31 Μαΐου 2014

Lenny Breau - "5 o'clock bells" and "mo Breau"





















Κυκλοφόρησε τo 1987 (μετά το θάνατο του Lenny Breau to 1984) και περιλαμβάνει το υλικό από τις δύο solo δουλειές του: "5 o'clock bells" και "mo Breau".

Tracking list:
1) Days of Wine and Roses (4:48)
2) Toronto (5:46)
3) Amy (for Cinde) (2:26)
4) Other Places Other Times (4:22)
5) 5 o'clock bells (3:15)
6) Little Blues (3:45)
7) My Funny Valentine (6:12)
8) Visions (6:08)
9) Ebony Queen - Pam's Pad (7:30)
10) Autumn Leaves (2:01)
11) But Beautiful (5:04)
12) Emily (3:40)
13) New York City (5:04)
14) I remember Hank (5:18)
15) Marlborough Street (2:06)
16) Lone Pine (4:02)

Ακούστε το εδώ.


Κι εδώ μια εξαιρετική μεταγραφή για solo κιθάρα του Yesterday των Beatles.

30 Μαΐου 2014

(Οι μικρές σκιές)

Οι μικρές σκιές.
Προς-ανατολή-στηκαν.
Άρωμα καφέ!

(27.05.2014)

29 Μαΐου 2014

Αστικό "νεκρό"




ουρανός
πουλιά
ανακλάσεις σε θρυμματισμένα τζάμια
μικρά θηλαστικά
μικρόκοσμος που αναλώνει
χορτάρια
άνθρωποι περαστικοί
χρόνος


[Ακάμαντος (Θησείο), 28.05.2014 μεταξύ 08.39-10.08] 

28 Μαΐου 2014

Ηώς του Σκότους [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


ΗΩΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ 

Μην περιμένεις
μαύρα μπλουζάκια
κι αγκυλωτά τατού
να ησυχάσουν κεραυνούς
να νανουρίσουν μπόρες

Γυροβολούν οι όχεντρες
μαύρο λιθάρι κι αίμα

Ηλίθια πατρίδα
της Μάνας-Μήδειας
εζήλωσες τη χάρη
ποτίζοντας μνήμη και παιδιά
φαρμάκι θηλασμό
κι αγάπη παραθείο.

27 Μαΐου 2014

Βασίλης Γρηγοριάδης - Με ζώα και...ανθρώπους




















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το ογδοηκοστό τέταρτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, του Βασίλη Γρηγοριάδη με τίτλο "Με ζώα και ...ανθρώπους", στο οποίο ο συγγραφές, κατά δήλωσή του, με αφορμή την τριαντάχρονη ενασχόλησή του με την ιατρική περίθαλψη των ζώων αλλά και με θέματα προστασίας της δημόσιας υγείας, μέσω του αστυκτηνιατρικού ελέγχου, ήρθε, όπως ήταν φυσικό, σε επαφή, όχι μόνο με τα ζώα αλλά και με τους ανθρώπους που είχαν άμεση σχέση με τα αντικείμενα της εργασίας του. Η διπλή αυτή επικοινωνία με ζώα και ανθρώπους αποτέλεσε το υπόβαθρο πάνω στο οποίο εκτυλίχθηκαν τα χαριτωμένα περιστατικά που καταγράφηκαν έντονα στη μνήμη του και στα οποία αναφέρεται το βιβλίο αυτό, με τον τίτλο:«Με ζώα και… ανθρώπους»

26 Μαΐου 2014

Joe Pass - Virtuoso




















Joe Pass - Virtuoso - Tracks:

1. "Night and Day" (Cole Porter) – 3:32
2. "Stella by Starlight" (Ned Washington, Victor Young) – 5:10
3. "Here's That Rainy Day" (Sonny Burke, Jimmy Van Heusen) – 3:36
4. "My Old Flame" (Sam Coslow, Arthur Johnston) – 5:17
5. "How High the Moon" (Nancy Hamilton, Morgan Lewis) – 4:59
6. "Cherokee" (Ray Noble) – 3:37
7. "Sweet Lorraine" (Cliff Burwell, Mitchell Parish) – 4:09
8. "Have You Met Miss Jones?" (Richard Rodgers, Lorenz Hart) – 4:42
9. "'Round Midnight" (Bernie Hanighen, Thelonious Monk, Cootie Williams) – 3:38
10. "All the Things You Are" (Oscar Hammerstein II, Jerome Kern) – 4:01
11. "Blues for Alican" (Joe Pass) – 5:29
12. "The Song Is You" (Hammerstein, Kern) – 4:34

25 Μαΐου 2014

Κωνσταντίνα Κούνεβα - συνέντευξη στη Μαρία Λούκα

Αναδημοσίευση από vice.com/gr/

-Τι θυμάσαι πιο έντονα από το βράδυ της επίθεσης;

To πώς έτρεμε εκείνο το παιδί που μου επιτέθηκε και τους ανθρώπους που έσπευσαν να με βοηθήσουν.

-Είσαι ευχαριστημένη από την αντιμετώπιση της Πολιτείας, απέναντι σου, όλα αυτά τα χρόνια;

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια ο κόσμος ήταν δίπλα μου συνέχεια. Τους ευχαριστώ όλους πάρα πολύ. Αυτό το σύνθημα που έλεγαν όταν εγώ ήμουν στο Νοσοκομείο για μήνες και δεν μπορούσα να το ακούσω ή το έγραφαν σε τοίχους, όπως διαπίστωσα μετά, το «Κωνσταντίνα δεν είσαι μόνη» το ένιωσα και στην πραγματικότητα. Μου συμπαραστάθηκαν σε όλα τα επίπεδα.  Επίσης, στο Παρίσι, από την πρώτη στιγμή που επισκέφτηκα τους γιατρούς, δημιουργήθηκε μια ομάδα ανθρώπων που μου στάθηκαν και συνεχίζουν να με υποστηρίζουν μέχρι και σήμερα. Μεγάλη είναι και η αλληλεγγύη των νέων παιδιών που εργάζονται ή σπουδάζουν στο Παρίσι , όπου υποβλήθηκα  σε επεμβάσεις οι οποίες συνέβαλαν στη βελτίωση της υγείας μου. Η επίσημη Πολιτεία αρκετά μετά την επίθεση, άρχισε να δραστηριοποιείται. Ιδιαίτερα, οι γυναίκες πολιτικοί. Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι ότι η έρευνα για τους δράστες, παραμένει στο σκοτάδι. Παρά τις υποσχέσεις δεν έγινε τίποτε σε αυτόν τον τομέα.

-Πώς πήρες την απόφαση να είσαι υποψήφια με τον ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές;

Ήξερα το ΣΥΡΙΖΑ πριν από την επίθεση, αφού  είχα συνεργαστεί με μέλη του στα συνδικάτα για θέματα που αφορούσαν τον κλάδο μας. Έπειτα δεν μπορώ να ξεχάσω ότι ο Αλέξης Τσίπρας ήταν ο πρώτος πολιτικός που ήλθε να με δει, μετά την επίθεση,  στον Ευαγγελισμό. Ρωτώντας έμαθα ότι από μια πρώτη ανακοίνωση που έβγαλαν οι συνδικαλιστές του χώρου, έγινε γνωστή η επίθεση στον Τύπο. Επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί έναν πολιτικό χώρο με τον οποίο έχω πολλές κοινές απόψεις, για την αλληλεγγύη, τις μονογονεϊκές οικογένειες, τη βελτίωση της ζωής των αναπήρων, την αντιμετώπιση της φτώχειας και της αδικίας όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο.

- Με δεδομένο ότι ο δράστης της επίθεσης δεν έχει συλληφθεί, φοβάσαι καθόλου;

Εγώ δεν φοβάμαι. Ο μόνος τρόπος, όμως,  για να μη φοβούνται χιλιάδες άλλοι που βρίσκονται σε παρόμοια θέση είναι να τιμωρηθούν οι δράστες και κυρίως αυτοί που έδωσαν την εντολή.

-Γνωρίζεις ότι εδώ και σχεδόν εφτά μήνες, 595 καθαρίστριες βρίσκονται σε διαθεσιμότητα και κινδυνεύουν να απολυθούν. Τι μήνυμα στέλνεις σ’ αυτές τις γυναίκες;

Ότι σας συμπαραστέκομαι με όλη μου την καρδιά. Σας σκέφτομαι συνέχεια και ξέρω τι περνάτε. Το παράδειγμα σας είναι σημαντικό για τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Υπάρχει μια παροιμία: Αν κάποιος θέλει να φτάσει γρήγορα τρέχει μόνος του, αν κάποιος θέλει να φτάσει μακριά τρέχει μαζί με άλλους. Σας εύχομαι καλή δύναμη και πιστεύω ότι θα τα καταφέρετε.

-Τα τελευταία χρόνια είναι πολύ δύσκολα για την Ελλάδα. Τι πιστεύεις ότι πρέπει να αλλάξει στη χώρα;

Καθένας από μας είναι καλό να δουλέψει περισσότερο με τον εαυτό του. Να ψάξει μέσα του, να γνωρίσει και να καταλάβει την αξία του για να δει πόσες δυνάμεις κατέχει και πόσο χρήσιμος μπορεί να είναι για όλη την κοινωνία. Πρέπει να αλλάξουμε τον εαυτό μας και να αλλάξουμε πολιτική. Η πολιτική πρέπει να έχει στο επίκεντρο τον άνθρωπο -όχι μόνο το χρήμα και το κέρδος.

Σοφία Σακοράφα – συνέντευξη στη Βασιλική Σιούτη

Αναδημοσίευση από thepressproject.gr 

-Πριν από τέσσερα χρόνια ψηφίστηκε το πρώτο μνημόνιο, αυτό που εσείς αρνηθήκατε να ψηφίσετε και βγήκατε εκτός ΠΑΣΟΚ. Θυμάστε τη στιγμή που το πήρατε στα χέρια σας και αρχίσατε να το διαβάζετε; 

«Ναι. Νομίζω ότι είναι από τις πιο τρομακτικές στιγμές στη ζωή μου, με την έννοια ότι αρχίζοντας να το διαβάζω, αντιλαμβανόμουνα τι μας περίμενε. Έβλεπα πως θα άλλαζε η ζωή μας τα επόμενα χρόνια με τραγικό τρόπο».

-Η πολιτική αυτή, που επέβαλλαν τιμωρητικά στη χώρα οι Ευρωπαίοι και το ΔΝΤ, συνεχίζεται. Πως μπορεί να αλλάξει, όσο συνεχίζει να αποφασίζει για τη χώρα το ίδιο διευθυντήριο; 

«Έχουμε μπροστά μας την πρόκληση των ευρωεκλογών μέσω των οποίων μπορούμε να αλλάξουμε τους συσχετισμούς στην Ευρώπη. Να απαιτήσουμε να ασκούνται και στην Ευρώπη πολιτικές προς όφελος των λαών και όχι προς όφελος του κεφαλαίου. Το σκληρό διευθυντήριο της Ευρώπης σήμερα είναι αδίστακτο, τόσο που δεν διστάζει να χαιρετίζει ακόμα και φασιστικές δυνάμεις- όταν αυτές το εξυπηρετούν- και αναφέρομαι φυσικά στην Ουκρανία».

-Όπως προκύπτει από τις αποκαλύψεις των προηγούμενων ημερών στουςFinancial Times, αυτό που ξεκαθάρισε ο γαλλογερμανικός άξονας στον Γ. Παπανδρέου στις Κάννες τότε, ήταν ότι όσο είστε στην Ευρωζώνη, θα κάνετε αυτό που σας λέμε, αλλιώς φεύγετε. Τα ίδια πάνω κάτω, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας, φέρεται να είπε και στον Σαμαρά ο Μπαρόζο. Δεν έχουμε κανένα λόγο, λοιπόν, να μην περιμένουμε να πούνε τα ίδια και σε μία κυβέρνηση Σύριζα. Κι εδώ είναι τα δύσκολα για εσάς...

«Ναι βέβαια, μας κράτησαν τότε επιβάλλοντας μας πολύ σκληρούς όρους και ήξεραν καλά ότι αν έβγαινε η Ελλάδα, αυτό θα δημιουργούσε ένα ντόμινο και καταλαβαίνετε τι θα σήμαινε αυτό».

