31 Δεκεμβρίου 2015

[Στα Σπήλαια "Συκιά" και "Νυμφολήπτου" ή "Πανός" ή "Αρχεδήμου" 27.12.2015]

Το σπήλαιο "Συκιά" (ή "Θρακιά Συκιάς" – "Θρακιά" είναι το πρόθεμα που χρησιμοποιούνταν μπροστά από το όνομα για τα βάραθρα του Υμηττού και της Λαυρεωτικής) ανακαλύφτηκε από βρετανό πιλότο την 5η Φλεβάρη 1946 και πήρε το όνομά του από τη μεγάλη άγρια συκιά που βρίσκεται στον πυθμένα της.
Βρίσκεται λίγες εκατοντάδες μέτρα μετά το κοιμητήριο Βούλας στο σημείο που υπάρχει το μνημείο προς τιμήν των δυο νεκρών πυροσβεστών, που σκοτώθηκαν την 15 Ιούλη 1999 όταν έπεσε, μες στη σπηλιά, το πυροσβεστικό τους όχημα με το οποίο επιχειρούσανε σε φωτιά στην περιοχή.
Την 14η Απρίλη 2013, στα πλαίσια της παγκόσμια ημέρας καθαρισμού, έλαβε χώρα μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο επιχειρήσεις καθαρισμού βαράθρων και σπηλαίων καθόσον ο νεοέλληνας το είχε μετατρέψει σε έναν τεράστιο κάδο σκουπιδιών!

(Περισσότερα: εδώ)












30 Δεκεμβρίου 2015

H Ιδεολογία της μη μη-ιδεολογίας (τέσσερις σημειώσεις για την αμεσότητα) [Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος] IV


IV

Το παλιό παιχνίδι ανάμεσα στο «σώμα» και το «πνεύμα» της τέχνης δεν φαίνεται να τελειώνει μέσα στην ιστορία του «γραμμένου». Απλώς τα πράγματα πότε γίνονται δυσκολότερα και πότε υπεραπλοποιούνται — πότε αγριεύουν πραγματικά και πότε γίνονται αστεία. Η εναλλασσόμενη φορά του παιχνιδιού διαιωνίζει έτσι τη λειτουργία του δίπολου εκείνου που μας επιτρέπει να καταφεύγουμε διαρκώς από την «πραγματικότητα» στην «τέχνη» και από την «τέχνη» στην «πραγματικότητα». Πρόκειται για ένα ανθρώπινο παιχνίδι ή προνόμιο πού έχει και τους κινδύνους του αφού μερικοί, στην Πρέβεζα ή αλλού, πληρώνουνε για όλους «καταργώντας» το μελάνι με το αίμα τους. Βάζουνε την τελεία τους και το παιχνίδι συνεχίζεται με άλλους. Γιατί το δικό μας μελάνι δεν γίνεται αίμα παρά μόνο με το δικό μας θάνατο: το να μιλάμε εξ ονόματος αυτών που ήδη βγήκαν από τους κανόνες του παιχνιδιού δεν έχει κανένα νόημα. Κι επιπλέον είναι αθέμιτο και απέναντι αυτών που αληθινά επιμένουν και αυτών που αληθινά παραιτήθηκαν. Η ζαβολιά αρχίζει με αυτούς που βάζουν ψεύτικες τελείες. Δηλαδή με αυτούς που αντί να παραδεχτούνε πως αυτό που λένε «πράξη» δεν γίνεται με την ποίηση μεταμφιέζουνε την ποίηση σε «πράξη» γράφοντας στα χαρτιά τους όλες τις δυνατές παραλλαγές και τα συνώνυμα της λέξης «πράττω».

29 Δεκεμβρίου 2015

[Στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας 26.12.2015]


Στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με:

Το κτίριο (στον αριθμό 4) κατοικία του Δ. Αντωνόπουλου που κληροδότησε στο Λύκειο των Ελληνίδων και από το 1995 στεγάζει το ιστορικό του αρχείο.
























