31 Αυγούστου 2014

Roscoe Mitchell Duets with Anthony Braxton.




















O Anthony Braxton εδώ με τον πολύ μεγάλο Roscoe Mitchell σε ένα από τα ωραιότερα ντουέτα πνευστών (κυρίως σαξοφώνων) που έχει ηχογραφήσει.

Ακούστε το εδώ: side1 και side 2

Roscoe Mitchell Duets with Anthony Braxton.
Track list
1. "Five Twenty One Equals Eight" (Roscoe Mitchell) - 4:52
2. "Line Fine Lyon Seven" (Mitchell) - 1:15
3. "Seven Behind Nine Ninety-Seven Sixteen or Seven" (Mitchell) - 2:37
4. "Cards-Three and Open" (Mitchell) - 10:52
5. "Composition 40Q" (Anthony Braxton) - 6:46
6. "Composition 74B" (Braxton) - 6:35
7. "Composition 74A" (Braxton) - 7:56
Recorded at Thunder Sound in Toronto, Canada on December 13, 1977



29 Αυγούστου 2014

Για το Φώτη.


























[πρώην ΣΣ. Κορίνθου, 10.08.2014 08.59]


Για το Φώτη.
Λέω Φώτης γιατί Φώτη νομίζω πως τον λένε. Αλλά κι έτσι να μην είναι το Φώτης ως εύηχο δισύλλαβο καλό είναι και πουλάει για οικείο. Ο Φώτης λοιπόν από μικρός ήθελε, αλλά δεν το ‘λεγε, να γίνει μηχανοδηγός τρένων. Μηχανοδηγός μεν αλλά ίσος μεταξύ ίσων επιβαινόντων. Μεγαλώνοντας όλο και το πάλευε, αλλά δεν το ‘λεγε, και κάθε φορά που περνούσε μπρος απ’ τον καθρέφτη - εννοείται πως πρόσεχε να μην τον βλέπει κανένας - στεκόταν επί ώρες δίνοντας συμβουλές κι εντολές καθώς φαντασιωνόταν εαυτόν μηχανοδηγό. Το τρένο, το πώς θα ‘ταν δηλαδή, δεν τον απασχολούσε. Αυτός παντού θα κατάφερνε να χωρέσει! Εξάλλου με το μελαγχολικό αλλά και αποφασιστικό βλέμμα που του ‘χανε δώσει να φοράει στο βεστιάριο για τους ρόλους που τον θέλανε σε συνδυασμό με την αποδεδειγμένη ρητορική του αναλυτική δεινότητα στην παρουσίαση πραγμάτων που δεν είναι έτσι θα μπορούσε στα σίγουρα να μιλάει πειστικά για ώρες για τη μακέτα τους - που μόνο μακέτα μπορεί να ‘ναι. Αυτής του τελευταίου επιτεύγματος της καπιταλιστικής οικονομίας: της ελληνικής καπιταλιστικής αναπτυξιακής υπερταχείας. Αυτής  που θα διατρέχει καλπάζοντας τη χερσόνησο του Αίμου, τις πεδιάδες της κεντρικής Ευρώπης και τη Ρηνανία για να φτάνει στις Βρυξέλλες και τούμπαλιν. Ήταν καλός ηθοποιός. Τόσο καλός που θα έπειθε ότι πιστεύει ακράδαντα τα λεγόμενά του. Έτσι έγινε και αντιπροχθές όταν, απ’ τη χώρα του απέραντου νεκροταφείου, οι φωνές των υπόλοιπων βαστάζων νεκροκασών που ψάχνανε γι’ αριστερό βαστάζο, τον γδύσανε απ’ την ονειρική στολή του μηχανοδηγού καλώντας τον και πάλι να συνδράμει το έργο τους ως αν ίσος δήμιος μεταξύ ίσων. Αλλά τούτη τη φορά με τα παπούτσια του πρώτου ίσου μεταξύ των ίσων.

28 Αυγούστου 2014

27 Αυγούστου 2014

Ο άνθρωπος οφείλει...


Ο άνθρωπος οφείλει:
να φυτέψει τουλάχιστον ένα δέντρο,
να γεννήσει τουλάχιστον ένα παιδί,
να γράψει τουλάχιστον ένα βιβλίο.

Έλλη Αλεξίου

26 Αυγούστου 2014

Λίγες από τις "Σκέψεις" του Hermann Hesse


Η τέχνη είναι ένας συνδυασμός του πατρικού και του μητρικού κόσμου, του πνεύματος και του αίματος, μπορεί να αρχίσει μ΄ έναν καθαρό κόσμο ιδεών και να καταλήξει στη σάρκα που τρέμει. Όλα τα έργα τέχνης που δεν αποτελούν απλώς ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα έχουν αυτό το επικίνδυνα χαμογελαστό διπλό πρόσωπο, αυτή την αρσενική – θηλυκή ποιότητα, αυτό το μείγμα του ένστικτου και του καθαρού πνεύματος.

Η αρχή όλης της τέχνης είναι η αγάπη. Η αξία και το πεδίο δράσης κάθε τέχνης αποφασίζεται από το πόση ικανότητα έχει ο καλλιτέχνης γι΄ αγάπη.

Ακριβώς όπως κάθε μεγάλο έργο τέχνης έχει την πηγή του στην αγάπη, έτσι και ο μόνος τρόπος πλησιάσματος των έργων τέχνης που αξίζει και μπορεί να πλησιάσει είναι η αγάπη.

Η μεγάλη τέχνη δεν έχει ανάγκη από εξηγήσεις και ψυχολογικές ερμηνείες. Στήνει τα έργα της και έχει εμπιστοσύνη στη μαγική τους δύναμη, χωρίς να φοβάται ότι δεν θα γίνουν κατανοητά.

Η λειτουργία του ποιητή δεν είναι το να δείχνει δρόμους, αλλά πάνω απ΄ όλα το να ξεσηκώνει μεγάλες επιθυμίες.

Κανείς δεν μπορεί να γράψει τόσο άσχημα όσο οι υπερασπιστές ξεπερασμένων ιδεολογιών.




25 Αυγούστου 2014

Από το βιβλίο: "Φυσική και Φιλοσοφία" του Werner Heisenberg

[...]
μπορούμε εδώ να παρατηρήσουμε ότι η σύγχρονη φυσική είναι, από μια ορισμένη άποψη, πολύ κοντά στις θεωρίες του Ηράκλειτου. Αν αντικαταστήσουμε την λέξη «πυρ» με την λέξη «ενέργεια», μπορούμε σχεδόν να επαναλάβουμε τους λόγους του, λέξη προς λέξη, από σύγχρονη άποψη. Πραγματικά η ενέργεια είναι η ουσία απ την οποία έχουν γίνει όλα τα στοιχειώδη σωματίδια, όλα τα άτομα και επομένως όλα τα πράγματα, και η ενέργεια είναι αυτό που κάνει να κινούνται. Η ενέργεια είναι μια ουσία, αφού η ολική της ποσότητα δεν αλλάζει και τα στοιχειώδη σωμάτια μπορούν πραγματικά να παράγονται απ αυτή την ουσία, όπως το δείχνουν τα πολυάριθμα πειράματα πάνω στη δημιουργία των στοιχειωδών σωματιδίων. Η ενέργεια μπορεί να μεταβάλλεται σε κίνηση, σε θερμότητα, σε φως και σε ηλεκτρισμό. Η ενέργεια μπορεί να ονομασθεί η βασική αιτία όλων των αλλαγών μέσα στον κόσμο.
[...]
Αυτή η σύγκριση των διαφόρων συνόλων από έννοιες των φυσικών επιστημών με τα διάφορα στυλ, μπορεί να φαίνεται πολύ απομακρυσμένη απ την αλήθεια γι αυτούς που θεωρούν τα διαδοχικά καλλιτεχνικά στυλ, σαν πολύ αυθαίρετα προϊόντα του ανθρώπινου πνεύματος. Θα μας έλεγαν ότι, στις φυσικές επιστήμες, αυτά τα διάφορα σύνολα εννοιών εκφράζουν μια αντικειμενική πραγματικότητα, ότι έχουν υπαγορευτεί απ' τη φύση, ότι  δεν είναι λοιπόν τίποτε αυθαίρετα και ότι είναι μια αναγκαία συνέπεια των πειραματικών μας γνώσεων πάνω στη φύση, γνώσεων που πάνε και συσσωρεύονται. Πάνω σ αυτό το σημείο, οι πιο πολλοί απ τους επιστήμονες θα ήταν σύμφωνοι.
Αλλά τα διάφορα στυλ τέχνης είναι ένα προϊόν αυθαίρετο του ανθρωπίνου πνεύματος;
Και εκεί ακόμη, δεν πρέπει να αφήσουμε να εξαπατηθούμε απ την Καρτεσιανή διαίρεση: τα στυλ γεννιούνται απ την αλληλεπίδραση ανάμεσα στον Κόσμο και σε μας, ή ακριβέστερα ανάμεσα στο πνεύμα του καιρού και τον καλλιτέχνη. Το πνεύμα της εποχής είναι πιθανώς ένα γεγονός επίσης αντικειμενικό, όπως οποιοδήποτε γεγονός των φυσικών επιστημών, και αυτό το πνεύμα απελευθερώνει ορισμένα χαρακτηριστικά του Κόσμου, που είναι ανεξάρτητα απ το χρόνο και είναι μ αυτή την έννοια αιώνια. Ο καλλιτέχνης, με την εργασία του, προσπαθεί να καταστήσει τελείως καταληπτά αυτά τα χαρακτηριστικά και, στην πορεία αυτής της προσπάθειας, οδηγείται στις μορφές του στυλ (ύφους) μέσα στο οποίο εργάζεται. Επομένως, οι δυο διαδικασίες, αυτή της επιστήμης και εκείνη της τέχνης, δεν είναι πολύ διαφορετικές. Επιστήμη και τέχνη σχηματίζουν και οι δυο χωριστά, στο πέρασμα των αιώνων, μια ανθρώπινη γλώσσα με την οποία μπορούμε να μιλήσουμε για τα πιο ανόμοια μέρη της πραγματικότητας. Τα συναφή σύνολα εννοιών, όπως τα διάφορα στυλ τέχνης, είναι λέξεις ή ομάδες λέξεων αυτής της γλώσσας.
[...]

22 Αυγούστου 2014

Το φως



[Θέατρο Αρχαίων Κλεωνών, 21.08.2014 0.35]

Τα όγδοα: ήρθαν από μακριά δηλώνοντας την ευαρέσκειά τους για το χώρο.
Οι ντόπιοι: ερχόντουσαν παρέες παίρνοντας παρουσίες.
Οι άλλοι: αφού πρώτα σκαρφάλωναν τα σιδερικά τους στα λιοχώραφα.
Ο πεύκος: έτρεμε στο νυχτερινό αγέρι. Δεν ήταν αυτό το φως να τον τραγουδήσουν τα τζιτζίκια.

20 Αυγούστου 2014

Προφανώς...

Μια καρέκλα, μια οθόνη
Τοίχοι τριγύρω, ένα γραφείο
Χαρτομάνι ν' απιθώνει.

Βολεμένος στο τσιμέντο
Κάποιου δρόμου ένα ψηφίο
Οκταώρου φαλιμέντο.

Οι βροχές κυλούν στεγνές
Καίει ο ήλιος σκοτεινός
Όλο του φταίνε οι εποχές
Και οι άλλοι, προφανώς...


----------------------------------------------------



εναλλακτικά - επιλογή Κώστα Σφενδουράκη - η τρίτη στροφή:

Οι βροχές κυλούν τραχιές
Καίει ο ήλιος σκοτεινός
Όλο του φταίνε οι εποχές
Και οι άλλοι, προφανώς...


19 Αυγούστου 2014

Η εξομολόγηση του Σταυρόγκιν [Fyodor Mikhailovich Dostoevsky, μετ. "Π" – εκδόσεις "Χ. Γανιάρη"] μέρος ΙΙΙ από ΙΙΙ

