγία της Κωνσταντινούπολης και τα λοιπά εκεί καθιδρύματα (παλάτι της Δάφνης κλπ.}, όπως και η θέση Δάφνη ονομάστηκαν έτσι μιας και στεκόταν στον τόπο εκείνο στήλη, η οποία θεωρούνταν ως η πιο αξιόπιστη ποτέ, για τις μαντείες, Δάφνη του Απόλλωνα.
Με βάση λοιπόν αυτά δεν ονομάστηκε η Αθηναϊκή Μονή «δια τον εκεί ναόν του Δαφναίου Απόλλωνος», αλλά για την Παναγία της Δάφνης, που ονομάστηκε έτσι στα χρόνια του Βυζαντίου λόγω της εκεί στήλης του Απόλλωνα.
Έμμεση δηλαδή η πορεία και άφιξη του ονόματος στην πρέπουσα θέση του.

Αλλά εγώ είμαι διατεθειμένος να σας παρακαλέσω να μην πιστέψετε τίποτε από αυτά και να δεχθείτε ότι εδώ κυριάρχησε η βασίλισσα Δάφνη της παράδοσης, η οποία όταν ναυάγησε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά διασώθηκε στην παραλία μαζί με δώδεκα βαρέλια φλουριά — το διηγούταν μέχρι τα τελευταία χρόνια και η υπέργηρη καλόγρια Μάρθα — και ότι μάλιστα στο Δαφνί μας έχει κρυμμένους και τους θησαυρούς της — επτά πιθάρια γεμάτα βενετικά φλουριά — ευχόμενος στους μεταγενεστέρους παλαιοδίφες να είναι ευτυχέστεροι εμένα κατά τη διάρκεια των ανασκαφών τους.
Σημειώστε δε ότι αυτοί οι θησαυροί της Δάφνης είναι άλλοι από τους αποδιδόμενους στο επιφανές ερωτικό ζευγάρι, που κατόπιν καλογέρεψε στο Δαφνί, τον Ιμπέριο δηλαδή και τη Μαργαρώνα
οπ’ έλαμπε σ’ ευγενικές ωσάν χρυσή κορόνα,
όπως και ο Ιμπέριος, ο όποιος είχε, κατά την αυτήν φραγκομίμητη ριμάδα, την παραλλαγή της αθηναϊκής λαογραφίας,
το πρόσωπόν του έκλαμπρον, τα φρύδια πλουμισμένα 
τα χείλη του ολοκόκκινα σαν με βερτζίν βαμμένα.
Και ότι έχει δίκιο τέλος ο των Νοητών Ανθέων παλιός συγγραφέας Δαπόντες να λέγει, ότι από τα τρία Μοναστήρια της Αθήνας — αυτά γνώριζε — 
το τρίτο λέγεται Δαφνί, τις οίδε την αιτίαν.

Εν Αγνοία [Χρήστος Ι. Βατούσιος]

ΕΝ ΑΓΝΟΙΑ

Ένοιωσε ξαφνικά να βάλλεται από παντού. Όλοι περίμεναν κάτι απ' αυτόν• μα τι περίμεναν; Τι είχαν να προσμένουν άραγε όλοι αυτοί απ' το περισπούδαστο, περίκλειστο εγώ του... Αυτό το μοναδικό εγώ του, που έφτιαχναν όλοι οι άλλοι. 
Εκείνος δεν περίμενε τίποτα. Ίσως απλώς καρτερούσε - ανεπαισθήτως - τον εαυτό του να σπάσει, να εκραγεί σε μυριάδες κομμάτια, βάζοντάς τον μέσα στη δίνη του αέναου κύκλου. 
Η μία ημέρα έμπαινε μέσα στην άλλη, η μία ιστορία στην άλλη, ο ένας εαυτός στον άλλον, και έτσι δια της ωσμώσεως έφτασε σ' αυτήν την αξεδιάλυτη - πολύμορφη κατά πολλούς - θέση του υποσχόμενου που ο ίδιος αγνοούσε. 
Εν τω μέσω αυτής της καταστάσεως, πήρε την απόφαση να δραπετεύσει απ' τα φανταχτερά "ενδύματά" του. Σηκώθηκε αργά, κοιτάζοντας το βάθος της μουντής αίθουσας και με σταθερή φωνή πήρε απαλά το λόγο: 
Κύριοι, φοβούμαι πως δεν είμαι αυτός... Ούτε ο άλλος, εν ολίγοις λάθος τραγικό με φέρνει εδώ. Σπάζοντας το φράγμα της νυκτός, συναντηθήκαμε με το μέγεθος των αοράτων. Ανίκανοι να το αισθανθούμε, πληγώσαμε και πληγωθήκαμε απ' τη Ζωή, εξαπατώντας ομοίους αλλά κυρίως Εαυτόν.


