30 Ιουνίου 2020

Saturday Sun [Nick Drake, μετ. Ντέμης Κωνσταντινίδης]

Ο ήλιος του Σαββάτου


Ο ήλιος του Σαββάτου βγήκε νωρίς ένα πρωινό
Σ' έναν ουρανό τόσο μπλε και καθαρό.
Ο ήλιος του Σαββάτου βγήκε χωρίς προειδοποίηση
Έτσι κανείς δεν ήξερε τι να κάνει.

Ο ήλιος του Σαββάτου φώτισε ανθρώπους και φυσιογνωμίες
Που δεν έλεγαν πολλά στον καιρό τους.
Αλλά όταν ανακάλεσα αυτούς τους ανθρώπους κι αυτούς τους τόπους
Ήταν πράγματι πολύ καλοί με τον τρόπο τους

Με τον τρόπο τους
Με τον τρόπο τους
Ο ήλιος του Σαββάτου δεν θα έρθει να με δει απόψε.

Σκέψου ιστορίες μ' αρχιτεκτονική και ρίμα
Να στριφογυρίζουν στο μυαλό σου
Και σκέψου ανθρώπους στην εποχή και στον χρόνο τους
Να επιστρέφουν ξανά και ξανά

Και ξανά
Και ξανά

Μα ο ήλιος του Σαββάτου άλλαξε σε βροχή της Κυριακής.
Έτσι η Κυριακή κάθισε πάνω στον ήλιο του Σαββάτου
Κι έκλαψε για τη μέρα που χάθηκε.




Ακούστε το εδώ.

28 Ιουνίου 2020

[στις βόρειες πλαγιές του όρους Ακάμας στη Σαλαμίνα 27.06.2020]

Στο παρόν ακολουθούμε τη διαδρομή τού μονοπατιού Μονής Φλεβαριώτισσας – Κεραίες (που είχαμε δει και εδώ) αλλά αυτή τη φορά συνεχίσαμε. Αρχικά κατεβήκαμε το με σχετικά μεγάλη κλίση μονοπάτι προς Κανάκια, 

























κατόπιν ανεβήκαμε (σε πορεία εκτός μονοπατιού) προς ένα βράχο πεταλοειδούς σχήματος (που βρίσκεται στο σημείο που δείχνει το βελάκι, όπως φαίνεται στο χάρτη



















) που δεσπόζει των Κανακίων, 



















στη συνέχεια επιστρέψαμε στο δασικό δρόμο στην κορυφογραμμή και μετά κινηθήκαμε δυτικά





















προς το Θυνιό μέχρι την κορυφή λόφου, που δεσπόζει τού Κόλπου των Μεγάρων μέχρι τον Ισθμό τής Κορίνθου. Στην κορυφή αυτού του λόφου ενδέχεται να υπήρχε στα αρχαία χρόνια παρατηρητήριο.



























Επιστρέφοντας, κάνοντας μικρή παράκαμψη λίγων δεκάδων μέτρων, περάσαμε από την κορυφή με το κολονάκι τής Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού και την εξαιρετική θέα!,






















και τέλος πίσω στο μονοπάτι τής Φλεβαριώτισσας, προς το Αιάντειο, όπου ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στο καλοκαίρι και κοντεύει μεσημέρι!






27 Ιουνίου 2020

Ένα με τρόπο χαϊκού τής verbascum acaule


Νέα Σελήνη
Στον αρχαίο Ουρανό
Άστρα τη σκιάζουν

26 Ιουνίου 2020

Ένα μικρό χρονογράφημα, του Σωτήρη Λάμπρου, αφιερωμένο στον ποιητή Βασίλη Κούλη και το ποίημα Απάντηση, του Robert Lee Frost, σε μετάφραση Βασίλη Κούλη


Ένα μικρό χρονογράφημα αφιερωμένο στον ποιητή Βασίλη Κούλη (1928 - 1995) 

Γεννήθηκε στους Καλημεριάνους της Κύμης και ίσως να μην τους αντίκρισε ποτέ του ή ίσως να τους θυμόταν σαν μια ανεξήγητη ανάμνηση. Έζησε σχεδόν όλη τη ζωή του στην Αθήνα - άγνωστος μεταξύ αγνώστων, καθηγητής αγγλικών, εκπαιδευτικός.
Τις ώρες τις ένδοξες, τις τρανές κει που κάθε άνθρωπο η ελευθερία τον ζυγώνει ζύμωνε αντίγραφα, αρχαίους αμφορείς - χνάρια πολιτισμών μαρμάρινων, μακρινών που χάθηκε η αίγλη τους στις θάλασσες του χρόνου.
Έτσι έπλαθε και την ποίηση του απ' ό,τι αγάπησε,  απ' ό,τι λάτρεψε - ο έρωτας του, τα τσιγάρα του, η φλόγα του οι Αμερικάνοι ποιητές, ο Ρόμπερτ Φρόστ. 
Πρώτος σταθμός οι χωματόδρομοι της επαρχίας, η Δράμα του πενήντα με την Πλατεία της, τα πεζοδρόμια, τα βυζαντινά τείχη που μυρίζουν ακόμα το αίμα των νεκρών. Μόνη θαλπωρή οι τοιχογραφίες, τα εικονίσματα, οι πήγες της Αγίας Βαρβάρας.
Θητεία στην έρημο  - θα γράψει -  παρέα με τους αγγέλους τα αγάλματα και τις πέτρες• σχολείο, σπίτι, βιβλιοθήκη, λίγοι φίλοι,  απουσία ερωτική, μοναξιά.
Τέλη πενήντα η μεγάλη ανάσα η επιστροφή του στην Αθήνα και στις αρχές του εξήντα το μεγάλο όνειρο, το μεγάλο ταξίδι,  η Αμερική, το υπερωκεάνιο του φωτός• μα η μοναξιά παντού η ίδια είναι, το ίδιο χρώμα έχει ακόμα και στις πόλεις που τα φώτα δεν σβήνουν τα βράδια και τα πρωινά γυρίζεις μόνος, κατάμονος μέσα στο πλήθος... Ουάσιγκτον, Νέα Υόρκη, φιλμ νουάρ, άφθονο ουίσκι, τζάζ και ύστερα Αθήνα, Πειραιάς, Βαρβάκειο, Ανάβρυτα ... έζησε πάντα άγνωστος μεταξύ αγνώστων και πάντοτε με ένα χαμόγελο στα χείλη.