III


Το διάβασμα βάστηξε μιαν ώρα απάνω-κάτω. Ο Τύχων διάβαζε αργά κ' ίσως να ξανακοιτούσε μερικά μέρη. Στο διάστημα αυτό, ο Σταυρόγκιν καθότανε ακίνητος και σιωπηλός, σε μια γωνιά του ντιβανιού, ακουμπισμένος στη ράχη πίσω και προσμένοντας. Πράμα παράξενο: Η ανήσυχη, αφηρημένη, σχεδόν απόκοσμη έκφραση που ήταν όλο το πρωί χαραγμένη στα χαραχτηριστικά του, έσβηνε και τη διαδέχτηκε γαλήνη και κάποια σχετική ειλικρίνεια, που λες κ' έδινε στην όψη του αληθινή αξιοπρέπεια. Ο Τύχων έβαλε τα γυαλιά του, έμεινε συλλογισμένος λίγες στιγμές, κ' έπειτα κάρφωσε το δισταχτικό βλέμμα του στο Σταυρόγκιν. Τούτος ανατρίχιασε, και με κίνημα απότομο έσκυψε προς τα εμπρός.
-Μπορεί να κάμει κανείς τίποτα μικροδιορθώματα σ' αυτό το γραφτό;
-Για ποιο λόγο; Έγραψα με ειλικρίνεια αποκρίθηκε ο Σταυρόγκιν.
-Λίγα πράματα στο ύφος.
-Εξέχασα να σας πω, είπε εκείνος κοφτά και ζωηρά σκύβοντας μ' όλο του το κορμί προς τα εμπρός, πως όλα τα λόγια σας θα πάνε του κάκου. Δε θα μεταλλάξω τις προθέσεις μου, μη δοκιμάζετε να με μεταπείσετε. θα το δημοσιέψω ολόκληρο.
Κοκκίνισε και σώπασε.
-Δεν είχατε ξεχάσει να μου το πείτε αυτό πρωτύτερα, πριν αρχίσουμε την ανάγνωση.
Κάτι σα θυμός πρόβαλλε απ’ τα λόγια του Τύχωνα. Ήτανε ολοφάνερο, πως το «έγγραφο» του είχε κάμει πολύ μεγάλη εντύπωση. Το χριστιανικό του αίσθημα είχε πειραχτεί, και δεν ήταν πάντα κύριος των συναισθημάτων του. Σημειώνω, από την αφορμή τούτη, πως δεν είχε δίχως λόγο τη φήμη άνθρωπου «ανίκανου να τηρήσει στάση ευπρεπή μπροστά στον κόσμο», καθώς λέγανε γι’ αυτόν στο μοναστήρι. Μ’ όλη τη χριστιανική ταπεινοφροσύνη του, αληθινή αγανάχτηση είχε αλλοιώσει τη φωνή του.
-Αυτό είναι αδιάφορο, είπε ο Σταυρόγκιν με τον ίδιο απότομο τόνο και δίχως να προσέξει πως άλλαξε το ύφος του Τΰχωνα. ‘Οση κι αν θα ήτανε η πειστικότητα των επιχειρημάτων σας, εγώ θα σταθώ ακλόνητος στην απόφασή μου. Με τούτη την επιτήδεια η ανεπιτήθεια φρασεολογία μου - σκεφθείτε ό,τι θέλετε - δε σκοπεύω καθόλου να προκαλέσω αμέσως την αντιλογία σας, κ' έτσι ν' αναγκαστώ να πεισθώ άθελά μου, πρόσθεσε με χαμόγελο βιασμένο.
-Δε θα μπορούσα κ' εγώ να σας αντιλογήσω, αλλά και ούτε να σας πείσω ν' αλλάξετε σκοπούς. Η σκέψη σας είναι σκέψη υψηλή, κ' η σκέψη η χριστιανική δε θα μπορούσε να πάρει έκφραση περισσότερο βαθιά. ΙΙέρα από τέτοιο καταπληκτικό τόλμημα θα ήταν αδύνατο να τραβήξει μετάνοια, αν μονάχα...
-Αν τι;
-Αν πρόκειται πραγματικά για μετάνοια, για σκέψη αληθινά χριστιανική...
-Δικολαβισμοί, ψιθύρισε ο Σταυρόγκιν μ’ αφηρημένο ύφος.
Σηκώθηκε και περπάτηοε δώθε-κεΐθε στην κάμαρα, χωρίς να φαίνεται να νοιώθε τι κάνει.
-Θέλετε να φαίνεστε πολύ χειρότερος απ’ όσο νοιώθετε να είστε, είπε ο Τύχων, προσπαθώντας να αποκαλύψει τη σκέψη του ολόκληρη.
-Να φαίνουμαι; Δεν ήθελα να φαίνουμαι τίποτα απολύτως. Εγώ δεν έκανα μορφασμούς. «Χειρότερος», είπατε; Τι εννοείτε μ’ αυτό; ρώτησε κοκκινίζοντας και θυμώνοντας μονομιάς για το κοκκινοβόλισμά του. Ξέρω πως η πράξη τούτη είναι άθλια, πρόστυχη, πρόσθεσε δείχνοντας με το κεφάλι τα φύλλα... Αλλά κ' η προστυχιά της ακόμα αν χρησιμεύσει...
Δεν απόσωσε το λόγο του, σα να ντρεπότανε να εξακολουθήσει τις εξηγήσεις του. Έκφραση πόνου ζάρωσε ταυτοχρόνως το πρόσωπο του, γιατί, σα να κεντριζότανε από κάποια ασυναίσθητη αναγκαιότητα, ήθελε να μείνει εκεί μόνο και μόνο για να εξηγηθεί. Στάθηκε μπροστά στο γραφείο και, παίρνοντας ένα σταυρό φιλντισένιον που ήταν εκεί, άρχισε να παίζει μες στα δάχτυλα του, κι άξαφνα τον έσπασε σε δυο κομμάτια. Νοιώθοντας τι έκαμε και ξαφνισμένος κι ο ίδιος, κοίταξε με στενοχώρια τον Τύχωνα˙ το απάνω χείλος του ανατρίχιασε σα να τον είχανε προσβάλει και ήταν έτοιμος να φανεί προκλητικός.
- Είχα την ελπίδα, πως θα μου λέγατε, αλήθεια, τίποτα λόγια της προκοπής, και για τούτο ήρθα εδώ, είπε χαμηλόφωνα και σα να πολεμούσε να συγκρατηθεί˙ έριξε τα δυο κομμάτια του σταυρού στο τραπέζι.
Ο Τύχων χαμήλωσε γρήγορα τα μάτια και είπε με θέρμη:
-Το έγγραφο τούτο βγαίνει ολόισα μέσα απ’ την καρδιά σας, που ‘ναι βαθειά λαβωμένη˙ έτσι μονάχα το καταλαβαίνω εγώ. Ναι, φανερώνει, μια μεγάλη ανάγκη για μετάνοια, μιαν ανάγκη εσωτερική που σας κατέχει. Αναταραχτήκατε βαθιά απ' τους πόνους μιας ψυχής που την τυραννήσατε, κ' έτσι το ζήτημα αυτό έγινε για σας ζήτημα ζωής ή θανάτου˙ συμπεραίνω λοιπόν, πως δε χάσατε ακόμα κάθε ελπίδα και πως πήρατε τώρα το μεγάλο δρόμο του μαρτυρίου, φανερώνοντας σ' όλο τον κόσμο την ντροπή σας. Ζητάτε να σας δικάσει η εκκλησία. Έτσι πρέπει να καταλάβω το έγγραφο σας; Φαίνεται όμως πως μισείτε και πως καταφρονείτε εκ των προτέρων όλους εκείνους που θα διαβάσουν τούτην την ιστορία, και πως ζητάτε να τους ρίξετε το γάντι.
-Εγώ; Ζητώ να τους ρίξω το γάντι;
-Αφού δεν ντραπήκατε να εξομολογηθείτε το κρίμα σας, γιατί ντρέπεστε να δείξετε μετάνοια;
-Εγώ; Ντρέπουμαι;
-Ντρέπεστε και φοβάστε.
-Φοβούμαι;
Ο Σταυρόγκιν χαμογέλασε και τ' απάνω του χείλος ανατρίχιασε. Ο Τύχων εξακολούθησε:
-Είναι σα να θέλετε να πείτε: Ας με κοιτάξουν οι άλλοι. Ναι, αλλά εσείς ο ίδιος, πως θα τους κοιτάξετε εσείς τους άλλους; Προσμένατε το θύμα τους για να τους αποκριθείτε με θυμό ακόμη μεγαλύτερο. Μερικά κομμάτια της ιστορίας σας είναι γραμμένα με γλώσσα πολύ έντονη˙ μοιάζετε σα να θαυμάζετε την ψυχική ζωή σας, και εκμεταλλεύεστε την παραμικρότερη λεπτομέρεια για να ξαφνίσετε τον αναγνώστη με την αναισθησία σας - με μιαν αναισθησία που δεν είστε ικανός να δείξετε. Ταυτόχρονα όμως, τα κακά πάθη σας κ' η συνηθισμένη σας οκνηρία σας κάνουν αληθινά αναίσθητο και κουτό.
Η κουταμάρα δεν είναι αμαρτία, είπε ο Σταυρόγκιν χλωμιαίνοντας.
-Κάποτε είναι αμαρτία, αποκρίθηκε ο Τύχων, αμάλαγος, και γεμάτος θέρμη. Λαβωμένος βαθιά καθώς είστε, και βασανισμένος από την οπτασία που προβάλλει στο κατώφλι σας. δε βλέπετε ποιο είναι αληθινά το κρίμα σας και για ποιό πράμα θα έπρεπε να νοιώθετε ντροπή μπρος στους ανθρώπους, που την κρίση τους γυρεύετε: δείξατε αναισθησία στην οργή σας απάνω, ή δείξατε ανανδρία; Σε κάποιο μέρος της ιστορίας σας φροντίζετε μάλιστα να διαβεβαιώσετε τον αναγνώστη, πως το κίνημα της κόρης που σας φοβέριζε με τη γροθιά της, δε σας φαινότανε πια γελοίο, αλλά καταθλιπτικό. Το κίνημα αυτό σας φάνηκε στ' αλήθεια γελοίο, έστω και μια μόνο στιγμή; Ναι, ζητώ να μου το πείτε!
Ο Τύχων σώπασε. Μιλούσε σαν άνθρωπος, που δε γυρεύει πια να συγκρατηθεί.
-Λέτε, λέτε, είπε ο Σταυρόγκιν βιάζοντάς τον να συνέχισει. Είστε θυμωμένος και με κακομεταχειρίζεστε. Αυτό μ' αρέσει, από μέρος ενός καλόγερου. Αφήστε όμως να σας ρωτήσω κάτι: Είναι δέκα λεπτά της ώρας τώρα που μιλούμε για τούτο εδώ (κ’ έδειξε με το κεφάλι τα φύλλα) και, μ' όλο που έχετε αγανακτήσει, δε βλέπω όμως στο πρόσωπο σας καμιάν έκφραση αηδίας ή ντροπής... Δε φαίνεστε αηδιασμένος και μιλάτε σα να είμαστε ίσιοι...
Πρόσθεσε τα λόγια «σα να είμαστε ίσιοι» χαμηλώνοντας τη φωνή και σχεδόν άθελα του. Ο Τύχων τον κοίταξε προσεχτικά κ’ εξακολούθησε:
-Με ξαφνίζετε, γιατί τα λόγια σας είναι ειλικρινή, και τότε... το λάθος είναι δικό μου. Μάθετε λοιπόν, πως φάνηκα πρόστυχος και κακός απέναντι σας˙ ενώ εσείς, με τη δίψα που είχατε να κολαστείτε, δεν το προσέξατε καν, μ' όλο που προσέξατε την ανυπονησία μου και την ονομάσατε θυμό. Η αλήθεια είναι, πως είστε πεπεισμένος, ότι σας πρέπει περιφρόνηση πολύ μεγαλύτερη, κι ο λόγος σας: «μου μιλάτε σα να είμαστε ίσιοι», είναι λόγος όμορφος, αν και τον είπατε άθελά σας. Δε θα σας κρύψω τίποτα: τρόμος με πιάνει καθώς βλέπω τη μεγάλη σας δύναμη, που τη σπαταλάτε επίτηδες σε ατιμίες. Χωρίς αποτελέσματα ολέθρια δε γίνεται κανείς ξένος για τον τόπο του: Τιμωρείται με πλήξη και τεμπελιά, τις στιγμές ίσια-ίσια που έχει τον πόθο να δράσει. Ο χριστιανισμός όμως αναγνωρίζει την ευθύνη σε κάθε κατάσταση. Ο Θεός δε σας εστέρησε από εξυπνάδα: συλλογιστείτε λοιπόν, αν μπορείτε να βάλετε με το νου σας τούτο το ερώτημα: «Είμαι, ή δεν είμαι υπεύθυνος των έργων μου.» Είστε χωρίς καμιά αμφιβολία, υπεύθυνος. «Ανάγκη ελθείν τα σκάνδαλα, πλην ουαί τω ανθρώπω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται». Όσο για το δικό σας το... σφάλμα, αμαρτάνουν κι άλλοι πολλοί σαν κ’ εσάς, αλλά ζουν με τη συνείδησή τους εν ειρήνη και θεωρούν μάλιστα σαν κάτι αναπόφευχτο τα νεανικά αμαρτήματά τους. Το ίδιο γίνεται και με τους γέρους, που το χνώτο τους έχει πια την οσμή του τάφου, και που κάνουνε τα ίδια αμαρτήματα με ξεγνοιασιά και με φαιδρότητα. Ο κόσμος είναι γεμάτος από όλες αυτές τις φρίκες. Εσείς, τουλάχιστον, αναμετρήσατε όλο το βάθος του σφάλματός σας, κι αυτό πολύ σπάνια συμβαίνει και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό.
-Θ’ αρχίσετε μήπως να νοιώθετε εκτίμηση για μένα ύστερα από το διάβασμα των φύλλων αυτών; ρώτησε ο Σταυρόγκιν με καγχασμό. Άκουσα να λένε, εντιμότατε πάτερ Τύχωνα, πως δεν είστε πλασμένος για να οδηγείτε τις συνειδήσεις, πρόσθεσε κάνοντας πιο έντονο το μορφασμό του. Σας κριτικάρουνε πολύ εδώ μέσα. Λένε, πως μόλις αποκαλύψετε, σ’ έναν αμαρτωλό, ειλικρινή συναισθήματα ταπεινοφροσύνης, αμέσως ενθουσιάζεστε, μετανοείτε και ταπεινώνεστε μπροστά του.
-Δε θ' αποκριθώ άμεσα σ' όλα αυτά. Είναι σωστό, πως δεν ξέρω να κρατώ στάση ζυγισμένη απέναντι στους ανθρώπους. Το παραδέχτηκα πάντα αυτό το μεγάλο ελάττωμά μου, είπεν ο Τύχων με αναστεναγμό και με τόνο τόσο ειλικρινή, που ο Σταυρόγκιν τον κοίταξε με χαμόγελο γεμάτο συμπάθεια. Όσο για τούτο εδώ, είπε ρίχνοντας μια ματιά στα τυπωμένα δοκίμια, δέχουμαι πως είναι αδύνατο να υπάρξει έγκλημα πιο μεγαλύτερο, πιο απαισιότερο απ’ αυτό που κάμετε σεις σ' εκείνο το κορίτσι.
-Ας μην τα μετρούμε με τον πήχη αυτά τα πράματα! είπε ο Σταυρόγκιν με κάποιο πείσμα. Ίσως ο πόνος να μην ήταν τόσο δυνατός όσο τον παράστησα κ' ίσως πάλι και να συκοφάντησα τον εαυτό μου, συνεπέρανε απότομα.
Ό Τύχων δεν αποκρίθηκε. Ο Σταυρόγκιν πηγαινορχότανε στην κάμαρα, με κεφάλι χαμηλωμένο, βυθισμένος στις σκέψεις του.
-Κ' εκείνη η νέα, ρώτησε άξαφνα ο Τύχων, εκείνη που κόψατε μαζί της τις σχέσεις που είχατε αρχίσει να ‘χετε στην Ελβετία, πού... βρίσκεται αυτήν την ώρα;
-Εδώ.
Νέα σιωπή.
-Σίγουρα, σας είπα πολλά ψέματα εις βάρος μου, είπε και πάλι μ’ επιμονή ο Σταυγόγκιν... Μα, το κάτω-κάτω, είναι αλήθεια πως προκαλώ όλους με τη μεγάλη αναίδεια της εξομολογήσεώς μου, αφού κ' εσείς ο ίδιος βρήκατε να υπάρχει σ' όλα αυτά προκλητικός τόνος. Τέτοιο τους πρέπει, τ' αξίζουνε.
-Θέλετε να πείτε, πως θα είναι για σας ευκολότερο να τους μισήσετε, παρά να δεχθείτε τον οίκτο τους;
-Ακριβώς. Ξέρετε, πρόσθεσε κι αρχίνησε άξαφνα να χαμογελά, - μπορεί άμα διαβάσουνε τα χαρτιά τούτα να με πούνε και Ιησουίτη ή ψευτοθρήσκο, χα, χα, χα! Έτσι δεν είναι;
-Φυσικά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα προκληθεί και τέτοια εντύπωση. Και θα πραγματοποιήσετε λοιπόν το σκοπό σας αυτόν γρήγορα;
-Σήμερα, αύριο, μεθαύριο, ξέρω κ' εγώ; Οπωσδήποτε, πολύ σύντομα. Έχετε δίκιο: θα τα δημοσιέψω απότομα και ίσια-ίσια την ώρα που θα τους σιχαίνουμαι όλους περισσότερο και που θα θέλω να τους εκδικηθώ. Δεν είμαι συνηθισμένος να μιλώ καθαρά και ξάστερα, αφού όμως πήρα την αρχή να είμαι ειλικρινής... μαζί σας, μάθετε πως τους καταφρονώ όλους, όσο καταφρονώ κ' εμένα τον ίδιο, αν όχι περισσότερο, παρά πολύ περισσότερο. Κανείς απ’ αυτούς δεν είναι σε θέση να βγει μπροστά μου και να κρίνει ... Έγραψα όλες αυτές τις ανοησίες (έδειξε τα φύλλα), γιατί έτσι μου πέρασε από το κεφάλι, το ‘καμα από θρασύτητα. Μπορώ, σε μια στιγμή έξαψης, να παράστησα τα πράματα με χρώματα υπερβολικά, φώναξε με οργή και κοκκίνισε και πάλι επειδή θύμωσε με τον εαυτό του που άφησε να του ξεφύγουνε τα λόγια εκείνα άθελά του.