26 Δεκεμβρίου 2020

(χωρίς)


Αμπέλια ξερά.
Μόνο κλάρες μια μουριά.
Μεγάλες σκιές!
24.12.2020


Το Δαφνί [Δημήτρης Γρ. Καμπούρογλου, σε απόδοση στα νέα ελληνικά] - ΙΓ’ Οι Βενεδικτίνοι του Δαφνιού.

ΙΓ’ Οι Βενεδικτίνοι του Δαφνιού.

Μετά την βυζαντινή ακμή βρίσκουμε το Δαφνί φραγκοκρατούμενο με φρουριακή εμφάνιση και με αξιώσεις Δουκικού κευθμώνα (σ.σ. κρυψώνα).
Και ήταν ένα ολόχρυσο θαύμα το μοναστήρι αυτό της Ιεράς Οδού, όταν ο πρώτος σταυροφόρος εισήλθε στο Ναό και εκτόξευσε με επιτυχία δυο βέλη κατά του οφθαλμού και του μάγουλου του Παντοκράτορα στο κέντρο του θόλου, με μεγάλη έκπληξη των, στο μέσα τύμπανο, 16 Προφητών, οι οποίοι όμως δεν είχαν προπεί για το πάθημα αυτό του Σωτήρα.
Ούτε πολλές ούτε λίγες είναι οι πηγές, τις οποίες έχουμε για το Δαφνί της φραγκοκρατίας. Αλλά και όλες εάν έλειπαν, θα είχαμε τα μνημειακά λείψανα, τα οποία μιλούν πολύ εύγλωττα σε όσους καταλαβαίνουν τη γλώσσα τους.

Ο πρώτος Φράγκος δυνάστης της Αθήνας, Όθωνας Δελαρός, φρόντισε, φαίνεται, από το έτος 1206, όπως πλην της οικογένειάς του μεταφυτευτεί από τη Βουργουνδιακή πατρίδα του στο Αττικό έδαφος και η ιερή χορεία των σιωπηλών Βενεδικτίνων με τη μαύρη ζώνη και με το λευκό ράσο. 
Οι Βενεδικτίνοι αυτοί ανήκαν στο τάγμα των Σιτό, τους οποίους οι ιστορικοί μας από τη Λατινική τους προσωνυμία μεταφράζουνε σε Κιστερκιανούς. Έμφωλεύανε δε αυτοί στη Βουργουνδιακή Μονή του Μπελλεβό.
Φαίνεται δε ότι, αν όχι οι ρασοφόροι που ακολουθούσανε τους ιππότες, πάντως όμως οι Μοναχοί του Μπελλεβό, και ιδίως όσοι από αυτούς ήταν ηγούμενοι του Δαφνιού, ήταν άνθρωποι όχι μόνο ολιγόλογοι— αμίλητοι ήταν οι απλοί μοναχοί — και σχετικά πολιτισμένοι και ειρηνικοί -κάποιος Τροβαδούρος τούς εμπαίζει γι’ αυτό — αλλά ήταν οπωσδήποτε και καλαίσθητοι. Τούτο δεν αποδεικνύεται μόνο από το μη υπάρχον πια κωδωνοστάσιο τους• ευτυχής όποιος το είδε σωζόμενο μέχρι τον έτους 1801• δεν το αποδεικνύουνε τα εντοιχισμένα περίκομψα γοτθικά τόξα του προναού, αλλά μάλλον ο σεβασμός, τον όποιο επέδειξαν προς το Βυζαντινό ψηφιδογραφικό μεγαλούργημα της Ορθοδοξίας μη αγγίζοντας ούτε μια ψηφίδα, έστω και για να βγάλουνε το βέλος από τον οφθαλμό του Κυρίου.
Εξ αιτίας δε της προστασίας, που έτυχαν από τους κυρίαρχους της Αθήνας, αλλά και λόγω της αξίας τους, έγιναν πραγματική δύναμη στον τόπον τιμηθέντες και με την εκτίμηση του Πάπα. Γιατί δεν είναι μικρή η τιμή, προκειμένου περί σοβαρής διάστασης του Μεγάλου Κύρη της Αθήνας και του Λατίνου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να ανατεθεί στον ηγούμενο του Δαφνιού η δίκαιη επίλυση της διαφοράς.

