31 Δεκεμβρίου 2014

Για τον Πάμπλο Νερούντα κι έξι ποιήματα [Εσπέρια Καπόγλου]

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Πάμπλο Νερούντα δεν είναι όσο θα έπρεπε γνωστός στην Ελλάδα. Κι ενώ το έργο του, μεταφρασμένο στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου, έχει κερδίσει από καιρό τη διεθνή αναγνώριση, στη χώρα μας δεν φαίνεται να πήρε μέχρι σήμερα τη θέση που του ταιριάζει. Ίσως γιατί ο ποιητής έμεινε γνωστός σ’ έναν κύκλο σχετικά περιορισμένο. Ίσως γιατί άλλοι άφησαν ν’ ακουστεί, κατά προτίμηση, η φωνή του Νερούντα, όπως βγαίνει μέσα από τα «αντιστασιακά» του ποιήματα. Εξ άλλου, πολύ λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να χαρούν στο πρωτότυπο το πλούσιο έργο του. Οπωσδήποτε τελευταία, με την απονομή του βραβείου Νομπέλ στο Γιώργο Σεφέρη, το όνομα του Χιλιανού ποιητή έγινε πλατύτερα γνωστό. Τον γνωρίσαμε σαν τον πιο σοβαρό διεκδικητή του βραβείου που, τελικά, δόθηκε στον ποιητή της «Στροφής».

Ο Πάμπλο Νερούντα γεννήθηκε στο Παρράλ της Χιλής στα 1904. Το πραγματικό του όνομα είναι Νεφταλί Ρικάρντο Ρεγιές υ Μπασοάλτο. Ο πατέρας του, ένας μικροαστός σιδηροδρομικός υπάλληλος, θα φέρει αργότερα την οικογένεια του από το Παρράλ στο Τεμούκο, μια περιοχή όλο δάση και πυκνή τροπική βλάστηση. Το τοπίο, μεγαλόπρεπο, θα μεταδώσει στο νεαρό Ρεγιές τα πρώτα μηνύματα της παντοδύναμης φύσης. Είναι το ίδιο αυτό τοπίο που θα επανέρχεται επίμονα στο κατοπινό του έργο.
Εδώ θα πάρει τα πρώτα μαθήματα κι εδώ, για πρώτη φορά, ακούσει τη φωνή της Γης, θ’ αφουγκρασθεί τα μυστικά της και θα δεθεί αξεδιάλυτα με το νερό και το χώμα: δυο στοιχειά παρθενικά που θα βάλουν τη σφραγίδα τους στο έργο του.

Στα 1920 θα πάει για σπουδές στο Σαντιάγο. Νεαρός φοιτητής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου θα κερδίσει πανηγυρικά στο εαρινό Φεστιβάλ Φοιτητικού Συλλόγου το πρώτο βραβείο με το «Canciὸn de la fiesta» — «Τραγούδι της γιορτής». Οι μνήμες από το Τεμούκο τον συντροφεύουν. Η ομορφιά κι η αγριάδα του τοπίου ξαναγυρίζουν. Και μαζί οι φωνές που μίλησαν τότε μέσα του. Είναι οι φωνές όλων εκείνων που γνώρισε στα πρώτα σκόρπια και ασύνταχτα διαβάσματά του, τότε που καταβρόχθιζε, χωρίς σειρά, ό,τι έπεφτε στα χέρια του. Ήτανε φυσικό οι πρώτοι του στίχοι «Canciὸn de la fiesta» και «Crepusculario» να φέρουν τον αντίλαλο εκείνων των φωνών. Επικρατούσε ακόμα, μόλο που άρχιζε να ξεφτίζει, το κίνημα «μοντερνισμού»: ένα ρεύμα λογοτεχνικό που στην Ευρώπη είχε βρει την έκφρασή του στον παρνασσισμό και στους γάλλους συμβολιστές. Είχε γεννηθεί από αντίδραση στο φτηνό ρομαντισμό και με κυριότερο εκπρόσωπο τον Ruben Dario έδωσε μια καινούργια πνοή στην Ισπανό-Αμερικάνικη ποίηση.

Οι ποιητές του «μοντερνισμού» πρόσεχαν πολύ την εκφραστική τελειότητα, το ρυθμό, το μέτρο κι είχαν μια πλατειά ιδεαλιστική κουλτούρα και συνείδηση. Σο περίτεχνο, στο εξωτικό και πολύτιμο αναζητούσαν τη νέα τους θεματογραφία. Ο νεαρός ποιητής τους ήξερε, όπως ήξερε και τους γάλλους συμβολιστές. Κι ενώ τα πρώτα του έργα απηχούν ακριβώς την επίδραση όλων αυτών, είναι ωστόσο, εύκολο να διακρίνει κανείς τον προσωπικό τόνο του ποιητή, ν’ ακούσει τον Πάμπλο Νερούντα, που δεν θ’ αργήσει να βρει τον γνήσιο ποιητικό εαυτό του.