Ζύγωσε στο τραπέζι και πήρε στο χέρι του ένα κομμάτι του σπασμένου σταυρού.
-Αποκριθείτε μου σ‘ ένα ερώτημα, με όλη σας την ειλικρίνεια όμως, σ’ εμένα μονάχα, ή σα να μιλούσατε στον εαυτό σας μες στη γαλήνη και το σκότος της νύχτας, είπε ο Τύχων με φωνή διαπεραστική. Αν σας το συγχωρούσε κάποιος τούτο (έδειξε τα φύλλα), όχι κανείς από κείνους που εκτιμάτε ή που φοβάστε, άλλα κάποιος άγνωστος, ένας άνθρωπος που δε θα τόνε γνωρίζατε ποτέ, και που θα σας συγχωρούσε μέσα στη συνείδησή του, άμα διάβαζε την τρομερή εξομολόγησή σας, θα νοιώθατε τότε γαληνεμένο τον εαυτό σας με την ιδέα αυτή, ή θα σας ήταν αδιάφορο;
-Θα με γαλήνευε αυτό, αποκρίθηκε ο Σταυρόγκιν με σιγανή φωνή. Και αν με συγχωρούσατε εσείς, τούτο θα με γαλήνευε πολύ περισσότερο ακόμη, πρόσθεσε ζωηρά.
-Υπό τον όρο να με συγχωρούσατε κ' εσείς, είπεν ο Τύχων με τόνο βαθύ.
-Για ποιο λόγο; Α, ναι, ξέχασα είναι και τούτη μια από τις καλογερίστικες φράσεις σας. Τι άθλια ταπεινοφροσύνη... Επιτρέψατέ μου να σας πω, πως τούτες όλες οι παλιές καλογερίστικες φόρμουλες δεν είναι καθόλου νόστιμες... Έπειτα, δεν ξέρω αλήθεια κι απ' αλήθεια γιατί βρίσκουμαι εδώ, πρόσθεσε άξαφνα ρίχνοντας ματιές γύρω του. Μα, καλά που το θυμήθηκα, έσπασα εδώ... Τι κοστίζει τούτο ο σταυρός. Εικοσιπέντε ρούβλια;
-Μη σας σκοτίζει αυτό.
-Πενήντα, ίσως; Γιατί να μη με σκοτίζει; Για ποιο λόγο, μια κ’ έσπασα κάτι, να μου χαρίσετε εσείς την αξία της ζημίας; Ορίστε πενήντα ρούβλια, είπε αφήνοντας στο τραπέζι απάνω το χαρτονόμισμα. Αν δεν τα θέλετε για σας, πάρτε τα τότε για τους φτωχούς, για την εκκλησία, ξέρω ‘γώ...; πρόσθεσε με θυμό. Ακούστε, θα σας πω όλη την αλήθεια: Θέλω να ‘χω τη δική σας τη συγχώρεση και με τη δική σας μαζί κ' ενός άλλου, κ' ενός τρίτου, μα τη συχώρεση, όλων, όχι. Καλύτερα να με μισούνε όλοι.
-Και τη συμπόνια όλων; Δε θα μπορούσατε να την υποφέρετε με κάθε ταπεινότητα;
-Δε θα μπορούσα˙ όχι. Δε θέλω τη συμπόνια όλου του κόσμου˙ έπειτα, δεν μπορεί να με συμπονέσει κανείς... Ακούστε, δε θέλω να προσμένω άλλο, θα τα δημοσιέψω... Μη μου κάνετε κολακίες... Δεν μπορώ να περιμένω πια... Δεν μπορώ πια, φώναξε έξω φρενών.
-Φοβούμαι για λογαριασμό σας: βρίσκεστε μπρος σε μιαν άβυσσο που δύσκολα καταφέρνει κανείς να την πηδήσει, έκαμε δειλά ο Τύχων.
-Φοβάστε μήπως με δείτε να σωριαστώ ανήμπορος; Να μην μπορέσω να βαστάξω το μίσος τους;
-Όχι μονάχα το μίσος τους.
-Τι άλλο;
-Τις κοροϊδίες τους, είπε ο Τύχων σιγανά και βιάζοντας τον εαυτό του.
Ο Σταυρόγκιν ταράχτηκε. Αγωνία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του.
-Το προμάντευα, είπε. Σας φάνηκα λοιπόν πάρα πολύ κωμικός άμα διαβάζατε το «δοκουμέντο» μου; Μην ανησυχείτε, μην τα χάνετε, το περίμενα.
Ο Τύχων ήτανε στ' αλήθεια ταραγμένος και γοργά-γοργά εξηγήθηκε:
-Παρόμοιες υψηλές πράξεις απαιτούν ψυχραιμία˙ ακόμη και μέσα στον πόνο, πρέπει να κρατά κάνεις απόλυτη γαλήνη... Μα η γαλήνη αυτή λείπει παντού, στον καιρό μας. Παντού βλέπουμε μόνο φιλονικίες Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν πια ο ένας τον άλλο, απαράλλαχτα όπως και τον καιρό του Πύργου της Βαβέλ...
-Όλα τούτα είναι αποφθέγματα πανάρχαια, ειπώθηκαν χίλιες-δυο φορές, διέκοψε ο Σταυρόγκιν.
-Έπειτα, δε θα πετύχετε το σκοπό σας, συνέχισε ο Τύχων, μπαίνοντας τούτη τη φορά στο θέμα. Από δικαστική άποψη, είστε σχεδόν απρόσβλητος, κι αυτό θα σας το υποδείξουν αμέσως κοροϊδευτικά. Ποιος θα καταλάβει το αληθινό ελατήριο της εξομολόγησής σας; Δε θα θελήσουν να το καταλάβουν, γιατί ο κόσμος τρομάζει βλέποντας παρόμοια κατορθώματα και παίρνει εκδίκηση. Ο κόσμος αγαπά το βούρκο του και δε θέλει να του τον αναταράζουν. Για τούτο θα πάρουνε τη πράξη σας στην κοροϊδία, επειδή με την κοροϊδία μπορούνε και σκοτώνουνε γρηγορότερα.
-Μιλήστε, πέστε τα όλα, είπεν ο Σταυρόγκιν θέλοντας να του δώσει θάρρος.
-Στην αρχή θα εκφράσουνε, σίγουρα φρίκη, άλλα φρίκη πλαστή, για να τηρήσουν τα προσχήματα. δε μιλώ για τις άγιες ψυχές, αυτές θα αισθανθούν φρίκη για τον εαυτό τους και θα κατηγορήσουν τον εαυτό τους˙ δε θα τις μυριστεί όμως κανείς, γιατί τέτοιες ψυχές μένουν σιωπηλές. Οι άλλοι άνθρωποι, οι άνθρωποι του κόσμου, φοβούνται μονάχα ό,τι απειλεί τα ατομικά τους συμφέροντα. Αυτοί, μόλις περάσει το πρώτο ξάφνισμα κι ο πλαστός τρόμος θ’ αρχίσουνε να γελούν. Θα δείξουν πως με περιέργεια παρακολουθούν τον τρελό, γιατί θα σας πάρουνε για τρελό, ίσως όχι ολότελα, θα σας κρίνουν όμως σαν άνθρωπο όχι τόσο ανεύθυνο που να μη μπορούνε και να γελούνε μαζί σας. Θα μπορέσετε να το υποφέρετε αυτό; Η καρδιά σας δε θα πλημμυρίσει από τέτοιο μίσος που να σας σπρώξει στο χαμό σας;... Αυτό φοβούμαι...
-Εκείνο που με ξαφνίζει, είναι που σας βλέπω να κρίνετε τόσο άσχημα τους ανθρώπους και να δείχνετε τόση καταφρόνηση γι’ αυτούς, είπε ο Σταυρόγκιν με πίκρα.
-Πιστέψτε με: αν μιλώ έτσι για τους ανθρώπους, το κάνω γιατί τους κρίνω απάνω στο δικό μου το χνάρι... φώναξε ο Τύχων.
-Υπάρχει λοιπόν τάχα και μέσα στη δική σας την ψυχή κάτι, που να σας κάνει να βρίσκετε ευχαρίστηση στη δυστυχία μου;
-Ποιός ξέρει, μπορεί και να υπάρχει... Ναι μπορεί...
-Δείξτε μου τότε τι είναι το γελοίο στη διήγηση μου. Εγώ κάτι ξέρω. Θέλω όμως να σας δω να μου το δείξετε με το δάχτυλο και κάμετέ το όσο μπορείτε πιο κυνικά, μ' όλη την ειλικρίνεια που είστε ικανός να δείξετε... Ύστερα, αφήστε με να σας πω, πως είστε τρομερά πρωτότυπος άνθρωπος.
-Κ’ η μορφή ακόμη της φλογερής σας μετάνοιας έχει κάποιο χαραχτήρα γελοίο... Ωστόσο, μην έχετε αμφιβολία για το θρίαμβο σας! φώναξε άξαφνα ο καλόγερος μ’ ενθουσιασμό. Ακόμα και με τη μορφή αυτή θα νικήσετε, αν δεχθείτε μ' όλη σας την ειλικρίνεια τα ραπίσματα και τις φτυσιές. Και το πιο ταπεινωτικό σταύρωμα τελειώνει πάντα με μεγάλη δόξα και μεγάλη δύναμη, όταν η ταπείνωση που έδειξε ο σταυρωμένος τη στιγμή του μαρτυρίου του ήταν ειλικρινής. Και μπορεί να βρείτε παρηγοριά, ακόμα κ' εδώ κάτω...
-Με λίγα λόγια, το γελοίο το βρίσκετε μονάχα στη φόρμα; επέμεινε ο Σταυρόγκιν.
-Και στο βάθος. Η ασκημιά θα σκοτώσει, ψιθύρισε ο Τύχων, χαμηλώνοντας τα μάτια.
-Η ασκημιά; Ποια ασκημιά;
-Του εγκλήματος. Υπάρχουν εγκλήματα, που είναι πραγματικά άσκημα. Όποιο κι αν είναι ένα έγκλημα, όσο περισσότερο αίμα έχει χυθεί, όσο μεγαλύτερη γεννά φρίκη, τόσο πιο πολύ επιβάλλεται και γίνεται, να πούμε ρομαντικό. Μα υπάρχουνε κ' εγκλήματα ταπεινά, χυδαία, που δεν προκαλούν καμιά τρομάρα, που είναι αν επιτρέπεται η έκφραση χωρίς γούστο.
Ο Τύχων δεν απόσωσε το λόγο του.
-Μ’ άλλα λόγια είπε με συγκίνηση ο Σταυρόγκιν, βρίσκετε πολύ γελοίο τον τρόπο που φίλησα το χέρι του βρώμικου εκείνου κοριτσιού... Ω! σας νοιώθω με το πάρα πάνω, κ’ εσείς απελπίζεστε για μένα, επειδή ό,τι έκαμα είναι άσχημο, σιχαμερό, μα ταπεινωτικό, γελοίο. και πιστεύετε πως ίσια-ίσια τούτο δε θα μπορέσω να υποφέρω...
Ό Τύχων έμενε σιωπηλός.
-Τώρα καταλαβαίνω για ποιό λόγο με ρωτήσατε αν βρίσκεται εκείνο το κορίτσι που απάντησα στην Ελβετία.
Δεν είστε παρασκευασμένος δεν είστε στερεωμένος ακόμα ψιθύρισε ο Τύχων κοιτάζοντας στο πάτωμα, είστε ξεριζωμένος, δεν έχετε πίστη.
-Ακουστέ, πάτερ Τύχωνα: θέλω να συγχωρέσω τον εαυτό μου, αυτός είναι ο σωστός μου σκοπός, ο μοναδικός μου σκοπός˙ φώναξε άξαφνα ο Σταυρόγκιν με κάποιο μυστικόν ενθουσιασμό στα μάτια. Ξέρω, πως μονάχα τότε θα εξαφανιστεί το φάντασμα... Ιδού για ποιό λόγο γυρεύω τον απέραντο πόνο... Μη με αποτρέπετε από το σκοπό μου αυτόν, αλλιώς θα με πνίξει η ίδια μου λύσσα.
Το ξέσπασμα τούτο της ειλικρίνειας ήτανε τόσο ανεπάντεχο, που ο Τύχων σηκώθηκε απάνω.
-Αν πιστεύετε μέσα σας, πως μπορείτε να συγχωρεθείτε μονάχος σας και να πετύχετε τη συγχώρεση αυτή, σε τούτη εδώ τη γη, με τον πόνο, αν βάζετε με πίστη έναν τέτοιο σκοπό μπροστά σας, τότε τα πιστεύετε όλα! φώναξε ο Τύχων ενθουσιασμένος. Πως μπορέσατε λοιπόν να πείτε, πως δεν πιστεύετε στο Θεό;
Ο Σταυρόγκιν δεν αποκρίθηκε˙
-Την απιστία σας αυτή θα σας τη συγχώρεσει ο Θεός. γιατί τιμάτε το Άγιον Πνεύμα χωρίς να το γνωρίζετε.
-Κι ο Χριστός, θα συγχώρεσει κ’ εκείνος τάχα; ρώτησε ο Σταυρόγκιν με βιασμένο χαμόγελο κι αλλοιωμένο τόνο φωνής: ελαφρή ειρωνεία υπήρχε στην ερώτηση του. Γέγραπται, εξηκολούθησε: «ος δ' αν σκανδαλίσει ένα των μικρών τούτων...», θυμάστε. Το Ευαγγέλιο δεν ξέρει άλλο αμάρτημα μεγαλύτερο απ’ αυτό... Η μικρή έννοια της μεγάλης μας κουβέντας είναι ωστόσο αυτή: πώς θέλετε ν' αποφύγετε κάθε σκάνδαλο, και για τούτο μου στήνετε εμένα παγίδα, καλέ μου πάτερ-Τύχωνα είπε ο Σταυρόγκιν με πείσμα και έκαμε να σηκωθεί. Μ’ ένα λόγο θα θέλατε να με βλέπατε να φρονιμέψω, ίσως και να παντρευτώ και να τερματίσω τη ζωή μου σαν έντιμο μέλος της εδώ λέσχης. Και, φυσικά, να έρχουμαι και κάθε γιορτή στο μοναστήρι σας. Όμορφη μετάνοια, μα την αλήθεια! Ωστόσο σαν καλός γνώστης της ανθρώπινης καρδίας προμαντεύετε σίγουρα πως έτσι θα τελείωσει το πράμα, κι άλλο σκοπό δεν έχει βέβαια, η κουβέντα μας παρά να με πείσετε λιγουλάκι - για τα μάτια! - αφού έτσι κι αλλιώς, εγώ άλλο δε γυρεύω παρά να πειστώ. Σωστά δε μιλώ;
-Όχι, δε θέλω αυτού του είδους τη μετάνοια, Ετοιμάζω για σας άλλη, εξακολούθησε με θέρμη ο Τύχων, δίχως να δώσει καμιά προσοχή ούτε στο βιασμένο γέλιο ούτε στα λόγια του Σταυρόγκιν. Ξέρω ένα γέρον ασκητή, που ζει όχι εδώ, μα όχι και πολύ μακριά από δω, έναν ερημίτη, έναν καλόγερο, που η μεγάλη χριστιανική σοφία του, είναι ακατανόητη και για σας και για μένα. Θ' ακούσει την παράκληση μου. Θα του διηγηθώ για σας. Πηγαίνετε σ' αυτόν και ακολουθήστε την πνευματική οδηγία του πέντε χρόνια, εφτά χρόνια, όσο νομίσετε ο ίδιος πως έχετε την ανάγκη του. Κάμετε ένα τάμα, και με τη μεγάλη αυτή θυσία θα αποκτήσετε κάθε τι που ποθείτε, ακόμη κι ότι, δεν ελπίζετε. Γιατί δεν είστε σήμερα σε θέση να καταλάβετε τι θα κερδίσετε.
Ο Σταυρόγκιν άκουγε προσεχτικά.
-Μου προτείνετε να μπω σαν καλόγερος σ’ εκείνο το μοναστήρι;
-Δεν υπάρχει ανάγκη να μπείτε σε μοναστήρι, ούτε να πάρετε την κουρά˙ γίνετε μονάχα δόκιμος, λαϊκός, έστω και μυστικά˙ μπορείτε να εξακολουθείτε να ζείτε στον κόσμο...
-Αφήστε τα αυτά, πάτερ-Τύχωνα, τον διέκοψε κακόκεφος ο Σταυρόγκιν και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Σηκώθηκε κι ο Τύχων.
-Μα τι έχετε; φώναξε άξαφνα κοιτάζοντας με τρόμο τον επίσκοπο.
Ο Τύχων έστεκε ορθός μπροστά του, με πλεγμένα τα δάχτυλα και σηκωμένα τα χέρια, ενώ το πρόσωπο του είχε σπασμούς άξαφνου τρόμου.
-Τι έχετε: Τι τρέχει; ξανάπε ο Σταυρόγκιν ζυγώνοντάς τον πρόθυμα για να τον κράτησει. Του φάνηκε πως ο καλόγερος πήγαινε να πέσει.
-Βλέπω... βλέπω, ολοκάθαρα, φώναξε ο Τύχων με φωνή που έβγαινε μέσα απ’ την καρδιά του και με πόνο βαθύτατο, βλέπω, πως ποτέ δε σταθήκατε, δυστυχισμένε, χαμένε νέε, τόσο κοντά σε καινούργιο και μεγαλύτερο έγκλημα, απ’ αυτή τη στιγμή.
-Ησύχασε!, είπε παρακλητικά ο Σταυρόγκιν, ανήσυχος... Θα το αναβάλω ίσως... Έχετε δίκιο...
-Όχι, όχι ύστερα από τη δημοσίευση, άλλα πρωτύτερα, μια μέρα, ίσως και μιαν ώρα πριν από τη μεγάλη πράξη, θα ζητήσετε ξαλάφρωμα σ’ ένα κακούργημα καινούργιο. και θα εγκληματίσετε, μόνο και μόνο για ν' αποφύγετε τη δημοσίευση των εγγράφων αυτών.
Ο Σταυρόγκιν έτρεμε από λύσσα και σχεδόν από φόβο.
-Καταραμένε ψυχολόγε, φώναξε σε παροξυσμό θυμού και βγήκε απ’ το κελί δίχως να γυρίσει ούτε μια φορά πίσω του.