Σωτήρης Λάμπρου


Απάντηση [Robert Lee Frost, μετ. Βασίλης Κούλης]

Γειτονεύω τώρα με ασήμαντες φυτείες
και με μια μεγάλη  φάμπρικα επεξεργασίας καπνού
με πριονοκορδέλα που δουλεύει ολημερίς
σκίζοντας καυσόξυλα για το βαρύ χειμώνα
γειτονεύω μ’ ένα κοιλαρά αλλαντοποιό
και μ’ ένα Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων
κι ανάμεσα στους άψυχους ήχους που με κυκλώνουν
ανάμεσα στα σίδερα και στ’ ατσάλια
που διεκδικούν το μέλλον μου
ανάμεσα στον ομαδικό θόρυβο των ανθρώπων
που διεκδικούν την εύνοια της βροχής
που διεκδικούν την αμοιβή του ιδρώτα τους
που διεκδικούν τ’ αμερικάνικα παυσίπονα της τελευταίας αποστολής
ήρθε η ρομαντική φωνή σου
σαν ένα σύντομο απροσδόκητο ιντερμέτζο
ηχογραφημένη σε φθηνό χαρτί
με τον παλιό τρόπο
ήρθε η φωνή σου
πολύ αταίριαστη – αυτό σου λέω μονάχα –
εδώ που οι αναμνήσεις φθείρουν τις παραγωγικές δυνάμεις
εδώ που κ’ η βιομηχανία του έρωτα
βρίσκεται σε ακμή.

25 Ιουνίου 2020

(χωρίς)


Cine. Studio. Σκιές.
Κάπου Πατήσια.
All nights reserved.
24.06.2020

24 Ιουνίου 2020

Με φυσικό τρόπο [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


ΜΕ ΦΥΣΙΚΟ  ΤΡΟΠΟ

Τα μεγάλα μάτια του χρόνου
βλασταρινά στα χιόνια μαλλιά
ρυτίδες υψωμένες
τον ιδρώτα εγχορδούν
η ηλικία πληγή ανοιχτή
δεν εγκαταλείπει

Στις μέρες μας
μύθοι ορνεόφερτοι ρέουν
ποιοι ήμασταν, τι πετύχαμε
πως αδράξαμε την καπατσοσύνη
και ξεγελάσαμε το σύμπαν 
διαπαντός

Μπλαμπλαδίζουμε διαρκώς το Εγώ
στηθάνοιχτοι στο ψέμα
των κεκτημένων ποιητάρηδες
αν και δουλευταράδες στη δουλεία

Μα να! Σαν μπόρα καλοκαιρινή
έρχεται χαμογελουσιανή, η καρτεροσύνη
της φύσης
τις πλαδαρές κοιλιές διασωληνώνει
σχεδόν πτώματα, γυμνοί
με δίχως παιδιά και χρόνια
θα μετρήσουμε την περιουσία
έως την ειλικρινή άκρη
μιας τυχαίας Κυριακής
και κανείς δεν θα περισσεύει
δίπλα μας να πει
αν ζήσαμε
αν είμαστε εμείς
αν νοιάζει την Κυριακή
που μόνη της ξημερώνει.

23 Ιουνίου 2020

Μια θέση στον Ήλιο [Χρήστος Ι. Βατούσιος]


ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

Περπατώ σ' ένα δάσος ξένο• Ξένος. Με λένε... Μαρία, Ιουδήθ, Ραμάν, Γεράσιμο...

Περπατώ σ' ένα χώμα ξένο. Τα βήματά μου παφλάζουν στο μήκος της ακτής, και το όνειρο του ήλιου χάνεται σιγά σιγά απ’ τον ορίζοντά μου. Χάνεται ή εγώ βουλιάζω; 

Τα δέντρα, τα πουλιά, τα όρνια, κοντολογίς όλα τα ζωντανά μυρίζονται την ύπαρξή μου και με κυκλώνουν. Με κυκλώνουν αλλά εγώ προχωρώ, προχωρώ και βουλιάζω στα νέφη του οραματισμού μου. 

Τα χρόνια κυλούν σταγόνες στα μάτια, που κάποτε τύφλωσε το μεγάλο αστέρι. Αλήθεια, χάνεται το φως του ή μήπως χάνω εγώ το δικό μου; Ανατέλλει ή δύει; 

Περπατώ σ' ένα κήπο φυτεμένο όνειρα, στο πηχτό μεγάλο δάσος. Μα κάπου πρέπει να υπάρχει ένα ξέφωτο κάπου πρέπει να φωτίσει να δώσει καρπούς, κάπου... 

Περπατώ μέσα σε ένα ξένο κήπο, πατάω πάνω σε ξένα όνειρα... προχωρώ. Κατά βάθος είμαστε όλοι ξένοι, πιασμένοι στα μαλλιά της νύχτας, αναζητώντας μια γνωριμία, έστω μια εκδοχή του εαυτού μας. 

Όχι μη με διώχνετε, σας παρακαλώ, μη με χτυπάτε, δε θα ξαναπατήσω ποτέ πάνω στα όνειρά σας δεν θα ξαναπερπατήσω ποτέ στο δάσος σας. 

Θα κάτσω εδώ στην άκρη της νύχτας και θα περιμένω να γυρίσει ο ήλιος, ήσυχα – ήσυχα θα περιμένω... δεν μπορεί, κάποτε θα γυρίσει, κουράστηκα, σας παρακαλώ... 

Με λένε Ραμάν, Μαρία, Γεράσιμο, Ιουδήθ... Ξένο. 



