31 Ιουλίου 2015

Μπαλάντα του μελανού καημού [Federico García Lorca, μετ. ΦΚ]



Μπαλάντα του μελανού καημού

Tων κοκόρων oι αξίνες 
Σκάβουν όλο αποζητώντας
Την αυγή κι από το όρος
Νάτη η Μοναχή Μοντόγια.

Το κορμί χλωμό μπακίρι,
Που μυρίζει σκιάς κι αλόγου,
Και τ’ αμόνια των στηθών της
Στρογγυλά λένε τραγούδια.

- Μοναχή, αχ!, Τι ζητούσες
Δίχως συντροφιά εδώ κάτω;

-Τι ζητούσα, ό,τι μ’ αρέσει,
Πες μου: τι σε γνοιάζει εσένα;
Ζήταγα ό,τι ζητούσα
Τη χαρά μου, τη μορφή  μου.
1
- Μοναχή, ποιος ο καημός σου!
Ποιος ο πόνος ο πικρός σου!
2
-Τι τρανό πόνο οπού έχω!
Μες το σπίτι όλο τρέχω,
3
Σαν τρελή, ποιος ο καημός μου!
Μαύρο σώμα, άσπρα ρούχα./
Που φορώ. Αχ! πουκαμίσες 
Από νήμα εγώ φοράω.
4
Μοναχή, λούσε το σώμα
Με νερό κορυδαλλώνε
Κι άσε την καρδιά να γιάνει
Αχ! συ Μοναχή Μοντόγια.

Κάτω κελαηδάει το ρέμα:/ πέταξε 
Ουρανό και φύλλα./
Με λουλούδια κολοκύθας/
Στέφεται με φως καινούριο.
Αχ! καημέ εσύ  των τσιγγάνων!
Διάφανε καημέ και μόνε.



Romance de la pena negra

Las piquetas de los gallos
cavan buscando la aurora,
cuando por el monte oscuro
baja Soledad Montoya.

Cobre amarillo, su carne
huele a caballo y a sombra.
Yunques ahumados sus pechos,
gimen canciones redondas.

-Soledad, ¿Por quien preguntas
sin compañía y a estas horas?

-Pregunte por quien pregunte,
dime: ¿a ti qué se te importa?
Vengo a buscar lo que busco,
mi alegría y mi persona
1
-¡Soledad, qué pena tienes!
¡Qué pena tan lastimosa!
2
-¡Qué pena tan grande! Corro
mi casa como una loca,
3
¡Qué pena! Me estoy poniendo de /
azabache carne y ropa. /
¡Ay, mis camisas de hilo 

4
-Soledad, lava tu cuerpo
con agua de alondras,
y deja tu corazón
en paz, Soledad Montoya.

Por abajo canta el río: / volante de cielo y hojas. /
Con flores de calabaza / la nueva luz se corona. / 
¡Oh! pena de los gitanos!
Pena limpia y siempre sola.

29 Ιουλίου 2015

Κάτω από σύρματα [Γιώργος Πρίμπας]


Κάτω από σύρματα
Τα βήματά του.
Δρόμοι της πόλης.

[Πάνω σε μια διαπίστωση του Μπάμπη Χαραλαμπόπουλου]
(18.07.2015)

28 Ιουλίου 2015

Σ΄ όλες τις μπάντες... [Ντέμης Κωνσταντινίδης]


Σ' όλες τις μπάντες
Εθνικισμοί
Ο άνεργος, όμως
Ποτέ πατρίδα!

Σ' όλες τις μπάντες
Λεονταρισμοί
Ο πένης, όμως
Ποτέ μια φλοίδα!

Σ' όλες τις μπάντες
Διδακτισμοί
Ο αυτόχειρ, όμως
Ποτέ πια ελπίδα...

Σ' όλες τις μπάντες
Σα προαστοί
Ο άστεγος, όμως
Σ' εφημερίδα

Μόνο ένα σώμα...
Δίχως ψυχή.



Από την ποιητική του συλλογή: “Η ασφαλής ομήγυρη”
Κατεβάστε τη εδώ σε μορφή pdf.

27 Ιουλίου 2015

Πέντε μονοκοντυλιές της όρασης [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


ΠΕΝΤΕ  ΜΟΝΟΚΟΝΤΥΛΙΕΣ ΤΗΣ ΟΡΑΣΗΣ

* Μια πεταλούδα στον κατιφέ.Πρωί πρησμένο χρώματα.

* Κουβέντες του αέρα με καρυδόδεντρα. Ανάσταση κωφών. 

* Βελάζει εντός μου χλωροφύλλη, σκάει στα γέλια η ρίγανη.

* Πέφτει για ύπνο ο ήλιος, τα τριζόνια νανουρίζουν.

* Ζέρτελα, δροσάπιδα, κεράσια. Χοροστάσι ζωής.

26 Ιουλίου 2015

25 Ιουλίου 2015

[Στο ηφαίστειο Σουσάκι 23.07.2015]

































Στην περιοχή των Αγίων Θεοδώρων Κορινθίας, δίπλα στα διυλιστήρια της Motor Oil, αλλά στην άλλη πλευρά της εθνικής οδού Αθηνών Κορίνθου, στο Σουσάκι, βρίσκεται ένα μη ενεργό μεν ηφαίστειο (η τελευταία του έκρηξη έλαβε χώρα πριν 2,7 εκ. χρόνια) αλλά ενταγμένο στο ενεργό ηφαιστειακό τόξο του αιγαίου: Θερμοπύλες-Αλκυονίδες-Μέθανα-Μήλος-Σαντορίνη-Νίσυρος.
Από το υπόψη μη ενεργό ηφαίστειο, λόγω της αποσάθρωσης, δεν έχει μείνει κώνος αλλά παρατηρείται έντονη μεταηφαιστειακή δραστηριότητα. Αυτή συνίσταται αφενός σε εκπομπές θερμών αερίων όπως μεθάνιο, υδρόθειο (το οποίο είναι υπεύθυνο για την έντονη μυρωδιά στην περιοχή), διοξείδιο του άνθρακα, αφετέρου στην εκλυόμενη θερμότητα που ανεβάζει τη θερμοκρασία σε πολλά σημεία του εδάφους. Η μεταηφαιστειακή αυτή δραστηριότητα αναπτύσσεται κυρίως σε δύο παράλληλα φαράγγια με πολύ όμορφους χρωματικούς σχηματισμούς. Εξ αυτών το ανατολικό είναι και το πλέον ενδιαφέρον και από αυτό προέρχονται οι φωτογραφίες του παρόντος. Τα δηλητηριώδη αέρια βγαίνουν στην ατμόσφαιρα μέσω των διάσπαρτων στην περιοχή φυσικών ή τεχνιτών στοών, από τις οποίες γινόταν εξόρυξη θείου. Μάλιστα θειάφι συλλεγόταν μέχρι πρόσφατα και από ντόπιους αμπελουργούς.

(ανοίγοντας μια από τις φωτογραφίες, ανοίγουν όλες σε μορφή σλάιτ)

24 Ιουλίου 2015

Πάνω στα (τρία χαϊκού) [ΦΚ]


Πάνω στα δέντρα
Τα πουλιά λαλούν.
Ώρα της ευωχίας.


Πάνω στις πρασιές
Οι πεταλούδες σαν
Φήμες ζωής ιερής.


Πάνω στα  νερά
Τα δάκρυά τους
Λάμνουν ωσάν τα πλοία.

23 Ιουλίου 2015

Κάθε άλλης οδού.



















[21.07.2015 16.30]

Το πέρασμα από την απόσταση στη χρονική διάρκεια εξ ανάγκης αρχικά του φαινομένου της διάθλασης που επαληθεύτηκε, σε μια ανώτερη κλίμακα, από τους βαρυτικούς φακούς.
Η πεταλούδα όμως, ζώντας χωρίς παρελθόν και μέλλον, κινούμενη φτερουγίζοντας προς το έγχρωμο σημείο ενάντια και με τη συνδρομή του αέρα, χαράζει τη μια, τη μοναδική και ανεπανάληπτη, την χωρίς παρελθόν και μέλλον.     



Παρατήρηση: 
Αρχή του Ήρωνα (Αλεξάνδρεια, μεταξύ 1ου π.Χ και 1ου μ.Χ αιώνα): Το φως διαδιδόμενο ακολουθεί τη συντομότερη οδό.
Αρχή του ελάχιστου χρόνου (1662) του Pierre de Fermat (17 Αυγούστου 1601 - 12 Ιανουαρίου 1665): Το φως διαδιδόμενο από ένα σημείο στο αμέσως επόμενο ακολουθεί, οδεύοντας, τη συντομότερη χρονικά οδό.

22 Ιουλίου 2015

Λεύκωμα [Απόστολος Θηβαίος]

(πηγή φωτό: η μηχανή του χρόνου)














Λεύκωμα

Το φωτογραφικό αφιέρωμα του καλού φίλου Γιώργου Πρίμπα για το ενετικό κάστρο του Ακροκορίνθου έρχεται να συμπληρώσει την ατμόσφαιρα του καλαίσθητου λευκώματος για την παλιά Ελλάδα των ξένων εκδόσεων. Η εκτενής αναφορά της εν λόγω έκδοσης στο απόρθητο, άλλοτε φρούριο της Κορίνθου έρχεται να συναντήσει τη φωτογραφική περιήγηση που δημοσιεύεται σήμερα στο περιοδικό. Το λεύκωμα, οφείλουμε να προσθέσουμε, αφορά την έκδοση εξαιρετικά ποιοτικών αντιτύπων, συνοδευτικών εκθέσεων και κλειστών, επιστημονικών παρουσιάσεων. 

Όμως η αρχική πρόθεση των φωτογραφιών, η σχέση τους με την ιστορία, ως αναπαραστάσεις χώρων με ειδικό φορτίο, όλα συνεπάγονται  και επιβάλλουν μια πρόσληψη αισθητικού τύπου. Αυτό ισχύει τόσο για το φωτογραφικό οδοιπορικό του Πρίμπα, όσο και για το περιεχόμενο του λευκώματος. Άλλωστε δεν υφίσταται άλλος τρόπος για την προσφυγή στην ανάμνηση και τη σημασία της. Η κοινή τους επιρροή διακρίνεται απ΄ την ένταση, ενώ δεν παύουν να συνιστούν πράγματα και πρόσωπα συντελεσμένα, έτσι ώστε να θεωρούνται με μια ελευθερία των κινήσεων.

Ολόκληρη η εποχή μοιάζει συντεταγμένη να αντλεί παρηγοριά απ΄ το παρελθόν της. Η καινούρια Καταστροφή που έρχεται να σφραγίσει τον καινούριο αυτόν αιώνα μας οδηγεί, σαν από ένστικτο στις δεξαμενές της μνήμης. Το νερό της λησμονιάς που μας κερνούν οι έξαλλες ταχύτητες του κόσμου μας αφήνει ασυγκίνητους. Εκείνες οι πηγές δεν μπορούν ν΄ αντιστρέψουν το ενδιαφέρον μας που όσο ποτέ άλλοτε μας υποδεικνύεται σήμερα. Η βαθιά αποτυχία του σύγχρονου, ελληνικού κόσμου, η αχαρτογράφητη ταυτότητα, η αποστροφή μας προς το μέλλον συνιστούν την καινούρια συνείδηση. Αρχίζει λοιπόν η καινούρια εποχή. Αυτός ο κόσμος θα πρέπει να περάσει μέσα από μια φωτιά για να ζωντανέψει ο μικρός, πολύχρωμος κεραυνός που τραγούδησε κάποτε ο Ε. Χ. Γονατάς. Η βίαιη ωρίμανση που μόλις τώρα αρχίζει να συντελείται, ίσως μας βρίσκει απροετοίμαστους. Όμως αν τώρα παλέψουμε την ασθένεια, αν δεν κλείσουμε τα μάτια τότε ολόκληρος ο μέγας κόσμος θ΄ αποκαλυφθεί. 