-Στον Γ. Παπανδρέου, πάντως, ούτε το ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν τον άφησαν να διαπραγματευθεί. Εσείς πως θα το καταφέρετε να δεχθούν διαπραγμάτευση; 

«Δεν τρέφει κανείς αυταπάτες. Όλοι θυμόμαστε τι έκαναν τότε. Μας επέβαλλαν ως πρωθυπουργό έναν εκπρόσωπο του κεφαλαίου. Αυτούς τους ανθρώπους τους βάζουν για ένα συγκεκριμένο σκοπό, για να εκτελέσουν συμβόλαια, να ολοκληρώσουν δουλειές. Αυτό έκανε και ο κ. Παπαδήμος…».

-Τον Λουκά Παπαδήμο δηλαδή τον έκαναν πρωθυπουργό για να εκτελέσει συμβόλαια; 

«Ε, ναι. Δεν έχω καμία αμφιβολία επ’ αυτού προσωπικά. Για αυτό και κρατήσαμε αυτή την υποτακτική στάση όλα αυτά τα χρόνια».

-Ο ΣΥΡΙΖΑ πως θα πείσει το ευρωπαϊκό διευθυντήριο; 

«Εμείς δεν έχουμε καμία αυταπάτη ότι θα βάλουν ξανά αυτά τα διλήμματα. Το θέμα είναι εμείς τι θα πούμε και ποια θα είναι η στάση μας. Πως θα διαπραγματευτούμε και με ποια χαρτιά. Και σε τελική ανάλυση τι βάζεις πάνω από όλα».

-Ποιο θα είναι το όπλο σας;

«Απλά αν μας εκβιάσουν, δεν θα πληρώσουμε. Έχουμε υποχρέωση να προτάξουμε την επιβίωση του λαού. Από τη στιγμή που ο κόσμος δεν μπορεί να επιβιώσει, δεν μπορούμε να πληρώσουμε κανένα χρέος. Αυτό θα είναι το έσχατο μέσο. Δεν μπορούμε όμως να αφήσουμε να πεθάνει ο λαός για να πληρώσουμε το χρέος και τους τοκογλύφους».

- Οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές του Σύριζα τι ακριβώς είστε διατεθειμένοι να κάνετε, αν εκλεγείτε, για να ακουστεί η φωνή της ελληνικής κοινωνίας στην Ευρώπη;

« Έχουμε 1,5 εκατομμύριο άνεργους, περίπου 20.000 άστεγους, ο αριθμός των ανθρώπων που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας είναι πλέον τεράστιος, χιλιάδες νέοι φεύγουν ξανά μετανάστες στο εξωτερικό. Η Ελλάδα γίνεται τριτοκοσμική χώρα, γυρνάμε πίσω στο ’40 όταν ο κόσμος εγκατέλειπε τη χώρα για να επιβιώσει… Πόσοι μίλησαν για αυτά στην Ευρωβουλή; Πρέπει να γίνει καμπάνια στην Ευρώπη για το ελληνικό πρόβλημα που δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά όλων των λαών του Νότου. Πρέπει να δημιουργήσουμε αναχώματα σε αυτή τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που μας επιβάλλει η γερμανική μπότα, όχι με τα όπλα αυτή τη φορά, αλλά μέσω ενός οικονομικού πολέμου. Ισχυρή ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ στο ευρωκοινοβούλιο σημαίνει δυνατή φωνή των Ελλήνων που πλήττονται».

-Εσείς προσωπικά γιατί δεχθήκατε αυτήν την πρόκληση; Δεν είναι λίγο σαν να εγκαταλείπετε το πεδίο των μαχών; 

«Καταρχήν δεν εγκαταλείπω ποτέ τις μάχες από τότε που ήμουν στον αθλητισμό μέχρι σήμερα που είμαι στον στίβο της πολιτικής. Όπου μου ζητιέται να είμαι παρούσα και να συμβάλω στον αγώνα, είμαι».

-Οι ψηφοφόροι σας είναι σε μεγάλο βαθμό οι ψηφοφόροι που εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ και στις προηγούμενες εκλογές ψήφισαν Σύριζα. Επικοινωνείτε μαζί τους; Τι σας λένε σήμερα; 

«Βεβαίως επικοινωνώ. Κι εγώ από το ΠΑΣΟΚ προέρχομαι, από ένα ΠΑΣΟΚ όμως που δεν έχει καμία σχέση με το σημερινό. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι που έφυγε και έδωσε τη στήριξή του στον Σύριζα. Άνθρωποι της αγροτιάς, της μεσαίας τάξης, εργαζόμενοι, που πίστεψαν κάποτε στην αλλαγή…».

-Βέβαια η κυβέρνηση σας κατηγορεί ότι είναι το κρατικοδίαιτο και συντεχνιακό, το βαθύ ΠΑΣΟΚ που έφυγε και πήγε στο Σύριζα…

«Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό από αυτούς. Δεν γίνεται όμως το 40% που έφυγε να είναι το βαθύ ΠΑΣΟΚ και το 5% που έμεινε να είναι το αγνό. Σε καμία περίπτωση. Αυτοί που το εγκατέλειψαν είναι το παραγωγικό κομμάτι της κοινωνίας- και αν έχει έσοδα το κράτος, από τους ανθρώπους της παραγωγής τα έχουν».

-Τι σας λέει αυτός ο κόσμος;

«Έχουν μια τεράστια αγωνία για το αύριο. Είναι κόσμος που έχει υποστεί τις συνέπειες σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, χωρίς να έχει φταίξει σε τίποτα. Είναι κόσμος που νιώθει ότι προδόθηκε από το ΠΑΣΟΚ και αυτό που μου λένε πάντα είναι «να μην μας προδώσετε κι εσείς» κι εμένα αυτή η φράση με συγκλονίζει».

-Οι πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ που σας ψηφίζουν, έχουν γίνει ΣΥΡΙΖΑ ή βρήκαν απλώς ένα προσωρινό καταφύγιο; 

«Χρειάζεται χρόνος για αυτά. Δεν νομίζω να πιστεύει κανείς ότι το 27% του 2012 έγινε όλο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι κόσμος που έμεινε πολιτικά άστεγος κι έψαχνε να ακουμπήσει ιδεολογικά κάπου. Στον ΣΥΡΙΖΑ βρήκε τον πιο κοντινό του ιδεολογικά πολιτικό φορέα».

-Εσείς προσωπικά ποια ζητήματα σκοπεύετε να αναδείξατε, αν εκλεγείτε; 

«Είναι πολλά. Αλλά κυρίως όσα έχουν να κάνουν με το χρέος. Είναι απαραίτητο το χρέος να ελεγχθεί, να βρούμε πως, γιατί και από ποιους δημιουργήθηκε, που πήγαν όλα αυτά τα λεφτά. Καταστράφηκαν οι ζωές των ανθρώπων για ένα χρέος που δημιούργησαν άλλοι κι έχουμε υποχρέωση να τα μάθουμε όλα αυτά. Η δημιουργία μιας Επιτροπής που θα κάνει αυτό τον έλεγχο για το χρέος είναι απαραίτητο εργαλείο στα χέρια κάθε κυβέρνησης. Πρέπει να πιέσουμε την Ευρώπη να αποδεχθεί την αναγκαιότητα της».

-Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων πάντως, ελάχιστοι από τους απερχόμενους έλληνες ευρωβουλευτές υπερασπίστηκαν τον ελληνικό λαό στο ευρωκοινοβούλιο, την ώρα που τα μνημόνια τον γονάτιζαν, καθώς οι περισσότεροι ανήκαν στο ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. Ποιος κατά τη γνώμη σας έπρεπε να είναι ο ρόλος όλων τους αυτά τα πέντε χρόνια;

«Να γυρίσουν ανάποδα το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, τόσο απλά. Να συμμαχήσουν με όσους μας στηρίζουν, να γίνουν ακτιβιστές, να γίνουν δίαυλος της φωνής του λαού μας στην Ευρώπη. Να τα κάνουν όλα!». 

24 Μαΐου 2014

43th Sonnet from “Sonnets from the Portuguese” [Elizabeth Barrett Browning, μετ. Μαρία Υψηλάντη]



Πώς σ’ αγαπώ; Άσε με να μετρώ τους τρόπους.
Σε βάθος κι ύψος σ’ αγαπώ η ψυχή όπου φτάνει
σαν τριγυρνά σε μέρη που η αίσθηση δεν πιάνει˙
στ’ άκρα της ύπαρξης και στης Χάρης τους τόπους.

Και σ’ αγαπώ ως εκεί πού σπρώχνει τούς ανθρώπους 
η ήσυχη ανάγκη, δίχως μέρα ν’ αποκάνει˙ 
αγνά, όπως κάποιος που αποστρέφεται την πλάνη
του Επαίνου, ή για το Δίκιο δεν λυπάται κόπους.

Και με το πάθος σ’ αγαπώ πού ‘χε σφραγίσει
τις λύπες μου˙ και με μια πίστη παιδική˙ 
και με μια αγάπη πού ‘μοιαζε σαν να ‘χε σβήσει

με τούς χαμένους άγιους μου˙ με ζωή, πνοή,
δάκρυα, χαμόγελα. Κι αν ο Θεός θελήσει,
θα σ’ αγαπώ μετά τον τάφο πιο πολύ.


XLIII

How do I love thee? Let me count the ways.
I love thee to the depth and breadth and height
My soul can reach, when feeling out of sight
For the ends of Being and Ideal Grace.

I love thee to the level of every day's
Most quiet need, by sun and candlelight.
I love thee freely, as men strive for Right;
I love thee purely, as they turn from Praise;

I love thee with the passion put to use
In my old griefs, and with my childhood's faith;
I love thee with a love I seemed to lose

With my lost saints, — I love thee with the breath,
Smiles, tears, of all my life! — and, if God choose,
I shall but love thee better after death.


Από τη συλλογή: "Πορτογαλικά Σονέτα και άλλα Ποιήματα" της Elizabeth Barrett Browning, σε μετάφραση Μαρίας Υψηλάντη (εκδόσεις: στιγμή, 2007)



23 Μαΐου 2014

Μπαλάντα του λαού της Νέας Ελλάδας [Κώστας Σφενδουράκης]



Μπαλάντα του λαού της Νέας Ελλάδας

Ο Τέως νοσταλγώντας το παλάτι
τους ένδοξους καιρούς αναπολεί
γυμνός ενώ του τρίβουνε την πλάτη
κι ηδονικά χαϊδεύει την ψωλή
σκεπτόμενος έναν λαό αφελή
να φτιάχνει φυλακές, να χτίζει τείχη.
Στην κεφαλή οι σάπιοι – κι οι πολλοί
στους σάπιους αφημένοι δίχως τύχη.

Κράτος, ο Σούπερ-Άγιος, εν κράτει !
Ο Μάγος που επιβάλλει στη φυλή
φόβο Θεού να δέχεται, να πράττει
του Κράτους όλα εκείνα τα ‘’ασφαλή’’...
Κρυφά τον ηδονίζουν οι φαλλοί
και των ταμάτων, όταν πέφτουν, οι ήχοι.
 Στην κεφαλή οι σάπιοι – κι οι πολλοί
στους σάπιους αφημένοι δίχως τύχη.

Ο Αρχίμπατσος ντυμένος στο κρεβάτι
ποτέ του δεν θα βγάλει τη στολή
θυμάται ότι τον είχαν για χωριάτη
‘’Καράβλαχο’’ τον ‘λέγαν στη Σχολή
μα τώρα κάθε φράση του εντολή
ρομφαία, στο δαχτυλάκι του, το νύχι.
Στην κεφαλή οι σάπιοι – κι οι πολλοί
στους σάπιους αφημένοι δίχως τύχη.

Ο Μπλε πρωθυπουργός με το ‘να μάτι
επί τω έργω - εσχάτη προβολή
στο παζλ θα βάλει άλλο ένα κομμάτι
να φτιάξει την εικόνα τη θολή
στα πόδια του αυτόχειρων χαλί
στο στόμα ατάκες – του Ελύτη στίχοι...
Στην κεφαλή οι σάπιοι – κι οι πολλοί
στους σάπιους αφημένοι δίχως τύχη.