22 Ιουνίου 2020

Δυο ποιήματα τής Lucia Marilena Ingranata σε μετ. Ευαγγελίας Πολύμου


Στη φωτογραφία που γελώ

Η αδελφή μου κι εγώ, έχουμε ίδια πόδια 
και στο ίδιο σημείο τρύπια την καρδιά

συχνά μάς μπερδεύουν δεν βλέπουν
ότι αυτή είναι καλή, εγώ ξέρω να λέω ψέματα

όπως σ’ εκείνη τη φωτογραφία που γελώ 
κι όλοι οι παραστεκάμενοι έχουν πεθάνει.


Οι γάτες του Γενάρη

Στους ώμους κατακάθεται ο μόχθος του Γενάρη, 
τα κουφάρια των γάτων δε θα χουνε κηδείες 
- θα ξεθωριάσουν - κι ο τελευταίος περαστικός 
ούτε που θα καταλάβει ότι τα ποδοπάτησε.

Έκοψαν το δάσος, εκείνο πριν από τη θάλασσα 
Άννα, θα πρέπει ν’ αλλάξουμε τα ποιήματα 
και θέση στις καρέκλες. Μα ξέρεις, λίγο με νοιάζει, 
έχω ένα γιο που μπορεί και κλαίει από χαρά.


Από την εξαιρετική ποιητική συλλογή: «Οι καλύτερές μου φλέβες», σε μετάφραση Ευαγγελίας Πολύμου και εισαγωγή Σταύρου Δεληγιώργη, από τις εκδόσεις 24Γράμματα, στην οποία ανθολογούνται δεκαπέντε σύγχρονοι Ιταλοί ποιητές και ποιήτριες με δέκα περίπου ποιήματα από κάθε δημιουργό.

     

21 Ιουνίου 2020

[στο μονοπάτι Φλεβαριώτισσα Κεραίες στο όρος Ακάμας στη Σαλαμίνα 20.06.2020]

Στο παρόν ακολουθούμε τη διαδρομή κατά μήκος τού μονοπατιού Φλεβαριώτισσα Κεραίες, στο βόρειο μέρος τού όρους Ακάμας, νοτιοδυτικά τού Αιάντειου Σαλαμίνας. Σημειώνουμε ότι το εν λόγω μονοπάτι συνεχίζει μέχρι τα Κανάκια. Η διαδρομή ξεκινά από τη Μονή Παναγίας Φλεβαριώτισσας, περνώντας νότια από τις εγκαταστάσεις τού ΝΑΤΟ.



















Στο σημείο αυτό 


















μπορούμε είτε να ακολουθήσουμε το καλά σημαδεμένο μονοπάτι (που πάει νότια και σε ψηλότερο υψόμετρο στον Ακάμα) είτε να κινηθούμε εκτός μονοπατιού κατά μήκος της διακεκομμένης διαδρομής (όπως είναι σημειωμένη στο χάρτη από τη wikimapia). 




















H εν λόγω πορεία, εκτός μονοπατιού, την οποία ακολουθήσαμε, περνά από μια σπηλιά με υπέροχη θέα, δεσπόζει πευκόφυτης ρεματιάς, στα όρια τής νατοϊκής βάσης, με σβησμένα τα μονοπάτια προς τη θάλασσα. Στη ρεματιά αυτή υπάρχουν σπηλιές και, κρίνοντας από τη θέση και τις πελεκημένες πέτρες, υποθέτω και κάπου χωμένη μια ή περισσότερες παραδοσιακές ασβεστοκάμινες.























Στο σημείο που συναντά το δασικό δρόμο προς τις κεραίες προς τα νότια διακρίνουμε τα Κανάκια και στο βάθος τις ακτές τής Πελοποννήσου.


















Στην επιστροφή ακολουθήσαμε το καλά σηματοδοτημένο μονοπάτι με την υπέροχη θέα προς τη βόρεια και κεντρική Σαλαμίνα, την κοιλάδα των Μεγάρων, τα Γεράνεια, το όρος Πατέρας, τις νησίδες Ρεβυθούσα (με τις εγκαταστάσεις Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου), Πάχη και Παχάκι κλπ.   



    

20 Ιουνίου 2020

είναι ο νους που αριθμεί τη σιωπή [Francesco Marotta, μετ. Ευαγγελία Πολύμου]


ΕΙΝΑΙ Ο ΝΟΥΣ ΠΟΥ ΑΡΙΘΜΕΙ ΤΗ ΣΙΩΠΗ

είναι ο νους που
αριθμεί τη σιωπή
των νεκρών, και το μέτρημα
είναι ένας πόνος που ζει και
διακλαδώνεται σε κηλίδες
σύννεφων πάνω στο δέρμα, μερικές φορές 
είναι άμμος, ένα ηλιοβασίλεμα 
ένα λουλούδι του χιονιού 
ν’ απλώνεται μέχρι 
τις ίριδες, να
γεμίζει το στόμα
με τη γλώσσα του ξέχειλη
από θύμησες, με τα περιφερόμενα 
αποκαΐδια μιας 
πυρκαγιάς, με το
περίβλημά του από πατημασιές, φωνές 
μαλλιά, με τη 
σβολιασμένη, ακάθαρτη 
αλήθεια του πάγου


Από τη συλλογή


19 Ιουνίου 2020

Αν έδινα εξετάσεις [verbascum acaule]


ΑN ΕΔΙΝΑ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 

Της Ατρόπου τ’ αμετάκλητο
Καθενός τα καθέκαστα
Μνήμη ελλειπτική
Βήματα μεθυσμένα
Της εξουσίας θεωρίες
Συμφέροντα
Χθες άλλα κι άλλα σήμερα

Της Λάχεσης το τι
Η σκοτεινιά των βαθιών νερών
Η σιγουριά των ρηχών χωμάτων
Η φλόγα των βαθιών
Και του μεγάλου άστρου
Τα χέρια μου!