Σαν μέσα απ΄ τις ομίχλες γνέφουμε όλο κυριακάτικη χαρά στον Ικτίνο και τον Φειδία. Οι μετρημένες ραβδώσεις έχουν χαραχτεί μέσα μας βαθιά. Και ο φτερωτός Πήγασος που σκύβει στα ιερά εδάφη, ιερά από ιστορία και ανθρώπινη παρουσία, τόσες χιλιάδες χρόνια. Να πιει από την πηγή που είναι όλου του κόσμου τα ποιήματα. Κυλούν με τον καιρό και θρέφουν τ΄ όνειρο. Οι πρωινές κοπέλες της αγοράς είναι οι ίδιες οι υδρίες της στοάς που ξυπνούν χαράματα, κατεβαίνουν απ΄ τις στοές και υποκλίνονται. Στο καφενείο "η ωραία Ελλάς" οι πρωινοί θαμώνες, όσοι τέλειωσαν απόψε για πάντα με τις νύχτες, μάρτυρες της ίδιας αγωνίας συντηρούν με δυσκολία το μικρό καλύβι των Αχαρνών. Όμως όταν περνούν εκείνες οι υδρίες, φτιαγμένες στο θάμπος της καινούριας περιπέτειας, θυμούνται ξανά καθαρή, διάφανη τη χάρη μιας υπέργηρης Σεμιραμίδας, θυμούνται απογεύματα και σεισμούς. Και ανασηκώνονται όπως όταν περνά η λιτανεία απ΄ το παλιό λιμάνι. Όταν κυμάτια, αστράγαλοι, ατόφια πρόσωπα, ανθέμια διαλύονται μες στην ατμόσφαιρα των Αθηνών. Ελευσίνα, Κόρινθος, Δήλος, Ιωνία, Συρακούσες. Αυτά υπήρξαν πάντα τα συνθετικά της στοιχεία. Εμπρός απ΄ την "ωραία Ελλάς" περνά η πόλη, σκηνές απ΄ το αστικό έπος που θα μαίνεται ακόμη για αιώνες. 

Σ΄όλους αυτούς τους τόπους που αναφέρονται παραπάνω, πάντα θα λαμβάνει τόπο το μυστήριο της ενότητας του θείου, η διεκδίκηση και ο ορισμός μέσα από μια γλώσσα σημαίνουσα της απόλυτης ελευθερίας. Η αξία των μικρών φωτογραφικών αφιερωμάτων που τείνουν να γίνουν εξαίρετη συνήθεια για τα "24 γράμματα" συνίσταται στην παροχή του ερεθίσματος ώστε να βιωθεί ξανά μια χαμένη ατμόσφαιρα. Η φυσική ροπή προς τη μνήμη, έπειτα από κάθε απώλεια κεντρίζει τις ζωές μας. Έτσι και τώρα, θα περάσουν ξανά όλες οι σκηνές του μέλλοντός μας, στην αρχή της νέας χιλιετίας. Ενδεικτικά καρέ, λάμψεις και φωτισμοί και καθρέφτες της ζωής μας θαμμένοι στον ασβέστη. Λησμονημένοι στις μοναξιές της Κορίνθου που μετρά τόσες χαμένες εποχές και ακόμη επτά πόλεις.

21 Ιουλίου 2015

20 Ιουλίου 2015

Αναζητώντας έναν καλύτερο τρόπο να πεθαίνουμε [Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]



Αναζητώντας έναν καλύτερο τρόπο να πεθαίνουμε

  Στο τελευταίο και ίσως το καλύτερο βιβλίο του, ο χειρουργός Atul Gawande μας αφήνει το προαιώνιο κοινό μυστικό, κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας. Δεν έχει σημασία πόσο προσεκτικοί είμαστε στη ζωή μας ή πόσο σωστές και υγιεινές συνήθειες ακολουθούμε, γιατί όπως όλοι οι άλλοι πριν από εμάς, θα πεθάνουμε, πιθανότατα μετά από μια μακρά περίοδο παρακμής, σωματικής αδυναμίας και διανοητικής ανικανότητας. Ο μέσος Αμερικανός, μας λέει, βρίσκεται κατά μέσον όρο ένα χρόνο ανήμπορος, με αναπηρία, και ζει τις τελευταίες του στιγμές σε κάποιο οίκο ευγηρίας από τους πολλούς που έχουν αναπτυχθεί και λειτουργούν σε ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια. Επιπλέον, το όλο αμερικανικό ιατρικό σύστημα, όπως είναι διαμορφωμένο, πολύ λίγη βοήθεια του προσφέρει στο τέλος του βίου του. Κάποια λόγια του Gawande, είναι ενδεικτικά: 

  ‘Οι τελευταίες ημέρες της ζωής μας, παραχωρούνται για θεραπείες οι οποίες κάνουν σαθρό το μυαλό μας και υποσκάπτουν το σώμα μας, με πολύ μικρό όφελος. Δαπανούνται σε ιδρύματα, νοσηλευτικές μονάδες και αντίστοιχες μονάδες εντατικής θεραπείας, όπου πειθαρχημένες, ανώνυμες ρουτίνες μας αποκόπτουν από όλα τα πράγματα που έχουν σημασία στη ζωή μας. Η απροθυμία μας να εξετάσουμε με ειλικρίνεια την εμπειρία της γήρανσης του πληθυσμού και του θανάτου, έχει αυξήσει την ζημιά που προκαλείται στους ανθρώπους και που αρνείται τις βασικές ανέσεις που έχουν περισσότερο ανάγκη’.

  Ο συγγραφέας θέλει να είμαστε, τουλάχιστον οι αναγνώστες του βιβλίου του, ενήμεροι ότι η τραγωδία του γήρατος και του θανάτου δεν μπορεί να βελτιωθεί από τη σύγχρονη ιατρική, έτσι ώστε μάλλον θα έπρεπε να βρούμε κάποιον άλλο τρόπο για να αντιμετωπίσουμε το επίμαχο, από καταβολής ανθρώπου, αναπόφευκτο και δυσάρεστο θέμα. Χωρίζει το βιβλίο του σε οκτώ όμορφα γραμμένα κεφάλαια που ακολουθούν την τροχιά από την αυτοτέλεια του καθενός έως το θάνατο. Στο ‘Being Mortal’, πιο προσωπικό βιβλίο που έχει γράψει τελειώνει με τον ‘παρατεταμένο’ θάνατο του πατέρα του. 


  Στο πρώτο κεφάλαιο, ο Gawande μας φέρνει στο προσκήνιο και μας συστήνει τη γιαγιά της συζύγου του, Alice Hobson, ηλικίας εβδομήντα επτά ετών, όταν αυτός την συνάντησε για πρώτη φορά το 1985. Εκείνη την εποχή, ήταν εντελώς ανεξάρτητη, ζούσε μόνη της, σωματικά και διανοητικά υγιής και δραστήρια. Οι γονείς του Gawande ήταν μετανάστες από την Ινδία, όπου ήταν σύνηθες και κατανοητό ότι οι γονείς ζούσαν στο σπίτι τους, επικουρούμενοι από ένα ή περισσότερα παιδιά που είχαν μεγαλώσει. Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, αντιθέτως, το γήρας και η αναπηρία έχουν περάσει από το να είναι κοινή ευθύνη των νεώτερων γενεών, σε έναν περισσότερο ή λιγότερο ιδιωτικό ή κρατικό φορέα, μόνοι τους ή με τη βοήθεια των γιατρών και του υπόλοιπου προσωπικού των ιδρυμάτων.

  Η συγκεκριμένη επελθούσα αλλαγή από τον παραδοσιακό τρόπο αντιμετώπισης των γηρατειών, έχει βεβαίως την εξήγηση και τους λόγους της. Σήμερα υπάρχουν περισσότεροι ηλικιωμένοι και λιγότεροι νέοι, οι οικογένειες απαιτούν εισοδήματα τόσο από τον άντρα όσο και από τη γυναίκα, κι έτσι υπάρχουν λίγες εναπομείνασες θυγατέρες ή νύφες για τη φροντίδα των γονέων και των παππούδων στο σπίτι. Και τέλος πολλά από τα μέλη των οικογενειών δεν ζουν καν στην ίδια πόλη. Παρόλα αυτά, όπως επισημαίνει ο Gawande, αν είσαι σήμερα υγιής και οικονομικά σχετικά ανεξάρτητος ή κάπως άνετα, δεν υπάρχει αναμφισβήτητα καλύτερη στιγμή στην ανθρώπινη ιστορία, στο θέμα της αντιμετώπισης του ηλικιωμένου. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα, από το γεγονός ότι οι υγιείς ηλικιωμένοι άνθρωποι είναι γενικώς περισσότερο ικανοποιημένοι και ευχαριστημένοι από ότι ήταν σε νεαρή ηλικία. Μπορεί είτε να έχουν επιτύχει τις παλιές φιλοδοξίες τους και τους στόχους που έθεσαν στη ζωή τους ή και να παραιτήθηκαν οριστικά από την επίτευξή τους, έτσι ώστε να ζουν πια στο παρόν, και όχι προσβλέποντας το μέλλον. Επιπλέον, δεν έχουν πλέον την ευθύνη για τα παιδιά τους, καθώς και για όλες τις ανησυχίες που έχουν σχέση με αυτό το θέμα. 

 Όταν στο βιβλίο, συναντάμε ξανά την γιαγιά της συζύγου του, Alice Hobson, στα 1992, εκείνη είναι πλέον ογδόντα τεσσάρων ετών. Έχει γίνει ευάλωτη σε πολλά πράγματα, η μνήμη της έχει μειωθεί δραματικά, αλλά προφανώς ο καθένας στην οικογένεια, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού της, είναι εντελώς απροετοίμαστοι για την προϊούσα εξασθένησή της. Πιστεύουν όλοι, όπως και οι περισσότεροι άλλωστε Αμερικανοί, και έχουν κατά κάποιο τρόπο φανταστεί ότι δεν θα τους συμβεί κάτι δραματικό στο μέλλον, ότι θα ζήσουν με καλή υγεία μέχρι κάποια μέρα στο μακρινό μέλλον που ξαφνικά και τακτοποιημένα θα περάσουν στην αντίπερα όχθη. 

  Ο Gawande περιγράφει τρία πρότυπα ή μοντέλα οργανικής και διανοητικής εξασθένησης. Το πρώτο είναι αποτελέσματα μιας θανατηφόρας ασθένειας, όπως ο ανίατος, ο μη θεραπεύσιμος καρκίνος, στον οποίο η όποια θεραπεία, χειρουργική, ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία, μπορεί να αποτρέψει την τελική φάση για κάποιους μήνες ή ακόμη και χρόνια, αλλά τελικά το σώμα είναι τόσο ταλαιπωρημένο, ώστε να οδηγείται στο θάνατο συνήθως ταχύτατα ή αργά και σταθερά. Στο δεύτερο πρότυπο, υπάρχει μια υποκείμενη χρόνια νόσος, όπως το πνευμονικό εμφύσημα, η οποία είναι θεραπεύσιμη, αλλά χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες υποτροπές έως ότου το σώμα δεν μπορεί πλέον να αντέξει ακόμα και το μικρότερο στρες. Και τέλος, υπάρχει το μοτίβο των γηρατειών που ονομάζεται αστάθεια και αδυναμία. Εδώ δεν υπάρχει καμία απειλητική για τη ζωή ασθένεια, αλλά αντ’ αυτού, εκείνο που ο Gawande αποκαλεί συσσωρευμένη κατάρρευση των συστημάτων του σώματος ενός ατόμου. Τελικά, γράφει, μία ή περισσότερες αρθρώσεις καταστέφονται, μία ή περισσότερες αρτηρίες ασβεστοποιούνται και στενεύουν με ότι αυτό συνεπάγεται. ‘Δεν υπάρχουν αντίγραφα ασφαλείας’!

