28 Απριλίου 2019

Άσμα Μικρό [Νίκος Καρούζος]


ΑΣΜΑ ΜΙΚΡΟ

Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε…
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.

Στ’ Οσίου Λουκά το μοναστήρι [Άγγελος Σικελιανός]



ΣΤ’ ΟΣΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

Στ’ Οσίου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι’ όσες,
μοιρολογήτρες, ως με του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη έτσι γλυκά θρηνούσαν! –
πώς, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;

Γιατί κι’ ο πόνο
στα ρόδα μέσα, κι’ ο επιτάφιος θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια,
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Αγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι’ απ’ τ’ Αγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ως με την ξώπορτα, όλοι κι’ όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: “Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!”

Και να, ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο – και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κυττάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κυττάζαν
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
μα ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!

Και τότε, – μάρτυράς μου νάναι ο στίχος,
ο απλός κι’ ο αληθινός ετούτος στίχος, –
απ’ το στασίδι πούμουνα στημένος
ξαντίκρυσα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
(έτσι όπως τόειδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι’ αληθινός ετούτος στίχος),
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου, Βαγγέλη!.

27 Απριλίου 2019

I’m Nobody! Who are you? [Emily Dickinson]

I’m Nobody! Who are you?
Are you – Nobody – too?
Then there’s a pair of us!
Don’t tell! they’d advertise – you know!

How dreary – to be – Somebody!
How public – like a Frog –  
To tell one’s name – the livelong June –  
To an admiring Bog!


Ακολουθεί μετάφραση, με ρίμα, από την Άννα Δασκαλοπούλου (σ.σ. η Άννα Δασκαλοπούλου, στην ποιητική συλλογή: "Έμιλυ Ντίκινσον, Ζωή - Ποιήματα", εκδ. Ζαχαρόπουλος, μετέφρασε με ρίμα (τα) ποιήματα τής Emily Dickinson, όπως το παρόν και αυτό που αναρτήθηκε ενωρίτερα στο ιστολόγιο) 


Εγώ δεν είμαι τίποτα. Ποιος είσαι; 
Κι εσύ κανένας σαν κι εμέ; Κι οι δυο 
ζευγάρι τότε, μα το στόμα κλείσε 
να μη μας αποδιώξουν από δω.

Πόσο κουραστικό κάποιος για να ’σαι.
Φριχτό. Σαν ένας βάτραχος, φρονώ, 
για σένα να μιλά, ξυπνάς-κοιμάσαι, 
σ’ έκπληκτο βάλτο δείλι-πρωινό.


και μια απόδοση του ιστολόγου:


Μια Καμία είμαι! Εσύ ποιος είσαι;
Μήπως κι εσύ ένας Κανένας είσαι;
Μα τότε υπάρχει από μας ένα ζευγάρι!
Μη μιλήσεις! θα μαθευόταν, ξέρεις!

Πόσο βαρετό Κάποιος να είσαι!
Πόσο ανοιχτό· σαν ένας Βάτραχος
Που κοάζει τον Ιούνη με τις μεγάλες μέρες
Σ’ ένα Βάλτο θαυμαστικό!

Ένα ποίημα της Emily Dickinson σε μετ. Άννας Δασκαλοπούλου


Το πνεύμα του ανδρώθηκε, γίνηκε δυνατό.
Δεν πρόσεχε τη φτώχεια του και δεν τον τυραννούσε 
πως το κορμί του, με πηλό φτιαγμένο, ήταν φθαρτό, 
σαν γεύτηκε τους λόγους τους πολύτιμους· του αρκούσε,

και χόρευε σε μαύρα χρόνια, δίσεκτα, βαριά,
κι αυτό το δώρο των λαμπρών φτερών ήταν παρμένο 
απ’ τα βιβλία. Λύτρωση φέρνει και λευτεριά 
τέτοιο ένα πνεύμα λεύτερο με γνώση ζυμωμένο.

26 Απριλίου 2019

Φταις κι εσύ Mary Rose [Μαρίνος Νομικός]

Πηγή κειμένου: avant-garde.com.cy.

ΦΤΑΙΣ ΚΙ ΕΣΥ MARY ROSE
Γιατί δεν το έσκασες στα κατεχόμενα; Γιατί δολοφονήθηκες μαζί με το παιδί σου από λεβέντη Ελληνοκύπριο και όχι τον «αλκοολικό Ρουμάνο»;

Θυμάται κανείς πότε ακριβώς χάσαμε την ανθρωπιά μας; Σίγουρα δεν ήταν μετά την καταστροφή του ‘74. Σκατόψυχοι υπήρχαν και τότε (“φάε το φαγητό σου αλλιώς θα στο φάει το προσφυγάκι”) όμως χωρίς να έχω ζήσει τα γεγονότα από πρώτο χέρι πιστεύω πως ο κόσμος τότε άπλωσε το χέρι του και στάθηκε αλληλέγγυος προκειμένου να επιβιώσει. Αυτοί που είχαν λίγα έδωσαν σ’ αυτούς που δεν είχαν τίποτα. Και τα κατάφεραν.

Όχι, η ζημιά πρέπει να έγινε αργότερα. Τότε που αυτοί με τα λίγα (ή και το τίποτα) απέκτησαν ξαφνικά πολλά, με δάνεια, μετοχές, ομόλογα, διορισμούς, επιδόματα και εγγραφές off shore. Και έχτισαν, αγόρασαν και έφαγαν μέχρι να σκάσουν, πρώτα οι ίδιοι και μετά η φούσκα του cypriot dream. Κάπου εκεί χάθηκε τη μπάλα. Κάπου εκεί η σκατοψυχιά έγινε δεύτερη φύση εκείνων που κάποτε την έζησαν στο πετσί τους, οι πρόσφυγες έγιναν διώκτες προσφύγων και ο ξένος η (εύκολη) αιτία όλων των δεινών μας.

Μαζί με το πτώμα της Mary Rose, στην επιφάνεια του βρώμικου, θεοσκότεινου φρεατίου του Μιτσερού, βγήκαν και οι δικές μας βρωμιές, εκείνες που πιστεύαμε ότι κρύβαμε επιμελώς κάτω από το χαλάκι της (πλασματικής όπως αποδείχθηκε) ευμάρειας, τους καθωσπρεπισμού και της χριστιανικής υποκρισίας. Αυτό που όλοι γνωρίζουμε, αρνούμαστε να αποδεχθούμε, θυμόμαστε όταν σκάει κάποιο παρόμοιο περιστατικό και μετά μπλοκάρει και πάλι ο εγκέφαλος ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε ανενόχλητοι το φαϊ, το χέσιμο και το γαμήσι (και όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά). Ότι παρά τους πύργους, τα χρυσά διαβατήρια, τα δήθεν success stories και την ευμάρεια των δεικτών, είμαστε μια οπισθοδρομική, θρησκόληπτη, βαθιά συντηρητική, υποκριτική και ρατσιστική κοινωνία που κρίνει τους ανθρώπους ανάλογα με το χρώμα του δέρματος, την καταγωγή και τη θρησκεία - και μαντέψτε ποιος συνδυασμός κερδίζει!

