31 Μαρτίου 2023

[στον Υμηττό, 28.03.2023]

Η περιοχή τού δυτικού Υμηττού, ανατολικά των ορίων των οικισμένων πλαγιών του, η οποία βρίσκεται νότια τής Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα και της συνοικίας τού Καρέα και δυτικά των εντυπωσιακών κατακόρυφων σχηματισμών βράχων, οι οποίοι δεσπόζουνε των ανατολικών συνοικών τής Ηλιούπολης (Αγία Μαύρα, Παναγία Ηλιούπολης και Αγ. Αναργύρων Ηλιούπολης) μέχρι νότια το ρέμα Βαμβακιά, έχει ταλαιπωρηθεί από δυο μεγάλες φωτιές, του 1998 και του 2015 (αμφότερες φονικές αφού στην πρώτη τέσσερις πυροσβέστες καήκανε, καθώς περικυκλωθήκανε από τη φωτιά και εγκλωβιστήκανε μες στο όχημά τους όπου βρήκανε φρικτό θάνατο, ενώ στη δεύτερη ένας ορειβάτης βρήκε τραγικό θάνατο καθώς δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από τις φλόγες που τον περικύκλωσαν), οι οποίες εξαφανίσανε το πυκνό πευκοδάσος και κυπαρισσοδάσος, το οποίο ανακάμπτει μεν κατά τόπους αλλά, στη μεγάλη εικόνα, στη θέση του έχει αναπτυχθεί πλούσια χαμηλή βλάστηση. Μια περιοχή από την οποία έχω περάσει αμέτρητες φορές από όταν, δεκαετίες πίσω, ο δασικός χωματόδρομος, ο οποίος ξεκινούσε από την Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα και έφτανε μέχρι το ύψος τού Κέντρου Υπερυψηλής Τάσης Ηλιούπολης – Αργυρούπολης, ήταν ο μόνος χωματόδρομος στο κεντρικό κομμάτι τού δυτικού Υμηττού.
Σε αυτήν την περιοχή, την άνοιξη, το πλήθος των μικρών και όχι μόνο ανθόφυτων προσφέρουνε μια πολύ όμορφη εικόνα, από τις ωραιότερες στην αττική γη.
Ακολουθούνε λίγες εικόνες, από τον πλούτο που φέρνει ανεβαίνοντας από τον κάτω κόσμο η Περσεφόνη, κατά μήκος τής χαλαρής διαδρομής, την οποία ακολούθησα το πρωινό τής 28ης Μάρτη 2023.











30 Μαρτίου 2023

Δύο ποιήματα τής Πόπης Νεγιάννη

Αδέξιο καβούρι παραπαίει γαντζωμένο στον βράχο.
Ζηλεύει την αιώνια ακινησία της πεταλίδας.
Μα πιότερο μισεί το κύμα που έρχεται και φεύγει.

---

Εφήμερο αποτύπωμα στην άμμο 
Αμείλικτο το κύμα θα το σβήσει. 
Κι αν θα χαθεί τι ξέρεις πως 
Σε κείνο του μυαλού το κλικ θα υπάρχει 
Δύο γράμματα 
Σε μια καρδιά κλεισμένα 
Στο πλανερό κι εύθραυστο
"Για
Πάντα..."

29 Μαρτίου 2023

Nietzsche and Anarchism [Daniel Colson] - μέρος III (Ομοσπονδοποίηση)


Federalism

Another point of encounter between Nietzsche and the libertarian workers’ movements is federalism. Nietzsche’s approach is affirmative and necessarily “multiple”, because “it belongs essentially to the affirmation to be itself multiple, pluralist, and to the negation to be one, or heavily monistic”. The Nietzschean “will to power” does not designate a unified force, nor a central principle from which everything would emanate. As Michel Haar shows, it refers “to a latent plurality of impulses, or to complexes of forces in the process of uniting or repelling each other, of associating or dissociating”. By determining itself, the will to power tends to unite and hierarchize the multiple forces of chaos. It does not destroy them, does not reduce them, does not resolve their differences or their antagonisms in the manner of the Hegelian dialectic. “Affirmative and strong, the will to power will assume variety, difference and plurality”. This conception of the will to power is particularly enlightening to understand the forms that the workers’ movements of the anarcho-syndicalist or revolutionary syndicalist type have taken.

Ομοσπονδοποίηση

Ένα άλλο σημείο συνάντησης μεταξύ του Νίτσε και των ελευθεριακών εργατικών κινημάτων είναι ο φεντεραλισμός (ομοσπονδοποίηση). Η προσέγγιση τού Νίτσε είναι καταφατική και αναγκαστικά «πολλαπλή», γιατί «ανήκει ουσιαστικά στην επιβεβαίωση να είναι η ίδια πολλαπλή, πλουραλιστική, και στην άρνηση να είναι μία ή υπερβολικά μονιστική». Η νιτσεϊκή «βούληση για εξουσία» δεν υποδηλώνει μια ενοποιημένη δύναμη, ούτε μια κεντρική αρχή από την οποία θα προέρχονται τα πάντα. Όπως δείχνει ο Michel Haar, αναφέρεται «σε μια υποβόσκουσα πηγή παρορμήσεων ή σε συμπλέγματα δυνάμεων στη διαδικασία ενοποίησης ή απώθησης μεταξύ τους, συσχέτισης ή αποσύνδεσης». Καθορίζοντας τον εαυτό της, η θέληση για εξουσία τείνει να ενοποιήσει και να ιεραρχήσει τις πολλαπλές δυνάμεις τού χάους. Δεν τις καταστρέφει ούτε τις μειώνει, δεν επιλύει τις διαφορές τους ή τους ανταγωνισμούς τους με τον τρόπο τής εγελιανής διαλεκτικής. «Καταφατική και ισχυρή, η θέληση για εξουσία θα προϋποθέτει ποικιλία, διαφορετικότητα και πλουραλιστικότητα». Αυτή η αντίληψη τής θέλησης για εξουσία είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική για να κατανοήσουμε τις μορφές που έχουν πάρει τα αναρχοσυνδικαλιστικά ή επαναστατικοσυνδικαλιστικά εργατικά κινήματα. 

Indeed, it would be a gross misinterpretation to interpret in the anachronistic register of a totalitarian conception the claim of revolutionary syndicalism to be “self-sufficient”, to expect no one else to ensure the advent of a new world of which it considers itself the sole bearer. This claim is closely linked to social and workers’ federalism. If trade unionism claims to be everything, it is because it is multiple, infinitely multiple and different in its components. It carries the “other” within itself and the “difference”, as radical as it may be, is experienced in the very movement that leads it to claim to occupy all of social reality. It is in this sense, among others, that revolutionary syndicalism and anarcho-syndicalism are Proudhonian. Proudhon is not only the socialist theorist who insists the most on the necessity for the different components of the working class to radically autonomize themselves from the rest of society (separatism). He is undoubtedly the only one to think of the plurality of forces that make up the working class, to conceive of it as a multiple reality. Contrary to Marx, Proudhon speaks most often of “the” working classes and not of “the” working class or “the” proletariat. Whereas for Marx the working class is only the abstract moment, because it is instrumentalized, of a reason at work in history, for Proudhon the working forces are always concrete and living forces, different and in the process of becoming, which can always disappear and reappear under other forms, change their nature, be absorbed, dominate other forces or be dominated by them, in an incessant movement of transformation where nothing is ever definitive. In the conception of revolutionary syndicalism and anarcho-syndicalism, the “organized working class” is an effect of composition, a “resultant” as Proudhon and Bakunin say, a composition of multiple, diverse and autonomous, even contradictory forces, which recognize themselves as necessary to each other to give birth to a new world.