Ο λαός αυτός ξερνάει τη χολή
κάθε φορά που η εξουσία βήχει.
Στην κεφαλή οι σάπιοι – κι οι πολλοί
στους σάπιους αφημένοι δίχως τύχη.

21 Μαΐου 2014

Ρωγμή

[Καλλιθέα, Μενελάου και Αραπάκη, 21.05.2014 08.10]


Τίποτα ωραιότερο απ' τις ρωγμές στ' ανθρώπινα τείχη.

20 Μαΐου 2014

Χρήστος Τουμανίδης - 3Χ17Χ3




















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το ογδοηκοστό τρίτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, την ποιητική συλλογή "3Χ17Χ3" με ποιήματα χαϊκού των Milianov Kallupi, Χρήστο Τουμανίδη και Nasho Jorgaqi.

------------------------------------------------------------

Αντί προλόγου


Η κοινή αυτή ποιητική έκδοση, υπήρξε μια ιδέα δική μου, την οποία αποδέχτηκαν με θέρμη οι δύο φίλοι μου, ποιητές από την Αλβανία, ο Μιλιανόβ Καλούπι και ο Νάσε Γιοργάκι. Πρόκειται για έναν άτυπο «διάλογο», για μια «συζήτηση» με γλωσσικό όχημα το χαϊκού. Με τον «τρόπο λοιπόν του χαϊκού».
Τρεις φίλοι, σε δεκαεφτά συλλαβές και σε τρίστιχη μορφή, που είναι τα αριθμητικά δεδομένα της ποιητικής φόρμας του χαϊκού (3Χ17Χ3), προσπαθούν να πουν τόσα, όσα δεν μπορούν να εκφρα-στούν με άλλον τρόπο.

Χρήστος Τουμανίδης

Υ.Γ.  Αυτόν όμως τον ποιητικό διάλογο, την σπάνια ανθρώπινη επικοινωνία ήρθε να τον διακόψει, βίαια και άδικα, ο μέγας γεωμέτρης του Σκότους, ο θάνατος. Και άρπαξε από την παρέα μας, τον φίλο και αδερφό μας, τον γελαστό Μιλιανόβ! Όλα τα υπόλοιπα είναι σιωπή! Και δάκρυα!


-----------------------------------------------------------

Επίλογος

Σε μια εποχή που για την ποίηση, γενικότερα την τέχνη,
αφενός πλανάται η θέση ότι τροπολογικά όλα έχουν ειπωθεί (μεταθέτοντας ανεξήγητα το βάρος στην αισθητική της μορφής και το μη σημαινόμενο)
αφετέρου ο ακαδημαϊσμός, μια σκόπιμα επίπλαστη ασάφεια, ένας υπερβολικός έως ακραία επιτηδευμένος καταιγισμός λέξεων και φράσεων, που δε χρησιμοποιούνται στην καθομιλουμένη (κάποτε ο ποιητής ποιούσε τη λέξη και τη σύνταξη περνώντας τα στο καθημερινό λεξιλόγιο ενώ σήμερα περισσότερο ενδιαφέρεται να προσθέσει το μαγικό © στις επινοήσεις του και να διασφαλίσει την επιτυχία του στο καπιταλιστικό σύστημα εμπορευματοποίησης και αξιοποίησης των πάντων), η διαπλοκή αναγνωρισμένων ποιητών με κέντρα εξουσίας που έχει ως αποτέλεσμα μια υπερσυντηρητική πολιτική στάση και πρόταση συμβιβασμού με έμφαση στο ιδιωτικό και την απόσταση από τον καθημερινό τρόμο, υπάρχει η εντύπωση, και δικαιολογημένα, ότι δεν αφορά το μέσο άνθρωπο και τα προβλήματά του αλλά τη μπουρζουαζία, το χαϊκού, με την αμεσότητα της εντύπωσης της εικόνας και της στιγμής, ως τα απόλυτα αίτια, τον απλό του, αλλά όχι απλοϊκό του, λόγο που μπορεί άμεσα να κοινωνικοποιηθεί και επιπλέον εύκολα να μεταφερθεί σε / στην άλλη γλώσσα, έρχεται και βάζει το δικό του λιθαράκι στην κατανόηση ότι ο άλλος είναι ο ισότιμός μου συνάνθρωπος.
Προς επίρρωση των ανωτέρω: Η κοινή ποιητική συλλογή με χαϊκού των Nasho Jorgaqi, Χρήστου Τουμανίδη και Milianov Kallupi (που δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει την παρούσα έκδοση).

Γιώργος Πρίμπας.  


18 Μαΐου 2014

Λάθως... μια φωτογραφία τραβηγμένη 100 μέτρα μακρύτερα από εκεί που "τραβήχτηκε".



























[Λεωφόρος Συγγρού, λίγα μέτρα παραπάνω από τα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας, 18.05.2014 07.19] 



Ίσως εκλογικό.

Το ‘να ερήμωσε και γκρεμίστηκε.
Ό,τι ήτανε να παρθεί, για ιδιωτική χρήση και πλουτισμό, πάρθηκε.
Στο έτερο - υπό κατάρρευση κι αυτό - φιλοξενούνται, εξ ιδιοτελούς κοινής των ανάγκης, οι επιζήσαντες: πρώην και ποτέ αντίπαλοι.
Στην ταράτσα, κι ας μην φαίνονται - δεν είναι να τις βλέπουμε εσύ κι εγώ, οι κυψέλες με τις μέλισσες.
Των VIP οι γκαραζόπορτες στον πίσω παράδρομο.
Φυσικά, προτάσσεται η σημαία ώστε να ‘ναι όλοι τους συγκινημένοι.

17 Μαΐου 2014

Yosuke Yamashita - First Time


Ο Yosuke Yamashita στο piano με τρία από τα μέλη των Art Ensemble of Chicago  [τους: Joseph Jarmana (as,fl,sopranino), Malachi Favors Maghostus (bass) και Famoudou Don Moye (drums)]

-tracks:
1. For D
2. For M
3. For J
4. Thus we met
5. Symbal Bird




Εδώ δείτε τη συναυλία του Yosuke Yamashita New York Trio [Yosuke Yamashita (piano), Cecil McBee (bass) and Pheeroan AkLaff (drums)] στο Quest Hall το 1999.















Εδώ τη συμμετοχή του Yosuke Yamashita Trio [Yosuke Yamashita (piano), Seiichi Nakamura (alto saxophone) και Takeo Moriyama (drums)] στην ταινία του 1972 "Ecstacy of the Angels" του Koji Wakamatsu.


16 Μαΐου 2014

Η Προσευχή μου [Christo Botev, 1848-1876, μετ. Άρης Δικταίος]


Η Προσευχή μου

Ω θεέ της Δικαιοσύνης, Θεέ μου, — 
όχι, όχι εσύ του Πάνου Κόσμου,
μα εσύ μονάχα πού είσαι εντός μου,
μες στη βαθιά ψυχή μου, Θεέ μου!

Όχι, όχι εσύ, που γονατίζουν
μπρος σου οι καλόγεροι, οι παπάδες,
κ’ οι αγροίκοι ορθόδοξοι, λαμπάδες
σου ανάβουν και σε θυμιατίζουν.

Όχι εσύ, βέβαια, που ‘χεις πλάσει
τον άνθρωπον από πηλό,
και σκλάβο έχεις παντοτινό
το πλάσμα σου καταδικάσει.

Όχι εσύ, βέβαια, που ‘χεις χρίσει
πάπες, πατριάρχες, βασιλείς,
και στη μιζέρια, δυστυχείς,
τους αδελφούς μου έχεις αφήσει.

Εσύ όχι, που στον σκλάβο λες,—
μ’ ελπίδες μόνο, ώσπου πεθαίνει,
ζώντας τον μάταιες, — να υπομένει
με νηστείες και με προσευχές.

Όχι εσύ, Κύριε των αισχρών
τυράννων και των απατεώνων,
των ηλιθίων είδωλο μόνον
κι όλων, του ανθρώπου, των έχθρων.

Μα εσύ, του Λόγου θεέ, σιμά σου
μόνο που οι σκλάβοι αναγαλλιάζουν,
και που γοργά, αύριο, θα γιορτάζουν
οι λαοί, μαζί όλοι, τ’ όνομά σου!

Αγάπη ζώσα, στον καθένα
να εμπνεύσεις, για τη λευτεριά, —
που, όπως μπορεί, να πολέμα
του λαού τους δήμιους ο καθένας.

Δυνάμωσε και το δικό μου
χέρι, που ο σκλάβος σαν ξεσηκωθεί,
στων πολεμάρχων τη γραμμή
να βρω κ’ εγώ τον θάνατό μου.

Κάμε, η φλεγόμενη καρδιά μου
μην κρυώσει εδώ, στην ξενιτειά,
και να μην ακουστεί η λαλιά μου
σάμπως μια βοή στην ερημιά. 


από την "Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως" του Αρη Δικταίου (1971, εκδόσεις Δωδώνη)

15 Μαΐου 2014

Στην εποχή του Πάγκαλου [Στίχοι, μουσική: Γιώργος Μητσάκης]


Στην εποχή του Πάγκαλου

Στην εποχή του Πάγκαλου ήταν μακριές οι φούστες
Στο Μοναστηράκι αράζανε οι σούστες
Λίγοι περπατούσανε τότε με τις κούρσες
Σταυροπόδι στις αυλές, τι 'ναι αυτά που λες;

Σήμερα κι οι κόμισες βαστούν κομπολογάκι
Μπότα ως το γόνατο κι αβέρτα τσιγαράκι
Κοίτα πώς αλλάξανε τα χρόνια Δημητράκη
Σταυροπόδι στις αυλές, τι 'ναι αυτά που λες;

Κι ο Μπαϊρακτάρης ο σκληρός δεν σήκωνε ζορλίκι
Έκοβ' απ’ τους μάγκες το ένα το μανίκι
Η μαγκιά τους έφευγε και το νταηλίκι
Σταυροπόδι στις αυλές, τι 'ναι αυτά που λες;

Σήμερα κι οι κόμισες βαστούν κομπολογάκι
Μπότα ως το γόνατο κι αβέρτα τσιγαράκι
Κοίτα πώς αλλάξανε τα χρόνια Δημητράκη
Σταυροπόδι στις αυλές, τι 'ναι αυτά που λες;