Δεν ανησυχώ!
Με την Κλωθώ παίζω 
Στο τάβλι
Με βροχή, καφέ ή τσίπουρο 
Τις διαθλάσεις

Δεν έμαθα
Της εποχής μου τα γράμματα
Μόνον αφουγκράζομαι
Τους ήχους της νύχτας και των νερών
Τη χαμαιλεόντια διαστολή των καρπών
Τις ανάγκες της μήτρας

Δεν ξέρω 
Τι σημαίνει η ποίηση
Δεν ξέρω αν σημαίνει καν
Μπορεί σαν το’ξερα
Κάπου νά’φευγε ο νους εκτός
Να ξέχναγα
– Ω! πρώην υπουργέ και δήμαρχε –
Το ρύζι στη φωτιά
Να γινότανε λαπάς

18 Ιουνίου 2020

Azur [Saint-John Perse, μετ. από τα γαλλικά ΦΚ]

AZUR

Azur! nos bêtes sont bondées d’un cri! 
Je m’éveille, songeant au fruit noir de l’Amibe dans sa cupule verruqueuse et tronquée… Ah bien! les crabes ont dévoré tout un arbre à fruits mous. Un autre est plein de cicatrices, ses fleurs poussaient, succulentes, au tronc. Et un autre, on ne peut le toucher de la main, comme on prend à témoin, sans qu’il pleuve aussitôt de ces mouches, couleurs!… Les fourmis courent en deux sens. Des femmes rient toutes seules dans les abutilons, ces fleurs jaunes-tachées-de-noir-pourpre-à-la-base que l’on emploie dans la diarrhée des bêtes à cornes… Et le sexe sent bon. La sueur s’ouvre un chemin frais. Un homme seul mettrait son nez dans le pli de son bras. Ces rives gonflent, s’écroulent sous des couches d’insectes aux noces saugrenues. La rame a bourgeonné dans la main du rameur. Un chien vivant au bout d’un croc est le meilleur appât pour le requin…


Πηγή πρωτότυπου: laculturegenerale.com/azur/saint-john perse. 


ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ

Γαλάζιο! Τα βόδια μας κλαίνε και μουκανίζουν γοερά! 
Ξυπνάω, με ένα όνειρο στο νου, να είχα λέει το μαύρο καρπό της αμοιβάδας μέσα στο κολονάτο, λαχταριστό της κύπελλο… Και λοιπόν! τα καβούρια καταβροχθίσανε ένα ολόκληρο δέντρο τρυφερών καρπών. Ένα άλλο δέντρο πάλι είναι γεμάτο χαρακιές, τα άνθη του ξεπετάγονται όλο χυμούς απ’ τον κορμό του. Κι ένα άλλο, ούτε που τολμάς να τ’ ακουμπήσεις με το χέρι σου, καθώς γυρεύεις να νιώσεις τί νάναι τάχα ετούτο, χωρίς να ορμήσουν αμέσως κατά πάνω σου χιλιάδες έντομα, χρωματιστά κι αλλόκοτα!... Τα μυρμήγκια τρέχουν κι απ’ τις δυο μεριές. Γυναίκες σκάνε στα γέλια μονάχες τους μες στις μανόλιες, αυτά τα κίτρινα και τόσο πλουμιστά λουλούδια με τις μαύρες πιτσιλιές και τα μαβιά στημόνια, που τα δίνουν στα μοσχάρια, τα βουβάλια ή τ’ άλλα κτήνη με τα κέρατα σαν  έχουν διάρροια… Και το φύλο τους ευωδιάζει. Τότε ο ιδρώτας χαράζει ένα δροσερό ρυάκι. Κι έτσι μονάχος του ένας άνδρας θα δοκίμαζε να χώσει τη μύτη του στο στενό πέρασμα της μασχάλης τους. Τούτα τα στενά φουσκώνουν και ύστερα καταρρέουν κάτω από στρώματα χιλιάδων αστείων εντόμων, που  γονιμοποιούνται με το έτσι δα. Το κουπί σπαρταράει στα χέρια του κωπηλάτη. Ένα ζωντανό σκυλί πάνω σ’ ένα τσιγκέλι, είναι το καλύτερο δόλωμα για τον καρχαρία…

Αριθμητικό [verbascum acaule]


ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟ

Πέρασαν 
Ένας σκύλος
Μια γάτα
Ένα πουλί
Κοιταχτήκαμε
Για κάνα λεπτό
Για ένα δεύτερο
Για ένα κλάσμα 
Κατάματα
Τρεις ευθείες
Τρεις μοναδικές
Τέσσερις ψυχές
Τρεις στιγμές
Δυο επίπεδα
Ένας κόσμος
Χωρίς μοναξιά

17 Ιουνίου 2020

Business as usual.



























[παλιό λατομείο στο ακρωτήρι Τούρλας, Σαλαμίνα, 13.06.2020 08.55 / 15.06.2020] 

Ευτυχώς ακόμη, τα υπόλοιπα πλάσματα, βρίσκουνε τρόπο να προσεύχονται στον λαμπρό τού κόσμου μας παρόντα Θεό.

16 Ιουνίου 2020

Τσιβλού ΙΙ [verbascum acaule]

ΤΣΙΒΛΟΥ ΙΙ

Εκεί που η φύση
Παράγει περίσσια ομορφιάς
Κει που της ξεχειλίζει
Εκεί κρύφτηκαν οι τελευταίοι
Αυτοί που δεν τους πρόλαβαν
Εκείνοι να τους μακελέψουν
Κι αντέξαν στους ρωμιούς
Δηλαδή εκείνους
Δέκα αιώνες να λατρεύουν
Τον Πάνα και την Άρτεμη
Της Αφροδίτης αυτοί
Φύλαγαν τη μνήμη
Της Θείας αυτής
Που βλόγησε τη Φρύνη
Και τη Λαΐδα
Νά‘χουν μάτια αμυγδαλωτά 
Να λύνουν
Στους ώμους τα μαλλιά
Στις πλάκες τούς χιτώνες
Με αντίτιμο στον άσχημο βαρύ 
Γι’ αυτές στον γητευτή
Κι αν χρειαστεί
Ν’ αποκαλύπτουν
Μπρος στους μοχθηρούς
Το που έπλασε η Θεά
Και κείνοι να σκύβουν ηττημένοι
Κι αυτοί ν’ αθωώνουν πανηγυρικά!
Γιατί δεν ήταν εκείνοι δηλαδή εμείς
Της Ύλης οι προδότες

15 Ιουνίου 2020

[στο ακρωτήρι Τούρλας στη Σαλαμίνα, 13.06.2020]

