30 Οκτωβρίου 2013

The Court Of The Crimson King [Ian Mc Donald, Peter Sinfield]

Η Αυλή του Αιματοβαμμένου Βασιλιά*

Οι σκουριασμένες των φυλακών αλυσίδες
Φεγγάρια που απ’ τον ήλιο θρυμματίστηκαν.
Ένα δρόμο βαδίζω, οι ορίζοντες αλλάζουν
Έχει αρχίσει το τουρνουά.
Ο μαβής αυλητής τη μελωδία του παίζει,
Η χορωδία τραγουδά απαλά:
Τρία νανουρίσματα σε μια γλώσσα αρχαία,
Για την αυλή του αιματοβαμμένου βασιλιά.

Της πόλης ο κλειδοκράτορας
Πατζούρια στα όνειρα βάζει.
Από την πόρτα του οδοιπόρου στέκομαι έξω
Με σχέδια ανεπαρκή.
Η μαύρη βασίλισσα ψάλει
το πένθιμο εμβατήριο,
Οι ραγισμένες ορειχάλκινες καμπάνες θα χτυπήσουν·
Πίσω να καλέσουν την μάγισσα φωτιά
Στην αυλή του αιματοβαμμένου βασιλιά.

Ο κηπουρός ένα φυτεύει αειθαλές
Την ώρα που ποδοπατά ένα λουλούδι.
Τον αέρα θα κυνηγήσω ενός πλοίου πρισματικού
Το γλυκό και το ξινό να δοκιμάσω.
Του πρότυπου ο ταχυδακτυλουργός το χέρι του σηκώνει·
Η ορχήστρα ξεκινά.
Αργά όπως γυρίζει τον τροχό που λειαίνει
Στην αυλή του αιματοβαμμένου βασιλιά.

Τα ομιχλώδη πρωινά οι χήρες κραυγάζουν
Οι σοφοί ένα μοιράζονται αστείο·
Τρέχω τα μαντικά σημεία να καταλάβω
Ν’ αποτίσω στην απάτη τιμή.
Ο κίτρινος γελωτοποιός δεν παίζει
Αλλά ήρεμα τα νήματα κινεί
Και χαμόγελα καθώς οι μαριονέτες χορεύουν
Στην αυλή του αιματοβαμμένου βασιλιά.


*το θεώρησα καλύτερο από: Το δικαστήριο του αιματοβαμμένου βασιλιά  




















The rusted chains of prison moons
Are shattered by the sun.
I walk a road, horizons change
The tournament's begun.
The purple piper plays his tune,
The choir softly sing;
Three lullabies in an ancient tongue,
For the court of the crimson king.

The keeper of the city keys
Put shutters on the dreams.
I wait outside the pilgrim's door
With insufficient schemes.
The black queen chants
the funeral march,
The cracked brass bells will ring;
To summon back the fire witch
To the court of the crimson king.

The gardener plants an evergreen
Whilst trampling on a flower.
I chase the wind of a prism ship
To taste the sweet and sour.
The pattern juggler lifts his hand;
The orchestra begin.
As slowly turns the grinding wheel
In the court of the crimson king.

On soft gray mornings widows cry
The wise men share a joke;
I run to grasp divining signs
To satisfy the hoax.
The yellow jester does not play
But gentle pulls the strings
And smiles as the puppets dance
In the court of the crimson king.


απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Πρίμπας

Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης - Παράπλευρες σημειώσεις και μελετήματα





















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εξηκοστό βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, τη συλλογή κειμένων και κριτικών: “Παράπλευρες σημειώσεις και μελετήματα” του Γιώργου Σχορετσανίτη.

29 Οκτωβρίου 2013

Southern man [Neil Young]

Άνθρωπε το νότου

Άνθρωπε του νότου
να ‘χεις καλύτερα το νου σου
Να μην ξεχνάς
τι γράφει το καλό σου το βιβλίο
Η αλλαγή στο νότο
θα φτάσει επιτέλους
Προς το παρόν οι σταυροί σου
καίγονται γρήγορα
Άνθρωπε του νότου

Είδα το βαμβάκι
Και είδα το μαύρο
Ψηλά λευκά αρχοντικά
Και μικρές παράγκες.
Άνθρωπε του νότου
Πότε σκοπεύεις
να τους ξεπληρώσεις;
Άκουσα κραυγές
και βούρδουλες να χαράζουν
Για πόσο ακόμα; Για πόσο ακόμα;

Άνθρωπε του νότου
να ‘χεις καλύτερα το νου σου
Να μην ξεχνάς
τι γράφει το καλό σου το βιβλίο
Η αλλαγή στο νότο
θα φτάσει επιτέλους
Προς το παρόν οι σταυροί σου
καίγονται γρήγορα
Άνθρωπε του νότου

Lily Belle,
τα σκούρα σου μαλλιά χρυσαφίζουν
Είδα το μαύρο σου άντρα
να τριγυρνά
"Έχω εμπιστοσύνη στο Θεό
Θα τον πετσοκόψω!"
Άκουσα κραυγές
και βούρδουλες να χαράζουν
Για πόσο ακόμα; Για πόσο ακόμα;






















Southern man

Southern man
better keep your head
Don't forget
what your good book said
Southern change
gonna come at last
Now your crosses
are burning fast
Southern man

I saw cotton
and I saw black
Tall white mansions
and little shacks.
Southern man
when will you
pay them back?
I heard screamin'
and bullwhips cracking
How long? How long?

Southern man
better keep your head
Don't forget
what your good book said
Southern change
gonna come at last
Now your crosses
are burning fast
Southern man

Lily Belle,
your hair is golden brown
I've seen your black man
comin' round
Swear by God
I'm gonna cut him down!
I heard screamin'
and bullwhips cracking
How long? How long?

Ακούστε το εδώ

απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Πρίμπας

28 Οκτωβρίου 2013

28 Οκτωβρίου 2013

Όχι στη βία! 


















Απ’ όπου και αν προέρχεται;

Στην ιστορία, στη δική μου ιστορία, δεν υπάρχει η 28η Οκτωβρίου 1940. Όπως δεν υπάρχει ο πελοποννησιακός πόλεμος, η ρωμαϊκή κατάκτηση, ο χορός του Ζαλόγγου, η επανάσταση του 1821 και όλα τα γεγονότα, ακόμα και τρέχοντα που δε βιώθηκαν άμεσα είτε καθαυτά είτε οι συνέπειές τους, των οποίων δε μπορώ να καταθέσω τη δική μου απολογία, τη δική μου μνήμη.
Αυτό βέβαια δεν υπονοεί άρνηση ή αμφισβήτηση της ιστορικής επιστήμης: της συστηματικής μελέτης του παρελθόντος του ανθρώπου μέσα από τις γραπτές κυρίως πηγές, η οποία μάλιστα γεννήθηκε σε αυτά τα χώματα από τον Ηρόδοτο και ιδίως το Θουκυδίδη. Σημαίνει όμως ότι αυτό που έχει σημασία είναι τα γεγονότα που ο ίδιος βιώνω και έχω συνείδηση και κυρίως η στάση μου απέναντι σε αυτά, αυτό δηλαδή που κάνω εγώ τώρα για να τα επηρεάσω ώστε να διαμορφώσω τον πολιτικό χώρο στον οποίο υπάρχω όπως θέλω. Είναι προφανές ότι όλα τα ιστορικά μαζί με τα μη ιστορικά παλαιότερα γεγονότα διαμόρφωσαν το πολιτικό μου περιβάλλον, αλλά και πάλι το σημαντικό είναι όχι τι και πως διαμορφώθηκε, στο οποίο εξάλλου βρέθηκα, αλλά τι εγώ θέλω για το μέλλον μου, το οποίο δεν υπάρχει ακόμα.
Αυτό με τη σειρά του, το οποίο οφείλω να το αναγνωρίσω και σε κάθε άλλον ισότιμα – και αν δεν του το αναγνωρίσω τότε αυτός οφείλει στον εαυτό του να το διεκδικήσει, έρχεται και αφενός απογυμνώνει την ιστορία από κάθε είδους ψευδαίσθηση δηλαδή την ιστορία ως υποχρέωσή μου αφετέρου την αναβαθμίζει σε ό,τι πολυτιμότερο μπορεί να είναι: ένα παιδευτικό όργανο. Ένα όργανο διδασκαλίας και μελέτης των πράξεων των ανθρώπων που προηγήθηκαν χρονικά από εμένα.
Σήμερα 28 Οκτωβρίου 2013 στο νότιο άκρο της χερσονήσου του Αίμου, ένας λαός επί τέσσερα χρόνια τώρα δείχνει να παραδέχεται ότι το σημαντικότερο για αυτόν είναι να συμβιβάζεται διαρκώς με τις επιταγές των εξουσιαστών που τον διαφεντεύουν (ΕΕ, ΔΝΤ, Διεθνές Τραπεζικό Σύστημα, ντόπιο κεφάλαιο), μέσω μιας συγκυβέρνησης αυτών που εγκατέστησαν τις συνθήκες εκμαυλισμού του στα 40 χρόνια στα οποία αυτός τους ενάλλασε στην εξουσία, ελπίζοντας ότι οι εξουσιαστές του, δείχνοντας έλεος κάποια στιγμή, θα του επιτρέψουν να ζήσει κάπως καλύτερα από το πως ζουν στις πλέον υποβαθμισμένες χώρες, στις οποίες δούλοι υπό την εξουσία ελάχιστων πάμπλουτων κεφαλαιοκρατών παράγουν μόνο για τους άλλους. Αν συμβεί, δηλαδή κάποια στιγμή να δείξουν το έλεος στο οποίο ελπίζει, αυτό θα είναι κάτι χωρίς ιστορικό προηγούμενο και ούτε συνάδει με τα τρέχοντα γεγονότα...
Απέναντι σε αυτή τη «νόμιμα θεσμοθετημένη», ακραία για εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας, βία που οδήγησε και οδηγεί στην εξαθλίωση και πάρα πολλούς σε απονενοημένες πράξεις, ο λαός παραμένει σχεδόν απαθής, ευελπιστώντας χίμαιρες, με ελάχιστες και περισσότερο αντανακλαστικές αντιδράσεις συντεχνιακού χαρακτήρα δεχόμενος ( και αποδεχόμενος; ) ταυτόχρονα μία συντονισμένη από κυβέρνηση και ΜΜΕ πλύση εγκεφάλου περί της ανάγκης να "καταδικάζουμε τη βία από όπου και αν προέρχεται".
Πρόκειται για ένα προπαγανδιστικό και χωρίς περιεχόμενο τσιτάτο, αλλά με σαφή πρόθεση ποινικοποίησης της όποιας αντίδρασης απέναντι σε αυτήν την πολιτική. Αυτά τα τέσσερα χρόνια η βία έρχεται μόνο από την εξουσία και το νεοναζιστικό παρακρατικό της χέρι, το οποίο, αφού το εξέθρεψε επί μακρόν, ξαφνικά το αποποιήθηκε προσδοκώντας να εισπράξει πολιτικά οφέλη.
Ας δούμε τον παραπάνω πίνακα. Πιστεύει κανείς ότι αυτό που αποτυπώνεται καταδικάζει τη βία «απ’ όπου και αν προέρχεται»; Και γιατί να την καταδικάσει; Από που προκύπτει ότι όταν ο αμυνόμενος αναγκαστικά καταφεύγει σε αυτήν, ως την έσχατη επιλογή του, για να προστατέψει την αξιοπρέπειά του από την όποια απάνθρωπη εξουσία απαιτεί να τον συντρίψει στο όνομα της ιμπεριαλιστικής της πολιτικής ή των υπερκερδών των ελάχιστων ή και τα δυο, η απάντηση του, γιατί για αυτό πρόκειται, στη βία εξισώνεται με τη βία του επιτιθέμενου εξουσιαστή;
Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα μόνα ίσως ιστορικά παραδείγματα όπου τα θύματα της βίας του εξουσιαστή επέμεναν να απαντούν με μη βία ακόμα και μπρος στο θάνατό τους ήταν οι περιπτώσεις της απελευθέρωσης της Ινδίας με πρωτεργάτη τον Γκάντι και των πρώτων χριστιανών. Ναι, αλλά εκεί η μη βία συνοδευόταν εμφατικά από ολοκληρωτική άρνηση της εξουσίας και των αποφάσεων του βρετανού κατακτητή και του ρωμαίου εξουσιαστή αντίστοιχα υποχρεώνοντάς τους κάποτε σε συμβιβασμό.

26 Οκτωβρίου 2013

Κάτω στα τριπόταμα [Νίκος Γκάτσος]



Κάτω στα τριπόταμα

Κάτω στα τριπόταμα
Δίψασα κι απόκαμα
Ώσπου βρήκα – Παναγίτσα μου
Ίσκιο στην ιτιά
Και νερό στη ρεματιά

Τ’ άλογό μου πότισα
Κι όταν πια ξαπόστασα
Είδα ξάφνου – Παναγίτσα μου
Να ‘ρχεται μια γριά
Μια κυρούλα καλογριά

Ταπεινά τη ρώτησα
Γνώρισες γερόντισσα
Το αγόρι – Παναγίτσα μου
Τ’ αγγελόκρουστο
Που ‘χε φίλο το Χριστό

Στρατοκόπε τι ρωτάς
Δέκα χρόνους περπατάς
Και γυρεύεις – Παναγίτσα μου
Το χλωμό παιδί
Σα φεγγάρι σε κλαδί

Η ζωή το μοίρανε
Κι ήρθαν και το πήρανε
Να το πάνε – Παναγίτσα μου
Πέρα απ’ τη Φραγκιά
Μια βραδιά μ’ αστροφεγγιά

Απελάτη θα το δεις 
Στ’ όνειρό σου αποβραδίς
Μα τα δάκρυα – Παναγίτσα μου
Μάθε να κρατείς
Ο Θεός είναι κριτής

Ακούστε το εδώ
Μουσική: Χριστόδουλος Χάλαρης
Τραγούδι: Χρύσανθος

24 Οκτωβρίου 2013

Υλισμός






































(Θησείο, 22.10.2013 - 18.06)



Η Αλήθεια; Του διαφεύγει
Η αλήθεια του, διαφεύγει
Σε μιαν άλλη Ζωή

22 Οκτωβρίου 2013

Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης - “Τυνησία - Η πύλη της ερήμου”





















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το πεντηκοστό ένατο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων: το οδοιπορικό:  “Τυνησία - Η πύλη της ερήμου”
του Γιώργου Σχορετσανίτη.

-----------------------------------------

ΣΤΗ ΓΗ ΤΟΥ ΣΑΜΠΙ [Απόστολος Θηβαίος]
Σχόλιο στο οδοιπορικό του Γιώργου Σχορετσανίτη

Ο Γιώργος Σχορετσανίτης, ήδη με το «Οδοιπορικό στη Σοβιετική και Νέα Βαλτική» και τη «Σιωπηλή Ζωροαστρική πόλη της Γιάζντ» προσέφερε στο αναγνωστικό κοινό μια εξαιρετική και περιεκτική, ταξιδιωτική λογοτεχνία. Βιωμένα οδοιπορικά, συντελεσμένα με σκοπό την όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη αποτίμηση της αισθητικής ορισμένων τόπων με ειδική, ιστορική ή ανθρωπολογική αξία. Θεοί, άνθρωποι και τοπία αποτυπώνονται στις λογοτεχνικές και φωτογραφικές μαρτυρίες του Σχορετσανίτη, μεταδίδοντας στο μέγιστο βαθμό ατόφια τα όρια, στα οποία εκτείνεται το αισθητικό και ψυχολογικό εύρος της ανθρώπινης γεωγραφίας.
Στα ίδια πρότυπα κινείται το ταξιδιωτικό ντοκουμέντο του συγγραφέα για την αφρικανική Τυνησία. Το θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο της πάλαι ποτέ θρυλικής Καρχηδόνας παραχωρεί τη θέση του στην ιστορική λήθη και τις πόλεις του μέλλοντος. Όμως, μας επισημαίνει ο Γιώργος Σχορετσανίτης, η χώρα με την ίδρυση πόλεων σταθμών εξακολουθεί να συνιστά ένα σπουδαίο, μουσουλμανικό κέντρο, με την επιστημονική και ανθρωποκεντρική του ταυτότητα να υπερασπίζονται στο ακέραιο τη μοναδικότητα του μέρους. Οι απαράμιλες, επιστημονικές καταγραφές της περασμένης χιλιετίας στάθηκαν όχι μόνο μια αφορμή να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον ευρωπαϊκό και τον μουσουλμανικό κόσμο, αλλά παραχώρησαν κορυφαίες αλήθειες στη διαρκή, επιστημονική αναζήτηση.
Ο τομέας της ιατρικής, για τον οποίο ο Σχορετσανίτης μας πληροφορεί μόνο κατά το τέλος του ταξιδιωτικού ντοκουμέντου επιβεβαιώνει την ανθρωποκεντρική, πνευματική στόχευση ενός κόσμου που άρχεται από τον πλούτο της Καρχηδόνας για να τελειώσει οριστικά με τη σφραγίδα των ονομάτων θρυλικών δυναστειών. Η αναφορά στην εξοικειωμένη, επιστημονική γνώση πραγματοποιείται από τον Σχορετσανίτη μόνο κατά το τέλος του οδοιπορικού, επισημαίνοντας τη διάθεση του δημιουργού να κινηθεί σε πεδία ευρύτερου ενδιαφέροντος.
Η ποίηση, ο μύθος, η επίσημη ιστορία βρίσκουν τη θέση τους με μια θαυμάσια ισορροπία μες στο έργο του Γιώργου Σχορετσανίτη. Οι σημαντικότερες μορφές της τυνησιακής ιστορίας παρελαύνουν στις σελίδες του οδοιπορικού, ολοκληρώνοντας με ακεραιότητα μια ευρύτερη οπτική, απαραίτητη προκειμένου να συνταχθεί, συγκρατώντας ολάκερη την ενέργεια ενός τόπου, το ταξιδιωτικό ντοκουμέντο.
Ο Γιώργος Σχορετσανίτης κερδίζει επάξια μια θέση στον τομέα του ταξιδιωτικού οδοιπορικού. Η λογοτεχνικότητα όμως και το περιεχόμενό τους δεν στηρίζονται μονάχα στην έρευνα και τη διάθεση της καταγραφής. Ο Σχορετσανίτης μοιάζει να φέρει μέσα του τόπους αναρίθμητους, ασυγκράτητος ταξιδευτής μες στον κόσμο, μετέωρος ανάμεσα στο παλαιό και το καινούριο, ιατρός και παρατηρητής των ανθρωπίνων, καθώς οι μορφές των πανεπιστημόνων που χάραξαν τη γνώση στις πέτρες. Ή εκείνους που δίνονται στην ωμότητα του ταξιδιού, δίχως υπάρχοντα και στέγες, με μια ροπή φαντασιακή προς τα αιώνια πράγματα. Τον άνεμο, τον ύπνο, τη θάλασσα, το όνειρο και τον ουρανό, καθώς μας πληροφορεί το απόσπασμα του Τσέζαρε Παβέζε, επιβεβαιώνοντας μια παράλληλη, μυστική και κατευθυντήρια λογοτεχνικότητα στο έργο του Γιώργου Σχορετσανίτη, στηριγμένη σε διακειμενικές, αποσπασματικές αναφορές, που όμως δεν παύουν να αποτελούν αυτοτελή σύμπαντα.
Η περίπτωση του ιατρού οδοιπόρου, όμως, ξεχωρίζει όχι μόνο για τη βαθιά αποτύπωση των τόπων και των ανθρώπων. Ο Σχορετσανίτης μοιάζει να συνεχίζει την παράδοση εκείνου του ρομαντισμού που κινητοποίησε άλλοτε τους πλάνητες περιηγητές του μεσαίωνα ή ακόμα έθεσε τον Παυσανία στη δίνη του τότε γνωστού κόσμου. Καθώς  η λογοτεχνία εγκαταλείπει τις ιδεολογίες και τον ρομαντισμό και ολόψυχα δίνεται στο δοξολόγημα του πεζογραφήματος, η περίπτωση του Σχορετσανίτη έρχεται να επιβεβαιώσει το αθάνατο εκείνων των προθέσεων που πάντα θα γοητεύουν ως άγνωστο ανθρώπους όλων των αιώνων. Ο ρομαντισμός, ακλόνητος, μοναδική παρηγοριά για όσους πασχίζουν να συλλογίζονται ελεύθερα και ανεπηρέαστα, να αλωνίζουν όλη την οικουμένη, να παίρνουν απαντήσεις για τα πράγματα και τους ανθρώπους και τα γεγονότα. Ετούτη η ικανοποίηση του ρομαντισμού, μονάχα με αίμα και καρδιά κερδίζεται. Η αναγκαία, φωτορεαλιστική καταγραφή των τοπίων και των ανθρώπων σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζει τον Γιώργο Σχορετσανίτη να αποτυπώσει μέσω μιας εσωτερικής, δυσδιάκριτης προβολής τον δικό του κόσμο και το βαθμό στον οποίο ο τελευταίος επηρεάζεται και διαμορφώνεται από το «εκεί.» Στον απαραίτητο ρομαντισμό του συγγραφέα δεν επιβιώνει κανένα ρήγμα, κανένας αιώνας δεν διαφέρει, καθώς παρόμοιος ο άνθρωπος μετρά τη γη. Καταδικασμένος μες στην ελευθερία, ένα πρόσωπο σαν το κορίτσι του Ροντώ που γυρεύει μες στο βυθό τα περασμένα στρώματα της ιστορίας.

Ο χορός στον Ουνγκαρέττι είναι χρησμός, ιστορία και άνθρωπος. Ο Γιώργος Σχορετσανίτης, καθώς οι πρώτοι των ελληνικών τραγωδιών, ανιχνεύει και τραγουδά τον κόσμο σε χρόνους τρεις. Σε σκιές, καθώς εκείνες των εκκλησιών του Τέσιν, ξαποσταίνει ο Σχορετσανίτης, ζώντας όπως ο Έσσε σε τούτες καλύτερα, δίχως θρησκείες, προσευχές και Θεούς. Σπουδαίες καταγραφές από χαμένα, παιδικά όνειρα, παραδείσους μακρινούς και την αθωότητα μιας μεταφυσικής, θρησκευτικής ζωής. Τα οδοιπορικά του Γιώργου Σχορετσανίτη διακατέχονται από την ευδαιμονία του παρελθόντος και ίσως μια λύπη, όπως εκείνη της βιωμένης ιστορίας. Τον ευχαριστούμε γιατί οπτικοποιεί εκείνη την οφθαλμόστικτη χαίτη της ξαπλωμένης γυναίκας  που είναι η γη και η ιστορία και τόσο υπέροχα περιέγραψε ο Νίκος Εγγονόπουλος.

20 Οκτωβρίου 2013

Ecco, cani di mare tutti [Έλλη Νεζερίτη]


Ecco, cani di mare tutti.


Ποιανού παράδεισου
οι πύλες
ν' άνοιξαν
κι άφησαν να ξεφύγουν
αυτές οι οργισμένες ορδές της νιότης
με τα σφαλάγγια στα μαλλιά
τις αράχνες στα ματόκλαδα
και στην ψυχή
την άρνηση;
Σε ποια σύνορα εξωγήινα
σπρώχνει τα παιδιά της Γης
η πλήξη κι η αμφιβολία;

Γιατί
να πάρουνε το δρόμο
με τις ανθρώπινες καρκάσσες
για φανάρια;...
Τι να είδαν άραγε
κείνο το παγερό ξημέρωμα
που πρωτοπεταλούδισαν τα βλέφαρά τους
ανοίγοντας τα μάτια τους στη ζωή...

Τι να 'ναι κείνο
που τα έκανε να νιώσουν
μια τέτοια αποστροφή;

Γίνεται
στο παρθενικό τους κιόλας κύτταγμα
να πήρε το αητήσιο μάτι τους
μόνον
αυτή τη ξεμαλλιασμένη
μέγαιρα
που λέγεται
σ υ μ β α τ ι κ ό τ η ς
μ' όλην εκείνη
την τερατόμορφη ανήθικη ακολουθία της
και να μην πήρε
και τους άλλους;...

Τα 'πιασε φρίκη δηλαδή
στο αντίκρισμα αυτηνής
και δεν τα 'πιασε δέος
μπρος στα παραμορφωμένα
εκτρώματα της μανίας της
που είναι όλοι οι άλλοι
που κατάφεραν να επιζήσουν
παλεύοντας να δαύτην.

Κι αν δε τους είδανε
δεν τους ακούσανε;
Κείνο το περίφημο:
«Παιδιά
η άρνηση
δεν είναι όπλο»
δεν έφτασε ως τ' αυτιά τους;

Ή μήπως τα παιδιά
και είδανε
πολύ καλά
κι ακούσανε περίφημα
μόνον που αρκεστήκανε να αντιδράσουν
με το να παραδεχτούνε
τα πάντα  α π α ρ ά δ ε χ τ α
οπότε,
γυρίζοντας τις πλάτες τους
πήρανε
χλευάζοντας τους δρόμους.

Που πάνε;
Γιατί
να πάρουνε το δρόμο
με τις ανθρώπινες
καρκάσσες
για φανάρια...
Τι να ζητάνε
τούτου του πλανήτη
τα παιδιά;

Ο ιδρώτας του προσώπου τους
ζυμώθηκε με τη σκόνη
κι έγινε λάσπη.
Το φέγγος
της πολλής τους νιότης
καλύφτηκε,
και τα πρόσωπά τους
πήραν
την έκφραση εκμαγείου
κάποιου
που πέθανε σε κρίση παρανοϊκή.

Τα στεφάνια
απ' τους ανθούς της αγνότητας
που φορούσαν στα κεφάλια τους
τα βρώμισαν
και τα ποδοπάτησαν
επιδεικνύοντας εμφαντικά
την ρυπαρότητα
των αγαλμάτινων κορμιών τους
που τα κατατρώνε
οι πιο σιχαμερές αρρώστιες...

Και πορεύονται,
όσα ακόμα μπορούνε να πορεύονται,
όσων ακόμα τα πτώματα
δεν πετάχτηκαν στα νεκροτομεία
μα μια κάρτα δεμένη
στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού:
«Νεκρός
από κατάχρηση ναρκωτικών»
ή,
δεμένη η κάρτα
στον καρπό του χεριού:
«Σφαγιασθείς
ως εξιλαστήριον θύμα»
ή
η κάρτα μπηγμένη
με μια πινέζα στην καρδιά:
«Ακρωτηριασθείς
σε όργιο καννιβαλιστικής ακολασίας»
ή,
κλεισμένοι
σε άσυλα
σαν επικίνδυνοι φρενοβλαβείς
ή,
να γίνονται επ' αμοιβή
προδότες
εκμαυλιστές
φονιάδες
ή...
ή...
κι όλα αυτά
για να απολαύσουνε τα πάντα
χωρίς κανέναν μόχθο στη ζωή.

Δεν υπάρχει συμφορά
και χυδαιότης
που να μην την αντιμετωπίζουμε
αδίσταχτα
με την περίφημη δικαιολογία
πως
αυτά είναι τα όπλα τους
για να καταπολεμήσουνε
την ασυμβίβαστη
με τις δοξασίες τους
συμβατικότητα.

Όμως
αν εκείνο το πρωί
που θόλωνε το μάτι τους
μπρος στη φρίκη
που τους προκάλεσε η πραγματικότης
ακούγανε εμένα,
κι αντί να πάρουνε τους δρόμους
με τις ανθρώπινες καρκάσσες
για φανάρια,
φορούσαν τα βατραχοπέδιλά τους
κι έπαιρναν βουτιές στα βάθη των ωκεανών
και για πιο σύντομα
αφήνονταν να παρασυρθούν
από τα ρεύματα των υδατοστροβίλων
(γιατί τότε που τους το 'λεγα
να μη θελήσουν να μ' ακούσουν;)
θα έφταναν
στα ιερά πηγάδια
των αβυσσαλέων βυθών τους
οπότε,
πίνοντας
απ' το θαυματουργό νερό τους
σίγουρα τότε
θ' άλλαζε
η ξεσκισμένη μοίρα
του ανθρώπου...

Κι αφού ξαπόσταιναν
κάτω από βαθύσκιωτα κοράλλια
και ντελικάτες σημύδες,
τότε,
σαν άλλοι Τρίτωνες
θα αναδύοντο από τα βάθη των ωκεανών
και στηρίζοντας
τις σκάλες τους
στα σύννεφα
θα τρυγούσανε τ' αστέρια.

Κι όπως
οι τρυγητάδες
θα τα κουβαλούσαν με πανέρια
στις μεγάλες πλατείες
κι αφού τα πατούσαν με τα πόδια τους,
μετά,
θα έπιναν το φως τους
και μεθυσμένα πια από δαύτο τα παιδιά της γης,
μ' ένα ποτήρι νερό
θα σβύνανε τον ήλιο!
Και θα γίνονταν
ήλιοι,
και θα γίνονταν αστέρια
και θα ξεχύνονταν στους δρόμους...

Σαν σκέπτομαι
πόσο θα τα ωφελούσε τα παιδιά
αυτός ο μεγαλειώδης περίπατος
στην άβυσσο του ωκεανού!

Κι αν ακόμη
δεν κατάφερναν να πιουν
το αθάνατο νερό
των πηγαδιών τους,
μπορεί
(γιατί όλα είναι δυνατά)
κάτω σ'  εκείνα τα αβυσσαλέα σκοτάδια
που βρίθουν
τα φρικαλέα τέρατα
να τα συνέφερνε ο φόβος.

Είπα
μπορεί...
γιατί
δεν αποκλείεται και το άλλο...
Δηλαδή
τα παιδιά
να έβρισκαν
αυτά τα θαλάσσια κήτη
με τη γλοιώδη επιδερμίδα
σαγηνευτικά
γοητευτικά
και...
να έκαναν έρωτα
μ' αυτά,
χωρίς
να χρησιμοποιήσουνε αντισυλληπτικά!...

Και τώρα, στην περίπτωση μιας τέτοιας δυνατότητας, σαν τι άραγε να μπορούσε να προκύψει απ' αυτόν το ρομαντικό γάμο... Δεν χωράει αμφιβολία, πως το νέο αίμα θα ετόνωνε την λυμφατική ανθρώπινη ράτσα, κι ακόμη, όπου και το σημαντικότερο, θα βελτιωνότανε το είδος μας και αισθητικά και ουσιαστικά. Θα ήταν κάτι δηλαδή, μεταξύ καρχαρία και ανθρώπου, ή, και τανάπαλιν, μεταξύ ανθρώπου και καρχαρία. Οπότε, ή έτσι, ή αλλιώς, θα επιλύοντο αυτομάτως, δυο κεφαλαιώδη προβλήματα που βασανίζουν το ανθρώπινο γένος: η μακροβιότης και η επί γης ειρήνη!
Λίγο είναι αυτό; Καρχαρίες λοιπόν! Cani di mare tutti! 




19 Οκτωβρίου 2013

Γαιώδης και Ανθρώπινος [Απόστολος Θηβαίος]


Γαιώδης και Ανθρώπινος


Γιατί πάντοτε κανείς
Μπορεί να ξαναγίνει αθώος.
Χέρμαν Έσσε

Ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς στο θεωρητικό του έργο «Ο ποιητής και ο χορευτής» επισημαίνει εύστοχα, όσο και φυσικά πως η χρήση του μύθου και η αποτελεσματικότητα του τελευταίου δεν μπορεί παρά να συνδέεται άμεσα με την ικανότητα του ίδιου του δημιουργού. Με τούτο ως αξίωμα, με την ανάμιξη δηλαδή της ευαισθησίας με τη νόηση είναι δυνατόν να παραχθεί η συγκίνηση. Στοιχείο βασικό προκειμένου να αποδοθεί στο έργο μια βαρύτητα έξω και πέρα από την ενδεχόμενη, υψηλή αξιολόγηση από πλευρά τεχνικής κατάρτισης. Ο Βαγενάς κάνει λόγο για την επιμιξία του καλλιτέχνη με το κοινωνικό, ψυχολογικό και ανθρωπολογικό περιβάλλον του. Τότε είναι δυνατόν να καταρτιστεί ένας λόγος ανθρώπινος, ικανός να σταθεί σε μια ευθεία αναλογία με την πιστή και ουσιώδη αναπαράσταση της ίδιας της πραγματικότητας.
Οι διαπιστώσεις ετούτες έρχονται να ερμηνεύσουν εύστοχα και να αναδείξουν την αίσθηση γύρω από το έργο του Χέρμαν Έσσε. Δεν πρόκειται μονάχα για δημιουργήματα μιας ορισμένης, τεχνικής κατάρτισης. Μνημονεύοντας το συγγραφικό έργο του Γερμανού πραγματοποιείται μια αναγωγή στη βαθιά και αδιαμφισβήτητη ανθρωπιά που εμπεριέχει ο λόγος του. Παραβολικός, χριστιανικός με μια ανθρωποκεντρική σκοπιά, ψύχραιμος και κατασταλαγμένος ο φιλοσοφικός Έσσε, κρίνει την εποχή του, προβλέπει το μέλλον, διατυπώνει καθώς σε υδατογράφημα τις αδιάσειστες μεταβολές του ίδιου του ατόμου. Ο λόγος του απλός και δυναμικός καθηλώνει με την ευρύτητα και το δηκτικό του χαρακτήρα. Μες στον ίδιο εκείνο χώρο που θα γεννήσει την ποίηση του μέλλοντός μας, με λέξεις που προεκτείνουν και προεκτείνονται, όπως τραγούδησε ο Γιάννης Ρίτσος, ο Έσσε γυρεύει τα πανανθρώπινα κριτήρια ενός πολιτισμού με νωπές ακόμα τις αστικές του προοπτικές. Καλλιτέχνης υψηλής εμβέλειας ο Χέρμαν Έσσε πραγματοποιεί μια επιστροφή στο σώμα. Μια επιστροφή στον τρυφερό και φθαρτό ναΐσκο της πιο ειλικρινούς μας πίστης. Και η ποίηση τότε εκτείνεται στις τρεις διαστάσεις της, επιδιώκοντας τα ύψη, το βάθος και την αιχμή. Ο «Λύκος της Στέπας» ή ακόμα εκείνη η αστείρευτη αγάπη για τον κόσμο και τα τοπία του μαρτυρούν το πείσμα που θρέφεται από την επιθυμία διαγράφουν το πλαίσιο μες στο οποίο θα κινηθεί ο ώριμος λόγος του Γερμανού λογοτέχνη. Προσμένοντας τις αιώνιες χειρονομίες της μοίρας μας ο Έσσε οραματίζεται το μέλλον. Ψυχικός στη μηνυματική του, δωρικός στο λόγο, καταργεί τις αγαπημένες και υποχρεωτικές μονώσεις. Καθώς απελευθερώνεται από μια σχεδόν φωτορεαλιστική εξεικόνιση της πραγματικότητας, ο Έσσε επιστρατεύει την ταπεινή, βιωματική γνώση του για να εντρυφήσει στη νέα, διαμορφούμενη ψυχολογία του σύγχρονου, ευρωπαίου ανθρώπου. Το όραμα του κόσμου που ανασυνθέτεται από μια άλλη ηθική, λιγότερο κανονιστική από εκείνη του Χριστού. Μια ηθική η οποία προβλέπει τη μεταμέλεια στο περιθώριο της χριστιανικής παρουσίας. Μια στάση αποδοχής και έρωτα απέναντι στην ερημιά του μετανιωμένου ή την προοπτική λάμψη του μέλλοντος. Η ατμόσφαιρα του Έσσε θυμίζει εκείνο το δεσμευτικό «ναι» που καταγράφηκε στο καβαφικό έργο και τιμήθηκε εξ ολοκλήρου. Μια άλλη ποιότητα είναι εκείνο που αναδύεται από το έργο του Χέρμαν Έσσε. Μια ποιότητα και ένα δράμα που ‘χει να κάνει άμεσα και δίχως περιττές αρνήσεις με την απόφαση ορισμένων δημιουργών να καταστραφούν, σχεδόν να εξαντληθούν, καθώς οι συντριμμένοι πολιτισμοί. Με άλλα λόγια στο έργο του Έσσε αναγνωρίζει κανείς τα σημεία της σιωπής. Το προχώρημα δηλαδή του νοήματος και των πεπερασμένων, λογοτεχνικών μέσων σε μια εκ βαθέων αποκατάσταση της αλήθειας. Ένας μετασχηματισμός της πραγματικότητας, ακριβώς όπως τον φαντάστηκαν, δίχως ακρότητες οι υπαρξιστές, Αμερικανοί ζωγράφοι, τύπου Χόπερ. Η σκηνογραφία του Έσσε στέκει αντίθετα από τις αδιάφορες, ταξιδιωτικές ομολογίες φυσιοδιφών των περασμένων αιώνων. Στην περίπτωση του Γερμανού στοχαστή εγκαταλείπεται η ανεξήγητη εκείνη διάσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φύση. Ο Έσσε επιστρέφει διστακτικά στα αγαπημένα χώματα, εξαντλώντας με σύνεση και σκεπτικισμό τις ρεαλιστικές προθέσεις του. Γυρεύει επαναστάσεις που δεν έγιναν, μορφές οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν κρατούν τις σημαίες και τα λάβαρα. Ο Χέρμαν Έσσε τραγουδά πρώτα απ΄ όλα για εκείνη την ευτυχισμένη εποχή που δεν θα φανεί πια ποτέ. Και εμείς εγκλωβισμένοι πάνω στις σχεδίες μας, διωγμένοι από την ίδια τη φύση, καταμεσής του πελάγου κανένα δεσμό δεν συγκρατούμε με την ποιότητα μιας άλλης εποχής. Στο έργο του Χέρμαν Έσσε είναι συχνή, σχεδόν εκκωφαντική εκείνη η νοσταλγική διάθεση που αναπτύσσεται στους υδρατμούς των λιμένων. Μια θρυλική αναζωπύρωση, μια τρυφερή ευαισθησία για να αντικρίζουμε το παρόν και να αξιολογούμε το παρελθόν μας. Η κούραση για τη ζωή δεν κυριεύει τον Χέρμαν Έσσε. Η παρακαταθήκη του κρίνεται εξόχως σπουδαία διότι μέσα από ετούτη θα παρατηρηθεί και θα αναγνωστεί ο ανίκητος, ο ανθρώπινος ρυθμός που ακόμη υπερβαίνει δίχως δισταγμούς τις σιδερένιες μάσκες του σύγχρονου, δυτικού πολιτισμού.
Όντας πολιτικός ο Έσσε υπαινίσσεται τον υπαρκτό και απίθανο κόσμο μες στον οποίο επιβάλλεται η ιστορική ακολουθία. Παρόλα τούτα όμως, δεν μπορεί παρά να αρνηθεί τον  κόσμο και την εκλεκτική, αστική προσχώρηση στην καλλιτεχνική παραγωγή. Ο Έσσε δεν συντάσσει μια δυσχερή και ανεξήγητη ποίηση. Η πραγματικότητα μπορεί να σταθεί μέσα από το λόγο του. Διακρίνεται όμως η φιλοδοξία, μιλώντας για εκείνον τον τρυφερό συναισθηματισμό του Χέρμαν Έσσε,  για μια άρθρωση ευαίσθητη, μια λειτουργία συναισθηματική. Η τέχνη του Γερμανού λογοτέχνη βαδίζει σε μια παράφραση της εκμυστηρεύσεως του Κώστα Βάρναλη. Η τέχνη του δεν συνίσταται σε μια ηθική ή ανήθικη παραγωγή δηλαδή, μια και η τέχνη οφείλει να παραμείνει εξωηθική. Ο λόγος του Έσσε είναι συμπληρωματικός και επίκαιρος, πρόκειται για ένα καζαντζακικό έργο, λαμπρά ασκητικό. Στα έργα αυτής της ανθρωπιάς και του ανάλογου διαμετρήματος, οι προσεγγίσεις θα σταθούν πάντα γαιώθεις, ανθρώπινες και αγνές, σαν πάντα να προμηνύουν μια ανακάλυψη. Πίσω από την παρασημαντική του λόγου, ο Έσσε διατυπώνει πάνω απ΄ όλα μια μέθοδο ικανή. Για τους φίλους, τα τοπία και τις ιδέες που δεν γνωρίζουν πώς να επιβιώσουν. Στα έργα των Καζαντζάκη και Έσσε δεσπόζει μια στάση και μια ηθική ανθρώπινη. Μια υγεία θερινού βλέμματος, σαν εκείνο που επισημαίνει ο Σεβαστάκης πως απαιτείται για την αποκωδικοποίηση και την πρόσληψη του ανθρώπινου έργου. Ο άνθρωπος- σύμβολο του Χέρμαν Έσσε δεν συνιστά μονάχα μια πρόταση ή ένα μοτίβο. Πέρα από τα συμφραζόμενα και τα νοήματα που εκπέμπει, ετούτος ο άνθρωπος κατορθώνει να εκτείνεται σε ένα σύμπλεγμα από νοήματα και ιδέες και οράματα. Η αγνότητα και η φρεσκάδα του δημιουργού, συγκρατούν το ιερό βάρος. Ετούτοι οι όροι συνιστούν τα φτερά του μυθικού μας, πάντα ίππου. Μια εμπειρική απόδειξη της βαρύτητας, ο λόγος του Χέρμαν Έσσε. Ανάμεσα στα σώματα, τη γη, τη μνήμη και τις ιδέες.

16 Οκτωβρίου 2013

Συμφωνία του Δειλινού






































... στο πεντασύρματο.






















(Καλλιθέα, Χαροκόπου, 15.10.2013 - 18.25)

15 Οκτωβρίου 2013

Στέλιος Μοίρας - Rogamar

























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το πεντηκοστό όγδοο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, την ποιητική συλλογή με τίτλο "Rogamar" του Στέλιου Μοίρα.


«...Κι όμως κάτι ήξερα τις νύχτες
Που τους ρωτούσα
Αν μπορούν μόνοι τους να κοιμούνται»
Στέλιος Μοίρας

ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΑΔΗΜΑΤΑ [Απόστολος Θηβαίος]
Ιδέες με αφορμή την ποίηση του Στέλιου Μοίρα