Ακούστε το εδώ

14 Μαΐου 2014

24 μ. ΝΟ


Εάν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα ο λαός υπέκειτο τέτοιας έντασης και χρονικής διάρκειας οικονομική βία από την κυβέρνηση, που ο ίδιος θα είχε εκλέξει, στην πρώτη εκλογική ευκαιρία θα την είχε συντρίψει και ανατρέψει. Εκτός φυσικά αν την είχε ρίξει ενωρίτερα "στο δρόμο", κάτι που είναι δημοκρατικό του δικαίωμα. Το γεγονός ότι, στην Ελλάδα του 2014, μετά από τέσσερα χρόνια μνημονίων, προς τακτοποίηση λογιστικά μαγειρεμένων οφειλών, στα οποία, και αφού χωρίς καμία νόμιμη έγκριση εκχωρήθηκε η λαϊκή κυριαρχία σε τρίτους, η ανεργία αυξήθηκε 500-600% και οι αμοιβές, όσων ακόμη έχουνε δουλειά, πέσανε κατά 20-50% με τους έχοντες και κατέχοντες να αυξάνουν αντίστοιχα τον πλούτο τους, και συζητάμε αν η συγκυβέρνηση, αυτών που μέχρι το 2012 κατακλέβανε επί 38 χρόνια εναλλάξ τη χώρα, θα αντέξει οριακά ή άνετα ή θα υποστεί μια ανώδυνη ήττα, σημαίνει κάτι για το λαό αυτό.
Δυστυχώς ο ελληνικός λαός με την αλλήθωρη εμμονή του στο παρελθόν, το οποίο αποστηθίζει χωρίς να του γίνεται μάθημα και γνώση, ή την άγνοιά του, ζει στο παρόν "του":
-στο 193 μετά την Επανάσταση του ’21, που την ερμηνεύει σταθερά λάθος αγνοώντας την ως απόηχο του διαφωτισμού,
-στο 97 μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, που τη σκότωσε το ΚΚΣΕ όταν το πρώτο που ποδοπάτησε ήταν το: "Η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός (θα) είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων" από το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος των Μαρξ και Ενγκελς,
-στο 65 μετά την Νίκη επί των Ανταρτών,
-στο 25 μετά την Επιτέλους Ιδιωτική Τηλεόραση και άφθονο life style,
-και στο 12 μετά το Ευρώ,
Αλλά ποτέ σε αυτό που πραγματικά ζει και συνιστά το αίτιο της δυστυχίας του:
-στο 24 μετά τη New Order.
Ήταν η 11η Σεπτεμβρίου 1990 όταν ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, George Bush, ανάγγειλε ότι: "The crisis in the Persian Gulf offers a rare opportunity to move toward an historic period of cooperation. Out of these troubled time, a new world order can emerge in which the nations of the world, east and west, north and south, can prosper and live in harmony. Today the new world is struggling to be born."
Δυστυχώς, για τον ίδιο τον ελληνικό λαό, σταθερά αδυνατεί να συνειδητοποιήσει σήμερα, στο βάθος που αρμόζει, ότι αφενός όλα όσα συμβαίνουν σε βάρος του, όπως και σε βάρος όλων των λαών, είναι συνέπεια της στρατηγικής της Νέας Τάξης που, στο όνομα της συσσώρευσης του πλούτου υπέρ κάποιων δεκάδων άντε εκατοντάδων χιλιάδων παλιών και νέων κροίσων, κλέβει τη ζωή και την εργασία 7 δις ανθρώπων μαζί με το μέλλον της ζωής καθαυτής όπως την ξέρουμε πάνω στον πλανήτη μας, αφετέρου στην εποχή μας, που ο κρατικός μαρξισμός-λενινισμός πέθανε, ο καπιταλισμός επελαύνει και ο ακραίος εθνικισμός επιβάλλεται ως όργανο αποπροσανατολισμού – για παράδειγμα ποια φυλετική σχέση ή ποια σημαία με ενώνει με τον κάθε κάτοχο ελληνικής ταυτότητας μεγαλοτραπεζίτη ή εφοπλιστή / πλοιοκτήτη στόλου πλοίων υπό σημαιών φορολογικών παραδείσων ή μεγαλοεργολάβο δημόσιων έργων κλπ και όλους αυτούς υπό καθεστώς φορολογικής ασυλίας και δε με ενώνει με το μετανάστη που ζει, στο βαθμό του βέβαια ο καθένας, τον καθημερινό καπιταλιστικό τρόμο; – η απάντηση του, διότι η αλλαγή μόνον από τον εργαζόμενο και τον άνεργο ενωμένους κι έχοντας αποκρούσει τον κοινωνικό αυτοματισμό μπορεί να επιβληθεί, δεν μπορεί να είναι άλλη από μια σημερινή χωρίς δογματικές αγκυλώσεις αριστερά να αντιπαρατεθεί, στο μέγιστο βαθμό που θα μπορέσει, σε αυτό το σύστημα  εξαθλίωσης. Και αν αυτό του φαντάζει μόνον ως χίμαιρα, ε τότε ας καταργήσει την ιστορία ως μάθημα, ας απαγορεύσει να κυκλοφορούν ιστορικά βιβλία και ας μετονομάσει το κράτος από Ελληνική Δημοκρατία σε Προτεκτοράτο Εθελοδούλων.

Γιώργος Πρίμπας

(11.05.2014)

13 Μαΐου 2014

Θάνος Γκαραγκούνης - Ένα πλαίσιο θεώρησης της μεσογειακής διαφοράς ως διαφωράς




















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το ογδοηκοστό δεύτερο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, τη μελέτη του Θάνου Γκαραγκούνη με τίτλο: "Ένα πλαίσιο θεώρησης της μεσογειακής διαφοράς ως διαφωράς".

12 Μαΐου 2014

(Μέσα στο άλσος)

Μέσα στο άλσος.
Σκαρφαλώνει στα δέντρα.
Το αυγινό φως!

(11.05.2014)

11 Μαΐου 2014

Φωνή βοώντος [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]



Φωνή βοώντος

Θέ μου!
Πόσες
νεκρές
λέξεις
ακόμα
για να ζήσει
το ποίημα.

10 Μαΐου 2014

Τρία ποιήματα [Ελένη Κοφτερού]

(άτιτλο)

κάθε μικρή 
στα χέρια σου 
γραμμή
αντίσταση
στου κόσμου 
την ασυμμετρία



Κι άλλη Εμμονή Άνοιξης 

την καλοπιάνουν 
κι οι νεκροί την άνοιξη
το χώμα αφρατεύοντας 
για να βλαστήσουν οι κρυμμένοι σπόροι
στο ταβάνι του σπιτιού τους
εκεί 
που θα αλαφροπατήσουν  τα πουλιά
και θα γευτούν ζαχαρωμένο στάρι 

και μην ξεχνάμε 
πόσο χαίρονται
την αδέξια αδημονία των αγαπημένων
αφού ανάψουν τα καντήλια 
την άφατη λαχτάρα τους  να φύγουν γρήγορα 
από το νεκροταφείο
για να προλάβουν 
πριν φανεί
η σκληρή 
γυαλάδα
του καλοκαιριού 



Μοναξιά 

Κάθε νύχτα κομμάτιαζε 
τη μοναξιά 
σε μικρές τετράγωνες λέξεις

το χάραμα φτερούγιζαν 
σε ακανόνιστους σχηματισμούς 
πάνω απ' το κεφάλι του
φωνήεντα αγουροξυπνημένα 
και τανυσμένα σύμφωνα
πλέκουν τα δαχτυλάκια τους 
μιλούν ψιθυριστά 
μα δυνατά του λένε: 
"ο ουρανός είναι για να μπορεί ο ήλιος"

09 Μαΐου 2014

Υπό την χωρίς σκέδαση εξ-ουσία


























[Μαρίνα Παλαιού Φαλήρου, 01.05.2014 20.01] 

κόκκινο για τη δύση τους:
εκεί  π’ ανυψώνεται ο αχός του αγώνα 

μα εκεί που οι άνθρωποι: στειλιάρια 
κι αύριο τους, ακόμη, υπό τα κότερα παραταγμένοι θα ‘ναι 

08 Μαΐου 2014

Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης - Στις φυτείες της Λουιζιάνα

Στις φυτείες της Λουϊζιάνα του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη 


Για τη Μαριάντζελα, δικαιωματικά 



Περασμένα μεσάνυχτα προσγειώθηκε το τζετ στο αεροδρόμιο της Νέας Ορλεάνης. Σαν άνοιξε η πόρτα, όρμησε ξαφνικά  μέσα αμείλικτος ο αμερικάνικος νότος! Καύσωνας και αφόρητη υγρασία μαζί! Και μάλιστα αυτή την ώρα! ‘‘Τι τα θέλετε αγαπητέ μου’’, μου είπε ο γέρος νέγρος ταξιτζής που με πήρε από το αεροδρόμιο για το ξενοδοχείο μου. Δεν με άφησε να τον βοηθήσω να βάλει τις βαλίτσες μου στο πορτ μπαγκάζ. ‘‘Δεν είναι δουλειά δική σας κύριε αυτή, αλλά αποκλειστικά και μόνο δική μου! Καθίστε μέσα εσείς’’! Χασμουριόταν συνέχεια. Μου ζήτησε συγνώμη γιατί δούλευε όλη μέρα, από το πρωί, όπως μου είπε. Αλλιώς δεν τα έβγαζε πέρα οικονομικά. ‘‘Θα δείτε τα χάλια μας εδώ γύρω! Η κυβέρνηση μας υποσχέθηκε, αλλά δεν έκανε τίποτα! Αποτέλεσμα ήταν να φύγουν από την πόλη περί τους  πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους. Για διάφορα μέρη, αρκεί να είναι μακριά από δω’’! 
Εμφανή τα σημάδια της καταστροφής, σε όλη τη διαδρομή, όσα μπορούσε να αποτυπώσει ο νυσταγμένος αμφιβληστροειδής σ’ ένα απόκοσμο, εγκαταλειμμένο νυκτερινό τοπίο. Σπίτια μισογκρεμισμένα, άλλα ερειπωμένα να χάσκουν χωρίς πόρτες, φώτα, παράθυρα και ζωή! Η ανεργία αυξήθηκε κατακόρυφα και η εγκληματικότητα  βέβαια, αφού αυτά πάνε μαζί! 
Ο συνεδριακός χώρος την επόμενη μέρα, τεράστιος, πραγματικά κόσμημα για την πόλη της Νέας Ορλεάνης. Άπειρες αίθουσες, μικρές, μεγάλες, μεγαλύτερες. Καταπληκτική οργάνωση, όλα ρυθμισμένα και καλοκουρδισμένα. Δεν θα μπορούσε βεβαίως να γίνει και διαφορετικά.  Οι  αίθουσες εκθέσεων εμπορικών και φαρμακευτικών εταιρειών άπειρες. Φαρμακευτικά προϊόντα, καινούργια μηχανήματα που θα δούμε στην κλινική πράξη μετά από λίγα χρόνια, εκδοτικοί οίκοι, βιβλία και καινούργιες εκδόσεις, περιοδικά, επιστημονικές εταιρείες, κυρίως χειρουργικές, διαφημιστικό υλικό μελλοντικών συνεδρίων. Όλα στο κυνήγι του χρήματος, του δολαρίου. Γιατί πάνω από όλα αυτό είναι το ζητούμενο και η κινητήριος δύναμη των πάντων εδώ. 


 Κεντρικός δρόμος της Νέας Ορλεάνης


Η πληγωμένη πόλη στο ρυθμό του συνεδρίου και αυτή, με πρώτη  και καλύτερη την αστυνομία. Πανταχού παρούσα! Στους δρόμους, έξω από τα ξενοδοχεία, γύρω από το συνεδριακό χώρο, σίγουρα και μέσα σε αυτόν με πολιτικά ρούχα, σε όλους τους δρόμους, τους δημόσιους χώρους, τα μεγάλα καταστήματα και τα  μουσεία. Με περιπολικά, καβάλα σε τεράστια περήφανα άλογα,  πεζοί, και σε ομάδες. Η ανεργία και η εγκληματικότητα ειδικά στις συνοικίες των μαύρων, βρίσκονται στην κορυφή.  Το ίδιο ισχύει παρατηρώ και σε δρόμους ξακουστούς, όπως η Bourbon Street και στις άλλες γύρω από αυτή που είναι γεμάτες από αμέτρητα τζαζ και μπλουζ κλαμπ τα οποία διαθέτει η πόλη. 



Αιωνόβια δέντρα στους βάλτους της Πολιτείας της Λουϊζιάνας. 



Καμιά ώρα έξω από την πόλη της Νέας Ορλεάνης βρίσκονται μερικά από τα πιο ιστορικά αρχοντικά σπίτια της πολιτείας αυτής. Σπίτια που είναι συνδεδεμένα με την ιστορία της βίαιης μετανάστευσης των μαύρων στην Αμερική και  τις αγοραπωλησίες αυτών στο λιμάνι της πόλης στο Μισισιπή και στους άπειρους παραπόταμους, για ένα δολάριο πολλές φορές. Για να πας εκεί απαιτείται  λίγη ταλαιπωρία, μέσο συγκοινωνίας, προηγούμενο ραντεβού, εισιτήρια, ξενάγηση,   αλλά το αμερικάνικο δαιμόνιο που σε τελική μορφή  όλα τα αναγάγει σε δολάρια, έχει φροντίσει και για αυτό! Η τεράστιου μήκους λιμουζίνα  με τα άσπρα, λίγο ταλαιπωρημένα δερμάτινα καθίσματα, πέρασε από μερικές υποβαθμισμένες συνοικίες της πόλης προς τα ανατολικά, και κατευθύνθηκε μέσα σε καταπράσινα χωράφια, τα πιο πολλά πλημμυρισμένα από νερό, έλη τεράστια, απέραντα, μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, με αναρίθμητους αλιγάτορες μέσα. Σήμα κατατεθέν της πολιτείας. Καλός καιρός σε γενικές γραμμές, αλλά δεν μπορεί να του έχεις εμπιστοσύνη. Οι υψηλές θερμοκρασίες εναλλάσσονται με  ζέστη,  βροχή, υγρασία αφόρητη,  το πρωί κρύο, το βράδυ κάπως καλύτερα, όλες τις μέρες. Σπίτια ξύλινα τα πιο πολλά, άλλα χτισμένα, ίσως πιο όμορφα για το μεσογειακό μάτι, αλλού μικρά χωριά, αλλού τροχόσπιτα απομονωμένα μέσα στα βουρκωμένα νερά, μέσα στο τίποτα, μέσα στον αμερικάνικο νότο, έτσι όπως τον έχουμε διαβάσει, φανταστεί και δει στις κινηματογραφικές εκείνες ταινίες που γυρίστηκαν σε αυτά τα μέρη  εδώ και πολλές δεκαετίες, του προηγούμενου, φευ, αιώνα! Φυτείες ατέλειωτες με ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια. Ο δρόμος στην περιοχή περνάει από μέρη πολύ κοντά στο μεγάλο ποτάμι, και σε πολλά χιλιόμετρα είναι πάνω σε γέφυρες με κολόνες τσιμεντένιες που έχουν τη βάση τους μέσα στο  βούρκο.   