Η μεγάλη κρίση που ακολουθεί τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, κρίση συνειδήσεων και εκφραστικών μέσων, θα φέρει και την πτώση του «μοντερνισμού». Τα παλιά είδωλα θα πέσουν. Τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά κινήματα κυβισμός, φουτουρισμός, ντανταϊσμός, με τελικό ξέσπασμα τον σουρεαλισμό (σ.σ. εδώ και σε όλο το πρωτότυπο αναφέρεται ως συρρεαλισμός), είναι μια βίαιη αντίδραση στη λογοκρατούμενη προπολεμική λογοτεχνία. Καινούργιες προοπτικές ανοίγονται κι ένας κόσμος αβυθομέτρητος, o κόσμος του ασυνειδήτου, παίρνει τη θέση του λογικού. Ο Νερούντα από ιδιοσυγκρασία αφήνεται στις αισθήσεις του. Αντικρίζει κατάματα τον κόσμο. Το προσποιητό και το ψεύτικο των «μοντερνιστών» συντρίβεται μπροστά στην αλήθεια και στην πραγματικότητα που του αποκαλύπτουν οι αισθήσεις. «Στα είκοσι ερωτικά ποιήματα κι ένα απελπισμένο τραγούδι» (1924) ο νεαρός ποιητής δεν φαίνεται να έχει αποτινάξει οριστικά την πέδη της παλιάς ποιητικής. Την εξωτερική μορφή στα συνθέματα του εξακολουθεί να την υπαγορεύει ακόμα η αυστηρή πατροπαράδοτη στιχουργική. Εκείνο που οπωσδήποτε όμως έχει αλλάξει είναι ή στάση του ποιητή απέναντι στον κόσμο.

Τυραννικά αισθησιακός, παραδίνεται στο ηδονικό και αξεδίψαστο μεθύσι της σάρκας. Ανακαλύπτει το σώμα που έχει κι αυτό τη γονιμότητα της γης. Είναι κι αυτό μια χώρα με δικά της γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Σκοτάδι μέσα κι απ’ έξω βροχή, λάσπη και γύμνια. Είναι χαρακτηριστικό για την ποίηση του Νερούντα η κοσμογονική του αντίληψη, η θέλησή του να ταυτίζει τη γη με τον άνθρωπο, η τυφλή του εμπιστοσύνη στις αισθήσεις. Τα «Είκοσι ερωτικά ποιήματα» δίνουν την πιο υλική, την πιο σαρκική από τις αγάπες, ενώ το πάθος ξετυλίγεται πρωτόγονο, βίαιο, μέσα από διάφορες φάσεις, όπως η μια εποχή διαδέχεται στη φύση την άλλη.

Στα 1925 κυκλοφορεί ή «Tentativa del hombre infinito». Η συλλογή αυτή θα σημαδέψει την απαλλαγή του ποιητή από κάθε δεσμό με την καθιερωμένη ποίηση. Εναγώνια θ’ αναζητήσει καινούργιους εκφραστικούς τρόπους, θα καταλύσει το λογικό σχηματισμό των εννοιών και θα αγνοήσει τη στίξη, το ρυθμό, το μέτρο, για ν’ αφήσει το αίσθημα και την ποιητική έμπνευση να βρουν αυτόματη πηγαία διατύπωση. Αρχίζει η πάλη για το φτάσιμο στην προσωπική έκφραση. Η συγκίνηση, απλή και βαθειά, θα της δώσει το μέτρο και τον τόνο. Είναι η εποχή που ο ποιητής κάνει τη γνωριμιά του με τον πλατύτερο κόσμο. Για τη χώρα του ήταν κιόλας μια μεγάλη ελπίδα˙ για την Ευρώπη μια φωνή που έφερνε καινούργια μηνύματα.

Στα χρόνια από το 1927 μέχρι το 1936 γυρίζει Δύση κι Ανατολή, σταλμένος από την επίσημη Κυβέρνηση σε διάφορες διπλωματικές αποστολές. Το 1933 επιστρέφει στη Χιλή και σε συνέχεια διορίζεται πρόξενος στο Μπουένος Άιρες και κατόπι το 1934 στη Μαδρίτη. Εδώ έρχεται σε επαφή με μια εκλεκτή πλειάδα από ανθρώπους τον γραμμάτων. Στενή κι εγκάρδια φιλία τον δένει με τούς Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ραφαέλ Αλμπέρτι, Μίγουελ Χερνάντεθ και τη συντροφιά τους. Εκδίδει ένα λιγόζωο περιοδικό, «Το πράσινο άλογο για την ποίηση», και τυπώνει τα δυο πρώτα βιβλία τον «Residentias» που γνωρίζουν καταπληκτική επιτυχία. Ξεσπάει όμως ο εμφύλιος πόλεμος κι ο ποιητής δεν κρύβει τα φιλελεύθερα δημοκρατικά του αισθήματα. Η έκδοση του περιοδικού διακόπτεται κι ο διπλωμάτης καλείται να επιστρέψει στη χώρα του. Το 1939 τον ξαναβρίσκουμε στο Παρίσι, έπειτα πίσω στη Χιλή και τέλος στη χώρα του Μεξικού, τελευταίο σταθμό της διπλωματικής του καριέρας.