Το κτίριο (στον αριθμό 26), του 1905 σε σχέδια Ernst Ziller, του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Μετά τον Β’ΠΠ στεγάζει την πρεσβεία της Αυστρίας.



















Τα κτίρια / κατοικίες επί της οδού «Παπατσώρη».













Το κτιριακό συγκρότημα του αντικαρκινικού νοσοκομείου «Άγιος Σάββας» (κατασκευάστηκε το 1935).



















Το κτιριακό συγκρότημα του νοσοκομείου «Ελπίς». Το νοσοκομείο Ελπίς ιδρύθηκε το 1836 και ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1842 στο κτίριο που σήμερα στεγάζεται το πνευματικό κέντρο του δήμου Αθηναίων στην Ακαδημίας. Στο σημερινό του χώρο, στα κτίρια κατασκευής του 1904, μετεγκαταστάθηκε το 1971 καθόσον, στο μεσοδιάστημα, το υπόψη συγκρότημα των τεσσάρων κτιρίων είχε χρησιμοποιηθεί από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό για την περίθαλψη τραυματιών των Βαλκανικών πολέμων και μετά από το Υπουργείο Στρατιωτικών.




 

















Τα προσφυγικά (χτιστήκανε μεταξύ των ετών 1933-1935).

















































Το ιστορικό γήπεδο του Παναθηναϊκού «Απόστολος Νικολαΐδης». Το σημερινό του όνομα το πήρε το 1981. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1922 και ολοκληρώθηκε το 1924. Το 1930 ήταν το πρώτο γήπεδο με τσιμεντένιες κερκίδες που αντικαταστήσανε μέρος των ξύλινων κερκίδων που είχανε φτιαχτεί του 1928.  





28 Δεκεμβρίου 2015

H Ιδεολογία της μη μη-ιδεολογίας (τέσσερις σημειώσεις για την αμεσότητα) [Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος] III


III

Ένα συλλογικό χαρακτηριστικό της ποίησης που επιπλέει σήμερα είναι η σφραγίδα ενός ειδικού αντιδιανοουμενισμού. Μορφολογικά η ποίηση αυτή αντιστοιχεί στα σύγχρονα μέσα ψυχαγωγίας και υπο(ή αντι)κουλτούρας, ενώ γλωσσικά τροφοδοτείται από την τρέχουσα Νεαντερτάλια φρασεολογία. Το γλωσσικό και τα θεματικό υλικό αυτής της παραγωγής συνεκφρέρεται στο ποιητικό προϊόν που πρέπει να ακούγεται σύγχρονο και οικείο ώστε να εντάσσεται άνετα στην επιφάνεια της πραγματικότητας σαν ένα επιπλέον αντικείμενο καθημερινής κατανάλωσης. Οι πυρήνες, τα πρότυπα και οί βαθύτερες αναφορές αυτής της ποίησης βρίσκονται μέσα στον κόσμο της «ποπ», των κόμικς και του χαρούμενου εκείνου κρετινισμού που γέννησε τη λέξη - καραμέλα «κουλτουριάρης». Η ιδεολογία υποτίθεται ότι απουσιάζει επειδή έχει εξοβελισθεί η διακηρυγμένη πολιτική θέση. Αλλά όταν η «αντιπολιτικότητα» γίνεται μόδα ζωής λειτουργεί π ο λ ι τ ι κ ά παράγοντας όλον αυτό τον χυλό των ιδεών που ρέει ακατάσχετα προς μία νέα ολοκληρωτική κομματικοποίηση των πάντων: Το «γυναικείο» (ζήτημα), η διαμαρτυρία του «περιθώριου», η όψιμη απογοήτευση των ελλήνων κομμουνιστών (μια απογοήτευση που ωστόσο δεν προλαβαίνει τις μελλοντικές), ο κομματικός δογματισμός που περνάει για κομματική αδιαλλαξία και η μικροκομματική ελευθεριότητα ηθών που περνάει για αντιδογματισμός, οι σταλινικοί του εξωτερικού και οι σταλινικοί του εσωτερικού, οι θαυμαστές του Καντάφι και οι θαυμαστές του Βαλέσα, οι πιστοί του Μπρέζνιεφ και οι πιστοί του Πάπα, οι εθνοκομμουνιστές και οι Ευρωφασίστες — όλ’ αυτά τα υποκατάστατα μιας απελευθέρωσης που δεν έγινε είναι τα δίδακτρα που καταβάλλουμε (χωρίς να διδασκόμαστε) στην Ιστορία. Και αυτή ακριβώς η πολιτική πραγματικότητα — η ολοκληρωτική κομματικοποίηση κάθε πλευράς της ζωής μας — είναι που αντιστοιχεί στη λεγόμενη «αντιπολιτικότητα» της σύγχρονης ποίησης.