ΤΕΛΟΣ

17 Αυγούστου 2014

Η εξομολόγηση του Σταυρόγκιν [Fyodor Mikhailovich Dostoevsky, μετ. "Π" – εκδόσεις "Χ. Γανιάρη"] μέρος ΙΙ από ΙΙΙ

II


Ο τύπος των φύλλων εκείνων φανέρωνε, αληθινά, πως είχανε τυπωθεί στο εξωτερικό. Ήτανε τρεις κόλες κοινού χαρτιού επιστολής, σε σχήμα φυλλαδίου. Θα είχε στοιχειοθετηθεί φυσικά σε κανένα ρούσικο τυπογραφείο του εξωτερικού, γιατί τα φύλλα μοιάζανε σαν προκήρυξη.
Ο τίτλος έλεγε: «Από μέρος του Σταυρόγκιν».
Αντιγράφω κατά λέξη το έγγραφο τούτο, στο διήγημα μου. Φρόντισα ωστόσο να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη, που ήταν πάρα πολλά, τόσο που με ξάφνισαν, γιατί αυτός που τα έγραψε ήταν, μ’ όλα τούτα, άνθρωπος μορφωμένος και διαβασμένος μάλιστα πολύ. δεν πείραξα όμως καθόλου το ύφος, κι ας είχε και σολοικισμούς, ακόμη και ασάφειες. Είναι οπωσδήποτε φανερό, πως αυτός που τα ‘γραψε δεν ήτανε συγγραφέας. Θα προσθέσω ακόμα μια παρατήρηση, μ’ όλο που προτρέχω απ’ τη διήγηση. Το έγγραφο αυτό, είναι, κατά την ιδέα μου, προϊόν ανθρώπου, που όταν έγραφε βρισκότανε σε κρίση˙ το έργο του είναι δημιούργημα του δαιμονίου που τον κατείχε. το συναίσθημα που τον έσπρωξε να γράψει το έγγραφο αυτό, είναι απαράλλαχτο σαν κ’ εκείνο που νοιώθει ένας άρρωστος που υποφέρει από πόνους δυνατούς και που στριφογυρίζει στο κρεβάτι του για να ξαπλωθεί με τρόπο τέτοιο, που να νοιώσει κάποιο ξαλάφρωμα ή, αν όχι ξαλάφρωμα, κάποια μεταβολή του πόνου. Κι άμα το πετύχει, δε συλλογιέται, βέβαια, πια, αν είναι όμορφη ή αν είναι καλή η θέση που πήρε.
Η κυρίαρχη σκέψη του εγγράφου αυτού συνίσταται στην τρομαχτική ανάγκη της τιμωρίας, του σταυρώματος, του βασανισμού μπροστά σε κόσμο.
Από την άλλη πάλι τη μεριά, ολόκληρο το έγγραφο είναι ταυτόχρονα έργο στασιαστού, ανθρώπου απελπισμένου, μ’ όλο που φαίνεται πως γράφτηκε γι’ άλλο σκοπό. Ο συγγραφέας δηλώνει πως «δεν μπόρεσε να μη γράψει˙ πως ήταν «αναγκασμένος να γράψει», κι αυτό φαίνεται λογικό.
Θα ήθελε, σίγουρα να παρέλθει απ’ αυτού το ποτήριον τούτο, άλλα κάτι τον έδενε μ' αυτό, τον έδενε πραγματικά, κ' έτσι, άρπαξε την ευκαιρία καινούργιας μανίας, σωστής επανάστασης. Ναι, ο άρρωστος αναταράζεται στο κρεβάτι του και πολεμά ν’ αναπληρώσει έναν πόνο μ' άλλον πόνο. Από κει παίρνει αφορμή ο αγώνας του κατά της κοινωνίας, αγώνας που θα του εξασφαλίσει μια θέση, πιο υποφερτή, και τότε ρίχνει στην κοινωνία το γάντι του. Το γεγονός και μόνο της συντάξεως παρόμοιου εγγράφου είναι πρόκληση κατά της κοινωνίας απροσδόκητη και ασυγχώρητη. Διακρίνεις μέσα σ’ αυτό μια δίψα μια πρόκληση ενός οποιουδήποτε αντιπάλου.
Μπορεί ακόμη να υποτεθεί, πως τα φύλλα αυτά, τα προορισμένα για το φως της δημοσιότητας, είναι πράξη προσβλητική, ιδιόρρυθμη. Οπωσδήποτε, δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει, πως, μ' όλα ταύτα το έγγραφο είναι πλαστό, πως μ’ άλλα λόγια όλα όσα λέγονται εκεί μέσα είναι απ’ αρχής ως στο τέλος παραμύθι. Δίχως άλλο, η αλήθεια πρέπει, να ζητηθεί ανάμεσα από τα δυο άκρα.
Μα θαρρώ, πως πάρα πολύ έχω προκρίνει τα πράγματα και πως το σίγουρο είναι να ξαναγυρίσουμε στο έγγραφο το ίδιο.
Ιδού τι διάβασε ο Τύχων :
«Από μέρους του Στανρόγκιν.
« Εγώ, ο Νικόλας Σταυρόγκιν, απόστρατος αξιωματικός, έζησα στην Πετρούπολη το 186... περνώντας άσωτη ζωή, χωρίς να βρω σ' αυτή καμιά ευχαρίστηση. Για κάμποσον καιρό, κρατούσα εκεί τρεις κατοικίες. «Καθόμουνα ταχτικά σ’ ένα σπίτι που νοίκιαζε δωμάτια επιπλωμένα, όπου κατοικούσε τότε κ' η Μαρία Λεβιαδκίν, που έγινε αργότερα νόμιμη γυναίκα μου. Τις άλλες τις κατοικίες τις είχα νοικιασμένες για βρωμοδουλειές: στη μια απ’ αυτές δεχόμουνα μια κυρία πού μ’ αγαπούσε˙ στην άλλη την καμαριέρα της. Για κάμποσον καιρό με παρακινούσε η όρεξη να κάμω ν' απαντηθούμε στο σπίτι μου η κυρία και το κορίτσι. Επειδή ήξερα τους χαραχτήρες τους, λογάριαζα πως θα γλεντούσα κάπως με το ηλίθιο αυτό χωρατό.
«Για να προετοιμάσω το συναπάντημα τούτο, πήγαινα συχνότερα στην κάμαρα που κρατούσα σ’ ένα μεγάλο σπίτι της οδού Γκοροχοβίγια, όπου ερχότανε πάντα η καμαριέρα. Η κάμαρα μου ήτανε στο τέταρτο πάτωμα, μέσα σε μια κατοικία φτωχονοικοκυραίων της Πετρούπολης. Οι νοικοκύρηδες μου βαστούσανε ένα δωμάτιο διπλανό, τόσο πολύ στενόχωρο, που αναγκαζόντανε ν’ αφήνουνε ανοιχτή την πόρτα που συγκοινωνούσε με την κάμαρά μου. Ο άντρας, με γενειάδα μεγάλη και μακριά ρεντιγκότα, ήταν υπάλληλος σε κάποιο γραφείο, και ξεκινώντας το πρωί, δε γυρνούσε παρά τη νύχτα πίσω. Η γυναίκα καμιά σαρανταριά χρονών, ξήλωνε παλιά ρούχα και τα γύριζε από την ανάποδη, κ’ έλειπε συχνά για να πηγαίνει να παραδώσει τη δουλειά της. Έμενα ολομόναχος με το κοριτσάκι τους, που φαινότανε ολότελα σαν παιδί. Τήνε λέγανε Ματριόσα. Ή μητέρα της την αγαπούσε, μα την έδερνε συχνά, και της έβγαζε τις φωνές για το τίποτα, όπως συνηθίζουνε αυτής της λογής οι γυναίκες. Η μικρούλα με υπηρετούσε και συγύριζε την κάμαρα μου.
«Δηλώνω πως έχω ξεχάσει τον αριθμό του σπιτιού. Ζήτησα πληροφορίες, κ’ εκείνο που ξέρω σήμερα, είναι μονάχα πως το παλιό αυτό ακίνητο το γκρεμίσανε και πως στη θέση του, όπως και στη θέση δυο άλλων ακόμη παλιών σπιτιών. Χτίστηκε τώρα ένα μεγάλο σπίτι καινούργιο. Ξέχασα ακόμη και το όνομα των φτωχονοικοκυραίων εκείνων˙ μπορεί και να μην το ήξερα ποτέ μου. Θυμούμαι ωστόσο, πως τη γυναίκα τήνε λέγανε Στεπανίδα˙ τ’ όνομα του ανδρός δεν το θυμούμαι, μήτε ξέρω τι απογίνανε κ’ οι δυο τους. Φαντάζουμαι, πως αν ψάξει κανείς, κι αν ζητήσει πληροφορίες στην αστυνομία της πρωτεύουσας, θα μπορούσε να ξαναβρεί τα χνάρια τους.
«Η κατοικία έβλεπε κατά την αυλή».
«Τα γεγονότα που θα ιστορήσω γίνανε τον Ιούνιο. Μια μέρα χάθηκε από το τραπέζι μου ένας σουγιάς, που δεν τον μεταχειριζόμουνα ποτέ μου˙ έστεκε εκεί απάνω χωρίς λόγο. Μίλησα για το χάσιμο αυτό στη νοικοκυρά, χωρίς να συλλογιστώ πως εκείνη θα ξυλοφόρτωνε την κόρη της. Είχε βγάλει κιόλας τις φωνές γιατί χάθηκε κάποιο κουρέλι και τα ‘χε βάλει με τη μικρή, θαρρώντας πως το ‘χε σουφρώσει για την κούκλα της. Όταν αργότερα το κουρέλι εκείνο βρέθηκε κάτω απ’ το τραπεζομάντηλο, η μικρή δεν είπε ούτε ένα παράπονο που τιμωρήθηκε άδικα και κοιτούσε μονάχα σιωπηλή. Πρόσεξα, πως το έκανε επίτηδες, και τότε, για πρώτη φορά, κοίταξα καλύτερα το πρόσωπο της. Ως τότε δεν είχε προκαλέσει την προσοχή μου. Ήτανε ξανθουλή, με πρόσωπο γεμάτο από πανάδες, πρόσωπο πρόστυχο μα με κάποιαν έκφραση ολότελα παιδιάτικη και εξαιρετικά γλυκεία.
«Η μητέρα ήταν δυσαρεστημένη που δεν έβλεπε την κόρη να της παραπονιέται για την άδικη τιμωρία. Κ’ έτσι το περιστατικό του σουγιά της χάλασε ακόμη περισσότερο το κέφι. Ήταν απελπισμένη που τιμώρησε δίχως λόγο το παιδί της. Έβγαλε μερικές βέργες απ’ τη σκούπα της κ’ έδειρε μ’ αυτές την κόρη της τόσο δυνατά, που μείνανε κόκκινα χνάρια στο πετσί της. Και το ‘καμε αυτό μπροστά μου, μ’ όλο που η κόρη της ήτανε κιόλας δώδεκα χρονών. Η Ματριόσα δεν έβγαλε φωνές που τις έφαγε, σίγουρα επειδή ήμουνα κ’ εγώ μπροστά στο καταχείρισμά της, σε κάθε όμως χτύπημα έβγαζε ένα παράξενο αναφιλητό σα λόξυγκα, κ' εξακολούθησε να ‘χει λόξιγκα και μιαν ώρα ακόμα αργότερα.
«Ωστόσο, είχε συμβεί τούτο στην αρχή: την ίδια τη στιγμή που η νοικοκυρά όρμησε στη σκούπα για να βγάλει μερικές βέργες, εγώ ξαναβρήκα το σουγιά στο κρεβάτι μου, όπου θα είχε πέσει σίγουρα από το τραπέζι. Αμέσως μου ήρθε η ιδέα να μην το μαρτυρήσω για να ξυλοκοπηθεί το κοριτσάκι. Την απόφαση αυτή την πήρα μονομιάς˙ σε στιγμές παρόμοιες, λες και μου σβήνει η πνοή... Μα είμαι αποφασισμένος να τα ιστορήσω όλα καθαρά και ξάστερα, για να μη μείνει τίποτα κρυφό.
«Κάθε κατάσταση εξαιρετικά άθλια, τρομερά ταπεινωτική και πρόστυχη, κι απάνω απ’ όλα τα γελοία, όπου μου ‘τυχε να βρεθώ, προκαλούσε μέσα μου θυμό μεγάλο, μα και κάποια ηδονή ανέκφραστη ταυτόχρονα. Το ίδιο πάθαινα και στις στιγμές που έκανα καμιά παλιανθρωπιά, ή που βρισκόμουνα σε κίνδυνο. Αν είχα κλέψει τίποτα, θα αισθανόμουνα την ώρα της κλοπής κάποια μέθη μπροστά στο βάθος της ατιμίας μου. Εκείνο που σε τέτοιες περίστασες μ’ ευχαριστούσε, δεν ήταν η ατιμωτική πράξη - όχι - αλλά η εξαίρετη ηδονή που μου ‘δινε το οξύ συναίσθημα της προστυχιάς μου. Το ίδιο μου τύχαινε κάθε φορά, που, τη στιγμή της μονομαχίας, περίμενα, τον πυροβολισμό του αντιπάλου μου: ένοιωθα συναίσθημα παρόμοιο. Ομολογώ, πως το συναίσθημα αυτό το γύρεψα συχνά επίτηδες, γιατί έχει απάνω μου πολύ δυνατήν επίδραση. Όταν δεχόμουνα κανένα ράπισμα (κ’ έχω δεχθεί δυο φορές μπάτσους στη ζωή μου), ένοιωθα και πάλι το ίδιο συναίσθημα, κι ας μ' έπιανε αγανάχτηση, Άμα καταφέρνεις όμως να κράτησης το θυμό σου, τότε η ευχαρίστηση ξεπερνά κάθε ηδονή που μπορείς
να φανταστείς.
«Ποτέ μου δε μίλησα σε κανέναν, φυλάχτηκα μάλιστα. να μην κάμω ποτέ μήτε τον παραμικρότερο υπαινιγμό γι’ αυτή μου την αθλιότητα, την έκρυψα πάντα σαν ντροπή μου. Όταν με χτυπήσανε κάποτε και με σύρανε από τα μαλλιά σε μια ταβέρνα της Πετρούπολης, δεν ένοιωσα το συναίσθημα αυτό της ντροπής, αλλά μονάχα φοβερό θυμό, μ’ όλο που δεν ήμουνα μεθυσμένος. Αν, από την άλλη μεριά, ο Γάλλος εκείνος υποκόμης, που, στο εξωτερικό, με μπάτσισε, και που του κομμάτιασα, σε μονομαχία, το κάτω του σαγόνι, αν ο υποκόμης αυτός μ’ έπιανε από τα μαλλιά και μ’ έριχνε κατά γης, θα ένοιωθα τότε σίγουρα ηδονή μεθυστική κι όχι θυμό.
«Όλα τούτα τα λέω για να μάθουν όλοι, πως το συναίσθημα εκείνο ποτέ δε με κυριαρχούσε ολότελα, και πως διατηρούσα πάντα και τέλεια τη συνείδηση μου. Αν το ήθελα, θα μπορούσα να εξουσιάσω το συναίσθημα εκείνο, ακόμα κι όταν έφτανε στη μεγαλύτερη ένταση του, μα ποτέ δε μου ήρθε τέτοια διάθεση. Είμαι πεπεισμένος πως θα κατάφερνα να περάσω ολόκληρη τη ζωή μου, σαν αγνός καλόγερος, μ’ όλο που είμαι προικισμένος με κτηνώδη ηδυπάθεια, που πάντα την ερέθιζα μέσα μου. Επιμένω λοιπόν να δηλώσω, πως δεν έχω καμιά πρόθεση να δικαιολογήσω τα κρίματά μου, ούτε με την επίδραση του παρελθόντος, ούτε με το ανεύθυνο μυαλό αρρωστημένου.
«Όταν η τιμωρία του κοριτσιού πήρε τέλος, έβαλα το σουγιά στην τσέπη του γιλέκου μου, βγήκα απ’ το σπίτι χωρίς να πω λέξη και πήγα και τον πέταξα μακριά στο δρόμο, για να μη μάθει ποτέ κανείς πως τον είχα βρει.
«Ένοιωσα αμέσως πως αυτό που έκαμα ήτανε παλιανθρωπιά, και μ’ όλο τούτο αισθάνθηκα κάποια ευχαρίστηση, γιατί ένα συναίσθημα ακαθόριστο με φλόγισε σαν πυρωμένο σίδερο κ' έκανα γούστο.
«Περίμενα έπειτα δυο μέρες. Η μικρή, αφού έκλαψε, έγινε ακόμη περισσότερο σιωπηλή. Είμαι σίγουρος, πως δε μου κρατούσε καθόλου κάκια, ένοιωθε όμως ντροπή που τιμωρήθηκε με τέτοιον τρόπο μπροστά μου. 'Ωστόσο, σαν υπάκουο παιδί που ήτανε τα ‘βαζε μονάχα με τον εαυτό της για το ντρόπιασμά της αυτό. Το σημειώνω τούτο, επειδή έχει σημασία για ό,τι θα διηγηθώ πάρα κάτω.
«Πέρασα τις δυο-τρεις αυτές ήμερες στην κυριότερη κατοικία μου. Ένα σωρό άνθρωποι καθόντανε στο σπίτι εκείνο που νοίκιαζε επιπλωμένα δωμάτια: υπάλληλοι χωρίς θέση ή υπάλληλοι κατώτεροι, γιατροί δίχως πελατεία, κάθε λογής Πολωνοί, που μαζευόντανε όλοι γύρω μου. Ζούσα μέσα σ’ εκείνη τη χάβρα σαν ερημίτης, δηλαδή απομονωμένος μέσα στο μυαλό μου, τριγυρισμένος όμως ολημέρα από τσούρμο ολάκερο «συντρόφων», πολύ αφοσιωμένων σε μένα και που με λατρεύανε σχεδόν για τα χατίρι του πουγκιού μου. Θαρρώ, πως κάμαμε όλοι μαζί πολλές μπερμπαντιές, σε τρόπο που άλλοι νοικάρηδες μας φοβόντανε, δηλ. μας έδειχναν σεβασμό, κι ας κάναμε κακοήθειες πάρα πολύ τολμηρές κάπου-κάπου. Λιγουλάκι ακόμα να τραβούσαμε το σκοινί, θα ‘πρεπε να ετοιμάζουμαι για κανένα ταξιδάκι αναψυχής ως στη Σιβηρία. Βαριεστούσα σε τέτοιο σημείο, που θα μπορούσα να πάω να κρεμαστώ˙ κι αν δε κρεμάστηκα, είναι γιατί περίμενα πάντα πως θα γίνει κάτι, όπως αυτό το κάτι το περίμενα και σ’ όλη μου τη ζωή.
«Θυμούμαι, πως τότε ασχολήθηκα σοβαρά με τη θεολογία. Βάσταξε αυτό κάμποσον καιρό, ύστερα μου ξανάρθε η πλήξη, ίδια και χειρότερη.
«Όσο για τα πολιτικά μου τα φρονήματα, - αυτά κατασταλάζανε μέσα μου έτσι, που να μου γεννούν τη διάθεση να βάλω φουρνέλα στις τέσσερις άκρες του κόσμου και να τον τινάξω στον αέρα ολόκληρον, αν άξιζε, οπωσδήποτε, τον κόπο να το κάμω. Και τούτο όχι από καμιά ιδιαίτερη κακία, άλλα μονάχα από πλήξη. Δεν είμαι καθόλου σοσιαλιστής. Θαρρώ, πως όλη μου αυτή η διάθεση ήταν αρρώστια. Ο γιατρός Δομπρολιούβωφ, που καθότανε στο σπίτι εκείνο με τη φαμελιά του, μου αποκρίθηκε μια μέρα, όταν τόνε ρώτησα στα χωρατά αν υπάρχει κανένα φάρμακο, που να μπορεί να διεγείρει πολιτικές αρετές: «Για να διεγείρει πολιτικές αρετές, ίσως να μην υπάρχει κανένα˙ μα θα μπορούσε να βρεθεί φάρμακο που να διεγείρει τάσεις προς εγκλήματα». Ευχαριστήθηκα πάρα πολύ με το αστείο του, μ’ όλο που ήτανε φτωχός, κ’ είχε απάνω στο κεφάλι του γυναίκα έγκυο και δυο κοριτσάκια ψόφια από την πείνα. Η αλήθεια όμως είναι πως αν δεν ήτανε οι άνθρωποι υπερβολικά ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους, δε θα καταφέρνανε ποτέ να ζήσουν.
«Σ’ αυτές ακόμη τις δυο-τρεις μέρες (που τις άφησα να περάσουνε για να δώσω καιρό στο κοριτσάκι να ησυχάσει), έκαμα και μια κλεψιά, για να λυτρωθώ, χωρίς άλλο, από την ιδέα που μου ‘χε καρφωθεί στο νου, ή και μονάχα για να κάμω γούστο. Αυτή η κλεψιά ήταν η μοναδική που ‘χω κάμει στη ζωή μου.
«Σε δυο από τα επιπλωμένα δωμάτια που νοικιαζόντανε στο σπίτι μας, καθότανε ένας υπάλληλος με την οικογένειά του. Ήταν άνθρωπος καμιά σαρανταριά χρονών, όχι πολύ κοντός, και με καλό παρουσιαστικό, άλλα φτωχός. Δεν είχαμε σχέσεις πολλές, και φοβότανε τη βρωμοπαρέα μου.
«Μόλις είχε πάρει το μισθό του - εικοσιπέντε ρούβλια. Είχα πραγματικά ανάγκη από παράδες τη στιγμή εκείνη (μ' όλο που θα ‘παιρνε σίγουρα χρήματα σε τρεις μέρες με το ταχυδρομείο), έτσι που μπορεί να πιστέψει κανείς πως έκλεψα από ανάγκη, κι όχι για να κάμω γούστο. Η κλεψιά μου έγινε με θρασύτητα και, σα να πούμε, στα φανερά: μπήκα στην κάμαρα του υπαλλήλου τη στιγμή που έτρωγε με τη γυναίκα του και με τα παιδιά του στο άλλο το δωμάτιο. Δίπλα στην πόρτα της εισόδου, ήταν απιθωμένη σε μια καρέκλα η ρεντιγκότα του υπαλλήλου, η στολή του. Η σκέψη εκείνη μου καρφώθηκε άξαφνα στο μυαλό, καθώς περνούσα στο διάδρομο. Έχωσα το χέρι μου στην από μέσα τσέπη της ρεντιγκότας κ’ έβγαλα από κει το πορτοφόλι. Ο υπάλληλος όμως άκουσε τον ελαφρό θόρυβο που είχα κάμει κ’ έβγαλε το κεφάλι από την πόρτα της διπλανής κάμαρας. Μου φάνηκε μάλιστα πως είδε το κίνημα μου, όχι όμως καθαρά, και δεν πίστεψε, βέβαια, μήτε στα ίδια του τα μάτια. Του εξήγησα πως περνώντας από την ανοιχτή του πόρτα, μπήκα μέσα για να ιδώ την ώρα στο ρολόγι του τοίχου. «Δε δουλεύει», έκαμε εκείνος κι αποτραβήχτηκε.
«Είχα την εποχή εκείνη πολλή όρεξη για πιοτό, και κέρασα όλη τη βρωμοπαρέα μου. Πέταξα το πορτοφόλι στο δρόμο και κράτησα τα χαρτονομίσματα. Είχε μέσα τρία τραπεζογραμμάτια κόκκινα των δέκα ρουβλιών και δυο κίτρινα του ενός, τριανταδυό ρούβλια όλα-όλα. Χάλασα αμέσως το ένα από τα κόκκινα κ’ έστειλα να μας φέρουνε σαμπάνια, έπειτα ξόδεψα το δεύτερο κόκκινο, κ’ υστέρα το τρίτο.