Πράγματι, θα ήταν κατάφωρη παρερμηνεία να ερμηνεύσουμε στο αναχρονιστικό πλαίσιο μιας ολοκληρωτικής αντίληψης τον ισχυρισμό τού επαναστατικού συνδικαλισμού πως είναι «αυτάρκης», να μην περιμένει από κανέναν άλλο να εξασφαλίσει την έλευση ενός νέου κόσμου τού οποίου θεωρεί τον εαυτό του μοναδικό φορέα. Αυτός ο ισχυρισμός συνδέεται στενά με την κοινωνική και εργατική ομοσπονδοποίηση. Αν ο συνδικαλισμός ισχυρίζεται ότι είναι τα πάντα, είναι γιατί είναι πολλαπλός, άπειρα πολλαπλός και διαφορετικός στα συστατικά του. Εμπεριέχει τον «άλλο» μέσα του και η «διαφορά», όσο ριζική και αν είναι, βιώνεται βαθιά στο κίνημα το οποίο οδηγεί να διεκδικήσει να καταλάβει ολόκληρη την κοινωνική πραγματικότητα. Υπό αυτήν την έννοια, μεταξύ άλλων, ο επαναστατικός συνδικαλισμός και ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι Προυντονικοί. Ο Προυντόν δεν είναι μονάχα ο σοσιαλιστής θεωρητικός ο οποίος επιμένει κατά κύριο λόγο στην αναγκαιότητα για ριζική αυτονομία των διαφορετικών συνιστωσών τής εργατικής τάξης από την υπόλοιπη κοινωνία (αυτονομισμός). Είναι αναμφίβολα ο μόνος που σκέφτεται την πλουραλιστικότητα των δυνάμεων που συνθέτουν την εργατική τάξη, που την αντιλαμβάνεται ως μια πολλαπλή πραγματικότητα. Σε αντίθεση με τον Μαρξ, ο Προυντόν μιλάει πιο συχνά για «τις» εργατικές τάξεις και όχι για «την» εργατική τάξη ή «το» προλεταριάτο. Ενώ για τον Μαρξ η εργατική τάξη είναι μόνον η αφηρημένη στιγμή, επειδή είναι εργαλειοποιημένη, για λόγους σχετικούς με τη λειτουργία τής ιστορίας, για τον Προυντόν, οι εργατικές δυνάμεις είναι πάντα συγκεκριμένες και ζωντανές δυνάμεις, διαφορετικές και σε διαδικασία διαρκούς γίγνεσθαι, οι οποίες μπορούνε πάντα να εξαφανιστούνε και να επανεμφανιστούνε κάτω από άλλες μορφές, ν’ αλλάζουνε τη φύση τους, ν’ απορροφούνται, να κυριαρχούνε πάνω σε άλλες δυνάμεις ή να κυριαρχούνται απ’ αυτές, σε μια αδιάκοπη κίνηση μετασχηματισμού όπου τίποτα δεν είναι ποτέ οριστικό. Στην αντίληψη τού επαναστατικού συνδικαλισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού, η «οργανωμένη εργατική τάξη» είναι ένα αποτέλεσμα τής σύνθεσης, ένα «αποτέλεσμα» όπως λένε οι Προυντόν και Μπακούνιν, μια σύνθεση πολλαπλών, διαφορετικών και αυτόνομων, ακόμη και αντιφατικών δυνάμεων, που αναγνωρίζουνε τον εαυτό τους ως απαραίτητες η κάθε μια για την κάθε άλλη, για να γεννήσουν έναν νέο κόσμο.
It has often been misunderstood why revolutionary syndicalism was so keen, in the decisions of the congresses, that each union should have the same importance, regardless of the number of its members. Procedural tactics within the congresses were undoubtedly not absent from this requirement. But this demand referred above all to a more fundamental revolutionary conception, a qualitative and not quantitative, differential and not abstract conception of reality. Extremely diverse, depending on the regions and countries, the development and the functioning of the workers’ movements of so-called direct action correspond completely to the analyses of Proudhon and Nietzsche on the modalities of affirmation of “power” (Proudhon) or of the “will to power” (Nietzsche). In fact, and to stick to the singular experiences of the French workers’ movement (in particular within the framework of the labour exchanges), workers’ federalism is always characterized by the conflicting union of extremely diverse forces, too precious in their singularity for the point of view of only one of them to be crushed by the law of numbers, by the false evaluation of quantity and measure. Associations of miners, of musicians, of cabinetmakers, of typographers, of carpenters, of “men of toil”, of plumbers, etc., so many types of collective arrangements carrying a singular mode of being, so many specific forces struggling to unite and affirm themselves in a vaster force which draws itself all its power from what constitutes it thus as a combination of distinct forces.

Συχνά έχει παρεξηγηθεί γιατί ο επαναστατικός συνδικαλισμός ήτανε τόσο παθιασμένος, στις αποφάσεις των συνεδρίων, ώστε κάθε συνδικάτο να έχει την ίδια σημασία, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μελών του. Εξ αιτίας αυτής τής απαίτησης δεν απουσίαζαν αναμφίβολα οι διαδικαστικές τακτικές κατά τη διάρκεια των συνεδρίων. Αλλά αυτό το αίτημα αναφερότανε πάνω απ' όλα σε μια πιο θεμελιώδη επαναστατική αντίληψη, μια ποιοτική και όχι ποσοτική, διαφορoποιημένη και όχι αφηρημένη αντίληψη τής πραγματικότητας. Εξαιρετικά ποικιλόμορφη, ανάλογα με τις περιοχές και τις χώρες, η ανάπτυξη και η λειτουργία των εργατικών κινημάτων, της αυτοαποκαλούμενης άμεσης δράσης, ανταποκρίνονται πλήρως στις αναλύσεις τού Προυντόν και του Νίτσε σχετικά με τους τρόπους επιβεβαίωσης τής «εξουσίας» (Προυντόν) ή τη «θέληση για εξουσία» (Νίτσε). Στην πραγματικότητα, και για να επιμείνουμε στις μοναδικές εμπειρίες τού γαλλικού εργατικού κινήματος (ιδίως στο πλαίσιο των εργατικών ανταλλαγών), η εργατική ομοσπονδοποίηση χαρακτηρίζεται πάντα από την συγκρουσιακή ένωση εξαιρετικά διαφορετικών δυνάμεων, πολύ πολύτιμων στη μοναδικότητά τους κόντρα στην άποψη: του ενός και μόνου (διαφορετικού) να συνθλίβεται κάτω από το βάρος τού κανόνα των αριθμών κατά την ψεύτικη αξιολόγηση ποσοτήτων και μετρήσεων. Ενώσεις μεταλλωρύχων, μουσικών, επιπλοποιών, τυπογράφων, ξυλουργών, «ανδρών του μόχθου», υδραυλικών κ.λπ., τόσοι πολλοί τύποι συλλογικών συνθέσεων, οι οποίες εμπεριέχουν έναν μοναδικό τρόπο ύπαρξης, τόσες πολλές εξειδικευμένες δυνάμεις, οι οποίες αγωνίζονται να ενωθούνε και ν’ αυτοεπιβεβαιωθούνε μες σε μια τεράστια δύναμη, η οποία αντλεί όλη της τη δύναμη από αυτό που τη συνιστά έτσι: ως συνδυασμό διακριτών δυνάμεων. 

The trade union forms are not only diverse in relation to each other. Each constituent force of the labor movement as a greater power is itself a composition of forces that are just as multiple and singular: geography of the places where it is deployed, methods of organization, types of militants, number of members, rhythms and methods of operation, links with the rest of the profession, relative share of union members, nature of professional know-how, types of tools, types of enterprises, organization of work, origins of the workforce, etc, each basic organization of a labor exchange (which admits only one per type) is not only a specific force, different from all the others. It is itself the “resultant”, always in disequilibrium, of a composition and a selection of equally autonomous forces, which can, to varying degrees, in the interplay of relations within the labor exchange, be composed (or opposed) directly with other components or compounds of components of this exchange. Closer to Nietzsche, one of the essential characteristics of libertarian movements lies in their capacity to allow all the forces that constitute them to express themselves, to assert themselves and to constantly seek to evaluate the meaning of their association, to experiment and to struggle among themselves in order to determine the hierarchy of values that their composition carries.

Οι συνδικαλιστικές μορφές δεν είναι μόνο διαφορετικές μεταξύ τους. Κάθε συστατική δύναμη τού εργατικού κινήματος ως μεγαλύτερη δύναμη είναι και η ίδια μια σύνθεση δυνάμεων οι οποίες είναι εξίσου πολλαπλές και μοναδικές: η γεωγραφία των τόπων που αναπτύσσεται, οι μέθοδοι οργάνωσης, οι τύποι των αγωνιστών, ο αριθμός των μελών, οι ρυθμοί και οι μέθοδοι λειτουργίας, οι δεσμοί με το υπόλοιπο επάγγελμα, το σχετικό μερίδιο των μελών τού συνδικάτου, η φύση τής επαγγελματικής τεχνογνωσίας, τα είδη των εργαλείων, οι τύποι των επιχειρήσεων, η οργάνωση τής εργασίας, η προέλευση τού εργατικού δυναμικού κ.λπ., κάθε βασική οργάνωση ενός ανταλλακτικού συστήματος (σ.σ. χωρίς χρήμα) εργασίας (που δέχεται μόνο ένα ανά τύπο) δεν είναι μόνο μια συγκεκριμένη δύναμη, διαφορετική από όλες τις άλλες. Είναι από μόνη της το «αποτέλεσμα», πάντα σε ανισορροπία, μιας σύνθεσης και μιας επιλογής εξίσου αυτόνομων δυνάμεων, οι οποίες μπορούν, σε διάφορους βαθμούς, κατά την αλληλεπίδραση των σχέσεων στο πλαίσιο τού ανταλλακτικού συστήματος εργασίας, να συντεθούν (ή να αντιπαρατεθούν) άμεσα με άλλες συνιστώσες ή ενώσεις συστατικών αυτού τού ανταλλακτικού συστήματος εργασίας. Πιο κοντά στον Νίτσε, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των ελευθεριακών κινημάτων έγκειται στην ικανότητά τους να επιτρέπουνε σε όλες τις δυνάμεις, που τα αποτελούνε, να εκφραστούν, να επιβληθούνε και να επιδιώκουνε διαρκώς να αξιολογούνε το νόημα τής συνεργασίας τους, να πειραματίζονται και να αγωνίζονται μεταξύ τους προκειμένου να προσδιοριστεί η ιεραρχία των αξιών που εμπεριέχει η σύνθεσή τους.