Στο παρόν παρουσιάζουμε εικόνες από το εγκαταλελειμμένο λατομείο, στο ακρωτήρι Τούρλας, νοτιοανατολικά τού όρους Βίγλα και νότια τού οικισμού Σελήνια, στη Σαλαμίνα.
Το συγκεκριμένο λατομείο λειτούργησε από το 1985 μέχρι τις αρχές τής δεκαετίας του 1990 και τροφοδότησε με αδρανή υλικά τα έργα που γινόντουσαν τότε στον ΟΛΠ. Ο χώρος που λατομήθηκε, με βάση την κοινή υπ’ αρ. ΒΣ2/1/77/Φ.41/Π ΚΥΑ/1985 απόφαση των Υπουργείων «Δημοσίων Έργων» και «Ενέργειας & Φυσικών Πόρων», προέβλεπε να καλύψει 170 στρέμματα, χρονική διάρκεια ισχύος τής άδειας λειτουργίας του πέντε χρόνια και αποκατάσταση τού τοπίου με ευθύνη τού ΟΛΠ. Αυτό πάντως που είναι σίγουρο σήμερα είναι πως πρόκειται για μια πολύ άσχημη εικόνα στην ανατολική πλευρά τής Σαλαμίνας. 
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν (εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα) είναι από την επίσκεψή μας στο χώρο, το πρωινό τής 13ης Ιούνη 2020. 
Η διαδρομή μας, το πεζή μέρος της, ξεκίνησε από το Πανόραμα Σεληνίων, δίπλα στο εκκλησάκι τής Αγ. Ειρήνης Χρυσοβαλάντου, και ακολούθησε το δρόμο, δασικό χωματόδρομο σήμερα, προς το λατομείο, μήκους 2 περίπου χλμ. (βλέπε το χάρτη από τη wikimapia), 





















ο οποίος περνά κοντά από ένα λόφο, τον ανατολικότερο τού όρους Βίγλα, που δεσπόζει των Σεληνίων, με εξαιρετική θέα. 



















Στον υπόψη λόφο φτάσαμε κάνοντας μια μικρή παράκαμψη. Από εκεί συνεχίσαμε περνώντας τη ρεματιά, που χωρίζει το ακρωτήρι Τούρλας από τα Σελήνια, και φτάσαμε στο χώρο τού λατομείου. Οι εικόνες που ακολουθούν είναι από το χώρο αυτό, στον οποίο βρίσκεται μικρό εκκλησάκι τού Αγ. Γεωργίου ...
























... ενώ, στο τέλος, παρουσιάζουμε εικόνες από τα πλοία, τα περισσότερα σε κατάσταση αρόδου, όπως φαίνονται από το χώρο τού λατομείου και το δρόμο στη ρεματιά.

 


14 Ιουνίου 2020

(χωρίς)



Κόμπος στο πλεκτό.
Αράχνης καραούλι.
Νήματος άκρη.
10.06.2020

Τίρυνθα [verbascum acaule]


ΤΙΡΥΝΘΑ

Άνθρωποι ιδρώνουν
Στις πορτοκαλιές
Στις φυλακές

Χορτάρια κιτρινίζουν
Στον παλιό τρενοσταθμό
Στην αρχαία πόλη

Κυκλώπεια λόγια
Στοιβάξαν περιτείχιση
Στον ίσκιο τους
Ανέμελα στην άγνοιά τους
Να κουβαλούν
Πίθους λάδι και κρασί 
– Οι σοφές πια Δαναΐδες
Κατάκοπες αδειάζουν στον αιώνα
Το άπειρο νερό
Σε πίθο διάτρητο –
Από τα τείχη
Της πρώτης πόλης
Στην άλλη άκρη
Στον κάμπο του Ινάχου  
Που άλλοτε καίγεται 
Που άλλοτε παγώνει
Που άλλοτε πλημμυρίζει 
Βγήκαν λάβαρα
Στήθηκαν ολοτρίγυρα σκηνές
Πρώτοι χάθηκαν οι νικημένοι

13 Ιουνίου 2020

Gracias a la vida [Joan Baez, Poema de Violeta Parra, μετ. ΦΚ]


GRACIAS A LA VIDA

Gracias a la vida, que me ha dado tanto,
Me dio dos luceros que cuando los abro
Perfecto distingo el negro del blanco 
Y en el alto cielo su fondo estrellado,
Y en las multitudes el hombre que yo amo.

Gracias a la vida, que me ha dado tanto,
Me ha dado el oído, que en todo su ancho
Graba noche y día, grillos y canarios,
Martillos, turbinas, ladridos, chubascos
Y la voz tan tierna de mi bien amado.

Gracias a la vida, que me ha dado tanto,
Me ha dado el sonido y el abecedario,
Con el las palabras, que pienso y declaro,
Madre, amigo, hermano y luz alumbrando,
La ruta del alma, de que estoy amando.

Gracias a la vida, que me ha dado tanto,
Me ha dado la marcha de mis pies cansados,
Con ellos anduve ciudades y charcos,
Playas y desiertos, montañas y llanos
Y la casa tuya, tu calle y tu patio.

Gracias a la vida, que me ha dado tanto,
Me dio el corazón y agita su marco,
Cuando miro el fruto del cerebro humano,
Cuando miro el bueno tan lejos del malo
Cuando miro el fondo de tus ojos claros.

Gracias a la vida, que me ha dado tanto,
Me ha dado la risa y me ha dado el llanto.
Así yo distingo dicha de quebranto,
Los dos materiales, que forman mi canto,
Y el canto de ustedes, que es el mismo canto,
Y el canto de todos, que es mi propio canto.
Gracias a la vida, que me ha dado tanto.


Πηγή πρωτότυπου: genius.com/Violeta Parra.


Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΖΩΗ

Χιλιάνικο ποίημα της Βιολέτα Πάρρα,
τραγουδισμένο από την Τζόαν Μπαέζ

Σ’ ευχαριστώ πολύ ζωή που τόσα μούχεις δώσει,
Δυο μάτια εσύ μου χάρισες, που όταν τα ανοίγω,
Διακρίνω με ακρίβεια το μαύρο από τ’ άσπρο
Και στον πανύψηλο ουρανό το βάθος του με τ’ άστρα.
Στα πλήθη βλέπω εκείνονε που τόσο αγαπάω.