Θα αναφέρουμε εδώ παρενθετικά τη «Μαρία Νεφέλη» του Ελύτη σαν μία ειδική μορφή αυτής της πολιτικής «αντιπολιτικότητας». Είναι ένα έργο πού έχει συλλάβει το πνεύμα των καιρών σε τέτοιο σημείο ώστε να αποτελεί υπόδειγμα ιδεολογικής συναίρεσης δύο γενεών «αμφισβήτησης» που τις χωρίζουν κάπου σαράντα χρόνια. Πρόκειται για ένα φαινόμενο φιλολογικής ανάδρασης ή αμοιβαίας διείσδυσης δύο κόσμων (των νεωτεριστών του 30 και των νεωτεριστών του 70) πού συναντιούνται στο πεδίο της ιδεολογίας και της αισθητικής. Αυτό φαίνεται τόσο στη στιχουργική της «Μαρίας Νεφέλης», που οι ρυθμοί της κυμαίνονται από το γνωστό μελωδισμό του προπολεμικού ελεύθερου στίχου του Ελύτη μέχρι τα μεταπολεμικά ελαφρολαϊκά τραλαλά του, όσο και στα μηνύματά της, όπου ανακατεύονται οι ελληνοφωτολατρικές εξάρσεις του με τα χιππικά μπλα-μπλα της ερωτολογίας του. Όπως ένας νεάζων μπαμπάς δανείζεται καμιά φορά το μοντέρνο πουλόβερ του γιου του, ο παλαιός «σουρεαλιστής» Ελύτης δέχεται τα διδάγματα της σημερινής νιότης και της τα επιστρέφει επάνω στο σεξουαλικό ποδήλατο της Μαρίας Νεφέλης. Έτσι η ιδεολογία της μη-ιδεολογίας ταξιδεύει από τον εθνικιστικό αντικαρυωτακισμό της γενεάς του 1930 στην «απελευθερωτική» σκατολογία του 1970 — ενώ δεσπόζουνε στην αγορά τα εύηχα προστάγματα της αντικαταθλιπτικής γυμναστικής που αναμεταδίδεται απ’ όλα τα μεγάφωνα:

Ένα - δύο - τρία: ζωή μου άγια
σμικρύνω την ψυχολογία (...)
Έκτασης της κεφαλής πίσω: έεεν-νααα
δεν παραδέχομαι κανόνα κανέεεν-νααα(...)
Εις τον καιρόν! Μελετήσατε τον Μπρετόν!
Προσχέεε! Μελετήσατε τον Φουριέ!
Στροφή της κεφαλής αριστερά: όλα είναι σκατά.
Στροφή της κεφαλής δεξιά: όλα είναι σκατά.

Εις θέσιν — εν! Συμπέρασμα κανέν-
α. Τους ζυγούς λύσατε
Τα κορίτσια φιλήσατε.