 Στο ισόγειο ενός πανέμορφου νοτιοαμερικανικού σπιτιού.


Κλασσικό παράδειγμα ενός παραδοσιακού σπιτιού της περιοχής. Σήμερα προστατεύονται με τον καλύτερο τρόπο.


Τα όμορφα λοιπόν αυτά αρχοντικά σπίτια ανήκαν κάποτε σε πλούσιους γαιοκτήμονες οι οποίοι είχαν εκατοντάδες εργατικά χέρια, μαύρους συνήθως, αγορασμένους σε τιμή εξευτελιστική. Το λιμάνι της Νέας Ορλεάνης  γνώρισε μεγάλη άνθιση τα χρόνια εκείνα, τότε που τα πλοία ξεφόρτωναν αμέτρητους σκλάβους από τη Δυτική Αφρική με σκοπό να χρησιμοποιηθούν σαν εργατικά χέρια στον ταχέως αναπτυσσόμενο  νέο κόσμο! Σήμερα όμως είναι αγορασμένα από ιδρύματα σοβαρά τα οποία τα συντηρούν με τον καλύτερο τρόπο και τα εκμεταλλεύονται με την καλή  έννοια της λέξεως, γιατί τα έξοδα που απαιτούν είναι τεράστια. Καταπληκτικά σπίτια τυπικά του Αμερικάνικου νότου, μικρότερες εγκαταστάσεις γύρω από αυτό που τα χρησιμοποιούσαν φυσικά οι μαύροι υπηρέτες, αποθήκες για τα προϊόντα, εκατοντάδες στρέμματα σε όλες τις κατευθύνσεις δίπλα σε παραπόταμους του μεγάλου Μισισιπή. Οι πινακίδες, προειδοποιητικές και αυστηρές. ‘‘Μην απομακρύνεστε από τους κεντρικούς δρόμους, λόγω πιθανής παρουσίας αλιγατόρων’’!



 Υποδοχή με μουσική τζαζ, φυσικά.


Tο Houmas House Plantation and Gardens, είναι ένα τυπικό τέτοιο αγρόκτημα της Πολιτείας. Το αρχιτεκτονικό του στυλ με πολλά στοιχεία από την ελληνική αρχιτεκτονική. Όχι αυτή την αδιανόητη σημερινή, αλλά άλλων εποχών! Ψηλές κολόνες από τη βάση μέχρι την κορυφή, μπαλκόνια γύρω–γύρω τόσο στο ισόγειο όσο και στον πρώτο όροφο με καταπληκτική θέα στον περιβάλλοντα χώρο, τους κήπους, τα δέντρα, τους παραπόταμους. Και μέσα καταπληκτικό αρχιτεκτονικό στυλ. Ωραία δωμάτια, ξύλινα πατώματα, εσωτερική σκάλα στριφογυριστή που οδηγεί στον πρώτο όροφο, έπιπλα παλιά, πίνακες με ιστορία, πορτραίτα προηγούμενων ιδιοκτητών, όλα σε αρμονία μεταξύ τους! Και αυτοί οι κήποι, τι κήποι, θεέ μου! Μεγάλοι, περιποιημένοι, υπέροχοι!  Η μαύρη κυρία που μας ξενάγησε, ήταν πρόθυμη να μας δείξει το σπίτι και τα αντικείμενά του. Λίγες φωτογραφίες, μόνο του εξωτερικού χώρου γιατί μέσα απαγορεύονταν οι λήψεις, ξεκούραση, συζήτηση για τη διαμονή των επισκεπτών εδώ, και βεβαίως τις ταινίες που γυρίστηκαν με φόντο αυτό το σπίτι:  Hush, Hush Sweet Charlotte (1964), Long street  (1971-1972), Moon of the Wolf (1972),  Mandingo (1975) και τόσες άλλες με ηθοποιούς πασίγνωστους στο διεθνές στερέωμα. 



Μια πανέμορφη κρεβατοκάμαρα στο εσωτερικό ενός σπιτιού, αλλά για νεόνυμφους σκύλους όμως!



Λεπτομέρεια από τη βεράντα του πρώτου ορόφου.



Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, το Oak Alley Plantation. Άλλη μοναδική  ιστορική τοποθεσία. Το σπίτι χτίστηκε μεταξύ 1837 και 1839. Οι δρόμοι γύρω μοναδικοί. Παράλληλα με αυτούς πανύψηλα δέντρα, κυρίως βελανιδιές,  πολλών ετών, σίγουρα δυό  τριών αιώνων, με  αναρριχόμενα άλλα μικρότερα πράσινα φυτά. Τα κλαδιά τους σέρνονται στο χώμα σε μια καταπληκτική αρμονία μεταξύ τους. Όλα στην ίδια γραμμή, όλα φτιαγμένα από ανθρώπους με μεράκι! Κήποι, λουλούδια, τι να πει κανένας, να βλέπεις και να χορταίνει το μάτι σου εκτάσεις ύψιστης αισθητικής, που σήμερα είναι απίθανο να ξαναγίνουν. Δεν μπορώ να πω πως με ενθουσίασε η ξενάγηση σε τούτο, από τους ανθρώπους εκεί. Λίγο απόμακρο το προσωπικό, αυστηρή επιτήρηση μέσα στο σπίτι, καθόλου φωτογραφίες. Πρόλαβα όμως και με τρόπο τράβηξα στην ψηφιακή μου κάμερα την τραπεζαρία. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ένα εξάρτημα που κρεμόταν πάνω από το μεγάλο στενόμακρο τραπέζι.  Αυτό  συνδεόταν με σκοινιά και τροχαλίες σε μια γωνία του μεγάλου δωματίου. Χρησίμευε για να κάνουν αέρα οι μαύροι υπηρέτες την ώρα του φαγητού στους οικοδεσπότες τους. Γιατί η ζωή τους τότε, ανήκε αποκλειστικά σε αυτούς!  



 Αιώρα άνωθεν της τραπεζαρίας για την απαραίτητη δροσιά την ώρα του φαγητού στους οικοδεσπότες!


Kαι εδώ γυρίστηκαν όμορφες ταινίες. Σαν αυτές που ήξερε κάποτε να κάνει ο αμερικάνικος κινηματογράφος. Ταινίες που είδαμε σε μικρή ηλικία και μας σημάδεψαν! Αναφέρω τη γνωστή μας και τόσο υπέροχη   Gone with the wind (Όσα παίρνει ο άνεμος), μέχρι και τις  Primary colors, Interview with the vampire, Fletch lives και τόσες άλλες!  Γιατί εδώ και πολλά χρόνια οι ταινίες του δεν έχουν άρωμα τέχνης, φοβούμαι, αλλά εμπορικού προϊόντος,  δυστυχώς, δεδομένου ότι το χρήμα, η προπαγάνδα, η εξυπηρέτηση άλλων σκοπών, φανερών, κρυφών και συγκαλυμμένων, η προβολή προσώπων, αρεστών σε μερικούς και η απόρριψη άλλων, είναι το πρώτιστο κίνητρο των σύγχρονων δημιουργών.


Παράμερο μπλουζ κλαμπ στην παλιά πόλη της Νέας Ορλεάνης. Ότι πιο αυθεντικό!


Δύσκολο να έρθεις έως εδώ, στα έλη της Λουϊζιάνας, έτσι μόνο για αυτό! Αλλά για  το βράδυ έχω άλλα σχέδια. Θα πάω και θα χαζέψω στα στέκια της πόλης, στο κέντρο της. Δίπλα στο ξενοδοχείο μου. Στα κλαμπ με την τζαζ και το μπλουζ! Η  Bourbon Street, αλλά και οι  άλλες γύρω από αυτή είναι γεμάτες από αμέτρητα  κλαμπ. Για τη Νέα Ορλεάνη είναι, ότι η Beale Street για τα μπλουζ στο Μέμφις του Τεννεσί.  Εδώ η τζαζ έχει την τιμητική της! Εδώ είναι η πατρίδα της. Εδώ γεννήθηκε, εδώ μεγάλωσε, από δω έφυγε και ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου. Και ύστερα επηρέασε πολλούς άλλους μουσικούς, πολλά άλλα είδη μουσικής, αφού ανακατεύτηκε με αυτά και γέννησε άλλα υβρίδια. Για αυτό και οι κάτοικοι εδώ είναι περήφανοι για τη μουσική τους και μάλιστα έδωσαν και το όνομα του Louis Armstrong στο διεθνές αεροδρόμιο της πόλης αυτής, για να τιμήσουν αυτό τον μεγάλο μουσικό, τον πατέρα της τζαζ! Εστιατόρια, μπαρ, κλαμπ, σεξ καταστήματα, ανοιχτά όλη τη νύχτα! Μαύροι, άσπροι, ενδιάμεσοι, ντόπιοι, ξένοι, τουρίστες όλοι περνούν από δω όταν έρχονται στην πόλη αυτή. Η μουσική όμως πρώτα από όλα! Η τζαζ, το μπλουζ και  οι παραλλαγές τους. Που είναι μπόλικες και αυτές! Τα βράδια η πόλη δεν σου προσφέρει μόνο τη μουσική της σκηνή, αλλά και μια μεγάλη ποικιλία από έξοχα εστιατόρια τα οποία αποπνέουν κάτι από τη παλιά αρχοντιά της. Πρόσχαρος κόσμος απολαμβάνει τις ώρες του, καλοντυμένοι οι πιο πολλοί, οι τιμές ρεαλιστικές, το φαγητό με γεύσεις από  όλο τον κόσμο!  Στο εστιατόριο Red Fish, στο 115 της Bourbon Street, γινόταν το αδιαχώρητο! Καλό εστιατόριο σε ένα παλιό κτίσμα. Δίπλα το μπαρ. Οι ποικιλίες του, θαλασσινές ως επί το πλείστον. Οι μπύρες του γνωστές μάρκες, αλλά προτίμησα μια τοπική. Παλιά συνήθεια. Αργότερα, περασμένα μεσάνυχτα,  χώθηκα με ένα φίλο σε ένα απόμερο μπλουζ κλαμπ να ζήσω αυτό που ήθελα και επιθυμούσα την ώρα εκείνη. Το πραγματικό νέγρικο μπλουζ!




Ένας από τους νυκτερινούς δρόμους της πόλης.


Μέρες γεμάτες, μέρες άδειες, όπως και να το κάνεις οι ρυθμοί εδώ είναι διαφορετικοί από τις άλλες αμερικανικές μεγαλουπόλεις. Δηλαδή αυτή εδώ δεν είναι πια μεγάλη, παλιά ήτανε, αλλά με τον τυφώνα έχασε πολλά τέκνα της. Πήραν των οματιών τους που λέμε και μείς και έφυγαν μακριά. Όσοι έμειναν πάντως είναι περήφανοι και προσπαθούν να μπαλώσουν ότι μπορούν και να συνεχίσουν την πορεία τους! Χτίζουν καινούργια κτίρια, εμπορικά κέντρα, αλλά η κίνηση μάλλον πεσμένη. Το βλέπεις σε κάθε βήμα, ειδικά μέσα στα καταστήματα!  



Η ιστορία της πόλης είναι άρρηκτα δεμένη με το μεγάλο ποτάμι, τον Μισσισσιππή. 