συνεχίζεται

28 Μαρτίου 2023

Το αγόρι που ζωγράφιζε γάτες [Λευκάδιος Χερν, μετ. Δώρα Βουκελάτου]

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΓΑΤΕΣ

Πριν από πολλά πολλά χρόνια, σ' ένα μικρό χωριό της ιαπωνικής υπαίθρου, ζούσε ένας φτωχός αγρότης με τη γυναίκα του, ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Είχαν όμως αρκετά παιδιά και δυσκολεύονταν πολύ να τα θρέψουνε όλα. Ο μεγαλύτερος γιος, αν και δεκατεσσάρων μόλις ετών, ήταν αρκετά δυνατός για να βοηθήσει τον πατέρα του• όσο για τα κοριτσάκια, έμαθαν να βοηθούν τη μητέρα τους σχεδόν αμέσως μόλις μπόρεσαν να περπατήσουν. 

Όμως το τελευταίο παιδί, ένα μικρό αγόρι, δεν φαινόταν να τα βγάζει πέρα με τη σκληρή δουλειά. Ήταν πολύ έξυπνο, πιο έξυπνο απ' όλα τ' αδέρφια και τις αδερφές του. Ήταν όμως πολύ αδύνατο και μικροκαμωμένο και πολλοί πίστευαν ότι ποτέ δεν θα δυνάμωνε αρκετά. Έτσι, οι γονείς του σκέφτηκαν πως θα 'ταν καλύτερα γι' αυτό να γίνει ιερέας παρά αγρότης. Μια μέρα το πήραν μαζί τους στο ναό του χωριού και ρώτησαν τον καλό ηλικιωμένο ιερέα που ζούσε εκεί, αν ήθελε να πάρει το μικρό στο ναό ως βοηθό, να του διδάξει ό,τι πρέπει να ξέρει ένας ιερέας. 

Ο γέροντας μίλησε στο αγόρι ευγενικά και του 'κάνε μερικές δύσκολες ερωτήσεις. Τόσο έξυπνες ήταν οι απαντήσεις, που ο γέροντας συμφώνησε να πάρει το μικρό στο ναό ως βοηθό και να του μάθει όλα όσα έπρεπε να ξέρει ένας ιερέας. 

Το αγόρι μάθαινε γρήγορα αυτά που του δίδασκε ο γέροντας και στα περισσότερα πράγματα ήταν πολύ υπάκουος. Είχε όμως ένα ελάττωμα. Του άρεσε να ζωγραφίζει γάτες την ώρα της μελέτης και μάλιστα σε μέρη όπου η ζωγραφιά μιας γάτας δεν είχε καμιά θέση. 

Όποτε βρισκόταν μόνος του, ζωγράφιζε γάτες. Τις ζωγράφιζε στα περιθώρια των βιβλίων του ιερέα, σ' όλα τα χωρίσματα του ναού, στους τοίχους και στις κολόνες. Ο ιερέας του 'χε πει πολλές φορές πως αυτό δεν ήταν σωστό• αυτός όμως δεν σταμάτησε να ζωγραφίζει γάτες. Η αλήθεια είναι πως τις ζωγράφιζε γιατί δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ήταν αυτό που λέμε «καλλιτεχνική φύση» και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δεν ήταν πέρα για πέρα κατάλληλος για βοηθός ιερέα - ένας καλός βοηθός έπρεπε να μελετάει βιβλία. 

Μια μέρα, αφού είχε ζωγραφίσει μερικές πολύ πετυχημένες γάτες πάνω σ' ένα χάρτινο χώρισμα, ο γέροντας του είπε αυστηρά: «Αγόρι μου, πρέπει να φύγεις αμέσως απ' αυτό το ναό. Δεν θα γίνεις ποτέ καλός ιερέας, ίσως όμως γίνεις ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Και τώρα άσε να σου δώσω μια τελευταία συμβουλή και φρόντισε να μην την ξεχάσεις ποτέ. Ν' αποφεύγεις τα μεγάλα μέρη τη νύχτα, να προτιμάς τα μικρά!» 

Το αγόρι δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο ιερέας λέγοντας του ν' αποφεύγει τα μεγάλα μέρη τη νύχτα, και να προτιμά τα μικρά. Το σκεφτόταν ξανά και ξανά την ώρα που έδενε το μπογαλάκι με τα ρούχα του για να φύγει. Ακόμα και τότε δεν είχε κατανοήσει τη συμβουλή του γέροντα, αλλά φοβόταν και να του πει περισσότερα από ένα «αντίο». 

Έφυγε απ' το ναό πολύ λυπημένος κι αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει. Ήταν σίγουρος πως αν πήγαινε σπίτι ο πατέρας του θα τον τιμωρούσε για την ανυπακοή του στον ιερέα• έτσι, φοβόταν να γυρίσει εκεί. Ξαφνικά θυμήθηκε ότι στο επόμενο χωριό, δώδεκα μίλια πιο πέρα, υπήρχε ένας πολύ μεγάλος ναός. Είχε ακούσει πως υπήρχαν πολλοί ιερείς σ' εκείνο το ναό, αποφάσισε λοιπόν να πάει και να τους ζητήσει να τον πάρουν βοηθό τους. 

Το αγόρι δεν ήξερε όμως πως ο μεγάλος εκείνος ναός είχε κλείσει. Η αιτία ήταν ότι ένα δαιμόνιο είχε διώξει τους ιερείς τρομάζοντας τους κι έτσι είχε κάνει το μέρος δικό του. Αργότερα, μερικοί γενναίοι πολεμιστές πήγαν βράδυ στο ναό για να σκοτώσουν το δαιμόνιο, αλλά κανείς δεν τους ξανάδε πια ζωντανούς. Αυτά δεν τα είχε πει στο αγόρι κανένας. Έτσι λοιπόν κι αυτό, περπάτησε όλο το δρόμο μέχρι το χωριό, πιστεύοντας πως τον περίμενε η ευγενική υποδοχή των ιερέων. 

Όταν έφτασε στο χωριό είχε ήδη σκοτεινιάσει και όλοι οι άνθρωποι κοιμόνταν είδε όμως το μεγάλο ναό πάνω σ' ένα λόφο, στην άλλη άκρη του κεντρικού δρόμου, κι ακόμα ότι στο ναό υπήρχε φως. Όσοι διηγούνται την ιστορία, λένε ακόμα πως το δαιμόνιο άφηνε επίτηδες εκείνο το φως, για να κάνει τους μοναχικούς ταξιδιώτες ν' αναζητούν εκεί καταφύγιο. Το αγόρι πήγε αμέσως στο ναό και χτύπησε την πόρτα. Μέσα δεν ακουγόταν τίποτα. Χτύπησε και ξαναχτύπησε, και πάλι δεν ερχόταν κανένας. Στο τέλος έσπρωξε μαλακά την πόρτα και με μεγάλη του χαρά ανακάλυψε πως δεν ήταν κλειστά. Έτσι, μπήκε μέσα κι είδε μια λάμπα να καίει• ιερέας όμως πουθενά. 

Σκέφτηκε ότι πολύ σύντομα θα 'ρχόταν οπωσδήποτε κάποιος ιερέας και κάθισε και περίμενε. Πρόσεξε τότε πως τα πάντα μέσα στο ναό ήταν γκρίζα απ' τη σκόνη και σκεπασμένα με πυκνούς ιστούς αράχνης. Σκέφτηκε, λοιπόν, πως οι ιερείς θα ήθελαν οπωσδήποτε ένα βοηθό για να κρατάει το μέρος καθαρό. Αναρωτιόταν, μάλιστα, γιατί είχαν αφήσει τα πάντα να σκονιστούν τόσο πολύ. Αυτό που του άρεσε περισσότερο πάντως, ήταν κάτι μεγάλα άσπρα χωρίσματα, ωραία για να ζωγραφίσει κανείς πάνω τους γάτες. Παρόλο που ήταν κουρασμένος, άρχισε να ψάχνει για χρώματα, κι αφού βρήκε ό,τι χρειαζόταν κι ανακάτεψε λίγο μελάνι, άρχισε να ζωγραφίζει γάτες. 

Ζωγράφισε πάρα πολλές γάτες πάνω στα χωρίσματα κι ύστερα άρχισε να νυστάζει πολύ, πάρα πολύ. Ετοιμαζόταν λοιπόν να ξαπλώσει δίπλα σ' ένα απ' αυτά τα χωρίσματα για να κοιμηθεί, όταν ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια: «Ν' αποφεύγεις τα μεγάλα μέρη τη νύχτα, να προτιμάς τα μικρά!» 

Ο ναός ήταν πολύ μεγάλος• ήταν ολομόναχος• και καθώς σκεφτόταν αυτά τα λόγια -αν και δεν τα καταλάβαινε πέρα για πέρα- άρχισε για πρώτη φορά να φοβάται λίγο. Έτσι, αποφάσισε να ψάξει να βρει ένα μικρό μέρος για να κοιμηθεί. Τελικά βρήκε ένα δωματιάκι με μια συρταρωτή πόρτα, μπήκε μέσα και κλειδώθηκε. Κατόπι ξάπλωσε και γρήγορα αποκοιμήθηκε. 