  Η κύρια απειλή για τους ηλικιωμένους είναι ότι θα πέσουν καταγής. Οι περισσότερες πτώσεις συνδέονται με μυϊκή αδυναμία και κακή ισορροπία, και συχνά οφείλονται στη λήψη πολλών φαρμάκων με ανυπολόγιστες εκ πρώτης όψεως παρενέργειες και αλληλοεπιδράσεις. Οι συνέπειες από την πτώση, μπορεί όμως, να είναι καταστροφικές. Περίπου το είκοσι τοις εκατό των ηλικιωμένων ανθρώπων που πέφτουν και παθαίνουν κάταγμα ισχίου, πεθαίνουν μέσα στο επόμενο έτος από τις μετεγχειρητικές επιπλοκές, πρώιμες και όψιμες, από τις οποίες ποτέ δεν θα ανακτήσουν πλήρως την προγενέστερη σωματική λειτουργία τους. Παρά τις προσπάθειές της, η Alice Hobson δεν είναι τελικά σε θέση να συνεχίσει να ζει μόνη της, και μετακομίζει από το σπίτι της σε ένα μικρό διαμέρισμα όπου ζουν ηλικιωμένοι, κάτω από εποπτεία άλλων.

  Την επόμενη χρονιά, έπεσε και έσπασε το ισχίο της και μεταφέρθηκε σε εξειδικευμένο νοσηλευτικό όροφο, όπου την φρόντιζαν ολοκληρωτικά, έχοντας τον αποκλειστικό έλεγχο, άλλοι! Έτσι ξυπνούσε όταν της έλεγαν, λουζόταν και ντυνόταν επίσης μετά από προστάγματα και βοήθεια άλλων, κι όλοι έτρωγαν όταν τους έλεγαν. Ένιωσε κυριολεκτικά φυλακισμένη μέσα σε ένα γηροκομείο, και να μην μπορεί να κάνει τίποτα γι αυτό. Τα γηροκομεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, προέκυψαν μέσα από την ομοσπονδιακή νομοθεσία το 1954, όχι ως ένα εξειδικευμένο μέρος όπου θα πήγαιναν τους ηλικιωμένους κατ’ ανάγκην, αλλά ως μια λύση για τα νοσοκομεία που χρειάζονταν επειγόντως να αδειάσουν τα πολύτιμα κρεβάτια για να φιλοξενήσουν και θεραπεύσουν τους ασθενείς τους, κι έτσι οι ηλικιωμένοι με το κλείσιμο των πτωχοκομείων, δεν είχαν πουθενά αλλού να πάνε. ‘This is the consequence of a society that faces the final phase of the human life cycle by trying not to think about it’, εξομολογείται ο Ινδός, στην καταγωγή, αμερικανός χειρουργός. Είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που αντιμετωπίζει την τελική φάση του κύκλου ζωής του ανθρώπου, προσπαθώντας να μην το σκέφτεται! Οι ηλικιωμένοι καταλήγουν σε ιδρύματα τα οποία έχουν να κάνουν και αντιμετωπίζουν μεγάλο αριθμό κοινωνικών στόχων και δύσκολων ερωτημάτων, την απελευθέρωση νοσοκομειακών κλινών, τη λήψη των βαρών από τα χέρια των οικογενειών, την αντιμετώπιση της φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων, αλλά ποτέ δεν ασχολούνται σοβαρά με τους ανθρώπους που φιλοξενούν και κατοικούν μέσα σε αυτά. Πως δηλαδή να κάνουν τη ζωή των ηλικιωμένων και ανήμπορων, έτσι που να αξίζει να τη ζήσουν οι αδύναμοι και εν πολλοίς απροστάτευτοι συνάνθρωποί μας, από ένα σωρό προβλήματα, οργανικά και ψυχικά. 

  Η οικογένεια, από τη μεριά της, είναι η συνήθης εναλλακτική λύση στα ιδρύματα για τους ηλικιωμένους που δεν μπορούν πλέον να ζήσουν ανεξάρτητα. Οι πιθανότητες για την αποφυγή της νοσηλείας σε ιδρύματα, σχετίζονται άμεσα με τον αριθμό των παιδιών που έχει, κάποιος, λέει ο συγγραφέας, και φαίνεται στατιστικά πάντοτε, η κόρη να είναι ζωτικής σημασίας για το ποσό της βοήθειας που θα λάβει ο μέσος αμερικανός. Αλλά δεδομένου ότι και οι κόρες σήμερα πρέπει να εργαστούν για να βοηθήσουν και να συνεισφέρουν στα οικονομικά των οικογενειών τους, έχουν λίγο διαθέσιμο χρόνο για τους ηλικιωμένους γονείς τους. Αυτό άρχισε να ισχύει κατά κύριο λόγο τη δεκαετία του 1980, κι έτσι ήρθε στο προσκήνιο η αποκαλούμενη ‘υποβοηθούμενη διαβίωση’ σε ειδικές εγκαταστάσεις, οίκοι ευγηρίας όπως αποκαλέστηκαν, που ξεπήδησαν απότομα θα έλεγε κανείς, για να βοηθούν τους γονείς και τους περισσότερο ηλικιωμένους.

  Η ποιότητα των σημερινών ιδρυμάτων για τους ηλικιωμένους, ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό. Στη χειρότερη των περιπτώσεων, οι τρόφιμοι κοιμούνται δύο σε ένα δωμάτιο, και κατά τη διάρκεια της ημέρας συνήθως βρίσκονται μαζί με τους άλλους, παίρνουν τα φάρμακά τους, περπατάνε, βλέπουν τηλεόραση, και συζητούν μεταξύ τους. Ένα χαρακτηριστικό όλου αυτού του σχεδιασμού των οίκων ευγηρίας, είναι ότι η ασφάλεια έχει προτεραιότητα έναντι της αυτονομίας, αφού έχουν σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο για να προσελκύσουν τα παιδιά των ηλικιωμένων, κι όχι τους ίδιους τους τρόφιμους! Κι αυτό γιατί τον τελευταίο καιρό παρατηρείται κάποια αύξηση των αγωγών εναντίον των ιδρυμάτων από τους συγγενείς. Παρόλα αυτά, κάποια ιδρύματα τελευταία, προσπαθούν να εισαγάγουν στη λειτουργία τους μεγαλύτερη αυτονομία και κίνητρα, ακόμα και με μικρότερο τίμημα στο θέμα της ασφάλειας. Σε ένα από αυτά, για παράδειγμα, ένας ηλικιωμένος που προτιμά να μην χρησιμοποιήσει την αναπηρική καρέκλα, αφήνεται να περπατήσει μόνος του με κάποιο άλλο βοήθημα, όπως ένα μπαστούνι, ακόμη και αν αυτό αυξάνει σοβαρά τον κίνδυνο της πτώσης του. Σε άλλα πάλι, φέρνουν ζώα και πουλιά στον περίβολο του ιδρύματος, τα οποία οι τρόφιμοι καλούνται να φροντίσουν με τη βοήθεια του προσωπικού. Όλα τα καινοτόμα προγράμματα που ο Gawande περιγράφει στο βιβλίο του, χρηματοδοτήθηκαν εν όλω ή εν μέρει από κρατικές επιχορηγήσεις ή από προγράμματα φιλανθρωπικά.

  Στο πιο ισχυρό του κεφάλαιο, που ονομάζεται ‘Letting Go’, ο Gawande ασχολείται με το φοβερό δίλημμα πότε πρέπει να σταματήσουμε κάθε προσπάθεια για παράταση της ζωής, ή κατά τα λεγόμενά του, πότε θα πρέπει να προσπαθήσουμε να ‘διορθώσουμε’ κάτι και πότε όχι; Αρχίζει με την ιστορία της Sara Monopoli, μιας γυναίκας τριάντα τεσσάρων ετών με ανεγχείρητο καρκίνο του πνεύμονα. Η ιστορία της βεβαίως για να είμαστε ειλικρινείς φαίνεται κάπως ξένη για ένα βιβλίο που ουσιαστικά έχει να κάνει με τη γήρανση και τον θάνατο των ηλικιωμένων, αφού και η πορεία της να είναι σαφέστατα διαφορετική από εκείνη ενός ηλικιωμένου ατόμου με την ίδια διάγνωση, αλλά στην πραγματικότητα πολύ χειρότερη. Της πήρε οκτώ μήνες για να πεθάνει, κατά τη διάρκεια των οποίων μηνών υποβλήθηκε σε τέσσερις κύκλους χημειοθεραπείας, ακτινοβολίας ολόκληρου του εγκεφάλου και τουλάχιστον δύο μεγάλες νοσηλείες σε εξειδικευμένο νοσοκομείο. Αλλά από την άλλη μεριά, ίσως ο συγγραφέας επέλεξε να την παρουσιάσει και αναλύσει σε αυτό το κεφάλαιο, γιατί δείχνει πόσο άσχημος μπορεί να είναι κι ένας σύγχρονος θάνατος. 

  Για τους περισσότερους ανθρώπους, ο θάνατος έρχεται μόνο μετά από μία μακρά ιατρική πάλη με μια τελικά συνεχώς εξελισσόμενη κατάσταση, όπως προχωρημένο καρκίνο, άνοια, νόσο του Parkinson, προοδευτική ανεπάρκεια οργάνων, συνηθέστερα της καρδιάς, ακολουθούμενη σε συχνότητα από τους πνεύμονες, τα νεφρά, το ήπαρ, ή αλλιώς απλώς από συσσώρευση πολλών προβλημάτων σε προχωρημένη ηλικία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο θάνατος είναι το μόνο βέβαιο, κι έτσι ο καθένας παλεύει με την αβεβαιότητα αυτή, με το πώς δηλαδή και πότε, να δεχθεί ότι η μάχη έχει οριστικά πλέον χαθεί. Στη περίπτωση της προαναφερθείσας νεαρής ασθενούς, η μάχη είχε χαθεί με τη διάγνωση, αλλά το ερώτημα ήρθε αμείλικτο όταν η συνέχιση της ζωής ερχόταν αντιμέτωπη με το πολύ υψηλό τίμημα στον ανεξέλεγκτο πόνο. Για τους γνωρίζοντες και εμπλεκόμενους, υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι επαχθείς θεραπείες συνεχίζονται ακόμα και όταν είναι ανώφελες και δημιουργούν επιπλέον στρώματα πόνου. Εν μέρει αυτό συμβαίνει γιατί οι ασθενείς και οι οικογένειές τους, απλώς δεν επιθυμούν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια. Όλοι έχουμε ένα ισχυρό βιολογικό κίνητρο και επιτακτική ανάγκη για να επιβιώσουμε με όποιο τρόπο αυτό είναι δυνατόν. Αλλά επιπλέον, κάποιες φορές τόσο οι ασθενείς και οι οικογένειές τους, παρουσιάζουν προτάσεις και επιθυμίες μη ρεαλιστικές για το τι είναι δυνατόν να γίνει πραγματικότητα με τον συγκεκριμένο ασθενή τους, και αυτός είναι επίσης ένας σοβαρός λόγος για τον οποίο και οι ίδιοι οι γιατροί αποδεικνύονται μη ρεαλιστές. Αλλά ακόμα και όταν οι γιατροί ξέρουν πόσο ζοφερή είναι η κατάσταση και οι προοπτικές, συχνά κρατούν το μυστικό μακριά από τους ασθενείς τους. Οι περισσότεροι, λέει ο συγγραφέας του βιβλίου, είναι απρόθυμοι να δώσουν μια συγκεκριμένη πρόγνωση, ακόμη και όταν πιέζονται από τον ασθενή και τους οικείους του. Περισσότεροι από τους μισούς ογκολόγους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης παραδέχονται ότι οι θεραπείες που συστήνουν στους καρκινοπαθείς είναι μάλλον απίθανο να ωφελήσουν. 

  Ωστόσο ο Gawande ξαναγυρίζει στα επαγγελματικά του. Όταν η Sara Monopoli βρέθηκε να έχει καρκίνο του θυρεοειδούς, εκτός από τον καρκίνο του πνεύμονα, σκέφτηκε ότι θα πεθάνει από τον καρκίνο του πνεύμονα, πριν ο καρκίνος του θυρεοειδούς προλάβει να προκαλέσει οποιαδήποτε προβλήματα. Τότε της έθεσε ευθέως την πιθανότητα για μια πειραματική θεραπεία η οποία θα μπορούσε ίσως να προσφέρει κάτι, γεγονός που κατά τον ίδιο ήταν καθαρή φαντασία. Ήταν πολύ ευκολότερο και γρηγορότερο να προσφέρει ακόμη μία τεχνολογική ‘λύση’ από το να μιλήσει για το θάνατο σε έναν ετοιμοθάνατο ασθενή!