«Τέσσερις ώρες, απάνω-κάτω, αργότερα, κατά το βράδυ, ο υπάλληλος με απάντησε στο διάδρομο, και με ζύγωσε.
-Νικόλα Βσεβιλόδοβιτς, μου είπε, μπήκατε στην κάμαρα μου λίγες ώρες πριν˙ μήπως ρίξατε, χωρίς να το θέλετε, τη στολή μου που ήτανε σε μια καρέκλα... κοντά στην πόρτα;
-Ναι.
-Καταγής ;
-Στην αρχή στην καρέκλα, κ’ υστέρα χάμω.
-Και σεις τη σηκώσατε;
-Τη σήκωσα.
-Λοιπόν, τι άλλο θέλετε από μένα;
-Μα... αν είν’ έτσι, αυτό ήταν όλο...
«Δεν τόλμησε ν’ αποσώσει τη σκέψη του και δεν είπε μάλιστα τίποτα σε κανένα, τόσο οι άνθρωποι αυτοί δείχνουνται δειλοί πολλές φορές. Έπειτα, όλοι οι άλλοι νοικάρηδες με φοβόντανε πολύ και με σεβόντανε. Έκαμα γούστο υστέρα να καρφώνω τα μάτια μου απάνω του, αργότερα όμως κι αυτό δε μου ‘κανε πια κέφι.
«Ύστερα από τρεις μέρες, ξαναγύρισα στη Γκοροχοβίγια. Η μητέρα ετοιμαζότανε να βγει έξω μ’ ένα χοντρό πακέτο. Ο άντρας δε βρισκότανε φυσικά, στο σπίτι κ' έμεινα μονάχος με τη Ματριόσα.
«Τα παράθυρα που βλέπανε κατά την αυλή, ήταν ορθάνοιχτα. Στο σπίτι καθόντανε ένα σωρό τεχνίτες, κ’ έτσι, όλη τη μέρα, απ’ όλα τα πατώματα ανέβαινε ο θόρυβος των σφυριών και των τραγουδιών. Πέρασε μια ώρα. Η Ματριόσα, καθισμένη σ' ένα μικρό πάγκο, στην καμαρούλα, μου έστριβε τη ράχη κ' ήταν αφοσιωμένη σε κάποιο ράψιμο. Άξαφνα άρχισε να τραγουδά με σιγανή φωνή˙ της ερχότανε κάπου- κάπου τέτοιο κέφι. Έβγαλα το ρολόγι μου. Ήταν δύο η ώρα. Ένοιωσα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Σηκώθηκα και τη ζύγωσα σιγά-σιγά.
«Το πεζούλι των παραθύρων ήτανε στολισμένο με πολλές γλάστρες από γεράνια κι ο ήλιος έλαμπε ζωηρά. Κάθισα σιμά της, χάμω στο πάτωμα. Πήρα το χέρι της και το φίλησα, την ανάγκασα να ξανακαθίσει κι άρχισα να την κοιτάζω μες στα μάτια. Το κίνημά μου, που της φίλησα το χέρι. την έκαμε στην αρχή να γελάσει σαν παιδί, για ένα όμως δευτερόλεπτο μονάχα γιατί ξανασηκώθηκε απάνω μ’ ένα πήδημα, και τόσο τρομαγμένη τούτη τη φορά, που το πρόσωπο της ζάρωσε σπασμωδικά. Με κοίταζε με μάτια ακίνητα, γεμάτα τρομάρα, και τα χείλια της σουφρώσανε, σα να ήθελε να κλάψει˙ δε φώναξε όμως.
«Φίλησα και πάλι το χέρι της και την πήρα στα γόνατα μου˙ τότε αποτραβήχτηκε, ύστερα χαμογέλασε σα να ντρεπότανε, μα με χαμόγελο βιασμένο. Όλο το πρόσωπο της κατακοκκίνισε από ντροπή. Της ψιθύρισα κ' εγώ δε θυμούμαι πια τί λόγια, και γέλασα, Άξαφνα έγινε κάτι παράξενο, κάτι που με ξάφνισε εξαιρετικά και που ποτέ μου δε θα το ξεχάσω: η μικρή έβαλε τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό μου κι άρχισε τώρα κι αυτή να με φιλά με θέρμη. Το πρόσωπο της φανέρωνε αληθινή έκσταση. Σηκώθηκα έξω φρενών, τόση εντύπωση μου έκαμε τούτο, σ’ ένα πλασματάκι τόσο μικρό, κι άξαφνα αισθάνθηκα οίχτο.
«Όταν όλα τελειώσανε, η Ματριόσσα φάνηκε πολύ ταραγμένη. Δεν προσπάθησα να την ησυχάσω και δεν τη χάιδεψα πια. Με κοιτούσε χαμογελώντας δειλά. Το πρόσωπό της μου φάνηκε άξαφνα ηλίθιο. Η ταραχή της γινότανε ολοένα μεγαλύτερη, Τέλος, σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της, και πήγε και στάθηκε σε μια γωνιά, με την όψη γυρισμένη κατά τον τοίχο. Φοβόμουνα μήπως την πιάσει καινούργια τρομάρα, και βγήκα σιγανά-σιγανά απ’ το σπίτι.
«Θαρρώ, πως ό,τι έγινε θα της έκαμε εντύπωση αφάνταστης φρίκης, καθώς ήταν τόσο φοβερά τρομαγμένη. Μ’ όλο που θα ήτανε συνηθισμένη ν’ ακούει, κι απ' τον καιρό που ήτανε στην κούνια ακόμα, βρισιές αισχρές, είμαι ωστόσο σίγουρος, πως δεν τις καταλάβαινε καθόλου. Είχε τώρα, δίχως άλλο, την πεποίθηση, πως έκαμε κάποιο έγκλημα ανήκουστο και πως ήτανε βαθύτατα ένοχη: «Σκότωσα το Θεό,» έλεγε.
«Τη νύχτα εκείνη, χτυπήθηκα στην ταβέρνα, όπως ανάφερα πάρα πάνω. Μα το πρωί, ξύπνησα στο δωμάτιο μου το επιπλωμένο, όπου μ' έφερε η Λιεβιαδκίν. Η πρώτη μου η σκέψη ήταν: τα διηγήθηκε τάχα όλα η μικρή, ή όχι;
«Η στιγμή εκείνη ήτανε για μένα στιγμή αληθινού τρόμου, μολονότι όχι και πολύ έντονου ακόμη. Ήμουνα πολύ καλοκέφαλος εκείνο το πρωί, καλός με όλους, κι όλη η βρωμοπαρέα ήτανε ευχαριστημένη μαζί μου. Άλλα τους άφησα όλους, και πήγα στη Γκοροχοβίγια.
«Την απάντησα κάτω, στην είσοδο. Γύριζε πίσω από το μανάβη, όπου είχε πάει ν’ αγοράσει ραδίκια. Καθώς με είδε, χίμησε κατατρομαγμένη στη σκάλα. Δεν ήτανε φόβος εκείνος, ήτανε τρόμος σιωπηλός.
«Τη στιγμή που έμπαινα στην κάμαρα μου, είχε προφτάσει κιόλας η μητέρα της να την μπατσίσει, που έτρεχε «σα ζουρλοκόριτσο». Για την ώρα λοιπόν δεν ήξερε κανείς τίποτα. Η Ματριόσσα κρύφτηκε κάπου, και δε φανερώθηκε καθόλου όλο τον καιρό, που έμεινα εκεί. Ύστερα από μια ώρα έφυγα.
«Αλλά, κατά το βράδυ, ένοιωσα πάλι φόβο, και φόβο πολύ πιο δυνατό. Εκείνο που με βασάνιζε απάνω απ' όλα, ήταν πως φοβόμουνα και πως είχα συνείδηση ότι φοβούμαι. Δεν υπάρχει τίποτα πιο φοβερό και πιο ηλίθιο από τούτο. Ποτέ μου, μήτε πρωτύτερα, μήτε αργότερα, δεν ένοιωσα τέτοιο φόβο. Τούτη τη φορά έτρεμα κυριολεχτικά, κ’ είχα συναίσθηση της ταπεινότητάς μου.
«Αν μπορούσα, θα τίναζα τα μυαλά μου˙ αισθανόμουν  όμως, πως ήμουν ανάξιος του θανάτου. Είναι αλήθεια, πως σκοτώνουνται πολλοί από φόβο, κι άλλοι από φόβο εξακολουθούνε να ζουν. Κ’ ύστερα, το βράδυ, σαν έμεινα ολομόναχος στην κάμαρά μου, ένοιωσα τέτοιο μίσος για κείνην, που πήρα την απόφαση να τη σκοτώσω. Με το σκοπό τούτο έτρεξα τότε στην Γκοροχοβίγια. Στο δρόμο έβαζα, με το νου μου πώς θα τη χτυπήσω και πώς θα την ξεγελάσω. Το μίσος μου το φούντωνε πιο πολύ το χαμόγελο της, όπως το ‘βλεπα και με τη φαντασία μου. Τη σιχαινόμουνα που ρίχτηκε στο λαιμό μου, ποιος ξέρει τι έχοντας στο νου της.
«Σαν έφτασα όμως στο κανάλι της Φοντάνκας, ένοιωσα να μην είμαι στα καλά μου. Έπειτα κάποια καινούργια σκέψη πέρασε απ’ το νου μου, σκέψη που ήταν τρομερή ίσια-ίσια, επειδή καταλάβαινα τη σημασία της. Γύρισα πίσω στο σπίτι μου και ξαπλώθηκα στο κρεβάτι μου με ρίγη πυρετού και τρέμοντας από τον τρόμο μου, τόσο που έπαψα ακόμη να μισώ πια τη μικρή. Δεν ήθελα πια να τη σκοτώσω, κι αυτή ήταν η καινούργια σκέψη που μου ήρθε στη Φοντάνκα. Τότε πρόσεξα, για πρώτη φορά στη  ζωή μου, πως ο φόβος, όταν φτάσει στη μεγαλύτερη ένταση του, διώχνει το μίσος και κάθε αίσθημα εκδίκησης,
«Ξύπνησα κατά το μεσημέρι, αρκετά καλούτσικα στην υγεία μου, απορώντας μάλιστα με τα χθεσινά αισθήματα. Ντράπηκα που θέλησα να γίνω φονιάς. Ωστόσο δεν ήμουν καθόλου στα κέφια μου, και μ' όλη μου την αντιπάθεια, ήμουν αναγκασμένος να πάω στη Γκοροχοβίγια. Θυμούμαι, πως τη στιγμή εκείνη, ένοιωσα πολύ δυνατή διάθεση να τσακωθώ άγρια με κανέναν. Μα, σαν έφτασα στην κάμαρά μου στη Γκοροχοβίγια, βρήκα εκεί την καμαριέρα, τη Νίνα εκείνην, που ερχότανε σπίτι μου συχνά και που με περίμενε από μια ώρα,
«Δεν τ’ αγαπούσα καθόλου αυτό το κορίτσι˙ γι’ αυτό τη βρήκα και κάπως δειλιασμένη, σα να φοβότανε μήπως με δυσαρεστούσε με τη βίζιτα της. Ερχότανε πάντα με τέτοιο φόβο. Τούτη όμως τη φορά ευχαριστήθηκα πάρα πολύ που τη βρήκα, κι αυτό την ενθουσίασε. Ήταν αρκετά νόστιμη, ντροπαλή όμως κ’ είχε τους τρόπους εκείνους που εκτιμούν πολύ οι μικροαστοί. Τις βρήκα και τις δυο μπρος σε δυο φλιτζάνια καφέ, κ’ η νοικοκυρά μου ήταν ενθουσιασμένη με την ευχάριστη κουβέντα τους.
«Σε μια γωνιά της άλλης κάμαρας, πήρε το μάτι μου τη Μαριόσα˙ ήταν ορθή, κοιτάζοντας δίχως να σηκώνει τα μάτια στη μητέρα της και την ξένη. Άμα μπήκα μέσα, δεν κρύφτηκε, όπως την άλλη τη φορά˙ τούτο μου ‘καμε εντύπωση, και καρφώθηκε βαθειά μες στο μυαλό μου. Μου φάνηκε μονάχα πως είχε αδυνατήσει πολύ και πως την έκαιγε η θέρμη. Μίλησα με μεγάλη εγκαρδιότητα με τη Νίνα, έτσι που έφυγε καταχαρούμενη. Βγήκαμε όξω μαζί.
«Δυο μέρες δεν ξαναγύρισα στη Γκοροχοβίγια. Είχα παρασκοτιστεί μ’ όλα τούτα και βαριεστούσα τρομαχτικά. Έφτασα στο σημείο ν' αποφασίσω να δώσω μια και καλή ένα τέλος στην κατάσταση αυτή και να φύγω απ’ την Πετρούπολη. Σαν ξαναπήγα όμως στη Γκοροχοβίγια για να ξενοικιάσω την κάμαρά μου, βρήκα τη νοικοκυρά πάρα πολύ στενοχωρεμένη. Η Ματριόσα ήταν από δυο μέρες άρρωστη κ’ είχε παραμιλητά τη νύχτα. Φυσικά, ρώτησα αμέσως τι έλεγε στα παραμιλητά της. Μιλούσαμε με σιγανή φωνή μες στην κάμαρά μου. Η μάννα μου ψιθύρισε πως η μικρή έλεγε πράματα «τρομερά». «Σκότωσα το Θεό», έλεγε. Της είπα να πάω να φέρω γιατρό μ’ έξοδα δικά μου, αλλά εκείνη αρνήθηκε, προσθέτοντας: «Με τη βοήθεια του Θεού, θα περάσει κι αυτό˙ δεν κάθεται όλη την ώρα ξαπλωμένη, τώρα δα είχε πάει κιόλας στον μπακάλη».
«Αποφάσισα να ξαναγυρίσω για να βρω τη Ματριόσα μονάχη της, γιατί η νοικοκυρά μου είπε, πως είχε κάπου να πάει κατά τις πέντε το βράδυ. Η αλήθεια είναι, πως δεν καταλάβαινα μήτε ο ίδιος καλά-καλά για πιο λόγο ήθελα να κάμω αυτήν τη βίζιτα.
«Έφαγα σ’ ένα μαγέρικο. Στις τέσσερις και τέταρτο ακριβώς, ξαναγύρισα στη Γκοροχοβίγια. Έμπαινα πάντα ανοίγοντας την πόρτα με το κλειδί μου. Μονάχα η Ματριόσα ήτανε μέσα. Ήταν ξαπλωμένη στο σκοτεινό καμαρίνι, πίσω από ένα παραβάν, στο κρεβάτι της μητέρας της˙ την είδα που έβγαλε μια στιγμή το κεφάλι, μα έκαμα πως δεν την πήρα χαμπάρι. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. Έκανε ζέστη, και μάλιστα ζέστη πολλή. Περπάτησα κάμποσο καιρό απάνω-κάτω στην κάμαρα, ύστερα κάθισα στο ντιβάνι.
«Τα θυμούμαι όλα, ως στην τελευταία στιγμή. Δεν καλοξέρω γιατί ένοιωθα ευχαρίστηση να μη μιλώ στο κορίτσι και να την κάνω να μαραζώνει. Έμεινα έτσι ώρα ολάκερη, όταν άξαφνα η μικρή σηκώθηκε γρήγορα, και βγήκε από πίσω από το παραβάν. Άκουσα τα δυο ποδάρια της που ακούμπησαν στο πάτωμα, έπειτα τα βιαστικά πατήματά της, και τέλος φάνηκε στο κατώφλι της κάμαράς μου. Ήμουν τόσο χυδαίος, που αισθάνθηκα χαρά καθώς την είδα να ‘ρχεται αυτή πρώτη. Ω! τι ανανδρία φανερώνανε όλα τούτα, και πόσο ντράπηκα! Έστεκε σιωπηλή και με κοιτούσε. Καθώς δεν την είχα ιδεί κάμποσες μέρες, πρόσεξα πως είχε αδυνατίσει πολύ. Τα μάτια της είχανε μεγαλώσει και μου φάνηκε στην αρχή πως καρφωνόντανε απάνω μου με μιαν αόριστη περιέργεια. Εξακολουθούσα να μένω καθιστός και να την εξετάζω. 
«Άξαφνα ένοιωσα και πάλι μίσος εναντίον της. Σε λίγο σχημάτισα την ιδέα πως δε με φοβότανε πια καθόλου˙ ίσως να μην είχε καμιά συναίσθηση για τίποτα. Με μιας όμως άρχισε να κουνά το κεφάλι, όπως κάνουν τ’ αφελή πλάσματα, που δεν έχουν τρόπους, όταν θέλουνε να κατηγορήσουνε κανένα για καμιά πράξη κακή. Ύστερα, απότομα πάλι, σήκωσε τη μικρή γροθιά της και με φοβέρισε από τη θέση της. Την πρώτη τη στιγμή, το κίνημα αυτό μου φάνηκε γελοίο, αλλά, αμέσως υστέρα από λίγο σηκώθηκα κ’ έκαμα μερικά βήματα κατατρομαγμένος. Το πρόσωπο της φανέρωνε τέτοια απελπισία, που μου ‘κανε κόπο να τη βλέπω σ’ ένα πλασματάκι τόσο μικρό. Εξακολούθησε να κινεί προς το μέρος μου τη μικρή γροθιά της και να λικνίζει μ’ έκφραση κατηγόριας το κεφάλι.
«Άρχισα να της μιλώ με γλύκα και με σιγανή φωνή, από ανανδρία βέβαια, ένοιωσα όμως πως δεν καταλάβαινε˙ φοβήθηκα τότε περισσότερο. Άξαφνα σκέπασε το πρόσωπο της με τα χέρια της, όπως την άλλη τη φορά, ζύγωσε στο παράθυρο, και μου ‘στριψε τη ράχη. Ξαναγύρισα στην κάμαρά μου και κάθισα κ’ εγώ σιμά στο παράθυρο.
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έφυγα, αλλά εξακολουθούσα να μένω προσμένοντας, δίχως άλλο, ποιος ξέρει τι. Ίσως, αν  έμενα πολλήν ώρα έτσι, να την εσκότωνα σίγουρα για να δώσω ένα οποιοδήποτε τέλος σ’ αυτήν την κατάσταση. Άκουσα όμως και πάλι τα βιαστικά βήματά της και την είδα να βγαίνει από την πόρτα, κ' υστέρα να τραβά μέσα από το ξύλινο χαγιάτι, απ’ οπού κατέβαινε η σκάλα. Την ακολούθησα αμέσως και πρόφτασα να την ιδώ που έμπαινε σε μια καμαρούλα σκοτεινή, σ’ ένα είδος αποθήκη μικρή, που ήτανε δίπλα στον απόπατο...
«Θυμούμαι, πως η καρδιά μου χτυπούσε φοβερά. Μια στιγμή αργότερα, κοίταξα το ρολόγι μου κ’ έβαλα στο νου μου τι ώρα ήτανε σωστά. Τι μ’ έσπρωχνε να ιδώ ακριβώς την ώρα, δεν το καλοξέρω˙ σίγουρο είναι πως επιθυμούσα να τα παρατηρήσω όλα καλά, και τα θυμούμαι περίφημα όλα.
«Σκοτείνιαζε˙ μια μύγα σφύριζε απάνω από το κεφάλι μου και κάθισε στο πρόσωπο μου. Την τσάκωσα, την κράτησα λίγες στιγμές μες στα δάχτυλα μου και την άφησα να φύγει απ’ το παράθυρο. Ένα καρότσι μπήκε με μεγάλο θόρυβο στην αυλή. Από πολλήν ώρα, κάποιος ράφτης ξελαρυγγιαζότανε τραγουδώντας σιμά σ’ ένα παράθυρο, σύρριζα σε μια κώχη της αυλής. Καθότανε στη δουλειά του κ' εγώ τον έβλεπα περίφημα. Μου ήρθε στο νου η σκέψη, πως αφού κανένας δε με είχε απαντήσει όταν πέρασα από την πόρτα της υπηρεσίας κι ανέβηκα στη σκάλα, έπρεπε ν' αποφύγω κάθε συναπάντημα άμα θα κατέβαινα. Έσπρωξα λοιπόν πίσω από το παράθυρο την καρέκλα μου και κάθισα με τέτοιον τρόπο, που να μην μπορούν οι νοικάρηδες να με βλέπουν.
«Ω, ανανδρία... Πήρα ένα βιβλίο, μα το πέταξα αμέσως κι άρχισα να κοιτάζω προσεχτικά μια μικρουλίτσα αράχνη κόκκινη που είχε σταθεί σ’ ένα φύλλο απ’ το γεράνι˙ βυθίστηκα έτσι σ’ όνειρα. Τα θυμούμαι όλα, ως στην πιο μικρή λεπτομέρεια. 
«Άξαφνα, έβγαλα και πάλι το ρολόγι μου: είχανε περάσει είκοσι λεπτά από τη στιγμή που είχε βγει η μικρή. Οι υποψίες μου αρχίσανε να παίρνουνε το δρόμο της βεβαιότητας. Τότε πήρα απόφαση να προσμείνω ένα κάρτο της ώρας ακόμα. Έδωσα στον εαυτό μου την προθεσμία αυτή. Ύστερα μου ήρθε η σκέψη να βεβαιωθώ, μήπως η μικρή ξαναγύρισε δίχως να την πάρω χαμπάρι. Σιωπή όμως απόλυτη βασίλευε, και θα μπορούσα ωστόσο ν' ακούσω και το θόρυβο εντόμου. Άξαφνα,  η καρδιά μου ξανάρχισε να χτυπά. Έβγαλα το ρολόγι μου˙ μένανε ακόμα τρία λεπτά˙ τ’ άφησα κι αυτά να περάσουνε, μ' όλο που η καρδιά μου χτυπούσε τόσο που έλεγα πως θα σπάσει. Σηκώθηκα τέλος, έβαλα το καπέλο στο κεφάλι μου, κούμπωσα το πανωφόρι μου κ' έριξα μια ματιά γύρω μου για να σιγουρευτώ, πως δεν άφησα ένα χνάρι με το πέρασμά μου.
«Έσπρωξα μαλακά την καρέκλα κατά το παράθυρο για να μπει πάλι στην πρώτη της θέση. Άνοιξα την πόρτα της εξόδου, την έκλεισα πάλι, την κλείδωσα και τράβηξα κατά το σκοτεινό καμαράκι. Η πόρτα ήτανε κλειστή, όχι όμως κλειδωμένη˙ έπειτα ήξερα πως δεν κλειδωνότανε ποτέ˙ δεν είχα όμως σκοπό να την ανοίξω˙ ανασηκώθηκα μονάχα στις μύτες των ποδιών μου και κοίταξα μέσα από τη σκισμάδα του επάνω μέρους της πόρτας. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα, πως άμα καθόμουνα σιμά στο παράθυρο και κοίταζα προσεχτικά τη μικρή κόκκινη αράχνη, έβαζα ίσια-ίσια με το νου μου το κίνημα αυτό˙ να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών μου και να κοιτάξω απ’ το πάνω μέρος που χάσκει η πόρτα.
«Τη σημειώνω τούτη δω τη λεπτομέρεια γιατί θέλω να δείξω καθαρά και ξάστερα πόσο καλά ήμουνα στα λογικά μου, πως δεν ήμουνα τρελός και πως είμαι υπεύθυνος για όλα. Κοίταξα ώρα πολλή από τη σκισμάδα, γιατί ήτανε σκοτεινά, όχι όμως ολότελα σκοτεινά. Μ’ ένα λόγο, είδα ό,τι μου χρειαζότανε...
«Αποφάσισα τότε να φύγω, και κατέβηκα τη σκάλα. Δεν απάντησα κανέναν, και κανένας δε θα μπορούσε να καταθέσει εναντίον μου.