Πολύ αργά τη νύχτα ξύπνησε από ένα φοβερό θόρυβο. Κάποιος πάλευε κι έβγαζε τρομερές κραυγές. Ήταν τόσο τρομακτικό που φοβόταν ακόμα και να κοιτάξει από μια χαραμάδα που υπήρχε στην καμαρούλα. Απόμεινε ξαπλωμένος κρατώντας την ανάσα του απ' το φόβο του. 

Το φως που υπήρχε στο ναό είχε σβήσει, αλλά οι φρικτοί ήχοι εξακολουθούσαν και γίνονταν όλο και πιο τρομεροί, ενώ ο ναός τρανταζόταν συθέμελα. Μετά από πολλή ώρα έγινε ησυχία, αλλά το αγόρι δεν σάλευε• φοβόταν ακόμα. Δεν κουνήθηκε μέχρι που οι αχτίδες του πρωινού ήλιου μπήκαν στο δωματιάκι απ' τις χαραμάδες της μικρής πόρτας.

Τότε βγήκε απ' την κρυψώνα του πολύ προσεκτικά και κοίταξε τριγύρω. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ότι όλο το πάτωμα του ναού ήταν σκεπασμένο με αίμα, και στη μέση το πτώμα ενός πελώριου, τερατώδη ποντικού. Ενός ποντικού δαίμονα, μεγαλύτερου κι από αγελάδα! 

Όμως ποιος ή τι θα μπορούσε να τον έχει σκοτώσει; Κανένας άνθρωπος ή άλλο πράγμα δεν φαινόταν. Ξαφνικά το αγόρι παρατήρησε ότι τα στόματα όλων των γατιών, που είχε ζωγραφίσει το προηγούμενο βράδυ, ήταν κόκκινα και μουσκεμένα στο αίμα. Κατάλαβε τότε πως το δαιμόνιο το είχαν σκοτώσει οι γάτες που είχε ζωγραφίσει. Κι ακόμα, για πρώτη φορά, κατάλαβε γιατί ο σοφός γέροντας του είχε πει ν' αποφεύγει τα μεγάλα μέρη τη νύχτα και να προτιμά τα μικρά. 

Από 'κει κι έπειτα το αγόρι έγινε διάσημος ζωγράφος. Όσοι πηγαίνουν στην Ιαπωνία, μπορούν ακόμα να δουν μερικές από τις γάτες που ζωγράφισε.

27 Μαρτίου 2023

America [Ross Winn]

Αμερική

Αμερική! Της ελευθερίας χώρα κάποτε
      Και των γενναίων•
Τυραννία σκοτεινή σε δεσμεύει τώρα,
Λεύτερος δεν είσαι πια,
Η λευτεριά σας πέθανε, και σένα –
     Τέχνη σου ο τάφος της!

Αμερική! Στολίδι εσύ όλων των θαλασσών
     Και φάρος τής γης•
Παρόλο που από τυράννους κυβερνιέται, τα κατακάθια ακόμα
Των περήφανων ανθρώπων – οι εργάτριες μέλισσες
Του ανθρώπινου μελισσιού – δεν γονατίζουν
    Το αίμα τους δεν ξεχνούν.

Αμερική! Θα λευτερωθείς!
Διαδώστε το σ’ όλο τον κόσμο!
      Του τύραννου η φτέρνα
      Δεν θα νιώσει ποτέ
Το χώμα σου πάλι, το κλίμα σου ούτε,
Αλλά το πέπλο τής λευτεριάς και πάλι
Με δρύες ζωντανές, λάδι και κρασί θα σε σκεπάσει
      Και δεν θα γονατίσει κανείς.


America

America! Once land of liberty
    And of the brave;
Dark tyranny now shackles thee,
No longer now art thou the free,
Thy liberty is dead, and thee—
    Thou art its grave!

America! Thou gem of all the seas
    And light of the earth;
Though ruled by tyrants, yet the lees
Of the proud people—the working bees
Of human hive—bend not their knees
    Nor forget their birth.

America! Thou shalt be free!
Proclaim it from sea to sea!
    The tyrant’s heel
    Shall never feel
Thy soil again, nor know thy clime,
But once again will freedom twine
With live oak, olive and the vine,
    And none shall kneel.


26 Μαρτίου 2023

Nietzsche and Anarchism [Daniel Colson] - μέρος II (Αυτονομισμός)

Separatism

When Nietzsche distinguishes between masters and slaves, it is also for him a way of opposing Hegel, his way of dialectically uniting the two terms. For Nietzsche, the antagonism between masters and slaves is only a secondary effect or (if not) a simple slave point of view. There is nothing dialectical about their relationship, in a relationship where, worse, the active principle would be on the side of negation, of the one who denies in order to affirm himself. How could an affirmation be born from a negation, from nothingness? For Nietzsche, this is indeed a slave’s thought. For him, it is necessary to adopt the point of view of the masters (in the sense that he gives to this word), to understand how what distinguishes them from the slaves is precisely a separation, a differentiation. The antagonism between masters and slaves presupposes first of all a relation of differentiation of the masters, not as a struggle that connects and attaches, but as a separation that detaches and distinguishes. But it is precisely here and from this point of view that we can understand why the libertarian workers’ movements have always been, historically, so radically alien to Marxism (a variant of Hegelianism) and its conception of the class struggle, insofar as they obey a movement of differentiation of the strong and the masters of which Nietzsche speaks.

Αυτονομισμός

Όταν ο Νίτσε κάνει διάκριση μεταξύ αφεντικών και δούλων, είναι επίσης για αυτόν ένας τρόπος να εναντιωθεί στον Χέγκελ, τον τρόπο του να ενώνει διαλεκτικά τους δύο όρους. Για τον Νίτσε, ο ανταγωνισμός μεταξύ αφεντικών και δούλων είναι μονάχα ένα δευτερεύον αποτέλεσμα ή (αν όχι) μια απλή άποψη από την πλευρά τού σκλάβου. Δεν υπάρχει τίποτα διαλεκτικό στη σχέση τους, σε μια σχέση στην οποία, στη χειρότερη περίπτωση, η ενεργητική δράση θα ήτανε στην πλευρά τής άρνησης, εκείνης που αρνείται με σκοπό να επιβεβαιώσει τον εαυτό της. Πώς θα μπορούσε να γεννηθεί μια επιβεβαίωση από μια άρνηση, από το τίποτα; Για τον Νίτσε, αυτή είναι πράγματι η σκέψη ενός σκλάβου. Γι' αυτόν, είναι απαραίτητο να υιοθετήσει την άποψη των κυρίων (με την έννοια που δίνει σε αυτή τη λέξη), για να καταλάβει πώς αυτό που τους διακρίνει από τους σκλάβους είναι ακριβώς ένας διαχωρισμός, μια διαφοροποίηση. Ο ανταγωνισμός μεταξύ αφεντικών και δούλων προϋποθέτει πρώτα απ' όλα μια σχέση διαφοροποίησης των κυρίων, όχι ως αγώνα που συνδέει και δεσμεύει, αλλά ως διαχωρισμό που αποσπά και διαχωρίζει. Αλλά είναι ακριβώς εδώ και από αυτή την οπτική γωνία που μπορούμε να καταλάβουμε γιατί τα ελευθεριακά εργατικά κινήματα ήταν πάντα, ιστορικά, τόσο ριζικά ξένα προς τον μαρξισμό (μια παραλλαγή του εγελιανισμού) και την αντίληψή του για την ταξική πάλη, στο βαθμό που υπακούν ένα κίνημα διαφοροποίησης από τους δυνατούς και τα αφεντικά για το οποίο μιλάει ο Νίτσε. 

Indeed, in the anarcho-syndicalist or revolutionary syndicalist conception, the working class, considered from the point of view of the emancipation of which it is the bearer, is not first or mainly defined by the class struggle, by the exploitation, the oppression and the physical and moral misery that these do not fail to cause. Its emancipatory power depends essentially on its capacity, historically and locally defined, to constitute itself as an autonomous, independent and affirmative force, having at its disposal all the services, all the institutions and all the values necessary to its independence, which depend only on it, on its capacity to bring about another world. For anarcho-syndicalism and revolutionary syndicalism, the working class must first make a radical secession, having nothing in common with the rest of society. In the discourse proper to this libertarian component of the workers’ movement, but which largely overflows the often uncertain ideological borders, this movement of differentiation bears the quite limpid name, from a Nietzschean point of view, of “workers’ separatism”. The workers’ movement must “separate” itself from the rest of society. What Proudhon explains thus in his posthumous book, De la Capacité politique des classes ouvrières, undoubtedly one of the texts most read by the workers’ militants of before the First World War: “The separation that I recommend is the very condition of life. To distinguish oneself, to define oneself, is to be; in the same way that to merge and absorb oneself is to lose oneself. To make a split, a legitimate split, is the only way we have to assert our right [...]. Let the working class, if it takes itself seriously, if it pursues something other than a fantasy, hold it to be true: above all, it must get out of its tutelage, and [...] act henceforth and exclusively by itself and for itself”.