  Οι σημειώσεις του νοσοκομείου περιγράφουν δύσπνοια, ξηρό βήχα, αιμόπτυση και έντονη κόπωση. Εκτός από τους σωλήνες παροχέτευσης του θώρακα, η ασθενής απαιτούσε διαδικασίες παροχέτευσης της περιτοναϊκής κοιλότητας κάθε εβδομάδα ή συχνότερα για να ανακουφίσει την σοβαρή ενδοκοιλιακή πίεση από τα λίτρα του ασκιτικού υγρού που ο παρήγαγε ο καρκίνος. Το μόνο δηλαδή που μπορούσαν να κάνουν οι γιατροί, αναφέρει, ήταν να συνεχίσουν οι παθολόγοι να δίνουν ισχυρά κυτταροστατικά φάρμακα, οι χειρουργοί να αφαιρούν κάποιες μάζες από συγκεκριμένες θέσεις του σώματος ώστε να δράσει καλύτερα η χημειοθεραπεία και στο τέλος όταν η ασθενής ανέπτυξε πνευμονία, να αντιμετωπίζεται με ισχυρότατα αντιβιοτικά. Οι στατιστικές όμως εδώ είναι εκ προοιμίου, απελπιστικές. Μικρός μόνο αριθμός ασθενών μπορεί να ανακάμψει. Εδώ ο Gawande, είναι αρκούντως σαφής, αφού όπως ισχυρίζεται χτίσαμε ένα σύστημα υγείας που στοχεύει σε λίγους ασθενείς, ένα οικοδόμημα εκατομμυρίων δολαρίων για ελάχιστους. Σε κάποιο σημείο, αναφέρεται στην παρηγορητική φροντίδα και παραθέτει μια μελέτη από το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης επί ασθενών με προχωρημένο καρκίνο, αποδεικνύοντας ότι εκείνοι που σταμάτησαν τη χημειοθεραπεία νωρίτερα και μπήκαν σε ξενώνα, παρουσίασαν λιγότερη ταλαιπωρία στο τέλος της ζωής τους και έζησαν στατιστικά περισσότερο από εκείνους που συνέχισαν τη χημειοθεραπεία. 

  Στο έβδομο κεφάλαιο, ο Gawande ασχολείται με τη συγκινητική ιστορία του τελικού σταδίου της ασθένειας του πατέρα του και το θάνατό του. Ο Atmaram Gawande, γιατρός ουρολόγος από το Οχάιο, πέθανε από καρκίνο στις 10 Αυγούστου 2011, σε ηλικία εβδομήντα έξι ετών, μετά από μια μακρά και δύσκολη πορεία. Στην αρχή της ασθένειάς του, ήταν όπως και η Alice Hobson ανεξάρτητος και ενεργός, επαγγελματικά και σωματικά. Σταδιακά ανέπτυξε πόνο στο λαιμό και μούδιασμα στα δάχτυλα του, συμπτώματα που παρέπεμπαν σε ‘αρθρίτιδα’. Τελικά, η εξέταση MRI του τραχήλου αποκάλυψε σπάνιο όγκο στο νωτιαίο μυελό, με αργή ανάπτυξη. Καθώς ο όγκος πίεζε τα νεύρα στον τράχηλο και γινόταν σταδιακά τετραπληγικός, αντιμετώπισε τη δύσκολη απόφαση για το αν και πότε έπρεπε να υποβληθεί στην άκρως επικίνδυνη χειρουργική επέμβαση που θα ήταν αναγκαία για την αφαίρεση ή την αποσυμπίεση από τον όγκο. Έτσι κατάφερε να ζήσει για άλλα τέσσερα χρόνια, με την αναπηρία του. Ο Atmaram Gawande επέζησε της χειρουργικής επέμβασης, αλλά ο καρκίνος δεν μπόρεσε να αφαιρεθεί εντελώς, και μετά από έξι εβδομάδες ακτινοβολίας, παρουσίασε επίμονο πόνο, ναυτία, κόπωση και απώλεια της όρεξης. Η παρακολούθηση με MRI έδειξε ότι ο καρκίνος εξακολουθεί να αυξάνεται, τώρα προς τα πάνω, στον εγκέφαλό του. Ήταν η αρχή μιας αδυσώπητης και γρήγορα κατηφορικής πορείας που ο Gawande περιέγραψε νωρίτερα ως το πρώτο από τα τρία μοντέλα της κατάρρευσης στη γεροντική ηλικία, αφού ακολούθησε σειρά πτώσεων στο πάτωμα λόγω της αδυναμίας του. Τότε είπε στο γιό του, ότι φοβάται πως θα παραλύσει, κάτι το οποίο δεν το ήθελε και ότι θα προτιμούσε να πεθάνει. Είχε τόσο αδύναμη ομιλία και μερικές φορές μπερδεμένη, κι ακόμα πρόβλημα στη λήψη και κατάποση τροφής. ‘Είχε φτάσει στη διακλάδωση του δρόμου’, γράφει ο Gawande. Του έκανε εισαγωγή σε έναν ξενώνα, όπου του χορηγούσαν κάποια αναλγητικά φάρμακα, και με την εντολή να μην σηκώνεται μόνος του. Αλλά αυτή η ανάπαυλα δεν διήρκεσε πολύ. Μέσα σε λίγους μήνες, τα ισχυρά φάρμακα για τον πόνο του πατέρα του, τον έκαναν βαρύ, ασαφή και μερικές φορές σε σχετική σύγχυση. Ένα πρωί, η γυναίκα του κι ένας γιατρός, διαπίστωσαν πως δεν μπορούσε να τον ξυπνήσει, και κάλεσαν ασθενοφόρο για να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο, όπου του χορηγήθηκε ναλοξόνη για αντίδοτο των συνεπειών από τα καταπραϋντικά σκευάσματα και αντιβιοτικά για την πνευμονία. Η μετακίνησή του στη ΜΕΘ και η μηχανική υποστήριξη της αναπνοής, δεν έγιναν δεκτά από τον ίδιο και τους οικείους. Γύρισε στο σπίτι του, όπου και πέθανε λίγες μέρες αργότερα.

  Ο Gawande συζητά παρακάτω λίγο για τον υποβοηθούμενο από τον ιατρό θάνατο (‘physician-assisted dying’), σε μερικά σημεία την ονομάζει υποβοηθούμενη αυτοκτονία (‘assisted suicide’), πρακτική η οποία το χρόνο της δημοσίευσης του βιβλίου, ήταν επιτρεπτή από νομική σκοπιά, σε πέντε πολιτείες, τουτέστιν επέτρεπε στους γιατρούς να χορηγούν στους ετοιμοθάνατους ασθενείς μια συνταγή για σχεδόν θανατηφόρα δόση βαρβιτουρικών, με αντικειμενικό σκοπό έναν ταχύτερο και σαφώς πιο ειρηνικό θάνατο. Στη συνέχεια αναρωτιέται τι θα γίνει αν αυτή η ιατρική πρακτική προεκταθεί σε άλλες ομάδες ασθενών οι οποίοι επιθυμούν την επίσπευση του θανάτου τους. Ο υπαινιγμός του, είναι σαφής! Θα μπορούσαμε να αρχίσουμε να υποκαθιστούμε τη βοήθεια σε εκείνους που πεθαίνουν, με την παρηγορητική φροντίδα τους σε έναν ξενώνα, αναφέροντας παράλληλα την εμπειρία της Ολλανδίας, όπου αρκετοί είναι αυτοί που προσφεύγουν στην ‘υποβοηθούμενη αυτοκτονία’ σε παθήσεις που βρίσκονται σε τελικό στάδιο. Σημειωτέον, ότι στην Ολλανδία συνήθως χρησιμοποιούν την ευθανασία, η οποία διαδικασία ‘περιλαμβάνει’ και το γιατρό που χορηγεί το θανατηφόρο φάρμακο, αντί της ‘υποβοηθούμενης αυτοκτονίας’, όπου ο ασθενής πρέπει να πάρει από το στόμα κάποια φάρμακα. Και συνεχίζει, ότι θα ήθελε να υποστηρίξει τη νομοθεσία για τη χορήγηση τέτοιων φαρμάκων από τους καρκινοπαθείς, αλλά θα καταστρέψουμε ολόκληρες κοινωνίες, αν εγκαταλείψουμε τη δυνατότητα βελτίωσης της ζωής των ασθενών. Αλλά τελικά ισχυρίζεται, ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι οι ασθενείς με το θάνατο προ των πυλών, θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίζουν για τον εαυτό τους, αρκεί να είναι διανοητικά ικανοί να υποστηρίξουν τη μια ή την άλλη άποψη, αναλύοντας βεβαίως και την άποψη κάποιων άλλων συγγενών των ασθενών. Όποια και αν είναι η άποψή του για τον υποβοηθούμενο θάνατο, ο Gawande στο καινούργιο του βιβλίο μάς έδωσε μια συγκινητική και σαφή ματιά στο θέμα της γήρανσης και για το θάνατο στη σύγχρονη κοινωνία μας, και στις πολυποίκιλες βλάβες που προκαλούμε σε πολλούς συνανθρώπους μας, μετατρέποντάς το όλο θέμα σε ιατρικό πρόβλημα, παρά ανθρώπινο. 

  Ο Atul Gawande (1965- ) είναι Αμερικανός χειρουργός, συγγραφέας, και ερευνητής σε θέματα δημόσιας υγείας. Είναι γενικός χειρουργός με ενδιαφέρον στην ενδοκρινική χειρουργική στο Brigham and Women’s Hospital, και καθηγητής τόσο στο Τμήμα Πολιτικής και Διαχείρισης της Υγείας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ και ακόμα της Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ. Ο Gawande γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, από γιατρούς Ινδούς γονείς μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες και μεγάλωσε στο Οχάιο, όπου μετακόμισε κάποια στιγμή η οικογένειά του. Σπούδασε σε διάφορα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, ιατρική, φιλοσοφία, πολιτική και οικονομία, ενώ πέρασε κι ένα χρόνο από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ανακατεύτηκε με την πολιτική με το πλευρό των Δημοκρατικών και ήταν ενεργό μέλος της εκστρατείας του Κλίντον. Παράλληλα με τη βασική του εργασία ως χειρουργός, αρθρογραφεί σε γνωστά περιοδικά όπως το The New Yorker, κυρίως πάνω σε κρίσιμα θέματα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης. Κάποια άρθρα του ελήφθησαν υπ’ όψιν και αναφέρθηκαν από τον Μπαράκ Ομπάμα κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς του να προχωρήσει σε μεταρρύθμιση της νομοθεσίας της υγειονομικής περίθαλψης που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκτός από τα εκλαϊκευμένα θέματα, ο Gawande έχει δημοσιεύσει μελέτες και δοκίμια σε θέματα που αφορούν τις στρατιωτικές τεχνικές χειρουργικής και τα λάθη στην ιατρική, σε έγκυρα περιοδικά όπως το New England Journal of Medicine.

  Το πρώτο από τα βιβλία του Gawande είναι το ‘Complications: A Surgeon's Notes on an Imperfect Science’ (2002). Το δεύτερο, ‘Better: A Surgeon's Notes on Performance’, κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2007, όπου εξετάζει τις τρεις αρετές που ο Gawande θεωρεί ουσιώδους σημασίας για την επιτυχία στην ιατρική, κι ακόμα παρουσιάζει τις πολλαπλές πλευρές και απόψεις σε επίμαχα ιατρικά θέματα, όπως οι νόμοι για τα ιατρικά σφάλματα, ο ρόλος των γιατρών στην εσχάτη των ποινών, και οι διαφορές στη θεραπεία, γενικότερα, μεταξύ των νοσοκομείων. Ο Gawande κυκλοφόρησε το τρίτο του βιβλίο, ‘The Checklist Manifesto: How to Get Things Right’, το 2009 και το τέταρτο, αυτό που αναφερθήκαμε παραπάνω, το ‘Being Mortal: Medicine and What Matters in the End’ τον Οκτώβριο του 2014.

