31 Ιουλίου 2013

Πάντα την εύνοια μου θα την έλκουν αυτοί... [Δημήτρης Α. Δημητριάδης]

Πάντα την εύνοια μου θα την έλκουν αυτοί
που διατηρούν τον έρωτα
και την ένταση του πάθους για το αντικείμενο τους
αυτοί που ιστιοδρομούν
στο πέλαγος της καθοριστικής απόφασης
γνωρίζοντας ότι θα ναυαγήσουν.
Εκείνοι που αρκούνται σ' ένα ζευγάρι μάτια
ανατρέπουν κανόνες
και κλονίζουν τη μονιμότητα της ψυχικής ενδοχώρας. 
Τα άτομα δηλαδή χωρίς πατρίδα και βλέψεις 
οι υπέρμαχοι του απέραντου αστρικού διαστήματος 
και της ευαισθησίας
οι άσημοι μάγοι των μυστικών τελετουργιών 
κι οι ασυμβίβαστοι.
Αυτοί που πορεύονται ανάμεσα στο χάος και στον κόσμο 
και κάθε τους ανάσα σημαίνει «ζειν επικινδύνως».

29 Ιουλίου 2013

με την "αισθητική" τους














Μικρό απόσπασμα από τη συνέντευξη του Γιάννη Σμαραγδή στην Ελευθεροτυπία της 27.07.2013
[…]
-Πάντως βλέπω ένα φλερτ με τη ΝΔ. Για τον Αντώνη Σαμαρά, μάλιστα, είχατε βγει και είχατε πει είναι «ο καλύτερος καπετάνιος», ο άνθρωπος που θα σώσει το καράβι της Ελλάδας. Α, ναι και πως είναι «ωραίος»!
ΓΣ: Ναι, είχα πει πως είναι ψηλός και όμορφος. Δεν είναι;
-Μα αυτό είναι το πρόβλημα;
ΓΣ: Ναι, η ομορφιά έχει σημασία. Ο πρώτος μινωικός νόμος μιλούσε για την αξία της ομορφιάς.
-Εδώ ο κόσμος καίγεται, άνθρωποι απολύονται και πεινάνε και μας ενδιαφέρει το ύφος του κ. Σαμαρά; 
ΓΣ: Μα οι καλλιτέχνες ασχολούνται με την ομορφιά. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά των πολιτικών αναλυτών, των δημοσιογράφων, των επιστημόνων.
-Δηλαδή δεν σας ενδιαφέρει να γυρίσετε μια ταινία για όσα συμβαίνουν γύρω μας;
ΓΣ: Όχι. Δεν είναι αυτή η δουλειά της τέχνης. Η τέχνη δημιουργεί οροπέδια καταφυγής της ανθρώπινης ψυχής. Δεν αντιγράφει ούτε ερμηνεύει τη ζωή.
-Και ποιος λέει πως δεν απευθύνεσαι στην ψυχή όταν μιλάς για όσα μας ταλανίζουν;
ΓΣ: Μα η ψυχή πρέπει να λιπαίνεται. Ο Ντα Βίντσι, όταν έκανε την Τζοκόντα, ασχολήθηκε με το αν υπήρχαν γύρω του λιμοί και καταποντισμοί;  Όχι. Ο Θεοτοκόπουλος ασχολήθηκε με την ιερά εξέταση και τος ανθρώπους που καίγονταν; Όχι Ασχολήθηκε με τα αρχέτυπα του Κακού. Ο Καζαντζάκης στην Κατοχή έγραψε το πιο χαρούμενο έργο του, τον «Ζορμπά».
-Μου λέτε δηλαδή πως οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να παίρνουν θέση;
ΓΣ: Άλλο αυτό, ως Σμαραγδής έχω άποψη. Πάρτε τους νέους κινηματογραφιστές. Παίζουν με τα άνθη του κακού, καταπιάνονται με θέματα νοσηρά. Τι προτείνουν όμως στον κόσμο; Γιατί δεν κατάφεραν να ακουμπήσουν τι κοινό; Η τέχνη δεν πρέπει να είναι καταγγελτική. Η τέχνη είναι παρηγορητική.
-Δεν υπάρχουν σπουδαίοι πολιτικοί σκηνοθέτες;
ΓΣ: Γιατί, θεωρείτε πως θα μείνει ο Όλιβερ Στόουν; Οι πολιτικές ταινίες ήταν στη μόδα πριν 20 χρόνια. Μόνο οι σκηνοθέτες που μιλούν για θέματα διαχρονικά, αιώνια, θα μείνουν στην ιστορία.
[…]      

28 Ιουλίου 2013

Κωστής Παλαμάς - Δωδεκάλογος του Γύφτου - Λόγος IA

ΛΟΓΟΣ ΙΑ’ - ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΑΔΑΚΡΥΤΟΥ

Άνοιξε στη Φαντασία κάποιο
λαμπερόχρωμο όνειρο.
RENAN (Feuilles Detachees)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας
παραλής κι είχε ένα αγόρι˙ και η μάνα του
κι ο πατέρας πολύ τ' αγαπούσαν˙ πήγε στο
σκολειό• ό,τι στον κόσμο υπάρχει, όλα τα
'μαθε.
(Αρχή ενός Ατσιγγάνικου Παραμυθιού)

Ένα παραμύθι τη γιομίζει 
της ψυχής μου τη σπηλιά, 
και σκληρό είναι σα λιθάρι 
και τα λόγια του βαριά 
σα μολύβι˙
ένα παραμύθι με συντρίβει.

Πια δεν ξέρω, δε θυμάμαι˙
το είχα κάπου εγώ ακουστό, 
ή μην είμ' εγώ που το 'ζησα, 
μια φορά κι έναν καιρό; 
Μα λιθάρι εσύ κι αν είσαι, 
βροντοκύλησε, λιθάρι, 
στης ψυχής μου τη σπηλιά˙ 
και μολύβι, εσύ κι αν είσαι, 
λιώμα γίνε μες στου γύφτου 
τη φωτιά.

- Είχ' έναν πατέρα, και είχε 
μια μητέρα, ακριβογιός˙ 
και ήταν όπως είναι τ' άστρο 
στη φουρτούνα μιας νυχτός.

Και του πήρανε δασκάλους 
και τον πήγανε παντού 
και του φώτισε μια γνώση 
πρωταγρίκητη το νου.

Κι ένιωσε όπου νιώθουν οι άλλοι 
μια καρδούλα να χτυπά, 
του θεού την καταφρόνια, 
του θηριού την απονιά.

Του πατέρα και της μάνας 
έκραξε - ω φωνή στριγγιά!
- «Είμ' ο Αδάκρυτος, και θέλω!»
- «Νά, παιδάκι μας, φλωριά!»

Και την άλλη αμέσως μέρα, 
με τα χέρια του αδειανά:
- «Είμ' ο Αδάκρυτος, και θέλω!»
- «Να, παιδάκι μας, φλωριά!»

Κι ύστερ' από λίγο, πάλε 
γυρευτής ακριβογιός:
- «Είμ' ο Αδάκρυτος, και δώστε!» 
Και του δώσαν ένα βιός.

- «Είμ' ο Αδάκρυτος, και φέρτε!»
- «Πάνε, γιε μας, τα φλωριά!»
- «Μέσα μου μιαν άβυσσο έχω! 
Θέλω!» - «Να παιδί μας, να!

Πάρε, σύνεργα, στρωσίδια, 
ό,τι αγνάντια σου βρεθεί, 
το ψωμί μας απ' το ράφι 
κι απ' την πόρτα το καρφί».

Και ξανάτρεξε. «- Είμ' ο γιός σας,
κι όλο θέλω, δεν μπορώ». 
-«Νά, παιδάκι μας, το σπίτι». 
Και το ρούφηξε κι αυτό.

Κι όταν ξαναπήγε, του είπαν 
κλαίγοντας οι δυο ψυχές:
- «Δυο κορμιά ξερά μας μείναν, 
κάμε τα κι αυτά ό,τι θες».

Και τα πήρε τράβα τράβα 
στο παζάρι τα κορμιά 
και στα πούλησε για σκλάβους, 
βασιλιά!