Σ’ ευχαριστώ πολύ ζωή που τόσα μούχεις δώσει,
Την ακοή μού χάρισες, που σ’ όλο της το εύρος
Τη μέρα αδράχνει ή τη νυχτιά, τριζόνια, καναρίνια,
Σφυριά, τουρμπίνες, υλακές, βροχές και καταιγίδες
Και τη φωνή την τρυφερή του πολυαγαπημένου.

Σ’ ευχαριστώ πολύ ζωή που τόσα μούχεις δώσει,
Το αλφαβητάρι μούδωσες, τους ήχους μού χαρίζεις,
Να φτιάχνω λέξεις με το νου κι ευθύς να τις εκφράζω,
Μητέρα, φίλε κι αδελφέ, φως δυνατό που λάμπεις
Στο δρόμο της ψυχής αυτού που τόσο τον λατρεύω.

Σ’ ευχαριστώ πολύ ζωή που τόσα μούχεις δώσει,
Των κουρασμένων μου ποδιών το βάδισμα μού δίνεις,
Πόλεις και κάμπους να διαβώ μ’ αυτά ευτυχισμένη,
Αχτές κι ερήμους και βουνά, κοιλάδες και πεδιάδες,
Μέχρι το σπίτι σου εκεί, το δρόμο, την αυλή σου.

Σ’ ευχαριστώ πολύ ζωή που τόσα μούχεις δώσει,
Γερή καρδιά μου χάρισες και πάλλεται με σένα,
Όταν κοιτάζω τον καρπό του λογικού των όντων,
Όταν κοιτάζω το καλό μακριά από την ασχήμια,
Όταν κοιτάζω το βυθό των φωτεινών ματιών σου.

Σ’ ευχαριστώ πολύ ζωή που τόσα μούχεις δώσει,
Μου χάρισες το γέλιο μου, το κλάμα μου, το θρήνο.
Έτσι διακρίνω συμφορές από την αίσια μοίρα,
Τα δυο υλικά που φτιάχνουνε το άσμα που σου λέω,
Κι είναι τραγούδι που κι εσύ κι εγώ μαζί θα πούμε,
Κι όλοι οι άνθρωποι στη γη, το ίδιο άσμα είναι.
Σ’ ευχαριστώ πολύ ζωή που τόσα μούχεις δώσει.




12 Ιουνίου 2020

Λάχεσις [Χρήστος Ι. Βατούσιος]


ΛΑΧΕΣΙΣ

Ε, ο Έρωντας κι ο Θάνατος ήσαν τυφλοί, αόμματοι που λένε από γεννησιμιού τους, κι έτσι στα ψαχουλευτά μας έβρισκαν μεσ' τα σκοτάδια, κι έπαιζαν και χαίρονταν και γελούσαν σα δίδυμα αδέρφια που ' νταν, για το ποιος θ' αρπάξει τους πιο πολλούς.

Όποιος γλίστραγε του ενός, μάγκωνε στον άλλον, κι έτσι εγύριζε ο τροχός της φύσης, και δώστου ξανά μανά να πιάσομε το Μάη, τον Οχτώβρη, το Γενάρη και πάει λέγοντας.

Μα τα φερε δόλιος άνεμος και πιάσαν τα μαχαίρια, και σαν αδέρφια χόλωσαν, ποιος να βγάλει πιο βαθιά το μάτι τ' άλλου.

Χτύπαγε ο ένας μια, κι αντιγύριζε ο άλλος. Χτύπαγε δυο, και λαβώνονταν ο ίδιος απ' τις μαχαιριές του.

Ποτάμια χύνονταν το αίμα, έβαψαν οι λίμνες κι οι κάμποι, σείστηκε όλος ο ντουνιάς απ' το κακό τους.

Κι απάνω π' αποσώνανε και σπούσαν οι λεπίδες, γιομίζοντας αστράλια το στερέωμα, κατέβηκε η μοίρα και τους εχώρισε, λέγοντας του ενός.

"Εσύ, όταν θα βλογάς, ο άλλος θ' αποκοιμιέται, κι o άλλος σα φυσάει εσύ θ' αποξυπνάς."

"Δώσετε τώρα τα χέρια, γιατί το αίμα δε χωρίζει, μόνο σταλάζει στην ίδια θάλασσα που κάποτε όλοι κολυμπούμε."



Τέσσερα [verbascum acaule]


ΤΕΣΣΕΡΑ

Σα βρέχει κάνει πίσω
Από τη θάλασσα να βγει

Στα προαύλια δε γελούν
Γερούνδια στην πλατεία

Κι αν σίτεψαν οι τρόποι
Στο χαρτί πονά να πει

Ρέα ο Λόγος σου θα σβήσει
Του χρήματος το μύθο

11 Ιουνίου 2020

Νόημα.








































[οδ. Λασκαρίδου, Καλλιθέα, 05.06.2020 12.19 / 09.06.2020]

Χωρίς το συγκείμενο, στων ανθρώπων το μυαλό, στον ασκεπή τοίχο, με το ξύλινο καρφωμένο πατζούρι, η γεωμετρία των γριλιών έχει ακυρωθεί, όπως και η ανάγκη εξαερισμού. Οι γρίλιες στέκουν, έτσι στέκουν, μέχρι τα στηρίγματα να σαπίσουν, δε θα λείψουν, και ο ήλιος να πάψει να ραβδώνει το πρόσωπο τού περαστικού.

10 Ιουνίου 2020

Χωρητικότητα.







































[Νότιος Υμηττός, 07.06.2020 08.28]

Χωράνε στον ίδιο πεύκο. Φυσικά μπορείς πάντα να τον κάψεις.