26 Δεκεμβρίου 2015

Ανήμερα του Χριστού [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


ΑΝΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Πρόσφυγας το βρέφος
τρέχει σε άδειες αγκαλιές
τη θέωσή του να γλιτώσει

Τ' αστέρι, σβηστό κερί
πάνω από το άδειο σπήλαιο
και γύρω-γύρω μια θάλασσα καημός
στον κόρφο της τόσα κύματα
τα παιδικά χαμόγελα, πνιγμένα

Μάγοι παντού, ντυμένοι τραπεζίτες
τα μεταλλίκια κουβαλούν
με τα χρυσά τους δόντια

Το σκότος, Ωσαννά!
Κι επί γης να στέκονται
μια χαρά οι Μάγοι στην ειρήνη τους
και δυο τρομάρες πόλεμος
τ' ανθρώπινα κουφάρια.

H Ιδεολογία της μη μη-ιδεολογίας (τέσσερις σημειώσεις για την αμεσότητα) [Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος] ΙΙ


II

Σήμερα που η ζωντανή σχέση παρόντος - παρελθόντος εκπίπτει στην παρωδία της ή στην άγονη αντιπαράθεση παλαιού - νέου, ο βιαστικός και επιπόλαιος χαρακτήρας της «αμφισβήτησης» δεν μας αφήνει καν να δούμε πως εδώ και πολύ καιρό αλλάζουμε απλώς ονόματα στα πράγματα και κάνουμε τα ίδια και τα ίδια — και τα κάνουμε μάλιστα όλο και χειρότερα καθώς ο ρυθμός της έκπτωσης επιταχύνεται: το «αμφισβητούν» προϊόν παίρνει πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα τη θέση του «αμφισβητούμενου» μέσα στην καταναλωτική ροή όπου οι ποιητικές γενεές αναγγέλλονται κατά αλλεπάλληλα κύματα σαν μοντέλα αυτοκινήτων.
Ωστόσο, πολύ πρόσφατα, μέσα σ’ αυτή τη γενική εικόνα ενός πολιτισμού που κορυφαία του μορφή τέχνης είναι η αφίσα ήλθε να προστεθεί ένα παράδοξο και αντιφατικό γεγονός: η νεκρανάσταση του ενδιαφέροντος για τη λογοτεχνία. Η αντιφατικότητα του γεγονότος αυτού είναι φαινομενική. Στην πραγματικότητα το παράδοξο του φαινομένου απλώς συνεισφέρει στη βαθύτερη αποκρυπτική τάση της εποχής. Αυτό το «ενδιαφέρον» για τη «λογοτεχνία» συμπλέει με τη λειτουργία της και καλύπτει τη σημασία μιας άλλης πραγματικότητας, δηλαδή της πόλωσης μεταξύ της «λογοτεχνίας» και της «θεωρίας» της: η απόλαυση που χαρίζει η ανάγνωση ενός μυθιστορήματος αντιτάσσεται, από την αγορά και από τις λειτουργίες της αγοράς, στην απόλαυση που χαρίζει η ανάγνωση ενός κειμένου για το ίδιο το μυθιστόρημα. Για την ακρίβεια στην δεύτερη περίπτωση μάς απαγορεύεται να μιλάμε για «απόλαυση» επειδή υποτίθεται ότι ένα θεωρητικό κείμενο δεν μπορεί να δίνει στον αναγνώστη του ό,τι δίνει στους δικούς της η «καθαρή» λογοτεχνία.