Απ' τα γρόσα της μητέρας 
φορεσιά αποχτά χρυσή, 
και απ' τ' ασήμι του πατέρα 
έν' αράπικο φαρί.

Και σα φεύγανε πια οι μέρες, 
και δεν είδαν να φανεί 
κύρης και μητέρα οι σκλάβοι 
το μονόκλωνο παιδί,

το παράπονο τους πήρε 
και ξανάδωσε ο καημός 
κι έγινε του τέκνου 
ο πόθος δακρυοποταμός.

Περνάει ο ρήγας και ρωτάει: 
-«Γιατί κλαίτε, σκλάβοι, εσείς;»
- Κλαίμε για τον ακριβό μας, 
για τον ήλιο της αυγής,

κλαίμε για τον ακριβό μας 
που μας πήγε για φλωριά 
και μας πούλησε για σκλάβους 
και μας πήρες, βασιλιά,

και δε φάνηκε από τότες, 
ω η χαρά και η παντοχή!»
Πιάνει ο ρήγας και προστάζει:
- «Φέρτ' εμπρός μου το παιδί!»

- «Είσ' εσύ του ολέθρου η φύτρα, 
του γονιού σου ο χαλαστής,
και μου στέκεις καβαλάρης 
με φορέματα γιορτής,

και τα δάκρυα πάντα σπέρνεις, 
και ποτέ δεν τα ‘χεις;»
                    - «Ναι!» 
Πιάνει ο ρήγας, γραφή γράφει 
και του λέει: «Αρχοντονιέ,

πάρε τη γραφή και σύρε, 
φτέρο γίνε και αστραπή, 
δέκα μέρες, δέκα νύχτες, 
δίχως γνώμη και πνοή,

και σταμάτησε στη χώρα 
του αδερφού μου του τρανού 
που μαυρολογάει στα πλάγια 
του αιματόχρωμου βουνού,

δώσε τη γραφή στα χέρια 
τ' αδερφού μου του ρηγός, 
και καρτέρα.»
                     - «Η προσταγή σου!»
Κι έφυγε γοργός.

Όχι θέλημα ρηγάδων, 
όχι σκλάβου υποταγή 
με τ' ανεμοπόδαρο άτι 
σέρνει τον, ταξιδευτή.

Μέσα του μια μοίρα κάπου 
αιστάνεται, τον οδηγεί 
προς απάντεχο ένα τέλος, 
προς μιαν άγνωρη πηγή.

Κάτι μέσα, όχι προστάζει,
τον τινάζει και τραβά 
για σε ανέβασμα σα θάμα, 
για σε ολόβαθα γκρεμά.

Κάμπους διάβηκε, φαράγγια, 
και ποτάμια και δρυμούς, 
και προσπέρασε από τόπους 
άγγιχτα κι από λαούς,

κι ήτανε το πέρασμα του 
σαν το πέρασμα του νου 
που σε τίποτε δε στέκει 
και περνάει από παντού,

μόλις ψάχνει κάθε εικόνα, 
κάθε ιδέα αλαφρά αλαφρά, 
κι όλα ευτύς τα παρατάει, 
και γλιστράνε, περιττά,

γιατί πάει όπου μιαν έγνοια 
ωκεάνια τον τραβά 
να βυθίσει μια για πάντα 
τ' αβυσσόθρεφτα φτερά.

Κι όταν ήρθε από της έρημος τ' απέραντα
καβαλάρης να περάσει,
στο μαυριδερό του απάνου το άτι
με στολή ξεχώριζε χιονάτη,
και του ρήγα η προσταγή
με την κόκκινη χρυσόβουλλη γραφή
χάραζε από μέσα από τον κόρφο του,
και τη νόμιζες πως ήτανε
σμαλτωμένο τάσι.

Κι όταν ήρθε από της έρημος τ' απέραντα 
να περάσει,
φεύγανε στα ολόβαθα από σύγνεφα 
πυρωμένα δάση,
τα κοράκια κάτι κράζανε τ' ανήσυχα
στα κυκλογυρίσματά τους,
και ψηλάθε ξαγναντεύαν γυπαητοί˙
και ταράχτη ένας μαΐστρος και μουρμούρισε
προς τα βούρλα, προς τους βάτους,
κι αποκάτου απ' τις σταχτιές τις αψηφιές
παραμόνευαν οι οχιές,
και στον ήλιο αναγαλλιάζοντας
ακαμάτρα η σαύρα σείστηκε
κι έκραξε κι αυτή: «Για δες!»

Κι ήταν οι χλωρότοποι μακριά 
με τα ολόλευκ' ανθοζύμωτα χωριά.

Κι όταν όλα βουβαθήκαν,
όλα, στην ερμιά των όλων,
απ' το βόγγο της γκαμήλας
ως τη δέηση του μουεζίνη˙
κι όταν του απολείψαν όλα,
κι απ' τον ανεμόσαρκο ασκητή,
και ίσα με το πέρασμα τ' αργό
του καραβανιού που αφήνει
μια γλυκειά αρμονία μακροσυρτή
και ήχων και χρωμάτων και ίσκιων
από ταξιδεύτρες κυματόστηθες
μισοσκεπασμένες μαυρομάτες
κι από πιστικούς που ακολουθούν
στα μακριά ραβδιά τους ακουμπώντας
ακαμάτες,
κι από τη ζωή την πατριάρχισσα 
που την κάνουν προς τα βράδια 
πιο ιερή και πιο μακαρισμένη, 
σε φλογέρες ψέλνοντάς 
τη λαλητάδες πεζολάτες˙ 
κι όταν πια δεν είχε συντροφιά 
μήτε τα περάσματα τ' αστραφτερά 
των αγρίων αλόγων που περνούν 
σαν κυνήγι να τους έστησε ο σιμούν, - 
ένιωσε στα σπλάχνα του ο Αδάκρυτος 
κάποια δείλια, κάποιο νύστασμα, 
και το ξύπνημα μιας Λάμιας˙ 
κι αυτή η Λάμια ήταν η δίψα.

Κι έβγαινε από τα ποτάμια,
κι ως τα πόδια του έφερνε νεροσυρμές,
και ήταν όλα οράματα'
κι έβλεπε πηγές που ήταν αχνός
και φαντάσματ' άπιαστα από νερομάνες˙
και στα σπλάχνα του γιγάντεψε
του νερού το καρδιοχτύπι,
του νερού που όλο το νείρεται,
και που πάντα του απολείπει.

Και τ' αράπικο τ' άλογο τότε
κατ' αυτόν το κεφάλι γυρίζει,
και του λέει: « Πανηγύρι
μου είν' ο δρόμος, φαγί μου είν' ο λίβας,
και πιοτό μου κι ο αχνός που ανυψώνει τον
το τρανό το λιοπύρι.

Εμπιστέψου και γύρε σ' εμένα,
και νοητάκι είμ' εγώ, και το μάτι
το δικό σου δε βλέπει
κάτι πέρα που εγώ τ' αγναντεύω˙
στο ξεδίψασμα πάμε, κι ακόμα ομπρός˙
εκεί πάμε που πρέπει!»

Στο νοητάκι εμπιστεύεται˙ γέρνει,
και τραβάει, κι αντρειεύεται. Να το
το δροσάτο λιβάδι,
τα χρυσά φοινικόδεντρα πέρα,
και στο δρόμο τ' αλόγου του ολόμπροστα
το βαθύ το πηγάδι.

Και στα σπλάχνα του μέσα είν' η δίψα 
πιο βαθιά. Μαύρο μάτι, και φτάνει 
απ' τον κόσμο τον κάτου 
και γυαλίζει και βλέπει τον, μάτι 
μιας ζωής που είν' ολόμακρα ανέγγιχτη 
το νερό να! μπροστά του.

Και σκοινί και σταμνί τα γυρεύει 
για μια στάλα νερό, και δε βρίσκει 
το νερό πως να πιάσει˙ 
και του λέει τ' άλογο του: «Θυμήσου 
το χρυσόβουλο απάνου στον κόρφο σου 
που φαντάζει σαν τάσι.»