Τα χρονιά της ζωής του σαν διπλωμάτη είναι χρόνια πυκνά σε δράση και μεστά σε δημιουργία. Οι δυο τόμοι που μιλούν για την «αντίσταση πάνω στη γη» υψώνουν τη φωνή του σε κραυγή διαμαρτυρίας. O λόγος του τώρα γίνεται ολότελα άμορφος, χάνει το περίγραμμά του και τη σαφήνεια και παίρνει έναν τόνο ερμητικό. Η στίξη καταργείται, η σύνταξη γίνεται ανώμαλη, ο στίχος γυμνός μοιάζει με πρόζα σε ρυθμό ασθματικής αγωνίας. Εικόνες παράξενες και στοιχεία ονειρικά, ένα πλήθος σύμβολα και μύθοι υφαίνονται γύρω από πράγματα άψυχα. Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ο σουρεαλισμός βρίσκεται στο απόγειό του. Η παντοδυναμία του ονείρου, η αυτόματη διατύπωση της αλήθειας, όπως τη φέρνει στο φώς το υποσυνείδητο, χωρίς την επέμβαση του λογικού, είναι όλα στοιχεία του σουρεαλισμού, αλλά και στοιχεία που κυριαρχούν σ’ αυτή την καινούργια ποίηση του Νερούντα. Ωστόσο, και κάτω από αυτή την εμπειρία, ο ποιητής μένει δεμένος με τη γη, την ύλη και τις αισθήσεις. Κι αυτός ο ακατάλυτος δεσμός θα τον κρατήσει μακριά από τη σουρεαλιστική μεταφυσική αντίληψη. Μέσα του ζει ολάκερη η φύση, αχόρταγη κι αξεδίψαστη, κι ο ποιητής ταυτίζεται μαζί της. Ένας ηδονισμός αισθησιακός τον βγάζει απ’ τη μοναξιά και τον φέρνει κοντά στο φώς και την πραγματικότητα. Είναι η «κατ’ εξοχήν» ερμητική περίοδος του Νερούντα.

Στα 1933, χρονιά που κυκλοφορεί το πρώτο βιβλίο των «Residentias», ο ποιητής κυκλοφορεί κι ένα παλιότερο βιβλίο του «Εl hondero entusiasta» — «Ο αισιόδοξος αυτόχειρ». Είναι μια φωτεινή αναλαμπή χαράς και αισιοδοξίας που θα σημάνει και την κατοπινή μεταστροφή του Νερούντα.

Η συλλογή «Espana en el corazὸn» — «Ισπανία μες στην καρδιά» — (1937), είναι μια πονεμένη κραυγή διαμαρτυρίας και καταδίκης. Βγαλμένη μες απ’ τον εμφύλιο σπαραγμό της Ισπανίας, οι στίχοι της έχουν κάτι από την αποσύνθεση και το χάος που έφερε ο πόλεμος, κάτι από την απόγνωση και την αγωνία που μετέδωσε στους ανθρώπους. Είναι ένα κομμάτι από την «Τρίτη Αντίσταση», ποιητική μετάπλαση της πικρής εμπειρίας από την δεκαετία 1935—1945. 0 τρίτος αυτός κύκλος με την αντιστασιακή ποίηση θα δει το φως συμπληρωμένος στα 1947.

Κι η μεταστροφή του ποιητή, βαθειά, ριζική, έχει συντελεσθεί. Ο Αλόνσο, σ’ ένα κριτικό του δοκίμιο που άφησε εποχή, παρατηρεί χαρακτηριστικά τα ακόλουθα: «Σωστά κι όταν έπρεπε ο Νερούντα κατάφερε ν’ απαγκιστρωθεί από τη φοβερή αραχνιά της αγωνίας, χάρη σε μια καθολική μεταστροφή˙ όχι στροφή προς το θεό, άλλα στροφή προς τον «πλησίον». Κι ο ίδιος ο ποιητής θα πει κάπου: «Ο κόσμος άλλαξε κι έχει αλλάξει και η ποίησή μου». Μες απ’ το αίμα, τη στάχτη και τα ερείπια που είδαν τα μάτια του, θα βγει μια καινούργια πίστη˙ πίστη στις αιώνιες κι ακατάλυτες αξίες του ανθρώπου, στην ιερότητα της θυσίας και των αγώνων του.