09 Ιουνίου 2020

Θα είναι λοιπόν οι μύθοι [Gianmario Lucini, μετ. Ευαγγελία Πολύμου]


ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΟΙ ΜΥΘΟΙ

Θα είναι λοιπόν οι μύθοι
κυριεύοντας τη γη
εκείνοι που θα πουν: «δεν φτιάχνουμε άλλα όπλα
δε δουλεύουμε πέραν του αναγκαίου
θέλουμε το χρόνο μας για να καταλάβουμε
το πόθεν και το πού
θέλουμε αξιοπρέπεια, όχι πλούτη
δε Θέλουμε να χαραμίσουμε τίποτα
παρά μονάχα να δανειστούμε
ζητώντας την άδεια υπό τη φύση
για τη στιγμή που διαρκεί ο σπινθήρας μας
μέσα στης απεραντοσύνης τη μεγαλειώδη νύχτα
δίχως όνειρα προς πώληση ή όνειρα προς αγορά
ζωντανοί μέχρις εσχάτων, ορθοί
με αξιοπρέπεια εμπρός στον Θάνατο
αποχαιρετώντας τους φίλους».
Έτσι Θα τραγουδούν οι μύθοι
κουβαλώντας δεμάτια σιταριού.
Θα τραγουδούν τα ποιήματά τους
όταν θα επιστρέψει η ομορφιά με τα καθάρια μάτια
στο τέλος κάθε λέξης
στο βασίλεμα
κάθε λογικής.


Από τη συλλογή



Διαύγαση [verbascum acaule]


ΔΙΑΥΓΑΣΗ

Μια γάτα χουζουρεύει
Της αρκεί
Ένα κομμάτι χαρτόνι στεγνό
Ένα κομμάτι κρέας 
Λίγο χάδι
Άλικο δειλινό
Βαρύ και υγρό
Οι παπαρούνες
Και τα πουλιά κουρνιάζουν
Να σώσουν κόκκινο
Και τιτίβισμα
Για το επόμενο φως
Ελλειπτικά 
Συστέλλονται οι αισθήσεις
Διαστέλλονται οι σκέψεις
Βαραίνουν στιγμές
Θολώνουν πορείες
Άλλος ούτε
Ξένος μήτε
Κάποτε εσύ
Στο σταυροδρόμι αυτός
Τώρα εκείνος

08 Ιουνίου 2020

[στην κορυφή τού Στραβαετού, στο σημείο τής αεροπορικής τραγωδίας τής 24.03.1992, 07.06.2020]

Το πρωινό τής Τρίτης 24 Μάρτη 1992, ένα αεροπλάνο cargo τής εταιρίας Golden Star Air Cargo, γεμάτο φάρμακα για τα παιδιά του Σουδάν, που ξεκίνησε από το Άμστερνταμ, επιχειρεί να προσεγγίσει για ανεφοδιασμό το αεροδρόμιο τού Ελληνικού αλλά λόγω λάθους των πιλότων συντρίβεται στη νότια πλευρά τού λόφου Στραβαετός, στο νότιο Υμηττό, πολύ κοντά στην κορυφή του. Και οι επτά επιβαίνοντες, τρία μέλη τού πληρώματος και τέσσερις επιβάτες, βρίσκουν ακαριαίο θάνατο.
28 χρόνια μετά, ένα μέρος τής ατράκτου παραμένει στο σημείο τής πρόσκρουσης ενώ στην πλευρά αυτή τού Στραβαετού βρίσκεται διάσπαρτο πλήθος από μικρά θρυψαλιασμένα μπουκαλάκια.  



        

Μεταξύ δυο τίποτα [verbascum acaule]


ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΤΙΠΟΤΑ

Άπνοια βραδιά
Πέφτοντας θορυβούν
Απ’ τις δυο αντηρίδες
Ψηλά στην εξώπορτα
Της υγρασίας οι στάλες
Μια λεπτή παραβολή
Γυαλίζει κάθετα στον τοίχο
Χάνονται σταγονορροές
Στο ραγισμένο σοβατεπί
Θορυβούν μα δεν ακούς
Ούτε την αγωνία
Στον ιστό μιας αράχνης
Στο σκουριασμένο ποδήλατο
Ούτε τον απόηχο
Απ’ το καινό νεκρόσημο
Μόνο βλέπεις μα λες πως κοιτάς
Μεταξύ βλεφαρισμάτων


07 Ιουνίου 2020

Vegetaciones [Pablo Neruda, μετ. Δανάη Στρατηγοπούλου, τροποποιημένη από το ΦΚ]


VEGETACIONES

A LAS tierras sin nombres y sin números
bajaba el viento desde otros dominios,
traía la lluvia hilos celestes,
y el dios de los altares impregnados
devolvía las flores y las vidas.

En la fertilidad crecía el tiempo.

El jacarandá elevaba espuma
hecha de resplandores transmarinos,
la araucaria de lanzas erizadas
era la magnitud contra la nieve,
el primordial árbol caoba
desde su copa destilaba sangre,
y al Sur de los alerces,
el árbol trueno, el árbol rojo,
el árbol de la espina, el árbol madre,
el ceibo bermellón, el árbol caucho,
eran volumen terrenal, sonido,
eran territoriales existencias.

Un nuevo aroma propagado
llenaba, por los intersticios
de la tierra, las respiraciones
convertidas en humo y fragancia:
el tabaco silvestre alzaba
su rosal de aire imaginario.
Como una lanza terminada en fuego
apareció el maíz, y su estatura
se desgranó y nació de nuevo,
diseminó su harina, tuvo
muertos bajo sus raíces,
y luego, en su cuna, miró
crecer los dioses vegetales.
Arruga y extensión, diseminaba
la semilla del viento
sobre las plumas de la cordillera,
espesa luz de germen y pezones,
aurora ciega amamantada
por los ungüentos terrenales
de la implacable latitud lluviosa,
de las cerradas noches manantiales,
de las cisternas matutinas.
Y aun en las llanuras
como láminas del planeta ,
bajo un fresco pueblo de estrellas,
rey de la hierba, el ombú detenía
el aire libre, el vuelo rumoroso
y montaba la pampa sujetándola
con su ramal de riendas y raíces.

América arboleda,
zarza salvaje entre los mares,
de polo a polo balanceabas,
tesoro verde, tu espesura.