Η Mary Rose και η 6χρονη κορούλα της εξαφανίστηκαν από τη Νήσο των Αγίων πριν από ακριβώς ένα χρόνο. Η εξαφάνιση καταγγέλθηκε από τη φίλη και συγκάτοικο του θύματος την ίδια μέρα που οι δυο τους δεν έδωσαν σημεία ζωής. Η Αστυνομία ισχυρίζεται -σε μια πίκρικη και αλαζονική ανακοίνωση απάντηση στις επικρίσεις που έχει δεχθεί- ότι έγιναν ολες οι απαιτούμενες ενέργειες προκειμένου να εντοπιστούν: ανακρίθηκε ο “αλκοολικός Ρουμάνος σύντροφος και πατέρας του παιδιού” (περισσότερα γι’ αυτό παρακάτω), στάλθηκε σήμα στην Ιντερπόλ και στις Φιλιππίνες ενώ δόθηκε και μια ανακοίνωση στα ΜΜΕ για “εκλιπόντα πρόσωπα”. Δηλαδή αντιμετωπίστηκε από Αστυνομία και ΜΜΕ ως ακόμα μία “μαυρού που το σκάει από τον νόμιμο εργοδότη της για να πάει να δουλέψει στα κατεχόμενα για περισσότερα λεφτά” και θάφτηκε στα μονόστηλα και στις ήσυχες συνειδήσεις μας. Ούτε ότι μαζί με τη γυναίκα υπήρχε ένα 6χρονο κορίτσι, ούτε ότι οι συνθήκες εξαφάνισης ήταν παράξενες εξαρχής (η κοπέλα δεν είχε πάει καν να πάρει τον μισθό από τη δουλειά της), ούτε ότι το διαβατήριο της Mary Rose ήταν στο σπίτι της και της μικρής στου πρώην συντρόφου της και βρέθηκαν ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ (τις έψαχναν στο εξωτερικό αλλά δεν σκέφτηκαν να ψάξουν, ας πούμε, το... σπίτι της; Φυσικά και βγάζει νόημα), ούτε ότι η φίλη γνώριζε εξαρχής για τον μυστηριώδη “Ορέστη” του διαδικτύου που τελικά αποδείχθηκε -επίσης ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ- ότι ήταν ο δολοφόνος της.

Η Mary Rose δεν ήταν ντόπια για να συγκλονίσει (όπως λένε τα προσφιλή δημοσιογραφικά κλισέ) η εξαφάνισή της το παγκύπριο και να ζήσουμε ώρες αγωνίας μέχρι να βρεθούν με την κορούλα της σώες και υγιείς. Να γίνουν χιλιάδες shares της φωτογραφίας της ώστε να σιγουρευτούμε ότι θα φτάσει μέχρι και το πιο απομακρυσμένο χωριό. Να κλείσουν αεροδρόμια, λιμάνια, οδοφράγματα σε περίπτωση που η μικρή έπεσε θύμα απαγωγής. Τα κανάλια να ξημεροβραδιάζονται έξω από την Αστυνομική Διεύθυνση, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το σπίτι του θύματος, να μιλήσουν με συγγενείς , φίλους και γείτονες (που θα δηλώσουν κλασικά ότι έπεσαν απ’ τα σύννεφα), η τοπική Μητρόπολη να οργανώσει αγρυπνία για προσευχή, ο Ιωνάς και η Κλέλια να βγουν μια πανηγυρική σέλφι στην περίπτωση θετικής έκβασης της υπόθεσης.

Όχι. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβη τον Μάιο του 2018 γιατί πολύ απλά ποιος χέστηκε για την αόρατη Φιλιπιννέζα με τον αλκοολικό και βάναυσο Ρουμάνο σύντροφο και το μικρό μπάσταρδό τους (που βέβαια γεννήθηκε στην Κύπρο αλλά απ’ ότι φαίνεται στη λάθος οικογένεια). Ούτε η Αστυνομία, ούτε τα ΜΜΕ, ούτε οι πολιτικοί, ούτε τα κατά τ’ άλλα λαλίστατα σόσιαλ, ΚΑΝΕΝΑΣ ΜΑΣ.

Κι όταν βρέθηκε το πτώμα (τυχαία φυσικά αφού δεν την έψαχνε κανένας) η Αστυνομία οδηγήθηκε στον δράστη με στοιχεία που ήταν γνωστά ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΠΡΙΝ καθώς τώρα βρήκαν τα διαβατήρια (που ήταν σε δημόσια θέα), τώρα έψαξαν τα σόσιαλ μίντια του θύματος, τώρα έμαθαν για τις επαφές της με τον μετέπειτα δολοφόνο της ο οποίος ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ κυκλοφορούσε ελεύθερος μοιράζοντας διαταγές σε φαντάρους και πιθανότατα μιλώντας και με άλλες ανυποψίαστες γυναίκες σε διάφορα dating apps. Κι ενώ είχε σκοτώσει μια γυναίκα και το παιδί της. Στη ψύχρα. Ένα 6χρονο μωρό.

Αλλά βλέπετε ο “Ρουμάνος” πρώην σύντροφος και πατέρας βόλευε την αφήγηση. Ήταν αλκοολικός, βάναυσος και το κυριότερο “όχι ένας από εμάς”. Και δαιμονοποιήθηκε από τα κλικοθηρικά ΜΜΕ και την πάντα πρόθυμη για κανιβαλισμό κοινωνία με την ίδια περισσή ευκολία που μετέτρεψε τον Σομαλό πατέρα σε βιαστή του βρέφους του και τον ρωσικής καταγωγής έφηβο επιζήσαντα μιας φοβερής σφαγής σε μηχανορράφο δολοφονικό εγκέφαλο (περιστατικά για τα οποία ουδείς παραιτήθηκε και κανένα λαλίστατο καταγγελτικό αρχίδι του Facebook δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη). Βέβαια ο “Ρουμάνος” παραχώρησε αργότερα τη θέση του στους “δύο υπόπτους” (ξαφνικά η εθνικότητα δεν έπαιζε πια ρόλο για τα πονόψυχα media) και τέλος στον “δράστη αξιωματικό της Εθνικής Φρουράς” (η έμφαση εδώ δίνεται γιατί η στολή βλέπετε προσδίδει κύρος και κοινωνικό στάτους). Α και Ελληνοκύπριος. Τώρα δεν χάλασε απλά το αφήγημα, γαμήθηκε τελείως. Γι’ αυτό και τα media έκαναν αμέσως γαργάρα την καταγωγή και αναφέρονται στον δράστη με το ονοματεπώνυμο, την ηλικία ή το επάγγελμα.

Αλλά φταις κι εσύ Mary Rose. Ήρθες εδώ (στο Facebook που λέει κι ο Δίπλαρος) πήρες τη δουλειά κάποιας Κυπραίας, έκανες παιδί που αν ζούσε θα ήθελε επιδόματα, δικαιώματα, την πολύτιμη υπηκοότητα που αξίζει πολλά (ξεπλυμένα) εκατομμύρια. Ψαχνόσουν μητέρα πράμα σε dating apps, συναντούσες άγνωστους άνδρες και ποιος ξέρει τι έκανες και ανάγκασες έναν Ελληνοκύπριο λεβέντη, έναν τίμιο, οικογενειάρχη, αξιωματικό της Εθνικής Φρουράς και ευπόληπτο μέλος της τοπικής κοινωνίας, να σε σκοτώσει μαζί με το μούλικό σου και τώρα να τρέχει η Αστυνομία να βουτάει σε πλημμυρισμένα φρεάτια και να σκάβει σε χωράφια νυχτιάτικα, τη στιγμή μάλιστα που τόσα παράνομα αγρέλια περνούν στις ελεύθερες περιοχές από τα οδοφράγματα.

Πόσο βόλευε Mary Rose να είχες εξαφανιστεί από προσώπου γης. Να είχες πάει όντως στα κατεχόμενα -όπως υπέθεσαν ότι είχες κάνει κι ας μην το παραδεχτούν ποτέ επίσημα- πίσω στις Φιλιππίνες, στον Άρη, να σε είχε καταπιεί τέλος πάντων η προσφάτως φωτογραφημένη μαύρη τρύπα. Τι καλά να ήσουν ακόμα ένα όνομα σε μια ξεχασμένη λίστα, ένα νούμερο στατιστικής, παρά ένα πτώμα σε τυμπανιαία κατάσταση που βγήκε στην επιφάνεια για να μας γεμίσει ενοχές με διάρκεια ζωής όχι μεγαλύτερης από ένα insta story.

Στην αρχή του κειμένου αναρωτήθηκα πότε ακριβώς χάσαμε την ανθρωπιά μας. Πλέον αρχίζω ν’ αμφιβάλλω αν την είχαμε και ποτέ...

Αύριο Κυριακή 21/4 στις 4 το απόγευμα η φιλιππινέζικη κοινότητα του νησιού διοργανώνει εκδήλωση πένθους και αγρυπνία στο πάρκο παρά τα κεντρικά γραφεία της CYTA στη Λευκωσία (κοντά στο αρχαιολογικό μουσείο) καλώντας όσες και όσους προσέλθουν να φοράνε μαύρα και να κρατάνε από ένα λουλούδι. Θέλω πολύ να πάω αλλά να σας πω την αλήθεια; Ντρέπομαι.

25 Απριλίου 2019

Μεγάλη Πέμπτη [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Μεσίστια η σημαία της Σαρακοστής
στο χώμα, ανθισμένος κρίνος, ευωδιάζει ο πόνος.

24 Απριλίου 2019

Το λυπημένο ποτάμι [Χρήστος Ι. Βατούσιος]


ΤΟ ΛΥΠΗΜΈΝΟ ΠΟΤΆΜΙ

Ρώτησε το ποτάμι τη θάλασσα:
Από που πάνε για το βουνό;
Κι η θάλασσα αρρώστησε, έπεσε να πεθάνει.
Για δε ρωτάς τον πατέρα σου τον Ήλιο του 'πε, τι θες και με παιδεύεις;
Δρόμοι υπάρχουν πολλοί, στο ξανάπα.
Ποιόν βλέπεις, ποιόν ακούς, με ποιόν ταιριάζεις; 
Τράβα τον και το βουνό θα 'ρθει κοντά σου. Μα μη με ξαναρωτήσεις. Για θα θυμώσει και θα ρίξει τον ίσκιο του βαρύ επάνω μας. 
Και το ποτάμι κύλησε ανοίγοντας περάσματα, μα απ' όποιο κι αν τραβούσε πάντα κατέληγε στη θάλασσα κι ούτε που σήκωνε τα μάτια να την κοιτάξει.
Μόνο έφευγε λυπημένο να ξαναπάρει τους δρόμους.
Έτσι πέρασαν χρόνια και καιροί και το ποτάμι κυλούσε, μέχρι που στέρεψε κι απόμεινε μια στάλα να τρεμοσβήνει.
Τότε ο Ήλιος, κατέβηκε, το πήρε στα χέρια του και το ανέβασε ψηλά στην κορυφή του βουνού.
Τώρα κοίτα του είπε, κοίτα καλά και πες μου. Ποιος είναι ο δρόμος;
Και το ποτάμι έκλεισε τα μάτια του κι ούτε που τα ξανάνοιξε πια.

Πηγή: drasivrilissia.gr.

22 Απριλίου 2019

[στο λόφο Βελατούρι 20.04.2019]

Το λόφο Βελατούρι, στην  περιοχή Θορικού Λαυρίου, με τους πολύ σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, τον είχαμε δει και στο φωτογραφικό αφιέρωμα στο Λαύριο (εδώ και εδώ).
Στο παρόν ανεβήκαμε στην κορυφή τού λόφου με την εξαιρετική θέα προς το Λαύριο, τη νήσο Μακρόνησο κ.λπ.
Η διαδρομή κατά μήκος τού χωματόδρομου (μόνο πεζή), που ξεκινά από το σημείο, στον παραλιακό δρόμο προς το Ενεργειακό Κέντρο Λαυρίου, όπου υπάρχει η πινακίδα με την ένδειξη «Θολωτοί Τάφοι», είναι εύκολη, περί το 1 χλμ. μήκος ενώ το υψόμετρο τής κορυφής τού λόφου στα 120 περίπου μ.

Περνάει από τους χώρους των θολωτών τάφων






















ενώ μετά τον βορειότερο τάφο (στην τελευταία από τις ανωτέρω φωτογραφίες), για να φτάσουμε στην κορυφή, ακολουθούμε ενα σύντομο μονοπάτι που αρχικά κατευθύνεται προς τα ανατολικά τής κορυφής.














21 Απριλίου 2019

(χωρίς)


Χωρίς βήματα.
Αργός θάνατος
ανθρώπων, μονοπατιού.
20.04.2019

20 Απριλίου 2019

Ποίημα για την Ελένη [Τάκης Σινόπουλος]


ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ

Ωραία εσύ η ανείδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη,
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ' όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ' αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ' οράματα τα χρόνια μου. Ω ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.
Σε περιμένω.
Κοίταξε, σου 'φερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σου 'φερα, κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ' το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ' τη δική σου δύναμη.
Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ' τη δική μας γη,
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.

Και τούτο τ' ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος.

Τάχα θα' ρθείς;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν ο χρόνος θα 'ναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;
Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες - ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θα 'ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ' άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;


Πηγή: ebooks.edu.gr.

-----------------------------------------------------------



Ως σημαίνον σύμβολο η Ελένη, των επικών ή τραγικών μύθων, γίνεται διαχρονικά ένα ισχυρό σημείο αναφοράς και έμπνευσης για τους ποιητές. Συνώνυμο της ιδανικής γυναικείας ομορφιάς, της προδοσίας, του ασυμβίβαστου, περιπαθούς και αδίστακτου έρωτα, αλλά και του ανώφελου θανάτου, η ποιητική μορφή της Ελένης άλλοτε γοητεύει κι άλλοτε προκαλεί και καταδικάζεται. Μέσα από την αέναη διαδρομή της στους ποιητικούς μύθους, που κατασκευάζονται γύρω από την εικόνα της, δικαιώνεται ή κατακρίνεται, με σκοπό να προκαλέσει συγκίνηση ως τραγικό πρόσωπο ή για να χρησιμοποιηθεί ως εμβληματική φιγούρα που εκφράζει κάποια εποχή ή ακόμη για να σχηματοποιηθούν μέσα από την πολυσημία του συμβολισμού της κάποιες εκδοχές εσωτερικής ή εξωτερικής ζωής. Μελετήστε τις παρακάτω σχετικές αναφορές που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω.

Αποστόλης Κ.Κωνσταντίνου

Πηγή: lectores.gr.

19 Απριλίου 2019

ΓΥΜΠΙΟΙ ΤΕΤΑΡΤΟΔΡΟΜΙΚΟΙ [Ηλίας Μέλιος]


ΓΥΜΠΙΟΙ  ΤΕΤΑΡΤΟΔΡΟΜΙΚΟΙ


Σκόρπια γράμματα
στους πεσμένους σοβάδες.
Στάχτες ο δρόμος.

Γιώργος Πρίμπας


οι στάχτες μας μέρες και τα τραγούδια μακρινά
«να τσάκιζα τον μαστραπά, ρόιδο μου» 
λιμάνι ο δρόμος βυθός γερμένος 
το βιολί τους τα κορίτσια συνθλίβοντας το ουράνιο τόξο
ξεχνιούνται στην επιστροφή στο παλιό τους σπίτι
ορμάνε στους αέρηδες έρωτες δυνάστες γκρι
και καταδιώκουν την άνοιξη ερημιά στην έρημο
κόβουν τ’ αμυγδαλωτά τους μάτια μηνύματα στα ξένα
περνούν τα σύνορα βουνά των ρολογιών
παιχνίδια του ήλιου τα δάκρυα είδωλα των ιπποτών
νεκρή η λύπη αμμουδιά κι επιστολή ανοικτή κι ανεπίδοτη εκδίκηση
χρόνια των χρόνων η ευλογία χάνεται
ξένοι πια κι οι λιγοστοί Θεοί ξαποσταίνουν
στις χαρές της νύχτας και σιωπηλοί οι αριθμοί
σε απόσταση βολής σφίγγες στρίγγλες τα νέα παραμύθια του Νότου
οι γυάλινες σημαίες ένα φλυτζάνι τσάι του βουνού
ο αχνίζων λαμπτήρας και μια καρέκλα πάνινη
μισό κιλό μήλα κραυγές και μυρωδιές
πουλιά κι εσπεριδοειδή γάντζοι και τα ψωμιά επτά
έν’ αυγό κι έν’ αυγό και λάδι Καλαμών υγρό το μέταλλο
στην αγκαλιά του τραπεζιού λυτή ημίραμις η ομορφιά και αγριώδης
κι εμείς οι γύμπιοι οι τεταρτοδρομικοί τα παγανά στη γη
όσο πιο απλά τόσο πιο περιεκτικά
ωχ αδερφέ ωουσικός ο νους νασρήνιος και φιλεμιστής!

18 Απριλίου 2019

17 Απριλίου 2019

[Λίγες εικόνες από το κάστρο τής Ναύπακτου 13 και 14.04.2019]

Η ιστορία τής Ναύπακτου, λίγες εικόνες από το κάστρο τής οποίας ακολουθούν, χάνεται στα βάθη τής ιστορίας.
Τέλη του 12ου π.Χ. αι., οι Δωριείς, από τον όρμο της περνούν στην Πελοπόννησο, με μικρά πλοιάρια τα οποία κατασκεύασαν εκεί, στην οποία θα καταστρέψουνε τις μυκηναϊκές πόλεις και θα κυριαρχήσουνε για τους επόμενους δέκα αιώνες.
Το 454 π.Χ. οι Αθηναίοι την καταλαμβάνουν από τους Λοκρούς και εγκαθιστούν Μεσσήνιους, τους οποίους είχαν εκδιώξει οι Σπαρτιάτες από τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο. Αργότερα, με το τέλος τού Πελοποννησιακού πολέμου και την ήττα των Αθηναίων, οι Λοκροί την ανακαταλαμβάνουνε και οι Μεσσήνιοι την εγκαταλείπουνε και εγκαθίστανται στη Σικελία.
Το 338 π.Χ. γίνεται το κέντρο τής Αιτωλικής Συμπολιτείας ενώ το 191 π.Χ. καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους. Στα χρόνια που ακολουθήσανε, επί ρωμαϊκής και βυζαντινής κυριαρχίας, γνώρισε μεγάλη άνθηση.
Μεγάλες καταστροφές υφίστατο ανά καιρούς όπως από το σεισμό τού 553 μ.Χ. και από επιδρομές των σλάβων (από τον 6ο μέχρι τον 10ο μ.Χ. αι.).
Το χρονικό διάστημα από το 1204 μέχρι το 1294 μ.Χ. ανήκε στο Δεσποτάτο τής Ηπείρου και μετά στο Δουκάτο των Νέων Πατρών (ήτοι της σημερινής Υπάτης). Κατόπιν υπό το όνομα Έπακτος (από τους έλληνες) ή Λεπάντο (από τους φράγκους) πέρασε στην εξουσία τού αρβανίτη Μπούα Σπάτα και το χρονικό διάστημα από το 1407 μέχρι το 1499 μ.Χ. των ενετών. Το 1499 μ.Χ. καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς υπό το Βαγιαζήτ Β’.       
Το 1571 μ.Χ. αμέσως νότια τού όρμου τής Ναύπακτου έλαβε χώρα η περίφημη ναυμαχία τής Ναύπακτου με την καταστροφή τού οθωμανικού στόλου, η οποία όμως δεν άλλαξε το status quo στην περιοχή. Το χρονικό διάστημα από το 1687 μέχρι το1699 μ.Χ. πέρασε και πάλι στην εξουσία των ενετών αλλά μετά τη Συνθήκη τού Κάρλοβιτς και μέχρι την ελληνική επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία τού σύγχρονου ελληνικού κράτους πέρασε και πάλι στους οθωμανούς. 

Η πόλη τής  Ναύπακτου δεσπόζει από βορρά του στενού μεταξύ του Πατραϊκού κόλπου και του Κορινθιακού κόλπου και το κάστρο (*), η σημερινή μορφή τού οποίου διαμορφώθηκε από τους ενετούς την περίοδο 1407 – 1499 μ.Χ., είναι το σημαντικότερο ιστορικό της μνημείο.

(*) Το οποίο κάστρο εκτείνεται από το λόφο στα βόρεια όρια τής πόλης τής Ναύπακτου μέχρι και το λιμάνι, στο οποίο καταλήγει με δύο παράλληλα τείχη.















 

16 Απριλίου 2019

Τάνκα [Αριάδνη Πορφυρίου]


αστραπόβροντα
σκίζουν τον χρόνο ξανά
μισός ουρανός

δε με δένουν θύμησες
σκοτάδια με παιδεύουν.

15 Απριλίου 2019

(χωρίς)


Σκόρπια γράμματα
στους πεσμένους σοβάδες.
Στάχτες ο δρόμος.
12.04.2019

14 Απριλίου 2019

Ένα παλιό θέμα [Δημήτρης Α. Δημητριάδης]


ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΘΕΜΑ

Αμετανόητος λόγος
στεγνός
αμετακίνητος.

Οι πάντες ερωτούν
κι απαντούν οι πάντες
ερήμην της ερώτησης
αδιαφορώντας παντελώς για την απάντηση.

Κανείς για κανέναν
τίποτα δεν ανταλλάσσει κανείς
με κανέναν.

13 Απριλίου 2019

Αλγηδόνα [Χρήστος Ι. Βατούσιος]


ΑΛΓΗΔΟΝΑ

Είχε το ξημέρωμα τη δύναμη να τον σηκώσει από το κρεβάτι;
Καταλύτης και αρχή των πάντων το φως που φανερώνει κι ανοίγει πληγές.
Να 'ταν ο Σείριος ή ο Ωρίωνας σηματωρός του;
Να 'ταν η νύχτα η βαθιά με τα γαλάζια μάτια της;
Κοίταξε το ταβάνι που μεταμορφωνόταν σ' ένα πηχτό, θανάσιμο έλος.
Σκιές άρχισαν να παίζουν στο δωμάτιο κι έμοιαζαν με τα όνειρα που κάποτε πάλευε να ξεδιαλύνει, μα ο χρόνος τα μπλεξε μια μπάλα από κουρέλια στα πόδια των παιδιών.
Τι θα 'κανε και σήμερα; Άλλη μια μέρα ή άλλη μια νύχτα πια η διαφορά.
Η ώρα ήταν δέκα παρά τέταρτο και θα ήταν για πάντα δέκα παρά τέταρτο.
Καθισμένος στην άκρη του γκρεμού, δίχως σχέδιο πτήσης, γύρισε πλευρό και τυλίχτηκε σε μια υγρή, ανείπωτη θλίψη στα όρια της ηδονής.

Πηγή πρωτότυπου: drasivrilissia.gr.

12 Απριλίου 2019

890 μ.






































[Υμηττός 07.04.2019 / 08.04.2019]

Ο κύκλος τού φωτός και ο κύκλος τού νερού.
Αντάμα στο ένα και χώρια.
Το ωραίο τής υγρασίας εγκόσμιο φως.
Η ευθύγραμμη των άλογων ζωή.

11 Απριλίου 2019

του Σωτήρη Λάμπρου

Αν απέναντι από κάθε καλλιτέχνη στήσουμε το άγαλμα του Ελύτη, του Καβάφη, του Σεφέρη, του Βάρναλη δεν πρόκειται ποτέ να ιδεοφορήσει. Θα ζει πάντοτε στις σκιές των μεγάλων δέντρων. Για να απολαύσεις τη δημιουργία χρειάζεται φως, μόνο φως.

10 Απριλίου 2019

Ηράκλειτος [Τάσος Φάλκος Αρβανιτάκης]


ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Πού η ζωή και πού η απουσία;
Πού η φυλακή και πού ο έγκλειστος;
Πού ο θύτης πού το θύμα;

Γιε του νερού και της φωτιάς 
που σ’ οδηγεί ο κεραυνός, 
πάρε τη λύρα και πυρπόλησε μας 
εμάς που πιθηκίζουμε τον άνθρωπο.
Δείξε κι ονόμασε ξανά τα πράγματα.
Γιατί μόνον εσύ μπορείς
να διώξεις την ολέθρια στάχτη
που συσσωρεύτηκε στα μάτια μας,
εσύ ο αινιγματικός
ο πάναγνος και λυπημένος
που τις φτερούγες σου τις πλήγωσαν
ανίδεοι και παιδιά,
Κύριε της θλίψης και της λύτρωσης,
βόηθα κι εμάς τους βυθισμένους 
τους ξεκομμένους από τα μεγάλα σχέδια, 
εμάς που απ’ έξω το νερό μας πνίγει 
ενώ τα σπλάχνα μας τα κατακαίει 
θανάσιμη φωτιά.

09 Απριλίου 2019

Ερωτήσεις.






































[Υμηττός, 05.04.2019 17.29 / 06.04.2019]

Ο άνεμος;
Η μέλισσα;
Οι μικρές τού νερού ροές;
Σε χώμα που στη σχισμή λανθάνει;
Ο ιριδισμός στο βράχο των αιώνων;

08 Απριλίου 2019

Ω γλυκύ μου έαρ [Σωτήρης Λάμπρου]


Ω ΓΛΥΚΥ ΜΟΥ ΕΑΡ

ο Απρίλης με το κίτρινο το χρώμα
η Ελπίδα που τρέχει να ροδίσει
το Αγκάθι που εξαργυρώνει το σεβασμό

07 Απριλίου 2019

ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΠΗΝΟΡΑ [Τάκης Σινόπουλος]


ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΠΗΝΟΡΑ

Τὸ βράδυ ἐκεῖνο ἦταν βαρὺ ζεστὸ κι ἀσάλευτο. 
Ὁ ἀγέρας μάκραινε τὶς φλόγες τῶν κεριῶν 
κατὰ τὴν ὀροφή. Κουρτίνες βαθυκόκκινες 
σκέπαζαν τὰ παράθυρα καὶ ἡ αὐστηρὴ Σιγὴ 
μὲ βῆμα σιγανὸ πλανιότανε στὴν ἔρημη 
κλεισμένη σάλα.
Ὅταν πιὰ κουρασμένος ἀπὸ τὸ σοφὸ βιβλίο
τὰ μάτια ἀνύψωσα, ξάφνου εἶδα γύρα
πλῆθος βουβὲς μορφὲς ποὺ κοίταγαν ἀσάλευτα
βαθιὰ κι αὐξαίνανε ἤρεμα κοιτάζοντας
ὁλοένα. Τότε ρώτησα μὲ σοβαρὴ φωνή:
Φίλοι, τί συναχτήκατε καὶ τί γυρεύετε ἐδῶ πέρα;
Δὲν ἀποκρίθηκαν μονάχα κοίταγαν κατάματα
καὶ πίσω ὁλοένα πλήθαιναν σὰν ἄνεμος
ποὺ γιόμισε ὅλη ἡ σάλα.
Κάπου ἰδωμένα πρόσωπα, μορφὲς ἀπαντημένες
στῆς ζωῆς τὸ κύλισμα, στὰ πιὸ δύσκολα χρόνια
σὲ καταχνιὲς σὲ ὑπόγεια σὲ φονιάδων δρόμους,
στὸ αἷμα ἐπιδέξια στὸ μαχαίρι στὸ βιασμό. 
Καὶ πάλε ἐρώτησα μ' ἀτάραχη φωνή: 
Τί καρτερᾶτε ἀμίλητοι, πῶς μπήκατε ἐδῶ μέσα; 
Κι ὅπως δὲν ἀποκρίνονταν μὲ συνεπῆρε ἡ ὀργή: 
Σκυλιὰ καταραμένα τί γυρεύετε; μιλῆστε. 
Κουφάρι ἐσὺ τυφλό, τί θές; γοργὰ ἀποκρίσου, 
γιατί τὸ χέρι μου μὲ βιάζει τὸ ἀνυπόμονο. 
Τότε ἀποκρίθηκε ἥσυχα: Φίλε, θυμήσου 
πρὶν ἀπὸ χρόνια ἀμέτρητα μὲ τύφλωσες. Τὸ φῶς 
δῶσε μου πίσω ποὺ στερήθηκα. Ξάφνου ἄστραψε 
μέσα μου ὁ κόκκινος θυμὸς κ' εἶπα: Τυφλὲ 
χάσου ἀπ' τὰ μάτια μου πρὶν σὲ κερδίσει ὁ θάνατος. 
Δὲ μίλησε, μόνο μὲ κοίταγε βαθιὰ κ' ἐπίμονα. 
Δὲ βάσταξα, ἔστριψα κι ἀντίκρισα κάποιον Λουκᾶ 
νεκρὸ σαράντα χρόνια τώρα μὲ μιὰ τρομερὴ 
φάουσα στὸ πρόσωπο. Πιὸ πίσω τὸν Ἰσαὰκ 
χτικιάρη ποὺ τὸν πῆρε ἕνα πικρὸ βόλι στὴν Ἀλβανία,
δίπλα τὸν Μάρκελλο, πιὸ πέρα τὸν Ἀλέξαντρο 
ποὺ τὸν ἐγκρέμισα τὴ νύχτα σὲ μιὰ στέρνα σκοτεινή. 
Κι ὅλοι τοῦτοι μὲ κοίταγαν βουβοὶ κι ἀσάλευτοι 
μὲ τὰ πρησμένα μάτια τοὺς καθὼς συνάζονταν 
καὶ πλήθαιναν τριγύρα μὲς στὴν αἴθουσα. 
Τότε ἀνατρίχιασα βαθιὰ μὰ ὡστόσο μπόρεσα 
καὶ φώναξα μὲ δυνατὴ φωνή: Σκυλιά, 
δαίμονες φύγετε κι ἀδειάστε τὴ γωνιά. Γιὰ σᾶς 
δὲν ἔχω τίποτα. Καὶ λέγοντας μπῆκα στὴν κάμαρα 
τοῦ ὕπνου μὲ τὴν κρυφὴν ἐλπίδα πὼς θὰ γλίτωνα. 
Μὰ τότε πιὰ ἡ ὀργὴ κι ὁ σκοτεινὸς θυμός 
μοῦ 'πρηξαν τὰ ρουθούνια. Ἀμέτρητες μορφὲς 
καρτέραγαν ἐκεῖ κι ἀσάλευτες μὲ κοίταγαν. 
Ἀπὸ τ' ἀνοιχτὰ παράθυρα ὁ ἀγέρας σιγανὸς 
μὲ μιὰ μουρμούρα ὑπόκωφη τὶς αὔξαινε 
γύρα καὶ συνωθούντανε ἀκατάπαυστα στὴν κάμαρη. 
Κι ἀνάμεσά τους εἶδα μὲ χακὶ τὸν Μπίλια, 
τὸν Μπίλια ἐκεῖνον ποὺ ἦταν τόσο βρώμικος στὸ μέτωπο
κι ἀπόρεσα βαθιὰ καὶ τὸν ἐρώτησα μὲ τρέμουσα φωνή:
Μπίλια πῶς βρέθηκες ἐδῶ; πῶς ἦρθες τέτοιαν ὥρα; 
Δὲ μίλησε μόνο ποὺ χαμογέλασε γλυκὰ 
κ' ὕστερα σοβαρὸς ἐβάλθηκε νὰ στρώνει τὸ τραπέζι 
μ' ἕνα μακρὺ μαῦρο τραπεζομάντιλο ποὺ ἀκούμπαγαν 
τὰ κρόσια του στὸ πάτωμα κι ἄναψε ἀπάνου τρεῖς 
λευκὲς λαμπάδες σὲ τρεῖς ἀσημένιους κεροστάτες. 
Ὁ τρόμος τότε μοῦ 'λυσε τὰ γόνατα κ' ἡ μνήμη 
σαλεύοντας βαθιὰ μὲς στὴν ὑπόστασή μου ἀνάσυρε 
καθὼς ὁ δύτης ἀπὸ τοῦ πελάγου τὸ βυθὸ κάποια παλιὰ
λησμονημένη ὑπόσχεση στὸ νεκρὸ φίλο Ἐλπήνορα. 
Καὶ ξάφνου καθὼς ἕνα φῶς ἐλάχιστο μὲς σὲ βαθιὰ 
σκοτεινὴ γαλαρία ζυγώνει αὐξαίνοντας ὁλοένα, 
ἔτσι μεγάλωσε στὸν ταραγμένο νοῦ μου ἡ εἰκόνα του
κι ὀρθώθηκε ὁλοζώντανος στὰ μάτια μου ὁ Ἐλπήνωρ. 
Τὸ βλέμμα του μὲ κοίταγε γλυκὸ κι ἀσάλευτο. 
Τὰ χείλη του κινήθηκαν κ' ὕστερα πάλε σφάλιξαν 
καὶ θάρρεψα πὼς ἄκουσα νὰ φτάνει ὥς τὴν ἀκοή μου 
ἡ ὑπόκωφη μουρμουριστὴ φωνὴ του: Φίλε 
καιρὸ μὲ ξέχασες. Μήτε ἕνα δεῖπνο γιὰ νεκρὸ 
μήτε μνημόσυνο δὲν ἔταξες γιὰ τὸν Ἐλπήνορα. 
Πικρὸς ὁ θάνατός μου ἀκόμα συνεχίζεται 
καὶ μὲ παιδεύει ἀκόμα πιὸ πικρὸς καὶ μαῦρος 
ὅσο περνάει ὁ χρόνος. Λύτρωσέ με φίλε. 
Ἔτσι ἄκουσα κ' ἡ τύψη ὀρθώθηκε σὰ σύννεφο 
μπροστά μου καὶ τὰ μάτια μου θολώσανε 
ξάφνου ἀπὸ δάκρυα σκοτεινὰ καθὼς ὁ ποταμὸς 
φουσκώνει τὸ χινόπωρο μὲ τὴν πυκνὴ βροχή. 
Κι ὅταν πιὰ λιγοστέψανε καὶ σφούγγισα 
τὰ βλέφαρα μὲ τὴν παλάμη κ' ὕψωσα τὸ βλέμμα μου 
γιὰ νὰ κοιτάξω τὸν Ἐλπήνορα δὲν εἶδα τίποτα. 
Κ' ἡ κάμαρα κ' ἡ σάλα εἶχαν ἀδειάσει ξάφνου. 
Ἀπὸ τ' ἀνοιχτὰ παράθυρα φύσαγε ἕνας ζεστὸς ἀγέρας.
Τὸ φῶς φτιασιδωμένο καὶ θανάσιμα θολὸ 
χυνότανε παντοῦ κι ὁ νοσοκόμος 
ὁλάσπρος μὲς στὴν μπλοῦζα του βαθιὰ ἐξαϋλωμένος 
σιγούρευε μὲ προσοχὴ τὰ μαγικὰ βοτάνια 
σειρὰ σειρὰ στ' ἀψηλὸ ράφι.

06 Απριλίου 2019

Ἐλπήνωρ [Τάκης Σινόπουλος]


ΕΛΠΗΝΩΡ

Ἐλπήνορ πῶς ἦλθες...
ΟΜΗΡΟΣ
Τοπίο θανάτου. Ἡ πετρωμένη θάλασσα, τὰ μαῦρα κυπαρίσσια,
τὸ χαμηλὸ ἀκρογιάλι ρημαγμένο ἀπὸ τ' ἁλάτι καὶ τὸ φῶς,
τὰ κούφια βράχια, ὁ ἀδυσώπητος ἥλιος ἀπάνω, 
καὶ μήτε κύλισμα νεροῦ μήτε πουλιοῦ φτερούγα, 
μονάχα ἀπέραντη, ἀρυτίδωτη, πηχτὴ σιγή.

Ἦταν κάποιος ἀπὸ τὴ συνοδεία ποὺ τὸν ἀντίκρισε, 
ὄχι ὁ πιὸ γέροντας: Κοιτᾶχτε, ὁ Ἐλπήνωρ πρέπει νά 'ναι ἐκεῖνος...
Ἐστρίψαμε τὰ μάτια γρήγορα. Παράξενο πῶς θυμηθήκαμε,
ἀφοῦ εἶχε ἡ μνήμη ξεραθεῖ σὰν ποταμιὰ τὸ καλοκαίρι. 
Ἦταν αὐτὸς ὁ Ἐλπήνωρ, πράγματι, στὰ μαῦρα κυπαρίσσια,
τυφλὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τοὺς στοχασμούς, 
σκαλίζοντας τὴν ἄμμο μ' ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα. 
Καὶ τότε τὸν ἐφώναξα μὲ μιὰ χαρούμενη φωνή: Ἐλπήνορα,
Ἐλπήνορα πῶς βρέθηκες ξάφνου σ' αὐτὴ τὴ χώρα; 
εἶχες τελειώσει μὲ τὸ μαῦρο σίδερο μπηγμένο στὰ πλευρά,
τὸν περσινὸ χειμῶνα, κ' εἴδαμε στὰ χείλη σου τὸ αἷμα πηχτό,
καθὼς ἐστέγνωνε ἡ καρδιά σου δίπλα στοῦ σκαρμοῦ τὸ ξύλο.
Μ' ἕνα κουπὶ σπασμένο σὲ φυτέψαμε στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ,
ν' ἀκοῦς τ' ἀνέμου τὸ μουρμούρισμα τὸ ρόχθο τῆς θαλάσσης.
Τώρα πῶς εἶσαι τόσο ζωντανός; πῶς βρέθηκες σ' αὐτὴ τὴ χώρα 
τυφλὸς ἀπὸ τὴν πίκρα καὶ τοὺς στοχασμούς;

Δὲ γύρισε νὰ ἰδεῖ. Δὲν ἄκουσε. Καὶ τότε πάλι ἐφώναξα
βαθιὰ τρομάζοντας: Ἐλπήνορα, πού 'χες λαγοῦ μαλλὶ 
γιὰ φυλαχτάρι κρεμασμένο στὸ λαιμό σου, Ἐλπήνορα,
χαμένε στὶς ἀπέραντες παράγραφους τῆς ἱστορίας, 
ἐγὼ σὲ κράζω καὶ σὰ σπήλαιο ἀντιλαλοῦν τὰ στήθια μου
πῶς ἦρθες, φίλε ἀλλοτινέ, πῶς μπόρεσες 
νὰ φτάσεις τὸ κατάμαυρο καράβι πού μᾶς φέρνει 
περιπλανώμενους νεκροὺς κάτω ἀπ' τὸν ἥλιον, ἀποκρίσου,
ἂν ἡ καρδιά σου ἐπιθυμεῖ μαζί μας νά 'ρθεις, ἀποκρίσου.

Δὲ γύρισε νὰ ἰδεῖ. Δὲν ἄκουσε. Ξανάδεσε ἡ σιωπὴ τριγύρω.
Τὸ φῶς σκάβοντας ἀκατάπαυστα βαθούλωνε τὴ γῆ.
Ἡ θάλασσα, τὰ κυπαρίσσια, τ' ἀκρογιάλι, πετρωμένα
σ' ἀκινησία θανατερή. Καὶ μόνο αὐτός, ὁ Ἐλπήνωρ
ποὺ τὸν γυρεύαμε μὲ τόση ἐπιμονὴ μὲς στὰ παλιὰ χειρόγραφα
τυραννισμένος ἀπ' τὴν πίκρα της παντοτινῆς του μοναξιᾶς,
μὲ τὸν ἥλιο νὰ πέφτει στὰ κενὰ τῶν στοχασμῶν του,
σκαλίζοντας τυφλὸς τὴν ἄμμο μ' ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα,
σὰν ὅραμα ἔφευγε καὶ χάνονταν ἀργὰ
στὸν ἀδειανό, χωρὶς φτερά, χωρὶς ἠχώ, γαλάζιο αἰθέρα.

04 Απριλίου 2019

(χωρίς)


Με βλέμμα κενό
Το βλέμμα και ‘νώ
Στο πρώτο φως της μέρας.
02.04.2019

03 Απριλίου 2019

Πάτος.


Πάτος.

Βόρεια τής μεσογείου
Και τού τείχους στο Ελ Πάσο
Φασισμός ελκυστής
Σε βάρος των θυμάτων
Που τους καλούνε θύτες.

Και ‘μείς μονάχοι
Των νοσταλγών τού Στάλιν πλην
Στο σύννεφο μιλάμε
Για την αριστερά τού καθενός.

02.04.2019

02 Απριλίου 2019

Ούλοι μαζί και ο Έρωτας [Γιάννης Σκαρίμπας]


ΟΥΛΟΙ ΜΑΖΙ ΚΑΙ Ο ΈΡΩΤΑΣ

Ούλοι μαζί κι ο ερωτάς ήσαν πράγματα πολύ αμφίβολα, απίθανα. Παραλίγο να μην ήσαν καθόλου.
Ενώ αυτός ήταν ένας άνθρωπος καλότατος, μιά ψυχή προζύμι. Είναι βέβαιο.
Έβλεπε όνειρα κωμικά και ωραία–ήσυχα σαν στη γυάλα νεράκι, ενώ αυτούνου, πάντα η σκέψη του εγελούσε…
Κουφός –και μουγκός– καθώς ήταν, έβλεπε ούλα τα πράγματα –τους ανθρώπους, τ’ αντικείμενα– σαν στο βάθος μιας σκηνής τοποθετημένα, να παίζουν το καθένα το ρόλο του, κάτι ρόλους κωμικούς φασουλήστικους, έτσι να κάνουν το καθένα τις δουλειές του, κάτι δουλειές δίχως νόημα –δίχως φωνή– και χωρίς σκέψη.
Ούλα τα πράγματα (στην ίδια σειρά) δίχως όνομα –οι ανθρώποι, τα ζώα, τα πράγματα– δίχως άλλο γνώρισμα πάρεξ μόνο το σχήμα και (προς απόκου) το βάρος τους, ήσαν τόσο κοινά και γελοία μπροστά του –τόσο κατώτερα– που έφτανε ως και να τα λυπάται στην ψυχή του, ως και να παίζει ακόμα, έφτανε, με την ακυβερνησία τους, με την ευπιστία που είχανε, μ’ αυτήν την κυριαρχία που αυτός μπορούσε και εξασκούσε απάνω τους, κάνοντας από μακριά να σταματάνε οι άνθρωποι (ή τα ζώα) χωρίς αυτός διόλου να τ’ αγγίξει μπορώντας να τους αλλάξει ακόμα και το δρόμο τους –δεξιά αριστερά όπως ήθελε– να τους κάνει νάρχονται απάνω του.
Τί μαγική δύναμη που στην είχε! Και τόξερε. Τόξερε ότι της φύσης ήταν αυτός προνομιούχος κ’ ευνοούμενος, ο «άνθρωπος-θαύμα!» – κατά που λέμε…
Έκρουε τα χέρια του ή φύσαε με τη μύτη κ’ οι άλλοι ταράζονταν, ανησυχούσαν, κοίταζαν ξωπίσω τους, στέκονταν.
Τα μάτια τους, τα χείλη τους κινιώσαν. Χειρονομούσαν μπροστά του, μη μπορώντας να μαντέψουν τη σκέψη του, μη ξέροντας τί έπρεπε να κάμουν, έτσι αμήχανοι, κουτοί, αξιολύπητοι κι αστείοι.
Χα, χα, τί ωραία!…
Τα τραίνα, τα κάρρα τούς τάραζαν, τους έκαναν να σκεπάζουν με τις απαλάμες τους τ’ αφτιά τους. Η αστραπή τούς χαντάκωνε –ενώ γι’ αυτόν ούλα αυτά– ήσαν όμορφα και διάβαιναν σαν ζουγραφιές λαφριά κι ανάηχα, χωρίς κακία, χωρίς θορύβους, χωρίς βάρος.
Αυτοί, τί διάλο επάθαιναν και λάκαγαν ; Τί κάθε τόσο ανοιγόκλειναν το στόμα;
Τα χέρια τους, τα χέρια αυτά τα πολύτιμα, τα δάχτυλα που με δαύτα αυτός θα μπόραε να παραστήσει ούλα τα πράγματα, το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο, το πιο σκληρό ως το πιο τρυφερότερο, απ’ το χνούδι του δαμάσκηνου ως του βάτραχου το μούδιασμα, τα λουλούδια και τη θάλασσα, τ’ άστρα και το φεγγάρι, αυτοί –ώ αυτοί– τ’ άφιναν να κρέμονται άπραγα σαν ξύλα.
Σαν ξύλα ορέ τα δάχτυλα, ενώ απ’ την άλλη μεριά σκοτώνονταν να συνεννοηθούνε μεταξύ τους, να μπουν στην έννοια των πραγμάτων, να μεταδώσουν τις γνώμες τους στους άλλους.
Υπολείπονταν τόσο, που λιγάκι ακόμα και θα τους έπαιρνε αντάμα του το τίποτα. Δεν θάσαν – δε θα ύπαρχαν.
Δούλευαν τα χείλη τους –επί ώρες ολόκληρες– σαν νάταν δυνατό να παραστήσουν μ’ αυτά το δαχτυλίδι, το ψάρι, το άρωμα, να δώσουν την ιδέα του σωστού ή του λειψού, του καλού ή του κακού, του πόθου ή του έρωτα, την ίδια την υφή προσώπων, των αντικείμενων, το σχήμα, ή την καρικατούρα του Προέδρου.
Ως φαίνεσται κάποιο ελάττωμα θάχε το κακόμοιρο μυαλό τους και δεν ένιωθαν τ’ ήταν μπορούμενο και πρέπο, πώς να βρουν το ντόρο της σωτηρίας τους, πώς να μπουν στο απλούστατο νόημα του βίου.
Μα ήσαν για γέλια.
Έχοντας χωρίς άλλο μεγάλη ατέλεια του νου έκαναν κάτι πράματα κωμικά και ακατανόητα.
Γρατσουνάγαν κάτι κούφια ξύλα με χορδές, ξεμαγουλιάζονταν φυσώντας σε χωνιά με κάτι τρύπες! Παίζανε τα δάχτυλα, κρούανε τα χέρια. Θεέ μου, κάτι πράματα! Σιγά σιγά τρεμολυγιόντουσαν στις θέσεις τους. Σπασμοί και γκριμάτσες τους παραμόρφωναν τα μούτρα τους!
Τότες –Θεέ μου τί αστένεια– κάποια τρέλλα, σαν μανία τους ασήκωνε. Πιάνονταν ούλοι μαζί χέρι με χέρι και γυρνόφερναν στον τόπο. Ξέφρενοι γίνονταν και μάνιαζαν. Ανοιγόκλειναν –σα να ξεψύχαγαν– τα στόματα και γλάρωναν τα μάτια. Πήδαγαν σαν να πατούσαν ξυπόλυτοι στα κάρβουνα, χτύπαγαν με το χέρι τους τις φτέρνες. Τί λύπη! Τί λύπη!
Μη έχοντας όμως άλλον όμοιον του, είχε κι αυτός έναν φίλο από δαύτους.
Κι αυτόν –όπως όλους τους– τον τρώγανε τ’ αφτιά του.
Έσγουβαν στ’ αυτί του και κουνούσαν πα σε δαύτο τις χειλάρες τους. Τον έβλεπες τότε να θωρεί ομπρός του, να γελάει. Τί να γίνονταν μέσα του; Κρίμα!
Τέτοιον μουρλόν, σκαρταδιασμένον κι αυτόν, αξιολύπητον, τον έκανε παρέα. Κι ας τ’ άρεσε να τον πειράζει. Ποιός; Ένας μουρλός!
Πάντα και την ίδια ιστορία τ’ αρχινούσε.
Κούναε τα χείλη του, ίδρωνε να του παραστήσει τις ιδέες. Έπαιρνε το μολύβι και όλο του τάγραφε. Πάνω στο στράτσο τού τα σκέδιαζε, με χαρακιές και παραστάσες… Βλέπεις τα δάχτυλα τάχε για ομορφιά! Και δόστου νάχει:
Έκανε ένα σπιτάκι πρώτα, με μπαλκονάκι και σκαλίτσα. Μιά πορτίτσα πάνω, μιά πορτίτσα κάτω. Έπειτα από δυό παραθυράκια δεξά κι αριστερά στην κάθε μιά. Έκανε ένα δεντράκι, κι απ’ όξω έκανε μιά κόρη –τόση δα– τάχα πως στέκει στην πορτίτσα.
Έτσι αυτός το γνώριζε ευτύς. Ήταν το σπίτι τού παπά και η κόρη του –τάχατες– στην πόρτα.
Τότες αυτός καταλάβαινε κ’ έφευγε. Γρήγορα γρήγορα πάγαινε. Και καθώς πάγαινε σκεφτόταν.
Σκέφτονταν ούλη μέρα ως που νύχτωνε κι ως που έπεφτε για ύπνο· σκέφτονταν ακόμα.
Με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι, τάβλεπε ούλα ομπρός του, το σπιτάκι, την σκαλίτσα, την κόρη.
Έτσι μικροσκοπικά όπως του τα παράσταινε στο χαρτί με το μολύβι ο φίλος του, έτσι τοσαδούτσικα ούλα, μικρουλάκια, νινίστικα, κουκλίσια.
Τάβλεπε!
Δίχως άλλη αποδείξη της ύπαρξης τους εξόν απ’ την ανάμνηση, χωρίς φωνή, μ’ ελαττωμένο –στην συνείδησή του– το βάρος των πραγμάτων, ήσαν αυτά ούλα βουβά κι αλαφρά κ’ επίπεδα, σαν οι φωτογραφίες και το ψέμα. Σχεδόν σαν ένα τίποτα…
Η σκέψη του φαιδρή –δίχως την αίστηση του κρότου– ανύποπτη, παιγνιδιάρα και απλή, ενεργούσε ελεύτερα μέσα σε κόσμον άφωνο, πολύ ευχάριστον να πούμε.
Και σκέφτονταν.
Νάταν κι αυτός ελαττωματικός –μουρλός– σαν τον άλλον, τον φίλο του, τί καλά που θα ‘ρχόντουσαν. Άχ τί καλά.
Να θ’ ανέβαινε.
Πατώντας κι αυτός στα νύχια (!) –όπως έκανε κι ο φίλος του– σκαλί το σκαλί θ’ ανέβαινε τη σκαλίτσα, σκαλάκι το σκαλάκι θα κατέβαινε και κείνη. Ώ εκείνη!
Κι όταν θα φτάναν ο ένας απέναντι στον άλλον, πρόσωπο με πρόσωπο –ψυχή μου!– έχοντας κι αυτός τα χέρια του χωμένα μες στις τσέπες του, θάνοιγε και θάκλεινε το στόμα του.
Τρεις φορές, χάμ χάμ χάμ ίσον : σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ. Κ’ ευτύς άλλες τρεις, χάμ χάμ χάμ. Κι άλλες τρεις κι άλλες τρεις. Όποιος καθήσει με γκαβούς θα γκαβίσει. Μπορεί νάταν μάγια. Όμως αυτός θα μπόραε το «σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ», να της τόδινε, με τη μαεστρία των δακτυλώ του θεία φχιαγμένο… Αχ, τί νάκανε; Να πήγαινε;
Ποιός ξέρει.
Μπορεί, ανοιγοκλείνοντας το στόμα του να πείθονταν αυτή – ώωω ήταν βέβαιο! Έτσι κι ο φίλος του δε θάκανε;
Μηγάρις τα μωρά δεν ξεγελιούνται με κουμπιά και με γυαλάκια; Μηδά με μιά φούσκα αηβασιλιάτικη δεν κάνεις τους πιτσιρίκους να πηδάνε;
Αυτό θάκανε. Κι ας με τα δάχτυλα του αυτός θα μπόραε να της διατυπώσει σαν μπούρμπουλας τους πόθους του να τους της κάμει αραχνοΰφαντους σαν κείνους της Ίσιδας τους πέπλους. Μόνο;
Να της παραστήσει τις γαρδένιες, τους ανέμους και την πάχνη. Τις πεταλούδες που ασηκώθηκαν ούλες μαζί ένα βράδυ απ’ τα γεράνια. Την ψιχάλα που λάμπει στον αέρα όταν σκάζει το κύμα. Την χρυσόσκονη που αφήνει η πεταλούδα πα στα τζάμια. Τις τριχούλες που κατσαρώνουν στ’ αφάλι του ροϊδιού.
Μα τί, αυτή έτσι, δεν θα πείθονταν. Τόξερε.
Θα τον φασκέλωνε –όπως πάντα– και θα τον έφτυνε κι απέ θάφευγε λιγωμένη στα γελάκια…
Ενώ έτσι, χάμ χάμ χάμ, τί θα μπόραε να κάμει; Ορίστε; Τίποτα.
Ελκυσμένη, μαγεμένη, ανάστατη θαρχόταν καταπάνω του.
Θα της βάφονταν κόκκινα τα μαγουλά της, θα λάμπαν και τα μάτια της σαν άστρα.
Ένα ένα τα σκαλάκια θα κατέβαινε, δυό-δυό θα τ’ ανέβαινε και δαύτος.
Κι όταν θα φτάναν –πρόσωπο με πρόσωπο– θ’ ανοιγόκλεινε κι αυτή το στόμα της – ποιός ξέρει τί θέλοντας ακριβώς να παραστήσει. Ακριβώς, όπως ίσως, έκανε στον φίλο του. Χάμ χάμ χάμ, τρεις φορές. Κ’ ευτύς άλλες τρεις. Κι άλλες τρεις.
Τότε αυτός θα την αγκάλιαζε! Θα την έσφιγγε περίποθα στα μπράτσα του. Θάχωνε το χέρι του στον κόρφο της. Στο σβέρκο θα τη δάγκωνε! Χα, χα τί ωραία!…
—————————–
Κ’ έτσι έκαμε!
Μα –παράξενο πράμα– αυτή δεν πείστηκε.
Τον φασκέλωσε –όπως έκανε πάντα– και τον έφτυσε κι απέ έφυγε λιγωμένη μες στα γέλια!
Κι αυτός τότε κατάλαβε.
Γρήγορα γρήγορα πάγαινε. Και καθώς πάγαινε σκεφτόταν.
Σκεφτόταν ούλη μέρα ως που νύχτωσε κι ως που έπεσε για ύπνο. Μα πού ύπνος.
Με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι τάβλεπε ούλα ομπρός του, το σπιτάκι, την σκαλίτσα και την κόρη.
Έτσι μικροσκοπικά, ως του τα σκέδιασε, σε κείνο το χαρτάκι, ο χάμ χάμ χάμας. Τοσαδούτσικα, ούλα μικρουλάκια, κουκλίστικα. Κ’ επίπεδα, σαν φωτογραφίες και σαν ψέματα. Σκεδόν σαν ένα τίποτα.

Πηγή: 24grammata.com.