Σ’ αυτό το μεταξύ ο ποιητής αρχίζει μια νέα κοινωνική και πολιτική δράση. Με την επιστροφή του στη Χιλή στα 1943 παίρνει ενεργό μέρος στην πολιτική κι εκλέγεται γερουσιαστής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στα 1948 με 49 το Κόμμα «τίθεται έκτος νόμου» και ο ποιητής χάνει τη θέση του. Αρχίζει η μυστική περιπλάνηση στο εσωτερικό της Χώρας κι ακολουθούν τα χρόνια της εξορίας στο Μεξικό, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Σοβιετική Ένωση και στην Ερυθρά Κίνα πρώτα, κι έπειτα ξανά στην Ευρώπη. Από το 1953, χρονιά που του δόθηκε το Βραβείο Στάλιν για την Ειρήνη, ο ποιητής φαίνεται να βρήκε τη χαμένη γαλήνη. Στην ειδυλλιακή Isla Negra, στο αγαπημένο του χιλιανό τοπίο, συνεχίζει να γράφει μέχρι σήμερα για τη ζωή και τον άνθρωπο.

Η συλλογή του «Canto General» τυπώνεται στα 1950, όταν ο ποιητής βρίσκεται ακόμα εξόριστος στο Μεξικό. Είναι μια πλατειά επική σύνθεση, αληθινή «κοσμογονία», όπως την χαρακτήρισε ο Luis Monguiό. Κι είναι πρώτ’ απ’ όλα η ιστορία της Αμερικής δοσμένη διαλεκτικά, σε μια σειρά ατέλειωτη από παραδόσεις και μύθους. Είναι η ψυχή του Αμερικανού, το θαυμάσιο αμερικανικό τοπίο σε μια θαμπωτική σκιαγράφηση γεμάτη συγκίνηση, ευγλωττία και πάθος. Μα, πέρα απ’ αυτή τη δημιουργική ανάπλαση του χώρου και του χρόνου της ζωής των πατέρων του, είναι και μια πανανθρώπινη, οικουμενική, θα λέγαμε, αποκάλυψη της ζωής, όπως ξετυλίγεται μέσα στον κόσμο. Θυμίζει Ruben Dario και Whitman η πρωτεϊκή, κοσμογονική σύλληψη του έργου. Οπωσδήποτε σ’ αυτό τα λιγότερο ποιητικά κομμάτια δεν είναι σπάνια. Ο ποιητής έχει τάξει από καιρό την ποίησή του στην υπηρεσία της καθημερινής αμεσότητας.

Είναι φυσικό, λοιπόν, να περισσεύουν τα αντιποιητικά κομμάτια. Αλλά και σ’ αυτά η ομορφιά της γνήσιας έμπνευσης χαρίζει μια κάποια ποιητικότητα. Εξ άλλου ο ίδιος ο ποιητής, ζητώντας να επικοινωνήσει αμεσότερα με τον άνθρωπο, υιοθετεί τη λεγόμενη «μη καθαρή ποίηση». Είναι ολάκερη η ποίηση που ακολουθεί το «Canto General».

«Τα σταφύλια κι ο άνεμος», μια συλλογή με θέματα πολιτικού περιεχομένου είναι καρποί της εξορίας του. Βλέπουν το φως στα 1954 κι όπως ολάκερη η πολιτική ποίηση του Νερούντα έχει προκαλέσει κι αυτή τις πιο αντιφατικές γνώμες των κριτικών. Πολλοί την καταδίκασαν ενώ άλλοι βρήκαν επαινετικά λόγια για να την κρίνουν.

Με τις «Odas Elementales» (1954) – «Στοιχειώδεις Ωδές» - τις «Nuovas Odas Elementales», (1956) — «Νέες Στοιχειώδεις Ωδές» — τις «Tercer libro de las Odas» (1957) — «Τρίτο βιβλίο των Ωδών» — το «Estravagario», (1958)  «Βιβλίο των Παραδόξων» — και με τη συλλογή «Navegaciones y regresos», (1959) — «Ταξίδια και Νόστοι» — ο ποιητής προσπαθεί να βρει έναν καινούργιο δρόμο, απλό και φυσικό, που τον φέρει κοντά στον άνθρωπο. Εκείνο που θέλει τώρα είναι να μιλήσει για ένα σωρό ταπεινά κι ασήμαντα πράγματα που αποτελούν τον κόσμο του κάθε ανθρώπου. Θέλει να συγκινήσει και να συγκινηθεί, να νοιώσει τους άλλους και να τον νοιώσουν. Κι η αφαίρεση του περιττού και του ανώφελου συνεχίζεται γι' αυτό το σκοπό: να κοινωνήσει με τον άνθρωπο, όποιος κι αν είναι κι όπου κι αν βρίσκεται. Γι’ αυτό κι η γλώσσα του, ντυμένη τη δωρική λιτότητα, έχει μια θαυμαστή σαφήνεια που δεν επιτρέπει παρερμηνείες. Έχει πολύ λυρισμό ο λόγος έτσι που να μη κινδυνεύει να πέσει σε στείρα πεζολογία. Τον θέλει όμως φυσικό, απαλλαγμένο από το φόρτο της κούφιας ωραιολογίας. Θέλει μια ποίηση, όπως θα πει ο ίδιος, «βρώμικη σαν τα ρούχα που φοράμε, ή σαν τα κορμιά μας, λεκιασμένη από σούπα, λιγδωμένη απ’ την άθλια, συμπεριφορά μας, απ’ τις ρυτίδες μας, τα ξενύχτια και τα όνειρα,...»