Αυτός ο διαχωρισμός, εύλογος εκ πρώτης όψεως, οδηγεί στην επέκτασή του πολύ μακριά — στη θεωρητική αρχή και δικαιολόγηση ενός χάσματος που ματαιώνει τη σ φ α ι ρ ι κ ή απόλαυση της τέχνης του λόγου αποσυνδέοντας τους δύο πόλους της: το «παθητικό» και το «ενεργητικό». Ο διχασμός αυτός εκδηλώνεται πρακτικά με τη δημιουργία δύο άνισων καταναλωτικά ομάδων. Η πρώτη, η συντριπτικά μεγαλύτερη, καταναλώνει όλη την άμεσα «απολαυστική», «ηδονιστική» δυνατότητα της λογοτεχνίας — με καθοδική τάση προς το σύγχρονο λαϊκό ανάγνωσμα, προς τη λογοτεχνία-σκουπίδι. Η άλλη, η μικρή ομάδα των «ειδικών» διαβάζει τις θεωρίες για τη λογοτεχνία ή διαβάζει την ίδια τη λογοτεχνία ερευνητικά, «συστηματικά» — χωρίς να την απολαμβάνει. Είναι φανερό εδώ το πόσο φτωχή είναι κάθε ομάδα χωριστά σε σχέση με την άλλη. Το άνοιγμα της «ψαλίδας» ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο τάσεις δείχνει το βαθμό της πνευματικής αρρώστιας της εποχής μας όπου η γνώση στεγνώνει ολοένα παύοντας να είναι «χαρούμενη» και όπου η χαρά γίνεται ολοένα πιο βλακώδης.

Φαινόμενο υπάλληλο προς την αγοραστική διόγκωση της «λογοτεχνίας» έναντι της θεωρητικής σκέψης αποτελεί και η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για μια ειδική πλευρά της αφηγηματικής λογοτεχνίας: εννοούμε τη συστηματική τώρα τελευταία εκμετάλλευση μιας «καταραμένης» — πλην όμως εμπορικώτατης — φιλολογίας. Συγγραφείς χαμένοι, άτυχοι, απωθημένος σχεδόν «εξωτικοί» στην αφάνειά τους (Πικρός, Ιστράτι, Νικολαΐδης, Παρορίτης κ.α.) , ή συγγραφείς - αστέρες μιας εποχής κι ενός είδους που αρχίζει από το λαϊκό αστυνομικό ανάγνωσμα και πάει μέχρι το αναρχίζον πορνογράφημα, νεκρανασταίνονται μέσω μιας διαδικασίας «ρετρό» και επιστρατεύονται όπως-όπως από την αμηχανία μιας αγοράς που θυμάται ξαφνικά τους «ξεχασμένους» της και τους ξεθάβει για να τους θάψει ακόμη βαθύτερα μέσα στα σύγχρονα πολυτελή σκουπίδια της, πλασάροντας στα καροτσάκια της και στις βιτρίνες της φύρδην-μίγδην όλο το «περιθώριο»— «μπήτνικς» και «ρεμπέτες» της νεοελληνικές λογοτεχνίας.
(Βεβαίως τέτοιες εμποροπανηγύρεις καμιά τιμή δεν φέρνουνε στους «ξεχασμένους». Από τη μια μεριά τα ονόματά τους στολίζονται και φωταγωγούνται σαν τα σφαχτά του Πάσχα κι από την άλλη η απαστράπτουσα μωρία της εποχής κάνει τα δικά της. Ιδού π.χ. πώς σχολιάστηκε η επανέκδοση των ποιημάτων του Μήτσου Παπανικολάου: «Συγκεντρωτική έκδοση Β’ των ποιημάτων ενός μετρίου λογίου, πρώην χωροφύλακος και μετέπειτα συμβολιστού, ακμάσαντος περί το 1920. Ζητείται ο αποχρών λόγος της παρούσης εκδόσεως». (ΕΠΟΠΤΕΙΑ, αριθ. 43). Α υ τ ά ακριβώς για τον ποιητή Μήτσο Παπανικολάου, ενώ δύο σελίδες παρακάτω συνιστάται θερμά στους αναγνώστες το τελευταίο δημιούργημα τοδ κ. Νίκου Δήμου.