  Ένα βιβλίο που προσφέρει ευκαιρίες για διάλογο, αλλά το σπουδαιότερο για λήψη κάποιων επιτέλους αποφάσεων σε κρίσιμα ζητήματα κακοήθων νόσων τελικού σταδίου, πέρα από κάποιες ιατρικές, ατομικές, οικογενειακές, νομικές και κοινωνικές στρεβλώσεις και δυσλειτουργίες που δυστυχώς ταλαιπωρούν μεγάλα ποσοστά συνανθρώπων μας. 


Βιβλιογραφία
- Moore Jane: What Sir Luke Fildes' 1887 painting The Doctor can teach us about the practice of medicine today. Br J Gen Pract. 2008; 58(548): 210–213. 
- Gawande Atul: ‘Being Mortal: Medicine and What Matters in the End’ τον Οκτώβριο του 2014. Profile Books. 2014. London. UK. 


Εδώ κατεβάστε το σε μορφή ebook (pdf) διανθισμένο με φωτογραφίες του συγγραφεά και εικόνες πινάκων ζωγραφικής.

19 Ιουλίου 2015

Στην αγκαλιά της Ηγησούς [Απόστολος Θηβαίος] - για τον Κώστα Ριτσώνη που μας άφησε την 14 Ιουλίου 2015


Στην αγκαλιά της Ηγησούς

«πρέπει να έχει στομάχι γερό
Η ποίησή μας ώστε
Ν΄ αντέξει λάστιχο,
Κάρβουνο, ουράνιο,
Φεγγάρια και ποιήματα.»

Λ. Σίμπσον

Μια ολόκληρη παράταξη αναμνήσεων τον ακολουθεί. Νύχτες τραγουδισμένες από αλλόφρονες ποιητές, ολόκληρα αποσπάσματα μεταφράσεων, ένας ανάπηρος λαχειοπώλης, 151 αδέσποτα ποιήματα, εντελώς επικίνδυνα και απασφαλισμένα. Μια παράξενη πορεία απ΄ αυτές που δεν έχουμε συνηθίσει τον ακολουθεί. Οι στίχοι του ελεύθεροι μας κατακλύζουν. Πολύ αργότερα ίσως να γίνουν τραγούδια, ίσως χαθούν μες στις ατέλειωτες ανθολογίες των εποχών.
Όμως είναι οι λαϊκές αγορές, οι αναπαραστάσεις από μια ζωή καθημερινή, απαράλλαχτη, οι ερωτικές σκηνές με τα ολόκληρα, γραμμένα ποιήματα για το επέκεινα ενός φιλιού ή την εκκωφαντική μοναξιά ενός που μετρά την ίδια ηλικία με δρόμους των Παρισίων, της Αθήνας, μιας γειτονιάς σκοτεινής σαν εκείνες που τραγούδησε ο Γιώργος Σαραντάρης. Το θέατρο που αγάπησε ο Κώστας Ριτσώνης είναι πάντα πίσω απ΄ τις λάμπες των θεάτρων, εκεί που σαπίζουν τα σκηνικά και αθροίζεται αδιάκοπα η μόνη ηλικία του κόσμου.
Στη μετρημένη αλληλογραφία του που ξαναδιαβάζω βρίσκω ξανά και ξανά γραμμένη τη λέξη “φίλε.” Κρατά την ίδια σημασία μ΄ εκείνη την εκφορά της δικής μας Κατερίνας. Γνήσια λέξη με την απλή σημασία που παραχωρεί κάποιος στα πράγματα, κόντρα σε μια εποχή και μια τέχνη υστερική, εκκεντρική, χαμένη στα συνθήματα και τα υψηλά νοήματα που ποτέ δεν παρηγορούν τη ζωή μας. Όλα του τα ποιήματα είναι στοπ καρέ απ΄ τους μικρούς θανάτους και τις ανείπωτες ευτυχίες που σημαδεύουν τη ζωή μας. Όλοι του οι στίχοι αναδύουν μοναξιές, προθέσεις για ταξίδια απραγματοποίητα, σημάνσεις από έρωτες κατεδαφιστέους, όπως εκείνα τα σπίτια στις οδούς Μαγνησίας, Πριάμου, Κεφαλληνίας, Αμοργού και πέριξ.
Θυμάσαι τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου που είπε για ποιήματα που φωταγωγούν τις καρδιές μας; Λοιπόν για τέτοια πράγματα σου μιλώ. Τέτοια τραγούδια έγραψε ο Κώστας Ριτσώνης, αποκαθιστώντας έναν προς έναν τους υπόγειους δεσμούς που μας δένουν με τα νοήματα αυτού του κόσμου. Κράτησε το βλέμμα του χαμηλά. Άλλωστε υπάρχουν οι ζωγράφοι και οι ονειροπόλοι για να μας θυμίσουν τις γραμμές και τις καμπύλες αυτού του κόσμου.
Ο θάνατος ενός ποιητή φέρνει ξανά και ξανά στο προσκήνιο τα ποιήματά του. Γυρεύεις να βρεις απ΄ την αρχή τη χαμένη εκείνη αφετηρία που τον ενηλικιώνει. Όμως την πιο κρίσιμη στιγμή φθάνεις εμπρός σ΄ ένα ποίημα και αίφνης ερμηνεύονται τα πρόσωπα και οι σφυγμοί τους. Εκείνοι που δίνουν τον τόνο σ΄ αυτόν τον κόσμο και σηματοδοτούν την αίσθηση μέσα απ΄ την οποία αγγίζεις την ουσία. Χαρτονένιες καρδιές, καφενεία, ποδοσφαιριστές, μια χωρική απ΄ την Αταλάντη, τ΄ ωραίο σφρίγος μιας μικρής καταμεσής του μεσημεριού. Τέτοια πράγματα συγκίνησαν και έθρεψαν την πένα του Ριτσώνη. Θραύσματα μιας ιστορίας λαϊκής. Πρόσωπα βγαλμένα απ΄ τη μυθολογία της ζωής και των πόλεων. Μικρές ανάσες μιας άλλης σημασία, να δηλώνουν το θόρυβο της μοναξιάς του, δίχως να ενοχλούν.
Καλό ταξίδι Κώστα Ριτσώνη. Εμείς πιστοί στο αίσθημά σου θα κάνουμε πράξη όσα μας έμαθες. Θα κάνουμε τραγούδια τα μικρά, τ΄ ατέλειωτά μας πάθη. Μες σ΄ αυτά τα τελευταία, μας δίδαξες πως μπορούν και ζουν οι λάμψεις και τα πυροτεχνήματα και οι φανταστικοί καθρέφτες της ζωής μας.


ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΩΣΤΑ

18 Ιουλίου 2015

16 Ιουλίου 2015

Συνέπεια

Θα ξεκινήσω με μια ιστορία από τις ιστορίες του Koyner του Μπρεχτ (βλέπε κι εδώ).
Τεράστιας αξίας έργο και δυστυχώς όχι ευρέως γνωστό.

-------------------------------------------------------------------

Ο κ. Koyner και η συνέπεια.

Μια μέρα ο κ. Koyner ρώτησε ένα φίλο του τούτο:

Εδώ και λίγο καιρό κάνω παρέα μ’ έναν άνθρωπο που μένει σ’ ένα σπίτι απέναντι στο δικό μου. Τώρα πια δεν έχω όρεξη να κάνω παρέα μαζί του. Ωστόσο δε μου λείπει μοναχά ο λόγος να κάνω παρέα, μα και η αιτία για να διακόψω. Τελευταία, όμως, ανακάλυψα πως όταν πριν από λίγο καιρό αγόρασε το σπίτι που ως τότε το ‘χε νοικιασμένο, έβαλε αμέσως να κόψουν μια δαμασκηνιά μπροστά στο παράθυρό του, γιατί λέει του ‘κοβε το φως, μολονότι τα δαμάσκηνα δεν είχαν ωριμάσει ακόμα. Να το πάρω λοιπόν αυτό σαν αιτία για να μην κάνουμε παρέα ή να διακόψω μια και καλή τις σχέσεις μαζί του;

Μετά από λίγες μέρες ο κ. Koyner είπε στο φίλο του:

Ξέρεις, τελικά έκοψα τις σχέσεις με τον τύπο. Σκέψου ότι πριν από μερικούς μήνες είχε κιόλας ζητήσει από τον τότε ιδιοχτήτη του σπιτιού να κόψει το δέντρο που του ‘κοβε το φως, μα εκείνος αρνήθηκε να το κάνει γιατί ήθελε να μαζέψει τα δαμάσκηνα. Και τώρα που ο γνωστός μου αγόρασε το σπίτι βάζει στ’ αλήθεια να κόψουν το δέντρο που ήταν ακόμα γεμάτο άγουρα δαμάσκηνα!
Έκοψα λοιπόν τις σχέσεις μαζί του γιατί η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπεια!    

-----------------------------------------------------------------------------

Τη λογοτεχνία δεν την βλέπω παρά ως κάτι αλληλένδετο με την καθημερινότητα.
Κάποτε σε κοινωνίες που δεν υπάρχουν πια ήταν μια ποιητική διάσταση αυτής.
Σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι η περιγραφή [με τον όποιο άμεσο ή έμμεσο (συμβολικό, αλληγορικό, κλπ) τρόπο θέλει ο δημιουργός] της καθημερινότητας και η ανάγκη να εκφραστεί η θέλησή μας να αλλάξει.
Ο Μπρεχτ είναι ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες και απόλυτα συνεπής με την ανάγκη αλλαγής την οποία πρέσβευε.
Αλλαγής ναι, αλλά προς πού;
Σε μια συζήτηση μεταξύ φίλων, και μάλιστα αριστερών, άνετα θα καταλήγανε ότι αυτή δεν μπορεί παρά να είναι μια κοινωνία (μάλλον πολλές διάσπαρτες κοινωνίες προσαρμοσμένες στο εκάστοτε περιβάλλον με αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ τους και με σεβασμό στο περιβάλλον) μη εκμετάλλευσης του ενός ανθρώπου από τον άλλο.
Είναι αυτό εφικτό σήμερα ή στο άμεσο μέλλον. Όχι! Σαφώς όχι.
Και τότε ποιος ο ρόλος της αριστεράς σήμερα; Ποιος λοιπόν μπορεί να είναι ο άμεσος στόχος προς διεκδίκηση της αριστεράς;
Περισσότερο κοινωνικό κράτος προς απάλειψη των συνεπειών της εκμετάλλευσης. Αυτή τη στιγμή δεν μπορεί τίποτα περισσότερο να διεκδικηθεί, αλλά και αυτό πλέον είναι πολύ δύσκολο και απαιτεί τουλάχιστον την ΕΝΟΤΗΤΑ και τη ΣΥΝΕΠΕΙΑ όλων των αριστερών.
Μα, θα πει κάποιος, τι είναι η συνέπεια; Και γιατί ο αναφερόμενος στην ανωτέρω συμβολική ιστορία του Μπρεχτ είναι ασυνεπής;
Η συνέπεια δεν είναι μια σταθερότητα στο χρόνο ανεξάρτητη της τάξης σου και της περιρρέουσας κατάστασης. Κάτι δηλαδή που αγνοεί το γίγνεσθαι. Αν ήταν τέτοια δεν θα είχε καμία αξία ως κάτι αφύσικο.
Η συνέπεια, στο έργο, αφορά το ΣΥΜΦΕΡΟΝ της τάξης που ανήκεις και καθορίζει την άμεση πρακτική σου.
Ως νοικάρης δεν σε ενδιέφερε η δαμασκηνιά, αφού από τα δαμάσκηνα δεν είχες να κερδίσεις, αλλά ο ήλιος που σου είχε στερήσει.
Ως ιδιοκτήτης μετά θα έπρεπε να σε ενδιαφέρει η δαμασκηνιά γιατί θα είχες να ωφεληθείς από τα δαμάσκηνα.
Σήμερα (κυριολεκτώ!) όμως και ωθούμενος από τα γεγονότα το βλέπω και από άλλη γωνία.
Δεν μπορεί η δράση σου και ο λόγος σου πάνω στις ανάγκες της επικαιρότητας να είναι ανεξάρτητα του αν είσαι υπουργός την ώρα που καίγεται η χώρα ή αν μιλάς σε μια παρέα στο καφενείο χαλαρά.
Τα μέλη της αριστερής πλατφόρμας στηρίζουν ή είναι σε μια αριστερή κυβέρνηση την ώρα που καίγεται η χώρα. Το έχουν καταλάβει; Τη ζημιά που προκάλεσαν την έχουν συνειδητοποιήσει;