Η οικονομία της στηρίζεται σίγουρα σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό και σε αυτό το μεγάλο λιμάνι της στις εκβολές του  Μισισιπή. Πάντως το ποταμόπλοιο Natchez που κάνει κάθε μέρα μια μικρή κρουαζιέρα στο λιμάνι ήταν γεμάτο την επόμενη μέρα! Οι τουρίστες είχαν σχηματίσει μεγάλη ουρά στα εκδοτήρια των εισιτηρίων από νωρίς, αλλά εγώ είχα βγάλει εισιτήριο από την προηγούμενη! Δυο ώρες, ίσως και παραπάνω περνούν ευχάριστα μέσα σε αυτό αφού βλέπεις ένα μεγάλο ποτάμι στις εκβολές του, που τώρα τις έχουν μπαζώσει γενναία για το φόβο άλλης κακής στιγμής, στο Δέλτα του που έχει συνδέσει το όνομά του με αναρίθμητα πράγματα από τη μουσική και όχι μόνο!  Νωρίτερα είδα το Ενυδρείο τους, τίποτα το σπουδαίο αλήθεια, είχα δει και καλύτερα και μάλιστα πρόσφατα κάπου αλλού, αλλά δαπάνησα μερικές άδειες ώρες. Οι καρχαρίες σε όλα τα μεγέθη και είδη, είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό από τα εκθέματα εδώ. Δίπλα ακριβώς από το Ενυδρείο, το θέατρο IMAX παρουσιάζει ένα φιλμ διάρκειας 45 λεπτών με θέμα τι άλλο από τον καταστροφικό τυφώνα Κατρίνα! Hurricane on the Bayou! Χώθηκα και εκεί λίγο μετά και απόλαυσα όχι μόνο το ντοκιμαντέρ με τις ανυπολόγιστες ζημιές, αλλά τον τρόπο που τα πάντρεψαν αυτά με μικρές καθημερινές υποθέσεις της πόλης τους και βέβαια την χρησιμοποίηση της  τρισδιάστατης φωτογραφίας στον κινηματογράφο. Καταπληκτικά μηχανήματα προβολής, νόμιζες κάποια στιγμή ότι βρισκόσουνα και εσύ ο ίδιος μέσα στα γεγονότα, άλλες φορές ότι κολυμπούσες μέσα στα μανιασμένα κύματα δίπλα και παρέα με αλιγάτορες και άλλες φορές πως είσαι συνοδηγός σε πλοίο ή αεροπλάνο και τραβάς με τη μηχανή σου υλικό για μελλοντική προβολή. Αυτό  όμως που μου έκανε εντύπωση είναι ότι ακόμα και αυτή την κακή στιγμή για την πόλη τους, την εκμεταλλεύονται με όποιο τρόπο μπορούν για το πολυπόθητο κέρδος!  Στην πλατεία Jackson, μπροστά στον καθεδρικό της πόλης St Louis και γύρω από αυτόν, οι δρόμοι τη μέρα μπορεί να είναι γεμάτοι με κάθε είδους επαγγέλματα που δραστηριοποιούνται με τον τουρισμό, αλλά μόλις νυχτώνει άλλα πράγματα έχουν την τιμητική τους!  Ένα από αυτά είναι και το καζίνο! Καινούργιο κτιριακά, υπέροχο εξωτερικά, τα φώτα με νέον κάθε χρώματος να αναβοσβήνουν, τεράστιο σε έκταση και χλιδή, γκλαμουριά, κιτς διακόσμηση παντού, στο πάτωμα και στα ταβάνια, όπως ταιριάζει άλλωστε σε αυτούς τους χώρους, γεμάτο από ανθρώπους με μοναδικό σκοπό το κυνήγι του δολαρίου και μόνον. Γιατί δεν ξέρω αν το κάνουν και για διασκέδαση. Σνακ  μπαρ, καφέ, μπυραρίες, εστιατόρια, τα γνωστά τυπικά Αμερικάνικα fast food εδώ και αυτά. Με τα απαράλλαχτα εδέσματά τους σε όλο τον κόσμο! Και όλες οι ηλικίες! Μικροί και μεγάλοι!  Γυναίκες και άντρες! Άσπροι και μαύροι!  



 Πολλά προστατευτικά έργα για την κακιά στιγμή, έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται ακόμα!


Όταν μεσημεριάτικα,  μετά από παραμονή μιας εβδομάδας, αποχαιρέτησα τη Νέα Ορλεάνη, τη ζέστη, την υγρασία της, τους ανθρώπους της, μέσα στο ταξί, στο δρόμο για το αεροδρόμιο, καθ’ οδόν για τη Νέα Υόρκη, ξαπλωμένος στα δερμάτινα καθίσματα του αμερικάνικου αυτοκινήτου,  δεν ξέρω γιατί, αλλά όπως σκεφτόμουνα αυτά που είδα και βίωσα τις μέρες της παραμονής μου, μου έδωσε την εντύπωση ηλικιωμένης μπαρ γούμαν που δεν λέει να το βάλει κάτω παρά την ηλικία της!  



Κοντά στις εκβολές του Μισσισσιππή στον Κόλπο του Μεξικού.


07 Μαΐου 2014

The Song of Hiawatha - 22 - Hiawatha's Departure [Henry W. Longfellow]


22. Η Αναχώρηση του Hiawatha

Στην όχθη της Gitche Gumee δίπλα,
Στη λαμπερή Μεγάλη Λίμνη δίπλα,
Στου καλυβιού του την πόρτα εισόδου,
Στο ευχάριστο Καλοκαιρινό πρωινό,
Ο Hiawatha στεκότανε και περίμενε.
Όλος ο αέρας γεμάτος φρεσκάδα ήτανε,
Όλη η γη λαμπερή και χαρούμενη ήτανε,
Και μπροστά του, μέσ’ απ’ το ηλιόφως,
Προς τα δυτικά, στο γειτονικό δάσος,
Το Ahmo, η μύγα με το κεντρί, σε χρυσαφένια σμήνη πέρασε,
Οι μέλισσες που φτιάχνουνε το μέλι περάσανε,
Καυτές, υπό το ηλιόφως τραγουδώντας.

Φωτεινοί πάνω απ’ αυτόν οι ουρανοί λάμπανε,
Ακυμάτιστη μπροστά του η λίμνη κείτονταν˙
Απ’ τα σπλάχνα της ο οξύρρυγχος πήδησε,
Υπό το ηλιόφως σπινθηροβολώντας και αστράφτοντας˙
Το μεγάλο δάσος στις όχθες της στεκότανε
Και στο νερό αντανακλόνταν,
Κάθε κορφή δέντρου τη σκιά της,
Στο μέχρι το βυθό ασάλευτο νερό, έριχνε.

Απ’ του Hiawatha τo μέτωπο
Κάθε ίχνος θλίψης είχε χαθεί,
Όπως η ομίχλη πάνω απ’ το νερό χάνεται,
Όπως η υγρασία πάνω απ’ το λιβάδι χάνεται.
Μ’ ένα χαμόγελο χαράς και θριάμβου,
Μ’ ένα βλέμμα αγαλλίασης,
Όπως κάποιος που σε όραμα
Αυτό που (ποθεί και) πρόκειται να συμβεί, αλλά όχι ακόμη, βλέπει,
Ο Hiawatha στεκότανε και περίμενε.

Προς τον ήλιο αυτός τα χέρια του σήκωσε,
Και τις δυο παλάμες του ενάντια του άπλωσε,
Κι αναμεταξύ των χωρισμένων του δακτύλων
Το ηλιόφως πάνω στα αισθητήρια όργανα του προσώπου του ένιωθε,
Οι γυμνοί του ώμοι απ’ το φως ραβδωνόντουσαν,
Καθώς αυτό μέσ’ από τα κενά, των φύλλων και των κλαδιών μιας βελανιδιάς, πέρναγε
Και πέφτοντας ραβδώσεις δημιουργούσε.

Πάνω απ’ το νερό: σα να επιπλέει σα να πετάει,
Κάτι σ’ ασαφή απόσταση φαινότανε,
Κάτι στου πρωινού την ομίχλη φαινότανε,
Απ’ το νερό ξεπρόβαλε και σηκώθηκε,
Τη μια πως επιπλέει φαινότανε, την άλλη πως πετάει φαινότανε,
Κι όλο και πλησίαζε.

Το Shingebis, το βουτηχτάρι, να ‘τανε;
Ή το Shada, o πελεκάνος, να ‘τανε;
Ή το Shuh-shuh-gah, o ερωδιός, να ‘τανε;
Ή το , Waw-be-wawa, η λευκή χήνα,
Με το νερό, απ’ το γυαλιστερό της λαιμό και τα φτερά της,
Να στάζει και να σπινθηροβολεί, να ‘τανε;

Ούτε η χήνα ούτε το βουτηχτάρι ήτανε,
Ούτε ο πελεκάνος ούτε ο ερωδιός ήτανε,
Πάνω απ’ το νερό, σα να επιπλέει σα να πετάει,
Μες στη λαμπερή υγρασία του πρωινού,
Τίποτε άλλο παρά έν’ από σημύδα κανό με κουπιά,
Πάνω στο νερό τη μία να σηκώνεται την άλλη να βυθίζεται,
Υπό το ηλιόφως να στάζει και να σπινθηροβολεί˙
Και μες σ’ αυτό κάποιοι άνθρωποι,
Απ’ τη μακρινή χώρα του Wabun, ερχόντουσαν,
Απ’ τ’ απώτατα μέρη του πρωινού
Ο αρχηγός, ο μαυροφορεμένος Προφήτης, ήρθε,
Αυτός ο Ιερέας των Προσευχών, το Χλωμό πρόσωπο,
Με τους οδηγούς του και τους συντρόφους του, ήρθε.

Και ο ευγενής Hiawatha,
Με τα χέρια του ψηλά εκτεταμένα,
Πως τους καλωσορίζει έδειχνε,
Πλήρης αγαλλίασης αυτός περίμενε,
Μέχρι που τ’ από σημύδα κανό με τα κουπιά
Στα λαμπερά βότσαλα σούρθηκε
Και στην αμμώδη όχθη τραβήχτηκε,
Μέχρι που ο μαυροφορεμένος αρχηγός, το Χλωμό πρόσωπο,
Με το σταυρό πάνω στο στήθος του,
Στην αμμώδη όχθη αποβιβάστηκε.

Τότε ο χαρούμενος Hiawatha
Δυνατά φώναξε και με τέτοιο τρόπο μίλησε:
"Ω! ξένοι, ο ήλιος όμορφος είναι,
Όταν έρχεστε από τόσο μακριά για να μας δείτε!
Όλοι στην πόλη μας ειρηνικά σας περιμένουνε,
Όλες οι πόρτες μας ανοιχτές για σας είναι˙
Απ’ όλα μας τα καλύβια θα πρέπει να περάσετε,
Το δεξί μας χέρι, αυτό της καρδιάς, σας δίνουμε.

"Ποτέ τόσο εύθυμα η γη δεν άνθισε,
Ποτέ τόσο έντονα ο ήλιος δεν έλαμψε,
Όσο τη σημερινή ημέρα λάμπουνε και ανθίζουνε,
Όταν έρχεστε από τόσο μακριά για να μας δείτε!
Ποτέ τόσο γαλήνια όσο τώρα η λίμνη δεν ήτανε,
Ούτε τόσο απαλλαγμένη από βράχια και συσσωρεύσεις άμμου˙
Λες και τα βράχια με τις συσσωρεύσεις άμμου,
Για να περάσει το από σημύδα κανό σας, απομακρυνθήκανε.

"Ποτέ τόσο γλυκιά κι ευχάριστη γεύση
Ο καπνός δεν είχε,
Ποτέ τόσο όμορφα να τα κοιτάς
Τα πλατιά φύλλα των καλαμποκιών στα χωράφια μας δεν ήτανε,  
Όσο το σημερινό πρωινό σε μας φαίνονται,
Όταν έρχεστε από τόσο μακριά για να μας δείτε!"

Και ο μαυροφορεμένος αρχηγός απάντησε,
Στην ομιλία του, που λιγάκι τραύλιζε,
Με λόγια, στα οποία όμως εξοικειωμένος (ο Hiawatha) δεν ήτανε, είπε:
"Ειρήνη σε σας, Hiawatha, ας είναι,
Ειρήνη σε σένα και στο λαό σου, ας είναι,
Η ειρήνη της προσευχής και η ειρήνη της συγχώρεσης,
Η ειρήνη του Χριστού και η χαρά της Μαρίας!"