Πράγματι, στην αναρχοσυνδικαλιστική ή επαναστατική συνδικαλιστική αντίληψη, η εργατική τάξη, θεωρούμενη από τη σκοπιά τής χειραφέτησης τής οποίας είναι φορέας, δεν ορίζεται πρώτα ή κυρίως από την ταξική πάλη, από την εκμετάλλευση, την καταδυνάστευση και τη φυσική / σωματική και ηθική δυστυχία που αυτά δεν παραλείπουνε να προκαλέσουν. Η χειραφετητική της δύναμη εξαρτάται ουσιαστικά από την ικανότητά της, ιστορικά και τοπικά καθορισμένη, να συγκροτείται ως μια αυτόνομη, ανεξάρτητη και καταφατική δύναμη, έχοντας στη διάθεσή της όλες τις υπηρεσίες, όλους τους θεσμούς και όλες τις αξίες που είναι απαραίτητες για την ανεξαρτησία της, οι οποίες εξαρτώνται μόνο από την ικανότητά της να δημιουργήσει έναν άλλο κόσμο. Για τον αναρχοσυνδικαλισμό και τον επαναστατικό συνδικαλισμό, η εργατική τάξη πρέπει πρώτα να κάνει μια ριζική απόσχιση, ώστε να μην έχει τίποτα κοινό με την υπόλοιπη κοινωνία. Η συζήτηση / έρευνα αναφορικά με αυτό το ελευθεριακό στοιχείο τού εργατικού κινήματος αυτονομισμού, η οποία ξεπερνά σε μεγάλο βαθμό τα συχνά αβέβαια ιδεολογικά σύνορα, φέρει το πολύ ξεκάθαρο όνομα, από μια νιτσεϊκή σκοπιά, του «εργατικού αυτονομισμού». Το εργατικό κίνημα πρέπει να «αυτονομηθεί» από την υπόλοιπη κοινωνία. Αυτό ακριβώς εξηγεί ο Προυντόν στο βιβλίο του: De la Capacité politique des classes ouvrières, το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του και αναμφίβολα είναι ένα από τα κείμενα που διαβαστήκανε περισσότερο, από τους εργάτες αγωνιστές, πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: «Ο αυτονομισμός που προτείνω είναι η ίδια η προϋπόθεση τής ζωής. Το να διαχωρίσει κανείς τον εαυτό του, να ορίσει τον εαυτό του, σημαίνει να είναι• όπως όταν συγχωνεύεται και απορροφιέται κανείς χάνει τον εαυτό του. Το να κάνουμε μια διάσπαση, μια νόμιμη διάσπαση, είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε να διεκδικήσουμε το δίκιο μας [...]. Αφήστε την εργατική τάξη, αν παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της, αν επιδιώκει κάτι άλλο πέρα από μια φαντασίωση, να υπερασπίζεται την αλήθεια: πάνω απ' όλα, πρέπει να ξεφύγει από τους κηδεμόνες της και [...] να ενεργεί στο εξής και αποκλειστικά μόνη της και για τον εαυτό της».
In this way of seeing, the class struggle is obviously not absent, but it has nothing dialectical anymore. For revolutionary syndicalists and anarcho-syndicalists, the strike, the privileged expression of the class struggle, is first of all a founding and untimely act that could in many ways be qualified as autistic, a tearing of time that is always singular and circumstantial, a rupture of the previous links and fetters that, through the multiplication of partial conflicts, contributes decisively to the transformation of the very being of the worker. In this incessant repetition of the strike, the workers’ organizations can give themselves immediate objectives, make agreements; these objectives are always secondary and these agreements always provisional. For what constitutes them as revolutionary forces, they do not aim at any reasonable compromise because defined by the framework in which it is made, at any “satisfaction” that would come from the economic and social order from which they obtain it. Even and especially when they sign conventions, the workers are not in a situation of demand. They are content to obtain a part of their “right”, provisionally, while waiting to obtain it in its entirety, freely, without other “respondents” than themselves. If the workers don’t ask for anything, it’s because they don’t feel any envy for the old world they want to abolish. Their revolt is a pure affirmation of the forces and the movement that constitute them, and it is only in a derivative way that they are forced to fight the reactive and reactionary forces that oppose this affirmation. They ask nothing from anyone, but everything from themselves, from their capacity to express and develop the power they carry.

Υπό αυτήν την οπτική, είναι προφανές πως η ταξική πάλη δεν απουσιάζει, αλλά αυτό που απουσιάζει τελείως είναι η διαλεκτική. Για τους επαναστάτες συνδικαλιστές και τους αναρχοσυνδικαλιστές, η απεργία, η προνομιακή έκφραση τής ταξικής πάλης, είναι πρώτα απ' όλα μια θεμελιώδης και πρώιμη πράξη που θα μπορούσε με πολλούς τρόπους να προσδιοριστεί ως αυτιστική, ένα σκίσιμο τού χρόνου που είναι πάντα μοναδικό και περιστασιακό, μια ρήξη με τους προηγούμενους δεσμούς και εμπόδια, που μέσω του πολλαπλασιασμού των επιμέρους συγκρούσεων συμβάλλει αποφασιστικά στη μεταμόρφωση τής βαθιάς ουσίας τού εργάτη. Σε αυτήν την αδιάκοπη επανάληψη τής απεργίας, οι εργατικές οργανώσεις μπορούνε να δώσουνε στους εαυτούς τους άμεσους στόχους, να κάνουνε συμφωνίες• αυτοί οι στόχοι είναι πάντα δευτερεύοντες και αυτές οι συμφωνίες πάντα προσωρινές. Διότι οτιδήποτε τις κάνει να είναι επαναστατικές δυνάμεις, είναι πως δεν στοχεύουνε σε κανέναν εύλογο συμβιβασμό γιατί θα ορίζεται από το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται και οποιαδήποτε «ικανοποίηση» θα προερχόταν από την οικονομική και κοινωνική τάξη από την οποία την αποκτούσαν. Ακόμα και ειδικά όταν υπογράφουνε συμβάσεις, οι εργάτες / εργαζόμενοι δεν βρίσκονται σε κατάσταση ζήτησης. Αρκούνται να αποκτήσουν ένα μέρος τού «δικαιώματος» τους προσωρινά, ενώ περιμένουνε να το αποκτήσουνε στο σύνολό του, ελεύθερα, χωρίς άλλους «ενδιαφερόμενους» εκτός από τους ίδιους. Αν οι εργάτες / εργαζόμενοι δεν έχουν αιτήματα, είναι γιατί δεν νοιώθουνε φθόνο για τον παλιό κόσμο τον οποίο θέλουνε να καταργήσουν. Η εξέγερσή τους είναι μια καθαρή επιβεβαίωση των δυνάμεων και του κινήματος που τους συνιστούν, και μόνο δευτερογενώς αναγκάζονται να πολεμήσουνε την αντίδραση και τις αντιδραστικές δυνάμεις που αντιτίθενται σε αυτήν την επιβεβαίωση. Δεν ζητάνε τίποτα από κανέναν, αλλά τα πάντα από τον εαυτό τους, από την ικανότητά τους να εκφράζουνε και να αναπτύσσουνε τη δύναμη που έχουν.
In another way, we find Nietzsche’s approach, perceptible as early as Zarathustra and later in his will to overthrow values (not in the sense of turning them into their opposite but in the sense of destroying the tables of the law), to cut history in two and to establish an entirely new world. As with Nietzsche, the libertarian project, affirmative and differential, is part of a messianic type of approach that can be found almost everywhere in industrializing societies, from Spanish anarchism to the libertarian Judaism of Central Europe described by Michael Löwy. The theme of the general strike or its popular expression of the “Big Night”, illustrates well this radical conception of the revolutionary struggle of the libertarian workers’ movement. With the general strike, which gives the meaning of partial strikes, the working class stops everything, crossing its arms. Like the trumpets of Jericho, it is its way to break down the walls of the existing order, deploying the power of another possible. In this conception of the Revolution, the working class has effectively nothing to ask, nothing to say to anyone else, since it claims to be everything and, above all, something entirely new that no one can give it, since it is it that brings it.

Διαφορετικά, συναντάμε την προσέγγιση τού Νίτσε, αντιληπτή ήδη από τον Ζαρατούστρα και αργότερα στη θέλησή του να ανατρέψει τις αξίες (όχι με την έννοια να τις μετατρέψει στο αντίθετό τους αλλά με την έννοια τής καταστροφής των βίβλων τού νόμου), να κοπεί η ιστορία στα δύο και να δημιουργηθεί ένας εντελώς νέος κόσμος. Όπως και με τον Νίτσε, το ελευθεριακό εγχείρημα, καταφατικό και διαφορoποιημένο, είναι μέρος μιας μεσσιανικού τύπου προσέγγισης η οποία μπορεί να βρεθεί σχεδόν παντού στις βιομηχανικές κοινωνίες, από τον ισπανικό αναρχισμό μέχρι τον ελευθεριακό Ιουδαϊσμό τής Κεντρικής Ευρώπης ο οποίος περιγράφεται από τον Michael Löwy. Το θέμα τής γενικής απεργίας ή υπό τη λαϊκή της έκφραση ως η «Μεγάλη Νύχτα», απεικονίζει καλά αυτή τη ριζοσπαστική αντίληψη τής επαναστατικής πάλης τού ελευθεριακού εργατικού κινήματος. Με τη γενική απεργία, η οποία δίνει το νόημα στις μερικές απεργίες, η εργατική τάξη σταματάει τα πάντα, σταυρώνοντας τα χέρια της. Όπως οι τρομπέτες τής Ιεριχούς, είναι ο τρόπος της να γκρεμίσει τα τείχη τής υπάρχουσας τάξης, αναπτύσσοντας τη δύναμη μιας άλλης δυνατότητας. Υπό αυτήν την αντίληψη τής Επανάστασης, η εργατική τάξη ουσιαστικά δεν έχει τίποτα να ζητήσει, τίποτα να συζητήσει με κανέναν άλλον, αφού ισχυρίζεται ότι είναι τα πάντα και, κυρίως, κάτι εντελώς νέο που κανείς δεν μπορεί να το δώσει, αφού είναι αυτή που το φέρνει.