15 Ιουλίου 2015

Επειδή


Επειδή
-η ηθελημένη δουλικότητα προς τη Γερμανία πολλών ανατολικών της χωρών εξηγείται από τα όσα τράβηξαν επί ΕΣΣΔ και σήμερα κατάντησαν να είναι ευχαριστημένοι με τα ψίχουλα που παίρνουν αρκεί που τους κλείνει το μάτι ο κάθε Σόιμπλε (*),
-το πρώην ανατολικό μπλοκ αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν (*),
-o Γενικός Γραμματέας του ΚΚ Ιταλίας, Μπερλινγκουέρ, στις αρχές της δεκαετίας του 70 – πριν το 34,5% των ιταλικών εκλογών του 1976, είχε πει ότι η αριστερά ακόμη και 51% να πάρει δεν θα μπορεί να κυβερνήσει. Έκτοτε και μέχρι που χάθηκε από το προσκήνιο στήριζε τις συντηρητικές ιταλικές κυβερνήσεις,
-σήμερα αυτός είναι ο κόσμος [με το μεγαλύτερο πλυντήριο βρώμικου χρήματος στον κόσμο και κάτοχο διαφόρων τραπεζικών παραγώγων (αμφίβολης) αξίας 57 τρις ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στο 20πλάσιο του ΑΕΠ της Γερμανίας, την Deutsche Bank, να έχει βρει στο πρόσωπο του - κατά ομολογία του δωροδοκηθέντα πριν μερικά χρόνια από έμπορο όπλων - Σόιμπλε τον ιδανικότερο εκπρόσωπό της] κι εμείς δεν μπορούμε να τον αλλάξουμε αλλά να του προκαλέσουμε τα ρήγματα που μας παίρνει και αυτό ήταν το κέρδος του ιστορικού σαββατοκύριακου που μας πέρασε (π.χ, μεταξύ άλλων, σε Γερμανική εφημερίδα  γράφτηκε ότι τα σέντσια που κέρδισε η Γερμανία θα τα πληρώνει πολλαπλάσια στο άμεσο μέλλον),
-η ιδεολογία δεν πρέπει να καταντάει «καταφύγιο» χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα στο γίγνεσθαι, 
ας σταθούν στο ύψος των ιστορικών αυτών στιγμών σήμερα στην αριστερή πλατφόρμα,
Αν μπορούν…
Ο πρωθυπουργός Τσίπρας τουλάχιστον απέδειξε ότι δεν είναι σε ένα 3% που μπορεί ακίνδυνα να λέει ό,τι θέλει. Είναι πολύ περισσότερα και πάνω απ’ όλα ΠΑΡΩΝ.
        
 (*) “Και θα δείτε και μόνος σας τι θα βγει απ' τη Ρωσική Επανάσταση. Κάτι που θα καθυστερήσει την πραγματοποίηση της ελεύθερης κοινωνίας επί δεκαετίες. Αλλά τι να περιμένει κανείς από ένα λαό αναλφάβητων και μυστικιστών;”
Φερντάντο Πεσόα – Ο αναρχικός Τραπεζίτης        

Γιώργος Πρίμπας = ένας πολίτης αυτής της χώρας που αναμένεται να χάσει και άλλα και μάλιστα πολλά από το επερχόμενο τρίτο μνημόνιο.
(πρωινό της 15ης Ιούλη 2015)  

14 Ιουλίου 2015

Paul Celan - Zitate (Πάουλ Τσέλαν - Αποφθέγματα) [μετ. ΦΚ]


a ) Du mußt versuchen, auch den Schweigenden zu hören. (Briefe an Diet Kloos-Barendregt). 
a) Πρέπει να προσπαθήσεις ν’ ακούσεις ακόμη και τους σιωπηλούς. (Επιστολή στον Ντήτ Κλόος-Μπάρεντρεκτ).

b) Ich finde etwas, das mich auch ein wenig darüber hinwegtröstet, in Ihrer Gegenwart diesen unmöglichen Weg, diesen Weg des Unmöglichen gegangen zu sein. (Büchnerpreis-Rede, Darmstadt, 22.10 1960, GW 3, S. 202) 
β) Βρίσκω κάτι που ακόμη λιγάκι με παρηγορεί και διώχνει τη θλίψη: Μες το παρόν σας, τον απρόσιτο δρόμο, το δρόμο του απροσίτου να βαδίσω. (Ομιλία κατά την απονομή του Βραβείου Μπύχνερ, Ντάρμστατ, 22.10.1960,  Άπαντα, τόμος 3, σελ. 202)

c)... Erreichbar, nah und unverloren blieb inmitten der Verluste dies eine: die Sprache. (GW, Bd. 3, Bremer Ansprache, S. 185.) 
γ)… Προσιτή, κοντινή κι αναπώλεστη έμεινε ανάμεσα στις απώλειες αυτή μόνη: η Γλώσσα. (Άπαντα, τόμος 3, Ομιλίες στη Βρέμη, σελ. 185)

d) Der Tod ist ein Meister aus Deutschland, sein Auge ist blau. (Die Todesfuge) 
δ) Ο θάνατος είναι ένας αφέντης, που έρχεται από τη Γερμανία, το μάτι του είναι γαλανό. (Η φούγκα του θανάτου)

13 Ιουλίου 2015

Οι επώδυνοι κύκλοι της ζωής μέσα στο ποίημα Berck-Plage της Sylvia Plath[Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]





 Τον Ιούνιο του 1961, η ποιήτρια Σύλβια Πλαθ και ο σύζυγός της Τεντ Χιουζ, επισκέφτηκαν την περιοχή Berck-Plage, μια επιμήκη παραλία και θέρετρο στις ακτές της Γαλλίας, βορείως της πόλεως Ρουέν. Κάποιο είδος νοσοκομείου ή αναρρωτηρίου για άτομα με ειδικές ανάγκες βρισκόταν εκεί. Για τη Σύλβια η επίσκεψη εξελίχτηκε σε έναν από τους πολλούς εφιάλτες της μέσα στο πραγματικό κόσμο. Ένα χρόνο αργότερα, εξομολογήθηκε ο σύζυγός της, ‘πέθανε ο γείτονάς μας, ένας γέρος, o Percy Key, μετά από σύντομη ζοφερή ασθένεια κατά τη διάρκεια της οποίας επανειλημμένως η γυναίκα του χρειάστηκε τη βοήθειά μας’. Σε αυτό το ποίημα, το Berck-Plage, της Σύλβιας Πλαθ, συνδυάζονται η επίσκεψη του ζεύγους στην γαλλική παραλία, καθώς και ο θάνατος και η κηδεία του γείτονά τους. Το ποίημα Berck-Plage, της Σύλβιας Πλαθ που περιέχει 126 στίχους γεμάτους από φαινομενικά ολοκληρωτική αδιαθεσία και πένθιμη κατήφεια, βρίσκεται στην εκτίμηση πολλών απαιτητικών αναγνωστών ως ένα από τα ‘βαρύτερα’ και λιγότερο ελκυστικά ποιήματά της, ακόμη και αν θεωρηθεί αυτοβιογραφικό με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Αρκετές ημέρες μετά την κηδεία, η οποία έλαβε χώρα στις 29 Ιουνίου του 1962, η Σύλβια Πλαθ κατέγραψε τα δικά της συναισθήματα: ‘I have written a long poem, Berck-Plage, about it. Very moved. Several terrible glimpses’. 
 Πράγματι, η περιγραφή της ακαμψίας του πτώματος του Percy από την Πλαθ, είναι πιο δραματική ακόμα κι από το ποίημά της ‘All the Dead Dears’. Αυτό το παλιότερο ποίημα, του 1957, μας προσφέρει σημαντική ένδειξη για τις θέσεις της Πλαθ στα μεταγενέστερα ποιήματά της για τους νεκρούς και ετοιμοθάνατους: ‘How they grip us through thin and thick, these barnacle dead’. Πρόσωπα σε ατέλειωτους καθρέφτες προηγούμενων γενεών, εμφανίζονται ξανά και ξανά. Το κίνητρο της Πλαθ τώρα για να γράψει και μας παρουσιάσει τέτοιες άσχημες και τρομακτικές εικόνες θανάτου, δεν είναι σίγουρα για την εξύμνησή του. Ως πιθανότερο κίνητρο, δεδομένης της σφοδρής επιθυμίας της Σύλβιας Πλαθ για ζωή, είναι η ανησυχία της για τη σωματική και ψυχική επιβίωση μπροστά στο πρόσωπο του πόνου και του θανάτου. 

 Σε πολλά από τα ποιήματά της, αυτό που δείχνει η Πλαθ είναι μια μορφή θανάτου που απειλεί να την καταπιεί, εκτός αν μπορέσει να επαναβεβαιώσει την προσωπική της ταυτότητα και ακινητοποιήσει τον εχθρό της, σε μια δομημένη ποιητική εικόνα. Ο ανεξέλεγκτος φόβος που προέρχεται από αυτό που αντιλαμβάνεται, μπορεί να μετριασθεί με την αλληγορία και μεταφορά σε ότι μπορεί να ελέγξει, δηλαδή την εικόνα της. Για τη Σύλβια Πλαθ, το θέαμα των ακρωτηριασμένων γάλλων βετεράνων του πολέμου στο Berck-Plage και του Percy Key, ενός καρκινοπαθούς άγγλου της διπλανής πόρτας, έγιναν εμβλήματα της δικής της μάχης για να αντιμετωπίσει το θάνατο και να νικήσει την δύναμη που δηλητηρίαζε το μυαλό της. Τα πρώτα σχέδια του ποιήματος δείχνουν ότι η Πλαθ είχε ακόμη μεγαλύτερο σκοπό στο μυαλό της από τη συγχώνευση των δύο προαναφερθέντων περιστατικών, όταν άρχισε να το γράφει κατά τη διάρκεια της εβδομάδας μετά το θάνατο του ηλικιωμένου γέρου, στα τέλη του Ιουνίου του 1962. Σύμφωνα με τις ημερομηνίες για τα προσχέδια του ποιήματος, προέκυψε κι ένα τρίτο στοιχείο που είχε μεγάλη προσωπική σημασία για την ίδια. Η εποχή που ο ασθενής γείτονας έμπαινε στην τελική φάση της ασθένειάς του και όδευε ολοταχώς προς το θάνατο, συνέπεσε με τη γέννηση και το μεγάλωμα του Nicholas, του δεύτερου παιδιού της. Έτσι εκείνη την άνοιξη, σε αντίθεση με το υγιές μωρό της, βρισκόταν δίπλα της ένας ετοιμοθάνατος γέρος, που σίγουρα ευθυνόταν για την κατάθλιψή της. Ο επικείμενος θάνατος του Percy Key, είναι το αντικείμενο πολλών ποιημάτων της, σαν να στεκόταν εκεί για να της τονίσει ότι κάποιο δυσοίωνο γεγονός θα συμβεί, καθώς και την ‘απώλεια’ του Τεντ, όσο και να μην ήθελε ακόμη να το αναγνωρίσει και να το παραδεχτεί. Παρά το μέγεθος και την πολυπλοκότητά του, όμως, το συγκεκριμένο ποίημα ελάχιστη προσοχή προσέλκυσε από τους μελετητές και κριτικούς, ιδιαίτερα σε ότι έχει σχέση και αφορά την αναγέννηση και την επιβεβαίωση της ζωής.