Στη συνέχεια, ο γενναιόδωρος Hiawatha,
Στο καλύβι του τους ξένους οδήγησε,
Σε δέρματα από βίσονες τους κάθισε,
Σε δέρματα από ερμίνα τους κάθισε,
Και η προσεκτική γριά Nokomis
Τροφή σε κύπελλα από φιλύρα τους έφερε,
Νερό σε από σημύδα νεροκουτάλες τους έφερε,
Και την πίπα της ειρήνης*,
Γεμισμένη κι αναμμένη για να καπνίσουνε τους έφερε.

*μέχρι και το 20ο κεφάλαιο ο Longfellow έγραφε την "Piece-Pipe" με κεφαλαία γράμματα. Προφανώς για να εκφράσει τη σημαντικότητα του κοινού καπνίσματος όταν επρόκειτο οι ινδιάνοι να συζητήσουνε κάτι. Ήτανε μια ιερή στιγμή ειλικρινούς κατάθεσης των απόψεων του κάθε παρευρισκόμενου και συμμετέχοντος στη συζήτηση. Στα δυο τελευταία, όμως, κεφάλαια ο ποιητής, στα δύο σημεία όπου αναφέρεται, την αποδίδει με μικρά γράμματα.  Ίσως να είναι τυχαίο. Ίσως πάλι ήθελε με τον τρόπο αυτό να τονίσει ότι πια στα εδάφη των ινδιάνων είχε πατήσει το πόδι του ο υποκριτής και ανειλικρινής λευκός άνθρωπος. Εξάλλου την εποχή που έγραψε το ποίημα για τον Hiawatha οι ινδιάνοι, όσοι είχανε απομείνει από αυτούς, διωκόντουσαν, όπως και οι μαύροι δούλοι που είχανε φέρει από την Ανατολική Αφρική, ενίοτε με ακραία απάνθρωπους τρόπους από τους ρατσιστές λευκούς. Αξίζει να θυμίσουμε ότι ο Longfellow είχε γράψει και μια ποιητική συλλογή για τη δουλεία: Poems of Slavery.

Όλοι οι γέροι άντρες του χωριού,
Όλοι οι πολεμιστές του έθνους,
Όλοι οι Jossakeeds, οι Προφήτες,
Οι Wabenos, οι μάγοι/ ταχυδακτυλουργοί,
Και οι Medas, οι Θεραπευτές, ήρθανε,
Τιμή στους ξένους να προσφέρουνε·
"Καλά είναι", αυτοί είπανε, "Ω! αδέλφια μας,
Ότι έρχεστε από τόσο μακριά για να μας δείτε!"

Κυκλικά, γύρω απ’ την πόρτα εισόδου,
Σιωπηλά, καπνίζοντας τις πίπες τους καθόντουσαν,
Για τους ξένους κοιτώντας περιμένανε,
Να τους δώσουνε κάποιο μήνυμα περιμένανε,
Μέχρι που ο μαυροφορεμένος αρχηγός, το Χλωμό πρόσωπο,
Απ’ το καλύβι να τους χαιρετήσει βγήκε,
Στην ομιλία του, και λιγάκι τραυλίζοντας,
Με λόγια, στα οποία όμως εξοικειωμένοι αυτοί δεν ήτανε, μίλησε·
"Καλά είναι", αυτοί επαναλάβανε, "Ω! αδέλφια μας,
Ότι έρχεστε από τόσο μακριά για να μας δείτε!"

Κατόπιν ο μαυροφορεμένος αρχηγός, ο Προφήτης,
Στο λαό το μήνυμά του είπε,
Για το σκοπό της αποστολής του είπε,
Για την Παρθένο Μαρία τους είπε
Και για τον ευλογημένο Γιό της, το Σωτήρα, τους είπε,
Πώς σε μακρινές χώρες, πολύ πίσω στο χρόνο,
Σαν κι εμάς στη γη είχανε ζήσει·
Πώς εκείνος νήστεψε, προσευχήθηκε και κόπιασε·
Πώς οι Εβραίοι, η αθεόφοβη φυλή,
Τον εμπαίξανε, τον μαστιγώσανε, τον σταυρώσανε·
Πώς αυτός, από εκεί που τον είχανε τοποθετήσει (νεκρό), σηκώθηκε,
Ξανά μαζί με τους μαθητές του περπάτησε
Και στους ουρανούς αναλήφθηκε.

Και οι ινδιάνοι αρχηγοί απαντήσανε, λέγοντας:
"Το μήνυμά σου εμείς το προσέξαμε,
Τα σοφά σου λόγια εμείς τ’ ακούσαμε,
Τα όσα μας είπες εμείς θα τα σκεφτούμε.
Καλά είναι για μας, Ω! αδέλφια μας,
Ότι έρχεστε από τόσο μακριά για να μας δείτε!"

Μετά αυτοί σηκωθήκανε
Και ο κάθε ένας για το καλύβι του αναχώρησε,
Στους νέους άντρες και στις γυναίκες
Την ιστορία των ξένων είπανε,
Αυτών που ο Κύριος της Ζωής*,
Απ’ τη λαμπερή χώρα του Wabun, τους είχε στείλει.

*ο Longfellow, πιστός χριστιανός ο ίδιος, με τον εμφατικό τρόπο που βάζει στα λόγια των ινδιάνων τον "Κύριο της Ζωής", προσπαθεί να πει - σε μια εποχή που οι ελάχιστοι απομείναντες ινδιάνοι διώκονταν από τους ρατσιστές λευκούς αμερικανούς (μάλιστα σε πολλές περιοχές δινότανε και μια καλή αμοιβή για κάθε κεφάλι ινδιάνου) απλά γιατί ήτανε ινδιάνοι και αντιμετωπίζονταν κτηνωδώς, βασανίζονταν και σκοτώνονταν με φρικτούς τρόπους – στους συμπολίτες τους ότι αυτοί που πια είχανε σχεδόν αφανιστεί ήτανε άνθρωποι όπως όλοι και κάτω από τον ίδιο Θεό με αυτούς και πως εν τέλει όλοι μαζί θα μπορούσανε να συνυπάρξουνε αρμονικά. Αυτό για την εποχή του Longfellow ήτανε μεγάλο τόλμημα. Η επίσημη και η ανώνυμη κριτική απαξίωσε τελείως το ποίημα, αλλά πολύς ήτανε ο κόσμος που το αγάπησε. Μεταξύ άλλων, στους New York Times, σε ανώνυμο κείμενο κατηγορήθηκε ως γραφικός που υπερασπίστηκε μια φυλή που της άξιζε ο αφανισμός!  

Βαρύ απ’ τη ζέστη και σιωπηλό
Το απόγευμα του Καλοκαιριού γινότανε·
Μ’ έναν υπναλέο ήχο το δάσος,
Γύρω απ’ τα αποπνικτικά καλύβια, ψιθύριζε,
Μ’ έναν ήχο του ύπνου το νερό,
Στην αμμουδιά από κάτω του, κυμάτιζε·
Απ’ τα καλαμποχώραφα διαπεραστικά και ακατάπαυστα,
Το Pah-puk-keena, η ακρίδα, τραγουδούσε·
Και οι καλεσμένοι του Hiawatha,
Απ’ τη ζέστη του Καλοκαιριού, κουρασμένοι,
Στο αποπνικτικό καλύβι ελαφρά κοιμόντουσαν.

Σιγά-σιγά πάνω απ’ το τοπίο που σιγόβραζε
Του απογεύματος το σούρουπο και η δροσιά πέφτανε,
Και οι μακριές ηλιαχτίδες του ορίζοντα,
Μες στο δάσος, σα λόγχες εξακοντιζόντουσαν,
Τις ασπίδες της σκιάς διασπώντας,
Μες σε κάθε μια μυστική ενέδρα ορμούσανε,
Την κάθε λόχμη, το κάθε λαγκάδι ή βαθούλωμα ερευνώντας˙
Ακόμη όμως, οι καλεσμένοι του  Hiawatha,
Στο σιωπηλό καλύβι ελαφρά κοιμόντουσαν.

Απ’ τη θέση του ο Hiawatha σηκώθηκε,
Στη γριά Nokomis τον αποχαιρετισμό του προσέφερε,
Χωρίς να ξυπνήσει τους καλεσμένους του, που ελαφρά κοιμόντουσαν,
Ψιθυριστά με τέτοιο τρόπο αυτός μίλησε:

"Ω! Nokomis, εγώ φεύγω,
Για ένα μεγάλο μακρινό ταξίδι,
Για του Ηλιοβασιλέματος τις πύλες,
Για τις περιοχές του Σπιτιού των Ανέμων,
Του Keewaydin, του Βορειοδυτικού Ανέμου, εγώ φεύγω.
Αλλά αυτούς τους φιλοξενούμενους που πίσω μου αφήνω,
Υπό την επιτήρησή σου και τη φύλαξή σου τους αφήνω˙
Ότι κανένα κακό δε θα τους πλησιάσει,
Ότι κανένας φόβος δε θα τους παρενοχλήσει,
Ούτε κίνδυνος ούτε υποψία,
Ούτε, στο κατάλυμα του Hiawatha,
Τροφή ή στέγη θα τους λείψει!"

Προς το χωριό αυτός πήγε,
Σ’ όλους τους πολεμιστές τον αποχαιρετισμό του προσέφερε,
Σ’ όλους τους νέους άντρες τον αποχαιρετισμό του προσέφερε,
Πειστικά με τέτοιο τρόπο αυτός μίλησε:

"Ω! λαέ μου, εγώ φεύγω,
Για ένα μεγάλο μακρινό ταξίδι˙
Πολλά φεγγάρια και πολλοί χειμώνες
Θα ‘χουνε έρθει και θα ‘χουνε χαθεί,
Προτού εγώ και πάλι ξανάρθω να σας δω.
Αλλά πίσω μου τους φιλοξενούμενούς μου αφήνω˙
Τα σοφά τους τα λόγια ακούστε,
Την αλήθεια που αυτοί λένε ακούστε,
Γιατί ο Κύριος της Ζωής,
Απ’ τη χώρα του φωτός και του πρωινού τους έχει στείλει!"

Στην όχθη ο Hiawatha στεκότανε,
Γύρισε και το χέρι του, για τον αποχωρισμό, έσειε˙
Στο καθαρό και φωτεινό νερό
Το από σημύδα κανό του για τον απόπλου αναχώρησε,
Απ’ της όχθης τα βότσαλα,
Προς το νερό, τ’ ώθησε˙
"Προς τα δυτικά! Προς τα δυτικά!" του ψιθύρισε
Και με ταχύτητα προς τα μπροστά όρμησε.

Και ο απογευματινός ήλιος, καθώς κατερχότανε,
Στα σύννεφα, κοκκινίζοντάς τα, φωτιά έβαζε,
Σαν το λειμώνα, τον πλατύ ουρανό, έκαιγε,
Πάνω στο ακυμάτιστο νερό έφυγε,
Μια μακριά τροχιά και ίχνος μεγαλείου αφήνοντας,
Το ρεύμα του οποίου κατέβαινε, όπως έναν ποταμό θα κατέβαινε,
Προς τα δυτικά, προς τα δυτικά, ο Hiawatha,
Υπό το φλογερό ηλιοβασίλεμα κατέπλεε,
Υπό τους πορφυρούς ατμούς κατέπλεε,
Υπό το σούρουπο του απογεύματος κατέπλεε:

Και οι άνθρωποι απ’ την όχθη τον παρατηρούσανε:
Να πλέει, να σηκώνεται και να βυθίζεται,
Μέχρι που το από σημύδα κανό,
Ψηλά, σ’ αυτή τη θάλασσα του μεγαλείου, φάνηκε να σηκώνεται,
Μέχρι που μες σε ατμούς καταβυθίστηκε,
Σιγά-σιγά, σαν τη νέα σελήνη,
Μες στο απόμακρο πορφυρό καταβυθιζότανε.