Εσπέρια Καπόγλου, 1963.





















Εδώ κατεβάστε το ανωτέρω κείμενο (με τα έξι μεταφρασμένα ποιήματα του Νερούντα) σε μορφή pdf.

30 Δεκεμβρίου 2014

ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΥΠΕΡΟΧΟ... [Απόστολος Θηβαίος]

Ήταν ένα υπέροχο, βροχερό απόγευμα. Όλη η πόλη σταμάτησε ξαφνικά. Στο αναμμένο της πρόσωπο, στα συνθήματα. Μιας φυλής απ΄όλες εκείνες που υπερασπίζονται δικαιώματα, δίνοντας νόημα στις ζωές. Στάθηκε εμπρός της με τ΄αφοπλιστικό του χαμόγελο, είκοσι χρόνια και βάλε μετά. Ήταν το ίδιο αποφασιστικός, σαν τίποτε να μην πήγε στραβά σ΄αυτήν την περίπτωση. Δεν είπαν πολλά. Στην αρχή δίστασαν, όμως έπειτα μυστικά και οι δυο τους εμπιστεύτηκαν το ποτάμι της πόλης, σηκώνοντας τα χέρια, ικετευτικά χέρια που αλλιώς θα σήμαιναν, γύρισε πίσω. Μαζί σου λείπουν είκοσι χρόνια. Ήταν στ΄αλήθεια συντρίμμια, έτρεμε όπως έφευγε. Μετρούσε έναν πόλεμο ήδη και είναι πολύ σ΄αυτή τη ζωή ένας τέτοιος σταθμός. Γύρισε και την κοίταξε στο τέλος της μουσικής. Μαζί της χανόταν μια ολόκληρη γενιά αφοσιωμένη στις πιο παράφορες συγκυρίες.
Εκείνος έζησε μερικά χρόνια ακόμη. Μελαγχολικός, ζωγράφισε  πορτραίτα και απόψεις της πόλης. Ένα παράθυρο σε  κόκκινο, σβησμένο σαν μες στην κορνίζα του, πίσω απ΄ τα φυλλώματα  τ΄ αφιέρωσε σ΄ εκείνη. 














28 Δεκεμβρίου 2014

To Σπίτι [Απόστολος Θηβαίος]


ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Την αγαπώ όταν βγαίνει στο γκρεμισμένο παράθυρο και απλώνει τα μεγάλα, ναυτικά πανιά. Μετά γελά και μου δείχνει τον κόσμο κόκκινο. Όμως, εγώ ως άλλος Οδυσσέας αντιστέκομαι, έχοντας χάσει για πάντα τον έρωτα της ζωής μου.
Ας είναι. 
Εγώ, μονάχα για την κυριακάτικη φορεσιά σου πίσω απ΄ τις  κορδέλες νοιάζομαι, για σένα που φεύγεις για τη θάλασσα αδιάφορη, με γκρεμισμένα αετώματα, ωραία. Σ΄ ακολουθούν βλέπεις, σπίτια, εποχές, σίδερα.



27 Δεκεμβρίου 2014

[Καλλιθέα - εναπομείναντα κτίρια των πρώτων τριάντα χρόνων της 21.12.2014]

Τα πέντε - έξι (από τα πενήντα αρχικά) λιθόχτιστα επί της οδού Ρήγα Φεραίου, τα οποία έχτισε η "Εταιρία Οικοδομικών Επιχειρήσεων", στα τέλη του 19ου αιώνα σε σχέδια Ernst Ziller,



 


η οικία της οικογένειας Λασκαρίδου (σήμερα ανακαινισμένη λειτουργεί ως Πινακοθήκη με την Ονομασία "Σοφία Λασκαρίδου"),


 

το "Διδασκαλείο Νηπιαγωγών" στη διασταύρωση των οδών Κρέμου και Φορνέζη (σήμερα γίνονται εργασίες συντήρησης / επισκευής),



το Αμπέτειο Μέλαθρο (Οίκος Τυφλών), στο οποίο μετά την επίσκεψη της τυφλής και κωφάλαλης παιδαγωγού και σημαντικότατης συγγραφέως Helen Keller (1880-1968), το 1946, και τη συνδρομή της, η εκπαίδευση επεκτάθηκε και στους τυφλοκωφάλαλους,
 




και το λιθόκτιστο κτίριο, επί της οδού Μεγαλουπόλεως, που σήμερα στεγάζεται το 20ο Δημοτικό Σχολείο Καλλιθέας








































είναι τα εναπομείναντα κτίρια των πρώτων τριάντα (1884-1915) χρόνων της ιστορίας της Καλλιθέας Αττικής

26 Δεκεμβρίου 2014

Αξιολόγηση.


