 Η τεχνική της ομοιάζει με εκείνη του κινηματογραφικού μοντάζ, η οποία αντιπαραθέτει και έτσι συνδυάζει διαφορετικές οπτικές εικόνες με ουσιαστικό τρόπο, πέραν των κανονικών παραμέτρων του χώρου και του χρόνου. Με αυτόν τον τρόπο, ο φακός της Πλαθ καταγράφει και υπερβαίνει την κυριολεκτική αμεσότητα αυτού που αναφέρει, δημιουργώντας έτσι την τάξη μέσα από το χάος. Το Berck-Plage ανοίγει με μια παράξενη σκηνή στην παραλία, κάτω από τον ήλιο: ‘How the sun's poultice draws on my inflammation’. Η αιτία όμως αυτής της φλεγμονής, δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί! Η αντίστοιχη δράση του ποιητή, είναι η διάθεση θεραπευτικής δύναμης. Κάποτε ο πατέρας της, Ότο Πλαθ, πέθανε από γάγγραινα και λοίμωξη, αφήνοντας την κόρη του στερημένη από την πίστη της στο Θεό. ‘Ποτέ μου δεν θα ξαναμιλήσω στο Θεό’, είπε σε μια στιγμή εξομολογητική, η νεαρή Σύλβια στη μητέρα της. Τώρα, περισσότερο από είκοσι χρόνια αργότερα, ένας ηλικιωμένος άντρας, ο Percy Key, έχει πεθάνει από το καρκινικό δηλητήριο που βρισκόταν και αναπτυσσόταν ανεξέλεγκτα μέσα του, και το θέαμα του θανάτου του υπενθυμίζει στην Σύλβια τη σκηνή στο Berck-Plage, το προηγούμενο έτος. Αυτές οι φοβερές δηλητηριώδεις εικόνες στο μυαλό της Πλαθ, πρέπει στο ποίημα να αντικατασταθούν από υγιή στοιχεία. Αυτός είναι ο βαθύτερος σκοπός και η πρόκληση της Σύλβιας Πλαθ, γράφοντας το Berck-Plage. Αλλά προχωρώντας στον πέμπτο στίχο, υπάρχει κάποια απειλητική χροιά: ‘Why is it so quiet? What are they hiding’, ερωτά ο αφηγητής. Πέρα από τα αναφερθέντα φαλακρά κεφάλια των κοριτσιών και τις περούκες τους, εμμέσως συνυπάρχουν και άλλες παραμορφώσεις που παραμονεύουν στη σκηνή. Οι ακρωτηριασμένοι, όπως ο πατέρας της, Ότο Πλαθ, ο περίφημος εντομολόγος. Η κόρη του, η αφηγήτρια, αμέσως καθησυχάζει τον εαυτό της, και όπως πάντα, τοποθετεί τη δική της μεταμφίεση, αφού όπως λέει, έχει δύο πόδια και μπορεί να κινείται ικανοποιητικά. Η επόμενη κίνηση της Σύλβιας Πλαθ, είναι να δημιουργήσει τη σιωπή της σκηνής. Τεράστια παραλία από άμμο, που μειώνει τους κραδασμούς, συρρικνώνει τις φωνές των επισκεπτών και τους ήχους των σκαφών. Η αφηγήτρια εκφράζει όμως παρακάτω τους φόβους της, σαν να προλαμβάνει την εμφάνιση ανθρώπων με αναπηρία, κι αυτοί οι φόβοι γίνονται μέρος της γενικότερης απόσβεσης των ήχων και απονέκρωσης στην ευρύτερη σκηνή που περιγράφεται. Κατά ειρωνικό τρόπο, η αίσθηση της όρασης επιτελείται την ίδια στιγμή που ελκύεται απότομα απ’ ότι φαίνεται:

The lines of the eye, scalded by these bald surfaces, 
Boomerang like anchored elastics, hurting the owner.

 Τέτοια ζεματισμένη φαλάκρα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, πρέπει να προστατευθεί, το ανελέητο απειλητικό φως να φιλτραριστεί, προφανώς επειδή οι υποκείμενες αλήθειες που ήρθαν στο φως, είναι αφόρητες. Κάποιος πρέπει να βάλει μια μάσκα, ίσως σκούρα γυαλιά, να προβεί δηλαδή σε μια μεταμφίεση, έτσι ώστε να μην τη δει την αφόρητη αλήθεια. Δεδομένης της γνωστής αποστροφής της Σύλβιας Πλαθ για τις υποκρισίες, δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι φέρνει μπροστά την άποψη ενός ιερέα: ‘Is it any wonder he affects a black cassock’? Μαύρο είναι η απουσία του χρώματος, η απουσία του ζωντανού ηλιακού φωτός στο οποίο μπορεί κανείς να έχει όραμα. Πολλοί κριτικοί σημείωσαν ότι το μαύρο χρώμα έχει τη δεύτερη υψηλότερη συχνότητα (158 φορές) μετά το λευκό (166 φορές), στην ποίηση της Πλαθ, και η σημασία αυτών των χρωμάτων έχει επίσης συζητηθεί επί μακρόν. Ο θάνατος των αισθήσεων, ιδίως ο θάνατος της οπτικής φαντασίας, είναι ότι η Σύλβια Πλαθ φοβόταν περισσότερο, αφού για αυτήν η αναγέννηση, η δημιουργία μιας νέας ζωής, είναι κρισιμότατης σημασίας ψυχική αναγκαιότητα. Ο ιερέας, όπως και τα φαλακρά κορίτσια και αργότερα οι ακρωτηριασμένοι βετεράνοι, αντιπροσωπεύουν μια ενοχλητική εισβολή στο φυσικό τοπίο. Δεδομένου ότι το πρώτο τμήμα του ποιήματος τελειώνει, βλέπουμε τον ιερέα που κινείται μεταξύ των συγκεντρωμένων σκουμπριών ‘who wall up their backs against him’, καθώς πηγαίνουν για ‘handling the black and green lozenges like parts of a body’. Σε αντίθεση με τους χειρουργούς που προφανώς έχουν ακρωτηριάσει κάποια μέρη του σώματος των ακρωτηριασμένων βετεράνων, οι ψαράδες διαλέγουν και πετάνε έξω, απλώς το μεγαλύτερο. Ωστόσο, η πρώτη ενότητα ολοκληρώνεται με τους διαμαρτυρόμενους ήχους της μέχρι τώρα σιωπηλής και αδρανούς θάλασσας, με ένα μακρύ σφύριγμα αγωνίας:

 ‘The sea that crystallized these,
 Creeps away, many-snaked, with a long hiss of distress’. 

 Η αγωνία της θάλασσας είναι πάνω από την απώλεια των ψαριών, στα οποία η ίδια έδωσε γένεση από το σκοτάδι της. Οι στίχοι της Πλαθ συχνά έχουν και δείχνουν την τάση της ποιήτριας να διαγράψει ή να τροποποιήσει μερικές ρητές αναφορές ή τους λόγους, έτσι ώστε οι εικόνες της στην τελική τους μορφή να είναι πιο έξυπνες και διφορούμενες. Καθώς τελειώνει το πρώτο τμήμα του ποιήματος, ο τόνος του παρατηρείται δυσοίωνος. Στην αρχή του δεύτερου τμήματος δεν παρουσιάζεται ακόμα κανένας διαχωρισμός από το πρώτο. Ποιος είναι αυτός ο ιερέας; Έχει έρθει για να ευλογήσει τις αλυκές, αναρωτιέται; Στη συνέχεια όμως, η άκρη του ράσου του ιερέα αποκαλύπτει ένα παραμορφωμένο, κοντό πόδι μέσα σε μια ορθοπεδική κατασκευή που προηγείται του καλού ποδιού, σαν ελαττωματική πυξίδα. Ο ιερέας με τα μαύρα γυαλιά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Ναζί με τις μαύρες μπότες που είδαμε ότι η Πλαθ φανταζόταν στο ποίημα, Daddy.

  Το δεύτερο τμήμα ανοίγει με τον κύριο Θάνατο, ο οποίος διαβάζει το ευχολόγιο σε μια νεκρώσιμη ακολουθία:

This black boot has no mercy for anybody. 
Why should it, it is the hearse of a dead foot, 
The high, dead, toeless foot of this priest 
 Who plumbs the well of his book, 
The bent print bulging before him like scenery. 

 Οι τυπωμένες λέξεις της νεκρώσιμης ακολουθίας είναι αισθησιακές για τον ιερέα. Είναι η πορνογραφία του. Δεν βλέπει την πραγματική ουσία γύρω από το ξενοδοχείο, το ασθενικό και άσχημο θέαμα του πρωτόγονου ανθρώπινου φύλου. Αισχρά μπικίνια κρυμμένα στους αμμόλοφους, στήθη και ισχία, γαργαλιστικά κάτω από το φως, εικόνες, κραυγές, πίσω από κάποιες αποθήκες, δύο εραστές δε λένε να ξεκολλήσουν!

Obscene bikinis hide in the dunes, 
Breasts and hips a confectioner's sugar 
Of little crystals, titillating the light, 
While a green pool opens its eye, 
Sick with what it has swallowed -- 
Limbs, images, shrieks. Behind the concrete bunkers 
Two lovers unstick themselves. 

 Δίπλα στη θάλασσα, λοιπόν, βρίσκεται ο τόπος της ομορφιάς και η πηγή της ζωής, μια παρωδία πνευματικότητας και γέννησης, που θυμίζει έντονα την ‘Έρημη Γη’ του Έλιοτ. Στην τρίτη ενότητα του ποιήματος, η σκηνή μεταφέρεται από την παραλία στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, με μια γεύση από αστραφτερά πράγματα. Καθώς η αφηγήτρια παρατηρεί, αυτά τα λαμπερά πράγματα δεν είναι κοσμήματα, αλλά αναπηρικές καρέκλες από χάλυβα και τα δεκανίκια αλουμινίου, θαύματα της επιστήμης, όπως τα αποκαλεί σαρκαστικά! Καθώς τα μάτια της μετατοπίζονται προς την άκρη της θάλασσας, τα ρουθούνια της συλλαμβάνουν τη μυρωδιά:

‘Such salt-sweetness. Why should I walk/ Beyond the breakwater, spotty with barnacles?/ I am not a nurse, white and attendant/ I am not a smile’. 
 Σε αυτή την εναλλαγή των εικόνων, βλέπουμε ότι ένα πέτρινο συναισθηματικό φράγμα χωρίζει την αφηγήτρια από τους ακρωτηριασμένους βετεράνους, ενώ παραδίπλα τα παιδιά παίζουν σκάβοντας στην άμμο, κάτι που της αρέσει, αλλά η καρδιά της είναι πολύ μικρή για να διορθώσει τα λάθη τους. Συναισθηματικά παιδικά τραύματα, η τραυματισμένη πλευρά των ανθρώπων, άδεια μανίκια και μπατζάκια, ένας αδύνατος άνθρωπος με ένα δεκανίκι, όλα κάτω από το βλέμμα του χειρουργού. Ο καθρέφτης του, λέει, δεν είναι παρά μια πτυχή γνώσης ικανής να επισκευάσει τα σπασμένα σώματα, αλλά ανίκανης να επιδιορθώσει σπασμένες ψυχές. Ο Percy Key, ο θάνατος και η κηδεία του, φαίνεται να αποτελούν τον κύριο στόχο του ποιήματος:

‘An old man is vanishing/ There is no help in his weeping wife/ Where are the eye-stones, yellow and valuable/And the tongue, sapphire of ash’.