Αλλά και άλλη τιμή δόθηκε στο Δαφνί. Ορίστηκε ως τόπος ταφής των Μεγάλων Κύρηδων και κατόπιν Δουκών της Αθήνας από την οικογένεια και το συγγενολόι των Δελαρός. Και ο μεν πρώτος Μέγας Κύρης Όθωνας, αφού νοστάλγησε, επανήλθε στην πατρίδα του — παίρνοντας μαζί του δε και ολόκληρη την οικογένειά του - προτιμώντας να τον σκεπάσει η γη της Βουργουνδίας. Όπως φαίνεται όμως, εκ των υστέρων, προτού προβεί κατά το έτος 1225 στην απόφαση της αναχώρησής του — βεβαίως κάποια μέρα, κατά την ο σφοδρός πουνέντες έφερνε κύματα σκόνης από το Πειραιά προς την Αθήνα, το αποφάσισε υπακούοντας στην τελευταία διαμαρτυρία της συζύγου του — πριν φύγει λοιπόν, επιβαρυμένος με τις συγκρούσεις και τις έριδες με τους συμπολεμιστές του και με την Εκκλησία, έχοντας ξεχάσει όμως και το υπέροχο εγκώμιο για την Αθήνα — καλλίτερα δεν γνωρίζω — του διάσημου Πάπα Ιννοκέντιου του Γ’ είχε ορίσει, όπως φαίνεται, το Δαφνί για τόπο ταφής των διαφόρων μελών της φράγκικης δυναστείας της Αθήνας.
Ο διάδοχος και ανιψιός του Γουίδων ο Α’ Δελαρός, Μέγας Κύρης και από το έτος 1260 Δούκας της Αθήνας, προτιμούσε τη Θηβαϊκή Καδμεία από την Ακρόπολη και για πολεμικούς και για εμπορικούς και βιομηχανικούς λόγους, κυρίως όμως εξ αιτίας της ευκολότερης με την Εύβοια και τη Στερεά Ελλάδα επικοινωνίας και λόγω της καλής συγγενικής συντροφιάς των στη Θήβα συνιδιοκτητών του, των Σεντομέρ, και της κυψέλης των διαφόρων γειτονικών μικροκυρίαρχων.
Για την αίγλη του στέμματός του τού αρκούσε ότι έφερε τον τίτλο Δούκας της Αθήνας.