συνεχίζεται

25 Μαρτίου 2023

Ἡ 25 Μαρτίου [Γεράσιμος Μαρκοράς]

Ἡ 25 Μαρτίου

Ἂς ἀνθίσουν τὰ πλάγια κι’ οἱ κάμποι
Κατὰ τ’ Ἄστρο ’ποῦ ὁλόχαρο βγαίνει!
Τὸ στεφάνι τῆς δόξας του λάμπει,
Καὶ ἀπὸ φῶς πλημμυρίζει τὴ γῆ•
Ταῖς ψυχαῖς τῶν Ἑλλήνων θερμαίνει,
Ἀλλὰ τόση ἔχουν φλόγα κ’ ἐκείναις
’Ποῦ ἀναδίνουν ’ς τοῦ ἡλίου ταῖς ἀχτῖνες
Ὅση ἐκεῖθε λαβαίνουν ζωή.

Τέτοια ’μέρα τὰ στήθη τους ὅλοι
Δὲ στολίζουν μὲ δάφνης κλωνάρια•
Προκαλῶντας τὸ τούρκικο βόλι,
Νέα στολίδια γυρεύουν πολλοί.
Δὲ φθονοῦνε τ’ ἀνδρεῖα παλληκάρια
Τῆς χαρᾶς τὸ γιομάτο ποτῆρι•
Ηὗραν ἄλλο ἐθνικὸ πανηγύρι
’Σ τ’ ἀκουσμένο τῆς Κρήτης νησί.

Μόλις εἶπαν λιβάδια καὶ βράχοι•
«Ἡ Τουρκιὰ μὲ τὴν Κρήτη παλεύει!»
Ἐχυθῆκαν ’ς τὴν ἄσπονδη μάχη,
Ὠς νὰ ἐτρέχαν σὲ γάμου χαρά.
Τὸ πουλὶ ’ποῦ μακρυὰ ταξειδεύει,
Τέτοια ὁρμὴ ’ς τὴ φτεροῦγα του βρίσκει,
Ὅταν αὔραις, ἀρώματα κ’ ἴσκοι
Τὸ προσμένουν ’ς τὴ νέα κατοικιά.

Ἄχ! ’ς τὴ μέση ἀπὸ χίλιους κινδύνους,
Πεῖνα, δεῖψα καὶ λίθινο στρῶμα
Νὰ προσφέρῃ ἐδυνήθη ’ς ἐκείνους
Τῶν ἡρώων ἡ πολύπαθη γῆ.
Ἀλλ’ ἐκεῖ πολεμοῦν, καὶ τὸ χῶμα
Ἀπὸ αἷμα θεόργιστο βρέχουν•
Πολεμοῦν, καὶ ’ς τὸ πλάγι τους ἔχουν
Τὰ ξεφτέρια τῆς Ἴδας ἐκεῖ.

Μία θερμὴ τοὺς ἀντάμωσε ἀγάπη,
’Ποῦ κανένας ποτὲ δὲ θὰ σβύσῃ•
Τ’ ἄγριο ξίφος τοῦ Τούρκου, τ’ Ἀράπη
Πάντ’ αὐτοὺς ἑνωμένους θὰ βρῇ•
Μήτε θέλει σκληρὰ τοὺς χωρίσῃ
Τῆς Εὐρώπης τουρκόφιλο γράμμα•
Ἢ θὰ ζήσουν ἐλεύθεροι ἀντάμα,
Ἢ ’ς τὴ μάχη θὰ πέσουν μαζῇ.

Τ’ ὡρκισθῆκαν• μὲ βία καὶ μὲ πλάνη
Τέτοιον ὅρκο νὰ πνίξῃ ζητάει
Τὸ χλωμό, τρομασμένο Διβάνι,
Μήπως πέρα ’ς τὴ Δύσι ἀκουσθῇ.
Ἀλλὰ ξάφνου τ’ ἀέρι βροντάει,
Ἀντηχῶντας καὶ κάτου ’ς τὸν ᾅδη•
Τρέμει, ἀνάφτει, πετιέται τ’ Ἀρκάδι
Τέτοιον ὅρκο τοῦ κόσμου νὰ ’πῇ.

Μὲ ταῖς φλόγαις ὁ κρότος ἐχύθη
’Σ τὴ μίαν ἄκρη τῆς γῆς καὶ ’ς τὴν ἄλλη•
—Ζήτω! ζήτω!—ἀναρίθμητα στήθη
Ἐφωνάξαν ὥς τ’ ἄστρα παντοῦ.
Τί θὰ πράξουν τῆς γῆς οἱ Μεγάλοι;
Τί ’ς τὸ νοῦ τους κρυφὰ μελετοῦνε;
Μὲς τὰ κρύα σωθικὰ δὲν ἀκοῦνε
Μήτε σπίθα τ’ ἐνδόξου Ἀρκαδιοῦ;

Τὴ βουλή τους, λαχτίζοντας, τώρα
Ἡ γυναῖκα τῆς Κρήτης προσμένει,
Ὅπου λύσσα τοῦ Τούρκου αἱμοβόρα
Νὰ ξεφύγῃ ἐδυνήθη κρυφά.
Θὰ γυρίσῃ ’σὲ λίγο ἡ θλιμμένη
Τὸ Σταυρὸ ν’ ἀγναντέψῃ ’ς τὴν Ἴδα;
Ἢ θ’ ἀκούσῃ—δὲν ἔχεις πατρίδα—
Νὰ τῆς σφάξῃ τὴ μαύρη καρδιά;

Ἀλλὰ πῶς κάθε φόβο καὶ λύπη
Τώρα ξάφνου πετάει ’ς τὸν ἀέρα;
Πῶς γενναῖοι καὶ χαρούμενοι χτύποι
Τῆς ταράζουν τὰ στήθη μὲ μιᾶς;
Ὦ τῆς δόξας ἀθάνατη ’μέρα,
Εἶσαι σὺ, ’ποῦ προβαίνοντας πάλι,
Μέγα θάῤῥος, ἐλπίδα μεγάλη
Μὲ μίαν αὖρα μονάχη ξυπνᾷς!

Ἂς ἀνθίσουν τὰ πλάγια κ’ οἱ κάμποι
Κατὰ τ’ ἄστρο ποῦ ὁλόχαρο βγαίνει!
Τὸ στεφάνι τῆς δόξας του λάμπει,
Καὶ ἀπὸ φῶς πλημμυρίζει τὴ γῆ•
Ταῖς ψυχαῖς τῶν Ἑλλήνων θερμαίνει,
Ἀλλὰ τόση ἔχουν φλόγα κ’ ἐκείναις,
’Ποῦ ἀναδίνουν ’ς τοῦ ἡλίου ταῖς ἀχτῖνες
Ὅση ἐκεῖθε λαβαίνουν ζωή.


24 Μαρτίου 2023

[στο Ναό Αρτέμιδας Αγροτέρας, 20.03.2023]

