30 Νοεμβρίου 2015

Καστέλλα




















Η Καστέλλα είναι συνοικία του Πειραιά που περικλείεται από τις λεωφόρους Γρηγορίου Λαμπράκη, Βασιλέως Γεωργίου Β, Αλέξανδρου Παπαναστασίου, την οδό Καραγεώργη Σερβίας (περιλαμβάνοντας όμως δεξιά όπως την κατεβαίνουμε προς το Μικρολίμανο τη «στοιχειωμένη βίλα της Καστέλλας»), το Ναυτικό Όμιλο, το Μικρολίμανο και την ακτή Δηλαβέρη (που ανήκουν σε αυτήν), την οδό Ματρόζου, την αφετηρία τρόλεϊ Νέου Φαλήρου και την οδό Ομηρίδου Σκυλίτση. Απλώνεται σε ολόκληρο τον ομώνυμο λόφο (που στα αρχαία χρόνια καλούνταν λόφος Μουνιχίας) πλην της περιοχής των νοτιοδυτικών προπόδων του λόφου (της μεταξύ των λεωφόρων Βασιλέως Γεωργίου Β, Γρηγορίου Λαμπράκη, ακτής Μουτσοπούλου και ακτής Κουντουριώτη) η οποία ανήκει στη συνοικία της Ζέας.
Ο λόφος της Καστέλλας, που δεσπόζει στις περιοχές του Πειραιά και του νέου Φαλήρου, δεν είναι ένας λόφος, αλλά αποτελείται από δύο λόφους που χωρίζονται από την οδό Σχιστής. Ο μεγαλύτερος έχει υψόμετρο 90 μέτρων και στην κορυφή του βρίσκονται η εκκλησία του Προφήτη Ηλία με το ομώνυμο άλσος, το Βεάκειο θέατρο και το Bowling Center. O μικρότερος βρίσκεται δυτικά της οδού Σχιστής και κατεβαίνει μέχρι την ακτή Δηλαβέρη.
Στο βορειοδυτικό της άκρο βρίσκεται το πρώην ιστορικό εργοστάσιο παραγωγής αμυλογλυκόζης και ζυμών αρτοποιίας, ΑΖΕΛ ΑΒΕ, το οποίο λειτούργησε από το Δεκέμβρη του 1926 μέχρι το Μάη του 1997. 
Στη σύγχρονη εποχή κατοικήθηκε αρχικά από Κρήτες και μετά τη μικρασιατική καταστροφή και από μικρασιάτες.
Στη συνοικία της Καστέλλας συνυπάρχουν από σπίτια μεγαλοαστών και αστών μέχρι τα λαϊκά σπίτια των ψαράδων κυρίως στην περιοχή ακριβώς πάνω από το Μικρολίμανο. Σπίτια που είτε συντηρούνται είτε, για διάφορους λόγους, εγκαταλείφθηκαν κι έχουν παραδοθεί στη φθορά του χρόνου, πολλών από τα οποία στέκουν μόνον οι τοίχοι. Αυτό οφείλεται στην τεχνική κατασκευής τους. Διέθεταν κεραμίδια και ταβάνια μπαγδαντί (ξύλινες ράβδοι ασβεστωμένοι ή καλυμμένοι με σοβά). Κάποια στιγμή, όντας παρατημένα, το νερό άρχισε να διαπερνά τη σκεπή και σταδιακά την κατέστρεφε όπως και τα ταβάνια που μοιραία θα έπεφταν. Φυσικά την πλειονότητα των κατοικιών πλέον την αποτελούν οι απρόσωπες πολυκατοικίες, συσσωρεύσεις κουτιών, που στοιβάξανε τον κόσμο στο λεκανοπέδιο της αττικής μετά το 1960 και την ελληνικής «πατέντας» αντιπαροχή, οι οποίες κυριαρχούν σε ολόκληρο το δυτικό, βόρειο και βορειοανατολικό μέρος της Καστέλλας.
Το παρόν φωτογραφικό αφιέρωμα αν και περιλαμβάνει 568 φωτογραφίες επ’ ουδενί μπορεί να χαρακτηριστεί αντιπροσωπευτικό της Καστέλλας καθόσον η έμφαση έχει δοθεί κυρίως στα παλιά εκείνα εγκαταλελειμμένα ή μη σπίτια με το καθένα είτε μεγαλοαστικό είτε λαϊκό να διαθέτει τη δική του ταυτότητα συνδυασμένη πολλές φορές με τη μοναδική θέα που προσφέρει ο λόφος και καθόλου στις σύγχρονες αδιάφορες πολυκατοικίες. 
Οι φωτογραφίες στη συντριπτική τους πλειοψηφία τραβηχτήκανε με μια απλή φωτογραφική μηχανή ‘compact’ μεταξύ της 17ης Οκτώβρη και της 24ης Νοέμβρη 2015 πλην όσων αναγράφουν ημερομηνία και ώρα λήψης από μια ‘μονοοπτική φωτογραφική μηχανή’ [SLR (Single Lens Reflex)]. Εξ αυτών, από τις νυχτερινές λήψεις, τρεις τραβηχτήκανε μεν στη λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου Β, αλλά προς την πλευρά της Ζέας.  

Γιώργος Πρίμπας
Νοέμβρης 2015.

ΥΓ. Συνοδευτικό της ανάρτησης στα 24Γράμματα, ένα βίντεο που φτιάχτηκε από 180 διαδοχικές (ανά δέκα δευτερόλεπτα) φωτογραφίες που τραβήχτηκαν από ένα παλιό (δεκαετίας σχεδόν) χαμηλής αξίας αγοράς κινητό που διαθέτει δυνατότητα λήψης φωτογραφιών time lapse, την 18η Ιούνη 2015 μεταξύ των ωρών 18.07-18.37 από σημείο της οδού Ηρακλείου προς το φαληρικό δέλτα.


Κατεβάστε εδώ το φωτογραφικό άλμπουμ σε μορφή pdf.

29 Νοεμβρίου 2015

Η προσφυγιά [Άννα Παυλίδου]


Πιστεύω πως ο παππούς μου Αλέξανδρος θέλησε να στείλει ένα μήνυμα στην γενιά μου. Εκείνος δεν πρόλαβε να ζήσει σαν πρόσφυγας, χάθηκε στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού), που εκείνα τα χρόνια του ξεριζωμού, ξεκλήρισαν τους άντρες της Μικρασίας. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν... γνωρίζει. Πιστεύω πως μου δώρισε την γνώση του κι εγώ με την σειρά μου τον τιμώ και του αφιερώνω όσα μου υπαγόρευσε.


Η προσφυγιά κινάει ξανά με κύκλους σαν αιώνες
κύκλους στην γη, στην ανθρωπιά, σε άγνωστους λειμώνες.
Πόλεμος, θάνατος, φωτιά την έσπρωξε στον δρόμο,
ξεμακρύνε απ' τις ρίζες της που ντύθηκαν τον φόβο
μ΄ ένα ταξείδι μακρινό, μαζί κι οδυνηρό
καθώς δεν κλείνουν οι πληγές κι αφήνουνε υγρό
με αίμα, κλάμα, ταραχή, διχόνοια και απάτη
τ΄ οδυνηρό, αφιλόξενο, δύσβατο μονοπάτι.
Μαρτύριο οι λάμψεις των παιδιών που εσκίζαν το σκοτάδι
μα έσβησαν σε κύματα, χωρίστηκαν το χάδι.
Θυσίες που άνοιξαν ρωγμή σ' αρμούς παραφροσύνης
κι ανάψανε μικρές φωτιές, φάρους αδελφοσύνης.
Γιατί δεν άντεξε ο άνθρωπος να δει μες στον καθρέφτη
τα μάτια του, ίδια πρόσφυγα, εκείνου που εσκέφθη,
πως θα διαβεί την κόλαση μα θε να βρει πατρίδα,
λίγο νερό, πνοή, βωμό, της γης μικρή μερίδα.
Όταν θυμήθηκε η ψυχή ,που άχρονα ταξιδεύει,
την ιστορία της , άκουσε τρόπους να θεραπεύει.
Έτσι είδε πως κατάπεσαν η ομίχλη κι ο αχός
κι άλλαξαν όταν λούστηκαν με της αυγής το Φως.
Ο ταπεινός αγκάλιασε την νύχτα και την μέρα
στον μέσα τόπου του αδελφού που 'ρθε με τον αέρα,
και πριν καλπάσει ξέφρενα ο νους τους άγριο άτι
προφτάσανε στην Σιωπή ν' αφουγκραστούν Αγάπη.
Το λίγο γίνεται πολύ σαν δίνονται τα χέρια
κι εργάζονται για Λευτεριά οι ανθρώποι με τ' αστέρια.
Μικρές ρωγμές οι επιλογές μέσα στο Φως καθένα
σχίζουν τα σκότη , μας κινούν, κάνουνε χώρο στο Ένα.
Μέσα στον νου ας κλείσουμε όλο το παρελθόν
κι η Μνημοσύνη, στην Καρδιά, ας χτίσει το παρόν
Η προσφυγιά στον τόπο μας έχτισε μετερίζι
κι ο πρόσφυγας του σήμερα το μέλλον μας ορίζει.

28 Νοεμβρίου 2015

Η κατακλείδα του βιβλίου ‘Ουτοπία και Επανάσταση’ [Ernst Bloch, μετ. Στέφανος Ροζάνης, εκδόσεις Έρασμος]

[…]
Αργά το απόγευμα δόθηκε μια συνέντευξη σε ένα φοιτητικό γιουγκοσλαβικό περιοδικό. Αρχικά ζητήθηκε από τον Ερνστ Μπλοχ να σχολιάσει τη θέση σύμφωνα με την οποία, πριν από την επανάσταση ο καλλιτέχνης εκφράζει μόνο τον εαυτό του, ενώ σε μια σοσιαλιστική χώρα η ώθηση δίδεται από το κοινό. Έτσι ο καλλιτέχνης αντιπροσωπεύει την ομάδα και τις ανάγκες της.

ΜΠΛΟΧ: Αυτό είναι ένα σύνθετο πρόβλημα. Το «κοινό» δεν είναι μια ταξική έννοια. Στ’ αλήθεια, οι δραματουργοί, οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί διατυπώνουν αυτό πού ο θεατής θέλει; Το κοινό είναι μονάχα μια συνάθροιση ατόμων τα οποία θέλουν να διασκεδάσουν˙ βλέπουν τις ιδιωτικές τους φροντίδες να κατοπτρίζονται πάνω στη σκηνή μόνο με μια αλλοτριωμένη μορφή. Η πίστη ότι η βάση γνωρίζει ήδη τι θέλει, ότι δίδει την κατεύθυνση στην ιντελιγκέντσια και ενεργοποιεί τον καλλιτέχνη, προέρχεται από έναν πρωτόγονο δημοκρατισμό˙ στην πραγματικότητα ο Βολταίρος και ο Ρουσσώ προηγούνται της Γαλλικής Επανάστασης, και ο Μαρξ της Επανάστασης του 1917. Αυτοί οι άνθρωποι του εποικοδομήματος έθεσαν πρώτα το ερώτημα. Εκόμισαν τη διαύγεια στην άμορφη μάζα. Ο δημοκρατισμός - προς τον όποιο έρεπε ο Μπρεχτ — υπερεκτιμά τους δέκτες και υποτιμά τούς διδασκάλους. Οι στοχαστές και οι συγγραφείς προβλέπουν, δεν αντανακλούν. Ένας λόγος για τον όποιο οι άνθρωποι δεν μπορούν ήδη να γνωρίζουν ποιό είναι το καλύτερο είναι το ότι η άρχουσα τάξη τους έχει μωράνει. Έτσι πρώτα πρέπει να φύγει ο καταρράκτης απ’ τα μάτια τους. Η λατρεία του προλεταριάτου μπορεί ακόμη και να οδηγήσει στην οπισθοδρόμηση. Η ρωσική αρχιτεκτονική υπήρξε αρχικά προοδευτική, όμως με τον Στάλιν το κακό γούστο (Kitsch) της δεκαετίας του 20 κυριάρχησε και πάλι — όπως έγινε την εποχή του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Γιατί; Διότι στηρίχθηκαν πάνω στις ανάγκες του καλουμένου λαού, και ο λαός ήθελε βελούδινες και χρυσαφένιες κατασκευές. Ο Μπρεχτ κατ’ αρχήν γελοιοποιήθηκε από αυτόν τον ίδιο τον «λαό» και στη συνέχεια ήταν ανεκτός σαν κλόουν, πολύ αργότερα αναγνωρίσθηκε σαν ο πρωτοποριακός συγγραφέας που ήταν.

ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ: Αλλά ο λαός ο οποίος πιστεύουμε ότι θα συμμετείχε καθοριστικά στην τέχνη στο σοσιαλιστικό κράτος δεν είναι λαός αυτού του είδους.