Σε κάθε λογοτεχνική δημιουργία αναγνωρίζονται πάντα οι προθέσεις και τα χνάρια μιας αισθητικής προσέγγισης. Ετούτα τα δυο όρια πασχίζουν να επικρατήσουν μες στη θεωρία του έργου. Άλλοτε θα εξισορροπηθούν επιβάλλοντας μια εξαιρετική πληρότητα και άλλοτε πάλι θα εναντιωθούν για να επικρατήσει κάποτε η μια ή η άλλη όψη της πραγματικότητας. Εκείνης που συναντά με αμεσότητα την εποχή και τα δόγματά της. Ή πάλι της πραγματικότητας εκείνης που μετασχηματίζεται μέσα από το υποκειμενικό καλειδοσκόπιο του δημιουργού. Η σύνταξη, ο λόγος, ο πλούτος ή η ένδεια ελάχιστα ελέγχονται από τον ίδιο τον ποιητή. Η αγνή και εκπληκτική τέχνη της αναπαράστασης του εσωτερικού μας κόσμου δεν μπορεί παρά να παραμένει αυτοδύναμη, ειλικρινής και αναπόδραστη. Έτσι βαθαίνει ο καημός μας για την κουρασμένη ομορφιά ή την εύπλαστη ωραιότητα που μεταβάλλεται εξωφρενικά, ακολουθώντας την απερίγραπτη μοίρα. Έτσι, ακόμα, φτωχοί, καθώς οι ήρωες του Έσσε, μαρτυρούμε μες στο δημιουργικό μας οίστρο, την ανεπάρκειά μας εμπρός στο μαρτυρικό παρόν, το παρελθόν που βαθαίνει με την ποιότητα της μνήμης του, το μέλλον με τον ανεξιχνίαστο ρυθμό του.
Οι σκέψεις ετούτες, ακαθόριστες και ίσως ασχημάτιστες, παραμένουν ενδεικτικές για τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται μια ποιητική δημιουργία όπως εκείνη του Στέλιου Μοίρα. Μακρά πεζοποιήματα, ολόψυχη ελευθερία του λόγου, ισχυρές, περιγραφικές στιγμές θολών, αναμνηστικών τοπίων, το δεύτερο, ενικό πρόσωπο και η προσωπική μαρτυρία. Τα ποιήματα του Μοίρα κινούνται στον άξονα του προσωπικού. Η τόλμη του συνίσταται σε μια ιδιωτική, αισθηματική θεώρηση του βάθους των φαινομένων. Ασχημάτιστα τα συμπεράσματα επιβεβαιώνουν τη μεταβατικότητα της εποχής που τραγουδιέται. Και που μονάχα έπειτα από χρόνια θα μπορέσει με ασφάλεια να εκτιμηθεί. Σε δεύτερο πλάνο οι επικίνδυνοι, πάντα στίχοι.
Ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς, περιγράφει την ποίηση, ως ένα εν στήσει λόγο. Σε μια τέτοια κατάσταση, σε μια τόσο οριακή έξαρση ο Στέλιος Μοίρας απολαμβάνει το μέγεθος της ήττας και της ηδονής. Η προσωπική, αισθητική απόκλιση όπως διαπιστώνεται στο σώμα του «Rogamar»  συνιστά ένα στοιχείο διαφοροποίησης. Σκοπός ετούτης της παρατήρησης παραμένει πάντοτε ο καθορισμός των βασικών οριζόντων προσδοκίας, στα όρια των οποίων μπορεί να αποκαλυφθεί η βαθύτερη, ποιητική ουσία. Η διαρκώς παρούσα μνήμη φέρεται ως υπόμνηση της ίδιας της γλώσσας. Σκοπός του ποιητικού συντακτικού δεν είναι άλλος από το ολόψυχο δόσιμο στα πάθη, τις φαντασίες, τις αισθήσεις. Το κύρος της γραφής βεβαίως θα επισημαίνει πάντοτε και θα καταξιώνει ως τέτοια, την ηρωική αρετή της γραφής.
Ο Στέλιος Μοίρας ανήκει σε μια νέα γενιά ποιητών και συγγραφέων. Μπορεί κανείς να τον φανταστεί λαμπρό φορέα άλλων εποχών, εμπρός από φωτεινές βιτρίνες, στις κουβέντες των μπαρ, στις γρήγορες τροχιές των υπογείων συρμών. Η παρουσία του θα μπορούσε να αναπαρασταθεί με το σχήμα της κραυγής που δεν ακούγεται, καθώς εξελίσσεται ένας αιώνας θορύβων και θεωριών. Κάποτε γυρέψαμε μες στις φωλιές της Περσεφόνης την όψη του θανάτου, κάποτε καθορίσαμε τις εποχές με βάση την ποιητικότητά τους. Με τούτες τις παραδοχές καταδικάσαμε τον καιρό μας, θεωρήσαμε πως δεν αξίζει παρά να αποδώσει σχηματικά και νοηματικά τα στίγματα του παρελθόντος. Όμως η ποίηση παραμένει πάντοτε μια κατάσταση, μια κάθετη όψη του κόσμου και των συνθηκών του. Ελάχιστη σημασία θα παραχωρήσουν τα αιώνια, νεανικά κορίτσια στους αυτόκλητους δείκτες του ποιητικού βάθους. Πρόκειται για εκείνο που με τόση ευστοχία διατύπωσε ο Ιταλός ποιητής Ουνγκαρέτι, λέγοντας πως η νέα ποίηση αφορά την έκφραση ενός συναισθήματος, μιας ανυπέρβλητης αρμονίας, η οποία μόνο να καταστεί αισθητή μπορεί δίχως να είναι δυνατή η οποιαδήποτε περιγραφή ή ορισμός. Σε τούτο το σκοπό ταγμένος ο ποιητής είναι καταδικασμένος να κερδίζει ή να χάνει τη φωνή του μες στον άνεμο. Με τέτοιες υψηλές βλέψεις πλησιάζονται πάντα ιδέες όπως θάνατος, το παρελθόν. Με την ποίηση την ίδια ανάγουμε σε ακριβότερη την ίδια τη ζωή μας.
Ο  Όσκαρ Ουάϊλντ κάνει λόγο για την καλλιεργημένη τυφλότητα. Ίσως πρόκειται για εκείνη την εκλέπτυνση που μας οδηγεί βαθμιαία σε έναν αποκλεισμό της εποχής μας της ίδιας. Και έτσι με ερμητικά μάτια καλλιεργούμε τους εαυτούς μας, ορθώνουμε αναχώματα από παλιές αισθητικές και οι εκκωφαντικές, ποιητικές φωνές συνιστούν τα μέτρα μας.  Μες στην τόση ησυχία μας πλάθουμε τον κόσμο, κανείς δεν μας δαμάζει, είμαστε ξέφρενες υδατοπτώσεις στα πέρα, σπασμένα φράγματα. Απειλούμε τις πόλεις, με τις φωνές μας αναπλέουμε ξανά τον ποταμό προς την Αντιόχεια, η φαντασία και το βαθύ «εγώ» μας προσδιορίζει τη διαφορά.
Μες σε δύσκολους και αχρωμάτιστους καιρούς οι νέοι, συνεπείς ποιητές θα μπορέσουν κάποτε να υποστηρίξουν την αθωότητά τους. Όταν περιγράφουν κρυστάλλινα άνθη πάνω στους πάγους και όταν ακόμη ανοίγουν δρόμους ανάμεσα σε αιχμές και σίδερα, όταν αποκαλύπτουν επιτέλους το δρόμο και αναποδογυρίζουν τους πύργους στον άνεμο, παραμένουν ποιητές. Και η προσφορά τους συνίσταται πάντα σε μια φωτογραφική σωτηρία της εποχής μας για τον καιρό που εκείνη θα λήγει.

Εκείνο το «εμπύρετο» στοιχείο που αναγνωρίζεται μες στη στιχουργική του Μοίρα είναι αρκετό για να αποκαλύψει έναν φίλο που δεν γνωρίζει πια με τι να κλάψει. Φιλοδοξία του, ας ευχηθούμε, το φέρσιμο των κυμάτων και των δέντρων.

14 Οκτωβρίου 2013

Hermann Hesse - 'Γλώσσα' και 'Καλλιτέχνης και Ψυχανάλυση'






















(κατεβάστε εδώ σε μορφή pdf)




Τα κείμενα «Γλώσσα» και «Καλλιτέχνης και Ψυχανάλυση», του Hermann Hesse, γραμμένα το 1917 και 1918 αντίστοιχα προέρχονται από τη  δεύτερη ενότητα, η οποία περιλαμβάνει 29 ‘παρατηρήσεις’,  της συλλογής με τίτλο ‘αναγνωστικο’ , στην οποία περιλαμβάνονται οι εξής ενότητες:
-‘Από την απεικόνιση στη συμβολική εικόνα’ [‘διηγήματα’ ],
-‘Κατοπτρισμός του Κόσμου στο Ατομικό Εγώ’ [‘παρατηρήσεις’]
-΄Ευτυχία και Δυστυχία γίνονται Τραγούδι’ [‘ποιήματα’]
και κυκλοφορεί, σε μετάφραση Μαρίας Χατζηγιάννη, από τις εκδόσεις  Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ. Οι εικόνες παρμένες από το διαδίκτυο.
















ΓΛΩΣΣΑ

Μια έλλειψη από την οποία ο ποιητής υποφέρει πιο βαριά απ' όσο οτιδήποτε άλλο είναι της γλώσσας. Κατά καιρούς φτάνει στο σημείο να τη μισεί κυριολεκτικά, να μαίνεται εναντίον της και να την καταριέται —ή πολύ περισσότερο να αναθεματίζει τον εαυτό του για το ότι γεννήθηκε για τη δουλειά του με ένα τέτοιο ελεεινό εργαλείο. Με φθόνο σκέφτεται το ζωγράφο που η γλώσσα του —τα χρώματα— μιλάει το ίδιο κατανοητά σε όλους τους ανθρώπους από το Βόρειο Πόλο μέχρι την Αφρική ή σκέφτεται με φθόνο το μουσικό που οι τόνοι του μιλάνε κάθε ανθρώπινη γλώσσα και που πρέπει να τον υπακούνε τόσες γλώσσες, μεμονωμένες και διαφορετικές, από τη μονόφωνη μελωδία μέχρι την εκατοντάφωνη ορχήστρα, από το κόρνο μέχρι το κλαρινέτο, από το βιολί μέχρι την άρπα.
Για ένα πράγμα όμως ζηλεύει ο ποιητής τον μουσικό ιδιαίτερα βαθιά και κάθε ημέρα: για τo ότι ο μουσικός έχει τη γλώσσα του μόνο για τον εαυτό του, μόνο για τη μουσική! Ενώ ο συγγραφέας πρέπει να χρησιμοποιεί για την καλλιτεχνική δημιουργία του την ίδια γλώσσα με την οποία διεκπεραιώνει κανείς δουλειές ή διδάσκει σε σχολείο ή τηλεγραφεί ή κάνει δίκες. Πόσο φτωχός είναι ο ποιητής! Δεν έχει κανένα δικό του όργανο για την τέχνη του, δεν έχει δικό του σπίτι, δεν έχει δικό του κήπο, δεν έχει δικό του παράθυρο για να βλέπει από εκεί το φεγγάρι. Τα πάντα πρέπει να τα μοιράζεται με την καθημερινότητα! Όταν λέει τη λέξη «καρδιά» και εννοεί μ' αυτό ό,τι πιο ζωντανό και πιο παλλόμενο υπάρχει στον άνθρωπο, η λέξη σημαίνει ταυτόχρονα κι έναν από τους μυς του σώματος. Όταν λέει τη λέξη «δύναμη», πρέπει να κάνει αγώνα με μηχανικούς και ηλεκτρολόγους για την έννοια της λέξης, που εκείνοι την αντιλαμβάνονται αλλιώς. Όταν μιλάει για «μακαριότητα», διεισδύει στην έκφραση του αυτή κάτι από θεολογία. Δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ούτε μία και μόνη λέξη που να μην αλληθωρίζει προς μια άλλη πλευρά, που να μη θυμίζει το ίδιο κιόλας λεπτό ξένες, ενοχλητικές, εχθρικές παραστάσεις, που να μην περιέχει συντμήσεις, που να μη θρυμματίζεται επάνω στον ίδιο τον εαυτό της σαν σε στενούς τοίχους, απ’ όπου έρχεται σαν πνιγμένος αντίλαλος μια φωνή που στην ουσία δεν αντήχησε.
Αν, λοιπόν, κατεργάρης είναι όποιος προσφέρει περισσότερα απ' όσα έχει, ένας ποιητής δεν μπορεί πότε να είναι κατεργάρης. Δεν υπάρχει ούτε ένα δέκατο ούτε ένα εκατοστό απ’ όσα θα ήθελε να δώσει και είναι ευχαριστημένος αν ο ακροατής τον καταλαβαίνει έτσι από μακριά, έτσι παρεμπιπτόντως, έτσι γενικά ή τουλάχιστον δεν τον παρανοεί με αγροίκο τρόπο στα πιο σημαντικά που εκφράζει. Περισσότερα απ’ αυτό σπάνια πετυχαίνει ο ποιητής. Και παντού όπου ένας ποιητής αποκομίζει έπαινο ή κατάκριση, παντού όπου έχει επίδραση στους άλλους ή όπου λοιδορείται από τους άλλους, παντού όπου τον αγαπούν ή τον απορρίπτουν, παντού, δε μιλάνε για τις σκέψεις του και για τα όνειρά του καθαυτά παρά μόνο για το ένα εκατοστό απ’ αυτά που μπόρεσε να περάσει από το στενό; κανάλι της γλώσσας και της περιορισμένης κατανόησης από τον αναγνώστη.
Γι' αυτό αμύνονται οι άνθρωποι τόσο τρομερά, σε αγώνα ζωής και θανάτου, όταν ένας καλλιτέχνης ή μια ολόκληρη νεολαία από καλλιτέχνες δοκιμάζουν καινούριες εκφράσεις και καινούριες γλώσσες και απειλούν έτσι τα οδυνηρά δεσμά των άλλων. Για το συμπολίτη η γλώσσα είναι (κάθε γλώσσα που με μόχθο έχει μάθει, όχι μοναχά η γλώσσα των λέξεων) κάτι το ιερό και απαραβίαστο. Για το συμπολίτη είναι ιερό και απαραβίαστο καθετί που είναι κοινό και ομαδικό, καθετί που μοιράζεται με πολλούς ή και με όλους, καθετί που δεν του θυμίζει ποτέ μοναξιά, γέννηση και θάνατο, το πιο εσώτερο Εγώ του. Οι συμπολίτες έχουν κι αυτοί, όπως ο ποιητής, το ιδανικό μιας παγκόσμιας γλώσσας. Όμως η παγκόσμια γλώσσα των αστών δεν είναι σαν εκείνη που ονειρεύεται ο ποιητής. Δεν είναι ένα παρθένο δάσος γεμάτο πλούτο, δεν είναι μια απέραντη ορχήστρα παρά μια απλοποιημένη γλώσσα με τηλεγραφικά σύμβολα σαν το αλφάβητο Μορς που η χρησιμοποίηση της απαλλάσσει από μόχθο, από λέξεις και από χαρτί και δεν εμποδίζει με χάσιμο χρόνου το να κερδίζει κανείς λεφτά. Αχ, με ποίηση, με μουσική και με τέτοια πράγματα εμποδίζεται πάντοτε το κέρδος σε χρήμα!
Όταν, λοιπόν, ο συμπολίτης έχει μάθει μια γλώσσα που τη θεωρεί σαν γλώσσα της Τέχνης, είναι ευχαριστημένος. Νομίζει ότι καταλαβαίνει και κατέχει την Τέχνη και γίνεται έξω φρενών όταν πληροφορείται ότι αυτή η γλώσσα που με τόσο μόχθο έμαθε ισχύει μοναχά για μια πάρα πολύ μικρή επαρχία της Τέχνης. Στον καιρό των παππούδων μας υπήρχαν μορφωμένοι άνθρωποι που πάσχιζαν να κάνουν ν’ αναγνωριστεί στη μουσική και ο Μπετόβεν δίπλα στον Μότσαρτ και στον Χάιντν. Μέχρι εκεί «συμπορεύονταν». Όταν όμως παρουσιάστηκαν ο Σοπέν και ο Λιστ και ο Βάγκνερ και απαιτήθηκε να μάθουν οι αστοί μια καινούρια γλώσσα, να προχωρήσουν νεανικά και επαναστατικά, ελαστικά και χαρούμενα, σε κάτι το καινούριο, έδειξαν βαθιά αγανάχτηση και το θεώρησαν αυτό σαν ξεπεσμό της Τέχνης και σαν εκφυλισμό της εποχής στην οποία ήταν καταδικασμένοι να ζήσουν. Όπως έγινε τότε μ' αυτούς τους καημένους ανθρώπους γίνεται σήμερα πάλι με πολλές χιλιάδες άλλους. Η Τέχνη δείχνει καινούριους ήχους και σχήματα, έχει απηυδήσει από το να εξακολουθεί να μιλάει τη γλώσσα του χτες και του προχτές, θέλει κάποτε να χορέψει, να υπερβεί τα εσκαμμένα, να φορέσει στραβά το καπέλο της και να προχωρήσει με ζιγκ-ζαγκ. Και οι συμπολίτες γίνονται έξω φρενών γι' αυτό, νιώθουν ότι τους έχουν χλευάσει και έχουν αμφισβητήσει ριζικά την αξία τους, ρίχνονται στους νεωτεριστές με υβριστικά λόγια και τραβάνε μέχρι επάνω απ' τ' αφτιά τους το κάλυμμα της παιδείας τους. Ο ίδιος αστός που τρέχει στα δικαστήρια όταν θιγεί και προσβληθεί έστω και στο ελάχιστο η προσωπική του αξιοπρέπεια γίνεται τώρα εφευρετικός σε τρομερές προσβολές των άλλων.
Όμως αυτή η μανιασμένη οργή και η άκαρπη διέγερση δεν ελευθερώνει τον αστό, δεν αποφορτίζει και δεν εκκαθαρίζει τον εσωτερικό του κόσμο, δεν εξαφανίζει με κανένα τρόπο την εσωτερική αναταραχή και δυσθυμία του. Αντίθετα, ο καλλιτέχνης, που δεν έχει να καταμαρτυρήσει στον αστό λιγότερα απ’ όσα αυτός σ' εκείνον, ο καλλιτέχνης μπαίνει στον κόπο να ψάξει και επινοεί και μαθαίνει για την έκφραση της οργής του, της περιφρόνησης του και της πικρίας του μια καινούρια γλώσσα. Νιώθει ότι η εξύβριση δεν ωφελεί σε τίποτα και βλέπει ότι αυτός που βρίζει βρίσκεται εν αδίκω. Και επειδή στην εποχή μας δεν έχει άλλο ιδανικό παρά το ιδανικό του εαυτού του και μόνο, επειδή δε θέλει και δεν επιθυμεί τίποτα άλλο απ’ το να μείνει ο εαυτός του και να εκφράσει και να κάνει ό,τι η Φύση έχει βάλει μέσα του, δημιουργεί από την εχθρότητά του προς τον αστό το όσο το δυνατόν πιο προσωπικό, το όσο το δυνατόν πιο ωραίο, το όσο το δυνατόν πιο εύγλωττο. Εκφράζει την οργή του όχι με φαρμακερή γλώσσα παρά με μια έκφραση που ζυμώνει και διαμορφώνει μέσα του και που είναι είτε μια καινούρια ειρωνεία είτε μια καινούρια καρικατούρα, ανοίγει έναν καινούριο δρόμο για να μεταμορφώσει το δυσάρεστο και τη δυσφορία του σε κάτι το ευχάριστο και το ωραίο.
Πόσες απέραντα πολλές γλώσσες έχει η φύση και πόσα απέραντα πολλές δημιούργησαν οι άνθρωποι! Οι μερικές χιλιάδες στοιχειώδεις γραμματικές που δημιούργησαν οι λαοί ανάμεσα στα σανσκριτικά και στα βόλαπικ (Παγκόσμια βοηθητική γλώσσα που δημιουργήθηκε το 1879 από τον J.M. Schleyer. Αντικαταστάθηκε από την εσπεράντο.) είναι φτωχικά επιτεύγματα. Είναι φτωχικά γιατί σε όλες τις περιπτώσεις αρκέστηκαν μόνο στα απολύτως απαραίτητα, και αυτά που οι πολίτες θεωρούν μεταξύ τους σαν απολύτως απαραίτητα είναι πάντοτε το να κερδίζουν λεφτά, να φτιάχνουν ψωμί και τα παρόμοια. Με αυτές τις απασχολήσεις δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν γλώσσες. Ποτέ δεν μπόρεσε μια ανθρώπινη γλώσσα (εννοώ μια γραμματική) να φτάσει έστω και κατά το ήμισυ τη λαμπρότητα και το πνεύμα που σπαταλάει μια γάτα στους ελιγμούς της ουράς της ή ένα παραδείσιο πουλί για το ασημοστόλισμα των νυφικών του ρούχων.
Κι όμως, μόλις ο άνθρωπος έγινε ο εαυτός του και όχι μιμητής των μελισσών και των μυρμηγκιών, ξεπέρασε το παραδείσιο πουλί και τη γάτα και όλα τα ζώα ή τα φυτά. Επινόησε γλώσσες που εκφράζουν πολύ καλύτερα απ' όσο τα γερμανικά, τα ελληνικά ή τα ιταλικά. Με μαγικό τρόπο δημιούργησε θρησκείες, αρχιτεκτονικές, ζωγραφικές, φιλοσοφίες, μουσική, που το εκφραστικό παιχνίδι τους και ο χρωματικός πλούτος τους ξεπερνούν κατά πολύ όλα τα παραδείσια πουλιά και όλες τις πεταλούδες. Όταν σκέφτομαι «ιταλική ζωγραφική», πώς ακούγεται αυτό πλούσιο και χιλιόπλευρο! Χορωδίες γεμάτες ευλάβεια και γλυκύτητα, όργανα κάθε λογής με ήχους γεμάτους μακαριότητα, ευωδιά από γεμάτη ευσέβεια δροσεράδα μέσα σε μαρμαρένιες εκκλησίες, καλόγεροι που γονατίζουν κατανυκτικά και ωραίες γυναίκες που κυριαρχούν βασιλικά σε θερμά τοπία. Ή όταν σκεφτώ «Σοπέν»: ήχοι πέφτουν απαλά και μελαγχολικά μέσα στη νύχτα σαν μαργαριτάρια, μοναχική ακούγεται η παραπονιάρικη νοσταλγία από την ξενιτιά με τον ήχο των χορδών, οι πιο προσωπικοί πόνοι εκφράζονται με αρμονίες και δυσαρμονίες απέραντα πιο σωστά και πιο λεπτά απ’ όσο μπορεί να εκφραστεί η κατάσταση κάποιου άλλου που υποφέρει δοσμένη μ' όλες τις επιστημονικές λέξεις, αριθμούς και τύπους.
Ποιος πιστεύει ότι ο Βέρθερος και ο Βίλελμ Μάιστερ έχουν γραφτεί στην ίδια γλώσσα; Ότι ο Ζαν Πολ μίλησε την ίδια γλώσσα με εκείνη των δασκάλων μας στα σχολεία; Κι αυτοί είναι ποιητές! Έπρεπε να δουλέψουν με μια γλώσσα φτωχή και στεγνή, έπρεπε να δουλέψουν μ' ένα εργαλείο που ήταν φτιαγμένο για κάτι εντελώς διαφορετικό.
Πρόφερε τη λέξη «Αίγυπτος» και θ' ακούσεις μια γλώσσα που εξυμνεί το Θεό με επιβλητικές, χαλκόηχες συγχορδίες, γεμάτη από την αίσθηση του Αιώνιου και γεμάτη φόβο για το πεπερασμένο: βασιλιάδες κοιτάζουν με πέτρινα μάτια αδυσώπητα πάνω από εκατομμύρια σκλάβους και πάνω από όλα και πέρα από όλα δε βλέπουν παρά πάντοτε το θάνατο με το σκοτεινό μάτι. Ιερά ζώα κοιτάζουν με ακίνητη ματιά σοβαρά και γήινα. Λουλούδια λωτού ευωδιάζουν γλυκά στα χέρια χορευτριών. Ένας κόσμος, ένας αστροφώτιστος ουρανός γεμάτος κόσμους, είναι αυτό το «Αίγυπτος», μπορείς να ξαπλωθείς ανάσκελα και επί ένα μήνα να μη βλέπεις με τη φαντασία σου παρά αυτό και μόνο. Αλλά ξαφνικά σου έρχεται κάτι άλλο στο νου. Ακούς το όνομα «Ρενουάρ» και χαμογελάς και βλέπεις ολόκληρο τον κόσμο ν' αναλύεται με στρογγυλές κινήσεις του χρωστήρα ρόδινος, φωτεινός, χαρωπός. Και λες «Σοπενχάουερ» και βλέπεις αυτόν τον ίδιο κόσμο να απεικονίζεται με χαρακτηριστικά ανθρώπων βασανισμένων που σε νύχτες αγρύπνιας έχουν κάνει την οδύνη θεότητά τους και που με σοβαρά πρόσωπα πορεύονται σαν προσκυνητές σ' ένα μακρύ σκληρό δρόμο που οδηγεί σ' έναν ατέλειωτα σιωπηλό, ατέλειωτα πενιχρό, θλιβερό παράδεισο. Ή σου έρχεται στο νου ο ήχος «Βαλτ και Βουλτ» και ολόκληρος ο κόσμος Ζαν-πολικά —ευλύγιστος μαζεύεται γύρω από μια γερμανική φωλιά στενοκέφαλων όπου η ψυχή της ανθρωπότητας, χωρισμένη σε δυο αδέρφια— τον Βαλτ και τον Βουλτ —βαδίζει ανέμελα μέσα από το όνειρο φόβου μίας παράξενης διαθήκης και τις ίντριγκες ενός πλήθους σχολαστικών.
Ευχαρίστως συγκρίνει ο αστός τους ονειροπόλους με τους τρελούς. Ο αστός διαισθάνεται σωστά ότι ο ίδιος θα έπρεπε να τρελαθεί αμέσως αν άφηνε τον εαυτό του να κοιτάξει — όπως κάνει ο καλλιτέχνης, ο φιλόσοφος, ο θρησκευόμενος— μέσα στο βάραθρο του εσωτερικού εαυτού του. Μπορεί αυτό το βάραθρο να το ονομάζουμε ψυχή ή Ασυνείδητο ή ό,τι άλλο, απ' αυτό όμως ξεκινάει κάθε κίνηση της ζωής μας. Ο αστός έχει τοποθετήσει ανάμεσα στον εαυτό του και στην ψυχή του ένα φρουρό, το Συνειδητό, μια Ηθική, μια Υπηρεσία Ασφαλείας, και δεν αναγνωρίζει τίποτα από όσα έρχονται απ' αυτό το βάραθρο της ψυχής χωρίς να έχει πρώτα σφραγιστεί απ' αυτή την Υπηρεσία Ασφαλείας. Ο καλλιτέχνης όμως κατευθύνει τη μόνιμη δυσπιστία του όχι εναντίον της χώρας της ψυχής αλλά ακριβώς εναντίον κάθε συνοριακής Υπηρεσίας και μπαινοβγαίνει κρυφά ανάμεσα στο Εδώ και στο Εκεί, ανάμεσα στο Συνειδητό και στο Ασυνείδητο, νιώθοντας και στα δυο σαν στο σπίτι του.
Αν μείνει από την εδώ πλευρά, από τη γνωστή ορατή πλευρά όπου κατοικεί και ο αστός, τότε τον καταπιέζει ανείπωτα η φτώχεια όλων των γλωσσών και το να είναι ποιητής τού φαίνεται μια ζωή γεμάτη αγκάθια. Αν όμως μείνει από την άλλη πλευρά, στη χώρα της ψυχής, τότε του νεύουν μαγικά λέξη με τη λέξη όλοι οι ζωογόνοι άνεμοι, τα αστέρια του τραγουδούν και τα βουνά του χαμογελούν και ο κόσμος είναι τέλειος κι εκεί είναι η γλώσσα του Θεού. Εκεί δε λείπει καμιά λέξη και κανένα ψηφίο, εκεί μπορούν να ειπωθούν τα πάντα, εκεί όλα αντηχούν υπέροχα, εκεί όλα είναι λυτρωμένα.






ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ

Από τότε που η «ψυχανάλυση» του Φρόιντ προκάλεσε ενδιαφέρον πέρα από το στενότατο κύκλο των νευρολόγων, από τότε που ο μαθητής του Φρόιντ, ο Γιουνγκ, οικοδόμησε και εν μέρει έκανε δημόσια γνωστή την ψυχολογία του Ασυνειδήτου και τη διδασκαλία των τύπων του, από τότε που η αναλυτική ψυχολογία στράφηκε άμεσα και προς το λαϊκό μύθο, το θρύλο και την ποίηση, υπάρχει ανάμεσα στην Τέχνη και στην ψυχανάλυση μια στενή και γόνιμη προσέγγιση. Είτε συμφωνούσε κανείς στις λεπτομέρειες και στα πιο στενά επιμέρους ζητήματα με τη διδασκαλία του Φρόιντ είτε όχι, το γεγονός είναι ότι τα αναμφισβήτητα ευρήματά του υπήρχαν και ασκούσαν επίδραση.
Έπρεπε να το περιμένει κανείς ότι οι καλλιτέχνες θα εξοικειώνονταν γρήγορα με αυτόν τον τόσο καινούριο και τόσο πολλαπλά γόνιμο τρόπο θεώρησης. Πάρα πολλοί ενδιαφέρθηκαν σαν νευρωτικοί για την ψυχανάλυση. Αλλά και πέρα απ' αυτούς υπήρξε ανάμεσα στους καλλιτέχνες η τάση και η προθυμία να στηριχτούν πιο πολύ στη θεμελιωμένη ψυχολογία παρά στην επίσημη επιστήμη. Το ριζοσπαστικό που εδραιώνεται στην ιδιοφυία πάντοτε κερδίζει τον καλλιτέχνη πιο εύκολα απ' όσο οι θεωρίες των καθηγητών. Και σήμερα βλέπουμε τη νέα γενιά των καλλιτεχνών να συζητά για τον κόσμο των ιδεών του Φρόιντ και να τον αποδέχεται περισσότερο απ' όσο κάτι τέτοιο γίνεται από γιατρούς και ψυχολόγους.
Στο μεμονωμένο καλλιτέχνη, όταν δεν αρκούνταν να λάβει το πράγμα σαν ένα καινούριο θέμα συζήτησης στο καφενείο, γεννήθηκε γρήγορα η τάση να διδαχτεί από τη νέα ψυχολογία και του γεννήθηκε το ερώτημα αν και μέχρι ποιο βαθμό οι νέες ψυχολογικές απόψεις θα μπορούσαν να είναι προς όφελος της ίδιας της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Θυμάμαι ότι πριν περίπου δυο χρόνια ένας γνωστός μου σύστησε τα δυο μυθιστορήματα του Λέοναρντ Φρανκ λέγοντάς μου ότι περιείχαν όχι μοναχά λογοτεχνικά κομμάτια αξίας αλλά ταυτόχρονα και «ένα είδος εισαγωγής στην ψυχανάλυση». Από τότε και στο εξής διάβασα μερικά λογοτεχνήματα όπου τα ίχνη της απασχόλησης των συγγραφέων τους με τη θεωρία του Φρόιντ ήταν ολοφάνερα. Ακόμα κι εμένα, που δεν είχα ποτέ το παραμικρό ενδιαφέρον για τη νεότερη επιστημονική ψυχολογία, μου φαινόταν ότι σε μερικά κείμενα του Φρόιντ, του Γιουνγκ, του Στέκελ και άλλων λεγόταν κάτι το καινούριο και το σημαντικό. Τα διάβασα με την πιο μεγάλη προσοχή και βρήκα ότι όλα όσα έγραφαν ερμηνεύοντας το ψυχολογικό Γίγνεσθαι επιβεβαίωναν τις προσωπικές παρατηρήσεις μου και τις αντιλήψεις που είχα σχηματίσει διαβάζοντας λογοτέχνες. Εδώ βλέπεις να εκφράζονται και να διατυπώνονται σ' αυτά όσα πρέσβευα κι εγώ σαν διαίσθηση και σαν φευγαλέα σκέψη και εν μέρει σαν συνειδητοποιημένη γνώση.
Η γονιμότητα της καινούριας θεωρίας αποδείχτηκε ευθύς αμέσως με τη χρησιμοποίηση της τόσο σε λογοτεχνικά έργα όσο και στην παρατήρηση της καθημερινής ζωής. Είχε κανείς τώρα ένα επιπλέον κλειδί, όχι κανένα απόλυτα μαγικό κλειδί, ωστόσο ένα έξοχο νέο εργαλείο που η χρησιμότητα του και η αξιοπιστία του φάνηκαν γρήγορα. Δε σκέφτομαι, βέβαια, τις φιλολογικο-ιστορικές μεμονωμένες προσπάθειες που θέλουν να παρουσιάσουν τη ζωή του λογοτέχνη σαν μια όσο το δυνατόν πιο λεπτομερειακή ιστορία αρρώστιας˙ αν και οι διαπιστώσεις και τα δοκίμια που αφορούσαν την ψυχολογική κατάσταση του Νίτσε μας ήταν πέρα για πέρα πολύτιμα. Η γνώση του ότι υπάρχει Ασυνείδητο και η παρατήρηση αυτού του Ασυνείδητου, τα απωθημένα, η επαναφορά τους κλπ., έδωσαν με σαφήνεια το όλο ψυχικό σχήμα που έγινε ολοφάνερο.
Αν όμως έγινε κατά κάποιο τρόπο εύκολο για τον καθένα να χρησιμοποιεί την ψυχολογία, η χρησιμότητα της για τον καλλιτέχνη παρέμεινε πολύ αμφίβολη. Όπως η ιστορική γνώση ελάχιστα δημιουργεί την ικανότητα του να γράψει κανείς ιστορικά ποιήματα και όπως η γνώση της βοτανικής και της γεωλογίας ελάχιστα βοηθούν στην περιγραφή ενός τοπίου, έτσι και η πιο καλή επιστημονική ψυχολογία δεν μπόρεσε να βοηθήσει στην απεικόνιση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου. Είδαμε, βέβαια, πώς οι ψυχαναλυτές χρησιμοποιούν παντού σαν τεκμήριο και σαν πηγή διαπιστώσεων τη λογοτεχνία της προ-ψυχαναλυτικής εποχής. Όμως ο ποιητής αποδείχτηκε ότι είναι εκπρόσωπος ενός ιδιαίτερου τρόπου σκέψης που ξεφεύγει ολότελα από τον ψυχαναλυτικό. Παρά την από μέρους του παραδοχή της νέας ψυχικής επιστήμης, τι άλλο θα μπορούσε ν' απομείνει στον ποιητή από το να εξακολουθήσει να ονειρεύεται και ν' ακολουθεί τη φωνή του Ασυνειδήτου του;
Όχι, δεν του απόμενε τίποτ' άλλο. Όποιος δεν ήταν από πριν ποιητής, όποιος δεν είχε πραγματώσει την εσωτερική δομή της ψυχικής ζωής, αυτόν όλη η ψυχανάλυση του κόσμου δεν μπορούσε να τον κάνει ικανό να φωτίσει τον κόσμο της ψυχής. Μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα καινούριο σχήμα, μπορούσε ίσως προς στιγμή να ξαφνιάσει, όμως δεν μπορούσε ν' ανεβάσει ουσιαστικά τις δυνάμεις του με την ψυχανάλυση και μόνο. Η ποιητική ενατένιση ψυχικών συμβάντων έμεινε, όπως και πριν, ζήτημα του ταλέντου της διαίσθησης, όχι του ταλέντου της ανάλυσης.
Ωστόσο, μ' αυτά που είπαμε δεν έληξε το ζήτημα. Πραγματικά μπορεί από το δρόμο της ψυχανάλυσης να προωθηθεί σημαντικά ο καλλιτέχνης. Όσο είναι λαθεμένο το να χρησιμοποιεί την τεχνική της ανάλυσης στην καλλιτεχνική του δημιουργία τόσο είναι σωστό να παίρνει στα σοβαρά την ψυχανάλυση και να την παρακολουθεί. Βλέπω να κάνει ο ποιητής τρεις διαπιστώσεις ακολουθώντας το δρόμο της ψυχανάλυσης.
Πρώτα απ' όλα τη διαπίστωση της αξίας της φαντασίας, του πλασματικού. Όταν παρατηρήσει ο καλλιτέχνης τον εαυτό του αναλυτικά, δεν του μένει κρυφό το ότι στις αδυναμίες από τις οποίες υποφέρει ανήκει μια δυσπιστία για τη φαντασία του, μια ξένη φωνή μέσα του που δίνει δίκιο στην αστική αντίληψη και διαπαιδαγώγηση και θέλει ν' αφήσει ολόκληρη τη δημιουργία του να είναι «μόνο» μια ωραία φαντασίωση. Ακριβώς όμως η ανάλυση είναι αυτή που διδάσκει εμφαντικά τον καλλιτέχνη πώς αυτό που εκτιμούσε «μόνο» σαν φαντασία είναι ακριβώς μια ύψιστη αξία και του θυμίζει βροντόφωνα την ύπαρξη ψυχικών βασικών απαιτήσεων όπως και τη σχετικότητα όλων των αυθαίρετων μέτρων κρίσης και αποτιμήσεων. Η ανάλυση επιβεβαιώνει τον καλλιτέχνη στον ίδιο τον εαυτό του. Ταυτόχρονα του αφήνει ελεύθερο ένα πεδίο καθαρά διανοητικής δραστηριότητας στην αναλυτική ψυχολογία.
Αυτήν τη χρησιμότητα της μεθόδου μπορεί, βέβαια, να τη μάθει κι εκείνος που τη γνωρίζει μόνο εξωτερικά. Οι άλλες δύο αξίες όμως γίνονται γνωστές μοναχά σε όποιον δοκιμάζει την ψυχανάλυση ριζικά και σοβαρά στο ίδιο το πετσί του, σ' αυτόν για τον οποίο η ανάλυση δε γίνεται μια διανοητική υπόθεση αλλά ένα βίωμα. Απ' όποιον αρκείται στο να πάρει μερικές εξηγήσεις για το «κόμπλεξ» του και να έχει μόνο μερικές διατυπώσιμες πληροφορίες, διαφεύγουν οι σημαντικές αξίες.
Σε όποιον έχει διανύσει σοβαρά μια μεγάλη απόσταση στο δρόμο της ανάλυσης, της αναζήτησης ψυχικών γενεσιουργών αιτίων σε αναμνήσεις, όνειρα και διασυνδέσεις, μένει σαν μόνιμο κέρδος αυτό που ονομάζουν «στενή εσωτερική σχέση με το ατομικό Ασυνείδητο». Αυτός βιώνει ένα πιο ζεστό, πιο γόνιμο, πιο γεμάτο πάθος πηγαινέλα ανάμεσα στο Συνειδητό και στο Ασυνείδητο. Παίρνει μαζί του και φέρνει στο φως πολλά από αυτά που αλλιώς μένουν «στο κατώφλι» και που διαδραματίζονται μόνο σε όνειρα που μένουν απαρατήρητα.
Κι αυτό πάλι συνδέεται στενά με τα εξαγόμενα από την ψυχανάλυση για την προσωπική συνείδηση. Η ανάλυση έχει, πριν απ' οτιδήποτε άλλο, μια μεγάλη θεμελιακή απαίτηση που για την παράκαμψή της και την παραμέληση της εκδικείται σε λίγο και που το αγκάθι αυτής της εκδίκησης χώνεται πολύ βαθιά και αφήνει ανεξάλειπτα ίχνη. Συγκεκριμένα, η ανάλυση απαιτεί ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό μας, στην οποία δεν είμαστε συνηθισμένοι. Μας διδάσκει έτσι να βλέπουμε, να αναγνωρίζουμε, να εξετάζουμε ακριβώς αυτό που είχαμε κρύψει με την πιο μεγάλη επιτυχία στα βάθη του είναι μας, αυτό που γενιές ολόκληρες είχαν απωθήσει στο βάθος του εαυτού τους κάτω από συνεχή καταπίεση. Αυτό είναι ήδη από τα πρώτα βήματα που κάνει κανείς στην ανάλυση˙ ένα τρομερό, μεγαλειώδες βίωμα, ένας συγκλονισμός από τις ρίζες του Είναι του. Όποιος μείνει σταθερός σ' αυτή την ανάλυση και προχωρήσει πιο πέρα βλέπει βήμα με το βήμα τον εαυτό του πιο απομονωμένο, πιο αποκομμένο από συμβατικότητες και από μέχρι τότε θεωρήσεις, νιώθει την ανάγκη να θέσει ερωτήματα και να εκφράσει αμφιβολίες που δε σταματούν μπροστά σε τίποτα. Σαν αντάλλαγμα όμως βλέπει ή διαισθάνεται όλο και πιο πολύ πίσω από τα παρασκήνια την αδυσώπητη εικόνα της αλήθειας να ανεβαίνει, την εικόνα της φύσης. Γιατί μόνο με την εντατική αυτοεξέταση της ανάλυσης βιώνεται ένα κομμάτι της ιστορίας της εξέλιξης και ενδοσκοπείται με το αίσθημα που στάζει αίμα. Γυρίζοντας προς τα πίσω, μέσω πατέρα και μητέρας, μέσω χωρικού και νομάδα, μέσω πιθήκου και ψαριού, πουθενά δε βιώνεται η καταγωγή, η διασύνδεση και η ελπίδα του ανθρώπου τόσο συγκλονιστικά και τόσο σοβαρά όσο σε μια σοβαρή ψυχανάλυση. Εκεί το ό,τι μάθαμε γίνεται ορατό, το ό,τι ξέραμε γίνεται χτύπος καρδιάς και όσο ανεβαίνουν στην επιφάνεια και φωτίζονται οι φόβοι, οι αμηχανίες, τα απωθημένα, τόσο πιο καθαρά και πιο απαιτητικά ανεβαίνει στην επιφάνεια η σημασία της ζωής και της προσωπικότητας.
Αυτή την απαιτητική, παροτρυντική δύναμη της ανάλυσης κανένας δεν μπορεί να τη νιώσει πιο έντονα απ' όσο ο λογοτέχνης. Γιατί εκείνος δε στοχεύει στην όσο το δυνατόν πιο άνετη προσαρμογή του στον κόσμο και στα ήθη του παρά στοχεύει στο Ανεπανάληπτο που εκπροσωπεί ο ίδιος.
Ανάμεσα στους λογοτέχνες του παρελθόντος υπήρξαν μερικοί πολύ κοντά στη γνώση των ουσιαστικών στοιχείων της ψυχανάλυσης. Πιο κοντά απ' όλους ο Ντοστογιέφσκι που όχι μόνο ακολούθησε αυτόν το δρόμο ενστικτώδικα πριν τον Φρόιντ και τους μαθητές του αλλά κατείχε ήδη μια ορισμένη πρακτική και τεχνική της ψυχολογίας αυτού του είδους. Ανάμεσα στους μεγάλους Γερμανούς λογοτέχνες ο Ζαν Πολ είναι εκείνος που οι αντιλήψεις του για τα ψυχικά γεγονότα είναι πιο κοντινές προς τις σημερινές αντιλήψεις. Παράλληλα ο Ζαν Πολ είναι το φωτεινό παράδειγμα του καλλιτέχνη για τον οποίο η βαθιά, ζωντανή αντίληψη της μόνιμης στενής επαφής με το Ασυνείδητο του γίνεται αιώνια πηγή δημιουργίας.
Τελειώνοντας θ' αναφέρω ένα λογοτέχνη τον οποίο είμαστε συνηθισμένοι να θεωρούμε μεν καθαρά ιδεαλιστή όχι όμως και να τον συγκαταλέγουμε στους ονειροπόλους, παρά σε γενικές γραμμές περισσότερο στους διανοούμενους καλλιτέχνες. Ο Όττο Ρανκ ανακάλυψε πρώτος το ακόλουθο σημείο ενός γράμματος σαν μια από τις πιο εκπληκτικές προσύγχρονες διαπιστώσεις για την ψυχολογία του Ασυνείδητου. Ο Σίλερ γράφει στον Κέρνερ που παραπονιέται για διαταραχές στην παραγωγικότητά του: «Η αιτία του παραπόνου σου βρίσκεται, όπως μου φαίνεται, στην πίεση που ασκεί το λογικό σου στη φαντασία σου. Μου φαίνεται ότι δεν είναι καλό και ότι αποτελεί μειονέκτημα για τα δημιουργικά έργα της ψυχής όταν η λογική εξετάζει υπερβολικά αυστηρά το κύμα των ιδεών που βρίσκονται ήδη προ των πυλών. Μια ιδέα, όταν την παρατηρήσει κανείς μεμονωμένα μπορεί να είναι πολύ ασήμαντη και πολύ παρακινδυνευμένη˙ όμως, ίσως γίνεται σημαντική αν συνδυαστεί με άλλες ιδέες που την ακολουθούν. Μπορεί σε μια διασύνδεση με άλλες που χωριστά φαίνονται ίσως το ίδιο ανούσιες να δώσει κάτι το πολύ αξιόλογο. Όλα αυτά όμως δεν μπορεί να τα κρίνει η λογική για όσο διάστημα βλέπει τις ιδέες μεμονωμένα και όχι σε μεταξύ τους διασύνδεση. Όμως σε ένα δημιουργικό κεφάλι η λογική —έτσι μου φαίνεται— παύει να στέκεται φρουρός μπροστά στις πύλες, αφήνει τις ιδέες να εισβάλουν pȇle mȇle (σ.σ. ανακατεμένα) και μόνο τότε εξετάζει η λογική και ξεδιαλέγει απ' το μεγάλο σωρό».
Σ' αυτό το κείμενο έχει εκφραστεί κλασικά η ιδανική σχέση της διανοητικής κριτικής προς το Ασυνείδητο. Δηλαδή ούτε απώθηση του αγαθού πού εκπηγάζει από το Ασυνείδητο, από τη μη ελεγχόμενη έμπνευση, από το όνειρο, από την ψυχολογία, ούτε παράδοση στην αδιαμόρφωτη απεραντοσύνη του Ασυνείδητου, αλλά αφούγκρασμα της φωνής των κρυφών πηγών και τότε μόνο επέμβαση της λογικής και κριτική και επιλογή από το χάος —μ' αυτόν τον τρόπο έχουν εργαστεί οι μεγάλοι καλλιτέχνες.
Αν μια τεχνική μπορεί να βοηθήσει στο να ικανοποιηθεί αυτή η απαίτηση, αυτή η τεχνική είναι η ψυχανάλυση.