Germinaba la noche
en ciudades de cáscaras sagradas,
en sonoras maderas,
extensas hojas que cubrían
la piedra germinal, los nacimientos.
Útero verde, americana
sabana seminal, bodega espesa,
una rama nació como una isla,
una hoja fue forma de la espada,
una flor fue relámpago y medusa,
un racimo redondeó su resumen,
una raíz descendió a las tinieblas.


Πηγή πρωτότυπου: poemas-del-alma.com/pablo-neruda-vegetaciones.


Βλαστήσεις

Στα χώματα τ’ ανώνυμα κι αρίφνητα
χαμήλωνε ο άνεμος που κίνησε από
άλλες επικράτειες
έφερνε η βροχή ουράνια νήματα
και ο θεός των γονιμοποιημένων
βωμών ξεδίπλωνε λούλουδα και ζωές.

Στη γονιμότητα πέρναγε ο καιρός.

Η τζακαράντα τίναζε τον αφρό,
φτιαγμένο από υπερπόντιες λάμψεις
Η αροκάρια με εχθρικά ακόντια 
ύψωνε το μπόι της ενάντια στο χιόνι
Το αρχέγονο δέντρο του μαονιού
απ’ την κορφή του στάλαζε αίμα
και στο νοτιά των αγριόπευκων
το δέντρο κεραυνός, το κόκκινο δέντρο,
το αγκαθωτό δέντρο, το δέντρο μάνα,
το πορφυρό κοραλλιόδεντρο, 
το καουτσουκόδεντρο,
σαν όγκοι με γήινο ήχο στέκαν
υπάρξεις εκεί του τόπου.

Ένα νέο άρωμα απλωνόταν
και γέμιζε μες από τις ρωγμές
της γης, τις ανάσες πού ‘ναι
μεταλλαγμένες σε καπνούς κι αρώματα:
Ο ασημένιος ταμπάκος ύψωνε
τον κόκκινο θάμνο του από 
φανταστικούς ρυθμούς.
Σαν ακόντιο που κατέληγε στη φωτιά
παρουσιάζονταν το αραποσίτι, και το παράστημά  του
τ’ αλώνιζαν και το γεννούσαν πάλι,
σκορπούσε το αλεύρι του, έχοντας
κάτω απ’ τις ρίζες του νεκρούς,
κι ύστερα, μες στον κώνο του, έβλεπε
να αυξάνουν οι θεοί της βλάστησης.

Πτυχή και άπλα σκόρπιζε
ο σπόρος του ανέμου
πάνω από τα φτερά της κορδιλιέρας,
το φως της φύτρας, της θηλής πύκνωνε,
η τυφλή αυγή θηλάζοντας
με τις κολλώδεις γήινες ύλες
της άσπονδης βροχερής χώρας,
των κλειδωμένων και πηγαίων νυχτεριών,
της στέρνας της πρωινής.
Κι ακόμα στις πεδιάδες
σαν ελάσματα του πλανήτη
κάτω απ’ το δροσερό χωριό των αστεριών,
ρήγας  της χλόης, το ελεφαντόδεντρο κρατούσε
το λεύτερο αγέρα, το θορυβώδες πέταγμα
κι ανέβαινε την πάμπα συγκρατώντας την
με τα κλωνάρια των χναριών και των ριζών
το σύδεντρο που λέν’ Αμέρικα,
η άγρια βάτος ανάμεσα στις θάλασσες,
που ισορροπούσανε από τον ένα πόλο στον άλλο,
κι η λόχμη της ήτανε πράσινος θησαυρός.

Η νύχτα βλάσταινε στις πόλεις
με τα ιερά κελύφη,
σε ηχερά μαδέρια,
σε απλωτά φυλλώματα που κάλυπταν
την πέτρα που όλο κάρπιζε γεννήσεις.
Πράσινη μήτρα, αμερικάνικη
σαβάνα καρπερή, φαρδιά αποθήκη,
ο ένας κλώνος φύτρωνε σαν το νησί,
το ένα φύλλο είχε τη μορφή μιας  σπάθας,
το λούλουδο ήταν η αστραπή κι η μέδουσα,
ένα μπουκέτο στρογγύλευε το νόημά του,
μια ρίζα κατέβαινε μες στα σκοτάδια.

[προς την κορυφή τού λόφου με το εκκλησάκι τού Πρ. Ηλία, σε υψ. 641 μ., 06.06.2020]

Μετά μια βδομάδα ανεβήκαμε πάλι στο λόφο, ανατολικά τής Γλυφάδας, με το εκκλησάκι τού Προφήτη Ηλία, αλλά αυτή τη φορά συνεχίσαμε και ακολουθήσαμε το καλώς σηματοδοτημένο μονοπάτι μέχρι την κορυφή τού λόφου στα 641 μ. 




















Το μονοπάτι είναι βατό, αρχικά με μεγάλη κλίση που σταδιακά μειώνεται μέχρι να βρεθείς στην πεπλατυσμένη κορυφή, από την οποία μπορείς να κινηθείς εύκολα προς το Στρώμα και το Στραβαετό, αφού βρίσκεται πολύ κοντά, έχοντας πρόσβαση, στο δασικό δρόμο που διατρέχει το Νότιο Υμηττό από το Πανόραμα μέχρι τις εγκαταστάσεις τής Πολιτικής Αεροπορίας στο Στρώμα.
Η διαδρομή δεν ξεπερνά τα 5 με 6 χλμ., με την επιστροφή, ξεκίνησε από τα 170 μ. υψόμετρο, στο τέλος τής οδού Μεγάλου Σπηλαίου, στη Δεξαμενή, και διήρκεσε 2,5 ώρες με τις στάσεις για ανάσες και λήψη φωτογραφιών. Ξεκινήσαμε αρκετά πρωί για να εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι ο ήλιος αργεί να φανεί, ακόμη και τον Ιούνη, κάτι που διευκολύνει το ανέβασμα, λόγω της μεγάλης κλίσης και του προσανατολισμού τής δυτικής πλαγιάς τού λόφου. 































Στην επιστροφή περάσαμε και από το σημείο που βρίσκεται το Μεγάλο Βάραθρο Προφήτη Ηλία, νοτιοανατολικά της Δεξαμενής.