«Ύστερα από τρεις ώρες ήμουνα μ’ όλη τη βρωμοπαρέα κ’ έπινα τσάι σε κάποιο εστιατόριο, παίζοντας χαρτιά με βγαλμένο σακάκι. ο Λιεβιαδκίν απάγγελνε στίχους. Είχα κέφι πολύ˙ έλεγα πολλές εξυπνάδες, και τους έκανα όλους να γελούν. Κανένας δεν έπινε, μ’ όλο που ήτανε απάνω στο τραπέζι μια μποτίλια ρούμι. Μονάχα ο Λιεβιαδκίν την τίμησε. Ο Μάλωφ είπε: «Άμα ο Νικόλας ο Βσεβολόδοβιτς είναι ευχαριστημένος και δεν έχει καπρίτσια, όλοι οι δικοί μας είναι γελαστοί και μιλούνε με πνεύμα». Το κάρφωσα τούτο στο μυαλό μου και το αποτέλεσμα ήτανε να είμαι χαρωπός, ευχαριστημένος και ξυπνός. Θυμούμαι ωστόσο περίφημα, πως ένοιωθα σύγκαιρα κι όλη την ατιμία και την ανανδρία μου, ίσια-ίσια επειδή ήμουνα όλο χαρά που αισθανόμουνα τον εαυτό μου λυτρωμένο, και ήξερα πως ποτέ πια δε θα είχα αισθήματα ευγενικά, μήτε εδώ κάτω, μήτε στην άλλη τ η ζωή ποτέ. Κι ακόμα κάτι άλλο: «Τι στιγμή εκείνη πραγματοποίησα τον εβραίικο το λόγο: «Ό,τι έρχεται από τον εαυτό σου είναι κακό μα δε βρωμά». Γιατί, μ’ όλο που καταλάβαινα καλά πως ήμουνα άθλιος, δεν ντρεπόμουνα για τούτο, μήτε και βασανιζόμουνα..
«Καθώς έπινα τότε το τσάι και συζητούσα με τους άλλους, συλλογιζόμουνα για πρώτη φορά στη ζωή μου πως δεν ξέρω κι ούτε αισθάνομαι το κακό και το καλό, και πως όχι μονάχα έχασα τη συναίσθηση αυτή, αλλά ήξερα πως το κακό και το καλό δεν υπάρχουν, πως όλα αυτά ήτανε μονάχα πρόληψες˙ μπορούσα να λυτρωθώ από κάθε πρόληψη˙ αν όμως έφτανα ως στην απολύτρωση αυτή, θα χανόμουνα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα συνείδηση τούτης της αλήθειας και την ένοιωσα ίσια-ίσια τη στιγμή που διασκέδαζα την παρέα με τις εξυπνάδες μου. Το θυμούμαι περίφημα. Πολλές φορές παλιές σκέψεις σου παρουσιάζονται σαν ολοκαίνουργες, κάποτε ύστερα από πενήντα χρόνια ζωής.
«Μ’ όλα τούτα, είχα πάντα τέσσερα τα μάτια μου, και περίμενα πως κάτι θα μου τύχει. Και στις έντεκα το βράδυ, έτρεξε η κόρη του πορτιέρη του σπιτιού της Γκοροχοβίγιας και μου ‘φερε την είδηση πως η Ματριόσα κρεμάστηκε. Ακολούθησα το κοριτσάκι και βεβαιώθηκα πως η νοικοκυρά μου δεν ήξερε για ποιο λόγο είχε στείλει την κοπέλα εκείνη να με ειδοποιήσει. Ούρλιαζε και χτυπούσε το κεφάλι της, όπως κάνουν όλες οι τέτοιες γυναίκες σε παρόμοια περίσταση.
«Ήτανε εκεί κόσμος πολύς και αστυφύλακες, Έμεινα λίγον καιρό, ύστερα έφυγα.
«Δε με σκοτίσανε καθόλου, παρά μόνο για να μου γυρέψουνε μερικές πληροφορίες. Είπα μονάχα πως το κορίτσι ήτανε άρρωστο, είχε παραμιλητά, και πως είχα προτείνει κιόλας να ‘ρθει γιατρός και να τον πληρώσω εγώ. Με ρωτήσανε ακόμα και σχετικά με το σουγιά˙ είπα πως η νοικοκυρά είχε δείρει τότε την κόρη της, μα πως αυτό το πράμα δεν μπορούσε να ‘χει συνέπειες. Όσο για την παρουσία μου στο σπίτι εκείνο, το βράδυ της αυτοκτονίας της Ματριόσας, αυτήν δεν την υποπτεύθηκε κανένας. Η υπόθεση δεν είχε λοιπόν συνέπειες.
«Δεν ξαναγύρισα εκεί ολόκληρη τη βδομάδα, κι όταν ξαναπήγα, ξενοίκιαοα το δωμάτιο. Η νοικοκυρά εξακολουθούσε ακόμα να θρηνεί, μ’ όλο που άρχισε και πάλι να ράβει τα κουρέλια της, όπως πάντα.
«-Για το σουγιά σας τη μάλωσα όσο δεν έπρεπε, μου είπε χωρίς να δώσει και πολύν τόνο σ’ αυτόν το λόγο της.
«Το δωμάτιο το ξενοίκιασα με την πρόφαση πως στενοχωριόμουνα να δέχουμαι τη Νίνα σε τέτοια κατοικία. Τούτο έδωσε αφορμή στη νοικοκυρά να πει μερικά καλά λόγια για τη Νίνα. Καθώς έφευγα άφησα πέντε ρούβλια παραπάνω από το ποσό που χρωστούσα.
«Αφού πέρασε πια ο κίνδυνος, θα ξέχανα ολότελα το επεισόδιο της Γκοροχοβίγιας, όπως ξεχνούσα κάθε τι που έγινε την εποχή εκείνη, αν δεν αναθυμόμουνα στην αρχή με φούρκα την ανανδρία που είχα δείξει. Ξέχυνα τη χολή μου σ’ ό,τι μπορούσα. Μου ήρθε ακόμη η ιδέα να χαλάσω τη ζωή κανενός, όσο πιο χειρότερα ήτανε βολετό. Ένα χρόνο μπροστήτερα, μου είχε περάσει κιόλας απ’ το νου ν’ αυτοκτονήσω˙ ύστερα βρήκα κάτι καλύτερο να κάμω.
«Κοιτάζοντας μια μέρα τη στραβοκάνα τη Μαρία Λιεβιαδκίνα, που βοηθούσε στο συγύρισμα των νοικιασμένων δωματίων, αποφάσισα άξαφνα να την παντρευτώ. Δεν ήταν ακόμα τότε τρελή, άλλα μονάχα ηλιθία, κουρόπαρτη, κ’ ερωτεμένη στα κρυφά μ’ έμενα.
Η ιδέα της παντρειάς του Σταυρόγκιν με πλάσμα που έστεκε στο πιο χαμηλό κοινωνικό σκαλοπάτι, μου ερέθιζε τα νεύρα. Αδύνατο να βάλεις με το νου σου πράμα περισσότερο παλαβό. Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω. Ήτανε τάχα απόφαση ασυνείδητη, και που την πήρα μόνο και μόνο επειδή τα είχα με τον εαυτό μου για την ανανδρία που έδειξα τότε στην υπόθεση της Ματριόσας; Δεν το πιστεύω. Όπως και να ‘ναι, δεν παντρεύτηκα μονάχα επειδή «το ‘βαλα στοίχημα στο μεθύσι απάνω», που λέει ο λόγος. Οι μάρτυρες του γάμου ήτανε ο Κυρίλωφ και ο Πέτρος Βερχοβένσκυ, που βρισκόντανε τότε στην Πετρούπολη, περαστικοί, έπειτα Λιεβιαδκίν ο ίδιος κι ο Μαλώφ (πού πέθανε αργότερα). Δώσανε το λόγο τους να βαστάξουνε μυστικό το γάμο τούτο, και κανείς άλλος δεν τον έμαθε ποτέ. Η σιωπή αυτή μου φαινότανε πάντα σαν παλιανθρωπιά˙ κανένας όμως δε φανέρωσε ως τώρα τίποτα, μ’ όλο που είχα σταθερή πρόθεση να τα τελαλήσω όλα˙ το κάνω λοιπόν κι αυτό τώρα μαζί μ’ όλα τ' άλλα.
«Μόλις τέλειωσε η τελετή του γάμου, έφυγα για την επαρχία, όπου έμενε η μητέρα μου. Πήγα έχει για ν' αλλάξω κέφι, επειδή η κατάσταση μου ήταν ανυπόφορη. Άφησα στην πόλη μας την εντύπωση, πως ήμουνα τρελός, εντύπωση που δεν έσβησε ακόμα, και που σίγουρα με ζημιώνει. Ύστερα, έφυγα για το εξωτερικό, όπου έμεινα τέσσερα χρόνια.
«Ταξίδεψα στην Ανατολή˙ σ’ ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, παρακολούθησα λειτουργίες που βαστούσανε οχτώ ώρες, δίχως διακοπή˙ πήγα στην Αίγυπτο, έζησα στην Ελβετία, και τράβηξα ως στην Ισπανία απάνω. Ακολούθησα ένα ολόκληρο χρόνο μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγκης στη Γερμανία. Την τελευταία χρονιά σχετίστηκα στο Παρίσι με μια οικογένεια ρούσικη ανώτερης αριστοκρατίας, κ’ έπειτα με δυο νέες κοπέλες ρωσίδες στην 'Ελβετία.
«Περνώντας από τη Φραγκφούρτη, τώρα και κάνα δυο χρόνια, είδα σε μια βιτρίνα, ανάμεσα από πολλές φωτογραφίες, την εικόνα ενός μικρού κοριτσιού, που μ’ όλο που φορούσε πολύ κομψά και πλούσια ρούχα, έμοιαζε ωστόσο εξαιρετικά με τη Ματριόσα.
Αγόρασα αμέσως τη φωτογραφία, και, σα γύρισα στο ξενοδοχείο την τοποθέτησα απάνω στο τζάκι μου. Έμεινε εκεί βδομάδα ολόκληρη, δίχως να της ρίξω ματιά μήτε μια φορά μονάχα, και φεύγοντας από την Φραγκφούρτη την ξέχασα. Το σημειώνω τούτο, για να δείξω ως ποιο σημείο κατάφερνα να είμαι κύριος του μνημονικού μου, και πόσο ήμουνα αναίσθητος απέναντι στις αναμνήσεις μου. Τις ξανάφερνα όλες με μιας, και σβήνανε πάλι ολότελα κάθε φορά που το ήθελα. Γενικά, τα περασμένα με βαριεστούσανε πάντα, και δεν μπορούσα ποτέ να μιλώ γι’ αυτά, όπως κάνει απάνω-κάτω όλος ο κόσμος, αφού μάλιστα τα  περασμένα μου, όπως και κάθε τι που αναφερότανε σ’ εμένα, μου ήτανε μισητά. Όσο για τη Ματριόσα, ξέχασα ακόμα και τη φωτογραφία της απάνω στο τζάκι.
Πέρσι την άνοιξη, καθώς περνούσα από τη Γερμανία, ξέχασα από αφηρημάδα να κατεβώ στο σταθμό όπου θα ‘πρεπε ν’ αλλάξω βαγόνι. Με υποχρεώσανε να βγω από το τραίνο στην ακόλουθη στάση. Ήταν δύο η ώρα τ’ απόγεμα κ’ ημέρα κατακάθαρη. Βρισκόμουνα σε μια πολύ μικρή γερμανική πολίχνη. Έπρεπε να περιμένω ως στις έντεκα τη νύχτα το πέρασμα του άλλου τραίνου. Δεν ήμουνα και πολύ δυσαρεστημένος με την περιπέτειά μου αυτήν, γιατί το ταξίδι μου δεν ήτανε καθόλου βιαστικό. Μου δείξανε ένα ξενοδοχείο, μικρό και όχι πολύ κόμμοδο, μα που ήτανε ζωσμένο ολόκληρο από πρασινάδες κι από ανθισμένες βραγιές. Έφαγα πολύ καλά, και καθώς είχα ταξιδέψει, όλη τη νύχτα, ξαπλώθηκα στο κρεβάτι κατά τις τέσσερις τ’ απόγεμα και πήρα έναν ύπνο περίφημο.
«Είδα ένα όνειρο πολύ αλλόκοτο, γιατί ποτέ μου άλλη φορά δεν είχα ιδεί παρόμοιο. Στην πινακοθήκη της Δρέσδης υπάρχει μια εικόνα του Κλοντ Λορέν, που, αν δε γελιέμαι, επιγράφεται στον κατάλογο : «Άκις και Γαλάτεια»˙ εγώ την ονόμαζα πάντα. «Ο χρυσούς αιών», δίχως να πολυξέρω για ποιο λόγο. Την είχα ιδεί κι άλλες φορές πρωτύτερα, ωστόσο μου είχε κάμει και πάλι εντύπωση, πριν από τρεις μέρες, στο πέρασμά μου εκείθε. Πήγα μάλιστα επίτηδες για να την ιδώ, κι ίσως μονάχα για χατίρι της να στάθηκα στη Δρέσδη. Τούτην την εικόνα είδα στ' όνειρό μου, όχι όμως σαν κάδρο, αλλά σαν τοπίο αληθινό.
«Ήταν ένας μικρός όρμος μαγευτικός του 'Ελληνικού αρχιπελάγους: γαλανά χαϊδευτικά κύματα,
νησιά και βράχια, ακρογιαλιές ανθισμένες, μαγευτικό πανόραμα στο βάθος, κ’ ηλιοβασίλεμα γλυκό - λόγια δε βρίσκεις να το παραστήσεις. Εδώ ήτανε το λίκνο των Ευρωπαίων, εδώ πρωτοπαίχτηκαν οι πρώτες σκηνές της μυθολογίας εδώ ήταν ο επίγειος παράδεισος... Εδώ ζούσανε θεϊκά ωραίοι άνθρωποι. Ξυπνούσανε και κοιμόντανε ευτυχισμένοι κι αγνοί. Τα χαρωπά τραγούδια τους αντηχούσανε μέσα στις λόχμες, η τεράστια αφθονία ολόδροσων δυνάμεων, ξεσπούσε σ’ έρωτα και σ’ αθώες χαρές... Ο ήλιος πλημμυρούσε με τις αχτίνες του τα νησιά και τη θάλασσα, χαρούμενος που φώτιζε τα θεόμορφα παιδιά του. Όνειρο μαγευτικό. Όμορφη πλάνη. Όνειρο τρέλα, ομορφιά από τις πιο απίστευτες, που σ' αυτήν όμως αφιέρωσε αρχήθε η ανθρωπότητα όλες της τις δυνάμεις, που γι’ αυτήν τα θυσίασε όλα, που γι’ αυτήν σκοτώθηκαν και σταυρωθήκανε οι προφήτες της, και που χωρίς αυτήν οι λαοί δε θέλουνε να ζήσουν και δεν μπορούνε να πεθάνουν. Όλα αυτά μου φάνηκαν σα να τα ζούσα μέσα στ’ όνειρό μου. Τί καλά-καλά, ονειρεύτηκα, δεν το ξέρω, οι βράχοι όμως, η θάλασσα οι λοξές αχτίνες του ήλιου που βασίλευε, όλα αυτά ήτανε ακόμα μες στο μυαλό μου, όταν ξύπνησα κι άνοιξα τα μάτια, που για πρώτη φορά στη ζωή μου ήταν υγρά, περιχυμένα από τα δάκρυα. Συναίσθημα αδοκίμαστης ως τότε ευτυχίας γέμιζε την καρδιά μου κάνοντας τη να πονεί.
«Είχε βραδιάσει. Ο ήλιος που βασίλευε έριχνε μέσα από την πρασινάδα των λουλουδιών που ήταν σε γλάστρες, στο πεζούλι του παράθυρου, δεμάτι ολόκληρο από λοξές αχτίνες, κ’ ήμουνα λουσμένος μες στο φως. Έκλεισα γρήγορα ξανά τα μάτια, διψώντας να βυθιστώ και πάλι στ’ όνειρο, άξαφνα όμως, μέσα στο λαμπρό, ολόλαμπρο φως, είδα ένα μικρουλάκι στίγμα σκοτεινό. Το στίγμα αυτό πήρε μορφή και ξάφνου είδα ολοκάθαρα μια πολύ μικρή, κατακόκκινη αράχνη. Την είδα όπως την είχα αντικρίσει στο φύλλο του γερανιού, τότε που οι λοξές αχτίνες του ήλιου που βασίλευε, μπαίνανε όπως τώρα από το παράθυρο. Ένοιωσα σα να ‘σκιζε μια μαχαιριά τις σάρκες μου, τινάχτηκα απάνω, και κάθισα στο κρεβάτι.
(Έτσι ήταν ό,τι είχα αισθανθεί τότε).
«Την είδα μπροστά μου (ω, όχι ξύπνιος. Ας ήτανε όραμα αληθινό), είδα τη Ματριόσα αδυνατισμένη, με μάτια κόκκινα απ’ τη θέρμη, απαράλλαχτη όπως τότε, όταν έστεκε ορθή στο κατώφλι της κάμαρας μου, και, κουνώντας το κεφάλι, σήκωσε προς το μέρος μου τη μικρούτσικη γροθιά της. Τέτοιον πόνο δεν είχα νοιώσει άλλη φορά. Τη θλιβερή απελπισία του αβοήθητου, μικρόμυαλου ακόμη παιδιού, που με φοβέριζε (και με τι; αχ, Θεέ μου, τι μπορούσε να μου κάμει;) αλλά που, φυσικά, μόνο τον εαυτό του κατηγορούσε. Ποτέ μου δεν είχα νοιώσει τέτοιο πράμα...
«Έμενα έτσι ακίνητος, ως που νύχτωσε, ξεχνώντας πως οι ώρες περνούσανε. Να το ονομάσω τούτο τύψη, μετάνοια; Δεν ξέρω, και μήτε μπορώ σήμερα ακόμα να το ξεκαθαρίσω μέσα μου. Μπορεί μάλιστα η θύμηση αυτή του κακού που έκαμα, να μη μου φέρνει αηδία. Μπορεί η θύμηση αύτη να ‘χει μέσα της κάτι ευχάριστο, κάτι που μπορεί να κεντά το πάθος μου. Όχι, το πιο ανυπόφορο για μένα είναι η οπτασία αυτή, καθώς τη βλέπω ίσια-ίσια στο κατώφλι, με τη γροθίτσα της σηκωμένη κι απειλητική, καθώς τη βλέπω έτσι μονάχα, σ’ εκείνη μόνο τη στιγμή με το κίνημα μονάχα εκείνο του κεφαλιού... Αυτό, αυτό είναι για μένα ανυπόφορο, κ’ η οπτασία αυτή μου φανερώνεται σχεδόν κάθε μέρα από τότε... Και δεν προβάλλει μονάχη της, άξαφνα: εγώ την προκαλώ, και δεν μπορώ να μην την προκαλέσω, μ’ όλο που είναι το βασανιστήριο της ζωής μου. Ω! Να ήτανε κάνε βολετό να την έβλεπα μια φορά μονάχα αληθινά, ή σε κανένα είδος παραίσθηση...
«Έχω κι άλλες πολλές παλιές ανάμνησες, ακόμη πιο χειρότερες. Φέρθηκα πολύ πιο άτιμα με κάποια γυναίκα που πέθανε από το κακό της. Σκότωσα σε μονομαχία δυο ανθρώπους, που δε μου φταίξανε σε τίποτα. μια μέρα πάλι με πρόσβαλε θανάσιμα ένας άλλος άνθρωπος και δεν εκδικήθηκα. Έχω στη συνείδηση μου μια δηλητηρίαση με προμελέτη, που πέτυχε κ’ έμεινε άγνωστη (αν είναι ανάγκη, θα τα φανερώσω όλα τα καθέκαστα).
«Γιατί όμως καμιά από τις ανάμνησες αυτές δεν ξυπνά μέσα μου συναίσθημα παρόμοιο με τη θύμηση της Ματριόσας;
«Πλανήθηκα έπειτα εδώ κ’ εκεί, ένα χρόνο ολάκερο απάνω-κάτω, πολεμώντας να βρω καμιά δουλειά. Ξέρω, πως θα μπορούσα να διώξω την οπτασία της κόρης, τη στιγμή που θα το ήθελα. Κρατώ ολότελα στα χέρια μου τη θέλησή μου όπως κι άλλοτε. Μα ίσια-ίσια ποτέ μου δεν το θέλησα αυτό, δεν το θέλω τώρα και δε θα το θελήσω. Το ξέρω από πριν. Θα τραβήξει έτσι η κατάσταση, ως στη μέρα που θα τρελαθώ.
«Δυο μήνες ύστερα από το θαυμαστό εκείνο όνειρο μου μού ήρθε και πάλι η διάθεση να ερωτευτώ στην Ελβετία μια νέα κοπέλα, ή σωστότερα να νοιώσω ξανά κανένα από κείνα τα ξεσπάσματα του πάθους, από κείνα τα ξεχειλίσματα που τόσο συχνά πάθαινα άλλοτε. Μου ερχότανε η άγρια πιθυμιά να κάμω κι άλλο, καινούργιο έγκλημα, να γίνω μ’ άλλα λόγια, δίγαμος (αφού ήμουνα πια παντρεμένος). Άλλα το έσκασα, σύμφωνα με τη συμβουλή μιας άλλης κόρης, που της τα είχα φανερώσει όλα απάνω-κάτω, ακόμα και το πως δεν αγαπούσα καθόλου εκείνην που λαχταρούσα να πάρω και πως δεν μπορούσα ν’ αγαπήσω ψυχή. Έπειτα, και τούτο το καινούργιο έγκλημά μου δε θα με λύτρωνε καθόλου από τη Ματριόσα...
«Έτσι πήρα την απόφαση να τυπώσω τούτα δω τα φύλλα σε τριακόσια αντίτυπα, και να τα κουβαλήσω μαζί μου στη Ρωσία. Σαν έρθει η ώρα θα τα δείξω στην αστυνομία και στις τοπικές αρχές˙ θα στείλω ακόμα και στις εφημερίδες με την παράκληση να τα δημοσιέψουν, καθώς και σ’ ένα σωρό πρόσωπα που με ξέρουνε, στην Πετρούπολη και σ’ όλη τη Ρωσία. Θα βγει και μετάφραση στο εξωτερικό.
«Ξέρω, πως από την άποψη της ποινικής νομοθεσίας δεν έχω να πάθω τίποτα, ίσως μικροπράματα μονάχα˙ μονάχος μου κατηγορώ τον εαυτό μου κι άλλον κατήγορο δεν έχω˙ απόδειξη δεν υπάρχει καμιά, ή πολύ λίγες˙ τέλος η ιδέα της διανοητικής μου ανισορροπίας, που καρφώθηκε στα μυαλά όλων, καθώς και οι προσπάθειες των συγγενικών μου κύκλων να εκμεταλλευτούν τούτη την ιδέα, θα αποκλείσουν κάθε κίνδυνο ποινικής καταδιώξεως. Το δηλώνω και τούτο, ανάμεσα στ’ άλλα, για να δείξω πως έχω ολότελα τα λογικά μου κ’ έχω κι απόλυτη συναίσθηση της θέσεως μου. Εκείνο όμως που θέλω, είναι να με αντικρίζουνε, τέτοιος που είμαι, όλοι που θα διαβάσουνε την εξομολόγησή μου, όπως θα τους αντικρίζω κ’ εγώ. Όσο περισσότεροι είναι αυτοί τόσο το καλύτερο. Αν θα με ξαλαφρώσει τούτο, δεν το ξέρω. Άλλο όμως δε μου απόμεινε να κάμω.
«Ξαναλέω τούτο: αν γινότανε καμιά ερευνά καλή στ’ αρχεία της αστυνομίας της Πετρούπολης, θα βρισκότανε, σήμερα κανένα χνάρι. Οι φτωχοί εκείνοι άνθρωποι που ήξερα μπορεί να κάθουνται ακόμα στην πρωτεύουσα˙ το σπίτι τους θα το ‘βρισκε κανείς εύκολα. Ήτανε ανοιχτογάλανο. Εγώ όμως δε θα ταξιδέψω, δε θα πάω πουθενά και θα καθίσω κάμποσο καιρό (κάνα-δυο χρόνια) στο Σκβορεσνίκι, στο χτήμα της μητέρας μου. Άμα με γυρέψει κανείς θα παρουσιαστώ ατή στιγμή.