25 Δεκεμβρίου 2015

προς το παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία (παραμονές Χριστουγέννων 2015)



















Ο σταυρός που θα κρεμάει το πλάσμα της οίησης τη νεογέννητη ελπίδα από ξύλο είναι να αποστραγγίζει κι αυτό από και με τον πόνο που του τον έμαθε το πλάσμα αυτό.
Στ’ ανηφορικό μοναχικό μονοπάτι δεν πέρασε κανείς, άνθρωπος, προφήτης ή Θεός, όπως πέρασε η φωτιά να γονατίσει τον πεύκο, το σφάγιο στο ζοφερό ερημικό μας μέλλον. 













Εδώ όλο το φωτογραφικό αφιέρωμα.

24 Δεκεμβρίου 2015

H Ιδεολογία της μη μη-ιδεολογίας (τέσσερις σημειώσεις για την αμεσότητα) [Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος] I

Από τις "Σημειώσεις" (τεύχος 21, Ιούλιος 1981) του Στέφανου Ροζάνη.


...στίχοι σχεδόν πεταμένοι, εκβρασμένοι, με την
ανεμελιά και τη φυσικότητα κίνησης αντανακλα-
στικής, κάτι «σαν το φτάρνισμα / το βήξιμο ή
το ρούφηγμα της μύτης. 
(Από ένα κείμενο για το Ν. Καρούζο (Α. Φωστιέρη:
«Το τέλειο προπορεύεται και έπεται», περ. Η ΛΕΞΗ, άριθ. 2, σελ. 77).

Τι τέλεια κατσίκια τα κατσίκια.
Χτες γεννήθηκαν και πώς ξέρουν κιόλας
με τόση ακρίβεια
όλα τα κατσικίσια πράγματα.
θαρρείς και σπούδαζαν κατσικοσύνη μια ολόκληρη 
αιωνιότητα.
(Γ. Υφαντής: «Το θαύμα» (ΜΑΝΘΡΑΣΠΕΝΤΑ).

I


Η ένσταση που κατά καιρούς εγείρεται μέσα στα όρια της ποίησης και με τα μέσα της ποίησης εναντίον του «διανοητικού» και του «ιδεολογικού» στοιχείου αποτελεί μια από τις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται η εγγενής αμφιθυμία της τέχνης ως προς την ίδια την ύπαρξή της: η τέχνη θέλει τα «είναι» και συγχρόνως να «μην είναι». Ο χώρος που ορίζεται από τις μέγιστες αιωρήσεις αυτού του εκκρεμούς είναι και ο χώρος όπου παίζεται το παιχνίδι της τέχνης. Ό,τι συνέβη — τόσο θεαματικά και με τόσο αγοραίες εξαγγελίες — στην ποίηση κατά τη δεκαετία του 70 δεν ήταν παρά η επανάληψη και η επίταση αυτού ακριβώς του φαινομένου: η αιώρηση του εκκρεμούς άγγιζε για άλλη μια φορά προς τη μια κατεύθυνση την αυτοαναίρεση της τέχνης και προς την άλλη την ιδεολογικοποίηση αυτής της αυτοαναίρεσης. Σε όλα τα νεώτερα οιονεί μανιφέστα της ποίησης επαναδιατυπώνονται οι «αντιλογοτεχνικές» διακηρύξεις των δύο πρώτων δεκαετών του αιώνα μας. Η ποίηση, «αυτοκαταργείται» για να κερδίσει το μυθικό «σώμα» της — αρνείται, για μια ακόμη φορά, το αμφίβιο είναι της για να γίνει επιτέλους «πράξη». και για μια ακόμη φορά γίνεται αυτό που «αρνείται».


23 Δεκεμβρίου 2015

[Αρχαίο Λατομείο - Αναρριχητικό πεδίο 'Καράβι' 20.12.2015]

Το κατωτέρω αρχαίο λατομείο στον Υμηττό, σήμερα αναρριχητικό πεδίο με όνομα "Καράβι" (όνομα που δικαιολογείται από ένα βράχο που θυμίζει πλώρη πλοίου) βρίσκεται 1,5 περίπου χιλιόμετρο δασικό δρόμο και μονοπάτια μετά τη Μονή Αγίου Γεωργίου Κουταλά.