Το χρυσόβουλο αδράχνει, κι εκείνο 
ξετυλίγεται, ανοίγει, και λόγια
του χτυπάνε γραμμένα: 
«Σκότωσέ τον το νιο που σου φέρνει 
το πιττάκι˙ τον ξέρασε η κόλαση 
και τον έστειλ' εμένα.

Καταπάνου του θέλω ν’ αγγίξω, 
κι είμ' ανήμπορος. Πες μου! ποιός είναι, 
και να τρέμω με κάνει; 
Δε λυγάει το δικό σου το χέρι 
καμιά δύναμη˙ τρέξε˙ απ' το χέρι σου, 
αδερφέ μου, ας πεθάνει!»

Το πιττάκι ξανά το τυλίγει 
και ποτήρι το κάνει, και σκύβει 
στο πηγάδι, και παίρνει 
το νερό, και τη δίψα του σβήνει, 
και πηδάει στ' άλογο του, και τ' άλογο 
τον αφέντη του σέρνει.

Τον αφέντη αλλού φέρνει, εκεί όπου 
σε ποτάμια γυρτή και σε λίμνες 
καστροπύργωτη χώρα 
σιδερόντυτη αστράφτει στον ήλιο, 
τα πλατιά τ' ουρανού φοβερίζοντας˙ 
και του λέει: «Στάσου τώρα!»

Και της χώρας κυβερνήτης 
ήταν ένας βασιλιάς 
κι είχε κόρη την Αγέλαστη, 
και την είχε απ' την αγάπη 
κάποιας ζωτικιάς.

Κι ήταν όμορφη ως ο τίγρης 
κι όμορφη ως η αστραπή, 
κι ήταν όμορφη ως η θάλασσα 
και σαν όλα που πνοή τους 
η καταστροφή.

Κι ήταν ήσυχη σαν όλα
τα βαθιά και τα σκληρά,
σαν το μπλάβο τ' άδειο απάνου μας,
σαν το μάρμαρο στον ήλιο
που λαμποκοπά.

Κι απ' τη μάνα της νου πήρε, 
νου και κείνη ξωτικό, 
και ξηγούσε και τ' αξήγητα, 
σα να μην της είχε η πλάση 
τίποτε κρυφό.

Κι όποιος έβλεπε την όψη 
της Αγέλαστης κυράς, 
λαβωμένος απ' τον Έρωτα 
κι απ' το Χάρο λαβωμένος 
έπεφτε με μιας.

Κι ο πατέρας της προστάζει 
Βασιλιάς και διαλαλεί: 
«Όποιος θέλει την Αγέλαστη, 
καλώς να 'ρθει, όποιος κι αν είναι, 
κι από κάθε γη.

Φτάνει μόνο να γνωρίζει, 
φτάνει να της πει 
κάποιο ξένο παραμάντεμα 
που δεν μπόρεσε ως την ώρα 
να 'βρει ξηγητή.

Κι αν η κόρη το ξηγήσει, 
πάει, ξεγράφτηκε ο γαμπρός˙ 
κι αν εκείνη δε μαντέψει το, 
τότε αυτός δικός της άντρας 
και δικός μου γιός.»

Τρέξανε τα παλληκάρια, 
και τα νιάτα από παντού 
και πεζοί και καβαλάρηδες, 
και του θρόνου τα καμάρια 
και του χρυσαφιού.

Κι ήρθαν Μάγοι απ' τους Χαλδαίους 
κι απ' το Νείλο λειτουργοί, 
και διδάχοι του Εφταπόταμου, 
και σοφοί από την Ελλάδα 
την αρμονική.

Μαντολόγοι και προφήτες 
και ηρώοι και ραψωδοί 
και οι αφροί και τ' ανθοβλάσταρα, 
κι ήρθαν ως κι από τη Θούλα 
την ολακρινή.

Και τ' αξήγητα της φέραν
και τ' αμάντευτα οι γαμπροί,
κι όσα οι σφίγγες κι όσα οι σίβυλλες˙
και δεν έμεινε κανένα
που να μην το βρει.

Και τα στόματα που ανοίγαν 
σε χρησμούς και σε ρητά, 
τα σφαλούσε ο μπόγιας πίσω της˙ 
κι η μαντεύτρα η καταλύτρα 
πάταε σε κορμιά.

Και η μαντεύτρα η καταλύτρα 
σα μια πλάση ήταν χλωρή, 
σα μια πλάση ηλιοφεγγόβολη 
στους βυθούς της που φωλιάζαν
λάβες και σεισμοί.

Μα ξημέρωσε και η μέρα, 
και της Μοίρας διαλεχτός 
καβαλάρης να κι ο Αδάκρυτος, 
της Αγέλαστης κι εκείνος 
γυρευτής γαμπρός.

Να κι ο Αδάκρυτος μπροστά της, 
να γαμπρός και να κριτής! 
Κι εσύ Αγέλαστη, 
προσμένεις να τον καταπιείς.

Και τα μάτια σου σαν τρύπες 
δείχνονται βαθιές, 
μέσα τους του Άδη οι φλόγες, 
κι από μέσα τους οι ζωές,

όλες οι ζωές των άξιων 
που τις έσβησες εσύ 
στην παρθένα σου όψη 
χύνουν Μέδουσας πνοή.

Αλλ' ο Αδάκρυτος δεν βλέπει, 
κι αν τα βλέπει τ' αψηφά˙ 
και το στόμα του σαλεύει, 
το αίνιγμα ξεσπά:

«Στον Πατέρα μου καβάλα, 
τη μητέρα μου φορώ, κι ήπια, 
για να ξεδιψάσω, 
με το Χάρο μου νερό!»

Κι εσύ, Αγέλαστη, κερώνεις, 
και απορείς και δεν μπορείς, 
και είν' αξήγητος ο λόγος, 
και ήρθε ο νικητής.

Και για πρώτη φορά κάτι, 
σάμπως χέρι αφεντικό, 
σου τ' αδράχνει το κορμί σου
το βασιλικό.

Το αίνιγμα ξαφνίζει εσένα, 
τ' άλυτο, και γονατάς, 
ή ο αμάντευτος λεβέντης 
σ' έγειρε, και πας;

Κι όπως πίσω σου τον μπόγια 
τον κρατάς ξεσπαθωτό, 
πίσω του κι αυτός κρατώντας 
πιο τρομαχτικό

κάποιον πόθο μακελλάρη, 
κατά σένα τον τραβά 
να σου πάρει όση κι αν κρύβεις 
χάρη ξωτικιά.

Και σπαράζεις και φωνάζεις: 
«Βασιλιά πατέρα, ωιμέ! 
είμ' η Αγέλαστη για κείνον, 
κι είν' αυτός για με!»

Τ' αντρειωμένο το ζευγάρι 
σε κρεβάτι ερωτικό 
κάτι αχόρταγο το σμίγει 
σαν τ' αγρίμια στο δρυμό.

Και τα λόγια αντιλαλήσαν 
τ' αξεδιάλυτα οι σπηλιές 
και του γάμου τους τραγούδι 
το 'ψαλαν οι κοπελιές:

Στον Πατέρα μου καβάλα, 
τη μητέρα μου φορώ, 
κι ήπια, για να ξεδιψάσω, 
με το Χάρο μου νερό.

- Μας προσμένει ο πατέρας, καλέ μου, 
και στεφάνια ο λαός του σου πλέκει, 
κι αγιοκέρια σ' ανάφτει. -
- Χλιμιντράει τ' άλογο μου, καλή μου, 
και του δρόμου τα μάκρη τα ορέγεται 
κι ανυπόμονα σκάφτει. -

- Μας προσμένει ένας θρόνος, καλέ μου, 
του πολέμου τα κέρατα ηχούνε,
της ειρήνης οι λύρες. -
- Μας προσμένουν ταξίδια, καλή μου, 
στις ερμιές από κόσμους απάτητους 
με πρωτόγραφτες μοίρες. -

- Την αγέλαστη πλάση, καλέ μου, 
στάσου εδώ να τη σπείρουμε οι δυο μας, 
που μ' εμένα θα μοιάσει. -
- Των αδάκρυτων πάμε, καλή μου, 
κάτου εκεί τη φυλή να γεννήσουμε 
που θ' αλλάξει την πλάση.

Για να φτάσω στην άφταστη γέννα 
την καρδιά μου την έκαμα πέτρα, 
την ψυχή κοιμητήρι, 
το νου σαΐτα, τη θέληση λάμια, 
κι όλα τα 'φαγα εγώ πρωταρχίζοντας 
από μάνα και κύρη.

Στους γονιούς μου τους γέρους που σβήσαν 
ευλογώντας το γιο τους τον μπόγια 
πάμε τάφο να υψώσω. 
Και του ρήγα του αλλόφυλου πάμε, 
το δικό μου το μνήμα που γύρεψε, 
μνήμα εγώ να του δώσω! -

- Ποιός μπροστά μου στηλώνεται;
                         - Εγώ ειμαι˙ 
το δικό μου ονειρεύτεις χαμό, 
κι όμως να με! δεν έστερξε τ' όνειρο, 
απ' τον Άδη δεν έφυγα εγώ.

Βασιλιά, κατά σένα γυρίζω, 
της εκδίκησης ήρθα σπαθί, 
την Αγέλαστη φέρνει ο Αδάκρυτος, 
ταιριασμένοι του ολέθρου οι θεοί.

Στόμα, σώπαινε, μίλα μαχαίρι!...- 
Να! μπροστά μου συρμένος, νεκρός... 
Κι ο λαός του σκυφτός τη κορώνα του 
μου προσφέρει, κιοτήδων λαός.

Δεν τη θέλω. Δεν ήρθα να γίνω 
σε ραγιάδες ραγιάς βασιλιάς. 
Ο λαός μου είν' αλλού. Τώρα θρόνος μου 
το κοντρί στα πλατιά της ερμιάς.

Στης καλής μου τα σπλάχνα σαλεύει 
μιας χιλιόζωης ο σπόρος ζωής. 
Είμαι η σάλπιγγα εγώ μιας ανάστασης 
κι είμαι η σκάλα που αρχίζει απ' τη γης

και που χάνεται πέρα από τ' άστρα˙ 
μιας σοφίας το χέρι είμ' εγώ, 
κι αν ο Αδάκρυτος είμαι, είμ' ο αθόλωτος, 
η ματιά μου τρυπάει τον Καιρό.

Κι η απονιά κι η σκληρότη μου πόδια 
για να φτάνω σωστά και γοργά˙ 
και πατέρα και μάνα τους πούλησα 
από πείνα ιερή μυστικιά.

Κι αν εμένα με διώχνει η κατάρα, 
κι αν το κρίμα με δέρνει, και τι; 
Πατητάδες, πατάτε με αλύπητα, 
για να γίνει τ' αγνό το κρασί!

Είμ' εγώ πατριάρχης του Γένους 
που άσμιχτο, ανέγγιχτο, πάντολμο, ξένο 
πάει, περνάει και δε μένει, 
κι απαράλλαχτο πάντα φαντάζει, 
και του κόσμου μεγάλο κάποιο άλλαμα, 
σε νυχτέρι υφαντής, αργοϋφαίνει.

Απ' το είναι του κι απ' την ορμή του
θα τα σπείρει παντού τα σημάδια
του δικού του του διάβα˙
λίγο λίγο η χαρά θα φουντώσει
του σκληρού, του γερού και τ' αδάκρυτου,
όπου χαύνη ζωή κι όπου σκλάβα.

Μες στους γύρους των κύκλων τα πάντα 
φεύγουν, έρχοντ', αλλάζουν, είν' ίδια˙ 
και μια μέρα θα φτάσει 
ραγισμού και σεισμού για τα πάντα, 
και, ω παιδιά μου, εσείς μόνο θα μένετε 
ορθοί στύλοι, κρατώντας την πλάση!

26 Ιουλίου 2013

Περιήγησης εις την Σελήνην [Εμμανουήλ Ροΐδης]

Περιήγησης εις την Σελήνην 
Lune, quel esprit somber
Promfene au bout d'un fil
Dans l'ombre
Ta face et ton profil?
(Musset)


«Ουδέν υπάρχει απατηλότερον των γυναικών και των επιταφίων», έγραφεν ο Βύρων μετά άυπνον νύκτα, ης το πρώτον ήμισυ είχε διέλθει εις επίσημον χορόν, θαυμάζων τους γυμνούς ώμους και τας ενδυμένας φράσεις των θυγατέρων της υγράς Βενετίας, το δε άλλο ήμισυ εντός νεκροταφείου, του οποίου πάντες ανεξαιρέτως οι κάτοικοι ανεπαύοντο υπό πλάκας, εφ' ων όλαι του κόσμου αι αρεταί και τίνες άλλαι ακόμη ήσαν με χρυσά γράμματα κεχαραγμέναι. Αλλ' ου μόνον αι ανυμνούσαι των νεκρών τας αρετάς, άλλα και αι επιστέφουσαι τα έργα των ζώντων επιγραφαί υπόκεινται δυστυχώς εις την αυτήν κατηγορίαν. Τοιούτος είναι και του ανά χείρας σου άρθρου μας ο τίτλος, 'Περιήγησις εις την Σελήνην', μετά τον οποίον επερίμενες βεβαίως, αναγνώστα, ότι ηθέλαμεν ανοίξει τα οργυιαία πτερά της φαντασίας μας, ίνα επ' αυτών σε μεταφέρωμεν ουχί εις την σελήνην του Γαλιλαίου, του Κοπερνίκου και του Αραγώ, αλλ' εις το ποιητικόν εκείνο άστρον, το όποιον επεσκέφθησαν ο Λουκιανός, ο Αριόστος, ο Συεδενβόργ και ο πάτερ Νικόλαος Κούζας. Πλην δυστυχώς ημείς δεν έχομεν ούτε αρχάγγελον, ούτε Πήγασον, ούτε πτερά, ουδέ καν αερόστατον εις τας διαταγάς μας, αλλά μόνον διαβήτην και τηλεσκόπιον, δια των οποίων θέλομεν προσπαθήσει να κατασκοπεύσωμεν και να μετρήσωμεν το άστρον των ερώτων, των ποιητών και των λαθρεμπόρων.

Το σύντομον τούτο προοίμιον επροτάξαμεν προς αποφυγήν παρεννοήσεων, ίνα ως τίμιοι και φιλαλήθεις άνθρωποι σοι γνωστοποιήσωμεν ότι παρ' ημών δεν έχεις άλλο τι να περιμένης παρά μόνον αστρονομικάς θεωρίας, ξηράς ως αυτάς τας πεδιάδας της Σελήνης, εφ' ης, ως ίσως γνωρίζεις, ούτε θάλασσαι υπάρχουσιν, ούτε ποταμοί, ούτε ρύακες, ούτε φρέατα, ούτε βρύσεις, ουδέ καν δάκρυα εις τους οφθαλμούς των κατοίκων της, ως ισχυρίζεται ο προμνημονευθείς πανοσιώτατος πάτερ Κούζας. Αι κατωτέρω προσφερόμεναί σοι αστρονομικοί θεωρίαι τόσον ολίγον ποιητικαί είναι, ώστε ηδυνάμεθα, αν ηθέλαμεν, να στολίσωμεν αυτάς και με άκομψα τινά επιστημονικά σημεία, οίον Δ^2 λογ.= ΚΠ/β^2=...! Αλλά τούτο δεν το κάμνομεν, διότι άτοπον και ασυνείδητον μας φαίνεται να σε βυθίσωμεν εις ερεβώδη αλγεβρικά σκότη επί προφάσει επιστημονικής σαφήνειας. 

Αν λοιπόν αισθάνεσαι τας σιαγόνας σου αρκούντως ισχυράς, ώστε ν' ανθέξωσιν άνευ φόβου εξαρθρώσεως εις επιστημονικά χασμήματα, ακολούθει μας μετά θάρρους. Οι ιατροί συμβουλεύουσα εις τους ανατριχιώντας εκ της προσψαύσεως του ψυχρού ύδατος να βυθίζωνται δια μιας εις την θάλασσαν, ίνα καταστήσωσι βραχυτέραν την άγωνίαν των. Τοιούτον σύστημα θέλομεν μεταχειρισθή και ημείς βυθιζόμενοι διά μιας, αντί να προχωρήσωμεν βαθμηδόν εις τας ξηράς άμμους της επιστήμης. 

Οι ρητορικοί εφεύρον σχήμα τι λόγου ονομαζόμενον παρασιώπησις, το οποίον συνίσταται εις το να λέγη και να εξιστορη τις λεπτομερώς πράγματα, άτινα υποκρίνεται βότι αποσιωπά. Αγνοούντες το ακριβές μέτρον των αστρονομικών σου γνώσεων και φοβούμενοι μη σε ταπεινώσωμεν αν άρχίσωμεν από το άλφα βήτα της έπιστήμης του Ιππάρχου, καταφεύγομεν και ημείς εις το σχήμα τούτο, ίνα σοι είπωμεν, αν και όλως διόλου περιττόν, διότι κάλλιον ημών γνωρίζεις τούτο, ότι η Σελήνη είναι μικρότατος πλανήτης ή μάλλον δορυφόρος, τεσσαρακονταεννεάκις μικρότερος και αυτής της μικράς Γης μας, απέχων αφ' ημών 96.000 λεύγων, στρεφόμενος περί ημάς εις διάστημα 27 ημερών, 7 ωρών, 43 λεπτών και δεν ενθυμούμαι πόσων δευτερολέπτων, και δεχόμενος παρά  του  ηλίου ίσην σχεδόν ποσότητα φωτός και θερμότητος. 

Η Σελήνη διαιρείται εις δύο εντελώς απ' αλλήλων διακεκριμένα ημισφαίρια, το ορατόν δηλ. και το αόρατον εις τους κατοίκους της γης. Ό δορυφόρος ημών μας παρουσιάζει πάντοτε το αυτό πρόσωπον, όπισθεν του  όποιου υπάρχει έτερον, το όποιον ούτε είδομεν ούτε θέλομεν ποτέ ιδεί. Το πρόσωπον της Σελήνης, το όποιον κατά πρώτον ησπάσθη ο προπαππός μας Αδάμ εκ  του  επιγείου Παραδείσου (εκτός μόνον αν υποθέσωμεν τον επίγειον Παράδεισον εις αυτήν την Σελήνην, ως ίσχυρίσθησαν πολλοί θεολόγοι), είναι αυτό εκείνο, το όποιον θέλει αποχαιρετίσει ο τελευταίος άνθρωπος, όταν κατά την εσχάτην ώραν  του  κόσμου λάμψη ο δίσκος της Φοίβης επτάκις μεγαλύτερος και πέσωσιν οι αστέρες επί της γης, κατά την Αποκάλυψιν δηλ. και τον Ησαΐαν, διότι κατά την αστρονομίαν ταύτα είναι μαθηματικώς αδύνατα. 

Προχωρούντες από  του γνωστού εις το άγνωστον ή μάλλον από  του  ορατού εις το αόρατον, θέλομεν ομιλήσει πρότερον περί  του  μέρους της Σελήνης, το όποιον βλέπομεν. Οι κάτοικοι  του ημισφαιρίου εκείνου... Αλλ' ενταύθα πιθανόν να μας διακόψης, αναγνώστα, ερωτών αν τω όντι υπάρχουσι κάτοικοι εις την Σελήνην. Οι πλείστοι των αστρονόμων, θεολόγων και φιλοσόφων της αρχαιότητος και  του  μεσαιώνος ισχυρίσθησαν ότι ο δορυφόρος μας κατοικείται, πολλοί δε τούτων εύρον και τον τρόπον να συναναστραφώσι μετά των κατοίκων του, ο δε Φλαμμαριών και οι σύντροφοί του αποδεικνύουσι σήμερον την οίκησιν των πλανητών διά  του  α+β. Αλλ’ ευκολώτερον ήθελεν είναι να διέλθη κάμιλος δια της οπής βελόνης ή να χωρέσωσιν ενταύθα οι λόγοι των πρώτων και οι λογαριασμοί των δευτέρων ώστε εκόντες άκοντες αναγκαζόμεθα, ίνα σε πείσωμεν, να καταφύγωμεν, εν έλλείψει άλλου, εις θεολογικόν τι επιχείρημα καλούμενον ‘πίστιν’, παρακαλούντες σε να πιστεύης, ‘δια τον λόγον ότι σοι το λέγομεν’, το εξής αστρονομικόν δόγμα ότι «τα άστρα ως και τα γένεια των καλογήρων επλάσθησαν δια να κατοικώνται». Τούτου τεθέντος, ας επανέλθωμεν εις τους κατοίκους της Σελήνης, τους οποίους θέλομεν ονομάσει συντομίας χάριν ‘Σεληνίτας’.

Ούτοι ως εκ της τοποθεσίας των βλέπουσιν όλα τα ούρανια σώματα κινούμενα μετ’ άκρας βραδύτητος. Ο ήλιος π.χ. άπαξ μόνον  του  μηνός ανατέλλει και δύει παρ' αυτοίς, ώστε εκάστη ημέρα και εκάστη νυξ διαρκεί εκεί δύο όλας εβδομάδας! Αν λοιπόν υποθέσωμεν τους Σεληνίτας τρώγοντας, ως ημείς, δις της ημέρας, το πρόγευμα αυτών απέχει του  δείπνου επτά ολόκληρα επίγεια ημερονύκτια˙ και  τούτο παρεκίνησε τον σοφόν Κυράνον να υποθέση ότι οι στόμαχοι των Σεληνιτών έχουσι μεγάλην αναλογίαν προς τους των καμήλων. Αλλ’ ο αξιότιμος κ. Ιωάννης Ερσχήλος ωδηγήθη εκ του μήκους των σεληνιακών ημερών εις έτερον όλως διάφορον περί της φύσεως αυτών συμπέρασμα, παρατηρήσας ότι η αδιάκοπος επί δεκαπέντε όλας ημέρας συσσώρευσις των ηλιακών ακτίνων παράγει επί της Σελήνης θερμοκρασίαν πολύ ανωτέραν της του ζέοντος τζαΐου, όπερ έπινεν ενώ παρεδίδετο εις τας θεωρίας ταύτας, και εκ τούτου έκλινε να πιστεύση ότι οι Σεληνίται συγγενεύουσι μάλλον προς τας σαλαμάνδρας. Οι νεώτεροι όμως αστρονόμοι, εν οις και ο σοφός Αραγώ, βασιζόμενοι εις την παντελή έλλειψιν ατμοσφαίρας ικανής να συγκέντρωση και να διατηρήση το θάλπος των ηλιακών ακτίνων, ισχυρίζονται απεναντίας ότι ο δορυφόρος μας τόσον ψυχρός είναι, ώστε ήθελεν εν ακαρεί απολιθώσει τον και διά του άκρου δακτύλου απτόμενον αυτού, συμφωνούντες κατά τούτο και με τους ποιητάς, οίτινες θεωρούσι την λευκήν Φοίβην ως την ψυχροτέραν των ακτινοβόλων θεοτήτων. Άλλοι δε πάλιν ισχυρίσθησαν ότι οι κάτοικοι  του  δορυφόρου μας απολαύουσιν ακριβώς της αυτής θερμοκρασίας, ης και οι αλιείς του κήτους παρά τας ακτάς της Ισλανδίας. Το καθ' ημάς, μη έχοντες γνώσεις ικανάς, ίνα μεταξύ τούτων αποφασίσωμεν, περιοριζόμεθα να πιστεύσωμεν ότι ο πανάγαθος Θεός ο πλάσας τους Σεληνίτας εφρόντισε και ν’ απονείμη αυτοίς την θερμοκρασίαν την καταλληλοτέραν προς διατήρησιν της ζωής των και ωρίμασιν των πεπόνων των, αν έχωσι τοιαύτας, ως ισχυρίζεται ο πάτερ Βαβίνος. 

Οι κάτοικοι της Σελήνης βλέπουσιν εις το στερέωμα των άστρον γιγαντιαίον, αιωνίως ακίνητον εις το αυτό  του  ουρανού σημείον. Εις τους οφθαλμούς αυτών το άστρον  τούτο φαίνεται δωδεκάκις μεγαλύτερον του ηλίου, παρουσιάζον αυτοίς διαφόρους φάσεις ως εις ημάς η Σελήνη. Το όνομα του αστέρος τούτου εμάντευσας ήδη, αναγνώστα, είναι η Γη, ην ποτίζομεν δια των ιδρώτων και των δακρύων μας, περιμένοντες την υποσχεθείσαν ημίν καλυτέραν κατοικίαν. Η σφαίρα μας είναι διά τους Σεληνίτας θέαμα μυριάκις τερπνότερον και διδακτικώτερον αφ’ όσον δι’ ημάς η Σελήνη. Αν δε οι εκεί φιλόσοφοι φιλούσιν ως οι ημέτεροι να εξηγώσι τα πάντα δια των τελικών αίτιων, δικαιούνται πολύ μάλλον ημών να υποθέσωσι τον κόσμον όλον, συμπεριλαμβανομένης και της Γης μας, ως επίτηδες προς τέρψιν και χαράν των πλασθέντα. 

Θεωρουμένη εκ της Σελήνης η Γη είναι τεραστία σφαίρα έκπέμπουσα δεκαπεντάκις πλειότερον φως του παρεχομένου εις ημάς υπό της πανσελήνου. Στρέφεται περί εαυτήν εντός εικοσιτεσσάρων ωρών, παρουσιάζουσα αλληλοδιαδόχως όλα τα σημεία της επιφανείας της εις τους Σεληνίτας, και γενναιοτέρα ούσα και κατά τούτο από την Σελήνην, ήτις το ήμισυ μόνον των καλλονών της μας δεικνύει. Το χρώμα της Γης φαίνεται εκείθεν αποκλίνον προς το πράσινον ένεκα των απέραντων ωκεανών μας, των παρθένων δασών της Αμερικής και των σπαρτοφύτων αγρών. Εκ διαλειμμάτων όμως η πρασίνη αυτής στολή ποικίλλεται δια λευκών, φαιών ή κιτρινοχρόων στιγμάτων, των πόλεων, των ηπείρων και των άμμων της Λιβύης, άνωθεν της οποίας φαίνεται μικρά τις κυανοπράσινος κηλίς πανταχόθεν υπό κόκκων άμμου διατεμνομένη. Η κηλίς αύτη είναι η Μεσόγειος με τας μυρίας νήσους της, εις τα πέρατα της οποίας δύνανται οι Σεληνίται, αν έχωσι καλά ομμάτια ή τηλεσκόπια, να διακρίνωσι και την μικράν Ελλάδα μας. Αλλ’ η Γη στρέφεται και αι ήπειροι εξαφανίζονται, μετ’ ολίγον δε αντ’ αυτών σκεπάζει επί τινάς ώρας ολόκληρον σχεδόν τον δίσκον της μεγάλη τις βαθυπράσινος κηλίς, ο Ατλαντικός ωκεανός, ον διαδέχονται αι λευκόφαιοι πεδιάδες της Ασίας προς βορράν, και αι πράσινοι νήσοι της Αυστραλίας προς νότον. Αλλά πλην της ποικιλίας των χρωμάτων και σχημάτων της σφαίρας μας, των φαιών ηπείρων, των πρασίνων θαλασσών, της λευκότητος των πόλων, των κίτρινων άμμων και των ποικίλων νήσων, τα όμματα των Σεληνιτών θαμβούνται και υπό της λάμψεως της αδιακόπως μεταβαλλόμενης ατμοσφαίρας μας. Ότε μεν περικυκλούμεθα υπό ελαφρών νεφών εκπέμποντες τότε προς αυτούς γαλακτώδες και ομοιόμορφον φως, ότε δε η ατμοσφαίρα ημών είναι κρυστάλλου διαφανεστέρα, και το ηλιακόν φως ακωλύτως απορροφώμενον υπό των πεδιάδων και θαλασσών παριστά ημάς ως σμαραγδίνην φεγγοβόλον σφαίραν, άλλοτε δε πάλιν εν καιρώ ανεμοζαλης και τρικυμίας παριστάμεθα ως άμορφος τις και μελανόφαιος όγκος. 

Η διηνεκής αύτη αστασία και ακατάπαυστος μεταβολή της όψεως της Γης ωδήγησε βεβαίως τους Σεληνίτας εις το συμπέρασμα, ότι η σφαίρα μας είναι ακατοίκητος. Και τω όντι πως πότε να υποθέσωσιν ούτοι, οι πατούντες επί άνυδρου, στερεού και αμεταβλήτου εδάφους, ότι είναι δυνατόν να ζήσωσι λογικά οντά επί του ευμεταβόλου εκείνου και ποικιλοχρόου ατμώδους στρώματος όπερ περικυκλοί την σφαίραν μας; Αν εισήρχετο εις αυτό Σεληνίτης ήθελεν αφεύκτως πνιγή, πολλώ δε μάλλον αν έπιπτεν εις το πράσινον εκείνο και αεικίνητον ρευστόν, όπερ σκεπάζει τα τρία τέταρτα του πλανήτου μας. Αλλ’ ουδ' επί των νεφών εκείνων, άτινα εκατοντάκις της ημέρας αναφαίνονται και εξαφανίζονται, ήθελε δυνηθή να ζήση ο Σεληνίτης˙ πλην δε τούτου η Γη θεωρουμένη εκ της Σελήνης στρέφεται μετά τοσαύτης ταχύτητας, και εις τοσαύτας υπόκειται μεταβολάς, ώστε πάντη άτοπον ήθελεν είναι να υποθέση τις λογικά όντα κατοικούντα το περιστρεφόμενον εκείνο άμορφον, ποικιλόχρουν και ακατασκεύαστον χάος. Ταύτα νομίζω ικανά ίνα σε πείσωσιν ότι, αν οι Σεληνίται είναι επίσης δεινοί όσον ημείς περί την τέχνην του παρατηρείν, σκέπτεσθαι και συμπεραίνει, θα επείσθησαν προ πολλού δι’ ακαταμαχήτων επιχειρημάτων ότι η σφαίρα μας είναι άβατος ερημία, ουδεμίαν άλλην έχουσα εν τω ουρανώ αποστολήν ειμή μόνον να προφυλάττη από τους λάκκους τους οδοιπόρους και να εμπνέη τους ποιητάς της Σελήνης˙αν δε υπάρχωσιν εκεί ανόητα όντα, ισχυριζόμενα ότι η Γη κατοικείται, τα όντα ταύτα κατοικούσι βεβαίως εις τα φρενοκομεία της Σελήνης, δικαιούντα το λόγιον του Αγ. Παύλου «μωρός γενέσθω, ίνα γενηται σοφός». 

Το προσεχές έτος, αν ο Θεός χαρίση ζωήν εις ημάς, τον Καζαμίαν και τους αναγνώστας του, θέλομεν εξετάσει και το έτερον αόρατον και μυστηριώδες ημισφαίριον της Σεληνης, την ζοφεράν εκείνην επικράτειαν, περί ης σιωπά η επιστήμη, αλλ’ ην περιγράφουσι μετά θαυμαστής ακριβείας οι θεολόγοι του  μεσαιώνος, οι εχοντες ως γλαύκες την ιδιότητα να τυφλώττωσιν εις το φως και να βλέπωσιν εν τω σκότει. Το σεληνιαίον εκείνο ημισφαίριον είναι αληθώς η χώρα των θαυμάτων. Εκεί ευρίσκεται κατά τον Μαυρόλυκον ο χαλκούς λέβης εντός του οποίου βράζουσιν οι εικονοκλάσται, δραπετεύοντες ενίοτε εν σχήματι αερολίθων και πίπτοντες κατά προτίμηση επί της στέγης των εκκλησιών, ίνα θραύσωσι τας εικόνας˙ εκεί στρέφεται ο χαλύβδινος δείκτης ο δεικνύων τας ώρας εις τους κολασμένους και εκεί πλανώνται αι σκιαί των αβαπτίστων αθώων. Εν τω αυτώ άρθρω θέλομεν εξετάσει και άλλα τινά ουχ ήττον περίεργα αστρονομοθεολογικά ζητήματα, την μετοίκησιν των ψυχών εις τους αστέρας και την επιρροήν του προπατορικού αμαρτήματος επί των κατοίκων των πλανητών. 