Κατά το έτος 1263 πέθανε ο Δούκας Γουίδων ο Α’. Θάφτηκε άραγε στο Δαφνί; Δεν είμαστε βέβαιοι• δεν έχουμε όμως λόγους να μας πείθουν, ότι δεν σεβάστηκε την αρχική απόφαση του Δελαρός. Η Αττική γη είναι πιο ελαφριά της Βοιωτικής.
Και για το γιό του και τρίτο Δούκα της Αθήνας Ιωάννη δεν γνωρίζουμε, αν θάφτηκε στο Δαφνί.  Αυτός πέθανε κατά το έτος, όπως δέχονται, 1280. Τον διαδέχθηκε δε ο αδελφός του Γουλιέλμος ως τέταρτος Δούκας, ο οποίος έζησε λίγα μόνο χρόνια και πέθανε κατά το έτος 1267.
Και φθάνουμε στον Έλληνα από μητέρα Γουίδονα τον Β’, ο οποίος κατ’ αρχήν ως ανήλικος αντιπροσωπεύθηκε στη Δουκική αρχή από τη μητέρα του Ελένη από τον οίκο των Αγγέλων και κατόπιν από τον δεύτερο σύζυγό της, Ούγο Βριέννιο, μέχρι το έτος 1294, οπόταν ο Γουίδονας ενηλικιώθηκε.
Ούτε οι περίφημες γιορτές για την ενηλικίωσή του στη Θήβα ούτε ο γάμος του με την ανήλικη Ματθίλδη, που ήτανε βρέφος 5 ετών — τα σκάνδαλα που ακολούθησαν και ο περιπετειώδης και τραγικός βίος και θάνατος της πολύγαμης Ματθίλδης βρίσκουν χώρο στο χώρο αυτό.
Ο Γουίδονας πέθανε άτεκνος, όπως ήταν φυσικότατο, κατά το έτος 1308.
Αλλά ο θάνατός του είναι ιστορική ζωή για το Δαφνί.
Μέχρι δηλαδή να τακτοποιηθεί η διαδοχή στον Δουκικό θρόνο — η χήρα είχε κατορθώσει να είναι τότε μόλις 15 ετών! — της ανατέθηκε η διακυβέρνηση τον Δουκάτου υπό τη προστασία Επιτρόπου ο οποίος καθοριζόταν στη διαθήκη.
Περισώθηκε λοιπόν το πρακτικό του καθορισμού της Επιτροπείας αυτής.
Στο πρακτικό, στο οποίο πλην των άλλων υπογράφει και ένας πρώην διάσημος κουρσάρος, απόγονοι του οποίου, θα αποδείξουμε άλλοτε, ότι σώζονται στην Αθήνα — αλλά και ο ηγούμενος του Δαφνιού Ιάκωβος — αναγράφεται ρητά ότι ο Δούκας Γουίδονας ο Β’ πέθανε την 5ην Οκτωβρίου 1308 και ότι την επόμενη 6η θάφτηκε στο Μοναστήρι του Δαφνιού, όπου βρίσκονται οι προγονικοί του τάφοι, των Κυριάρχων της Αθήνας Δελαρός.
Η πράξη φέρει χρονολογία 30 Οκτωβρίου 1308 και έγινε στην Αθήνα.
Ιδού λοιπόν η πηγή, η οποία μας υποχρεώνει όχι μόνο να δεχτούμε ότι όλοι οι μετά τον Όθωνα Δελαρός θάφτηκαν εκεί, άλλα και ν’ βρούμε τους τάφους τους.
Πού είναι αυτοί κατά την γνώμη μας θα το πούμε.