Νικόλας Σταυρόγκιν»

15 Αυγούστου 2014

Η εξομολόγηση του Σταυρόγκιν [Fyodor Mikhailovich Dostoevsky, μετ. "Π" – εκδόσεις "Χ. Γανιάρη"] - μέρος Ι από ΙΙΙ

Η εξομολόγηση του Σταυρόγκιν


Ι


Ό Νικόλας Βσεβολόδοβιτς Σταυρόγκιν δεν κοιμήθηκε όλη εκείνη τη νύχτα κ’ έμεινε καθισμένος στο ντιβάνι, καρφώνοντας συχνά-πυκνά το άτονο βλέμμα του σε κάποιο σημείο, εκεί, κατά τη γωνιά που ήταν σιμά της το κομμό.
Η λάμπα έμεινε αναμμένη όλη νύχτα. Κατά τι ς εφτά η ώρα το πρωί, τον πήρε ο ύπνος στην ίδια εκείνη θέση, κι όταν μπήκε στην κάμαρα ο γεροϋπηρέτης του, ο Αλέξης Γεγκόροβιτς, στις εννιάμιση ακριβώς, κατά πώς συνήθιζε κ' έφερε ένα φλιτζάνι καφέ, ο ερχομός του τον ξύπνησε, κι ανοίγοντας τα μάτια φάνηκε να ξαφνίστηκε και. να δυσαρεστήθηκε που κοιμότανε τόσο αργά. Ήπιε γρήγορα τον καφέ του, ντύθηκε βιαστικά, κ' υστέρα έφυγε τρέχοντας απ’ το σπίτι.
Στον  Αλέξη Γεγκόροβιτς, που τον ρώτησε δειλά: «Δεν ορίζετε τίποτα;» δεν έδωσε καμιάν απόκριση.
Ο Σταυρόγκιν προχωρούσε με χαμηλωμένα μάτια, ολότελα βυθισμένος στις σκέψεις του, σηκώνοντας μόνο πού και πού το κεφάλι με κάποια αόριστη, μα επίμονη ανησυχία.
Σε κάποιο σταυροδρόμι, λίγο πάρα πέρα από το σπίτι του, πλήθος από μουζίκους, καμιά πενηνταριά ή και περισσότεροι, του φράξανε το δρόμο˙ περπατούσανε  σιωπηλοί με τάξη. Κοντά στο μαγαζί, όπου αναγκάστηκε να σταματήσει ο Σταυρόγκιν μια στιγμή κάποιος είπε, πως αυτοί ήταν οι εργάτες της φάμπρικας του Σπιγκουλίν, που είχαν απεργήσει και κάνανε διαδήλωση. Μόλις και τους πρόσεξε.
Τέλος κατά τις δυόμιση, έφτασε στην πόρτα του μοναστηριού της Παναγίας της Σπασσο-Ευφημιώτισσας, που ήτανε στην άκρη της πόλης, σιμά στην ακροποταμιά. Τότε μονάχα φάνηκε σα να θυμήθηκε κάτι. Σταμάτησε, έψαξε με νευρικό κίνημα κάποιο δέμα που είχε στη μέσα τσέπη του και χαμογέλασε. Σα διάβηκε την  οξώπορτα και μπήκε στην αυλή, ρώτησε τον πρώτο κατηχούμενο που απάντησε, πούθε να τραβήξει για να πάει στο κελί του δεσπότη Τύχωνα, που ζούσε αποτραβηγμένος στο μοναστήρι. Ο κατηχούμενος, αφού κοψομεσιάστηκε χαιρετώντας τον, προχώρησε μπροστά.
Στην άκρη της μακρουλής πρόσοψης του μοναστηριού, στεκότανε, σιμά στη σκάλα, ένας καλόγερος παχύς με μαλλιά ψαρά. Σκούντησε βιαστικά τον κατηχούμενο, πήρε αυτός τον επισκέπτη και, εξακολουθώντας ολοένα να τον χαιρέτα,, τον οδήγησε μέσα από μακρύ και στενό διάδρομο. Χοντρός καθώς ήτανε ο καλόγερος αυτός, δεν καλοκατάφερνε να σκύβει το κορμί, κ' έτσι έγερνε με κίνημα βιαστικό το κεφάλι του μονάχα και καλούσε τον Σταυρόγκιν να τον ακολουθήσει, μ’ όλο που τούτος πήγαινε βήμα - βήμα πίσω του.
Ο καλόγερος ρωτούσε και ξαναρωτούσε και μιλούσε για τον άγιο ηγούμενο, τον αρχιμανδρίτη˙ επειδή ωστόσο ο άλλος δεν του αποκρινότανε, ο καλόγερος άρχισε να δείχνει περισσότερο ολοένα σεβασμό.
Ο Σταυρόγκιν είδε, πως δεν ήταν άγνωστος στο μοναστήρι, κι όμως δε θυμότανε να είχε ξαναπάει εκεί απ’ τα παιδιάκά του χρόνια. Σα φτάσανε στην πόρτα που βρισκότανε στο βάθος του διαδρόμου, ο καλόγερος την άνοιξε με κίνημα επίσημο, ρώτησε τον πορτιέρη αν μπορούσανε να μπουν, και, δίχως να προσμένει απόκριση, έσπρωξε το πορτόφυλλο, κ’ ύστερα σκύβοντας τη ράχη, έκαμε τόπο στον «αγαπητό» επισκέπτη να περάσει. Μόλις έβαλε στην τσέπη του το ρεγάλο του, εξαφανίστηκε.
Ο Σταυρόγκιν μπήκε σ’ ένα κελί στενό, όπου την ίδια τη στιγμή πρόβαλε σταματώντας στην πόρτα της διπλανής κάμαρας, ένας άνθρωπος ψηλός, ξεραγκιανός, καμιά πενηνταριά χρονών, φορώντας το εσωτερικό του ράσο˙ η όψη του ήταν κάπως αρρωστιάρικη, στο πρόσωπο του χάραζε αχνό χαμόγελο κ’ η ματιά του είχε κάποιαν έκφραση παράξενης δείλιας. Αυτός ήταν λοιπόν ο Τύχων, που ο Νικόλας Βσεβολόδοβιτς είχε πρωτακούσει να του τον αναψέρει ο φίλος του Σατώφ, και που, αργότερα, έλαβε κι ο ίδιας μερικές πληροφορίες για τον άνθρωπο. Οι πληροφορίες αυτές ήταν διάφορες κι αντιφατικές, συμφωνούσανε μόνο σε τούτο, πως κ’ εκείνοι που αγαπούσαν κ’ εκείνοι που δεν αγαπούσανε τον Τύχωνα (κ’ υπήρχαν και τέτοιοι), δεν πολυμιλούσαν γι’ αυτόν˙ εκείνοι που δεν τον αγαπούσανε σωπαίνανε από περιφρόνηση, βέβαια˙ εκείνοι που τον αγαπούσανε, και είχε οπαδούς φανατικούς, από κάποια επιφύλαξη, σα να θέλανε να κρατήσουνε κρυφό κάτι που τον αφορούσε, μιαν αδυναμία, ίσως και καμιά μανία του αλλόκοτη.
Ο Σταυρόγκιν έμαθε πως ο Τύχων είχε αποτραβηχτεί στο μοναστήρι έξη χρόνια τώρα και πως δεχότανε εκεί και ανθρώπους του λαού και υψηλές προσωπικότητες˙ είχε θαυμαστές θερμούς, ιδίως θαυμάστριες, ως πέρα, σην απόμακρη Πετρούπολη.
Απ’ την άλλη πάλι μεριά, ο Σταυρόγκιν είχε ακούσει κάποιο παλιό μέλος της λέσχης του, ένα γέρο της καλύτερης κοινωνίας και πολύ θρήσκο, να λέει, πως «αυτός ο Τύχων ήτανε μισοπάλαβος, πλάσμα οποιαδήποτε ανάξιο λόγου, και, δίχως καμιάν αμφιβολία, μεθύστακας». Θα προσθέσω εγώ, προτρέχοντας από τα γεγονότα, πως ο τελευταίος τούτος λόγος ήταν απλούστατα ανόητος. Η αλήθεια είναι πως ο επίσκοπος είχε ρευματισμούς και κάπου-κάπου νευρικό τρεμούλιασμα στα πόδια. Ο Σταυρόγκιν είχε μάθει ακόμη, πώς ο δεσπότης δεν είχε καταφέρει, είτε από αδυναμία του χαρακτήρος, είτε από απροσεξία ανάρμοστη στην αξιοπρέπεια του, να εμπνεύσει στους καλογέρους του καταφυγίου του το σεβασμό που του έπρεπε. Λέγανε, πως ο αρχιμανδρίτης, πού ήταν αυστηρός και σκληρός στην εκτέλεση των ηγουμενικών του καθηκόντων, και ξακουστός ακόμα για τη μόρφωση του, είχε ένα είδος έχθρας με τον πάτερ-Τύχωνα, τα ‘βαζε μαζί του (έμμεσα, βέβαια) για την ακανόνιστη ζωή του και τον κατηγορούσε απάνω-κάτω για αιρετικό. Οι άλλοι καλόγεροι του κοινοβίου φερνόντανε με τον άγιον άρρωστο κάπως οικεία.
Τα δύο κελιά που απαρτίζανε την κατοικία τον Τύχωνα, ήταν πολύ παράξενα επιπλωμένα. Ανάμεσα στα παλιά, τριμμένα πέτσινα καθίσματα, έβλεπες τρία τέσσερα έπιπλα κομψά: μια πλούσια αναπαυτική πολυθρόνα, ένα μεγάλο γραφείο, φίνα σκαλισμένο, μια πολύ όμορφη βιβλιοθήκη, τραπεζάκια μονοπόδαρα, εταζέρες που τις είχανε χαρίσει στο δεσπότη. Δίπλα σ’ ένα πλούσιο χαλί της Βουχάρας ήτανε στρωμένες ψάθες απλές. Ανάμεσα σε χαλκογραφίες με θέματα κοσμικά ή μυθολογικά, ήτανε στη γωνία μια μεγάλη βιτρίνα με εικονίσματα, που λάμπανε από ασήμι και χρυσάφι, και μες σ’ αυτά μια εικόνα παλιά που στόλιζε ένα κιβώτιο με άγια λείψανα. Λέγανε, πως κ’ η βιβλιοθήκη είχε βιβλία πολύ ανάμικτου περιεχομένου: δίπλα στα συγγράμματα των αγίων πατέρων και των μαρτύρων του χριστιανισμού, ήταν βαλμένα «βιβλία θεατρικά και ρομάντζα, μπορεί και τίποτα ακόμα πιο χειρότερο».
Ύστερα από τα πρώτα φιλοφρονήματα, που ειπώθηκαν με στενοχώρια και με βιάση δίχως κανένα λόγο, ο Τύχων οδήγησε τον επισκέπτη του στο γραφείο, τον έβαλε να καθίσει στο ντιβάνι, μπρος σ’ ένα τραπέζι, και κάθισε κι ο ίδιος σε μια πλεχτή πολυθρόνα. Ο Νικόλαος Βσεβολόδοβιτς κατασυγκινημένος, εξακολουθούσε να φαίνεται αφηρημένος πολύ. Έκανε την εντύπωση ανθρώπου αποφασισμένου να εκτελέσει κάποια πράξη εξαιρετική, αναπόφευκτη, άλλα που του φαινότανε του ίδιου πως δεν μπορούσε να εκτελεσθεί. Πρόσεξε αρκετή ώρα το κελί που χρησίμευε για γραφείο, χωρίς να διακρίνει όμως τίποτα˙ συλλογιζότανε, ωστόσο δεν ήξερε καλά-καλά κι ο ίδιος τι συλλογιζότανε. Η σιωπή τον έφερε στα λογικά του και του φάνηκε άξαφνα πως ο Τύχω ν χαμήλωνε τα μάτια ντροπαλά και μάλιστα πως χαμογελούσε ελαφρά και άκαιρα.
Ένοιωσε αμέσως αηδία κ’ επανάσταση μέσα του, θέλησε να σηκωθεί να φύγει, επειδή του φάνηκε κιόλας πως ο Τύχων ήταν πιωμένος. Άξαφνα όμως εκείνος σήκωσε τα βλέφαρα και κάρφωσε απάνω του μια ματιά τόσο στερεή, τόσο γεμάτη σκέψεις, με κάποιαν έκφραση τόσο αναπάντεχη κ’ αινιγματική, που ο Σταυρόγκιν τα ‘χασε. Του φάνηκε πως ο Τύχων είχε μαντέψει κιόλας για ποιο σκοπό ήρθε (μ’ όλο που κανείς άνθρωπος στον κόσμο δεν μπορούσε να το ξέρει), κι αν δε μιλούσε πρώτος, ήτανε γιατί τόνε λυπότανε και φοβότανε μην τον ταπείνωσει.
-Με ξέρετε; ρώτησε έξαφνα ο Σταυρόγκιν. Σας συστήθηκα σα μπήκα μέσα; Είμαι πολύ αφηρημένος.
-Δε συστηθήκατε, είχα όμως την ευχαρίστηση να σας συναντήσω κάποτε, τώρα και τέσσερα χρόνια απάνω-κάτω, εδώ, στο μοναστήρι ... κατά τύχη.
Ο Τύχων μιλούσε αργά, με φωνή ανάλλαχτη και γλυκιά, προφέροντας καθαρά τις λέξεις.
-Ήρθα εγώ τώρα και τέσσερα χρόνια στο μοναστήρι τούτο; ρώτησε με ύφος κάπως πρόστυχο ο Νικόλας Βσεβολόδοβιτς˙ εδώ έχω έρθει πολύ μικρός μόνο, όταν εσείς δε μένατε στη μονή ...
-Μπορεί να το ξεχάσατε είπε ο Τύχων, χωρίς να επιμένει πολύ.
-Όχι δεν έχω ξεχάσει τίποτα, και θα ήταν αλήθεια κι απ’ αλήθεια κωμικό να μην το θυμόμουνα, επέμεινε ο Σταυρόγκιν έντονα. Ίσως να ‘χετε μονάχα ακούσει τίποτα για μένα, να σχηματίσατε μια κάποια ιδέα μέσα σας κ’ ύστερα σας φάνηκε πως με είχατε ιδωμένον.
Ο Τύχουν δεν αποκρίθηκε. Τη στιγμή εκείνη ο Σταυρόγκιν πρόσεχε πως μικροί σπασμοί εσούφρωναν κάπου-κάπου το πρόσωπό του, φανερώνοντας κάποια χρόνια νευρική αρρώστια.
-Βλέπω πως είστε λιγουλάκι αδιάθετος σήμερα, θα ήταν καλύτερα να πηγαίνω.
Και μάλιστα σηκώθηκε από τη θέση του.
-Είναι αλήθεια, πως από χτες νοιώθω δυνατούς πόνους στα πόδια και κοιμήθηκα άσχημα την περασμένη νύχτα...
Ο Τύχων δεν απόσωσε το λόγο του. Ο ξένος του ξανάπεσε άξαφνα στο αόριστο ονειροπόλημα που είχε και πριν. Έτσι, η σιωπή βάσταξε αρκετά, δύο λεπτά της ώρας γεμάτα.
-Μ’ εξετάζετε; ρώτησε άξαφνα ο Σταυρόγκιν, ύποπτα.
-Σας κοιτούσα και θυμόμουνα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της μητέρας σας. Μ’ όλη την εξωτερικήν ανομοιότητα, μοιάζετε οι δυο σας πολύ, εσωτερικά, πνευματικά.
-Δεν ε χουμε καμιάν ομοιότητα, και μάλιστα πνευματική. Καμιάν απολύτως! φώναξε ο επισκέπτης με ταραχή και μ’ επιμονή, χωρίς να ξέρει το γιατί. Το λέτε ... από οίκτο για την κατάσταση μου ... Κολοκύθια, πρόσθεσε απότομα. Αλήθεια η μητέρα μου έρχεται εδώ και σας βλέπει;
-Ναι.
-Δεν το ήξερα˙ δε μου ‘καμε ποτέ γι’ αυτό λόγο... Συχνά;
-Σχεδόν κάθε μήνα, κάποτε και συχνότερα.
-Ποτέ δεν την άκουσα να μιλήσει γι’ αυτό, ποτέ...  Κ’ εσείς, θα την ακούσατε βέβαια να σας μιλά για μένα σα για κανέναν τρελό;
-Όχι δα για τρελό, να πούμε την αλήθεια. Άλλοι όμως πολλοί μου έκαμαν τέτοιους υπαινιγμούς.
-Έχετε λοιπόν μνημονικό περίφημο, αφού μπορείτε και θυμάστε τέτοια μικροπράματα... και για τον μπάτσο πού έφαγα, ακούσατε να πούνε τίποτα;
-Ναι, κάτι.
-Δηλαδή, όλα. Έχετε, έπειτα, πολύ καιρό για ν' ακούτε τέτοια πράματα. Και για τη μονομαχία;
-Ακόμα και για τη μονομαχία.
-Εδώ, βλέπω, μαθαίνετε πολλά πράματα. Δε σας χρειάζονται μήτε εφημερίδες! Κι ο Σάτωφ, σας μίλησε κι αυτός για μένα;
-Όχι. Γνωρίζω όμως πολύ καλά τον κ. Σάτωφ, μολονότι πάει καιρός τώρα πού δεν τον έχω ιδεί.
Χμ... Τι είναι τούτος ο χάρτης, εδώ πέρα; Μπα! Είναι χάρτης του τελευταίου πολέμου. Τι σας χρειάζεται εσάς;
-Συμβουλεύομαι το χάρτη για να διαφωτίζω το κείμενο... Πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή.
-Για να ιδώ... Ναι, η περιγραφή είναι πολύ καλή. Παράξενο ωστόσο ανάγνωσμα για σας.