[περιοχή στα όρια των δήμων Χαλανδρίου και Αγίας Παρασκευής, εκτός σχεδίου πόλεως, 22.12.2014 12.24]

Η θέση του κάθε είδους ζωής στον κόσμο έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με τις σχέσεις του με τα υπόλοιπα είδη ζωής και την επίδρασή του στη βιόσφαιρα γενικότερα.
Εκτός του Homo economicus το κάθε άλλο είδος ζωής, στο χώρο του ενδιαιτήματός του, παράγει προς ανάλωση και ανακύκλωση, και του εαυτού του μάλιστα κάποτε περιλαμβανομένου, μόνον τροφή για τα υπόλοιπα.


25 Δεκεμβρίου 2014

Περί Χριστουγέννων… [Γιώργος Δαμιανός]

Περί Χριστουγέννων… 

Σήμερα, θεωρούμε δεδομένο και αυτονόητο ότι ο Χριστός γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου. Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, όμως,  τα γενέθλια του Χριστού ήταν θέμα ατελείωτων συζητήσεων. Το ότι ο Χριστός γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, αποφασίστηκε, τελικά,   το 336 μ.Χ. και ο λόγος ήταν ότι έπρεπε να αντικατασταθεί μια σημαντική γιορτή των Ελλήνων και των Λατίνων. Οι πιστοί της προηγούμενης θρησκείας, γιόρταζαν τις ημέρες εκείνες τη μεγάλη γιορτή της γέννησης του Ήλιου (Dies Solis Invectis Natalis). Κατά την αστρονομία, επίσης,  23 – 25 Δεκεμβρίου είναι οι μέρες του χειμερινού ηλιοστάσιου. Μέχρι τον 7ο – 8ο  αιων. δεν έβρισκαν ησυχία με τέτοια ζητήματα, για παράδειγμα:  ο Επιφάνιος (315 -  403) είχε προτείνει την 6η  Ιανουαρίου ως ημέρα γέννησης του Χριστού, ενώ ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (ο σημαντικότερος θεολόγος του β΄ αιων.) είχε προτείνει τη 18η  Νοεμβρίου. Αξιοσημείωτη λεπτομέρεια είναι ότι πρώτα προσδιορίστηκε η ημερομηνία της γέννησης του Χριστού (25 Δεκεμβρίου) και στη συνέχεια ορίστηκε η ημερομηνία της γιορτής της σύλληψης του Θεανθρώπου, ακριβώς εννέα μήνες νωρίτερα (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, 25 Μαρτίου).
Όταν ο χριστιανισμός θα διαδοθεί στους βόρειους λαούς της Ευρώπης, τότε, θα εμπλουτιστεί με νέα ήθη και έθιμα, όπως, για παράδειγμα το χριστουγεννιάτικο έλατο.
Το χριστουγεννιάτικο δένδρο καθιερώθηκε τον 8ο αιώνα από τον Άγιο Βονιφάτιο (672- 754), ο οποίος διαδίδοντας τον Χριστιανισμό στους Γερμανούς, έπρεπε να αντικαταστήσει τις δοξασίες των γηγενών πληθυσμών. Συγκεκριμένα, οι αρχαίοι Γερμανοί λάτρευαν τον ιερό δρυ (: βελανιδιά) και ο Βονιφάτιος τους τον αντικατέστησε με το χριστουγεννιάτικο έλατο. Πολλούς αιώνες αργότερα (το 1539) ο Μαρτίνος Λούθηρος θα κρεμάσει πάνω στο έλατο φαγώσιμα ή είδη ρουχισμού. Αυτά τα χρήσιμα δώρα θα αντικατασταθούν, αργότερα, με τα σημερινά άχρηστα στολίδια (μπάλες, λαμπάκια κ.α)
Το πρώτο Χριστουγεννιάτικο δένδρο στην Ελλάδα στολίστηκε το 1833 στο Ναύπλιο, έξω από το σπίτι του Όθωνα. Στη συνέχεια, όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Αθήνα, η οικία  του Όθωνα (ακόμα δεν υπήρχαν ανάκτορα) ήταν το μοναδικό στολισμένο σπίτι στην Αθήνα. Εμπρός στο σπίτι του βασιλιά, λοιπόν, έκαναν ουρά οι Αθηναίοι για να  θαυμάσουν το πρωτόγνωρο δέντρο. Το στολισμένο καραβάκι δεν το γνώριζαν στην Αθήνα παρά μόνο σε ορισμένα νησιά. Συνεπώς, το χριστουγεννιάτικο έλατο ήταν μία νέα μόδα και δεν περιόρισε κάποια προϋπάρχουσα συνήθεια των Αθηναίων (και των περισσοτέρων Ελλήνων). Τώρα, γιατί πρέπει να το στολίζουμε, το δέντρο και τη φάτνη,  με ψεύτικο χιόνι αυτό δεν έχει να κάνει με τη Βηθλεέμ, αλλά με τη Γερμανική προέλευση του εθίμου.
Πάντως και στην Εσπερία το έθιμο με το στόλισμα του δέντρο διαδόθηκε την ίδια, περίπου, εποχή. O Λευκός Oίκος απέκτησε το πρώτο του στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο το 1856, επί προεδρίας Φράνκλιν Πιρς, ενώ το παλάτι του Oυίδσορ στόλισε για πρώτη φορά χριστουγεννιάτικο δέντρο το 1834. Tο έφερε στο παλάτι ο Πρίγκιπας Aλβέρτος, σύζυγος της Bασίλισσας Bικτόριας για χάρη της βασιλικής οικογένειας.