Ο Γουίδονας είχε την ευχαρίστηση να αντιληφθεί την εμφάνιση των Τούρκων στην Ιστορία και των Καταλανών στη χώρα της εξουσίας του.
Αυτοί δε είναι που σκότωσαν και τον διάδοχο του Βάλθερο Βριέννιο, το γιο του μητριού του Ούγου, από την πρώτη του σύζυγο, της θείας του Ισαβέλλας Δελαρός.
Πρόκειται δηλαδή για την πανωλεθρία ολοκλήρου του φραγκικού ιπποτισμού στη μάχη της 15ης Μαρτίου 1315, όταν τελειώνει και η κυρίως φραγκοκρατία της Αθήνας, την οποία διαδέχεται η Καταλανοκρατία και αυτή η Εμποροκρατία των Φλωρεντινών χαλυβοποιών, τα όποια είναι εκτός του παρόντος θέματος μας.
Ο Βάλθερος πέντε μέρες πριν σκοτωθεί, την 10η Μαρτίου 1311, συνέταξε διαθήκη που ευτυχώς περισώθηκε.
Μέσω αυτής ορίζει, όπως ταφεί στο Δαφνί. Το επιτρέψαν αυτό οι Καταλανοί; Ίσως ναι. Αυτοί ενδιεφερόντουσαν μόνο για τα πλούτη των σκοτωμένων, για τα χρυσά σπιρούνια των Ιπποτών, τα όπλα τους, τις συζύγους τους και για το κεφάλι του Βαλθέρου, την οποία, αφού την περιήγαγαν θριαμβευτικά σε κοντάρι, την πώλησαν κάποιους μήνες μετά —βέβαια κατάλληλα παστώνοντάς τη — στους συγγενείς του Βαλθέρου, οι οποίοι την θάψανε στους προγονικούς του τάφους στο Λέτσε, το βυζαντινώτατο δηλ. Αλήτιον της Ιταλίας.
Αλλά οι αμαρτίες του δεν τελείωσαν, γιατί, όπως μαθεύτηκε, σε κάποια επισκευή – επισκευάζουν και στην Ιταλία — της εκκλησίας ο τάφος του καταστράφηκε.
Οι ιστοριοδίφες περισυνέλεξαν και τα ονόματα κάποιων Φράγκων ηγουμένων του Δαφνιού, τον Στέφανο (1237), τον Ιωάννη (Ι250), άλλον Ιωάννη (1271), τον Πέτρο (1283), τον Ιάκωβο (1308), κατόπιν άλλον Ιωάννη και τέλος κάποιο Πέτρο.
Αλλά ο τελευταίος αυτός ξεπερνά τα χρόνια της κυρίως φραγκοκρατίας και πεθαίνει κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Φλωρεντινών Ατζαγιόλων το 1412. Τουλάχιστον αυτό διαβάζουν σε μια επιγραφή σε κολόνα του Παρθενώνα, αναγράφοντας τα του θανάτου του.
Η επιγραφή αυτή ομολογούμε ότι μας δαιμόνισε. Είχε κλονίσει τις πεποιθήσεις μας αναφορικά με το Δαφνί ως τόπο ταφής των Δουκών της Αθήνας — γιατί να μην θάφτηκαν στην Ακρόπολη; — όπως τις είχε κλονίσει και για την εγκατάσταση στο Δαφνί των Κιστερκιανών μοναχών το προς την Πεντέλη Φραγκομονάστηρο, κάποτε δε και αυτή η Καισαριανή.
Όταν δε κατά την διενέργεια των υπό τη διεύθυνσή μας ανασκαφών στο μοναστήρι του Δαφνιού, βρήκαμε ένα απομεινάρι επιτύμβιου μαρμάρου φραγκικού τάφου, ανακουφιστήκαμε με την ελπίδα, ότι θα ανακαλύψουμε και τους Δουκικούς τάφους, γιατί είναι φανερό, ότι το επιτύμβιο ανήκε απλά σε τάφο Φράγκου καλόγηρου ή μάλλον ηγούμενου.
Αλλά θα ρωτήσετε. Η κρύπτη κάτω από το ναό; Οι λάρνακες, οι οποίες από παλιά βρισκόντουσαν θαμμένες κάτω από το νάρθηκα και στο παρεκκλήσι του ναού στο Δαφνί; Αλλά το οικόσημο, το όποιο παρατηρήθηκε στη μια από αυτές και παρατηρείται ακόμα;
Η κρύπτη δεν είναι άξια της τιμής να δεχθεί τους Δούκες των Αθηνών. Οι λάρνακες είναι αρχαίες. Η μια από αυτές, που χρησιμοποιήθηκε μετά, για να δεχθεί το σώμα κάποιου πιστού, αληθινά φέρει σταυρό, που φρουρείται από την καμπυλότητα δύο φιδιών και κοσμείται από την αθωότητα δυο κρίνων.
Αλλά ο μεν σταυρός είναι βυζαντινότατος, τα δε φίδια ορθοδοξότατα.
Τα κρίνα εξαπάτησαν τους πρώτους ιστοριοδίφες. Αλλά οι ψυχραιμότεροι παρατήρησαν κατόπιν, ότι ούτε των Δελαρός ούτε των Βριεννίων το οικόσημο έχει κρίνους. Συμφωνούν όμως, ότι η όλη σύνθεση παρουσιάζει, αν όχι φραγκική προέλευση, σίγουρα όμως φραγκική επίδραση. Αλλά οι στεμματολόγοι αποφαίνονται κατηγορηματικά, ότι δεν πρόκειται για οικόσημο, οι δε γλυφογνώστες ότι και η όλη σύνθεση είναι βυζαντινή, πολύ παλιάς μάλιστα απλότητας.
Και ο υπέροχος δε Χαρίλαος Τρικούπης κατά τη διάρκεια των επανειλημμένων επισκέψεών του στο μοναστήρι και στο Ιερό της Αφροδίτης, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, όταν επέδειξε πολυμάθεια που κατάπληξε και για τα αρχαία ιερά και για τα αναθήματα των κογχών και για την αρχιτεκτονική και για την ψηφιδογραφική του Δαφνιού, είχε τη γνώμη, ότι η λάρνακα είναι Φραγκική. Τόσο απατά η εντύπωση της και η εμφάνιση των κρίνων στο μέσο του όλου φραγκικού περιβάλλοντος!
Η πεποίθησή μας λοιπόν είναι, ότι οι τάφοι των Δουκών των Αθηνών μετά τις τόσες αναστατώσεις και καταστροφές σώζονται ακόμα στο Δαφνί. Και ότι, αν δεν βρεθούν στην αυλή, το περισσότερο της οποίας κατέχει η ίσως μεταγενέστερη γούρνα νερού, σίγουρα θα βρεθούνε στην ανατολική αυλή, πίσω δηλ. από την αψίδα του Ιερού, όπου βρέθηκε από μας και το τεμάχιο του Φραγκικού τάφου.