Κατά του δόγματος τούτου εξανίστανται πολλοί των κατοίκων της Γης, άδικον νομίζοντες να τιμωρήται ο αθώος υιός ή εγγονός δια  του  πατρός ή του  προπάππου του τας αμαρτίας, οι δε θεολόγοι μάτην συσσωρεύουσιν επιχειρήματα, ίνα δικαιολογήσωσι το ρητόν της Γραφής: «Τέκνων αμαρτωλών αποτελείται κληρονομιά και μετά του σπέρματος αυτών ενδελεχιεί όνειδοςΣ». Αλλ’ ημείς αντί θεολογικών επιχειρημάτων θέλομεν μεταχειρισθεή μαθηματικάς αποδείξεις, καταφεύγοντες εις τους περί βαρύτητος και πτώσεως των σωμάτων νόμους  του  Νεύτωνος, ίνα αποδείξω μεν ότι τω όντι αποτίουσιν οι υιοί τα αμαρτήματα των πατέρων. Ως μικρόν απόγευμα του αληθούς της θεωρίας ταύτης έστω σοι το έξης χαλδαϊκόν ανέκδοτον. Καθ’ ον καιρόν «οι υιοί του Θεού ελάμβανον γυναίκας τας θυγατέρας των ανθρώπων», τρεις τοιούτοι άγγελοι κατέβησαν εσπέραν τινά εξ ουρανού εις την οικίαν  του  Καϊνάν ζητούντες εις γάμον τας τρεις αυτού θυγατέρας. Αλλ’ ο Καϊνάν απέρριψε τας προτάσεις των πτεροφόρων τούτων μνηστήρων, οίτινες μένεα πνέοντες ανήλθον ο μεν εις τον αστέρα Σείριον, ο δε εις τον Ωρίωνα και ο τρίτος εις το πράσινον άστρον της Ανδρομέδας. Αποσπάσας έκείθεν τεράστιον τμήμα βράχου εσφενδόνισεν ο πρώτος κατά  του  οίκου  του  Καϊνάν. Αλλ’ από του Σειρίου μέχρι του  πλανήτου μας υπάρχουσι τριάκοντα επτά τρισεκατομμύρια λεύγων, απόστασις ην μόλις εις διάστημα πεντακοσίων εβδομήκοντα ετών δύναται να διατρέξη εκείθεν ριπτόμενον σώμα˙ ώστε ότε ο λίθος εκείνος έπεσεν επί της οικίας  του  Καϊνάν, ούτος προ πολλού είχεν αποθάνει, αντ’ αυτού δε συνετρίβη ο υπό την αυτήν στέγην οικών αθώος εγγονός του. Ο εκ του Ωρίωνος ριφθείς λίθος καταπεσών μετά εννεακόσια τεσσαράκοντα έτη επλάκωσε  του  συντριβέντος εγγόνου τους τρισέγγονους, ο δε τρίτος λίθος, απαιτών εννέα χιλιάδας ετών ίνα καταπέση, σχίζει ακόμη τον αιθέρα απειλών τους εσχάτους του Καϊνάν απογόνους, ίνα πληρωθή το «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα».

24 Ιουλίου 2013

Κωστής Παλαμάς - Δωδεκάλογος του Γύφτου - Λόγος I

ΛΟΓΟΣ Ι' - ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ


Αν είμαι Χάρος χαλαστής,
είμαι και Χάρος πλάστης.
Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ (Ποιήματα)

Μόνον εκεί που είναι τάφοι, εκεί είναι και
ανάσταση.
NIETZSCHE (Ζαρατούστρας)

Σήμερα μεγάλο κάτι, 
κάτι απάντεχο ετοιμάζεις, 
κι είσαι σαν τον ήλιο εσύ όταν 
απ' της θάλασσας τα σπλάχνα 
πρωτοτίναχτος, κι ακόμα 
δροσερός και ροδοκόκκινος, 
είναι σα να στέκει ασάλευτος, 
κι έτσι αδιάφορος αφήνει 
κάθε μάτι να τον ψάχνει, 
πριν ολόλαμπρος κι ακοίταχτος 
υψωθεί, των όλων κύρης.

Σήμερα μεγάλο κάτι, 
κάτι απάντεχο ετοιμάζεις, 
και πριν ο ήχος να σε πάρει, 
σε σαλεύει ανατριχίλα 
μυστική βουβή. 
Το δοξάρι μες στο χέρι μου, 
μια ανυπόμονη ψυχή, 
και σαν κάτι παραπάνου 
κι από βέργα βασιλιά 
κι από μάγισσας ραβδί. 
Τι ετοιμάζεις, τι ταιριάζεις, 
πλαστικό βιολί;

Σήμερα δε θα ξυπνήσεις 
κάποιον που βαθιά κοιμήθη, 
και στο είναι δε θα φέρεις 
την αυγή καινούργιας χτίσης. 
Σήμερα θα κατορθώσεις 
κάτι πιo πολύ˙
τους αθάνατους που πέθαναν, 
και τους είχα θάψει εγώ, 
τους αθάνατους που πέθαναν 
πας για να τους αναστήσεις, 
της ανάστασης εσύ Μουσική!

Και γι' αυτό στο κοιμητήρι 
μ' έφερες και καρτερώ˙ 
και γι' αυτό εδώ πέρα είν' όλα 
φουντωμένα κι ανοιγμένα 
και χαροποιά, 
και ποτέ δεν είδα τέτοια 
μες στα μνήματα χαρά, 
και ποτέ τα κυπαρίσσια 
δε μου φάνηκαν, σαν τώρα, 
λιγερά κορμιά
λαχταρώντας γι' αγκαλιάσματα 
νιόγαμπρων και για φιλιά. 
Και είν' οι τάφοι σαν τραπέζια, 
και προσμένουν να στρωθούν 
πλούσια φαγοπότια απάνω τους 
κι ολοτρόγυρα σε κείνα 
χαροκόποι ροδοστέφανοι 
να ξημερωθούν.

Κι εκεί ανάμεσα στα μνήματα,
κι οι τρεις τάφοι!
κι οι τρεις τάφοι με το μάρμαρο
και με το χρυσάφι.
Και του πρώτου είναι το μάρμαρο
σαν τη σάρκα είναι το μάρμαρο
την αιματοστάλαχτη.
Και στην πλάκα του και σ' όλα του
τα πλευρά, κι απάνου ως κάτου,
σα γραμμένη με κοντύλι, 
σα γραμμένη η Γη η βασίλισσα 
με το Μάη και τον Απρίλη.

Και του δεύτερου το μάρμαρο, 
πράσινο' κι απάνου του, 
με τα σμάλτα ιστοριστή 
και με τα μαργαριτάρια, 
η νεράιδα η Θάλασσα 
με τα ψάρια.
Και του τρίτου άσπρο το μάρμαρο,
σαν τον κρίνο˙
κι αποπάνου κι από κείνο
μιαν εικόνα από τεχνίτη
σοφού χέρια,
ο Ουρανός ο δράκοντας
με τ' αστέρια.

Και κυλάς την πρώτη πλάκα, 
μουσικό βιολί μου εσύ, 
κι από μέσα από τον τάφο, 
να η Αγάπη! σαν πρωτόπλαστη 
ξανανθεί.
Και τη δεύτερη την πλάκα 
την κυλάς, βιολί, και να! 
Να η μητέρα, να η Πατρίδα! 
Κι ανασταίνεται, τρισέβαστη 
μες στα σεβαστά.

Και κυλάς την τρίτη πλάκα, 
μουσικό βιολί μου εσύ, 
κι από μέσα από τον τάφο 
να οι θεοί!
Κι απ' τον τάφο ξαναβγαίνουν 
οι δημιουργοί.

Περιβόλια, ανοίχτε στην Αγάπη,
και βροντήστε, κάστρα, να η Πατρίδα!
Στυλωθείτε, των θεών βωμοί!
Και τ' αθάνατα είν' αυτά και οι κοσμοπλάστες,
κοσμοπλάστρα Μουσική!

Από μια πατρίδα εγώ είμαι, 
κι όσο κι αν το λησμονώ, 
πάω, προς μια πατρίδα πάω, 
μια για πάντα να σταθώ.