Πήρε το βιβλίο κ’ έριξε μια ματιά. Ήταν ογκώδης διήγηση, καλογραμμένη, των περιστατικών του τελευταίου πολέμου, από άποψη μάλλον λογοτεχνική παρά στρατιωτική. Αφού ξεφύλλισε γοργά-γοργά το βιβλίο, το πέταξε με κίνημα ανυπόμονο.
-Δεν ξέρω, μα την αλήθεια, για ποιο λόγο ήρθα εδώ! είπε με αηδία κοιτάζοντας ολόισια μες στα μάτια τον Τύχωνα, σα να περίμενε την απόκρισή του.
-Φαίνεστε πως είστε αδιάθετος κ' εσείς.
-Ναι, λιγάκι.
Και άρχισε αμέσως να διηγείται με φράσεις σύντομες, απότομες, πως, ιδίως τη νύχτα, του φαινότανε πως βλέπει φαντάσματα, πως κάπου-κάπου έβλεπε η ένιωθε δίπλα του κάποιο ον κακό, χλευαστικό και πονηρό, κάποιο ον αλλόκοτο, με πολλές όψεις και με διάφορους χαραχτήρες, μ’ όλο που είναι ένα και το ίδιο πρόσωπο, -πρόσωπο που με κάνει πάντα να φρενιάζω...
Οι μωρόλογες αυτές εξομολογήσεις μοιάζανε με λόγια παλαβού. Ωστόσο, ο Νικόλας Βσεδολόδοβιτς μιλούσε με τέτοια αλλόκοτη ειλικρίνεια, με μια αφέλεια τόσο αντίθετη προς το χαρακτήρα του, που θα ‘λεγες πως έγινε άλλος άνθρωπος, ολότελα αλλιώτικος. Δεν ντρεπότανε καθόλου να μολογά πόσο φοβότανε το φάντασμα που παρουσιαζότανε μπροστά του. Όμως τούτο βάσταξε μια στιγμή μονάχα κ’ έσβησε ξαφνικά, όπως και ξαφνικά είχε φανερωθεί.
-Κουταμάρες! φώναξε με πείσμα σα να ξανάβρισκε με μιας τα λογικά του. Θα πάω να με ιδεί κάνας γιατρός.
-Πήγαινε χωρίς άλλο, είπε ο Τύχων. Μιλάτε με τόση πεποίθηση ... Σας έχουνε τύχει και άλλοτε άνθρωποι τέτοιοι, σαν κ’ εμένα που να βλέπουν παρόμοια φαντάσματα;
-Μου τύχανε πολύ σπάνια όμως. Δε θυμούμαι παρά ένα μονάχα περιστατικό, όμοιο με το δικό σας. Κάποιον αξιωματικό, που είχε χάσει, λίγες μέρες πρωτύτερα, τη γυναίκα του, την ανεκτίμητη συντρόφισσα της ζωής του. Για τον άλλο τον άρρωστο, άκουσα, μονάχα να γίνεται λόγος. Κ’ οι δυο τους κάνανε συστηματική θεραπεία και γιατρευτήκανε στο εξωτερικό ... Εσείς όμως, βασανίζεστε μ’ αυτόν τον τρόπο πολύν καιρό;
-Τώρα κ’ ένα χρόνο, απάνω-κάτω... Μα, δε βαριέστε! Θα πάω σε κανένα γιατρό... Μ' ένα λόγο, βλακείες!... Είναι ο ίδιος ο εαυτός μου σε διάφορες μορφές, τίποτ' άλλο. Μα, αφού μίλησα τώρα με τέτοιον... τρόπο, εσείς σίγουρα θα βάλετε με το νου σας πως αμφιβάλλω, πως δεν είμαι σίγουρος, αν εγώ είμαι ο εαυτός μου, κι όχι κάνας διάολος.
Ο Τύχων τον κοίταξε με ερωτηματικό ύφος.
- Ώστε λοιπόν το βλέπετε το φάντασμα αληθινά; ρώτησε. Θέλω να πω, έξω κι από κάθε αμφιβολία, πως η παράκρουση σας είναι κατάσταση αρρώστιας, βλέπετε πραγματικά κανένα στοιχειό;
-Μου φαίνεται πολύ παράξενο να σας βλέπω να επιμένετε, αφού σας είπα πως το βλέπω.
Ο Σταυρόγκιν θύμωσε και πάλι, κι ο θυμός του μεγάλωνε σε κάθε λέξη, Ξανάπε:
-Φυσικά το βλέπω, όπως σας βλέπω τώρα εσάς... Κάποτε το βλέπω, δίχως να είμαι σίγουρος πως το βλέπω, μ’ όλο που ξέρω πως είναι πραγματικό..., είμαι εγώ ο ίδιος, ή είναι εκείνος.,. Μ’ ένα λόγο, βλακείες. Μα γιατί να μην υποθέσετε πως μπορεί να είναι κι’ αυτός ο διάβολος με σάρκα και οστά; Μια τέτοια υπόθεση θα ήταν πιότερο σύμφωνη με το επάγγελμα σας, πρόσθεσε παίρνοντας απότομα χλευαστικό ύφος.
-Μου φαίνεται μάλλον πως είναι αρρώστια... Ωστόσο ...
-Τι, ωστόσο!
-Υπάρχουν, χωρίς άλλο, δαίμονες, μα τα πράγματα αυτά τα παίρνει καθένας όπως θέλει.
-Βλέπω, πως, χαμηλώσατε και πάλι τα μάτια γιατί ντραπήκατε για λογαριασμό μου, επειδή πιστεύω στο διάβολο, κι όμως, με το πρόσχημα πως δεν τον πιστεύω, σας έβαλα το δόλιο ερώτημα: Υπάρχει διάβολος ή δεν υπάρχει ; -είπε ο Σταυρόγκιν με θυμό και με χλεύη,
Ο Τύχων χαμογέλασε ελαφρά και αόριστα. Ο άλλος εξακολούθησε:
-Κ’ έπειτα, δεν πάει καθόλου να χαμηλώνετε εσείς τα μάτια˙ αυτό δείχνει προσποίηση, ένα πράμα γελοίο και αφύσικο... Για να αντισταθμίσω τον πρόστυχο τρόπο που σας μιλώ, θα σας πω πολύ σοβαρά και αυθαδέστατα: «Πιστεύω στο διάβολο, πιστεύω σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες, στο διάβολο τον ενσαρκωμένο, κι όχι σε διαβόλους αλληγορικούς,
και δεν έχω καμιάν ανάγκη να ρωτήσω κανένα για το ζήτημα τούτο.» Τελεία και παύλα. Θα νοιώθετε σίγουρα μεγάλη χαρά για τούτο, ε; …
Γέλασε νευρικά. O Τύχων τον κοίταξε περίεργα με τα γλυκά και δειλά μάτια του.
-Πιστεύετε στο Θεό; ρώτησε απότομα ο Σταυρόγκιν.
-Πιστεύω.
-Λένε, θαρρώ, τα κιτάπια, πως άμα πιστεύει κανείς και προστάξει το βουνό να περπατήσει, θα περπατήσει... Βλακείες και πάλι!... Είμαι ωστόσο περίεργος να μάθω: Θα μπορούσατε εσείς να μετατοπίσετε ένα βουνό, ή όχι ;
-Αν το πρόσταζε ο Θεός, θα το μετατόπιζα, είπε ο Τύχων με ύφος ντροπαλό και χαμηλώνοντας αργά τα μάτια.
-Δεν είναι το ζήτημα να το κινήσετε με τη βοήθεια του Θεού. Όχι! εσείς, εσείς μονάχος σας αν θα το κάνετε σαν ανταμοιβή για την πίστη σας στο Θεό;
-Ίσως να το μετατόπιζα και μόνος μου.
-Ίσως; Ωραίο κι' αυτό... Μα γιατί αμφιβάλλετε;
-Δεν έχω πίστη απόλυτη.
-Πως όχι απόλυτη;
-Ναι,... ίσως να μην είναι τελεία.
-Πιστεύετε, τουλάχιστο, πως με τη βοήθεια του Θεού θα το μετατοπίζατε. Είναι κι αυτό κάτι. Είναι, οπωσδήποτε, κάπως περισσότερο από το «πολύ λίγο» ενός άλλου αγίου ανθρώπου, που ήταν κ’ εκείνος αρχιεπίσκοπος, και τον είπε το λόγο αυτόν υπό την απειλήν του ξίφους, είναι αλήθεια... Είστε χριστιανός βέβαια;...
-Μη γένοιτο εμοί καυχάσθαι, ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών ! εψιθύρισεν ο Τύχων με πάθος και χαμηλώνοντας πιο πολύ το κεφάλι. Οι άκρες των χειλιών του τρεμουλιάσανε νευρικά.
-Και μπορεί κανείς να πιστεύει στο διάβολο, χωρίς να έχει απόλυτη πίστη στο Θεό; ρώτησε ο Σταυρόγκιν με καγχασμό.
-Ναι, βέβαια, μπορεί. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά, αποκρίθηκε ο Τύχων σηκώνοντας τα μάτια και χαμογελώντας.
-Και είμαι σίγουρος, πως θα βρίσκετε μια τέτοια πίστη τιμιότερη, παρ' όλα τούτα, από την ολότελη απιστία... Πως φαίνεστε, πως είστε παπάς! είπε ο Σταυρόγκιν γελώντας.
Ο Τύχων του αποκρίθηκε και πάλι μ’ ένα χαμόγελο, και προσέθεσε με φαιδρότητα:
-Τουναντίον, η απόλυτη αθεΐα είναι εντιμότερη από την κοσμική αδιαφορία.
-Μπαμπόγερε ! Τέτοιος μου είστε λοιπόν;
-Η απόλυτη αθεΐα είναι το προτελευταίο σκαλοπάτι του υψηλότερου σημείου της τελείας πίστεως. (Αν το ξεπερνά κανείς ή όχι, είναι άλλο ζήτημα). Ενώ ο αδιάφορος δεν έχει καμιά πίστη, εκτός από έναν άθλιο φόβο κι αυτόν ακόμα σπάνια, αν τύχει να ‘ναι φιλήδονος.
-Χμ!... Έχετε διαβάσει την Αποκάλυψη;
-Την έχω διαβάσει,
-Θυμάστε... : «Και τω αγγέλω της εν Λαοδικία εκκλησίας γράψον...»;
-Θυμούμαι, είναι λόγια όμορφα.
-Όμορφα; Παράξενη έκφραση για ένα δεσπότη˙ οπωσδήποτε, είστε πολύ πρωτότυπος... Που είναι αυτό το βιβλίο; ρώτησε με αλλόκοτη βιασύνη ο Σταυρόγκιν, ψάχνοντας με τα μάτια του στο τραπέζι. Θα ήθελα να σας διάβαζα τη σχετική περικοπή. Έχετε τη ρούσικη μετάφραση;
-Ξέρω το χωρίον, το θυμούμαι πολύ καλά, είπε ιο Τύχων.
-Το ξέρετε απόξω... ; Πέστε το.
Ο Σταυρόγκιν χαμήλωσε τα μάτια, στήριξε τις δυο παλάμες του στα γόνατα του, φανερώνοντας ανυπομονησία. Ο Τύχων απάγγειλε χωρίς να παραλείψει ούτε μια λέξη:
«Και τω αγγέλω της εν Λαοδικία εκκλησίας γράψον: Τάδε λέγει ο αμήν, ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός, η αρχή της κτίσεως του Θεού. Οίδα σου τα έργα, ότι ούτε ψυχρός ει ούτε ζεστός˙ όφελον ψυχρός ης ή ζεστός. Ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματος μου ότι λέγεις, ότι πλούσιος ειμί και πεπλούτηκα και ουδέν χρείαν έχω, και ουκ οίδας ότι συ ει ο ταλαίπωρος και ελεεινός και πτωχός και τυφλός και γυμνός...»
-Φτάνει! διέκοψε ο Σταυρόγκιν. Αυτά λέγονται για κείνους που στέκουν στη μέση, για τους αδιάφορους, δεν είν' έτσι;... Ξέρετε, σας αγαπώ πολύ.
-Κ’ εγώ, εσάς, αποκρίθηκε ο Τύχων με μισόσβηστη φωνή.
Ο Σταυρόγκιν σώπασε και βυθίστηκε και πάλι στη συλλογή του. Αυτό το έπαθε για τρίτη φορά, σα να τον έπιασε κρίση. Το ίδιο και στον Τύχωνα είχε πει : «Σας αγαπώ», μέσα σε κρίση, με κάποιον τρόπο, οπωσδήποτε, απροσδόκητο και για τον ίδιο.
Πέρασε ένα λεφτό της ώρας.
-Μη θυμώνετε ψιθύρισε ο Τύχων αγγίζοντας δειλά με το δάχτυλο τον αγκώνα του Σταυρόγκιν.
Ο άλλος ανατρίχιασε και σούφρωσε με οργή τα φρύδια.
-Πώς το μαντέψατε πως ήμουν θυμωμένος; ρώτησε απότομα
Ο Τύχων θέλησε ν’ αποκριθεί, αλλά ο Σταυρόγκιν εξακολούθησε με παράλογη ανησυχία:
-Γιατί υποθέσατε, πως έπρεπε χωρίς άλλο να θυμώσω; Ναι, ήμουνα έξω φρενών, έχετε δίκιο, και ίσια-ίσια επειδή είπα: «Σας αγαπώ». Έχετε δίκιο, είστε όμως κυνικός. Έχετε πολύ ταπεινή ιδέα για την ανθρώπινη φύση. θα μπορούσα να μη θύμωνα, αν ήμουν άλλος άνθρωπος... Έπειτα, δεν πρόκειται για τον άνθρωπο γενικά, άλλα για μένα. Κ’ εσείς, όσο να ‘ναι, είστε πολύ πρωτότυπος, είστε άρρωστος.
Θύμωνε ολοένα και περισσότερο, και -πράμα παράξενο - δε στενοχωριότανε πια να μεταχειρίζεται τα λόγια που ήθελε.
-Ακούστε, δε μ’ αρέσουν οι σπιούνοι κ’ οι ψυχολόγοι, τουλάχιστον εκείνοι απ’ αυτούς που θέλουνε να τρυπώσουνε μες στην ψυχή μου. Δεν προσκάλεσα κανένα να μπει μέσα μου, δεν έχω από κανέναν ανάγκη, ξέρω να οδηγούμαι μονάχος μου. Θα νομίζετε ίσως πως σας φοβούμαι; ρώτησε δυναμώνοντας τη φωνή και ανασηκώνοντας το κεφάλι του με προκλητικό ύφος. Είστε ολότελα σίγουρος πως ήρθα να σας αποκαλύψω τρομερό μυστικό και το περιμένετε με περιέργεια καλογερική, όπως το συνηθίζετε όλοι σας. Μάθετε λοιπόν, πως δε θα σας αποκαλύψω τίποτα, κανένα μυστικό, γιατί δε σας έχω καθόλου ανάγκη.
Ο Τύχων τον κοίταξε με βλέμμα στερεό και είπε:
-Ξαφνιστήκατε με το γεγονός, ότι ο Αμνός προτιμά τους ψυχρούς από τους χλιαρούς, και δε θέλετε να είστε μοναχά χλιαρός. Προαισθάνομαι πως έχετε κάποια πρόθεση εξαιρετική, τρομερή ίσως. Αν είναι έτσι, σας εξορκίζω, μη βασανίζεστε και πέστε όλα όσα ήρθατε να μου πείτε.
-Και είσαστε σίγουρος, πως ήρθα για να σας αποκαλύψω κάτι;
Το... Το είχα μαντέψει από την όψη σας, ψιθύρισε ο Τύχων χαμηλώνοντας τα μάτια.
Ο Σταυρόγκιν ωχρίασε ελαφρά, τα χέρια του έτρεμαν. Για λίγα δευτερόλεφτα κάρφωσε σιωπηλά το βλέμμα του στον Τύχωνα, σα να ‘παιρνε κάποια απόφαση. Έβγαλε τέλος από τη μέσα τσέπη της ρεντιγκότας του κάτι φύλλα τυπωμένα και τ’ απόθεσε στο τραπέζι.
-Ιδού κάτι φύλλα που είναι προορισμένα να κυκλοφορήσουν, είπε με φωνή μισοκομμένη. Αν τα φύλλα τούτα διαβαστούν κι από ένα μονάχα άνθρωπο δεν υπάρχει λόγος πια να τα κρατήσω μυστικά, και θα μπορούσαν να τα διαβάσουνε όλοι. Αυτή είναι η απόφαση μου... Δε σας έχω καθόλου ανάγκη, εσάς, γιατί τα ‘χω όλα αποφασισμένα... Διαβάστε όμως... μη μου πείτε τίποτα όσο τα διαβάζετε˙ άμα τα τελειώσετε, μου τα λέτε όλα...
-Πρέπει να τα διαβάσω, αλήθεια; ρώτησε ο Τύχων με δισταγμό.
-Διαβάστε. Το ‘χω πάρει απόφαση από καιρό.
-Δεν μπορώ να διαβάσω χωρίς τα γυαλιά μου, τα ψηφία είναι πολύ μικρά. Η εκτύπωση θα ‘γινε στο εξωτερικό...
-Να τα γυαλιά σας, είπε ο Σταυρόγκιν, δίνοντάς του τα ματογυάλια που είχε βρει στο τραπέζι απάνω, κ’ έγειρε προς τα πίσω για ν’ ακουμπήσει στη ράχη του ντιβανιού.
Ο Τύχων βυθίστηκε στην ανάγνωση.

























Το κείμενο γλωσσικά προσαρμοσμένο στο μονοτονικό.
Το βιβλίο, σε μορφή ebook, μπορείτε να το κατεβάσετε: εδώ.