Και αυτοί είπανε: "Αντίο για πάντα!"
Είπανε: "Αντίο, Ω! Hiawatha!"
Και τα δάση, σκοτεινά και μοναχικά,
Όλο το βάθος του σκοταδιού τους μετακινήσανε,
Αναστενάζοντας: "Αντίο, Ω! Hiawatha!"
Και τα κύματα στην όχθη,
Πάνω στα βότσαλα, κυματίζοντας σηκωθήκανε,
Και με λυγμούς ακουστήκανε: "Αντίο, Ω! Hiawatha!"
Και το Shuh-shuh-gah, ο ερωδιός,
Απ’ τα στέκια του, μεταξύ των βάλτων,
Ούρλιαξε: "Αντίο, Ω! Hiawatha!"

Έτσι ο Hiawatha,
Ο Hiawatha ο Αγαπημένος, αναχώρησε,
Υπό τη δόξα του ηλιοβασιλέματος,
Υπό την ομίχλη του δειλινού,
Για τις περιοχές του Σπιτιού των Ανέμων,
Του Keewaydin, του Βορειοδυτικού Ανέμου,
Για τα Νησιά του Ευλογημένου,
Στο Βασίλειο του Ponemah,
Στη Χώρα του Επέκεινα!


ΤΕΛΟΣ


Ο Henry Wadsworth Longfellow (27 Φεβρουαρίου 1807, Portland, Maine - 24 Μαρτίου 1882, Cambridge, Massachusetts) είναι ένας από του σημαντικότερους Αμερικανούς (ΗΠΑ) ποιητές που το έργο του αναγνωρίστηκε όσο ζούσε. Εργάστηκε ως καθηγητής. Μάλιστα το 1854 παραιτήθηκε από το πανεπιστήμιο του Harvard για να ασχοληθεί με το συγγραφικό του έργο, στο οποίο περιλαμβάνονται μυθιστορήματα, ποιήματα και θεατρικά έργα.  Επίσης μετέφρασε στα αγγλικά και τη "Θεία Κωμωδία"  του Dante Alighieri. Ήταν ο πρώτος Αμερικανός λογοτέχνης που ασχολήθηκε με τα έθιμα των ινδιάνων. Το "The Song of Hiawatha", ένα από τα σημαντικότερα έργα του, ξεκίνησε να γράφεται τον Ιούνιο του 1854 και εκδόθηκε το Νοέμβριο του 1855. Γράφτηκε σε τροχαϊκό τετράμετρο λόγω της επιρροής που άσκησε το φινλανδικό έπος Kalevala στον Longfellow. Επισκέφτηκε δυο φορές την Ευρώπη και παντρεύτηκε δύο φορές. Το 1831 τη Mart Storer Potter με την οποία ταξίδεψε στην Ευρώπη όπου σπούδασε σουηδικά, δανέζικα, φινλανδικά, ολλανδικά και λογοτεχνία. Η Mart Storer Potter πέθανε το 1835 στον Amsterdam. Το 1843 παντρεύτηκε την Frances Appleton, κόρη πολύ πλούσιου εμπόρου, η οποία το 1861 κάηκε ζωντανή όταν το φόρεμά της πήρε φωτιά από κερί.

---------------------------------------

Όπως ήδη έχουμε αναφέρει η μετάφραση του σημαντικότατου για την παγκόσμια λογοτεχνία: “The Song of Hiawatha” του Henry W. Longfellow θα παρουσιαστεί, υπολογίζουμε το Σεπτέμβρη του 2014, κατ’ αρχήν ως ebook στα πλαίσια της εκδοτικής παρέμβασης του 24Γράμματα: εν καινώ. Πρώτα θα γίνουνε και όλες οι αναγκαίες γραμματικές, συντακτικές και μεταφραστικές διορθώσεις, στα κείμενα που έχουνε ήδη δημοσιευτεί, καθόσον η προσπάθεια αυτή δεν ήτανε παρά μια πρώτη, εν προόδω της ανάγνωσης, καταγραφή. Ιδιαίτερα ευχαριστώ το φίλο Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο για την αγάπη και το ενδιαφέρον με τα οποία αγκάλιασε την προσπάθεια και για το χρόνο που αφιέρωσε και αφιερώνει στην επιμέλεια των εν λόγω διορθώσεων.



XXII. Hiawatha's Departure

By the shore of Gitche Gumee,
By the shining Big-Sea-Water,
At the doorway of his wigwam,
In the pleasant Summer morning,
Hiawatha stood and waited.
All the air was full of freshness,
All the earth was bright and joyous,
And before him, through the sunshine,
Westward toward the neighboring forest
Passed in golden swarms the Ahmo,
Passed the bees, the honey-makers,
Burning, singing in the sunshine.

Bright above him shone the heavens,
Level spread the lake before him;
From its bosom leaped the sturgeon,
Sparkling, flashing in the sunshine;
On its margin the great forest
Stood reflected in the water,
Every tree-top had its shadow,
Motionless beneath the water.

From the brow of Hiawatha
Gone was every trace of sorrow,
As the fog from off the water,
As the mist from off the meadow.
With a smile of joy and triumph,
With a look of exultation,
As of one who in a vision
Sees what is to be, but is not,
Stood and waited Hiawatha.

Toward the sun his hands were lifted,
Both the palms spread out against it,
And between the parted fingers
Fell the sunshine on his features,
Flecked with light his naked shoulders,
As it falls and flecks an oak-tree
Through the rifted leaves and branches.

O'er the water floating, flying,
Something in the hazy distance,
Something in the mists of morning,
Loomed and lifted from the water,
Now seemed floating, now seemed flying,
Coming nearer, nearer, nearer.

Was it Shingebis the diver?
Or the pelican, the Shada?
Or the heron, the Shuh-shuh-gah?
Or the white goose, Waw-be-wawa,
With the water dripping, flashing,
From its glossy neck and feathers?

It was neither goose nor diver,
Neither pelican nor heron,
O'er the water floating, flying,
Through the shining mist of morning,
But a birch canoe with paddles,
Rising, sinking on the water,
Dripping, flashing in the sunshine;
And within it came a people
From the distant land of Wabun,
From the farthest realms of morning
Came the Black-Robe chief, the Prophet,
He the Priest of Prayer, the Pale-face,
With his guides and his companions.

And the noble Hiawatha,
With his hands aloft extended,
Held aloft in sign of welcome,
Waited, full of exultation,
Till the birch canoe with paddles
Grated on the shining pebbles,
Stranded on the sandy margin,
Till the Black-Robe chief, the Pale-face,
With the cross upon his bosom,
Landed on the sandy margin.

Then the joyous Hiawatha
Cried aloud and spake in this wise:
"Beautiful is the sun, O strangers,
When you come so far to see us!
All our town in peace awaits you,
All our doors stand open for you;
You shall enter all our wigwams,
For the heart's right hand we give you.

"Never bloomed the earth so gayly,
Never shone the sun so brightly,
As to-day they shine and blossom
When you come so far to see us!
Never was our lake so tranquil,
Nor so free from rocks, and sand-bars;
For your birch canoe in passing
Has removed both rock and sand-bar.

"Never before had our tobacco
Such a sweet and pleasant flavor,
Never the broad leaves of our cornfields
Were so beautiful to look on,
As they seem to us this morning,
When you come so far to see us!"

And the Black-Robe chief made answer,
Stammered in his speech a little,
Speaking words yet unfamiliar:
"Peace be with you, Hiawatha,
Peace be with you and your people,
Peace of prayer, and peace of pardon,
Peace of Christ, and joy of Mary!"

Then the generous Hiawatha
Led the strangers to his wigwam,
Seated them on skins of bison,
Seated them on skins of ermine,
And the careful old Nokomis
Brought them food in bowls of basswood,
Water brought in birchen dippers,
And the calumet, the peace-pipe,
Filled and lighted for their smoking.

All the old men of the village,
All the warriors of the nation,
All the Jossakeeds, the Prophets,
The magicians, the Wabenos,
And the Medicine-men, the Medas,
Came to bid the strangers welcome;
"It is well", they said, "O brothers,
That you come so far to see us!"

In a circle round the doorway,
With their pipes they sat in silence,
Waiting to behold the strangers,
Waiting to receive their message;
Till the Black-Robe chief, the Pale-face,
From the wigwam came to greet them,
Stammering in his speech a little,
Speaking words yet unfamiliar;
"It is well," they said, "O brother,
That you come so far to see us!"

Then the Black-Robe chief, the Prophet,
Told his message to the people,
Told the purport of his mission,
Told them of the Virgin Mary,
And her blessed Son, the Saviour,
How in distant lands and ages
He had lived on earth as we do;
How he fasted, prayed, and labored;
How the Jews, the tribe accursed,
Mocked him, scourged him, crucified him;
How he rose from where they laid him,
Walked again with his disciples,
And ascended into heaven.

And the chiefs made answer, saying:
"We have listened to your message,
We have heard your words of wisdom,
We will think on what you tell us.
It is well for us, O brothers,
That you come so far to see us!"

Then they rose up and departed
Each one homeward to his wigwam,
To the young men and the women
Told the story of the strangers
Whom the Master of Life had sent them
From the shining land of Wabun.

Heavy with the heat and silence
Grew the afternoon of Summer;
With a drowsy sound the forest
Whispered round the sultry wigwam,
With a sound of sleep the water
Rippled on the beach below it;
From the cornfields shrill and ceaseless
Sang the grasshopper, Pah-puk-keena;
And the guests of Hiawatha,
Weary with the heat of Summer,
Slumbered in the sultry wigwam.

Slowly o'er the simmering landscape
Fell the evening's dusk and coolness,
And the long and level sunbeams
Shot their spears into the forest,
Breaking through its shields of shadow,
Rushed into each secret ambush,
Searched each thicket, dingle, hollow;
Still the guests of Hiawatha
Slumbered in the silent wigwam.

From his place rose Hiawatha,
Bade farewell to old Nokomis,
Spake in whispers, spake in this wise,
Did not wake the guests, that slumbered.

"I am going, O Nokomis,
On a long and distant journey,
To the portals of the Sunset.
To the regions of the home-wind,
Of the Northwest-Wind, Keewaydin.
But these guests I leave behind me,
In your watch and ward I leave them;
See that never harm comes near them,
See that never fear molests them,
Never danger nor suspicion,
Never want of food or shelter,
In the lodge of Hiawatha!"

Forth into the village went he,
Bade farewell to all the warriors,
Bade farewell to all the young men,
Spake persuading, spake in this wise:

"I am going, O my people,
On a long and distant journey;
Many moons and many winters
Will have come, and will have vanished,
Ere I come again to see you.
But my guests I leave behind me;
Listen to their words of wisdom,
Listen to the truth they tell you,
For the Master of Life has sent them
From the land of light and morning!"

On the shore stood Hiawatha,
Turned and waved his hand at parting;
On the clear and luminous water
Launched his birch canoe for sailing,
From the pebbles of the margin
Shoved it forth into the water;
Whispered to it, "Westward! westward!"
And with speed it darted forward.

And the evening sun descending
Set the clouds on fire with redness,
Burned the broad sky, like a prairie,
Left upon the level water
One long track and trail of splendor,
Down whose stream, as down a river,
Westward, westward Hiawatha
Sailed into the fiery sunset,
Sailed into the purple vapors,
Sailed into the dusk of evening:

And the people from the margin
Watched him floating, rising, sinking,
Till the birch canoe seemed lifted
High into that sea of splendor,
Till it sank into the vapors
Like the new moon slowly, slowly
Sinking in the purple distance.

And they said, "Farewell forever!"
Said, "Farewell, O Hiawatha!"
And the forests, dark and lonely,
Moved through all their depths of darkness,
Sighed, "Farewell, O Hiawatha!"
And the waves upon the margin
Rising, rippling on the pebbles,
Sobbed, "Farewell, O Hiawatha!"
And the heron, the Shuh-shuh-gah,
From her haunts among the fen-lands,
Screamed, "Farewell, O Hiawatha!"

Thus departed Hiawatha,
Hiawatha the Beloved,
In the glory of the sunset,
In the purple mists of evening,
To the regions of the home-wind,
Of the Northwest-Wind, Keewaydin,
To the Islands of the Blessed,
To the Kingdom of Ponemah,
To the Land of the Hereafter!


Όλο το πρωτότυπο στα αγγλικά: εδώ από το www.gutenberg.org/ebooks
Η απόδοση στα ελληνικά είναι του Γιώργου Πρίμπα.