 Ένας γέρος εξαφανίζεται και δεν διαφαίνεται η ανεύρεση κάποιας βοήθειας για την κλαμένη σύζυγό του. Νωρίς το απόγευμα της 25ης Ιουνίου, όταν η Πλαθ είδε πραγματικά τον ηλικιωμένο άντρα να πεθαίνει τα μεσάνυχτα, παρατήρησε προσεκτικά κάτι τέτοιες λεπτομέρειες που περιγράφει στα ημερολόγιά της. Το σαλόνι, αφηγείται, ήταν γεμάτο από κόσμο, ο Percy ξαπλωμένος σε ένα σωρό λευκά μαξιλάρια με τις ριγέ πιτζάμες του, το πρόσωπό του πέρασε ήδη από ετούτη την ανθρωπότητα, το πηγούνι πεσμένο, μια μεγάλη βραχνή ανάσα έμπαινε και έβγαινε από το στόμα του με μεγάλη προσπάθεια σαν ένα φοβερό πουλί, ενώ τα μάτια του έδειχναν σαν μερικώς ανοικτά καπάκια όπως διαλυμένα σαπούνια ή θρόμβους πύου. Η φράση ‘And the tongue, sapphire of ash’ στο τέλος του τρίτου μέρους, σηματοδοτεί τον συγκλονιστικό και ειρωνικό μετασχηματισμό από πολύτιμο κόσμημα στο θάνατο και την τέφρα. Μετά από τη μακρά και δύσκολη δουλειά, της μετάβασης δηλαδή από τη σκηνή της παραλίας στη σκηνή του θανάτου, η Σύλβια Πλαθ προχώρησε στο τέταρτο τμήμα του ποιήματος, μάλλον με σχετική ευκολία. Ο Percy Key, τώρα είναι νεκρός, και έχει μεταμορφωθεί σε ένα είδος θρησκευτικού εικονιδίου που εμφανίζεται με κάποια κωμική χροιά: 

‘A wedding-cake face in a paper frill. 
How superior he is now. 
It is like possessing a saint’. 

 Οι νοσηλεύτριες πλέον δεν είναι τόσο όμορφες, αφού οι μέρες εκείνες που φρόντιζαν τον δύστυχο Percy, αποτελούν παρελθόν και φαίνονται σαν γαρδένιες ταλαιπωρημένες από το άγγιγμα απρόσεκτων χεριών. Με τη σκηνή του θανάτου να έχει τελειώσει, κι αποχαιρετώντας το θάνατο, τώρα εξακολουθούν να παραμένουν πίσω μόνο πράγματα, κι αυτό αποδεικνύεται φρικτό. Το επόμενο στάδιο μετά το αναπόφευκτο τέλος, είναι η εφαρμογή ενός τελετουργικού για να επιστρέψει η ζωή στο προσκήνιο: ‘Now the washed sheets fly in the sun/The pillow cases are sweetening’. Η πέμπτη ενότητα του ποιήματος εμπεριέχει τη μεταβατική σκηνή, με τη μετάβαση του νεκρού από την αίθουσα του πέτρινου σπιτιού, στη σκηνή του νεκροταφείου όπου πρόκειται να ταφεί. Κι ακόμα βεβαίως κινείται στις σκέψεις μιας γυναίκας που έχασε τον άντρα της. Πρακτικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, φορέματα και καπέλα, παντρεμένες κόρες, με μια κουρτίνα να τρεμοπαίζει στο ανοιχτό παράθυρο και την αφηγήτρια να θυμάται, έως ότου η μνήμη αρχίσει σταδιακά να ξεθωριάζει. Καθώς οι εικόνες διαλύονται, ακούμε την κραυγή και το θρήνο όλων όσων πεθαίνουν: 

‘Να μας θυμάστε’!!!

 Σε αυτό το σημείο, η σκηνή αλλάζει απότομα στο νεκροταφείο, και η αφηγήτρια στο ποίημα, παρατηρεί:

‘The empty branches of memory look over stones
Marble facades with blue veins, and jelly-glassfuls of daffodils’.

 Κανείς δεν είναι εκεί, παρά μόνο οι πέτρες και τα πνεύματα των νεκρών μέσα σε αυτές, κι η σάρκα τους ολοένα να μειώνεται, να λιγοστεύει. Η μνήμη να ξεθωριάζει, αλλά το πέμπτο τμήμα του ποιήματος να καταλήγει, με την αφηγήτρια να επιβεβαιώνει την αξία του οικοπέδου του νεκροταφείου ως ενδιάμεσο σταθμό, στο δρόμο προς την αιωνιότητα, ένα επίπονο ταξίδι με άγνωστο προορισμό: ‘It is so beautiful up here: it is a stopping place’!

 Η χλομάδα η οποία τόσο τονίζεται στην πέμπτη ενότητα, θεωρείται ως το αποτέλεσμα της αδηφάγου ανανέωσης της φάσης του κύκλου, θάνατος και ζωή. Το σκηνικό εδώ είναι εντυπωσιακό με την ανάμειξη του ανθρώπινου τεχνουργήματος και μετασχηματισμού. Σμιλεμένες φλαμουριές, με τη ζωή να δείχνει το πρόσωπό της, ‘A glitter of wheat and crude earth’. Η γη είναι εδώ η κεντρική εικόνα, και παρουσιάζεται χρωματισμένη με αιματηρά χρώματα, αλλά η Πλαθ θέλει να πει περισσότερα: 

‘What is the name of that color?
 Old blood of caked walls the sun heals, 
 Old blood of limb stumps, burnt hearts’. 

 Εδώ επανέρχονται απειλητικές οι μνήμες του Ότο Πλαθ, του πατέρα της, ο οποίος, όπως έχουμε διαπιστώσει σε πολλά από τα ποιήματά της, βρίσκεται επίμονα στο μυαλό της Σύλβια Πλαθ, και τα συναισθήματά της δεν είναι ακόμη σωστά θαμμένα στη λήθη. Η ιδέα του Berck-Plage ως συμβολική ταφή του πατέρα της, σε συνδυασμό με τις εικόνες της ανανέωσης από την ίδια κόκκινη γη, θεωρείται από μερικούς να αποτελεί και την κεντρική σημασία του ποιήματος. Οι εκφράσεις των προσώπων που αναχώρησαν για το μεγάλο ταξίδι, επανεμφανίζονται τώρα στις χαμηλές πτήσεις των σύννεφων πάνω στον ουρανό, με χαμόγελα. Μέχρι στιγμής, η αφηγήτρια φαίνεται να κοροϊδεύει τους πενθούντες για τους θεατρινισμούς τους, αλλά λίγο μετά προχωράει σε σοβαρές μυθοποιήσεις:

‘And the bride flowers expend a freshness, 
And the soul is a bride 
In a still place, and the groom is red and forgetful, he is featureless’. 

 Η γέννηση, ο γάμος κι ο θάνατος, συγχωνεύονται μυθικά στη γυναικεία ψυχή, που σε ολόκληρη τη διαδρομή ξεκινά και τελειώνει με κάθε καινούργια αναπαραγωγή της ζωής. Προς το τέλος του ποιήματος, η γη-γαμπρός περιμένει πλέον τη νύφη, τη νεκρική πομπή που ανεβαίνει στο λόφο με το στερημένο από την ψυχή σώμα του Percy Key. Το έβδομο και τελευταίο μέρος του ποιήματος αναδημιουργεί το πραγματικό γεγονός στο οποίο συμμετείχαν η Σύλβια Πλαθ και ο Τεντ Χιουζ. Η αφηγήτρια τοποθετεί τον εαυτό της για πρώτη φορά στην πομπή, και ως συνήθως, είναι αμφίθυμη παρατηρήτρια, όπως και στην παραλία Berck-Plage. Ο παραμορφωμένος ιερέας της παραλίας επανεμφανίζεται τώρα ως χλωμή και άθλια απομίμηση ενός ιερέα, ώστε να μην μπορεί να υπάρξει πραγματική ιεροτελεστία ταφής στο τέλος. Η αφηγήτρια τελικά μετατοπίζει την προσοχή από τον ιερέα στο φέρετρο και τα λουλούδια της διαδικασίας, ενώ ο ιερέας ακολουθεί την πομπή σαν κάποια όμορφη γυναίκα. Τώρα αντιλαμβανόμαστε τη σημασία της τελετής του γάμου που περιγράφηκε προηγουμένως. Ένας νεκρός άνθρωπος ζει και πάλι, όπως τα λουλούδια και τα φύλλα των φυτών, αναρριχώμενος προς τον ουρανό, κόκκινα μάτια το πρωί. Η ιεροτελεστία της ταφής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θρίαμβος της ομορφιάς πέρα από το θάνατο, αλλά τώρα η αποτελεσματικότητά της απειλείται.

‘Then from the barred yard, the children/ smell the melt of shoe blacking/ Their faces turning, wordless and slow/ Their eyes opening/On a wonderful thing-’

Για να μιλήσουμε κυριολεκτικά, τα παιδιά βλέπουν μια νεκρική πομπή, αλλά η Πλαθ διαχειρίζεται την αφήγηση έτσι ώστε οι εικόνες που ακολουθούν να γίνουν το όραμα των παιδιών καθώς και της αφηγήτριας. Είναι μια εναέρια άποψη, κοιτάζοντας προς τα κάτω στο μνήμα: ‘Six round black hats in the grass/ and a lozenge of wood/ And a naked mouth, red and awkward’.
 Η εικόνα δεν είναι εντελώς στατική, ωστόσο, επειδή το κόκκινο στόμα είναι σαν μια ανοιχτή πληγή που θυμίζει τις κόκκινες πλευρές των τραυματισμένων βετεράνων στο τρίτο τμήμα τις οποίες ο ‘χειρουργός’ πρέπει να προσπαθήσει να επισκευάσει. Στις δύο τελευταίες γραμμές του ποιήματος, η προσπάθεια προφανώς αποτυγχάνει:

‘For a minute the sky pours into the hole like plasma.
There is no hope, it is given up’. 

 Το ποίημα φαίνεται να καταλήγει σε απόγνωση, όπως τουλάχιστον το εκλαμβάνουν οι περισσότεροι αναγνώστες και κριτικοί, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως την εικόνα του φέρετρου ανάμεσα σε λουλούδια, που τώρα πια μετατράπηκε σε μια όμορφη γυναίκα, με την ‘εγκατάλειψη’ στον τελικό στίχο να εξορκίζει το θάνατο. Για τον Percy Key, και ίσως για τον Ότο Πλαθ, δεν υπάρχει καμία ελπίδα επιστροφής στην θνητή ζωή, έχουν τελειώσει τον κύκλο της ζωής τους, κι έτσι αυτός μπορεί να ανανεωθεί. Το επόμενο στάδιο της διαδικασίας του θρήνου είναι να τον αφήσουν να φύγει, κι έτσι η αφηγήτρια και οι πενθούντες με τα μαύρα καπέλα μπορεί να κατεβούν από το λόφο, κάτω στο βασίλειο του έμβιου κόσμου. Η αφηγήτρια, που εδώ είναι η Σύλβια Πλαθ, έχει απομακρυνθεί από το θόρυβο του κόσμου και βιώνει την ανανέωση μετά το θάνατο, το θρίαμβο της αναγέννησης. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτή η άποψη από φιλοσοφικής σκοπιάς είναι μάλλον επιφανειακή και στερεί από τη ζωή τη διατήρηση της δύναμης, αλλά το ουσιαστικό σημείο στο ποίημα της Πλαθ, είναι η δύναμη των εικόνων της για μεταμόρφωση του εαυτού της, απαλλάσσοντας το μυαλό της από αυτοκαταστροφικά στοιχεία. Είναι η πράξη που απελευθερώνει το ταραγμένο μυαλό του σύγχρονου καλλιτέχνη και του επιτρέπει να συνεχίσει να ζει. Καθώς η Σύλβια Πλαθ δεν μπορούσε να αντέξει την απώλεια της δημιουργικής φαντασίας λόγω της ψυχικής της παράλυσης, ήταν υποχρεωμένη να φανταστεί ότι τα χειρότερα, όπως η παραμόρφωση, η ασθένεια και ο θάνατος, επισκιάζονταν από τα καλύτερα, δηλαδή τα νεογέννητα παιδιά, τα λουλούδια, και τον ουρανό. Η πράξη αντιπαράθεσης αυτών των δύο, ήταν στην πραγματικότητα μέθοδος της κατασκευής τάξεως μέσα από το χάος! 


Εδώ κατεβάστε το ανωτέρω κείμενο, διανθισμένο με εικόνες, σε μορφή ebook (pdf).