Αναδημοσίευση από 24Γράμματα.

Olivier Messiaen - La Nativité du Seigneur (Η γέννηση του Κυρίου), 1935, pour orgue.

The nine movements:
La vierge et l'enfant (The Virgin and Child)
Les bergers (The Shepherds)
Desseins éternels (Eternal designs)
Le verbe (The Word)
Les enfants de Dieu (The Children of God)
Les anges (The Angels)
Jésus accepte la souffrance (Jesus accepts suffering)
Les mages (The Magi)
Dieu parmi nous (God Among Us)
(πηγή: wikipedia.org)

Ακούστε το εδώ με τους Joseph Arndt και Michael Hey. 

24 Δεκεμβρίου 2014

Ό,τι απόψε φέρει το κύμα [Ελένη Κοφτερού]



Ό,τι απόψε φέρει το κύμα

Του βυθού χάδι σκούρο
ιαχές αναβλύζει
μα προπάντων σιωπή
των πνιγμένων που πέτρωσαν.
Μάτια, χέρια και στήθη
τώρα πλέον 
κοράλλια γυμνά

Στην ηχώ των κυμάτων 
προσπέφτω
στο αναπάντεχο φως
ταπεινότητα ομνύω
κι ένα όνειρο ξάφνου

η μορφή σου 
νεύμα αστραπής 
σε ασέληνο ουρανό

Ο,τι θέλησα δεν το ζήτησα…

23 Δεκεμβρίου 2014

Απόστολος Θηβαίος - Παιδικές Ζωγραφιές

























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό δεύτερο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, την ποιητική συλλογή συνοδευμένη από παιδικές ζωγραφιές του συγγραφέα, με τίτλο: "Παιδικές Ζωγραφιές" του Απόστολου Θηβαίου.


Παιδικές Ζωγραφιές.
Σκέψεις με αφορμή την έκδοση του ομότιτλου βιβλίου του Αποστόλη Θηβαίου στο πλαίσιο της σειράς «εν καινώ» του 24Γράμματα.