24 Δεκεμβρίου 2020

[στο θρόνο τού Ξέρξη, στο Πέραμα, 23.12.2020]

Όπως γνωρίζουμε από την ιστορία, ο πέρσης βασιλιάς Ξέρξης, από κάποια κορυφή τού βουνού που δεσπόζει από βόρεια τής σημερινής περιοχής τού Περάματος και του στενού τής Σαλαμίνας, την 22 Σεπτέμβρη τού 480 π.Χ. παρακολούθησε τη συντριβή τού στόλου του.
Το ακριβές σημείο δεν είναι απόλυτα δεδομένο και σίγουρα δεν ήτανε στην κορυφή τού ανατολικού λόφου, ονόματι Ξέρξης (βλέπε τις πρώτες δυο φωτογραφίες, που ληφθήκανε την 22.12.2020 από τις νότιες πλαγιές τού όρους Αιγάλεω), από τη μικρή σειρά λόφων βόρεια τής κατοικημένης ζώνης Νέο Ικόνιο – Πέραμα, τους: Ξέρξης, Κέρατα και ο πλέον επιμήκης Τρίκορφο.



Σήμερα, ως πιο πιθανό σημείο, να είχε εγκαταστήσει ο Ξέρξης το θρόνο του, θεωρείται η μεσαία και χαμηλότερη, που φτάνει στα 247 περίπου μ. υψόμετρο, από τις τρεις κορυφές τού Τρίκορφου, στη θέση  37°58'13’’N 23°34'55’’E.
Στη θέση αυτή, με τον σχηματισμό βράχων σε σχήμα στεφανιού, έχουνε βρεθεί ερείπια αρχαίου οχυρωματικού έργου, πιθανόν φρυκτωρίας ή πύργου, ενώ υπολείμματα ξερολιθιών (όχι απαραίτητα αρχαίων χρόνων) υπάρχουνε στην πλαγιά νότια τής κορυφής αυτής (βλέπε τις δεύτερη, τρίτη και τελευταία από τις φωτογραφίες που ακολουθούν).
Η θέα πάντως από το εν λόγω σημείο είναι υπέροχη!






















Η σύντομη (πεζή) διαδρομή που ακολουθήσαμε ξεκίνησε από την οδό Λανίτου και κινήθηκε κατά μήκος των οδών: Φρίξου – Μπουμπουλίνας – Κολοκοτρώνη – Αλ. Παπαναστασίου – Αγ. Τριάδας και συνέχισε στο δασικό χωματόδρομο (βλέπε το χάρτη από τη wikimapia που ακολουθεί), ενώ η πρόσβαση στην κορυφή έγινε μέσω ενός βατού μονοπατιού.