Εικόνες από τη θέση στην οποία υπήρχε ο περίφημος Ναός Αρτέμιδας Αγροτέρας, στη συνοικία Μετς στην Αθήνα, είχανε παρουσιαστεί στο παρόν ιστολόγιο και πριν έξι περίπου χρόνια. 
Στο τότε συνοδευτικό κείμενο των εικόνων: «Ο αρχαιολογικός χώρος όπου βρισκόταν ο σημαντικότατος λατρευτικός χώρος των αρχαίων Αθηναίων, ο Ναός της Αρτέμιδας Αγροτέρας, που κατασκευάστηκε το 448 π.Χ. πιθανότατα από τον Καλλικράτη, ανακαλύφθηκε και ανασκάφθηκε το 1897 ενώ από το 1964 εκκρεμεί η απαλλοτρίωση του χώρου ώστε ο αρχαιολογικός χώρος, αφού ανασκαφεί πλήρως, να αποδοθεί στους επισκέπτες. Βρίσκεται επί της οδού Αρδηττού στον αρ. 24, στο Μετς, σε απόσταση αναπνοής από τον Ναό Ολυμπίου Διός, την Ακρόπολη κλπ. Ο εν λόγω αρχαιολογικός χώρος, άγνωστος στο ευρύ κοινό, είναι όπως φαίνεται κατωτέρω εγκαταλελειμμένος και προστατευόμενος από περίφραξη με λαμαρίνες και τσίγκους ενώ (όπως φαίνεται στην πρώτη φωτογραφία) δομικά υλικά αρχαιολογικής αξίας βρίσκονται εκτός του περιφραγμένου χώρου.
Εδώ μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά για τον αρχαιολογικό χώρο καθώς και τις προσπάθειες που γίνονται για να ολοκληρωθεί η διαδικασία απαλλοτρίωσης.»
…να προσθέσουμε περαιτέρω πως, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στην περιοχή του Ναού λαμβάνανε χώρα τα Μικρά Ελευσίνια Μυστήρια. 
Ο Ναός συνδεότανε με τη νίκη των Αθηναίων στη Μάχη τού Μαραθώνα. Στο Ναό τής Αρτέμιδας Αγροτέρας γινόντουσαν οι ετήσιες τελετές, που περιλαμβάνανε θυσίες και γιορτές προς τιμή τής Θεάς Αρτέμιδας, στα πλαίσια εκπλήρωσης τού τάματος των Αθηναίων για τη νίκη τους στη Μάχη τού Μαραθώνα.
Αργότερα μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό με νεκροταφείο, η «Παναγιά στην Πέτρα», ενώ τον 17ο αι. έγιναν εργασίες επέκτασής του και κατασκευάστηκε και τρούλος.
Στα τραγικά για την Αθήνα χρόνια τού τούρκου βοεβόδα Χατζή Αλή Χασεκή, γκρεμίστηκε μαζί με άλλα μνημεία τής Αθήνας• βολικές πηγές οικοδομικών υλικών για το τείχος που κατασκεύασε γύρω από την Αθήνα. 
Δεν θα πρέπει βεβαίως να αποκλείσουμε και, νωρίτερα στα βυζαντινά χρόνια, σύμφωνα με τη διαπίστωση τού Στ. Κουμανούδη για την τύχη μεγάλου μέρους των αρχαίων μνημείων τής ευρύτερης περιοχής γύρω από το Ναό Ολυμπίου Διός (σήμερα σώζονται οι Στήλες του), μέλη ή αγάλματα τού αρχαίου Ναού να είχανε γίνει ασβέστης.     
Για το πώς ήτανε ο αρχαίος Ναός δεν έχουνε σωθεί ερείπια μέσω των οποίων θα μπορούσαν οι αρχαιολόγοι να σχηματίσουν ασφαλή εικόνα τής μορφής του. Λιγοστά θραύσματα τής ζωφόρου βρίσκονται στα μουσεία τής Αθήνας, της Βιέννης και του Βερολίνου.
Ακολουθούνε λίγες εικόνες από τη σημερινή εικόνα τού αρχαιολογικού χώρου, σαφώς σε καλύτερη κατάσταση από αυτήν πριν 6 χρόνια. H πρώτη εικόνα από έξω του περιφραγμένου χώρου: σκαλοπάτια, για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στο χώρο τού Ναού, σμιλευμένα στο βράχο.








23 Μαρτίου 2023

«απουσίες» [Θωμαή Ζορμπάκη]


«απουσίες»

ήρθε νωρίς η άνοιξη μητέρα
τα λουλούδια δεν έχουν μυστικά απ’ τον ήλιο
όπως κοιτούν
κι οι πολύχρωμες πεταλούδες ‘δω και ‘κει
κουβαλούν το Μάρτη
το ελαφρύ αεράκι φέρνει μυρωδιές και μνήμες
κρατώ κοντά μου ό,τι αγαπώ και περπατώ
την γλυκύτητα, αυτή η ωραία ζέστη της εποχής
στα παλιά εργοστάσια, φωτεινά πέπλα χαμομηλιού και παλιοφτώχια
πάντα μου άρεσε το μεσημέρι, μα όλα άλλαξαν

22 Μαρτίου 2023

Nietzsche and Anarchism [Daniel Colson] - μέρος Ι

Έχοντας διαβάσει έργα τού Friedrich Wilhelm Nietzsche, αυτό που καταλάβαινα ήτανε πως η ένταξή του, από ερμηνευτές του, στη (ναζιστική) ακροδεξιά – παρασυρμένους ίσως και από τη θιασώτρια των ναζί αδελφή του, τη Therese Elisabeth Alexandra Nietzsche, η οποία πολύ μετά το θάνατό του, «είδε» στον υπεράνθρωπο, στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρας», το γερμανό άριο ναζιστή, προσφέροντας έτσι στους ναζιστές ένα ιδεολογικό όπλο –, δεν έστεκε. Το παρακάτω κείμενο του Daniel Colson, αλιευμένο από το theanarchistlibrary.org/library, το οποίο συνοδεύεται από μια απόδοσή του στα ελληνικά, προσφέρει μιαν άλλη οπτική για το έργο τού μεγάλου αυτού φιλοσόφου, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.  


Nietzsche’s work has been the object of a large number of interpretations: an extreme right-wing interpretation, for example, but also a Christian interpretation, or even, very early on, an anarchist interpretation and, more recently, a reading that could be called libertarian, linked to the revival of this current of thought over the last thirty years. The Nietzsche that anarchists first discovered (from Fernand Pelloutier to Libertad, via Georges Palante) was above all an individualist Nietzsche. And it is only much later, with authors not specifically anarchists (Deleuze and Foucault for example), and as this text would like to show, that this individualist interpretation could be widened to a consideration of the collective and social dimension of the libertarian project, in particular in its workers’ dimensions. It is true that this enlargement was not at first self-evident. The vocabulary, the figures and more generally the historical and scientific references used by Nietzsche had nothing that could make immediately readable a proximity between his thought and the political and social dimension of the workers’ libertarian movements. How could anarchists or revolutionary syndicalists have recognized themselves in formulations where, in contrast to the dominant moral and populist interpretations, Nietzsche constantly takes the side of the “strong” and the “masters” against the “weak” and the “slaves” who, according to him and against all evidence, have prevailed over the “masters”?

Το έργο τού Νίτσε έχει αποτελέσει το αντικείμενο μεγάλου αριθμού ερμηνειών: από ακροδεξιά ερμηνεία, για παράδειγμα, αλλά και χριστιανική ερμηνεία, ή ακόμη, σε πρώιμα στάδια, από αναρχική ερμηνεία και, πιο πρόσφατα, μια ανάγνωση που θα μπορούσε να ονομαστεί ελευθεριακή ερμηνεία, συνδεδεμένη με την αναβίωση αυτού του ρεύματος σκέψης, τα τελευταία τριάντα χρόνια (σ.σ. το κείμενο είναι του 2002). Ο Νίτσε, τον οποίο ανακαλύψανε για πρώτη φορά οι αναρχικοί (από τον Fernand Pelloutier έως τον Libertad, μέσω του Georges Palante) ήτανε πάνω από όλα ένας ατομικιστής Νίτσε. Και μόνο πολύ αργότερα, με συγγραφείς όχι αποκλειστικά αναρχικούς (για παράδειγμα οι Deleuze και Foucault), και όπως θα ήθελε να δείξει αυτό το κείμενο, αυτή η ατομικιστική ερμηνεία θα μπορούσε να διευρυνθεί σε μια θεώρηση τής συλλογικής και κοινωνικής διάστασης τού ελευθεριακού έργου, ιδίως στις εργατικές του διαστάσεις. Είναι αλήθεια ότι αυτή η διεύρυνση δεν ήτανε στην αρχή αυτονόητη. Το λεξιλόγιο, οι φιγούρες και γενικότερα οι ιστορικές και επιστημονικές αναφορές, τις οποίες χρησιμοποιούσε ο Νίτσε, δεν είχανε τίποτα που θα μπορούσε να κάνει αμέσως ευανάγνωστη μια εγγύτητα μεταξύ της σκέψης του και της πολιτικής και κοινωνικής διάστασης των εργατικών ελευθεριακών κινημάτων. Πώς θα μπορούσαν οι αναρχικοί ή οι επαναστάτες συνδικαλιστές να έχουν αναγνωρίσει τους εαυτούς τους σε διατυπώσεις όπου, σε αντίθεση με τις κυρίαρχες ηθικές και λαϊκίστικες ερμηνείες, ο Νίτσε παίρνει συνεχώς το μέρος των «ισχυρών» και των «κυρίων» ενάντια στους «αδύναμους» και τους «σκλάβους», που σύμφωνα με τον ίδιο και ενάντια σε όλα τα στοιχεία, έχουν επικρατήσει των «αφεντικών»;
“The strong must be protected against the weak”, says Nietzsche. A paradoxical formula that only a philosophical interpretation could make intelligible. Today, we can better perceive how, for Nietzsche, masters and slaves constitute types, applicable to a great number of situations, each time requiring a great finesse of evaluation and interpretation. Masters and slaves are not always where we think we find them; and these modes of being owe nothing to the signs and representations that claim to fix and express them. It is true however that for Nietzsche the people, the democracy, the egalitarianism of the ballot boxes, the crowd and the masses always ready to submit to the first platform speaker who promises them the moon, are a particularly bright manifestation of the negative figure of the slave, of a reactive and envious force, subjected to the hatred and the resentment. But as even the most superficial knowledge of the libertarian movement suggests, there is nothing about this judgment that would shock anarchists. And it is precisely here that Nietzsche’s analysis justifies being confronted with what we can know, historically, of the different forms of the libertarian workers’ movement and, behind them (or after them) of what any libertarian movement can be.