ΜΠΛΟΧ: Τέτοιος λαός θα μπορούσε να υπάρξει μονάχα σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο. Η λατρεία του προλεταριάτου σεβάστηκε μια τάξη που είχε βυθιστεί στη βαρβαρότητα και δυστυχώς η τάξη αυτή ελάχιστη σχέση έχει με ένα μελλοντικό απελευθερωμένο προλεταριάτο. Κατά συνέπεια κυριάρχησε το γούστο των μικροαστών. Αν η καινούργια αρχιτεκτονική της Επανάστασης είχε διατηρηθεί, τότε η μάζα θα είχε καλλιεργηθεί μέχρι τον ύψιστο βαθμό της επίγνωσης της. Είναι τα άτομα που αυξάνουν την επίγνωση της κοινωνίας. Κάποιος πρέπει να κοινοποιήσει τη δημιουργική του ιδεολογία στο προλεταριάτο.
Η περίφημη μοναξιά του καλλιτέχνη δεν αντιφάσκει προς την ενότητά του με την κοινωνία. Ένας καλλιτέχνης είναι μόνος και απεικονίζει το ταβάνι του ή μιλά σ’ έναν μικρό κύκλο που αισθάνεται όπως αυτός, ένας άλλος είναι μόνος και εκφράζει τις μεγάλες ανθρώπινες ανησυχίες, μέσω των οποίων μιλά εξ ονόματος εκατομμυρίων. Διότι είναι και αυτός μέλος της κοινωνίας. Με εγελιανούς όρους: το άτομο έρχεται να σώσει το παγκόσμιο πνεύμα. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για το δράμα, το οποίο πάντοτε απεικόνιζε την κοινωνία.
Αλλά ένας συγγραφέας ποτέ δεν μπορεί να είναι αγορητής. Η τέχνη πρέπει να είναι αυθεντική και εντυπωσιακή. Η κραυγή πρέπει να αντηχεί μέσα από την άρπα ενός ιδιαίτερου άτομου. Στην Ανατολική Γερμανία κανείς δεν πήγαινε στα θέατρα αν και τα έργα απεικόνιζαν με ακρίβεια την κοινωνία και τα προβλήματα της εποχής. Ήσαν βαρετά άρθρα εφημερίδας στιχουργημένα. «Η κοινοτοπία είναι η αντεπανάσταση!» (Ισαάκ Μπάμπελ). Επιπλέον, οι έννοιες της «ομάδας» ή της «συλλογικότητας» διεστράφησαν από τον ναζισμό. Τα χειρότερα εγκλήματα στην ιστορία διαπράχθηκαν στο όνομα του λαού. Το μοναδικό φως στη ναζιστική Γερμανία ήταν μερικά άτομα. Πρέπει να υπάρχει αλληλεγγύη ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία, αλλά η λύση δεν θα προέλθει μόνο από την κοινωνία. 

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην κουλτούρα πριν την επανάσταση και στην κουλτούρα μετά την επανάσταση;

ΜΠΛΟΧ: Δεν είμαι η Πυθία. Σε κάθε εποχή συμπλέκονται δύο νήματα, πρώτον «η πολιτιστική κληρονομιά» (Ένγκελς), δηλαδή η θρησκεία, η τέχνη και η φιλοσοφία˙ και δεύτερον, η ιδεολογία. Η ιδεολογία είναι ακριβώς μια χροιά της επίγνωσης που τονίζεται και σβήνει μαζί με την κυρίαρχη δύναμη. «Οι κυρίαρχες ιδέες μιας εποχής είναι οι ιδέες της άρχουσας τάξης» (Μαρξ). Η Βίβλος αποτέλεσε μια δικαιολογία για τις φτηνές της εισαγωγές˙ η διατήρηση της καθαρότητας του κομμουνισμού είναι μια πρόφαση για την κατοχή της Τσεχοσλοβακίας. Τίποτε, δεν έχει αλλάξει. Τα σλόγκαν και τα άλλοθι που κυκλοφορούν στη Σοβιετική Ένωση σήμερα είναι καθαρή ιδεολογία και το καλύτερο πού μπορεί να προκύψει απ’ αυτά είναι η προειδοποίηση: δεν πρέπει να ενεργείτε με αυτόν τον τρόπο. Τι περισσότερο έχει εκφράσει η πολιτιστική αξία μιας εποχής η μιας τάξης: μιλά για το μέλλον. Κάθε σημαντικό φιλοσοφικό ή καλλιτεχνικό έργο συμβάλλει στη μελλοντική ωριμότητα. Κατά συνέπεια τα μεγάλα επιτεύγματα στο εποικοδόμημα δεν ανήκουν πλέον εντελώς στην εποχή τους. Ο Παρθενώνας δεν μπορεί να διαγραφεί μόνο και μόνο επειδή χτίστηκε από μια δουλοκτητική κοινωνία. Η κοινωνική του αποστολή την εποχή του δεν είναι πλέον εκείνο που ενδιαφέρει. Εκείνο που τώρα μας ενδιαφέρει είναι το νόημα που αποκτά για τις επόμενες γενεές οι οποίες ζουν από μια διαφορετική κατάσταση.
Κατά συνέπεια μόνο η πρόοδος και η πάροδος του χρόνου εκφράζουν την πλήρη αξία της κληρονομιάς του παρελθόντος — και ποτέ πλήρως. Μερικές φορές αντικείμενα περιφρόνησης φτάνουν να γίνονται αντικείμενα σεβασμού, εκτιμούνται και ασκούν επίδραση. Όταν ο Χέγκελ τοποθετούσε σαν αιώνιο παράδειγμα την ελληνική τέχνη υπερέβαλλε, αλλά τουλάχιστον είδε την σημασία της Ελλάδας. Ο 18ος αιώνας ούτε καν πρόσεξε τη γοτθική τέχνη˙ αυτό το καταλαβαίνουμε διότι η παράλλαξη είναι μεγαλύτερη από το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε. Αλλά στο μέλλον θα δούμε ακόμη περισσότερα. Το επιδεικτικό υποκείμενο της κουλτούρας αναπτύσσεται με τον σοσιαλισμό˙ ολόκληρος ο πλούτος του θα φανεί μονάχα μέσα στη σοσιαλιστική κοινωνία. 

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια είναι η σχέση μεταξύ αισθητικής και πρακτικής δράσης κατά την επανάσταση: Έχει ακόμη η τέχνη μια αποστολή ή χάνει τον σκοπό της; 

ΜΠΛΟΧ: Η αισθητική δεν θα έπρεπε να συγχέεται με την θεωρία ή να εκλαμβάνεται ως στερούμενη ενδιαφέροντος. Βέβαια, συχνά το αληθινό, το καλό και το όμορφο, ή μάλλον ό,τι θεωρείται σαν τέτοιο, δεν έχει τίποτε να κάνει με την καθημερινή ζωή και έτσι υπηρετεί την απάτη, σαν ένα όπιο του λαού. Την εποχή της Ιεράς Συμμαχίας οι όπερες κρατούσαν το κοινό σε μια κατάσταση έξαρσης μέχρι πού έπεφτε η αυλαία, αλλά το επόμενο πρωινό η πραγματικότητα δεν είχε αλλάξει. Ακόμη και ο Μπλοχ — αν και δεν ήταν αυτή η πρόθεση του - μπορεί να χρησιμεύσει για εξαπάτηση. Η ευσέβεια είναι αγωγός της αστικής ειρήνης: ο Θεός θα φροντίζει για τα πάντα. Όμως η επαναστατική τέχνη υπάρχει πράγματι. Τι τρομακτικά αξιώματα απορρέουν από τον Γκρύνεβαλντ! Στις Βρυξέλλες το 1830 ξέσπασε μια αναταραχή μετά το ανέβασμα του έργου του Ωμπέρ. Η Μουγκή του Πορτίτσι. Ο Λένιν ισχυριζότανε ότι βρίσκει τη δικαίωση της επαναστατικής του δραστηριότητας στον Μπετόβεν. Το θέατρο και η αφήγηση μπορεί να είναι είτε ένα προστατευτικό πάρκο είτε ένα εργαστήρι˙ μερικές φορές παρηγορούν και κατευνάζουν, άλλες φορές διεγείρουν˙ μπορεί να είναι είτε φυγή είτε προεικονισμός του μέλλοντος. Η κατάσταση που δημιουργούν δεν είναι μόνον η ψευδαίσθηση˙ μπορεί επίσης να είναι μια πρόβλεψη αυτού που πρόκειται να έλθει, διότι μέσα της καταργείται η αντίσταση του εμπειρικού κόσμου. Ο Μπρεχτ μετέτρεψε το θέατρο σε ένα εργαστήρι για καινούργια μοντέλα. Σχετικά με το πρόβλημα κατά πόσον ένας άνθρωπος μπορεί να θυσιαστεί για την ομάδα, στην αρχή δημιουργεί έναν ήρωα πού καταφάσκει, υστέρα έναν που αρνείται και θα μπορούσε να προσθέσει και κάποιον πού θα έλεγε «ίσως».
Η τέχνη διατηρεί την προφητική της λειτουργία ακόμη και μετά την επανάσταση. Η εικόνα του Έλληνα, του πολίτη, για πρώτη φορά σκιαγραφήθηκε στην τέχνη. Κατά όμοιο τρόπο, η αρχιτεκτονική δημιουργεί για πρώτη φορά στον πραγματικό χώρο ενάντια στα εμπόδια από τα οποία η γη είναι γεμάτη. Αν τα ανατρεπτικά στοιχεία της τέχνης εξαφανίζονταν μέσα στην αταξική κοινωνία, αυτό θα αποτελούσε απόδειξη ότι η πραγματικότητα παρέμεινε στο στάδιο της μικροαστικής κοινωνίας στην οποία η τέχνη γίνεται μια καταπραϋντική ιδεολογία αντί να είναι ένα σαλπιγκτήριο κάλεσμα. Η αληθινή τέχνη, συμπεριλαμβανομένης και της επαναστατικής τέχνης, είναι πάντοτε ένα σαλπιγκτήριο κάλεσμα και μια πρόκληση.
Από τη σκοπιά αυτή θα έπρεπε να καθιερωθεί μια ιεραρχία των τεχνών. Η λογοτεχνία, που διαβάζεται, έχει ισχυρότερη επίδραση από εκείνη της σιωπηλής γλυπτικής ή των ζωγραφικών έργων που βρίσκονται σε μια πινακοθήκη˙ και το θέατρο, που συνδυάζει θέαμα και ακρόαμα και δονεί με δραματική ένταση, είναι μεγαλύτερη πρόκληση. Ο λόγος πάνω στη σκηνή μπορεί να έχει τις συνέπειες που έχει και ο λόγος μπροστά σε μια λαϊκή συγκέντρωση. Ο Λένιν τοποθετούσε τον κινηματογράφο στην υψηλότερη θέση από την άποψη της επίδρασης. Όμως για τον ελεύθερο χρόνο, στη διάρκεια της ανάπαυσης από την εργασία, θα μπορούσε να υπάρξει μια διαφορετική ιεραρχία, και η φύση της τέχνης ως πρόκληση θα μπορούσε να επανατοποθετηθεί λειτουργικά.
Τo Περιμένοντας τον Γκοντό δείχνει τον μεγάλο κίνδυνο της εποχής μας, τον μηδενισμό, ο οποίος μόνο προσωρινά καλύπτεται από τον επαναστατικό ενθουσιασμό. Ο μηδενισμός είναι αναπόφευκτος όταν ολόκληρη η ανθρωπότητα επιτυγχάνει υπερβολικά ελεύθερο χρόνο χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία με αποτέλεσμα να προκαλείται ανία. Το να υποδεικνύουμε τον κίνδυνο αυτόν δεν είναι «παρακμή» αλλά αντίθετα είναι τόσο σημαντικό όσο και το να φωτίζουμε τον δρόμο πού οδηγεί στις κορυφές του σοσιαλισμού. Υπάρχουν μόνο κορυφές; Στον δρόμο για τον σοσιαλισμό υπάρχουν ασυνέχειες και πρέπει κανείς να είναι προετοιμασμένος να τις συναντήσει.

27 Νοεμβρίου 2015

Τα δεσμά της ελευθερίας [Νίκος Καρούζος]


Τα δεσμά της ελευθερίας. 

Κατακίτρινος άγγελος, εκτυφλωτικά πορτοκάλια, χρησιμότητα των κορυφογραμμών- η ποίηση. Και ύψιστο σκουλήκι- ο ποιητής.

Είπε κάποτε το αηδόνι: "Θα γίνω πίθηκος". Κ' έγινε. Είπε κάποτε ο πίθηκος: "Θα γίνω αηδόνι". Και δεν έγινε, γιατί το κλαδί έσπασε απ' τα πολλά του χοροπηδήματα.
Ο ποιητής είναι σαλός. Ο ποιηματογράφος είναι σάλος. Ο πρώτος είναι θέαμα της θεότητας. Ο δεύτερος είναι θεατής της θεότητας.

Ο ποιητής έχει στα μάτια του το αρχέτυπο και ξέρει πως η φύση δεν οργίζεται πραγματικά ούτε με την όποια καταιγίδα. Ο ποιηματογράφος έχει στα μάτια του το εγώ του και παίρνει στα σοβαρά τα δάκρυά του. Φυσικό να φοβάται, λοιπόν, το βρυχηθμό των ερωτημάτων, την ίδια στιγμή που ο ποιητής ποιμαίνει τα ερωτήματα, με την απόκριση που είναι ο ίδιος.

Ο ποιητής ολάκερος μπαίνει στα προβλήματα, ο ποιηματογράφος περνά πλάι απ' τα προβλήματα. Γι' αυτό διατυπώθηκε μια μέρα ο καημός: "Έχετε την ιδέα πως να κάνετε ποίηση, όταν το αίμα σας είναι καλά σιγουρεμένο στις φλέβες;"...
Ο ποιητής έχει πάντα μες στην ψυχή του την ευλάβεια, ενώ οι ευλαβείς δεν έχουν πάντα μες στην ψυχή τους την ποίηση.

Ο ποιηματογράφος ενδιαφέρεται για τη διάρκεια στη χρονική προέκταση. Ο ποιητής είναι διαρκής χωρίς την παραμικρή χρονική προέκταση. Ο ένας βλέπει τον ήλιο και νιώθει τη ζέστη. Ο άλλος βλέπει τον ήλιο και νιώθει το φως.

Ο ποιηματογράφος ακούει ελευθερία κι αφήνει τα νύχια του να μεγαλώνουν. Ο ποιητής, αποκαλύπτοντας μέσα του την ελευθερία, κατορθώνει τα δεσμά της.
Ο ποιητής έχει όλα του ποιηματογράφου. Ο ποιηματογράφος δεν έχει τίποτα του ποιητή.

26 Νοεμβρίου 2015

Η Εισαγωγή του μεταφραστή (του Στέφανου Ροζάνη) στο βιβλίο ‘Ουτοπία και Επανάσταση’ [Ernst Bloch, εκδόσεις Έρασμος]




















Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Καρλ Μανχάιμ: «Μια κατάσταση πνεύματος είναι ουτοπική όταν είναι ασυμβίβαστη με την κατάσταση της πραγματικότητας μέσα στην οποία τοποθετείται. Αύτη η ασυμφωνία είναι πάντοτε καταφανής από το γεγονός ότι μια τέτοια κατάσταση πνεύματος στην εμπειρία, στη σκέψη και στην πρακτική προσανατολίζεται προς αντικείμενα τα όποια δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Οπωσδήποτε, δεν πρέπει να θεωρούμε ως ουτοπική κάθε κατάσταση πνεύματος η οποία είναι ασυμβίβαστη ή υπερβαίνει τα άμεσα δεδομένα (και με την έννοια αυτή «αναχωρεί από την πραγματικότητα»). Θα αναφέρουμε ως ουτοπικούς μόνον εκείνους τους προσανατολισμούς που υπερβαίνουν την πραγματικότητα, οι όποιοι όταν διαπερνούν τη συμπεριφορά τείνουν να συντρίψουν είτε εν μέρει είτε εν όλω την επικρατούσα κατά την εποχή τους τάξη πραγμάτων» (Karl Mannheim, Ideology and Utopia, Routledge 1966, σ. 173).

Ο ορισμός αυτός είναι πολλαπλά σημαντικός: όχι μόνον αποκαλύπτει τον θεμελιώδη πυρήνα της ουτοπικής σύλληψης του κόσμου, δηλαδή τον ανατρεπτικό της χαρακτήρα, αλλά συγχρόνως αποσυνδέει το ουτοπικό πνεύμα από την αντιφατικότητα με την οποία ο παραδοσιακός μαρξισμός το αντιμετώπισε. Η στάση που ο μαρξισμός υιοθέτησε απέναντι στην Ουτοπία είναι ασφαλώς απορριπτική στο σύνολο της. Όπως σημειώνει Ο Maynard Solomon: «Ο μαρξισμός ισχυρίσθηκε πως έχει προχωρήσει από την Ουτοπία στην επιστήμη, πως έχει εξορθολογίσει τα αλόγα στοιχεία όλων των προηγούμενων συστημάτων. Στη συνέχεια, η ουτοπική σκέψη απορρίφθηκε ως αντιεπιστημονική, φανταστική και αντιδραστική» (Maynard Solomon: «Marx and Bloch-Reflections on Utopia and Art», περιοδικό Telos, τεϋχος 13, Φθινόπωρο 1972, σ. 68).

Η απόρριψη αυτή συνιστά τον κεντρικό άξονα της κριτικής του Ένγκελς. Παρ’ όλο που ο Ένγκελς αναγνωρίζει στους ουτοπικούς σοσιαλιστές «τα σπέρματα των μεγαλοφυϊών που κρύβονται κάτω από τις χίμαιρες» τους, δεν παύει να θεωρεί τις ουτοπικές τους διαθέσεις ως τίποτε περισσότερο από απλές χίμαιρες και φαντασμαγορίες που ανήκουν αμετάκλητα στον χώρο του φανταστικού: «Ωστόσο τα καινούργια αυτά κοινωνικά συστήματα ήταν καταδικασμένα να παραμείνουν ουτοπίες. Κι όσο περισσότερο τα επεξεργάζονταν στις λεπτομέρειές τους τόσο αναγκαστικά αυτά αποσύρονταν μέσα στην καθαρή φαντασία» (Φρειδερίκου Ένγκελς, Ουτοπικός και επιστημονικός σοσιαλισμός, εκδόσεις Α. Ματαράγκας, Αθήνα 1945, σ. 11. Στο απόσπασμα που παρατίθεται ακολουθώ την αγγλική έκδοση).

Από την άλλη μεριά, είναι βέβαιο ότι η σκέψη του Μαρξ επηρεάστηκε σημαντικά από τους ουτοπιστές (Leszek Kolakowski: Main Currents of Marxism, τόμος 1, μτφρ. P.S. Falla, Oxford University Press, σ. 323). Πιστεύοντας ο Μαρξ, μαζί με ολόκληρο τον δέκατο ένατο αιώνα, στην προτεραιότητα και στην ακατάβλητη δύναμη της Φαντασίας ως πρωταρχικού διαμορφωτικού στοιχείου της ανθρώπινης εσωτερικότητας, αλλά και της ανθρώπινης πράξης, ήταν φυσικό μέσα από την Ουτοπία να διαβλέπει τη δημιουργική υπεροχή του Φανταστικού στο όνειρο και στην ελπίδα του ανθρώπου για έναν καινούργιο κόσμο: «στις ουτοπίες ενός Φουριέ, ενός Όουεν κλπ υπάρχει η πρόβλεψη και η φαντασιακή έκφραση ενός καινούργιου κόσμου» (Από γράμμα του Μαρξ στον Κούγκελμαν, με ημερομηνία 9 Οκτωβρίου 1866. Αναφέρεται από τον Maynard Solomon, ο.π., β. 69). Παράλληλα όμως ο Μαρξ απέρριπτε τα ουτοπικά συστήματα ως αποπροσανατολιστικά ιδεώδη που παρά την κριτικότητά τους κατέληγαν σε αντιδραστικές αιρέσεις μέσα στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα, το όποιο οραματιζόταν ως έκφραση της αυτεπίγνωσης του προλεταριάτου και της συνειδητής του επιλογής να ανατρέψει την κρατούσα κατάσταση πραγμάτων μέσα από την επαναστατική πράξη. για τον Μαρξ, «ο ουτοπικός σοσιαλισμός ή κομμουνισμός όπως τον διακήρυξαν οι Σαίν-Σιμόν, Όουεν και Φουριέ, ενώ έχει επίγνωση της πάλης των τάξεων και της καταπίεσης του προλεταριάτου, αποτυγχάνει να συλλάβει τον ιστορικό ρόλο-κλειδί που διαδραματίζει το προλεταριάτο, και το μεταβάλλει σε ένα παθητικό αντικείμενο μεταρρυθμιστικών σχεδίων. Οι θεωρητικοί αυτοί απορρίπτουν την προοπτική της επανάστασης και συγκεντρώνουν το βλέμμα τους πάνω στις προνομιούχες τάξεις. Έπαιξαν έναν χρήσιμο ρόλο στην κριτική της αστικής κοινωνίας και στη συνηγορία των μεταρρυθμίσεων, αλλά, επιχειρώντας να ανυψωθούν πάνω από την πραγματική πάλη των τάξεων, οι διάδοχοι τους στις επόμενες γενεές μετεστράφησαν προς αντιδραστικές αιρέσεις των οποίων ο στόχος είναι να εξαφανίσουν τούς ταξικούς ανταγωνισμούς και να εμποδίσουν την ανεξάρτητη πολιτική δράση του προλεταριάτου (Leszek Kolakowski: ο.π., σ. 231). Mε την έννοια αύτη, η κριτική του Μαρξ δεν στρέφεται πλέον προς την ουσία της Ουτοπίας ως φαντασιακής έκφρασης του νέου κόσμου, αλλά προς την πολιτική της διάσταση την οποία θεωρεί ως εγχείρημα συμβιβασμού των ταξικών ανταγωνισμών και κατά συνέπεια ως ισοπεδωτικό ιδεώδες αντιδραστικού συντηρητισμού: «Εξακολουθούν να ονειρεύονται την πειραματική υλοποίηση των κοινωνικών τους Ουτοπιών, την ίδρυση απομονωμένων φαλανστηρίων, την εγκαθίδρυση «αποικιών στο εσωτερικό», την οργάνωση μιας «Μικρής Ικαρίας» —μικροσκοπικές εκδόσεις της Νέας Ιερουσαλήμ— και για να στήσουν όλα αυτά τα κάστρα στον αέρα, είναι αναγκασμένοι να κάνουν έκκληση στα συναισθήματα και στα βαλάντια της αστικής τάξης. Σιγά-σιγά βυθίζονται στην κατηγορία των αντιδραστικών συντηρητικών σοσιαλιστών» (Karl Marx-Friedrich Engels: «Manifesto of the Communist Party», εις Selected Works, τόμος I, Μόσχα 1962, σ. 63).

Σε αντίθεση προς την αμφιθυμία του μαρξισμού, ο Μανχάιμ αποκαθιστά μια διαλεκτική σχέση μεταξύ Ουτοπίας και πραγματικότητος, μια σχέση κατά την οποία ο προσανατολισμός της σκέψης και της πράξης προς αντικείμενα που υπερβαίνουν τη συγκεκριμένη πραγματικότητα οδηγεί συγχρόνως στη δημιουργία ενός συνόλου θεωρίας και πρακτικής, το όποιο εισερχόμενο στο πεδίο της ανθρώπινης συμπεριφοράς συντρίβει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, την αποτρέπει και μεταστοιχειώνει το μη υπάρχον σε ενεργό στοιχείο μιας νέας πραγματικότητος. Από την άποψη αυτή, λέγει ο Μανχάιμ, η Ουτοπία διακρίνεται από την ιδεολογία ακριβώς εξαιτίας του ανατρεπτικού της περιεχομένου, αν και η διάκριση αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολη. Διότι οι ιδεολογίες δεν είναι παρά «οι καταστασιακά υπερβατικές ιδέες οι όποιες ποτέ δεν επιτυγχάνουν de facto στην πραγματοποίηση των προβαλλόμενων περιεχομένων τους. Αν και συχνά γίνονται καλής προαιρέσεως κίνητρα για την υποκειμενική συμπεριφορά του άτομου, όταν ενεργά ενσωματώνονται στην πρακτική οι έννοιές τους κατά κανόνα διαστρέφονται» (Karl Mannheim: ο.π., σ. 175). Έτσι, οι ιδεολογίες παραμένοντας μέσα στο δεδομένο ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον, εμποδίζουν το άτομο να έχει επίγνωση του αντιθετικού χαρακτήρα των ιδεών του προς την πραγματικότητα, επικαλύπτουν και αποκρύβουν την επίγνωση αύτη και τέλος εκπίπτουν σε σκόπιμα ψεύδη, σε «ψευδείς συνειδήσεις» σύμφωνα με τη μαρξιστική έκφραση. Αντίθετα, «οι Ουτοπίες υπερβαίνουν την κοινωνική κατάσταση, διότι προσανατολίζουν τη συμπεριφορά προς στοιχεία τα όποια η κατάσταση, στον βαθμό που έχει πραγματωθεί στον συγκεκριμένο χρόνο, δεν εμπεριέχει. Όμως δεν είναι ιδεολογίες στο μέτρο και στον βαθμό που επιτυγχάνουν μέσω της αντιθετικής δραστηριότητος να μετασχηματίζουν την υπάρχουσα ιστορική πραγματικότητα σε μια καινούργια πραγματικότητα σύμφωνη με τις δικές τους συλλήψεις» (Karl Mannheim: ο.π., σ. 176).

Με τον Ερνστ Μπλοχ, η ουτοπική σύλληψη του κόσμου μεταβάλλεται σε αρχετυπική συνείδηση του άτομου, σε οντολογία της πιθανότητος που υπολανθάνει μέσα στο εγώ και του επιτρέπει, μέσω της ενεργού δράσεως, να καταστεί αυτό που ακόμη δεν είναι, να καταστεί δηλαδή η εκπλήρωση του πραγματικού του Είναι. Το άτομο αποκαλύπτει τον εαυτό του μέσα από τη μη εμπειρική πραγματικότητα, μέσα από τη δράση του που κατευθύνεται προς το μέλλον, μέσα από την ισχύ της φαντασιακής προβολής αυτού που ακόμη δεν είναι, αλλά που μπορεί να είναι και που συνιστά το όραμα της νέας πραγματικότητος η οποία θα γεννηθεί.

Η ουτοπική συνείδηση υπερβαίνει τη δεδομένη πραγματικότητα και την ανατρέπει μέσω μιας βασικής πιθανότητος που περιέχεται εν δυνάμει στην ανθρώπινη οντότητα: το άτομο είναι η θεμελιώδης μονάδα που υποστασιώνει το όραμα της ουτοπικής του ενέργειας. «Εμείς οι ίδιοι έχουμε κληθεί, εμείς οι ίδιοι δεν γνωρίζουμε ακόμη αυτήν την αλήθεια και την τελειότητα αυτήν που γεννάται μέσα μας και μέσα στον κόσμο εν εξελίξει. Είμαστε ακόμη μέσα σε μια παραβολή του εαυτού μας, «μέσα στην ωχρή προσποίηση», μέσα στα σκότη του στιγμιαίως ζην» (Francesco Copellotti: «Ernst Bloch- II Terzo Evangelo e il suo Regno», στο βιβλίο του Ernst Bloch: Ateismo nel Cristianesimo, Fel-trinelli Editore, Μιλάνο, σ. 808). Είναι κατά συνέπεια αυτός ο στόχος της φιλοσοφίας: να αποκαλύψει στο άτομο την ουτοπική του διάσταση, να άπελευθερώσει την πιθανότητα που κρύβεται εντός του και να το ενεργοποιήσει προς την πράξη η όποια κατατείνει στο μέλλον, υπερβαίνοντας την εμπειρική πραγματικότητα, υπερβαίνοντας το υπαρκτό εν ονόματι αυτού που ακόμη δεν υπάρχει. Έτσι, η φιλοσοφία, γίνεται οντολογία του μη-είναι-ακόμη (Noch - Nicht - Sein).

Η ουτοπική σύλληψη του Μπλοχ τείνει προς μία καθολική σύνθεση του κόσμου, προς ένα προφητικό όραμα του μέλλοντος που συντρίβει τα δεσμά του παρόντος και καθοδηγεί το παρόν στην αυτεπίγνωση της ανατρεπτικής του ουσίας, η οποία είναι η αυτεπίγνωση της συνείδησης ότι μπορεί να γίνει αυτό που επιθυμεί να είναι και που ως πιθανότητα το πραγματώνει πέρα από και ενάντια στην εμπειρική πραγματικότητα. Ο ουτοπικός κόσμος του μη-είναι-ακόμη στηρίζεται επάνω στη φαντασιακή διάσταση που τον αποκαλύπτει ως εκπλήρωση, ως τελειότητα ως έσχατον (Ultimum) το όποιο αναδύεται μέσω των πράξεων που κατατείνουν προς το μέλλον: «τέτοιες πράξεις, των όποιων η "ελπίδα" αποτελεί την πλέον γενικευμένη περιγραφή, είναι τόσο γνωστικές όσο και συναισθηματικές, αλλά είναι επίσης η ενεργός δημιουργία μιας ελπιζόμενης πραγματικότητος, μιας κίνησης του σύμπαντος προς την κατεύθυνση της εντελέχειάς του» (Leszek Kolakowski: δ.π., τόμος 3, σ. 421).

Κατά τον Μπλοχ, η αλήθεια αυτής της εντελέχειας του σύμπαντος βρίσκεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος ως αρχετυπική υπόσταση είναι ένα ουτοπικό υποκείμενο. Είναι δηλαδή το σύνολο των μη πραγματωμένων ακόμη δυνατοτήτων του, αλλά και η πιθανότητα της αφύπνησής του μέσα από την εμπειρική πραγματικότητα και καθ’ υπέρβασή της. Αλλά η ανάδυση στο φως της επίγνωσης των υπολανθανουσών πιθανοτήτων του μη-είναι-ακόμη δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς την ανθρώπινη δραστηριότητα: «Οι ψυχές μας περιέχουν στρώματα του μη-συνειδητού-ακόμη, του κρυμμένου μας μέλλοντος ολοκλήρου του όντος˙ δεν είμαστε ακόμη αυτό που πραγματικά και ουσιωδώς είμαστε, και το ίδιο το σύμπαν δεν έχει ακόμη φθάσει στην ουσία του και το κάλεσμα του. Αυτό που είναι η ουσία και το πεπρωμένο του σύμπαντος δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί από την εμπειρική παρατήρηση και τους επιστημονικούς κανόνες, όμως η φαντασία μας είναι ικανή να περικλείει τον κόσμο όπως μπορεί να είναι, αν και ακόμη δεν είναι» (Leszek Kolakowski: ο.π., τόμος 3, σ. 423).

Το προφητικό ύφος και η απολαυστική φύση της ουτοπικής ενόρασης του Μπλοχ δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά μόνο μέσω της βιβλικής τους καταγωγής και επιπλέον ενός οράματος που συμπλέκει την ταλμουδική σύλληψη του κόσμου με νεοπλατωνικές και εγελιανές κατηγορίες. Ιδιαίτερα η σύλληψη της μη - εμπειρικής πραγματικότητος επάνω στην όποια εδράζεται το έργο του Μπλοχ, αποτελεί τυπική έκφραση των νεοπλατωνικών και εγελιανών αυτών κατηγοριών (Leszek Kolakowski: ο.π., τόμος 3, σ. 433). Έτσι, μέσα στην οντολογία του μη-είναι-ακόμη η καββαλιστική ενσωμάτωση της νέας ψυχής σε μια ψυχή που διέρχεται το στάδιο της παρούσας ζωής της (ib-bur) βρίσκεται σε έναν μόνιμο διάλογο με την πλατωνική σύλληψη της αναμνήσεως και την αριστοτελική έννοια της εντελέχειας, ενώ παράλληλα ο διάλογος αυτός διαμορφώνεται μέσα από τη γλώσσα της μυστικής του Μάιστερ Έκκαρτ και του Ιάκωβου Μπαίμε, καθώς και της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας.

Κατά τον Μπλοχ, το ίδιο το σύμπαν λειτουργεί και δρα ως ένα σύνολο σημάτων, αλληγοριών και συμβόλων μέσα από τα όποια η πιθανότητα του μη-είναι-ακόμη μιλά την άμεση γλώσσα της, τη γλώσσα που συνθέτει την Ουτοπία των υπολανθανόντων στοιχείων που είναι κρυμμένα και όμως παρόντα. Και είναι με αυτήν ακριβώς τη γλώσσα των σημείων και των συμβολικών μορφών που η τέχνη, λειτουργώντας πάντοτε και διαχρονικά ως ένα έσχατο όριο, κατ’ εξοχήν αποκαλύπτει την ουτοπική διάσταση του σύμπαντος και του ατόμου σε μία ενιαία και καθολική σύνθεση. Έτσι, η τέχνη είναι διαρκώς ένα κάλεσμα του ανθρώπου και μια πρόκληση που τον παρασύρει στην αυτεπίγνωση της πιθανότητός του να μεταλλάξει το μη υπάρχον, το κρυμμένο σήμα, σε ελπίδα και όραμα του μέλλοντος. Είναι εμφανές ότι εφόσον η σύλληψη του μη-είναι-ακόμη αναδύεται μόνο μέσω της ανθρώπινης δράσης, υπερβαίνοντας την εμπειρική πραγματικότητα, προϋποθέτει τον ανατρεπτικό της χαρακτήρα, προϋποθέτει δηλαδή το βασίλειο της Ελευθερίας και το όραμα του καινούργιου κόσμου, ο όποιος γεννιέται ως τόπος ουτοπικής φαντασιακής προβολής της ανθρώπινης ελπίδας: «Το όχι - ακόμη είναι επίσης το εδώ - και - τώρα: παρεισδύει μέσα στο παρόν ως επαναστατική συνείδηση, ως η υποθετική νίκη μιας μοναδικής επαναστατικής στιγμής» (Maynard Solomon: ο.π., σ. 84). Αυτή η θεμελιώδης σχέση του μη-είναι-σκόμη με το παρόν και την επαναστατική μεταστοιχείωση της κρατούσας τάξης πραγμάτων, προσεγγίζει το ουτοπικό πνεύμα του Ερνστ Μπλοχ σε μιαν επαναστατική γλώσσα, της οποίας έκφραση αποτελεί η μαρξιστική αντίληψη του κόσμου. Ωστόσο, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ενορατική ουσία της σύλληψης του Μπλοχ απορρέει από κάποια μαρξική θεώρηση. Βέβαια, η γλώσσα του Μπλοχ θέλει να ενσωματώσει, και ως έναν βαθμό το επιτυγχάνει, το μαρξικό ιδεώδες της επαναστατικής αυτεπίγνωσης, του κριτικού και επαναστατικού στοιχείου της ανθρώπινης δραστηριότητος μέσα από το όποιο αναδύεται το όραμα της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας. Άλλωστε, ο ίδιος ο Μπλοχ αποκαλεί την ουτοπική του σύλληψη «συγκεκριμένη Ουτοπία», θέλοντας με τη σειρά του να την αντιδιαστείλει προς την αφηρημένη Ουτοπία, τις πολιτικές διαστάσεις της οποίας καταπολεμούσε ο Μαρξ ως φανταστικές και αντιδραστικές. Παρ’ όλα αυτά όμως, ο μαρξισμός παραμένει για την οντολογία του Μη-Είναι-Ακόμη ένα εξωτερικό περίβλημα, ένας επιπρόσθετος χώρος ο όποιος επικάθεται επάνω στη γλώσσα του Μπλοχ ως μια «ξεχωριστή πολιτική ιδεολογία» (Leszek Kolakowski: ο.π., τόμος 3, σ. 423).

Η οντολογία του μη-είναι-ακόμη, η βιβλική κοσμογονία που το ουτοπικό πνεύμα του Ερνστ Μπλοχ ευαγγελίζεται μέσα από την ελπίδα της μη - εμπειρικής πραγματικότητας διατηρεί ακέραια την αυτόνομή της έκφραση, το αποκαλυπτικό της ύφος, και ίσως ένα όραμα μεσσιανικό που όσο και αν επιχειρεί την ταύτισή του με το μαρξικό ιδεώδες, μόνον αποσπάσματα (ενδεχομένως τα πιο πολύτιμα) της μαρξικής γλώσσας είναι δυνατόν να συντηρήσει.

[ΟΥΤΟΠΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Το κείμενο των συζητήσεων που ακολουθεί δημοσιεύθηκε από τον Μ. Λάντμαν στο τεύχος 25 του περιοδικού Telos, το φθινόπωρο του 1975. Οι συζητήσεις έγιναν στο νησί Κορτσιούλα στις ακτές της Δαλματίας, και οργανώθηκαν από τους έκδοτες του περιοδικού Praxis. Οι συζητήσεις πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα από 14 μέχρι 24 Αυγούστου 1968, προκειμένου να τιμηθεί η 150η επέτειος από τη γέννηση του Μαρξ. Θέμα του καλοκαιρινού αυτού σεμιναρίου ήταν: «Ο Μαρξ και η Επανάσταση». Το κείμενο των συζητήσεων που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Telos μεταφράστηκε από τα γερμανικά από τον David Parent.
Θέλοντας να κρατήσουμε τη συνοχή του κειμένου των συζητήσεων, παραλείψαμε ορισμένα περιγραφικά μέρη του Λάντμαν, καθώς και βιογραφικές αναφορές του Ερνστ Μπλοχ. Επίσης, δεν περιλάβαμε τέσσερις βιβλιογραφικές αναφορές, οι όποιες δεν προσθέτουν τίποτε σε ένα ζωντανό κείμενο συζητήσεων. Πιστεύουμε ότι το κείμενο των συζητήσεων παρουσιάζεται έτσι με μια ενιαία μορφή, αν και ο προφορικός χαρακτήρας του το εξαναγκάζει πολλές φορές σε άλματα και θεματικές μεταπτώσεις.]

25 Νοεμβρίου 2015

Από το έργο ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ του Walter Benjamin [μετ. Στέφανος Ροζάνης]


























[...]
Ο Μαξ Μπροντ έχει πει: «Ο κόσμος των πραγματικοτήτων εκείνων που του ήταν σημαντικές ήταν αόρατος». Αυτό που ο Κάφκα θα μπορούσε λιγότερο από κάθε άλλο να δει ήταν το gestus. Κάθε χειρονομία αποτελεί καθ’ εαυτήν ένα γεγονός -ένα δράμα θα μπορούσε κανείς να πει. Η σκηνή πάνω στην οποία παίζεται αυτό το δράμα είναι το Θέατρο του Κόσμου το όποιο ανοίγεται προς τον ουρανό. Από την άλλη μεριά, αυτός ο ουρανός είναι μόνο το υπόβαθρο˙ το να τον εξερευνήσει κανείς σύμφωνα με τους δικούς του νόμους θα ήταν σαν να κορνιζάρει το ζωγραφισμένο σκηνικό μιας θεατρικής σκηνής και να το κρέμα στον τοίχο μιας γκαλερί. Όπως ο Ελ Γκρέκο, ο Κάφκα ξεσκίζει ορθάνοιχτο τον ουρανό πίσω από κάθε χειρονομία˙ αλλά όπως συμβαίνει και στον Γκρέκο -που υπήρξε ο προστάτης άγιος των Εξπρεσιονιστών- η χειρονομία παραμένει το αποφασιστικό θέμα, το κέντρο του γεγονότος. Οι άνθρωποι που έχουν αναλάβει την ευθύνη να χτυπήσουν την πύλη του πύργου περπατούν πλάι-πλάι από φόβο. Ένας Κινέζος ηθοποιός έτσι απεικόνιζε τον τρόμο, όμως κανείς δεν θα ‘κανε την αρχή. Σε κάποιο άλλο σημείο ο ίδιος ο Κ. παίζει λιγάκι θέατρο. Χωρίς να το καταλαβαίνει εντελώς, «αργά [...] με τα μάτια του να μην κοιτάζουν κάτω αλλά προσεκτικά να ατενίζουν προς τα πάνω, πήρε ένα χαρτί απ’ το γραφείο, το τοποθέτησε στην παλάμη του χεριού του και σιγά-σιγά το σήκωσε μέχρι πού να φτάσει τούς κυρίους, ενώ την ίδια στιγμή σηκωνόταν κι αυτός. Δεν είχε τίποτε συγκεκριμένο στο μυαλό του, όμως άρπαξε μονάχα με το αίσθημα ότι αυτό ήταν που θα έπρεπε να κάνει μιας και είχε συμπληρώσει την μεγάλη αίτηση που θα τον δικαίωνε πλήρως». Αυτή η ζωώδης χειρονομία συνδυάζει το ανώτατο σημείο του μυστηρίου με την ανώτατη απλότητα. Είναι δυνατό να διαβάζει κανείς για αρκετό καιρό τις ιστορίες ζώων του Κάφκα χωρίς να καταλαβαίνει ότι δεν αφορούν καθόλου ανθρώπινα όντα. Όταν κανείς αναλογισθεί το όνομα του ζώου -πίθηκος, σκυλί, τυφλοπόντικας-, κοιτάζει με τρόμο και αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται ήδη πολύ μακριά από την περιοχή του ανθρώπου. Όμως είναι πάντα ο Κάφκα˙ αυτός αποσπά την ανθρώπινη χειρονομία από τα παραδοσιακά της στηρίγματα κι έτσι έχει ένα θέμα για να το συλλογίζεται ατέλειωτα.

Αρκετά παράδοξα, αυτές οι σκέψεις δεν έχουν τέλος ακόμη κι όταν η αφετηρία τους είναι ένας από τούς φιλοσοφικούς μύθους του Κάφκα. Ας πάρουμε για παράδειγμα, την παραβολή «Μπροστά στον Νόμο». Ο αναγνώστης που τη διαβάζει στο «Ένας γιατρός του χωριού» πιθανόν να ξαφνιάζεται από τον νεφελώδη συμβολισμό της. Ωστόσο θα έφτανε άραγε στην ατέλειωτη σειρά των συλλογισμών που γίνονται αισθητοί σ’ αυτή την παραβολή στο μέρος εκείνο όπου ο Κάφκα αναλαμβάνει να την ερμηνεύσει; Αυτό γίνεται, από τον Ιερέα στη Δίκη και σε μια τέτοια σημαντική στιγμή όπου φαίνεται σαν το μυθιστόρημα να μην ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ξεδίπλωμα της παραβολής. Η λέξη «ξεδίπλωμα» έχει διττή έννοια. Ένα μπουμπούκι ξεδιπλώνεται σε άνθος, όμως το καραβάκι που μαθαίνει κανείς τα παιδιά να φτιάχνουν διπλώνοντας ένα χαρτί, ξεδιπλώνεται και γίνεται επίπεδο φύλλο χαρτιού. Αυτό το δεύτερο είδος «ξεδιπλώματος» ταιριάζει πραγματικά στην παραβολή˙ είναι ευχαρίστηση του αναγνώστη να τη λειαίνει ώστε να κρατά το νόημά της στην παλάμη του χεριού του. Ωστόσο, οι παραβολές του Κάφκα, ξεδιπλώνονται με την πρώτη έννοια, με τον τρόπο που ένα μπουμπούκι γίνεται άνθος. Αυτός είναι ο λόγος που το αποτέλεσμα τους μοιάζει με ποίηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα αφηγηματικά του κομμάτια ανήκουν πλήρως στην παράδοση των δυτικών αφηγηματικών μορφών˙ έχουν μάλλον μια παρόμοια σχέση προς το δόγμα όπως η Haggadah προς την Halackah (Haggadah: ραβινικός προφορικός σχολιασμός της Παλ. Διαθήκης που μαζί με τη Halackah συνιστούν το ερμηνευτικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το Midrash). Δεν είναι παραβολές, κι επιπλέον δεν επιδέχονται μια ερμηνεία με βάση την επιφανειακή τους αξία˙ μπορεί κανείς να τις τσιτάρει και να τις χρησιμοποιήσει για επεξηγηματικούς σκοπούς. Όμως έχουμε άραγε πράγματι το δόγμα που ερμηνεύουν οι παραβολές του Κάφκα και που επεξηγούν οι στάσεις του Κ. και οι σωματικές κινήσεις των ζώων του; Τέτοιο δόγμα δεν υπάρχει˙ όλο κι όλο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι εδώ κι εκεί έχουμε κάποιον υπαινιγμό δόγματος. Ο Κάφκα θα μπορούσε να πει ότι όλα αυτά είναι λείψανα που μεταδίδουν το δόγμα, αν και θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε το ίδιο καλά σαν πρόδρομους που προετοιμάζουν το δόγμα. Σε οποιαδήποτε περίπτωση πρόκειται για ένα ερώτημα σχετικά με το πως η ζωή και η εργασία οργανώνονται μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Το ερώτημα αυτό όλο και περισσότερο απασχολούσε τον Κάφκα καθώς δεν μπορούσε να το διαπεράσει. Αν ο Ναπολέων, στην περίφημη συζήτηση του με τον Γκαίτε στην Ερφούρτη, Αντικατέστησε την πολιτική μΕ τη μοίρα, ο Κάφκα, παραλλάζοντας την πρόταση αυτή, θα μπορούσε να είχε ορίσει την οργάνωση ως πεπρωμένο. Δεν την αντιμετωπίζει μόνο στην εκτεταμένη ιεραρχία της υπαλληλίας στη Δίκη και στον Πύργο, αλλά ακόμη περισσότερο συγκεκριμένα στα δύσκολα και έξω από κάθε υπολογισμό κατασκευαστικά σχέδια των οποίων το σεβάσμιο μοντέλο περιγράφει στο «Σινικό Τείχος».

Το τείχος έπρεπε να εξασφαλίζει την προστασία για αιώνες˙ κατά συνέπεια, η πλέον ευσυνείδητη φροντίδα στην κατασκευή, η εφαρμογή της αρχιτεκτονικής σοφίας όλων των γνωστών εποχών και λαών, ένα σταθερό συναίσθημα προσωπικής ευθύνης εκ μέρους των κατασκευαστών, ήσαν απαραίτητες προϋποθέσεις για το έργο. Βέβαια, για τις παρακατιανές εργασίες, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ανίδεοι μεροκαματιάρηδες μέσα από τον όχλο, άντρες, γυναίκες και παιδιά, οποιοσδήποτε ήθελε να προσφέρει τις υπηρεσίες του με καλό μεροκάματο˙ όμως για την επίβλεψη χρειάζονταν ένας άνθρωπος ειδικευμένος στις κατασκευές [...] Εμείς -και δω μιλάω εξ ονόματος πολλών— δεν γνωρίζαμε πραγματικά τον εαυτό μας μέχρι που να εξετάσουμε προσεκτικά με κάθε λεπτομέρεια όλα τα διατάγματα της ανώτατης διοίκησης· τότε ανακαλύψαμε ότι χωρίς την ηγεσία ούτε οι θεωρητικές μας γνώσεις ούτε ο κοινός μας νους θα μπορούσαν να επαρκέσουν για το ταπεινό έργο που προσφέραμε στο μεγάλο σύνολο.

Αυτού του είδους η οργάνωση μοιάζει με μοίρα. Ο Μετσνίκοφ που υπογράμμισε το γεγονός αυτό στο περίφημο βιβλίο του «Ο Πολιτισμός και οι Μεγάλοι Ιστορικοί Ποταμοί», χρησιμοποιεί μια γλώσσα που θα μπορούσε να ήταν του Κάφκα.

Τα κανάλια του Γάγγη και τα φράγματα του Κίτρινου Ποταμού, γράφει, είναι κατά πάσα πιθανότητα το αποτέλεσμα της επιδέξιας οργανωμένης συνολικής εργασίας των [...] γενεών. Η μικρότερη απροσεξία στην εκσκαφή μιας τάφρου ή στο αντιτοίχισμα ενός φράγματος, η ελάχιστη αμέλεια ή εγωιστική συμπεριφορά εκ μέρους ενός ατόμου ή μιας ομάδας στη συντήρηση του κοινού υδραυλικού πλούτου γίνεται, κάτω από τέτοιες ασυνήθιστες περιστάσεις, η πηγή κοινωνικών κακών και κοινωνικής δυστυχίας με πολλές επιπτώσεις. Κατά συνέπεια, ένας ζωοποιός ποταμός απαιτεί επί ποινή θανάτου μια στενή και σταθερή αλληλεγγύη ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων που είναι συχνά ξένοι μεταξύ τους ή ακόμη και εχθρικοί˙ καταδικάζει τον καθένα σε μόχθους των όποιων η κοινωφελής χρησιμότητα αποκαλύπτεται μόνο με την πάροδο του χρόνου και των όποιων ο σκοπός αρκετά συχνά παραμένει εντελώς απροσπέλαστος από το συνηθισμένο άτομο.

Ο Κάφκα επιθυμούσε να συναριθμείται ανάμεσα στα συνηθισμένα άτομα. Έσπρωχνε κάθε φορά τον εαυτό του στα όρια της κατανόησης, και ήθελε να σπρώχνει και τους άλλους παρόμοια. Μερικές φορές φαίνεται να πλησιάζει τα λόγια του Μεγάλου Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέβσκι: «Έτσι έχουμε μπροστά μας ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να το συλλάβουμε. Και ακριβώς επειδή είναι μυστήριο είχαμε από πάντα το δικαίωμα να το κηρύξουμε, να διδάξουμε τους ανθρώπους ότι εκείνο που έχει σημασία δεν είναι ούτε η ελευθερία, ούτε η αγάπη, αλλά το αίνιγμα, το μυστικό, το μυστήριο που μπροστά του πρέπει να σκύβουν το κεφάλι - χωρίς σκέψη κι ακόμη ενάντια στη συνείδηση τους». Ο Κάφκα δεν απέφυγε πάντα τους πειρασμούς του μυστικισμού. Υπάρχει μια ημερολογιακή καταγραφή σχετικά με τη συνάντησή του με τον Ρούντολφ Στάινερ˙ στην τυπωμένη της μορφή τουλάχιστον δεν αποκαλύπτει τη στάση του Κάφκα απέναντι του. Απέφυγε άραγε να πάρει θέση; Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε τα γραφτά του δεν αποκλείει μια τέτοια πιθανότητα. Ο Κάφκα είχε μια σπάνια ικανότητα να δημιουργεί για τον εαυτό του παραβολές. Κι όμως οι παραβολές του ποτέ δεν εξαντλούνται απ’ ό,τι είναι ερμηνεύσιμο, αντίθετα, έπαιρνε όλες τις κατανοητές προφυλάξεις ενάντια στην ερμηνεία των κειμένων του. Πρέπει κανείς να βρίσκει τον δρόμο του μέσα απ’ αυτές επιφυλακτικά, προσεκτικά και με πολλές προφυλάξεις. Πρέπει κανείς να έχει κατά νου τον τρόπο με τον οποίο διαβάζει ο Κάφκα, όπως αυτός δείχθηκε στο παράδειγμα της ερμηνείας του στην παραβολή που αναφέραμε πιο πάνω. Η διαθήκη του είναι μια άλλη περίπτωση για διερεύνηση. Δεδομένης της προϊστορίας της, η εντολή με την οποία ο Κάφκα διέταξε την καταστροφή των φιλολογικών καταλοίπων του είναι τόσο ανεξιχνίαστη, ώστε να μπορεί να συγκριθεί με τις απαντήσεις του θυρωρού μπροστά στον Νόμο. Ίσως ο Κάφκα, που η κάθε μέρα του όσο ζούσε τον έφερνε αντιμέτωπο με άλυτα προβλήματα συμπεριφοράς και με ανεξιχνίαστες επαφές, κατά τον θάνατο του να θέλησε να δώσει στους συγχρόνους του μια γεύση απ’ τα δικά τους γιατρικά.

Ο κόσμος του Κάφκα είναι ένα παγκόσμιο θέατρο. Γι’ αυτόν, ο άνθρωπος απ’ το ξεκίνημά του βρίσκεται πάνω στη σκηνή. Η απόδειξη για την πουτίγκα είναι το γεγονός ότι όλοι είναι αποδεκτοί από το Φυσικό Θέατρο της Οκλαχόμα. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την αποδοχή, είναι κάτι που δεν μπορεί να προσδιορισθεί. Το δραματικό ταλέντο, το πλέον προφανές κριτήριο, φαίνεται να μην έχει σημασία. Ωστόσο αυτό μπορεί να εκφραστεί και αλλιώς: όλο κι όλο που αναμένεται από τους υποψήφιους είναι η ικανότητα να παίζουν τους εαυτούς τους. Δεν είναι πια μέσα στην περιοχή της πιθανότητας ότι θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο, οσάκις παρουσιάζεται ανάγκη, όντας αυτό που δηλώνουν πως είναι. Με τους ρόλους τους οι άνθρωποι αυτοί ψάχνουν για μια θέση στο Φυσικό Θέατρο, όπως ακριβώς τα έξι πρόσωπα του Πιραντέλο αναζητούν συγγραφέα. Για όλους αυτούς η θέση αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο, το όποιο δεν αποκλείεται να είναι η σωτηρία τους. Η σωτηρία δεν είναι η επιβράβευση της ύπαρξης, αλλά η τελευταία διέξοδος για κείνον του οποίου ο δρόμος, όπως λέει ο Κάφκα, «είναι μπλοκαρισμένος[...] από το ίδιο του το μέτωπο». Ο νόμος αυτού του θεάτρου περιέχεται σε μια πρόταση από την «Ανακοίνωση σε μια Ακαδημία: «Μιμούμουνα τους ανθρώπους γιατί γύρευα διέξοδο, όχι για κάποιον άλλο λόγο». Πριν να τελειώσει η δίκη του, ο Κ. φαίνεται να κάνει κάποια μίμηση όλων αυτών των πραγμάτων. Ξαφνικά στρέφεται προς τους δυο κυρίους πού φορούν ψηλά καπέλα και οι όποιοι έχουν έρθει γι’ αυτόν και τους ρωτά: «Σε ποιό θέατρο παίζετε; "Θέατρο;" ρώτησε ό ένας, συστρέφοντας τις γωνίες του στόματός του καθώς κοίταζε να πάρει κάποια συμβουλή απ’ τον άλλο, που φερότανε σαν μουγγός που αγωνίζεται να ξεπεράσει μια μόνιμη ανικανότητα». Οι δυο άνθρωποι δεν απαντούν σ’ αυτή την ερώτηση, όμως υπάρχουν πολλά που δείχνουν πως η ερώτηση έχει βρει τον στόχο της.
[...]

24 Νοεμβρίου 2015


Amadeus Arenas - ημερολόγια αποικίας

























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό τριακοστό ένατο βιβλίο της σειράς "εν καινώ", το μυθιστόρημα: "ημερολόγια αποικίας" του Amadeus Arenas.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ.


Στη μακρινή γαλλική αποικία του Βιετνάμ, ο Ναμ Τγιέν Μπάο μαζί με πλήθος χωρικών, ένα πρωί στέκεται μπροστά στο μπαλκόνι του επιτρόπου Φρανσουά Ντεκρουά για να του ανακοινώσει την κίνηση για ανεξαρτησία του λαού του από τον αποικιοκρατικό κλοιό. Ο Φρανσουά Ντεκρουά όταν είναι νέος αναγκάζεται να εγγραφεί σε στρατιωτική σχολή, απ’ όπου τελικά φεύγει μετακομίζοντας στη γενέτειρα της μητέρας του το χωριό Νισλουά, έπειτα από τον χωρισμό των γονιών του. Εκεί γνωρίζει την μικρή Κριστίν με την οποία μεγαλώνουν μαζί. Πηγαίνουν στο Παρίσι να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους και παντρεύονται στο ύψιστο επιστέγασμα του έρωτα τους. Τα χρόνια κυλούν ήρεμα, ο Φρανσουά δουλεύει στο δημαρχείο, ενώ ταυτόχρονα γεννιέται η μικρή τους κόρη Λενόρ. Λίγο πριν τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, η οικογένεια μετατίθεται στην χερσόνησο της Ινδοκίνας. Στα άγνωστα κατακτημένα εδάφη λοιπόν, περίπου τα ίδια χρόνια με τον Φρανσουά Ντεκρουά, γεννιέται ο Ναμ Τγιέν Μπάο. Γιος διδασκάλου, υψηλό για την εποχή αξίωμα, φοιτά στο καλύτερο σχολείο της πρωτεύουσας. Ο Ναμ φυγαδεύεται με πλοίο στη Νέα Υόρκη. Εκεί μένει κάποια χρόνια. Του γεννάται το αίσθημα για την ανεξαρτησία του λαού του και αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί. Σαλπάρει για την Γαλλία όπου εγγράφεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα και δικτυώνεται στον αγώνα. Με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου διώκεται και φυγαδεύεται από τα μέλη του κόμματος στη Ρωσία. Η κατάρρευση του Τσαρικού καθεστώτος τον βρίσκει στη Μόσχα να ζητάει τη βοήθεια των ηγετών της Σοβιετικής Ένωσης για παροχή οπλισμού και στρατιωτικής εκπαίδευσης στον λαό του με σκοπό να εξεγερθούν ενάντια στους Γάλλους. Έπειτα από μία πολύχρονη περιπλάνηση ανά τον κόσμο, καταφέρνει να επιστρέψει στο Βιετνάμ όπου οργανώνει την ένοπλη πάλη ενάντια στους αποικιοκράτες. Εκεί συναντιέται για πρώτη φορά με τον κύριο Ντεκρουά στην επιθανάτια τελετή της πολυαγαπημένης του συζύγου Κριστίν. Μία μακρόχρονη σχέση σφραγίζεται ανάμεσα στους δυο άντρες η οποία συνεχίζεται μέχρι τον θάνατο τους στη γη του Βιετνάμ.

23 Νοεμβρίου 2015

Ο Ζίγκφριντ Σασούν και οι ‘Ονειροπόλοι’ του [Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]























Ο Siegfried Sassoon σε πίνακα του Glyn Warren Philpot του1917 που βρίσκεται στο μουσείο Fitzwilliam.

Ίσως αποτελεί μοναδικό παράδειγμα νοσοκομείου που έμεινε στην ιστορία από τους ποιητές που φιλοξένησε και νοσήλευσε, οι οποίοι αποδείχτηκαν μεγάλες και εμβληματικές μορφές αργότερα και μάλιστα σε συνθήκες δύσκολες όχι μόνο για τη χώρα, αλλά και για την ανθρωπότητα ολάκαιρη. Ο λόγος για το Νοσοκομείο Γκρέγκλοκχαρτ του Εδιμβούργου. Ονόματα όπως των Ζίγκφριντ Σασούν (Siegfried Sassoon) και Γουίλφρεντ Όουεν (Wilfred Owen), έτσι για να αναφέρουμε μερικά, σηματοδοτούν την τοποθεσία, αλλά το σπουδαιότερο μια χαώδη περίοδο για όλους. Εκείνη που άρχισε στο Σεράγεβο, στις 28 Ιουνίου 1914, με τη δολοφονία του διαδόχου του αυστροουγγρικού θρόνου και της συζύγου του και τελείωσε λίγα χρόνια αργότερα αφήνοντας πίσω του αρκετά εκατομμύρια νεκρούς, αλλά για να είμαστε όμως ακριβοδίκαιοι ούτε και το 1918 έλαβε τέλος, αφού έπρεπε να ‘συνεχιστεί’ μετά από είκοσι δύο χρόνια, για να σταματήσει το 1945. Το Γκρέγκλοκχαρτ σήμερα αποτελεί μέρος του Πανεπιστημίου Napier του Εδιμβούργου, γνωστότερο στην περιοχή και ως Πανεπιστημιούπολη Craiglockhart. Το κτήμα στο οποίο βρίσκεται το οίκημα πωλήθηκε το 1773 στον Alexander Monro (1733-1817), από τη γνωστή οικογένεια και καθηγητή Ανατομίας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, και θα παραμείνει στην οικογένεια Monro για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το 1877, η περιουσία πέρασε στην ιδιοκτησία της Εταιρείας Υδροθεραπείας Γκρέγκλοκχαρτ η οποία ξεκίνησε την οικοδόμηση ενός ινστιτούτου σε ιταλικό στυλ και παρέμεινε ως τέτοιο κέντρο μέχρι την έλευση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μεταξύ 1916 και 1919 το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό ψυχιατρικό νοσοκομείο για τη θεραπεία των ψυχικά τραυματισμένων του πολέμου.
Πιθανώς οι πιο γνωστοί ασθενείς του Γκρέγκλοκχαρτ ήταν οι ποιητές Ζίγκφριντ Σασούν (Siegfried Sassoon) και Γουίλφρεντ Όουεν (Wilfred Owen), κάποια ποιήματα των οποίων εμφανίστηκαν στο περιοδικό του νοσοκομείου, ‘The Hydra’. Ο Γουίλφρεντ Όουεν, μάλιστα, ήταν ο εκδότης του περιοδικού κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του. Ο Ζίγκφριντ Σασούν εστάλη στο Γκρέγκλοκχαρτ, ως απάντηση στη ‘Δήλωση του Στρατιώτη’, μια σίγουρα σφοδρή αντιπολεμική επιστολή του. Αργότερα έγραψε για τις εμπειρίες του στο νοσοκομείο στο αυτοβιογραφικό κατά μεγάλο μέρος μυθιστόρημα, την ‘Πρόοδο του Sherston’ (Sherston's Progress). Ο πιο γνωστός από τους γιατρούς που είχαν την ευθύνη του νοσοκομείου, ήταν ο W.H.R. Rivers (1864- 1922), Άγγλος ανθρωπολόγος, νευρολόγος, ψυχίατρος και εθνολόγος, γνωστός για τη δουλειά του στη θεραπεία όλων εκείνων οι οποίοι έπασχαν από νευροψυχιατρικές διαταραχές (shell shock, στην αγγλική γλώσσα), απότοκες του πολέμου. Τον Οκτώβριο του 1916, όπως είπαμε, το Γκρέγκλοκχαρτ, επιτάχθηκε από το βρεττανικό στρατό, ενώ μετά τη λήξη του πολέμου, έγινε μοναστήρι και καθολικό κολέγιο, πριν περάσει στο Κολέγιο Napier και αποτελέσει πλέον μέρος του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.





















Ο Άγγλος ποιητής Ζίγκφριντ Σασούν (Siegfried Sassoon, 1886-1967) με στρατιωτική στολή το 1915.

Διοικητής του νοσοκομείου ήταν ο ταγματάρχης William H. Bryce, με επικεφαλής ιατρικούς συμβούλους τους γιατρούς William Halse Rivers και A. J. Brock. Το θεραπευτικό σύστημα που υιοθετήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τους Rivers και Brock, αντιμετώπιζε τα ψυχικά τραύματα των μαχητών όχι σαν μορφή δειλίας, ούτε τρέλλας, αλλά μάλλον ως αντίδραση φυσιολογικών ατόμων στις έκτακτες και δύστροπες περιστάσεις του πολέμου. Ο Rivers έκανε χρήση της ‘θεραπείας με ομιλία’, ιδιαίτερα με τον Ζίγκφριντ Σασούν. Ο Brock, πάλι, πίστευε στη σημασία της κοινωνικής δραστηριότητας, ενθαρρύνοντας τον Γουίλφρεντ Όουεν για να επιμεληθεί της έκδοσης ενός περιοδικού του νοσοκομείου, το ‘The Hydra’, στο οποίο ο Sassoon δημοσίευσε ένα από τα καλύτερα (αντι) πολεμικά του ποιήματα, τους ‘Ονειροπόλους’ (Dreamers). 















Ασθενείς και προσωπικό του Ινστιτούτου Γκρέγκλοκχαρτ. 

Ο Όουεν είχε ήδη κάνει κάποιες δειλές προσπάθειες σε μάλλον συμβατικό στίχο με συνήθη θέματα, ενώ ο Σασούν είχε ήδη δημοσιευμένο έργο, με παράτολμη κριτική του πολέμου. Έτσι, ο περιορισμός του στο Γκρέγκλοκχαρτ, ήταν ένας βολικός τρόπος να μείνουν στην άκρη οι διαμαρτυρίες του και να φανούν ότι ήταν αποτέλεσμα της νευρικής του κρίσης, γιατί εναλλακτικά, όπως τονίστηκε από τον φίλο του Robert Graves, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Σασούν, εκεί, ενθάρρυνε τον Όουεν να γράψει για τον πόλεμο και τον έπεισε ότι μπορεί να δημιουργηθεί σημαντική ποίηση μέσα από τις δικές του φρικτές εμπειρίες. Η παραγωγή του Όουεν κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Γκρέγκλοκχαρτ, ήταν πολύ γόνιμη, μια ποίηση που χρωμάτισε την αντίληψη του πολέμου, και την άφησε έτσι ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές. Η θεραπεία του εκεί, είχε ως αποτέλεσμα να επιστρέψει σύντομα, τον Νοέμβριο του 1917, στην ενεργό υπηρεσία, αλλά δυστυχώς σκοτώθηκε ένα έτος αργότερα.




















Ο Ζίγκφριντ Σασούν (1886-1967) γεννήθηκε από πλούσια οικογένεια στις 8 Σεπτεμβρίου 1886 στο Κεντ και μέχρι το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου είχε τη ζωή ενός τυπικού Άγγλου αθλητικού τζέντλεμαν. Με την έναρξη του πολέμου, στην ηλικία των εικοσιοκτώ ετών, ο Σασούν στρατολογήθηκε για πρώτη φορά στο Ιππικό. Απέκτησε γρήγορα το όνομα ‘Mad Jack’, για το θάρρος του στο Δυτικό Μέτωπο, ειδικά στις νυχτερινές επιδρομές. Καθώς προχωρούσε ο πόλεμος, όμως, ο Σασούν παρουσίαζε ολοένα και περισσότερο θυμωμένα και περίεργα συναισθήματα σχετικά με τη διεξαγωγή του πολέμου. Ο λόγος που ο Σασούν εστάλη στο Γκρέγκλοκχαρτ, ήταν η σύνταξη μιας επιστολής διαμαρτυρίας στον συνταγματάρχη του, τον Ιούλιο του 1917, όπου δήλωνε την αντίθεσή του στην παράταση του πολέμου, και ανέφερε τα πολιτικά λάθη που ένιωθε ότι οδηγούσαν σε άσκοπη θυσία τις ζωές τόσων στρατιωτών. Ο Σασούν πίστευε ότι ο πόλεμος συνεχίζεται περισσότερο από όσο είναι αναγκαίος, από εκείνους που είχαν την εξουσία και φυσικά τη δύναμη να τον τελειώσουν. Αυτή η αντιπολεμική επιστολή, γνωστή ως ‘Δήλωση του Στρατιώτη’ (Soldiers Declaration), θεωρήθηκε μεταξύ των άλλων και ως πράξη μη πατριωτική. Ωστόσο, ο Σασούν ήταν αναμφίβολα, καλός και θαρραλέος αξιωματικός και στρατιώτης. Την άνοιξη του 1916 κέρδισε το Στρατιωτικό Σταυρό για τη διάσωση, μέσα σε επικίνδυνη πυρκαγιά, ενός δεκανέα που ήταν τραυματισμένος κοντά στις γραμμές του εχθρού. Οι στρατιωτικές αρχές και προϊστάμενοι του Σασούν ήταν απρόθυμοι να τον στείλουν στο στρατοδικείο, αλλά δεν μπορούσαν και να αγνοήσουν παντελώς μια τέτοια επιστολή. Τελικά είδαν αυτή την αντίδραση και διαμαρτυρία του ψύχραιμα, και επέμειναν ότι ίσως πάσχει από νευρικό κλονισμό και άρα δεν μπορούσαν να τον θεωρήσουν εντελώς υπεύθυνο για τις πράξεις του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Σασούν βρέθηκε στο Γκρέγκλοκχαρτ. Ο Σασούν έφτασε εκεί, στις 23 Ιουλίου 1917, περίπου ένα μήνα μετά από τον Γουίλφρεντ Όουεν. Ο ίδιος έκρινε την περιοχή ‘θλιβερό σπηλαιώδες μέρος’, ακόμα και μέσα στον Αύγουστο, και του έδωσε το παρατσούκλι ‘Dottyville’. 

Μολονότι λοιπόν η αρχική του εντύπωση δεν ήταν και πολύ ευνοϊκή, το Γκρέγκλοκχαρτ προσέφερε στον Σασούν ένα περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσε να βρει ανακούφιση από τις πολυποίκιλες ανησυχίες του πολέμου. Περνούσε τις ώρες του με περιπάτους στους γύρω λόφους και παίζοντας γκολφ στα τοπικά γήπεδα. Γενικώς υπήρχε σχετική ελευθερία και λιγότερη πειθαρχία εντός του νοσοκομείου, με αποτέλεσμα να συμπεριφέρονται όλοι κατά το δοκούν. Ο Σασούν, όμως, βρήκε εκεί, ένα φίλο στο πρόσωπο του διακεκριμένου ψυχολόγου W.H.R. Rivers που είχε επιφορτισθεί με τη ‘θεραπεία’ του. Μέσα σε μια εβδομάδα από την άφιξη του, ο Rivers είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Σασούν δεν χρειάζεται να ‘θεραπευτεί’. Παρά την εκτίμησή του, συνέχιζε να βλέπει τον ασθενή τρεις φορές την εβδομάδα. Πεποίθησή του, βεβαίως, ως αξιωματικός του Βασιλικού Ιατρικού Σώματος του Στρατού, ήταν να επιστρέψουν όλοι οι υγιείς άνδρες στο καθήκον τους, αλλά ο χρόνος που πέρασε με τον Σασούν άλλαξε και τις δικές του πεποιθήσεις σχετικά με τον πόλεμο. Ο Σασούν και ο Rivers, επρόκειτο να γίνουν πολύ καλοί φίλοι και παρέμειναν έτσι μέχρι το θάνατο του Rivers, το 1922. 
 Δύο εβδομάδες μετά την άφιξη του Ζίγκφριντ Σασούν (1886-1967), ο Γουίλφρεντ Όουεν (1893 – 1918) βρήκε αρκετό θάρρος για να γνωριστεί με τον παλαιότερο ποιητή, παρά το γεγονός ότι δεν είχε πει αρχικά στον Σασούν ότι κι αυτός ήταν ποιητής. Μετά την ανακάλυψη ότι ο νέος φίλος του έγραφε ποίηση, ο Σασούν τον ενθάρρυνε στη γραφή και τον σύστησε σε μερικούς λογοτεχνικούς φίλους του οι οποίοι τον βοήθησαν να δημοσιοποιήσει το έργο του. Ο Σασούν ήταν μιας μορφής πνευματικό ερέθισμα για τον Όουεν που τον ωθούσε να τελειοποιήσει τη τέχνη και τεχνική του. Οι ποιητές βρέθηκαν μαζί στο Γκρέγκλοκχαρτ για δυόμισι μόνο μήνες και βλεπόντουσαν σχεδόν κάθε μέρα. Παρά το γεγονός ότι ο νεαρός Όουεν έβλεπε με πολύ δέος τον παλαιότερο ποιητή, η σχέση τους δεν ήταν μονόπλευρη. Ο Σασούν στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στα τεράστια αποθέματα ηρεμίας και συμπάθειας του Όουεν. Ο χρόνος που πέρασαν εκεί μαζί, οδήγησε όχι μόνο στη δημιουργία μερικών από τα πιο γνωστά ποιήματα του Μεγάλου Πολέμου, αλλά οδήγησε τον Σασούν να πάρει την απόφαση να επιστρέψει στην πολεμική δράση. Έτσι φεύγοντας από το Γκρέγκλοκχαρτ ξαναπήγε για ένα διάστημα στην Παλαιστίνη πριν επιστρέψει στο πρώην τάγμα του στη Γαλλία, όπου τραυματίστηκε και πάλι. Οι ‘Ονειροπόλοι’ του, είναι χαρακτηριστικό ποίημα που Μεγάλου Πολέμου. 


Οι Ονειροπόλοι

Οι φαντάροι είναι πολίτες της γκρίζας γης του θανάτου,
Που δεν παίρνουν μερίδιο από το αύριο του χρόνου.
Αντέχουν στη μεγάλη στιγμή του πεπρωμένου,
Καθένας με τις έχθρες, τις ζήλιες και τις λύπες του. 
Οι φαντάροι έχουν δώσει όρκο να αγωνιστούν, πρέπει να κερδίσουν
Με τη ζωή τους μια φλογερή μοιραία κορύφωση. 
Οι φαντάροι είναι ονειροπόλοι, όταν αρχίζουν τα κανόνια
Αναλογίζονται ζεστά σπίτια, καθαρά κρεβάτια και γυναίκες.

Τους βλέπω σε βρωμισμένα ορύγματα, ποντικοφαγωμένα,
Σε χαλασμένα χαρακώματα, μαστιγωμένα απ’ τη βροχή,
Να ονειροπολούν όσα πράγματα έκαναν παίζοντας κρίκετ,
Και να κοροϊδεύονται με μάταιη λαχτάρα να κερδίσουν πάλι
Αργίες και θεάματα και γκέτες,
Και να πηγαίνουν στο γραφείο με το τραίνο.


Dreamers

Soldiers are citizens of death's grey land,
Drawing no dividend from time's tomorrows.
In the great hour of destiny they stand,
Each with his feuds, and jealousies, and sorrows.
Soldiers are sworn to action; they must win
Some flaming, fatal climax with their lives.
Soldiers are dreamers; when the guns begin
They think of firelit homes, clean beds and wives.

I see them in foul dug-outs, gnawed by rats,
And in the ruined trenches, lashed with rain,
Dreaming of things they did with balls and bats,
And mocked by hopeless longing to regain 
Bank-holidays, and picture shows, and spats,
And going to the office in the train.


Αυτό το αντιπολεμικό ποίημα του Ζίγκφριντ Σασούν, προφανώς αναφέρεται στις παρενέργειες του πολέμου. Εκεί όπου η φαντασία οργιάζει και επιτίθεται εναντίον της πραγματικότητας. Όταν στο ποίημα, ο αφηγητής λέει ότι οι στρατιώτες είναι πολίτες της γκρίζας γης του θανάτου, μάλλον υπονοεί πως βρίσκονται τόσο καιρό στα χαρακώματα, ώστε σχεδόν να θεωρούνται πολίτες αυτής της χώρας. Ενός τοπίου πλημυρισμένου με καπνούς, δηλητηριώδη αέρια και δυστυχία. Οι στρατιώτες είναι ορκισμένοι να κερδίσουν, έστω και με απώλεια της ζωής τους. Είναι παγιδευμένοι, όμως, δεν μπορούν να αποδράσουν από εκεί, εκτός εάν είναι νεκροί ή βαριά τραυματίες. Βρίσκονται μέσα σε καταστραμμένα χαρακώματα, βρωμισμένα και ποντικοφαγωμένα ορύγματα, με φρικτές συνθήκες διαβίωσης. Σταδιακά ο αφηγητής του ποιήματος, περνά σε άλλα πράγματα. Στοχάζεται την προηγούμενη ζωή του. Οι φαντάροι γίνονται πλέον ονειροπόλοι! Άλλα εμφιλοχωρούν στις γωνίες του μυαλού τους. Ζεστά σπίτια, καθαρά κρεβάτια και γυναίκες. Ένα ποίημα άκρως ρεαλιστικό, που δείχνει τη σκληρή πραγματικότητα των χαρακωμάτων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με τις απελπιστικά βραδυκίνητες πορείες και επελάσεις, ουσιαστικά ατέλειωτες στάσεις και αναμονές μέσα σε βρώμικα ορύγματα, τυπικό χαρακτηριστικό εκείνου του πολέμου. 

21 Νοεμβρίου 2015

Κλειδαμπαρώνοντας...




























[Καστέλλα, 15.11.2015 10.04]

Κλειδαμπαρώνοντας η απουσία δε θα πρόλαβε το ελάχιστο τρίξιμο του μπαγλαντί ταβανιού, σημάδι της επερχόμενης ήττας από τα νοτισμένα κεραμίδια, τα παραδομένα στη φθορά, καθώς αυτά θ’ ακολουθούσανε το δρόμο της βροχής. Ίσως κάποτε οι ήχοι της βροντής να καλύψανε τον πάταγο της πτώσης. Όπως και να ‘χει τα φυτά ξέρουνε να τραγουδούνε τις λέξεις της βροχής .

20 Νοεμβρίου 2015

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ [από το ‘Ο ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΣ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ’ ΤΟΥ Friedrich Nietzsche, σε μετάφραση Ι. Ζερβού, εκδ. Γεώργιος Παπαδημητρίου, 1931]



ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

Η μηδενισμός σαν κατάσταση παθολογική εμφανίζεται πρωτίστως όταν αγωνιζόμαστε να δώσουμε σε καθετί που γίνεται ένα «νόημα» που δεν βρίσκεται μέσα σ’ αυτό˙ ώστε που εκείνος που ζήτα [να το βρει] χάνει το θάρρος του. O μηδενισμός είναι τος έτσι η γνώση ότι πολύν καιρό γένηκε σπατάλη της δύναμης, το βασάνισμα που προκαλεί αυτό το «ματαίως», η αβεβαιότη, η έλλειψη ευκαιρίας του να ξαναφτιαχτεί κανείς οπωσδήποτε, να ηρεμήσει σε οτιδήποτε η ντροπή για τον εαυτό του, σα να είχε αυτοκοροϊδευτεί πολύν καιρό... Το νόημα αυτό μπορούσε να ‘ναι: ο «καταρτισμός» ενός ανώτερου κανόνα ηθικής για όλα τα που συνέβησαν, ο ηθικός δηλαδή κόσμος: είτ’ αλλιώς η αύξηση της αγάπης και της αρμονίας στις συνάφειες των όντων˙ είτε και η μερική πραγμάτωση κάποιας συνθήκης παγκόσμιας ευδαιμονίας είτε κι ακόμα η πορεία προς ένα παγκόσμιο μηδέν —ένας δηλαδή σκοπός οποιοσδήποτε, φτάνει μόνο να ‘χει αυτός κάποιο νόημα.

Όλες αυτές οι αντίληψες έχουνε τούτο το κοινό μεταξύ τους: ότι θέλουν να φτάσουν κάτι κάνοντας προέκταση: και ξεκρίνουν τώρα ότι με αυτό το «γίγνεσθαι» τίποτε δεν πραγματοποιείται, τίποτε δεν φθάνεται... Η απαγοήτεψη λοιπόν τον από τον υποθετικό σκοπό του γίγνεσθαι είναι τη το αίτιο του μηδενισμού: είτε γιατί η απαγοήτεψη αύτη αναφέρεται σ’ ένα σκοπό εντελώς καθορισμένο, είτε γιατί γενικώς διακρίνουμε ότι όλες οι υποθέσεις σκοπού όσες διατυπώθηκαν τώρα σχετικώς με την «όλη εξέλιξη» έχουν ανεπάρκεια (ο άνθρωπος δεν εμφανίζεται πια σαν ο συνεργάτης κι ακόμα λιγότερο εμφανίζεται σαν το κέντρο του κόσμου).

Ο μηδενισμός, σαν ψυχολογική κατάσταση θα εκδηλωθεί κατά δεύτερο λόγο όταν βάλουν μια ολότητα μία συστηματοποίηση κι ακόμα μια οργάνωση σε κάθετι που συμβαίνει κι απάνω από κάθετι που συμβαίνει, έτσι που η ψυχή 
διψώντας σεβασμό και θαυμασμό θα κολυμπήσει μέσα στην ιδέα μιας κυριαρχίας και κυβέρνησης ανώτερης (-για την ψυχή ενός λογικευόμενου ο συνειρμός των συνεπειών και η απόλυτη πραγματικότης θα είναι αρκετές για να συμβιβάσουν όλα...). Ένας τρόπος ενότητας, μια οποιαδήποτε μορφή «μονισμού»: Και κατ’ ακολουθίαν της πίστης αυτής ο άνθρωπος βρίσκεται κυριευμένος από αίσθημα βαθειάς προσάρτησης και βαθειάς εξάρτησης από κάποιο  όλον, που είναι απείρως ανώτερό του, ένα είδος θεότητας... «Το καλό του συνόλου απαιτεί την εγκατάλειψη του ατόμου»... Όμως δεν υφίσταται τέτοιο σύνολο! Κατά βάθος ο άνθρωπος έχασε την πίστη στην αξία του αφ’ όταν δεν υπάρχει ένα σύνολον απείρως πολύτιμο, που ενεργεί δια μέσου αυτού του ανθρώπου: μ’ άλλα λόγια ο άνθρωπος επενόησε αυτό το σύνολον για να μπορεί να δίνει σημασία στην ίδια του αξία.

Ο μηδενισμός σαν ψυχολογική κατάσταση έχει ακόμη μια τρίτη και τελευταία μορφή. Κατόπιν από τα δύο αυτά κριτικά συμπεράσματα: δηλαδή ότι με το ολοένα γίγνεσθαι τίποτα δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί και ότι το γίγνεσθαι δεν διέπεται από κάποιο μέγα σύνολον που μέσα του μπορεί το άτομο να χαθεί ολοκληρωτικά σα σ’ ένα στοιχείο ανώτερης αξίας, απολείπεται η υπεκφυγή με το καταδικαστεί ολάκερος αυτός ο κόσμος που βρίσκεται πέραν του κόσμου τούτου, ένας κόσμος που θα ‘ναι ο κόσμος - αλήθεια. Αλλ’ αφ’ ότου ο άνθρωπος αρχίσει να ξεκρίνει πως ο κόσμος αυτός δεν επλάσθηκε παρά για ν’ ανταποκριθεί σ’ ανάγκες ψυχολογικές και πως σ’ αυτόν κανέν’ απολύτως δεν υπάρχει δικαίωμα, μια υπέρτατη μορφή του μηδενισμού αρχίζει να γεννιέται, μια μορφή που περιλαμβάνει την άρνηση ενός μεταφυσικού, -μορφή μηδενισμού που απαγορεύει στον εαυτό του να πιστεύει σ’ έναν κόσμο-αλήθεια. Απ’ αυτή την άποψη κρίνοντας παραδέχονται την πραγματικότητα του γ΄θγνεσθαι σαν μόνη πραγατικότητα, απαγορεύουν στον εαυτό τους κάθε πλάγιο δρόμο, που οδηγά στο υπερπέραν και σε ψεύτικες θεότητες, -αλλά δεν ανέχονται αυτόν εδώ τον κόσμο, αν και δεν θέλουν να τον αρνηθούν...

-Τι συνέβη εν συνόλω. Το αίσθημα του ότι λείπει κάθε αξία έλαβε πραγματική υπόσταση, κατάλαβαν πως δεν ήταν δυνατό να ερμηνεύσουνε το γενικό χαρακτήρα της ζωής ούτε με την ιδέα του «σκοπού», ούτε με την ιδέα του συνόλου ούτε με την ιδέα της «αλήθειας». Τίποτε δεν φτάνεται και δεν κατορθώνεται μ’ αυτά˙ η ενότης που επεμβαίνει στα πολλαπλά συμβάντα εκλείπει˙ ο χαρακτήρας της ύπαρξης δεν είναι «αληθινός», είναι ψεύτικος..., δεν υπάρχει πια λόγος να πείθουμε ον εαυτό μας πως υφίσταται ένας κόσμος-αλύθεια... Κοντολογίς τα κατηγορήματα «τελικόν αίτιο», «εν σύνολο», «ον» που μ’ αυτά είχαμε δώσει μιαν αξία στον κόσμο, καταργήθηκαν από εμάς - και απ΄οτότε ο κόσμος μοιάζει σα να είναι χωρίς αξία...

Δεχόμενοι ότι ξεδιαλύναμε πως ο κόσμος δεν μπορεί πια να εξηγηθεί μ’ αυτά τα τρία κατηγορήματα, και ότι μετά την εξέταση μας αυτή ο κόσμος αρχίζει να ‘ναι δίχως αξία για μας, αναγκαζόμαστε να ρωτήσουμε από πού προέρχεται η πίστη αυτή στα τρία κατηγορήματα. –Ας το προσπαθήσουμε τούτο αν αλλιώς μας φαίνεται αδύνατο ν’ αρνηθούμε αρχήθε τη σημασία τους. όταν μπορέσουμε να τα εξευτελίσουμε, τότε η απόδειξη του ότι είναι αδύνατο να εφαρμοσθούνε στον κόσμο δεν είναι πια λόγος απορχών να εξαφανίσουμε την αξία του κόσμου.

-Εξαγόμενο: η πίστη στα κατηγορήματα [τα προδημιουργημένα] από το λογικό είναι η αιτία του μηδενισμού, -είχαμε μετρήσει την αξία του κόσμου με κατηγορήματα που αναφερόντανε σ’ ένα κόσμο καθαρώς υποθετικό.

-Συμπέρασμα: όλες οι αξίες μ’ όσες προσπαθήσαμε ως τώρα να κάμουμε τον κόσμο αξιοεκτίμητο για μας και που μ’ αυτές ακριβώς τον ξευτελίσαμε όταν δείχθηκαν ανεφάρμοστες –όλες αυτές οι αξίες είναι, από ψυχολογική άποψη, τ’ αποτελέσματα κάποιων σκιογραφιών ωφελιμιστικών, που φτιάχτηκαν για να διατηρήσουν και για ν’ αυξήσουν τις έκτασες της ανθρώπινης κυριαρχίας: είναι τες όμως ψεύτικα απλωμένες πάνω στην ουσία των πραγμάτων. Κ’ αιτία είναι πάντα η υπερβολική απλότης του ανθρώπου, αυτή που τον κάνει να θεωρεί τον εαυτό του σαν το νόημα και την ουσία των πραγμάτων...  






19 Νοεμβρίου 2015

Ισλαμοφασισμός. Ποιος φταίει;

Ισλαμοφασισμός. Ποιος φταίει;

















Το Κοράνιο (το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων) αποτελείται από 114 σούρας (κεφάλαια) τα οποία περιλαμβάνουν από 3 έως 286 αγιάτ (στίχους) η κάθε σούρας, συνολικά 6.236 στίχους.
Μερικοί εξ αυτών των στίχων έχουν απομονωθεί στη δύση και περιφέρονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο ως δείγματα κινήτρων μισαλλοδοξίας, ρατσισμού σε βάρος των γυναικών και εγκληματικών πράξεων των φανατικών πιστών της θρησκείας αυτής όπως οι πρόσφατες, της 13ης Νοεμβρίου 2015 στο Παρίσι, που συντάραξαν την Ευρώπη και το δυτικό κόσμο γενικότερα.

Πλέον χαρακτηριστικοί οι στίχοι 222 και 223 της δεύτερης σούρας:
«Σε ρωτάνε για την περίοδο των γυναικών. Απάντησε: Είναι βλαβερή μόλυνση. Γι’ αυτό μην κάνετε συζυγικές σχέσεις με τις γυναίκες που έχουν την περίοδο τους και μην συνουσιαστείτε μ’ αυτές μέχρις ότου γίνουν καθαρές. Όταν όμως εξαγνιστούν, μπορείτε να τις πλησιάσετε όπου σας διέταξε ο ΑΛΛΑΧ. Γιατί ο ΑΛΛΑΧ αγαπά εκείνους που μετανοούν, καθώς αγαπά τους καθαρούς κι αγνούς.»
«Οι γυναίκες σας είναι για σας, όπως η καλλιεργήσιμη γη. Καλλιεργείστε την όποτε κι όπως θέλετε. Όμως προηγούμενα κάνετε μια καλή πράξη για την ψυχή σας και να σεβαστείτε τον ΑΛΛΑΧ, και μάθετε ότι πρόκειται να Τον συναντήσετε (στη μέλλουσα Ζωή). Κι ανάγγειλε (ω Μουχάμμεντ) στους Πιστούς τα καλά νέα.»
και ο 5ος στίχος της ένατης σούρας: 
«Κι όταν οι απαγορευμένοι μήνες έχουν περάσει, τότε (πολεμάτε και) σκοτώνετε τους ειδωλολάτρες, οπουδήποτε κι αν τους βρείτε, και συλλάβετε τους και πολιορκείστε τους και στήστε τους παγίδες με κάθε (πολεμικό) στρατήγημα. Αν όμως μετανιώσουν και διατηρήσουν την τακτική προσευχή κι εφαρμόσουν (τακτική) ελεημοσύνη, τότε αφήστε τους ελεύθερους. - Γιατί ο ΑΛΛΑΧ είναι Πολυεύσπλαχνος, Πολυεπιεικής.»

Οι στίχοι αυτοί και όχι μόνο αφήνουν σίγουρα δυνατότητες πρακτικών όπως αυτές οι απόλυτα ξένες, αποτρόπαιες και οπισθοδρομικές για το σύγχρονο μέσο (διότι μειοψηφίες που αρέσκονται στην τυφλή βία στο όνομα κάποιας ιδεολογίας ή θρησκείας υπάρχουν) δυτικό άνθρωπο, αλλά να μην ξεχνάμε ότι και στη δική μας Αγία Γραφή θα βρούμε αποσπάσματα που μπορεί να ερμηνευτούν ως προτροπές βιαιοτήτων κατά των «απίστων». Να μην ξεχνάμε επίσης ότι όσο αποτρόπαια και αν φαντάζουν τα πρόσφατα γεγονότα υπολείπονται μακράν των εγκλημάτων που διαρπάχτηκαν από τους 4ο μέχρι τον 18ο μετά Χριστό αιώνες είτε για του «Χριστού την Πίστη την Αγία» κατά των «αλλόθρησκων απίστων» είτε για την ερμηνεία (το δόγμα) αυτής. Το μαρτυρούν μεταξύ των άλλων τα πλέον των 100 εκ. ινδιάνων σε ολάκερη την αμερικανική ήπειρο που εξοντώθηκαν και οι θρησκευτικοί πόλεμοι μεταξύ εκφραστών διαφορετικών δογμάτων στην Ευρώπη και το Βυζάντιο.

Τους τελευταίους όμως δύο αιώνες στη δύση η βία στο όνομα της θρησκείας, γιατί αντίθετα στο όνομα του ιμπεριαλισμού, του καπιταλισμού και του ρατσισμού προσέφερε και προσφέρει αφθονία θυμάτων και φτώχια, έχει πρακτικά μηδενιστεί.
Ο παραμερισμός αυτός στη δύση της θρησκείας ως άμεσο κίνητρο εγκληματικών πράξεων φανατικών πιστών ή απλά ως κάλυμμα άλλων (οικονομικών συμφερόντων) υποκείμενων σκοπών οφείλεται στην εποχή των διαφωτιστών και την αστική επανάσταση που άλλαξε βαθύτατα τη συμπεριφορά, προς τους άλλους τους διαφορετικούς ως προς το θρήσκευμα ή του δόγματος της ίδιας θρησκείας, των ευρωπαίων πολιτών.
Η αστική επανάσταση, και αυτό είναι παραδεκτό από τη μαρξιστική θεώρηση της εξέλιξης της κοινωνίας, έτσι συνείσφερε σημαντικά στην πορεία (ουτοπική ή μη) προς την ολική απελευθέρωση του ατόμου, αλλά δεν ήταν, και ακόμα είναι, παρά ένα ενδιάμεσο στάδιο, ένα πέρασμα, προς αυτήν. Ένα ενδιάμεσο στάδιο από το μεσαίωνα προς την αταξική κοινωνία της μη εκμετάλλευσης αλλά απ’ ό,τι φαίνεται υποχρεωτικό.
Αντίθετα, στη δυτική Ασία και τη βόρεια Αφρική όπου εδώ και 10 με 14 αιώνες κυριαρχεί η ισλαμική θρησκεία, τα μεσαιωνικά, που κυριαρχούνταν από τη θρησκεία, καθεστώτα είχαν, πλην κυρίως της Σαουδικής Αραβίας, μετασχηματιστεί μες στον 20ο αιώνα είτε σε (ασταθείς) δημοκρατίες είτε κυρίως σε αστικές δικτατορίες στρατιωτικών. Σε κάθε περίπτωση, πλην πάντα της Σαουδικής Αραβίας, η κυρίαρχη ισλαμική θρησκεία δεν ασκούσε φανερή εξουσία σε νομοθετικό και εκτελεστικό επίπεδο. Μάλιστα ήδη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 60 σε πολλές χώρες οι εικόνες στο δρόμο των μεγαλουπόλεων θύμιζαν δυτικές πόλεις (όπως η φωτογραφία που συνοδεύει το παρόν κείμενο από την πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, την Καμπούλ, τραβηγμένη στις αρχές της δεκαετίας του 70) ενώ παραθαλάσσιες πόλεις στη μεσόγειο, όπως η Βηρυτός, θεωρούνταν σημαντικότατα τουριστικά θέρετρα. Τα πράγματα έδειχναν ότι ο ισλαμικός κόσμος έτεινε προς ένα δυτικό, ως προς τα ατομικά δικαιώματα, τρόπο ζωής και, όπως και στη δύση, η θρησκεία δεν θα αποτελούσε το ιδεολογικό όπλο άσκησης βίας και ρατσισμού.  
Όλα αυτά όμως μέχρι εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 60. Κάπου εκεί λοιπόν η πολιτική των δυτικών και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 90, με κυρίως 
-την τυφλή στήριξη στο σιωνισμό (που βεβαίως δεν έχει να κάνει με το δικαίωμα των ισραηλινών σε κράτος) και την απαξίωση του λαού των Παλαιστινίων,  
-την παράδοση της πολιτικής στις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες και τα συμφέροντά τους,
-τη διάλυση κρατών όπως το Ιράκ με τη βία που γιγαντώθηκε και τη φτωχοποίηση που έφερε στην περιοχή 
-την τυφλή και κοντόφθαλμη αντικομουνιστική στρατηγική που εξόπλισε του φανατικούς ισλαμιστές στο Αφγανιστάν, που μέχρι τότε δεν έπαιζαν σημαντικό ρόλο στο κράτος αυτό, καθιστώντας τους πρωταγωνιστές,
γιγάντωσε τον ισλαμικό φονταμενταλισμό που απαίτησε και πέτυχε την άσκηση της εξουσίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις, και τις ερμηνείες που αυτοί έδιναν στο Κοράνιο χωρίς αντίλογο, των φανατικών εκφραστών της ισλαμικής θρησκείας, με πλέον ακραία μορφή το άτυπο Ισλαμικό Κράτος (ISIS) που προσέλκυσε και προσελκύει εύκολα στις τάξεις του απελπισμένους, και όχι μόνο από τις περιοχές της νοτιοανατολικής Ασίας, οι οποίοι στις κτηνώδεις και απάνθρωπες πρακτικές των πολεμιστών του βρίσκουν νόημα στη ζωή τους. Πρακτικές που υπηρετούν τη στρατηγική επαναφοράς ενός, πλέον άγνωστου κυρίως στη δύση, θρησκευτικού μεσαίωνα. Το γεγονός επίσης ότι ο διαφωτισμός ουδέποτε πέρασε από τις υπόψη περιοχές διευκολύνει τις εντάξεις στους φανατικούς πολεμιστές του Ισλαμικού Κράτους και την αποδοχή των πρακτικών τους στο τοπικό επίπεδο. Στο υστερόγραφο ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο: «Λόγος ουτοπία και διαλεκτική του Διαφωτισμού του Albrecht Wellmer σε μετάφραση Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, εκδόσεις Έρασμος» για τη σημαντικότητα του διαφωτισμού στην ευρύτερη δυνατή παραδοχή των τυπικά εγγυημένων ελευθεριών και των τυπικά εγγυημένων δικαιωμάτων που πάνω απ’ όλα σημαίνουν τον περιορισμό της θρησκείας στο ατομικό επίπεδο επιλογής και μάλιστα ελεύθερης και χωρίς το άτομο να δίνει λόγο για τις επιλογές του. 

Και τώρα τι γίνεται;
Το ερώτημα είναι δύσκολο να απαντηθεί αν η απάντηση αφορά τον τρόπο να καταλαγιάσει η βία των ακραίων ισλαμιστών φονταμενταλιστών γιατί επί πενήντα χρόνια χτίστηκε από τη δύση και το σίγουρο είναι  ότι μόνο με βία και κάθε είδους καταστολή δεν θα λυθεί το πρόβλημα. Η λύση, που θα απαιτήσει πολύ χρόνο και κόπο, περιλαμβάνει πάνω απ’ όλα πολιτικές στρατηγικές που δεν θα υπαγορεύονται από τις μεγάλες πολυεθνικές κυρίως πετρελαίου και ενέργειας και θα αναγνωρίζουν σε όλους τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις.        

Γιώργος Πρίμπας

Υ.Γ Ειδωμένη, συνεπώς, από τη σκοπιά του επικοινωνιακού εξορθολογισμού η κριτική του αστικού τύπου δικαίου, όπως εδέσποσε στη Μαρξιστική παράδοση ως την Αρνητική Διαλεκτική του Αντόρνο, μπορεί να ειδωθεί στη βαθύτερη ορθότητά της και ως συνέχεια της παράδοσης του Διαφωτισμού. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την κριτική του τυπικού χαρακτήρα των άρχων των αστικών θεσμών: στόχος αυτής της κριτικής δεν είναι να καταργηθούν οι τυπικά εγγυημένες ελευθερίες και τα τυπικά εγγυημένα δικαιώματα —μεγάλα επιτεύγματα των αστικών επαναστάσεων— αλλά να μεταβληθούν σε πραγματικό θεμέλιο μιας απελευθερωμένης κοινωνικής ζωής για όλα τα άτομα στις σύγχρονες κοινωνίες. Αυτό είναι βέβαια ό,τι εννοούσε ο Μαρξ όταν έλεγε (στο εβραϊκό ζήτημα) ότι «μόνο τότε που ο πραγματικός ατομικός άνθρωπος θα ταυτιστεί με τον αφηρημένο πολίτη και θα γίνει ως άτομο στην καθημερινή του ζωή, στην ατομική του εργασία και στις ατομικές του σχέσεις, μια ύπαρξη γενική που ανήκει στο γένος, μόνο τότε που θα έχει αναγνωρίσει και οργανώσει τις δικές του δυνάμεις ως δυνάμεις κοινωνικές, έτσι ώστε η κοινωνική δύναμη να μην διαχωρίζεται πλέον από τον ίδιο ως πολιτική εξουσία, μόνο τότε θα ολοκληρωθεί η ανθρώπινη χειραφέτηση»