Κι εγώ απ' όπου κι αν περάσω, 
σ' όποια γη, σ' όποια γωνιά, 
μπρος στη φύση, μες στον κόσμο, 
στην ερμιά, στη συντροφιά,

ξένος πάντα με τον ξένο, 
ξένος και με το δικό, 
και πεζός και καβαλάρης, 
κι όσο κι αν το λησμονώ,

δίχως να το θέλω, δίχως 
να το γνοιάζομαι, όλα αυτά, 
κάθε τόπος που διαβαίνω, 
κάθε ζωή που ζω γοργά,

μέσα μου είναι μιας πατρίδας 
ίσκιοι, ονείρατα, αστραπές˙ 
της απάτριδης ψυχής μου 
χίλιες δυο οι πατρίδες είναι, 
μύρια λόγια ρίχνοντάς μου, 
που ή τα νιώθω ή δεν τα νιώθω, 
τα 'χω για παρηγοριές.

Όσο ανάμεσα στους τόπους 
είναι τόποι πιο ακριβοί, 
και σα χέρια και σα μάτια 
παίρνουν την ψυχή˙

όσο ακέριο, ολανθισμένο 
τούτο το δεντρί 
μοναχά στο χώμα τούτο
κι όχι σ' άλλο χώμα ανθεί,

όσο γίνεται απ' το μέλι 
στην κυψέλη το κερί 
κι όσο ζούνε μες στους φράχτες 
τους στενούς τρανοί λαοί,

κι όσο αφέντες νόμοι δένουν 
με δεσίματα λογής 
και τ' ανθρώπου τα φτερούγια 
και τα πόδια της φυλής

και στα κακοτόπια τ' άνανθα 
και στους βράχους τους γυμνούς, 
σάμπως μες σε περιβόλια, 
σάμπως πέρα σε ουρανούς,

όσο θρέφουνε τους έρωτες 
μίση, πόλεμοι, θυμοί, 
και φυλάνε τους παράδεισους 
η φωτιά και το σπαθί,

όσο του ήλιου και οι αχτίδες 
δε ζεσταίνουν όμοια και μαζί 
πολυπρόσωπη, πολύψυχη τη Γη, 
- δόξα, δόξα στις Πατρίδες!

Κι απάνου απ' όλες τις πατρίδες 
δόξα σ' εσένα, ιδεατή κορφή, 
υπερούσια Πολιτεία, 
της μουσικής μου κόρη εσύ!

Πίνει το γάλα σου ο πολίτης 
και υπάκουος μ' εσένα ζει, 
κι ελεύτερος με την ψυχή του, 
κι είν' η ζωή του αρμονική.

Κορώνα εσένα είν' ο δίκιος, 
μαχαίρι εσένα ο δυνατός˙ 
κάτου απ' τη σκέπη σου ο λαός σου 
μαζί και ήρωας και σοφός.

Εσύ, της μουσικής μου κόρη, 
και είναι γραμμένο να γενείς 
κι εσύ βυζάστρα όλων των άλλων 
εδώ πατρίδων κάθε γης.

Όμοια θρεμμένη απ' της αέρινης 
ουρανικής ιδέας τα στήθια 
τινάζεται όλη σάρκα, όλη αίμα, 
μ' ένα περπάτημα γερό μια Αλήθεια!

Των ερώτων περιβόλια, 
κάστρα των πατρίδων, 
των θεών βωμοί!
και τ' αθάνατα είν' αυτά και οι κοσμοπλάστες, 
κοσμοπλάστρα μουσική!

Μου μιλήσαν οι Θεοί, 
τέτοια μου είπαν:

- Μας θανάτωσες του κάκου και μας κλείσανε
βαθιοί λάκκοι˙
στοιχειά γίναν οι θεοί, κι οι τύραννοι 
βρυκολάκοι.

- Είμαστε του ονείρου τ' ακροβλάσταρα
μες στην πλάση˙
η ζωή σου δεν μπορεί χωρίς εμάς 
να περάσει.

- Ή αρνητής ή λατρευτής μας ή μας τρέμεις
ή μας βρίζεις,
πάντα κάτου από τους ίσκιους μας 
τριγυρίζεις.

- Σ' εμάς φέρνουν όλ' οι στοχασμοί
κι όλοι οι δρόμοι,
και δειχνόμαστε σαν είδωλα, σαν πνέματα, 
και σαν νόμοι.

- Μες στη νύχτα είμαστ' εμείς η αγρύπνια
η ταράχτρα,
κι όσα τρίζουν και σωπαίνουν κι είν' αξήγητα 
κι είναι σκιάχτρα.

- Είμαστε όλα τ' αγαθά, τ' αληθινά,
και τα ωραία,
θρονιασμένα στην υπέρτατη κορφή, 
στην Ιδέα.

Είμαστε κι οι αχνοί της πλάνης, του κακού 
τα μαχαίρια
τραβηγμένα μες στη νύχτα και βαλτά 
με τ' αστέρια.

Άσοφε, σοφέ και θεοφοβούμενε, 
δίγνωμε και ίσε
κι άθεε, καταπάνου μας σκοντάφτεις, 
όποιος είσαι.

Και τη σκέπη που σκεπάζει μας, κανείς 
δε σηκώνει,
κι όποιο χέρι κατ' αυτή θα κουνηθεί, 
μαρμαρώνει.

Τα ποτάμια είμαστ' εμείς που δεν μπορείς 
να περάσεις,
κι όσο πίνεις το νερό μας, πιο πολύ 
θα διψάσεις.

Και σ' εμάς γυρτός την όψη σου 
καθρεφτίζεις,
κι όλο τρέχουμε κι αλλάζουμε κι όλο ίδια 
μας νομίζεις.

Κι αν χανόμαστε αποκάτου από τη γη 
βυθισμένα,
μας τραβάει ξανά στον ήλιο ένας θνητός 
σαν εσένα.

Τώρα γύρε εδώ, κι απάνου μας 
καθρεφτίσου...
Σ' αεροφέρνει ίσα μ' εμάς, κι υψώνει σε, άνθρωπε, 
το βιολί σου!


Των Θεών βωμοί, 
κάστρα των Πατρίδων, 
της Αγάπης περιβόλια, 
ξύπνα τα τ' αθάνατα, 
κοσμοπλάστρα μουσική!

Και ξυπνάς κι εσύ, ω μαγεύτρα 
περδικόστηθη κυρά, 
με τα λόγια προς τ' αστέρια 
τα προσταχτικά.

Κι άφησες του τάφου μέσα 
το κορμί του χαλασμού 
και το μνήμα ήταν για σένα 
πόρτα λυτρωμού.

Και μιλάς και γιγαντεύεις 
και τους κόσμους ξεπερνάς, 
και τ' αστέρια σου φορούνε 
μια κορώνα ξωτικιάς,

και κατέχω στο πλευρό σου 
τα γραφτά θνητών κι εθνών 
και τ' απόκρυφα των κύκλων 
και των ουρανών.

Και σου φέρνω αναστημένους 
σε καθρέφτες μαγικούς 
τις πεντάμορφες του κόσμου 
κι όλους τους καιρούς.

Σάρκα η μουσική μου γίνεται 
με την πλάστρα μας φωτιά 
και γεννιούνται απ' τα φιλιά μας 
τ' αψεγάδιαστα παιδιά.

Κι ο Αρχοντάθρωπος με κείνα, 
στερνοπαίδι, ο λυτρωτής, 
πλάσμα ακόμα πιο γιομάτο, 
πλάστης πιο βαθύς.

Κι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης 
να! υψωμένος νικητής 
σε μια γη πλατιά, προφήτης 
μιας πλατύτερης ψυχής.

Το χρυσάφι, το πετράδι, 
και το θησαυρό, 
λείψαν' άγια, τίμια ξύλα, 
κάθε πρόσφορο ιερό,

κι όσα φέρνει η Δύση, ο Νότος, 
η Ανατολή, ο Βοριάς, 
μπρός στα πόδια σου τα ρίχνω 
για να τα πατάς.

Για ένα χάιδιο σου πεθαίνω 
χίλιους πεθαμούς, 
το φιλί σου αξίζει, Αγάπη, 
χίλιους λυτρωμούς!