«Οι δυνατοί πρέπει να προστατεύονται από τους αδύναμους», λέει ο Νίτσε. Ένας παράδοξος ισχυρισμός που μόνο μέσω μιας φιλοσοφικής ερμηνείας θα μπορούσε να γίνει κατανοητός. Σήμερα, μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα πως, για τον Νίτσε, οι αφέντες και οι σκλάβοι αποτελούνε τύπους, που είναι δυνατόν να εφαρμοστούνε σε μεγάλο αριθμό καταστάσεων, οι οποίες κάθε φορά απαιτούνε μεγάλη λεπτομέρεια αξιολόγησης και ερμηνείας. Οι αφέντες και οι σκλάβοι δεν είναι πάντα εκεί που νομίζουμε ότι τους βρίσκουμε• και αυτοί οι «τρόποι να είσαι» δεν οφείλουνε τίποτα στα σημεία και τις αναπαραστάσεις που ισχυρίζονται ότι διορθώνουνε και εκφράζουν. Είναι αλήθεια όμως πως για τον Νίτσε ο λαός, η δημοκρατία, ο εξισωτισμός μπρος στην κάλπη, το πλήθος και οι μάζες πάντοτε έτοιμες να υποταχθούνε στον πρώτο από βήματος ομιλητή, ο οποίος τους υπόσχεται το φεγγάρι, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές εκδηλώσεις τής αρνητικής μορφής τού σκλάβου, μιας αντιδραστικής και φθονερής δύναμης, που υποβάλλεται στο μίσος και την αγανάκτηση. Αλλά όπως υπονοεί και η πιο επιφανειακή ακόμα γνώση τού ελευθεριακού κινήματος, δεν υπάρχει τίποτα σε αυτή την κρίση που θα συγκλόνιζε τους αναρχικούς. Και είναι ακριβώς εδώ που η ανάλυση του Νίτσε δικαιολογεί την αντιμετώπισή μας με όσα μπορούμε να γνωρίζουμε, ιστορικά, για τις διαφορετικές μορφές τού ελευθεριακού εργατικού κινήματος και, πίσω από αυτές (ή μετά από αυτές) για το τι μπορεί να είναι το κάθε ελευθεριακό κίνημα. 

Anarcho-syndicalism and revolutionary syndicalism have only very little theorized their practices and, a fortiori, called upon philosophical references from which their militants were very distant. The “intellectuals” — Sorel, Berth, etc. — who claimed to speak for them, referred to Bergson, much more rarely to Nietzsche. This is therefore a retrospective interpretation. It could be formulated as follows. Contrary to appearances, if the masses submitted to politicians or fascinated by charismatic leaders (from Mussolini to Mao Tse Toung) unquestionably belong to what Nietzsche calls “slaves”, the so-called anarcho-syndicalist or revolutionary syndicalist workers’ movements, as well as what sociology and history show about the values and the kind of life of the classes or the professional circles that made them possible, are just as indisputably of the type of “masters” and “aristocrats” as Nietzsche conceives them. To support this thesis, one could multiply the points of convergence; on the side of Proudhonism and Proudhon of course, in the way the latter thinks of the strength and weaknesses of the “people”; but also through the historical and sociological approach of a certain number of working-class professional sectors of the nineteenth and twentieth centuries, of the systems of values that they develop, of their relationship to the world and to others; or again about the so-called anarcho-syndicalist labor movement, from the so decried “agitating minorities” to the mixture of individualism and collective action that characterizes them, through its equally misunderstood conception of the “strike” as an affirmation of workers’ strength and will. Here we will consider only three main aspects: separatism, federalism and direct action.

Ο αναρχοσυνδικαλισμός και ο επαναστατικός συνδικαλισμός ελάχιστα θεωρητικοποιήσανε τις πρακτικές τους και, κατά κύριο λόγο, επικαλεστήκανε φιλοσοφικές αναφορές, από τις οποίες οι αγωνιστές τους απείχανε πολύ. Οι «διανοούμενοι» — Sorel, Berth, κ.λπ. — οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι μιλούσανε για αυτούς, αναφερόντουσαν στον Bergson, πολύ πιο σπάνια στον Nietzsche. Αυτή είναι λοιπόν μια αναδρομική ερμηνεία. Θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: «Σε αντίθεση με ό,τι φαίνεται, αν οι μάζες υποτάσσονται στους πολιτικούς ή γοητεύονται από χαρισματικούς ηγέτες (από τον Mussolini μέχρι τον Mao Tse Toung) ανήκουν αναμφισβήτητα σε αυτό που ο Νίτσε αποκαλεί «σκλάβους»• τα λεγόμενα πάλι αναρχοσυνδικαλιστικά ή επαναστατικά συνδικαλιστικά εργατικά κινήματα, καθώς και ό,τι δείχνουν η κοινωνιολογία και η ιστορία για τις αξίες και τα είδη τής ζωής των τάξεων ή των επαγγελματικών κυκλωμάτων που τα καταστήσανε δυνατά, είναι εξίσου αδιαμφισβήτητα οι τύποι των «αφεντικών» και «αριστοκρατών» όπως τους αντιλαμβάνεται ο Νίτσε.» Για να υποστηρίξει κάποιος αυτή τη θέση, θα μπορούσε να πολλαπλασιάσει τα σημεία σύγκλισης• από την πλευρά τού Προυντονισμού και του Προυντόν φυσικά, με τον τρόπο που ο τελευταίος σκέφτεται τη δύναμη και τις αδυναμίες του «λαού», αλλά και μέσω της ιστορικής και κοινωνιολογικής προσέγγισης ορισμένων επαγγελματικών τομέων τής εργατικής τάξης τού δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα, των συστημάτων αξιών που αναπτύσσουν, των σχέσεων τους με τον κόσμο και τους άλλους• ή πάλι για το λεγόμενο αναρχοσυνδικαλιστικό εργατικό κίνημα, από τις τόσο στηλιτευμένες «αναταραγμένες μειονότητες» στο μείγμα ατομικισμού και συλλογικής δράσης που το χαρακτηρίζει, μέσω της εξίσου παρεξηγημένης αντίληψής για την «απεργία» ως επιβεβαίωση τής εργατικής δύναμης και θέλησης. Εδώ θα εξετάσουμε μόνο τρεις κύριες πτυχές: τον αυτονομισμό, τον φεντεραλισμό και την άμεση δράση. 

συνεχίζεται

21 Μαρτίου 2023

Ισημερία [Πόπη Νεγιάννη]


Ισημερία
Ισορροπία
Η μέρα όση κι η νύχτα
Στα χαρτιά
Στο ζύγι πάντα βαραίνει η νύχτα.

20 Μαρτίου 2023

[στην Πάρνηθα – σπηλαιοπηγή "Τσαούση" – 18.03.2023]

Στο παρόν παρουσιάζονται εικόνες από τη διαδρομή, την οποία ακολούθησα το πρωινό τής 18ης Μάρτη 2023, στην ανατολική Πάρνηθα, μες στο τραγικό σκηνικό από τη λαίλαπα που ξεκίνησε στις 3 Αυγούστου 2023 και για 3-4 μέρες κατάκαιε την ανατολική Πάρνηθα, στο οποίο, 19 περίπου μήνες μετά, τα πρώτα δείγματα τής αναγέννησης τού πευκοδάσους είναι εμφανή!
Η διαδρομή έχει σημειωθεί στο χάρτη από τη wikimapia:
























Σημείο αφετηρίας και επιστροφής το σημείο που ξεκινά ο δασικός χωματόδρομος, προς την Πάρνηθα, 430 περίπου μ. δυτικά τής πηγής «Μπαχούνια», την οποία επισκέφτηκα αρχικά:



















Κατόπιν πήρα το δασικό χωματόδρομο…



















…ο οποίος κατευθύνεται προς το ψηλότερο σημείο τής περιοχής «Βουρλιώτες» με την εντυπωσιακή θέα:




















Στη συνέχεια κινήθηκα βόρεια μέχρι την σπηλαιοπηγή «Τσαούση»:

















































Από εκεί ακολούθησα το μονοπάτι προς τα βόρεια, το οποίο στο σημείο τής επόμενης εικόνας διακλαδίζεται σε ένα που συνεχίζει βόρεια, προς τη Λάκκα «Τσαούση»  και σε ένα (το δεξί) που ανεβαίνει τη ράχη «Τσαούση» περνώντας από την κορυφή της στα 861 μ.






































Συνέχισα στο μονοπάτι ανατολικά.
Στην επόμενη η ράχη «Τσαούση» από ανατολικά και στο βάθος νεφοσκεπείς οι ανατολικές πλαγιές τού ορεινού όγκου, της Πάρνηθας, «Ξεροβούνι».


















Το εν λόγω μονοπάτι περνά από μια ράχη, με υψόμετρο 830 μ., κοντά στην κορυφή τής οποίας υπάρχουνε λιγοστά, αλλά εκτεταμένα σε αρκετά στρέμματα, ερείπια εγκαταστάσεων, που πιθανόν να είναι στρατιωτικά από τον Α’ ή τον Β’ ΠΠ.






















Το μονοπάτι συνεχίζει ανατολικά και φτάνει στις δυτικές παρυφές τού λόφου «Κατσιμίδι»  όπου συναντά δασικό χωματόδρομο μέσω του οποίου επέστρεψα.