Υπάρχουν δύο κυρίως λόγοι για τους οποίους κάποιος ενδιαφέρεται για έργα παιδικής ζωγραφικής.
Ο πρώτος έχει να κάνει με την ανακάλυψη εκείνων των στοιχείων, στα έργα ζωγραφικής κάποιου παιδιού, που θα δείχνουν το τάλαντο του εν δυνάμει μελλοντικά μεγάλου δημιουργού. Στο βαθμό που ο θεατής, είτε συγγενής του παιδιού είτε κάποιος τρίτος, του έργου είναι σε θέση να αξιολογήσει σωστά και δεν παρασύρεται μάλλον από την ανάγκη του να ανακαλύψει μέσ’ από το πρωτόλειο αυτό υλικό ένα ταλέντο, αυτός είναι ένας καλός λόγος ενασχόλησης με έργα παιδικής ζωγραφικής, αλλά όχι ο σημαντικότερος και όχι αυτός που αφορά το παρόν κείμενο.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το θεατή και το γεγονός ότι αυτός, ο θεατής, όταν ενδιαφέρεται για έργα παιδικής ζωγραφικής γνωρίζει ότι εκτίθεται σε έργα πρωτόλεια, φτιαγμένα από χέρια που μόλις πρόσφατα πιάσανε το μολύβι και πιθανόν να μην έχουνε ακόμη γνωρίσει τη γραφή, με ολοκληρωτική απουσία επιτήδευσης, στα οποία το παιδί δημιουργός προσπαθεί με τον πιο λιτό ή και αδρό τρόπο να ζωγραφίσει ένα πρόσωπο, ένα σπίτι ή οτιδήποτε μεταφέροντας στο χαρτί εκείνα και μόνο τα στοιχεία που του έκαναν εντύπωση και (θεωρεί ότι) χαρακτηρίζουν το αντικείμενο μοντέλο του κι ενίοτε και τον περιβάλλοντα χώρο που αυτό, το αντικείμενο μοντέλο, βρίσκεται. Μάλιστα, το παιδί δημιουργός, επειδή αγνοεί τάσεις, σχολές και κινήματα, στο έργο του ενδιαφέρεται να μεταφέρει, όπως αυτό νοιώθει ότι μπορεί, ακριβώς και μόνον εκείνα τα στοιχεία που θα επιτρέψουν στο ίδιο αλλά και στα πρόσωπα που γνωρίζει ότι θα ενδιαφερθούν για το έργο του να αναγνωρίσουν, σε αυτό, το αντικείμενο μοντέλο του και αυτή η αναγνώριση (είτε ρωτώντας να ακούσει από τους άλλους τι είναι αυτό που ζωγράφισε είτε ανακοινώνοντας το τι είναι και κοιτώντας στα μάτια βαθειά και διαπεραστικά για επιβεβαίωση) συνιστά το καλύτερο βραβείο του.
Η μη επιπόλαιη θέαση ενός έργου παιδικής ζωγραφικής μας μεταφέρει στην εποχή εκείνη όπου η υποκρισία που συνοδεύει την κοινωνική μας ένταξη δεν υπήρχε ή ήταν ακόμη ασήμαντη. Μας φέρνει αντιμέτωπους με μια ειλικρίνεια που έχουμε ξεχάσει.
Η εμβάθυνση σε ένα έργο παιδικής ζωγραφικής είναι ένα ταξίδι στα χρόνια της αθωότητας και της ειλικρίνειας και ως εκ τούτου περισσότερο χρήσιμη για τον θεατή παρά για το παιδί δημιουργό. Εξάλλου την κριτική και αυτοκριτική του τι έγινε λάθος τη χρειάζεται αυτός που το έκανε.
Η εμβάθυνση σ’ ένα έργο παιδικής ζωγραφικής είναι και ένα μάθημα. Μάθημα τέχνης που πρωτίστως θέλει να την καταλαβαίνουν. Πόσο αλήθεια μας έχει λείψει;
Η ιδέα του Αποστόλη Θηβαίου να αντιπαραβάλει έργα παιδικής ζωγραφικής (στα οποία σκόπιμα δεν αναφέρει τον δημιουργό – εξάλλου ακόμη και δικά του να ήτανε, τώρα πια ως θεατής τους και όχι ως δημιουργός τους θα έπρεπε να λογίζεται) με κείμενα του προϊόντα της σε βάθος μελέτης αυτών των έργων παιδικής ζωγραφικής είναι εξαιρετική. Πέρα πάντως από την ιδέα και στο τι πιθανόν εσωτερικές αναζητήσεις και προβληματισμούς οδηγήθηκε στο διάστημα της ενασχόλησης του αυτής, το αποτέλεσμα τον δικαιώνει και στα μάτια του αναγνώστη. Τον αναγνώστη που σε αυτό το βιβλίο, όπως και στα «Παιχνίδια στην Ακροθαλασσιά» του Βασίλη Κωνσταντούδη (εδώ), εκτίθεται, εάν θελήσει να εμβαθύνει, ανεπανόρθωτα σε επικοινωνία με ένα λιτό, ειλικρινή, απλό αλλά στον αντίποδα του απλοϊκού και χωρίς καμία επιτήδευση καλλιτεχνικό τρόπο έκφρασης. Εκτίθεται στην αφελή, ειλικρινή και άδολη ματιά που έχει χάσει.


Γιώργος Πρίμπας

21 Δεκεμβρίου 2014

20 Δεκεμβρίου 2014

Η Συναυλία [Απόστολος Θηβαίος]

Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ

Αναβόσβηναν τ΄ άστρα στη μαρκίζα του μαγαζιού. Κάποια στιγμή ένα απ΄ αυτά καρφώθηκε και ομόρφυνε τον ουρανό. Τι και αν χάλασε η μαρκίζα, τι και αν όλο και λιγότεροι θα τ΄ αναγνωρίζουν από μακριά, έτσι μονόφθαλμο, παράξενο καθεστώς. Σε λίγο και τ΄ άλλο άστρο, με την όψη σου χαραγμένη σε πυρήνες θα στάξει τη νύχτα σκληρό, πολύ σκληρό μέταλλο.

Λοιπόν, όσο αυτή η μαρκίζα αντέχει, όσο ανάβουν τα μικρά, κεφάτα αστέρια κάτω απ΄τα μπαλκόνια μας, τότε , δεν θέλα να φανώ αισιόδοξος, μα τότε κάτι μπορεί να σωθεί. 

Η συναυλία ποτέ δεν τελειώνει. Μόνο ένα λυπητερό τραγούδι και ιακχές σβησμένες και χειροκροτήματα.




19 Δεκεμβρίου 2014

[Προς τη Μονή του Άγιου Ιωάννη του Προδρόμου του Κυνηγού ή των Φιλοσόφων 14-15.12.2014]










(και μια λεπτομέρεια της ανωτέρω)










Η μονή ιδρύθηκε είτε το 1185 μ.Χ. είτε λίγο παλαιότερα: το 974 ή 975 μ.Χ. Το προσωνύμιο «του Κυνηγού» το πήρε από τους Βασίλειο τον Κυνηγό και τον ανιψιό του Λουκά τον Κυνηγό οι οποίοι στα τέλη του 12ου - αρχές 13ου αιώνα ανακαίνισαν τη Μονή ενώ το δεύτερο προσωνύμιο, «των Φιλοσόφων», από τον ιδρυτή της μονής, ο οποίος είχε έρθει ως μοναχός, ακολουθούμενος αργότερα και από άλλους, από ομώνυμη Μονή της Δημητσάνας. Σήμερα λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι.