31 Μαΐου 2013

Κάτω από τους Ανθισμένους Παπύρους [Έλλη Νεζερίτη]


Κάτω από τους Ανθισμένους Παπύρους

«Που πάνε αυτοί;
Που πάνε;»
Αναρωτιέται ένας ερωδιός προφυλαγμένος
κάτω από τους ανθισμένους παπύρους.

«Αυτό το τσούρμο με τα ωχρά πρόσωπα,
που προχωρεί σκυφτό
κάτω από την κάψα του ήλιου
και την ανίσκιωτη γης,
που πάει;»

οι σαύρες κι οι σκορπιοί,
που μπερδεύονται στα πόδια τους,
τους αφήνουν αδιάφορους,
κι αυτοί σκυφτοί προχωρούν.

«Μα που πάει αυτό το τσούρμο;»

Και σε κάποια στιγμή,
ενώ τινάζει τα φτερά του,
βγάζει μια δυνατή φωνή:

«Ποιους άλλους νόμους ζωής ζητάνε
αυτά τα πλάσματα της αναισθησίας και της αδιαφορίας
σε τούτες τις περιοχές;»

Κι όσο το βλέμμα του μένει καρφωμένο
επίμονα στο τσούρμο,
που συνεχίζει την πορεία του,
τ΄ αγέρι αναδεύει ανάλαφρα το φτέρωμά του
κι οι πάπυροι με τους ανθούς τους
διαγράφουν ελλειψοειδή σχήματα.

«Όχι από κει!
Όχι από κει!
Λάθος δρόμο πήρατε, τέρατα της αλαζονείας.
Μόνον ακολουθώντας την ατραπό με τους σωρούς τα φύκια
θα σας βγάλει στο στόμιο που οδηγεί
στ΄ αβυσσαλέα βάθη των ωκεανών.
Οπότε φτάνοντας εκεί
θα πιείτε νερό απ΄ τα πηγάδια τους
ικανοποιώντας την δίψα του αιώνιου,
που τόσο σας καίει».

Η οξυδέρκεια του ερωδιού
μ΄ αφήνει κατάπληκτη,
όντας εκείνος αδίστακτος
μπρος στην αγωνία της προσκαιρότητάς μας,
που είναι αυτή
που μας σπρώχνει στο έγκλημα
και την ακολασία, μας στέλνει,
για να ικανοποιηθεί ο πόθος μας,
στα δόντια του τρόμου.

Και σκεπτικός τώρα ο ερωδιός,
όπως παρακολουθεί το τσούρμο να οδεύει
κάτω από την κάψα του ήλιου,
από το μάτι του κυλάει ένα δάκρυ:

«Μα δεν είσαστε μόνο εσείς ηλίθιοι,
που σας βασανίζει η προσκαιρότητά σας.
Ένα βράδυ μ΄ ολόγιομο φεγγάρι
εγώ κι η θαλάσσια χελώνα,
καθισμένοι στο γιαλό,
ενώ μέσα στην ησυχία της νύχτας
έφταναν ως τ΄ αφτιά μας
οι χαρούμενες φωνές των θνησιγενών υπάρξεων,
πόσο δεν κλάψαμε γι΄ αυτό».

Με τα δάκτυλα του αγέρα οι πάπυροι λυγίζουν
πότε εδώ και πότε εκεί,
κι ο ερωδιός με το δάκρυ ακόμα στο μάτι
παρακολουθεί το τσούρμο,
που προχωρεί προς την στενή πύλη της κόλασης.

30 Μαΐου 2013

Ναπολέων Λαπαθιώτης - τρία πεζά τραγούδια


Αλεξανδρινή Τέχνη - Τόμος 1-Τεύχος 8 (1927)

Παραμύθι
Κάποτε - μια φορά κι έναν καιρό - ήταν ένα κατάξανθο παιδάκι. Τα μάτι του ήταν έτσι γαλανά, που τίποτε, μες στο μεγάλον κόσμο, δεν ήταν γύρω τόσο γαλανό. Κ’ είχε κι ένα χαμόγελο στα χείλη, τέτοιο, που μοναχά να το κοιτούσες, μονάχ’ αυτό θ’ αρκούσε για να ζεις.
Και το παιδάκι, με καιρό, μεγάλωσε, μεγάλωσε και πήγε στο σκολιό• πήγε στο σκολιό να μάθει γράμματα, κ’ έβγανε την τετάρτη γυμνασίου• κατόπι γράφτηκε και γω δεν ξέρω που, κ’ έγινε και γώ δεν ξέρω τι - έγινε γιατρός ή δικηγόρος• (καν δικηγόρος, καν μηχανικός• μηχανικός, θαρρώ, ή κάτι τέτοιο...)
Κι απ’ το παλιό, το γαλανό παιδάκι, δεν έμεινε πια τίποτε απολύτως.
Τίποτε μα τίποτε, απολύτως.

Διάλογος
Μια νύχτα, η Τέχνη πήρε σχήμα ξαφνικά, κ’ ήρθε και στάθηκε μπροστά στον Καλλιτέχνη, καθώς ήταν σκυμμένος στη δουλειά του - και φιλικά τον άγγιξε στον ώμο. Κι ό Καλλιτέχνης γύρισε τα μάτια, γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. Ώρα πολλή την κοίταζε στα μάτια, χωρίς να βγάνει λέξη από τα χείλη. Αφού κοιτάχτηκαν κ’ οι δυο καλά - καλά, έλυσ’ εκείνη πρώτη τη σιωπή: 
- Τι θέλεις από μένα;
- Σ’ αγαπώ.
- Τι περιμένεις από μένα;
- Τίποτε.
Κ’ η Τέχνη χαμογέλασε – κ’ έγινε πάλι Ιδέα.

Καημοί
Ένα λουλούδι ζούσε λυπημένο• είχε στο νου του πάντα ένα πουλάκι.
Το κοίταζε, και του ‘λεγε συχνά:
- Πάρε με μαζί σου, σ’ αγαπώ! Πάρε και μένα στ’ άγνωστο που πας. Ο ήλιος εκεί θα λάμπει πιο ζεστός, ο αέρας θα φυσάει πιο δυνατός. Ίσως εκεί ποτέ να μη νυχτώνει... Πάρε και μένα, πάρε με μαζί σου!
Και το πουλάκι του απαντούσε πάντα:
- Είν’ ένας μόλος, κ’ είν’ ένα χρυσόψαρο, κρυμμένο μες στα βάθη της θαλάσσης. Αυτό ποτέ δε φαίνεται στον ήλιο• δεν το ‘χω ιδεί παρά μονάχα μια φορά - κι αυτή η φορά μου φτάνει για να τρέχω, να ζω, να κελαηδώ και να πετώ...

27 Μαΐου 2013

Ειρήνη Α. Άρτεμη - Τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως στούς δύο διαλόγους, «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» και «Ὅτι εἷς ὁ Χριστός», τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.




Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το τεσσαρακοστό τέταρτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων: "Τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως στούς δύο διαλόγους, «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» και «Ὅτι εἷς ὁ Χριστός», τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας." της Ειρήνης Α. Άρτεμη.



25 Μαΐου 2013

Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο – Κεφάλαιο IV. Η Απαρχαίωση των Πολιτικών Εννοιών [Παναγιώτης Κονδύλης]




























Τα κεφάλαια:

- Μνείες και Υπομνήσεις
- Πλανητική Πολιτική στην Εποχή της Μαζικής Δημοκρατίας
Μορφή και Ιστορικές Φάσεις της Πλανητικής Πολιτικής
Η Συγχώνευση της Πολιτικής με την Οικονομία
Τέλος του Κυρίαρχου Κράτους ή Αλλαγή της Λειτουργίας του;
Ενδεχόμενες Διαμορφώσεις της Πλανητικής Συγκυρίας
Από τον Οικουμενικό στον Βιολογικό Χαρακτήρα της Πολιτικής
- Εθνικισμός Ανάμεσα σε Ριζοσπαστικοποιημένη Παράδοση και Μαζικοδημοκρατικό Εκσυγχρονισμό
- Το Νέο Πρόσωπο του Θερμού Πολέμου
- Η Απαρχαίωση των Πολιτικών Εννοιών
- Πλανητική Πολιτική και Οικουμενική Ηθική
- Τι ήταν ο Κομμουνισμός;
- Επίμετρο στην Ελληνική Έκδοση (Προϋποθέσεις, Παράμετροι και Ψευδαισθήσεις της Ελληνικής Εθνικής Πολιτικής)

Κατωτέρω παρουσιάζεται το τέταρτο κεφάλαιο:

Η Απαρχαίωση των Πολιτικών Εννοιών


Για πολλοστή φορά στις ήμερες του αποτυχημένου πραξικοπήματος της Μόσχας, τον Αύγουστο του 1991, άκουγε και διάβαζε κανείς ότι οι «συντηρητικοί» της Κα-Γκε-Μπε και του ΚΚΣΕ ήθελαν να εμποδίσουν την πορεία προς την ελεύθερη οικονομία και τον κοινοβουλευτισμό. Και πολλά δημοσιογραφικά όργανα, τα όποια επιτιμούσαν με το επίθετο «συντηρητικός» όσους κατά τα άλλα χαρακτήριζαν «σταλινικούς» ή «ορθόδοξους κομμουνιστές», απέδιδαν αμέριμνα, κάποτε και στη διπλανή στήλη, την ίδια ιδιότητα σε πολιτικά πρόσωπα όπως ο Ρεηγκαν και η Θάτσερ, ο Μπους και ο Κολ. Ένας καλόπιστος αναγνώστης, ο όποιος θα ήθελε να πάρει στην ονομαστική του αξία τον προσφερόμενο έντυπο λόγο, θα έπρεπε απ' αυτό να συμπεράνει λογικά ότι ανάμεσα στους παραπάνω δυτικούς πολιτικούς και στους σοβιετικούς εχθρούς της «περεστρόικα» υφίσταται μια κοινότητα φρονημάτων και σκοπών. Έναν τέτοιον παραλογισμό τον απέτρεπε βέβαια ο κοινός νους, όμως αυτός δεν έχει φανεί ως τώρα αρκετά αυτόβουλος ώστε ν’ αντιταχθεί στη σχιζοφρένεια του τρέχοντος πολιτικού λεξιλογίου, και μάλιστα Φαίνεται να την έχει αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα. Μια διέξοδο προσφέρει ο ισχυρισμός, ότι συντηρητικός είναι ο υπερασπιστής του εκάστοτε κατεστημένου, αδιάφορο σε τι συνίσταται σε κάθε περίπτωση το κατεστημένο αυτό• συντηρητικοί πολιτικοί που ζουν σε εντελώς διαφορετικές κοινωνίες δεν μπορούν λοιπόν παρά να προασπίζουν εντελώς διαφορετικά, και μάλιστα αντίθετα μεταξύ τους προγράμματα. Αν όμως το κριτήριο των πολιτικών ταξινομήσεων δεν είναι η τοποθέτηση της κάθε πλευράς απέναντι σε συγκεκριμένα προβλήματα περιεχομένου, τότε οι ταξινομήσεις αυτές πρέπει να θεμελιώνονται σε ψυχολογικούς ή ανθρωπολογικούς παράγοντες, σε κοινά βιωματικά στοιχεία. Αλλά ακόμα κι αν κάποιος θα ήθελε καλή τη πίστει να ισχυρισθεί ότι ανάμεσα στον Χέλμουτ Κολ λ.χ. και στους Ρώσους πραξικοπηματίες υπάρχουν παρόμοια κοινά σημεία, και πάλι η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση ελάχιστα θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Γιατί σε τέτοιες καταστάσεις το τιθέμενο ζήτημα είναι η επικράτηση ορισμένων πολιτικών περιεχομένων ή ορισμένων σκοπών με καθορισμένο περιεχόμενο, έτσι ώστε να διαμορφωθεί αντίστοιχα μια εθνική ή διεθνής συλλογική πολιτική οντότητα• οι εχθρικές ή φιλικές συνομαδώσεις προκύπτουν ακριβώς από την τοποθέτηση των εκάστοτε δρώντων υποκειμένων απέναντι σ’ αυτά τα περιεχόμενα και σ’ αυτούς τους σκοπούς. Η νομιμοποίηση τούτων εδώ μέσα στον πολιτικό αγώνα πραγματοποιείται βέβαια συχνότατα με την επίκληση ανθρωπολογικών αντιλήψεων όμως η πολιτική ανάλυση δεν μπορεί να συναγάγει συγκεκριμένα περιεχόμενα από τυπικές, και καθ’ εαυτές αφηρημένες, ανθρωπολογικές σταθερές χωρίς να περιπέσει σε μια κακή μεταφυσική.

Αυτά όλα δεν ισχύουν μονάχα για την έννοια του συντηρητισμού. Εξ ίσου μπερδεμένη εμφανίζεται η δημοσιογραφική, αλλά και η επιστημονική γλωσσική χρήση, όταν στραφούμε προς τις υπόλοιπες θεμελιώδεις έννοιες, γύρω από τις όποιες στράφηκε θετικά ή αρνητικά το πολιτικό λεξιλόγιο των τελευταίων εκατόν πενήντα χρόνων. Ασφαλώς, η πολυσημία συνοδεύει τις πολιτικές (και όχι μόνο τις πολιτικές) θεμελιώδεις έννοιες από την ώρα της γέννησής τους, όντας αναπόδραστη εξ αιτίας της πολεμικής χρήσης των εννοιών αυτών - και όμως διαφέρει από εκείνη την έλλειψη συγκεκριμένης αναφοράς και από εκείνη την αμορφία του περιεχομένου τους, η οποία υποδηλώνει την ιστορική τους παρακμή. Όσο οι έννοιες είναι ζωντανές και σηκώνουν το βάρος κοινωνικών φαινομένων, μπορούν να ερμηνευθούν θετικά ή αρνητικά, στενά ή πλατιά, και να παραλλαχθούν ανάλογα με τις εκάστοτε στρατηγικές ή τακτικές ανάγκες, όμως αναφέρονται ρητά ή άρρητα σ’ έναν ταυτόσημο και ταυτίσιμο φορέα. Όποιος έλεγε «συντηρητικός» στον 19ο αιώνα εννοούσε πρωταρχικά τις κοινωνικοπολιτικές επιδιώξεις της αντιφιλελεύθερης κληρονομικής αριστοκρατίας μεγάλης πατριαρχικής γαιοκτησίας, η οποία έβλεπε να απειλείται από τις προόδους του βιομηχανικού καπιταλισμού, ενώ ως κοινωνικοί φορείς εκείνου, που σήμερα ονομάζεται κάθε φορά «συντηρητισμός», αναφέρονται άλλοτε οι πρόμαχοι τις σχεδιασμένης οικονομίας και της δικτατορίας στην Ανατολή, άλλοτε οι συνήγοροι της ελεύθερης οικονομίας και του κοινοβουλευτισμού στη Δύση, κάποτε οι οικολογικά προσανατολισμένοι φίλοι της αλώβητης Φύσης και κάποτε οι θρησκευόμενοι εχθροί της μίνι φούστας. «Φιλελεύθερη» λεγόταν επίσης αρχικά κατά πρώτο λόγο μια πολιτική που άρθρωνε τις οικονομικές και συνταγματικές αντιλήψεις της αστικής τάξης, όχι λ.χ. η συνηγορία υπέρ της ελευθερίας των εκτρώσεων ή της κατάργησης της θανατικής ποινής. Η μη δεσμευτικότητα του λεξιλογίου μαρτυρεί την απαρχαίωση του. Πράγματι, η πολιτική του 20ου αιώνα κατά μέγα μέρος διαδραματίσθηκε υπό τον αστερισμό εννοιών, οι όποιες λίγο-πολύ είχαν χάσει ή έχαναν προοδευτικά το χειροπιαστό ιστορικό τους περιεχόμενο. Αυτό μπορούσε βέβαια να το δει ο αμέτοχος παρατηρητής, όμως τα δρώντα υποκείμενα εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν το λεξιλόγιο του 19ου αιώνα, επειδή το χρειάζονταν για πολεμικούς λόγους. Επί πλέον, ο μακρός αγώνας ανάμεσα στο δυτικό σύστημα και στον κομμουνισμό συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση μιας γλωσσικής χρήσης, η όποια σε κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν είχε ακριβείς εμπράγματες αντιστοιχίες. Γι’ αυτό ακριβώς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, και μάλιστα η έκβασή του, αποκαλύπτει πόσο κενή περιεχομένου είχε καταντήσει στο μεταξύ η πολιτική γλώσσα. Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί βέβαια ν’ αποτελέσει τελεσίδικη κρίση για την ψυχολογική και ιδεολογική της επίδραση στο παρελθόν και στο μέλλον.

Οι τρεις θεμελιώδεις έννοιες του πολιτικού λεξιλογίου των τελευταίων εκατόν πενήντα ετών, δηλ. «συντηρητισμός», «φιλελευθερισμός» και «σοσιαλισμός» (ή κοινωνική δημοκρατία) ενσάρκωναν αυθεντικά τρεις πραγματικές και σαφείς κοινωνικές διαμόρφωσής τους. Γιατί μόνο γύρω στο 1848 βρίσκονταν η αριστοκρατία, η αστική τάξη και το προλεταριάτο αντιμέτωποι πάνω στο ίδιο πεδίο μάχης. Το τρίπτυχο αυτό όμως συρρικνώθηκε ήδη στην πορεία του 19ου αιώνα κι έγινε δίπτυχο, επειδή η ήδη εξασθενημένη αριστοκρατία απορροφήθηκε κατά μεγάλο μέρος από τη μεγαλοαστική τάξη, καθώς εγκατέλειψε nolens volens την πατριαρχική της εξουσία στην ύπαιθρο και ενσωματώθηκε σε διάφορους βαθμούς και σε διάφορες μορφές στην καπιταλιστική οικονομική ζωή και στο κοινοβουλευτικό παιγνίδι. Όταν η στατική της societas civilis υποχώρησε μπροστά στη δυναμική του καπιταλισμού, δεν μπορούσε πια να γίνει λόγος για συντηρητισμό με την ανόθευτη έννοια της διαφύλαξης μιας θεόδοτης, αιώνιας και ιεραρχικής τάξης επί της γης. Αν παρ’ όλα αυτά η έννοια του συντηρητισμού παρέμεινε στη ζωή, αυτό το χρωστούσε λιγότερο στη ζωτικότητα των φυσικών της κοινωνικών φορέων και περισσότερο στο πολεμικό μένος των θριαμβευτών αντιπάλων τους. Προ παντός η αριστερά όλων των αποχρώσεων ενδιαφερόταν τώρα ιδεολογικά να παρουσιάσει τον αστικοφιλελεύθερο βασικό της αντίπαλο ως προδότη του ίδιου του του «προοδευτικού» παρελθόντος και ως συνεχιστή των «σκοταδιστικών» και «αντιδραστικών» θέσεων και πράξεων, οι όποιες ακόμα προ ολίγου χαρακτήριζαν τη δραστηριότητα του «φεουδαλικού κόμματος». Στην προοπτική αυτή ο «συντηρητισμός» οριζόταν με κριτήριο την αντίθεση προς την αριστερά, «συντηρητικό» λοιπόν ήταν κάτι στον βαθμό που αντιστρατευόταν τους σκοπούς της αριστεράς, και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν αυτό άλλαζε έμπρακτα την κοινωνία: γιατί αν η αριστερά κατείχε εξ ορισμού το μονοπώλιο της προόδου, τότε η αλλαγή της κοινωνίας σε κατεύθυνση αντίθετη προς τις επιθυμίες της αριστεράς δεν μπορούσε να αναγνωρισθεί ως «γνήσια» αλλαγή. Αυτό το σχήμα σκέψης διαμόρφωσε επί δεκαετίες ολόκληρη σχολή, και όχι μόνο στη διεθνή πολιτική. Η επίσημη «προοδευτική» πολιτική επιστήμη και κοινωνιολογία βοήθησε επίσης στην επικράτηση της αντίληψης ότι ο συντηρητισμός δεν αποτελεί έννοια ιστορικά καθορισμένη και παροδική, παρά μια μόνιμη τοποθέτηση που όμως ορίζεται διαφορετικά μέσα σε διάφορες συνάφειες και αντίστοιχα επιδρά στην πράξη. Προ παντός σε μιαν εποχή, όπου η κατά τα άλλα μη δεσμευτική πνευματική συνοδοιπορία με κομμουνιστικές θέσεις ήταν της μόδας, πολλοί διαπίστωναν με χαρά ότι οι πολιτικοί επιστήμονες των ανατολικών χωρών συμμερίζονταν αυτή την πεποίθηση.

Οι φιλελεύθεροι υποχρεώθηκαν να οικειοποιηθούν από την πλευρά τους την έννοια του συντηρητισμού όταν είδαν ότι η αρχική αστική σημασία του φιλελευθερισμού ξεθώριαζε, ενώ κέρδιζε συνεχώς έδαφος η μεθερμηνεία του με πρόθεση αντιαστική και δημοκρατική-εξισωτική• «συντηρητικές» αποκαλούνταν τώρα οι ιδέες και η κοινωνικοπολιτική πρακτική του κλασσικού φιλελευθερισμού, ο οποίος ήθελε να διαχωρίσει ρητά τη θέση του από εξισωτικές σοσιαλιστικές και δημοκρατικές επιδιώξεις. Οι τελευταίες πρόβαλλαν άλλωστε επί σκηνής με την αξίωση ότι διαχειρίζονται δημιουργικά την «αληθινή» κληρονομιά του φιλελευθερισμού και ότι στοχάζονται με ακραία συνέπεια τη «γνήσια» φιλελεύθερη σκέψη όταν από τα τυπικά δικαιώματα συνάγουν τα υλικά και από τη νομική ισότητα την κοινωνική. "Υπ’ αυτές τις συνθήκες και κάτω από το φως της μεθερμηνείας αυτής ο φιλελευθερισμός ως θεωρία και έννοια φάνηκε αναγκαστικά λίγο-πολύ ύποπτος στους ίδιους τους κλασσικούς φιλελευθέρους, οι όποιοι σκέφτονταν με αστικές κατηγόριες. Τα μεγάλα συνθήματα της ελευθερίας και της ισότητας, που είχαν διακηρυχθεί ήδη από τον 17ο αιώνα στη γλώσσα του θύραθεν φυσικού δικαίου, επέτρεπαν πράγματι, με την αντίστοιχη καλή θέληση, μιαν ευρεία ερμηνεία, όμως η δυνατότητα αυτή μόλις στον 19ο αιώνα έγινε γενικά συνειδητή. Γιατί οι δημιουργοί των συνθημάτων αυτών όταν τα διατύπωναν είχαν απλώς κατά νου τον παραμερισμό των παλιών φραγμών και ιεραρχιών ανάμεσα στις τάξεις του ancien regime, όμως οι κοινωνικές ανισότητες, που θ’ αποτελούσαν την πέτρα του σκανδάλου για τούς κατοπινούς δημοκράτες, ήσαν στα μάτια τους ολότελα φυσικές, και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι αν ίσχυε απόλυτα το φυσικό δίκαιο ο κύριος δεν θα ήταν πια κύριος ούτε ο δούλος δούλος• αρκεί να υπενθυμίσουμε τις διαμάχες του 19ου αιώνα γύρω από το εκλογικό δικαίωμα προκειμένου να διασαφήσουμε αυτό το σημείο. Εν πάση περιπτώσει τα πράγματα έφθασαν σε σημείο ώστε με την επίκληση μιας ηθικά φορτισμένης έννοιας του φιλελευθερισμού μπορούσε να χαιρετίσει κανείς ακόμα και τάσεις προς το κοινωνικό κράτος, και μάλιστα οχυρωμένος πίσω από την υψηλή περιωπή του άτομου μέσα στο φιλελεύθερο πλαίσιο σκέψης. Ως ύψιστη αξία, το άτομο έπρεπε τώρα να απολαμβάνει την προστασία της κοινωνίας με τη διαμεσολάβηση του κράτους και να παίρνει απ’ αυτό εγγυήσεις για την ελεύθερη και ολόπλευρη εξέλιξή του. Οι θέσεις τούτες συνιστούσαν βέβαια ριζική μεθερμηνεία του κλασσικού φιλελεύθερου ατομικισμού, ωστόσο εδώ δεν μας ενδιαφέρει η νομιμότητα της ερμηνείας αυτής παρά το γεγονός ότι έγινε και ότι επηρέασε την πρακτική πολιτική. Όσο περισσότερο η μαζική κοινωνία, που διαμορφώθηκε κάτω απ’ τη δεσπόζουσα επιρροή της αστικής τάξης, πλησίαζε προς τη σύγχρονη μαζική δημοκρατία, τόσο στενότερα συνδεόταν η έννοια του φιλελευθερισμού με τάσεις εν μέρει ηθικές-κρατικιστικές κι εν μέρει ριζικά ατομικιστικές ή απότοκες της πολιτισμικής επανάστασης. Για ευνόητους κοινωνικοϊστορικούς λόγους, μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες η γλωσσική χρήση απέδωσε ορθά την εμπράγματη αυτή κατάσταση, ενώ στην Ευρώπη κρατήθηκε η δισημία. 

Έτσι λοιπόν μπόρεσε στον 20ο αιώνα να χρησιμοποιηθεί η έννοια του συντηρητισμού για αστικοφιλελεύθερους σκοπούς και η έννοια του φιλελευθερισμού για μια πολιτική αντιαστική στο σύνολο της. Αλλά εξ ίσου πολύσημη και κυμαινόμενη έγινε με τον καιρό και η έννοια του σοσιαλισμού ή της κοινωνικής δημοκρατίας. Η κατάληψη της εξουσίας από μέρους των μπολσεβίκων δεν στάθηκε ικανή να ενοποιήσει τους προϋπάρχοντες σοσιαλισμούς κάτω από το λάβαρο του μόνου νικηφόρου και έτσι να δώσει στην ιδέα του σοσιαλισμού περιεχόμενο αποκλειστικό και μονοσήμαντο. Απεναντίας, προκάλεσε την τελειωτική διάσπαση του σοσιαλιστικού κινήματος σε μιαν επαναστατική και μια μεταρρυθμιστική πτέρυγα, ενώ συνάμα η ιδιαίτερη εκδίπλωση του κομμουνισμού σε μερικές χώρες του Τρίτου Κόσμου είχε ως αποτέλεσμα να μπει η επιγραφή «σοσιαλισμός» πάνω σε καθεστώτα που, αν παραβλέψουμε τα ιδεολογικά ψιμύθια, δεν ήσαν τίποτε άλλο παρά εθνικιστικές δικτατορίες. Ο μεταρρυθμιστικός σοσιαλισμός δυτικού τύπου ακολούθησε από την πλευρά του την ηθική μεθερμηνεία φιλελεύθερών-ατομικιστικών κοινών τόπων, ενώ οι προσπάθειες αιρετικών μαρξιστών (και μαρξιστών-λενινιατών) να ξεκόψουν από τον «σταλινισμό» ως θεωρία και ως πράξη και να διαμορφώσουν τον «ανόθευτο» σοσιαλισμό απλώς εμπλούτισαν με διαρκώς νέες παραλλαγές ένα παιγνίδι που από καιρό είχε καταντήσει μπερδεμένο και πληκτικό. 

Φθάνουμε έτσι στις συνέπειες του Ψυχρού Πολέμου για το πολυτάραχο πεπρωμένο του σύγχρονου πολιτικού λεξιλογίου. Γιατί ο Ψυχρός Πόλεμος, δηλ ο πολιτικός και στρατιωτικός ανταγωνισμός του δυτικού και του κομμουνιστικού στρατοπέδου μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, εν μέρει προξένησε και εν μέρει επέτεινε την πολυσημία και τη μη δεσμευτικότητα της έννοιας του σοσιαλισμού, όμως έκαμε και κάτι ακόμη, δηλ άσκησε παρόμοια επίδραση στο περιεχόμενο του συντηρητισμού και του φιλελευθερισμού. Στη νέα του λειτουργία ως έννοια αντίθετη προς τον «ολοκληρωτισμό», ο φιλελευθερισμός σήμαινε βέβαια τον οικονομικό φιλελευθερισμό και επομένως την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, όμως το κέντρο βάρους δεν έπεφτε σ’ αυτό το πεζό γεγονός, το οποίο άλλωστε ο αντίπαλος το χαρακτήριζε ως «κυριαρχία μιας φούχτας καπιταλιστών», παρά στις ευκαιρίες που δημιουργούσε ο οικονομικός φιλελευθερισμός για την ανάπτυξη της κοινωνίας και του άτομου. Σύμφωνα με την ερμηνεία αύτη, φιλελευθερισμός είναι η αρχή της απεριόριστης ανανέωσης και των ανοιχτών δυνατοτήτων, της ανοχής και της ανθρώπινης ελευθερίας - κοντολογής της Ελευθερίας με κεφαλαίο. Την ίδια αυτήν ελευθερία εννοούσε όποιος χρησιμοποιούσε την έννοια της δημοκρατίας συνώνυμα με την έννοια του φιλελευθερισμού και στις «κομμουνιστικές τυραννίες» αντιπαρέθετε τις «δυτικές δημοκρατίες». Στο πλαίσιο αυτό, οι έννοιες «φιλελευθερισμός» και «δημοκρατία» γίνονταν αντιληπτές αξιολογικά και κανονιστικά, χωρίς να συνδέονται με συγκεκριμένα κοινωνικά περιεχόμενα ή μορφές κυριαρχίας. Από την πλευρά τους, οι κομμουνιστές μιλούσαν για «συντηρητισμό» ή «άντίδραση» προκειμένου να χαρακτηρίσουν το σύστημα του «κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού», το όποιο κατά την αντίληψή τους δεν ήταν ικανό για καμία ουσιαστική πρόοδο, παρά καταδικασμένο σε συνεχείς κρίσεις, καθώς θυσίαζε την ανάπτυξη της κοινωνίας και του ατόμου στην ανενδοίαστη επιδίωξη του κέρδους από μέρους μιας κυρίαρχης κλίκας. Ενδιαφέρον έχει ότι συχνά ομολογούσαν πίστη στον «συντηρητισμό» και πολλοί από εκείνους, οι όποιοι με την ιδιότητα του αντικομμουνιστή αυτοχαρακτηρίζονταν ως «φιλελεύθεροι» ή «δημοκράτες», όταν έτσι ήθελαν να υπερασπίσουν αιώνιες αλήθειες κι αξίες που έβλεπαν να τις απειλεί ο κομμουνισμός. Πιο συγκεκριμένη γινόταν η αντικομμουνιστική ομολογία πίστεως προς τον «συντηρητισμό», όταν το ζητούμενο ήταν η αποτελεσματική πάλη εναντίον εκείνων, οι όποιοι στο εσωτερικό των δυτικών κρατών μεθερμήνευαν με δημοκρατική έννοια τον φιλελευθερισμό και γι’ αυτό, δίκαια ή άδικα, κατηγορούνταν ως συνοδοιπόροι των κομμουνιστών.

Τώρα το αργότερο μετά την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου καθένας οφείλει να γνωρίζει ότι η κομμουνιστική και αριστερή διάγνωση σ’ ό,τι άφορα στον «συντηρητικό» ή και «αντιδραστικό» χαρακτήρα του δυτικού συστήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στα μεγάλα βιομηχανικά έθνη, ήταν όχι απλώς αβάσιμη, άλλα κενή περιεχομένου. Μπορεί και επιτρέπεται να απορρίψει κανείς το σύστημα αυτό για πολύ διαφορετικούς ηθικούς και αισθητικούς λόγους - όχι όμως επειδή είναι «συντηρητικό», επειδή δηλ εμποδίζει την τεχνική πρόοδο και τη συναφή μ’ αυτήν αναδιάρθρωση της κοινωνίας. Ανεξάρτητα από το πως αποτιμά κανείς ως αξίες την τεχνική πρόοδο, τις καταναλωτικές δυνατότητες και τις ελευθερίες, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την υπεροχή της Δύσης σ’ αυτούς τους τομείς. Η μομφή του «συντηρητισμού» απευθύνθηκε κατά τρόπο κυριολεκτικά παράλογο ενάντια σ’ ένα σύστημα, το όποιο επαναστατικοποίησε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε έκταση άγνωστη ως τώρα στην παγκόσμια ιστορία και έθεσε στη διάθεση του ατόμου υλικές και άλλες δυνατότητες που εξ ίσου αποτελούν εκπληκτική κοσμοϊστορική καινοτομία. Αν ορισμένοι φορείς ή υπερασπιστές αυτού του συστήματος θέλουν να αυτοαποκαλούνται «συντηρητικοί», ο λόγος είναι εν μέρει οι πολεμικές ανάγκες που προαναφέραμε και εν μέρει ο τρόπος, με τον οποίο κατανοούν οι ίδιοι ηθικά και ιδεολογικά τον εαυτό τους, καθώς αρνούνται να συμφιλιωθούν με τη διαπίστωση ότι το σύστημα αυτό εδώ και καιρό ζει από την αδιάκοπη καταστροφή παλιών άξιών και ακόμη και βασικών βιολογικών δεδομένων - ζει δηλ από εκείνο που σε αληθινά συντηρητικές εποχές ονομαζόταν ύβρις. Όπως όμως κι αν θα αυτοαποκαλούνται μελλοντικά τέτοιοι «συντηρητικοί», βέβαιο είναι ότι η νίκη της Δύσης στον Ψυχρό Πόλεμο θα παραλύσει τη γλώσσα των «προοδευτικών» κάθε απόχρωσής ή τουλάχιστον θα φέρει άνω-κάτω το λεξιλόγιό τους, γιατί τώρα πια δεν φαίνεται αυτονόητο να συσχετίζει κανείς το ζωτικότερο ή εν πάση περιπτώσει το νικηφόρο σύστημα με έναν νωθρό συντηρητισμό. Καθώς η δραστηριότητα των «προοδευτικών» διανοουμένων έγκειται προ παντός στην ακατάσχετη πολυλογία, αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσχέρειες όταν το γνώριμό τους λεξιλόγιο αλλάζει απότομα. Από κάμποσον καιρό πάντως η έννοια «συντηρητισμός» χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο, ή όλο και πιο ανόρεχτα, με υποτιμητική έννοια. 

Στο σημείο αυτό πρέπει να θίξουμε §να πολύ σημαντικό ορολογικό και εμπράγματο ζήτημα. Αν δηλ είναι λάθος να αντιλαμβανόμαστε την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου ως νίκη της συντηρητικής Δύσης πάνω στην επαναστατική Ανατολή, αποτελεί εξ ίσου οπτική απάτη να πανηγυρίζεται η κατάρρευση του κομμουνισμού ως νίκη του αστικού φιλελευθερισμού. Έτσι μπορεί να εκφράζεται κανείς μόνον αν κατανοεί τον «φιλελευθερισμό» ως την αντίθετη έννοια προς τον «ολοκληρωτισμό», όπως συνηθιζόταν στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Υπαινιχθήκαμε ήδη ότι στην αντιπαράθεση αυτή χανόταν η ειδοποιός αστική σημασία του φιλελευθερισμού. Αυτό δεν ήταν διόλου τυχαίο. Σε συνάφεια με τη δημοκρατική μεθερμηνεία του φιλελευθερισμού και αναμφίβολά σε συνάρτηση με τον βαθμιαίο κοινωνικό ξεπεσμό της αστικής τάξης, η όποια παράλληλα μετέβαλλε τον χαρακτήρα της, η αστική ουσία του κλασσικού φιλελευθερισμού είχε απισχνανθεί σημαντικά ήδη πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η αστική μαζική κοινωνία βρισκόταν στον δρόμο προς τη σύγχρονη μαζική δημοκρατία από τότε που άρχισε η εκμηχάνιση της καθημερινής ζωής και ανακαλύφθηκε ο εργάτης ως καταναλωτής. Όμως η αποφασιστική αυτή στροφή συντελέστηκε σε ευρύ μέτωπο μόλις μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και κάτω από την επίδρασή του Ψυχρού Πολέμου. Γιατί, πέρα από τις μακροπρόθεσμες κοινωνικοϊστόρικές τάσεις, η μετατροπή της αστικοφιλελεύθερης μαζικής κοινωνίας στη σύγχρονη μαζική δημοκρατία προωθήθηκε και επιταχύνθηκε (και) χάρη στην επιδίωξη να προληφθεί ο κίνδυνος ανόδου των κομμουνιστών στην εξουσία μέσω της γρήγορης βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου. Η διαδικασία αυτή συμβάδισε με έναν ευρύ εκδημοκρατισμό σε όλους τους τομείς και με τον σχηματισμό νέων ελίτ στην οικονομία και στην πολιτική, οι οποίες παραμέρισαν ή διαδέχθηκαν την παλιά αστική τάξη άλλωστε και η δική τους η σύνθεση αλλάζει πολύ γρηγορότερα από εκείνη προγενέστερων κυρίαρχων ομάδων εξ αιτίας της γενικά αυξημένης κοινωνικής κινητικότητας. Ο μάνατζερ, ο τεχνοκράτης και οι yuppies είναι ως κοινωνιολογικοί τύποι και ως φορείς λειτουργιών κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από τον αστό• το αστικό ήθος και έθος ως τρόπος ζωής εκπληρώνει σήμερα, αν κοιτάξουμε τη γενική εικόνα, τις ίδιες γραφικές λειτουργίες εντός του «καλού κόσμου» που άλλοτε εκπλήρωναν μερικά απομεινάρια των παλιών ευγενών οικογενειών. Η άκρα κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα, η κοινωνική κινητικότητα και ο πλουραλισμός των άξιών διαγράφουν - σε συνδυασμό με την παράλληλα συντελούμενη ισοπέδωση των ιεραρχιών και των εξουσιών, ήτοι σε συνδυασμό με τον εκδημοκρατισμό- μια γενική εικόνα, η οποία επιτρέπεται να χαρακτηρισθεί ως εκείνη μιας αστικοφιλελεύθερης κοινωνίας μονάχα αν παραγνωρίσουμε κεντρικούς κοινωνιολογικούς παράγοντες και θεμελιώδη μεγέθη της ιστορίας των ιδεών. Η σύγχρονη μαζική δημοκρατία προήλθε βέβαια από τούς κόλπους της αστικής κοινωνίας, όμως συνιστά έναν δομικά καινούργιο κοινωνική σχηματισμό. Γι’ αυτό ακριβώς το πολιτικό λεξιλόγιο που διαμορφώθηκε στην αστική εποχή έχασε μέσα στον σχηματισμό αυτόν το πραγματικό του περιεχόμενο και νόημα, μολονότι οι ανταγωνιστικές πολιτικές ελίτ αναγκαστικά το χρησιμοποιούν, ελλείψει ενός άλλου, προκειμένου να ιδεολογοποιήσουν τις πρακτικές τους επιθυμίες, να διαχωρισθούν συμβολικά η μία από την άλλη και έτσι να φανούν πιο ενδιαφέρουσες.

Ώστε η Δύση νίκησε την Ανατολή μονάχα όταν ή αστική ταξική κοινωνία είχε δώσει πια τη θέση της στη μαζική δημοκρατία, πράγμα που έκαμε την κομμουνιστική κριτική του καπιταλισμού να φαίνεται απαρχαιωμένη και μάλλον αδιάφορη. Για να το πούμε παραδοξολογικά: ο αποχαιρετισμός από την Ουτοπία στην Ανατολή έγινε δυνατός χάρη στην πραγμάτωση της Ουτοπίας στη Δύση. Πράγματι, στη δυτική μαζική δημοκρατία ξεπεράσθηκε για πρώτη φορά στην παγκόσμια Ιστορία η σπάνη των αγαθών και η κοινωνία αρθρώθηκε κατά μεγάλο μέρος με βάση τα κριτήρια της λειτουργικότητας και της απόδοσης, ήτοι πραγματώθηκε κατ’ αρχήν η ισότητα σε στενή συνάφεια με τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε άτομα, ενώ συνάμα η αυτοπραγμάτωση του άτομου οιονεί ανακηρύχθηκε σε σκοπό του κράτους. Οι ελλείψεις και οι σκιές αυτής της εικόνας είναι γνωστές με το παραπάνω, όμως δεν άλλάζουν τίποτε στο γεγονός ότι αυτή ή -εξαμβλωματική, γελοιογραφική, ιλαροτραγική ή ό,τι άλλο- πραγμάτωση της Ουτοπίας εν τέλει αφόπλισε την κομμουνιστική κριτική του φιλελευθερισμού και του καπιταλισμού. Έτσι, η σύγχρονη μαζική δημοκρατία παραμέρισε με μια και μόνη κίνηση το αντικείμενο των εννοιών «συντηρητισμός», «φιλελευθερισμός» και «σοσιαλισμός». Με την άκρα κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα και την απεριόριστη κοινωνική κινητικότητα, την οποία χρειάζεται απολύτως για να λειτουργήσει, διέλυσε τα μεγάλα συλλογικά υποκείμενα, με τα όποια συνδέονταν οι έννοιες εκείνες όσο είχαν συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο και συγκεκριμένη ιστορική αναφορά. Άλλωστε το κοινό τους πεπρωμένο απέρρεε από την κοινή τους καταγωγή και σταδιοδρομία. Διαμορφώθηκαν μέσα στην κοσμοϊστορική στροφή από τη societas civilis στη μαζική κοινωνία ή από τον αγροτικό στον βιομηχανικό πολιτισμό και έδωσαν από διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές και κοσμοθεωρητικές σκοπιές απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που αναγκαστικά έθεσε η στροφή αυτή. Η διαδικασία, στην οποία αναφερόμαστε, άρχισε με την ευλαβή υποταγή του άνθρωπου στον Θεό και τέλειωσε με την υπεροπτική κυριαρχία του πάνω στη Φύση, ξεκίνησε από την αυτονόητη ένταξη του ατόμου σε μια κοινωνική ομάδα και έφθασε στην κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα, ορμήθηκε από πάγια ιεραρχημένες ουράνιες και γήινες ουσίες και κατέληξε σε λειτουργίες συνδυάσιμες κατά βούληση. Οι όροι αυτοί εμπεριέχουν τα κεντρικά θέματα των Νέων Χρόνων, τα οποία εξειδικεύθηκαν στην ιδιαίτερη προβληματική της φιλοσοφίας και της κοινωνικής θεωρίας. Από την άποψη αυτή, ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός ανήκουν λόγω των ειδοποιών γνωρισμάτων τους στους Νέους Χρόνους, κι επομένως ή διαπίστωση, ότι αυτές οι έννοιες στην πορεία του αιώνα μας έχασαν προοδευτικά το πραγματικό τους περιεχόμενο, αναγκαστικά γεννά το ερώτημα αν οι Νέοι Χρόνοι ως ιστορική εποχή έφθασαν στο τέρμα τους. Στην προοπτική αυτή δεν μπορεί ούτε η κατάλυση του μαρξισμού να θεωρηθεί ως νίκη των φιλελεύθερων ιδεών. Γιατί, από την άποψη της ιστορίας των ιδεών, ο μαρξισμός πήρε τις θεμελιώδεις του προκείμενες από τον φιλελευθερισμό: όπως και τούτος, επιδίωξε μια σύνθεση οικονομισμού και ανθρωπισμού, ενώ συνάμα θέλησε να κατανοήσει τον κόσμο με βάση την ιστορία ως πρόοδο. Απ’ αυτή τη σκοπιά η ήττα του μαρξισμού σημαίνει τον παραμερισμό των τελευταίων συστηματικά οργανωμένων υπολειμμάτων του ανθρωπιστικού φιλελευθερισμοί και την τελειωτική νίκη μιας σκέψης, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε προσωρινά μεταμοντέρνα, αν θυμόμαστε συνεχώς τις μαζικοδημοκρατικές της ρίζες και λειτουργίες.

Η διαπίστωση της απαρχαίωσης του πολιτικού λεξιλογίου μετά τη νίκη των δυτικών μαζικών δημοκρατιών πάνω στον κομμουνισμό δεν είναι απαραίτητη μονάχα για τους σκοπούς της ακαδημαϊκής ερευνάς. Γιατί η πλανητική πολιτική θα διαμορφωθεί μελλοντικά με δεδομένο το γεγονός ότι τα δρώντα υποκείμενα θα αποδέχονται μαζικοδημοκρατικές αξίες και μαζικοδημοκρατικούς σκοπούς, από την απλώς ποσοτική άνοδο του βιοτικού επιπέδου ίσαμε την ποιοτική εξίσωση των ευκαιριών και της απόλαυσης τόσο εντός των επί μέρους εθνών όσο και στις σχέσεις των εθνών μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει πρώτα-πρώτα ότι τα οικονομικά (επίμαχα) ζητήματα θα αποκτήσουν μεγαλύτερο πολιτικό βάρος, ότι δηλ η πολιτική όλο και περισσότερο θα κατανοείται και θα ασκείται, ξεκινώντας από την οικονομία, ενώ θα περάσει στο περιθώριο το παραδοσιακά πρωταρχικό πρόβλημα του άριστου κράτους και του άριστου πολιτεύματος. Είναι αξιοσημείωτο ότι μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου φαίνεται να διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο μια σύμπνοια πάνω στο πρόβλημα τούτο, ήτοι υφίσταται μια διάθεση μίμησης των πολιτικών θεσμών της Δύσης σε τούτη ή σε κείνη την παραλλαγή. Αυτό συναρτάται με τη συγχώνευση πολιτικής και οικονομίας, γιατί θεωρείται ότι οι τέτοιοι θεσμοί ευνοούν την οικονομική πρόοδο. Συνάμα εμφανίσθηκαν στον ορίζοντα του πλανήτη μας, που στενεύει όλο και περισσότερο, σοβαρότατα προβλήματα, όπως το οικολογικό και το πληθυσμιακό, που ούτε συλλαμβάνονται ούτε και αντιμετωπίζονται με βάση τις νοητικές κατηγορίες και τις συνήθειες σκέψης του συντηρητισμού, του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. Όπως εν τω μεταξύ γνωρίζουμε, η συντήρηση έχει γίνει από καιρό οργανωτικό ζήτημα, η ελευθερία σε μαζικές κοινωνίες μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην έκρηξη ή στη διάλυση, ενώ ο άκαμπτος σχεδιασμός γεννά κακά που δεν μπορεί να θεραπεύσει ο ίδιος. Ωστόσο θα ήταν ευσεβής πόθος να πιστεύει κανείς ότι η αναπόδραστη αποκοπή από τις παραδοσιακές πολιτικές έννοιες καθώς και η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία θα καταργήσουν ή έστω θα μετριάσουν τις συγκρούσεις ανάμεσα στις ανθρώπινες ομάδες. Χωρίς αμφιβολία θα αποϊδεολογοποιήσουν την πολιτική, δηλ θα μειώσουν ή θα αφανίσουν την επιρροή των ιδεολογιών εκείνων, οι όποιες νομιμοποιούσαν την πολιτική δραστηριότητα από τον καιρό της γαλλικής Επανάστασης και μετά. Όμως είναι κοντόθωρο να αποδίδει κανείς τούς πολιτικούς αγώνες των τελευταίων δύο αιώνων απλώς σε ιδεολογικό φανατισμό και να περιμένει ex contrario από το «τέλος των ιδεολογιών» και το τέλος των αγώνων. Οι αποϊδεολογοποιημένοι αγώνες θα είναι ίσως σφοδρότεροι από τούς ιδεολογικούς, αν ορισμένα αγαθά αποδειχθούν σπάνια ακριβώς σε μιαν εποχή όπου ύψιστος σκοπός της ανθρωπότητας θεωρείται η υπέρβαση της σπάνης των αγαθών. Η άποϊδεολογοποίηση και Η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία σε τελευταία ανάλυση σημαίνουν ότι στο έξης οι αγώνες θα διεξάγονται για χειροπιαστά υλικά αγαθά, δίχως αξιόλογες ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις. Για να είμαστε λοιπόν ακριβείς θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε το τέλος των ιδεολογιών ως μερική επιστροφή στο ζωικό βασίλειο. Αν είναι ωραίο και ευκταίο να φθάσει ως εκεί ο αποχαιρετισμός από την Ουτοπία, παραμένει βέβαια ζήτημα γούστου.

24 Μαΐου 2013

Mike Bloomfield, Al Kooper, Steve Stills - Super Session




















Track listing:
Side one
1. Albert's Shuffle
2. Stop
3. Man's Temptation
4. His Holy Modal Majesty
5. Really

Side two
1. It Takes A Lot To Laugh, It Takes A train To Cry
2. Season of the Witch
3. You Don't Love Me
4. Harvey's Tune

Personnel:
Al Kooper — vocals, piano, organ, ondioline, backing guitar
Mike Bloomfield — lead guitar on side one
Stephen Stills — lead guitar on side two
Barry Goldberg — electric piano on "Albert's Shuffle" and "Stop"
Harvey Brooks — bass
Eddie Hoh — drums, percussion

Ακούστε όλο το album: εδώ

Wikipedia - Super Session

23 Μαΐου 2013

Γρυπάρη 112 - μ.Μ.


Για ποιαν ενοποίηση;
Μια μεσόγειος χαμένη
Αυτό ζητάμε;
Την ουρά στα συσσίτια;

Μας εξ-ουσιάζουν
Απάνθρωπα σαρκία
Ζητούνται Σπάρτακοι
Για το κάψιμο της Ρώμης.

Έσβησες Γιάννη
Από μιαν άρια πείνα
Ενδιάμεσου Ράιχ.

Μας σβήσουνε Γιάννη
Σακατεμένους εγκεφαλικά
Στην τηλεόραση μπροστά.



Σημείωση. μ.Μ = μετά Μνημόνιο.

22 Μαΐου 2013

Το Θαυματουργό Παιδί [Thomas Mann, μετ. Ι. Οικονομίδης]



Το Θαυματουργό Παιδί

Το θαυματουργό παιδί μπαίνει — κάτω στη σάλα γίνεται ησυχία.
Γίνεται ησυχία κ’ έπειτα αρχινάνε να χειροκροτούν, γιατί κάπου, από τα πλάγια, κάποιος, γεννημένος με τη δύναμη μέσα του να εξουσιάζει και να παρασέρνει τα πλήθη, χειροκρότησε πρώτος. Ακόμα δεν ακούσανε τίποτα, κι όμως χειροκροτούν, γιατί μια τρομερή ρεκλάμα έκανε καλά τη δουλειά της, πριν απ’ το θαυματουργό παιδί, και ο κόσμος είναι πια ξεγελασμένος, γνωρίζοντας το ή όχι.
Το θαυματουργό παιδί βγαίνει πίσω από ‘να λαμπρό παραβάν, κεντημένο με μεγάλα και παράξενα λουλούδια, ανεβαίνει γοργά, τα σκαλιά της εξέδρας, προχωρεί σα να, πλέει μες στα χειροκροτήματα, μ’ έν’ ανάλαφρο ρίγος, λες και το βρέχει δροσερή βροχούλα, κι ωστόσο σα να βρίσκεται στο στοιχείο του. Έρχεται στην άκρη της εξέδρας, χαμογελάει, σα να ‘τανε να φωτογραφηθεί, κ’ ευχαριστεί μ’ ελαφρό, δειλό και γυναικείο χαιρετισμό, μ’ όλο που είναι αγόρι. 
Είναι ντυμένο με λευκά ολομέταξα φορέματα, που προκαλούν κάποια συγκίνηση στη σάλα. Φορεί ένα λευκομέταξο σακάκι παράξενα ραμμένο, με μια πλατειά ζώνη από κάτω κι ως και τα παπούτσια του είναι και κείνα από λευκό μετάξι. Μα μες απ’ τα λευκά μεταξωτά πανταλονάκια ξεφυτρώνουν οι γυμνές γαμπίτσες του, μαυριδερές, μαυριδερές• γιατί είναι ελληνόπουλο.
Βιβίς Σακκελαφύλακκας ονομάζεται. Αυτό είναι οπωσδήποτε τ’ όνομά του. Τώρα τίνος ονόματος συγκοπή ή χαϊδευτικό να ‘ναι τό «Βιβίς» κανένας δεν το ξαίρει, εκτός από τον ιμπρεσάριο, που το θεωρεί επαγγελματικό μυστικό. Ό Βιβίς έχει ίσια μαύρα μαλλιά, που του κρέμονται ίσαμε τους ώμους, κι ωστόσο χωρισμένα με στραβή χωρίστρα και δεμένα κατά πίσω με μια λεπτή μεταξωτή κορδέλα, για να μην πέφτουν στο ελαφρά καμπυλωτό μελαχρινό του μέτωπο. Έχει το πιο άκακο του κόσμου παιδιακίσιο προσωπάκι, αφορμάριστη ακόμα μυτίτσα και στοματάκι ανυποψίαστο• μόνο οι σκοτεινοί κύκλοι, που σχηματίζονται, κάτω απ’ τα κατάμαυρα σα χάντρες μάτια του, από δυο καθαρά χαραγμένες γραμμές, δείχνουνε κιόλας κάποια κούραση. Φαίνεται σαν εννιά χρονών, αλλά μόλις είναι οχτώ, και τον παρουσιάζουνε για εφτά. Κι ο ίδιος ο κόσμος δεν ξαίρει αν το πιστεύει καλά καλά.
Ίσως και να ‘ναι θετικότερα πληροφορημένοι και μ’ όλα ταύτα το πιστεύουνε, καθώς είναι συνηθισμένοι να το χάνουν σε παρόμοιες περίστασες. Λίγη ψευτιά, συλλογίζονται, είναι απαραίτητη για το ωραίο. Που θα ‘βρισκε κανείς, συλλογίζονται, ψυχαγωγία κ’ εξύψωση, ύστερ’ από τη χυδαιότητα του καθημερινού, αν δεν έβαζε και λίγη καλή θέληση, αν δεν έχανε και λίγο στραβά μάτια; κ’ έχουν απόλυτο δίχιο με το λαϊκό τους το μυαλό!
Το θαυματουργό παιδί ευχαριστεί, όσο να πάψει ό θορυβώδικος χαιρετισμός• έπειτα πηγαίνει προς το πιάνο κι ο κόσμος ρίχτει μια τελευταία ματιά στο πρόγραμμα. Πρώτα είναι ή «Marche solennelle», έπειτα η «Rȇverie», κ’ έπειτα «Le hibou et les moineaux» — όλα υπό Βιβί Σακκελαφύλακκα. Όλα τα κομμάτια είναι δικά του, είναι συνθέσεις του. Δεν ξαίρει, είν’ αλήθεια, να γράφει, μα τα ‘χει όλα μέσα στο μικρό ασυνήθιστο κεφαλάκι του και πρέπει να ομολογήσουμε την καλλιτεχνική τους σημασία, όπως σοβαρά και αμερόληπτα είναι σημειωμένο και στις ρεκλάμες, που τις έχει συντάξει ο ιμπρεσάριος και φαίνεται πως η ομολογία αυτή εκόστησε στην κριτική του ιδιοσυγκρασία μεγάλους αγώνες. 
Το θαυματουργό παιδί κάθεται στο σκαμνάκι του πιάνου και ψάχνει να βρει με τα ποδαράκια του τα πεντάλ, που μ’ ένα εξυπνότατο σύστημα είναι ανεβασμένα πολύ ψηλότερα απ’ τη συνηθισμένη τους θέση, για να μπορεί να τα φτάνει ο Βιβίς. Το πιάνο είναι δικό του και το κουβαλάει παντού μαζί του. Τα πόδια του είναι ξύλινα και το βερνίκι του αρκετά στραπατσαρισμένο απ' τις πολλές μετακόμισες• όμως όλ’ αυτά δίνουν περισσότερο ενδιαφέρον.
Ο Βιβίς ακουμπάει τα λευκομέταξα πόδια του στα πεντάλ• έπειτα παίρνει έκφραση πονηρή, κοιτάζει ίσια μπροστά του και σηκώνει το δεξί του χέρι. Ένα μαυριδερό γεμάτο αφέλεια παιδιακίσιο χεράκι, μα με γερό και όχι παιδιάτικο δέσιμο, που δείχνει, καλά δουλεμένη άρθρωση.
Το ύφος του το παίρνει ο Βιβίς για τον κόσμο, γιατί ξαίρει πως πρέπει να τον διασκεδάσει κάπως. Αλλά κι αυτός από μέρος του βρίσκει κατά βάθος κάποιαν ιδιαίτερη ευχαρίστηση, που δε θα μπορούσε να την περιγράψει σε κανέναν. Είναι η γαργαλιστική εκείνη ευτυχία, το μυστικό ηδονικό ανατρίχιασμα, που τον περιλούζει κάθε φορά σαν κάθεται μπροστά σ’ έν’ ανοιγμένο πιάνο, — δε θα πάψει ποτέ του να το αιστάνεται. Απλώνονται εκεί μπροστά του τα πλήχτρα, αυτές οι εφτά ασπρόμαυρες οχτάβες, κάτω από τις οποίες βυθίζεται τόσο συχνά σε περιπετειώδικες κ’ ενθουσιαστικές ονειροπόλησες για το μέλλον, και που ωστόσο του παρουσιάζονται πάλι κατακάθαρες σαν παστρικός πίνακας ιχνογραφίας. Είναι η μουσική, η μουσική ολάκερη, που απλώνεται μπροστά του! Απλώνεται πλατειά μπροστά του, σαν ελκυστική θάλασσα, και μπορεί να βουτηχτεί, να κολυμπήσει ευτυχισμένος ν’ αφήσει να τον παρασύρει και να τον αρπάξει, να καταβυθιστεί μέσα στην τρικυμία, και μολαταύτα να κρατεί στα χέρια του την εξουσία, να διευθύνει και να διατάξει.,. Κρατάει το δεξί του χέρι στον αέρα. 
Στη σάλα δεν ακούγεται ούτε ανάσα. Όλους τους κρατάει η δυνατή περιέργεια, που βασιλεύει πριν από την πρώτη νότα...
Πως θ’ αρχίσει; Έτσι αρχίζει. Κι ο Βιβίς, χτυπώντας με το δείχτη του ένα από τα μεσαία πλήχτρα του πιάνου, βγαίνει την πρώτη νότα, μιαν ολότελα αναπάντεχη, γεμάτη δύναμη νότα, όμοια μ’ απότομο σάλπισμα. Άλλες ακολουθούν, αρχίζει μια εισαγωγή — τα νεύρα ξετεντώνονται. 
Η σάλα είναι πολυτελέστατη σ’ ένα πρώτης τάξεως ξενοδοχείο της μόδας, με εικόνες, αναπαράστασες ροδόχρωμες γυμνών, στους τοίχους, με πλούσιες κολώνες, χρυσοστόλιστους καθρέφτες, κι αναρίθμητες, έναν κόσμο ολόκληρο λάμπες ηλεχτρικές, που σε τσαμπιά και δέσμες ξεπετιούνται από παντού και καταπλημμυρίζουνε τη σάλα με φως λαμπρότερο απ' το φως της ημέρας, λεπτό, χρυσό, ουράνιο φως... Ούτε ένα κάθισμα δεν είναι άδειο• ακόμα και στους πλάγιους διαδρόμους και πίσω-πίσω στέκουν άνθρωποι. Μπροστά, που η θέση κοστίζει δώδεκα μάρκα, (γιατί ο ιμπρεσάριος είναι της αρχής των σεβαστών τιμών) είναι αραδιασμένη η υψηλή κοινωνία, που δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον για το θαυματουργό παιδί. Βλέπει κανείς πολλές στολές, πολλές διαλεχτές κομψές τουαλέτες... Ακόμα και αρκετός αριθμός παιδιών είν’ εκεί, που μ’ ευγενικό τρόπο αφήνουνε να κρέμουνται τα πόδια τους απ’ τα καθίσματα και παρατηρούν με μάτια λαμπερά τον προνομιούχο λευκομέταξο σύντροφό τους...
Αριστερά μπροστά κάθεται η μητέρα του θαυματουργού παιδιού, μια εξαιρετικά παχιά κυρία, με πουντραρισμένο προγούλι, κ’ ένα φτερό στο κεφάλι, και δίπλα της ο ιμπρεσάριος, τύπος ανατολίτη, με χρυσά κουμπιά στα πεταχτά μανικέτια του. Μα μπροστά-μπροστά στη μέση κάθεται η πριγκήπισσα. Μια κοντή, ζαρωμένη, ρυτιδωμένη πριγκήπισσα, μα που υποστηρίζει τις τέχνες, όσο είναι τρυφερές. Κάθεται σε μια χωστή βελουδένια πολυθρόνα και στα πόδια της είν’ Απλωμένα περσικά χαλιά. Ακουμπάει ενωμένα τα χέρια της κάτω από το στήθος της, απάνω στο μεταξωτό με μαύρες ρίγες φόρεμά της, γέρνει το κεφάλι της πλάγια και παρουσιάζει μιαν ευγενικιάν ειρηνικήν εικόνα, ενώ κοιτάζει το θαυματουργό παιδί που παίζει. Δίπλα της κάθεται η κυρία της τιμής. Φοράει κι αυτή μεταξωτό μα με πράσινες ρίγες φόρεμα, και στέκει ολόισια στο κάθισμά της, γιατί, σαν κυρία της τιμής όπου είναι, δεν της επιτρέπεται ποτέ της ν’ ακουμπάει. 
Ο Βιβίς ετέλειωσε το κομμάτι του πολύ επιδειχτιχά. Με τι δύναμη που μεταχειρίζεται ο πυγμαίος αυτός το πιάνο! Δεν πιστεύει κανείς τ’ αυτιά του. Το θέμα του εμβατήριου, μια ορμητική, ενθουσιαστική μελωδία, ξεσπάει ακόμα μια φορά, πλούσια εναρμονισμένη, πλατειά και πομπώδικη, κι ο Βιβίς σε κάθε μέτρο ρίχνει ρυθμικά το σώμα του κατά πίσω, σα να βαδίζει θριαμβευτής σε γιορταστική πομπή. Έπειτα τελειώνει ορμητικά, ξεγλιστράει πλάγια, σκυφτός απ’ το σκαμνάκι και περιμένει χαμογελώντας τα χειροκροτήματα. 
Και τα χειροκροτήματα ξεσπάνε ομόθυμα, συγκινητικά, γεμάτα ενθουσιασμό: Δέστε, τι χαριτωμένο που είναι το σωματάκι του, σαν κάνει το μικρό του γυναικείο χαιρετισμό! Χειροκροτείστε, χειροκροτείστε! Σταθείτε να βγάλω τα γάντια μου. Μπράβο μικρέ Σακκοφύλαξ, ή όπως αλλιώς σε λένε—! Μα σου είναι ένα διαβολόπαιδο!— 
Ο Βιβίς αναγκάζεται να βγει πίσω από το παραβάν του τρεις φορές, όσο να γίνει ησυχία. Μερικοί αργοπορημένοι σπρώχνονται να μπούνε μέσα και φτάνουν με μεγάλο κόπο τις θέσες τους. Και το κονσέρτο εξακολουθεί.
Ο Βιβίς ψιθυρίζει τη «Rȇverie» του, όλη καμωμένη από αρπισμούς, πάνω από τους οποίους υψώνεται κάπου, κάπου μ’ αλαφρά φτερουγίσματα ένα κομματάκι μελωδία• και έπειτα παίζει «Le hi bou et les moineaux». Το κομμάτι αυτό έχει τέλεια επιτυχία και προκαλεί ζωηρό ενθουσιασμό. 
Είναι ένα σωστό παιδιακίσιο κομμάτι με θαυμάσια παραστατικότητα. Στα μπάσα βλέπει κανείς την κουκουβάγια να κάθεται κατσουφιασμένη και ν’ ανοιγοκλεί τα μάτια της, ενώ τα σπουργίτια ξεφωνίζουν δυνατά τριγύρω της, με θρασύτητα μαζί και τρομάρα, θέλοντας να την πειράξουν. Τέσσερες φορές τον ανακαλέσανε έπειτα απ’ αυτό το κομμάτι. Ένας υπηρέτης του ξενοδοχείου με γυαλιστερά κουμπιά του φέρνει απάνω στην εξέδρα τρία μεγάλα δάφνινα στεφάνια και στέκει κρατώντας τα δίπλα του, ενώ ό Βιβίς χαιρετάει κ’ ευχαριστεί. Ακόμα κ’ η πριγκήπισσα λαβαίνει μέρος στα χειροκροτήματα, μόλις κινώντας τα λεπτά της χέρια χωρίς να βγαίνει και κανένας ήχος...
Πως ξαίρει ο μικρός αυτός παλιανθρωπάκος να παρατείνει τα χειροκροτήματα! Κάθεται πίσω από το παραβάν του και κάνει να τον περιμένουν, ξεχνιέται λίγο στα σκαλιά της εξέδρας, παρατηρεί με παιδιάτικη ευχαρίστηση τις ατλαζένιες κορδέλες των στεφανιών, αν και από πολύ πια τις έχει βαρεθεί, χαιρετάει χαριτωμένα και δισταχτικά, και δίνει στον κόσμο καιρό να χειροκροτήσουν όσο θέλουν, ώστε τίποτα να μην πάει χαμένο από τον πολύτιμο θόρυβο των χεριών τους. «Le hibou» είναι το φόρτε μου συλλογίζεται• γιατί την έκφραση αυτή την έχει μάθει από τον ιμπρεσάριο. Έπειτα έρχεται ή «Fantaisie» που, μα την αλήθεια είναι πολύ καλύτερη, προ παντός το μέρος της do δίεση. Μα ξετρελαθήκατε με την κουκουβάγια αυτή, εσείς, νοήμον κοινόν, αν και είναι το πρώτο και το πιο κουτό κομμάτι μου;
K’ ευχαριστεί χαριτωμένα. 
Έπειτα παίζει μια «méditation» και μετά μιαν «étude».
— Το πρόγραμμα είναι αρκετά μεγάλο. Η méditation είναι απαράλλαχτη με τη rȇverie, μα δεν μπορεί να πει κανείς πως αυτό είναι ελάττωμά της, και με την étude δείχνεται όλη η τεχνική ωριμότητα του Βιβί, που άλλως τε, μπροστά στην εφευρετικότητά του, μένει λίγο πίσω. Έπειτα όμως έρχεται η Fantaisie, το αγαπημένο του κομμάτι. Κάθε φορά το παίζει κάπως διαφορετικά, το μεταχειρίζεται μ’ ελευθερία, και κάπου-κάπου ξαφνιάζεται κι αυτός ακόμη από τις νέες ιδέες και τις μεταβολές του, όταν βρίσκεται στις καλές του. 
Κάθεται και παίζει, μικροσκοπικός, άσπρος και λαμπερός μπρος στο μεγάλο μαύρο πιάνο, μονάχος και ξεχωριστός απάνω στην εξέδρα, πάνω από τη σκοτεινή ανθρωπομάζα, με τη φτωχή και κούφια, βαριοκίνητη ψυχή της, που πρέπει αυτός να τήνε συγκινήσει με τη μοναδική κ’ εξυψωμένη του ψυχή... Τα μαλακά μαύρα μαλλιά του πέσανε μαζί με την κορδέλα στο μέτωπο του, οι γυμνασμένοι, γεροδεμένοι των χεριών του αρμοί δουλεύουνε, και βλέπει κανείς στα μελαχρινά παιδακίσια μάγουλα τούς μυς ν’ αναταράζονται.
Έρχεται στιγμές που απολησμονιέται, σα να ‘ναι μοναχός του• τα παράξενα με τους σκοτεινούς κύκλους ματάκια του ξεγλιστρούνε λοξά προς τους ζωγραφισμένους τοίχους δίπλα του, και το βλέμμα του μοιάζει σα να θέλει να βυθιστεί και να χαθεί σε κόσμο μακρινό, γεμάτο ταραγμένη κι αόριστη ζωή. Μα αμέσως ρίχνει με την άκρη του ματιού του μια ματιά προς τη σάλα κ’ είναι πάλι μπροστά στο κοινό.
Χαρά και θλίψη, ανύψωση και κατάπτωση — η Pantaisie μου! σκέπτεται ο Βιβίς γεμάτος στοργή. «Ακούστε λοιπόν, τώρα έρχεται το μέρος το γραμμένο, στη do δίεση!» Και πατώντας το αριστερό πεντάλ πηγαίνει προς τη δίεση, «Να το καταλάβουνε τάχα; "Αχ, όχι, όχι, βέβαια, δεν το καταλαβαίνουν!» και για τούτο ρίχνει κι αυτός μια ωραία ματιά προς το ταβάνι, για να ‘χουν οπωσδήποτε κάτι να ιδούνε. 
Οι άνθρωποι κάθονται σε μακριές σειρές και κοιτάξουν το θαυματουργό παιδί. Και σκέπτονται διάφορα πράματα με το κοινό μυαλό τους. Ένας γέρος κύριος μ’ άσπρα γένια, με μιαν αντίκα στο δείχτη και μ’ ένα στρογγυλό εξόγκωμα στη φαλάκρα απάνω, μια παραφυάδα αν θέλετε, συλλογίζεται: «Είναι ντροπή μα την αλήθεια. Ποτέ δεν εκατάφερα να πάω μακρύτερα από το πιο κοινό παλιοτράγουδο και τώρα κάθομαι γέρος άνθρωπος μ’ άσπρα μαλλιά, και μου δίνει μαθήματα το κοντοστούπικο αυτό διαβολάκι. Μα ωστόσο πρέπει να στοχάζεται κανείς πως αυτό έρχεται άνωθεν. Ο Θεός μοιράζει τα χαρίσματά του, εμείς δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα, και δεν είναι ντροπή να ‘ναι κανείς κοινός θνητός. Είναι, σα να πούμε, καθώς με το Χριστό, σαν ήταν ακόμα παιδί. Μπορεί να σκύψει κάνεις να προσκυνήσει ένα παιδί, χωρίς να ‘ναι καθόλου ντροπή. Είναι τόσο ευχάριστο! —Δεν τολμάει να συλλογιστεί: «Είναι, τόσο γλυκό!»— Γλυκό θα ‘τανε ντροπή για έναν ηλικιωμένο κύριο». Και μολαταύτα το αισθάνεται, έτσι! 
«Τέχνη...» συλλογιέται ο επιχειρηματίας με την παπαγαλίσια μύτη του... «Ναι, βέβαια, λίγο κλιγκ-κλαγκ και λίγο άσπρο μετάξι δίνουν κάποια λάμψη στη ζωή, Άλλωστε αυτό δεν τόνε χάλασε καθόλου. Είναι με το πάρα πάνω πενήντα θέσες πουλημένες προς δώδεκα μάρκα• μονάχα αυτές μας κάνουν εξακόσα μάρκα — κ’ ύστερα τα υπόλοιπα. Αν βγάλουμε τώρα νοίκι για τη σάλα, φωτισμό και προγράμματα, μένουν καθαρά χίλια μάρκα τουλάχιστον. Δεν είναι ευκαταφρόνητο.» 
«Να, αυτό που έπαιξε αυτή τη στιγμή ήτανε Chopin! σκέπτεται η δασκάλισσα του πιάνου, μια κυρία με μύτη σουβλερή, σε ηλικία που οι ελπίδες γερνούνε πια να κοιμηθούνε κι ο νους όσο πάει οξύνεται. Μπορεί να πει κανείς πως δεν είναι κ’ εντελώς πρωτότυπος. Έπειτα θα πω: είναι λίγο πρωτότυπος. Έτσι χτυπάει καλά. Η στάση όμως των χεριών του είναι όλως διόλου αγύμναστη. Πρέπει να μπορεί κανείς ν’ ακουμπήσει ένα τάλιρο στη ράχη του χεριού... Εγώ θα τόνε γύμναζα με το χάρακα.»
Μια νέα κοπέλα, χλωμή σαν κερένια, που βρίσκεται στην ανήσυχη εκείνη ηλικία, κατά την οποία μπορεί κανείς πολύ εύκολα να πέσει σε τρυφερούς στοχασμούς, συλλογιέται μυστικά: «Καλέ, τι είναι αυτό! Τι παίζει τώρα! Είναι όλο πάθος αυτό που παίζει! Και όμως είναι ακόμα ένα παιδί;! Αν με φιλούσε, θα ‘τανε σα να με φιλούσε το αδερφάκι μου — δε θα ‘τανε φιλί. Μήπως υπάρχει λοιπόν και κάποιο αλλιώτικο πάθος, κάποιο πάθος δίχως γήινο αντικείμενο, ένα ένθερμο παιδιάτικο παιχνίδι;... Αν τα ‘λεγα αυτά δυνατά, θα μου δίναν μουρουνόλαδο. Έτσι είναι ο κόσμος.»
Σε μια κολώνα στέκει ένας αξιωματικός. Κοιτάζει το Βιβί, που έχει τόση επιτυχία και σκέπτεται: «Είσαι κάτι, κ’ είμαι κάτι, καθένας στο είδος του!» Άλλωστε ενώνει τις φτέρνες του και φέρει το σέβας στο θαυματουργό παιδί καθώς το κάνει μπρος σε κάθε αρχή.
Αλλά ο κριτικός, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με γυαλιστερά μαύρα ρούχα και με γυριστά καταλασπωμένα πανταλόνια, κάθεται στην τζαμπατζίδικη θέση του και συλλογιέται: «Για δες τόνε, αυτόν το Βιβί, αυτόν το μασκαρατζίκο! Ως άτομο, θέλει ακόμα καιρό για ν’ αναπτυχθεί, αλλά ως τύπος, είναι κιόλας τελειωμένος, ως τύπος καλλιτέχνη. Έχει μέσα του το μεγαλείο του καλλιτέχνη και την αναξιοπρέπεια του, την τσαρλατανοσύνη του και την ιερή του σπίθα, την περιφρόνηση και την κρυφή του μέθη. Αυιά όμως δεν πρέπει ναν τα γράψω, είναι πάρα πολύ καλά. Αχ, πίστεψε με, θα είχα γίνει κ’ εγώ ο ίδιος καλλιτέχνης, αν δεν τα ‘βλεπα όλα τόσο καθαρά...»
Το θαυματουργό παιδί τελειώνει το κομμάτι του, κι αληθινή θύελλα ξεσπάει στη σάλα. Βγαίνει και ξαναβγαίνει πίσω από το παραβάν του. Ό υπηρέτης με τα γυαλιστερά κουμπιά κουβαλάει καινούργια στεφάνια, τέσσερα δάφνινα στεφάνια, μια λύρα από μενεξέδες κ’ ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Δεν τόνε φτάνουνε τα χέρια του για να δώσει στο θαυματουργό παιδί όλα τα δώρα, ο ιμπρεσσάριος ανεβαίνει ο ίδιος στην εξέδρα, για να τον βοηθήσει. Κρεμάει ένα στεφάνι στο λαιμό του Βιβί, χαϊδεύει τρυφερά τα μαύρα μαλλιά του, κ’ έξαφνα, σα να μη μπορεί ν’ αντισταθεί, σκύβει και του δίνει ένα φιλί, ένα ηχηρό φιλί στο στόμα. Και τότε η θύελλα μεταβάλλεται σε σίφουνα. Το φιλί αυτό τρέχει σαν ηλεχτρικός τιναγμός στη σάλα, διαπέρνα σα μπόρα νευρική τα πλήθη. Σαν κάποια ανάγκη εξωφρενικού θόρυβου πιάνει τον κόσμο. Δυνατά ξεφωνητά ανακατώνονται με τον άγριο χτύπο των χεριών. Μερικοί μικροί φίλοι του Βιβί σείνουν από κάτω τα μαντήλια τους... Μα ο κριτικός συλλογίζεται: «Βέβαια το φιλί του ιμπρεσάριου δεν μπορούσε να λείψει. Ένα παλιό αποτελεσματικό τέχνασμα. Αχ, Θεέ μον. Αν μπορούσε κανείς να μην τα διακρίνει όλα τόσο καθαρά!»
Το κονσέρτο τελειώνει. Στις εφτάμιση άρχισε, στις οχτώμιση τέλειωσε. Η εξέδρα είναι γεμάτη στεφάνια και δυο μικρές γλάστρες με λουλούδια στέκουν απάνω στο πιάνο. Ο Βιβίς παίζει το τελευταίο κομμάτι του, τη Rapsodie grecque, που καταλήγει στον ελληνικό ύμνο• οι συμπατριώτες του, που ήταν εκεί θα ‘χανε μεγάλη διάθεση να τραγουδήσουνε μαζί, αν δεν ήταν ένα επίσημο κονσέρτο. Και για ν’ αποζημιωθούν, ξεσπούν στο τέλος σε τρομερό θόρυβο, σε ενθουσιώδικο αλαλαγμό, σε μιαν εθνική εκδήλωση. Όμως ο γεροκριτικός συλλογίζεται: «Βέβαια o ύμνος δε μπορούσε να λείψει. Τώρα αλλάζουν όψη πια τα πράματα• δεν αφήνουν κανένα μέσο ενθουσιασμού ανεκμετάλλευτο. Θα γράψω πως αυτό είναι αντικαλλιτεχνικό. Κι όμως ίσως αυτό να ‘ναι ίσια ίσια καλλιτεχνικό. Τι είναι ο καλλιτέχνης; Ένας καραγκιόζης. Η κριτική είναι το ψηλότερο απ’ όλα. Αυτό όμως δεν πρέπει νάν το γράψω.» Κι απομακρύνεται με τα λασπωμένα πανταλόνια του.
Ύστερ’ από καμιά δεκαριά φορές, που αναγκάστηκε να παρουσιαστεί ο Βιβίς, δεν ξαναπήγε πια πίσω από το παραβάν του, αλλά στη μητέρα του και στον ιμπρεσάριο κάτω στη σάλα. Οι άνθρωποι στέκουν ανάμεσα στ’ ανακατωμένα καθίσματα και χειροκροτούν και σπρώχνονται κατά μπρος, για να ιδούνε από κοντά το θαυματουργό παιδί• μερικοί θέλουνε να ιδούν και την πριγκήπισσα. Μπρος στην εξέδρα σχηματίζονται δυο πυκνοί κύκλοι γύρω σ’ αυτήν και στο Βιβί και δεν ξαίρει πια κανείς ποιος από τους δυο τους μαζεύει. Τότε η κυρία της τιμής πηγαίνει στο Βιβί, καθώς της είπε η πριγκήπισσα, τραβάει και ισιώνει λίγο το μεταξωτό σακάκι του, για να τον κάνει πιο ευπαρουσίαστο στην υψηλοτάτη, τον φέρνει από το χέρι μπροστά της και τον βάνει με σοβαρότητα να φιλήσει το χέρι της αυτής βασιλικής υψηλότητας. «Πως τα κατορθώνεις όλ' αυτά, μικρέ;» του λέει η πριγκήπισσα. «Σου κατεβαίνουν έτσι μόνα τους στο κεφάλι σου, σαν κάθεσαι στο πιάνο;» — «Oui, Madame,» απαντάει ο Βιβίς. Μέσα του όμως συλλογιέται: «Άιντε, βρε γεροξεκουτιάρα πριγκηπέσσα...!» Έπειτα στρίβει, κακοαναθρεμμένα, σαν αγριοκάτσικο και ξαναπάει στους δικούς του. 
Έξω στο βεστιάριο τρομερή οχλοβοή βασιλεύει. Άλλοι κρατούν τους αριθμούς τους με τεντωμένα μπρος τα χέρια, άλλοι αγκαλιάζουνε γούνες, σάλια, γαλότσες απάνω απ’ το τραπέζι. Κάπου στέκει η δασκάλα του πιάνου σε κύκλο γνωστών της και κάνει κριτική. «Είναι λίγο πρωτότυπος» λέει δυνατά και κοιτάζει γύρω... 
Μπρος σ’ ένα απ’ τους μεγάλους καθρέφτες στέκει μια πολύ καθώς πρέπει κυρία και τ’ αδέρφια της, δύο ανθυπολοχαγοί, τη βοηθούνε να φορέσει το πανωφόρι και τα γούνινα παπούτσια της. Είναι πανέμορφη, με τα βαθυγάλανα μάτια της και με το λαμπερό κ’ ευγενικό της πρόσωπο, μια πρώτης τάξεως κοπέλα. Άμα εντύθηκε περίμενε τους αδερφούς της. «Μη στέκεις τόσην ώρα μπροστά στον καθρέφτη!» λέει χαμηλόφωνα και θυμωμένα στον ένα, που δεν μπορεί ν’ αποχωριστεί από τη θέα του ωραίου κι απλού προσώπου του. Ορίστε μας τώρα! Κι όμως ο κύριος ανθυπολοχαγός θα λάβει το θάρρος να κουμπώσει το παλτό του μπροστά στον καθρέφτη, αν έχει την καλοσύνη να του δώσει την άδειά της! — Έπειτα φεύγουνε, κ’ έξω στο δρόμο, που τα φώτα λάμπουνε θαμπά μες στην ομίχλη του χιονιού, ο κύριος ανθυπολοχαγός αρχίζει να χτυπάει λίγο τα πόδια του, καθώς πηγαίνουν και με το γιακά ανασηκωμένο και τα χέρια χωμένα στις λοξές τσέπες του παλτού του, χορεύει έναν αράπικο χορό πάνω στο σκληρό πετρωμένο χιόνι, γιατί το κρύο είναι τσουχτερό.
«Παιδί!» συλλογιέται το ξεχτένιστο κορίτσι, που με τα χέρια ελεύτερα κρεμασμένα πηγαίνει πίσω τους με το συνοδό της, ένα νέο σκυθρωπό. «Ένα αξιαγάπητο παιδί! εκεί μέσα ήταν αξιοσέβαστο...» Και με μονότονη φωνή λέει δυνατά: «Όλοι μας είμαστε θαυματουργά παιδιά, εμείς οι δημιουργοί.»
«Πώς!» σκέφτεται ό ηλικιωμένος κύριος με την παραφυάδα, που ένα ψηλό καπέλο τη σκεπάζει τώρα. «Τί πάει να πει; ένα είδος Πυθία, κατά που φαίνεται.»
Αλλά ο σκυθρωπός νέος, που την καταλαβαίνει αμέσως, κατανεύει αργά. Έπειτα σωπαίνουν, και το ξεχτένιστο κορίτσι κοιτάει τα τρία ευγενικά αδέρφια. Τα περιφρονεί, μα τα κοιτάει όσο που χάνονται στη γωνιά του δρόμου.


20 Μαΐου 2013

Θάνος Γκαραγκούνης - Η έννοια του χώρου στη Δυτική Φιλοσοφία

































Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το τεσσαρακοστό τρίτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων: "Η έννοια του χώρου στη Δυτική Φιλοσοφία" του Θάνου Γκαραγκούνη.

19 Μαΐου 2013

Άπαξ πουλημένος για πάντα πουλημένος

Αναδημοσίευση από 24Γράμματα


Καμία τέτοιας σημασίας νίκη για όσα έχουν δρομολογήσει σε βάρος του, αδύναμου να αρθρώσει την παραμικρή αντίσταση, ελληνικού λαού, γιατί πλέον είμαστε υποχρεωμένοι να μιλάμε καθαρά για μία τεράστιας σημασίας νίκη των εκπροσώπων της αντεργατικής φασιστικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής σε βάρος των εργαζομένων, δεν θα είχε επιτευχθεί  και μάλιστα με την ευκολία που επιτεύχθηκε αν δεν υπήρχαν: αυτοί που θα άνοιγαν την κερκόπορτα και σωστός σχεδιασμός.
Για το δεύτερο θα συγχαρούμε τους εκπροσώπους του καπιταλιστικού συστήματος και τους εκτελεστές του για τον υποδειγματικό σχεδιασμό.
Για το πρώτο, γιατί αυτό μας ενδιαφέρει στο παρόν - το άλλο υποθέτουμε θα συζητιέται στα νεοφιλελεύθερα φόρουμ που θα οργανώνουν οι εκπρόσωποι των εργοδοτών και των τραπεζών, θα επισημάνουμε πως όπως συμβαίνει με τις κερκόπορτες, αυτές ανοίγουν από μέσα. Εντάξει ότι ο κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός, μία από τις σημαντικότερες "κοινωνικές προσφορές" που επέβαλε κυρίως το ΠΑΣΟΚ, ήταν ένα φερέφωνο του καπιταλισμού βυθισμένο στο βόρβορο  και βήμα για την ανάδειξη των ικανότερων στους βυζαντινισμούς από τα κομματικά στελέχη σε βουλευτές ήταν γνωστό εδώ και δεκαετίες, αλλά τα πρόσφατα γεγονότα συνιστούν πράξη εσχάτης προδοσίας κατά των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Η ιστορία είναι γνωστή. Οι καθηγητές ωθούνται από την κυβέρνηση σε απεργία, όχι μέσα στις πανελλήνιες εξετάσεις αλλά, τώρα γιατί τώρα πέρασε το πολυνομοσχέδιο που οδηγεί σε πλήρη μαρασμό την παιδεία (αρκεί μόνον να σκεφτούμε την αύξηση του αριθμού των μαθητών στα τμήματα που θα τα καθιστά ακατάλληλα ως χώρους μάθησης) και σε περαιτέρω αύξηση της ανεργίας. Η απεργία λοιπόν ήταν αφενός μονόδρομος αφετέρου μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για ευθεία σύγκρουση με τη μνημονιακή πολιτική, τελική συνέπεια της οποίας θα είναι όλοι οι νέοι, για να εστιάσουμε σε αυτούς αφού για αυτούς "ανησυχούσαν" τα ΜΜΕ και η κυβέρνηση, ανεξάρτητα επιπέδου εκπαίδευσης να αμείβονται με 250-300 ευρώ το πολύ για ολοήμερη εργασία. Η επιτυχία της απεργίας αυτής θα έδινε ένα σοβαρότατο χτύπημα στη μνημονιακή πολιτική. Επειδή το διακύβευμα ήταν μεγάλο, ήταν δεδομένο ότι η κυβέρνηση - μέχρι και την προληπτική επιστράτευση εφηύραν  - και οι θεματοφύλακες της παραπληροφόρησης θα αντιδρούσαν έντονα και σύμφωνα με το σχεδιασμό τους να την καταστείλουν. Οι καθηγητές λοιπόν ζήτησαν τη συνδρομή της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ να στηρίξουν έμπρακτα την απεργία τους κηρύσσοντας την 17 Μαΐου 2013, ημέρα έναρξης των πανελλήνιων εξετάσεων, πανεργατική και πανδημοσιοϋπαλληλική απεργία ενάντια στη μνημονιακή πολιτική. Με τον τρόπο αυτό αφενός ακύρωναν τη λάσπη περί παιχνιδιών σε βάρος του μέλλοντος των νέων αφετέρου θα αμφισβητούνταν για πρώτη φορά τόσο έντονα η μνημονιακή πολιτική κάτι που αφορά όλους τους εργαζόμενους και ιδίως τους νέους. Η ιστορία δεν γράφεται με αν, αλλά τολμάμε να πούμε ότι μια τέτοια απεργία την ημέρα εκείνη με συμμετοχή που θα "νέκρωνε" την Ελλάδα θα προκαλούσε τέτοιο τριγμό που πιθανόν όχι μόνο θα έριχνε την κυβέρνηση, αλλά θα αμφισβητούνταν η μνημονιακή πολιτική σε βαθμό ανατροπής της υπέρ των εργαζομένων.
Το παιχνίδι ήταν στα χέρια της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και το δίλλημα για αυτούς ήταν: για πάντα στο βόρβορο ή επιτέλους δίπλα στον εργαζόμενο και τον εργάτη. Απ’ ότι φαίνεται όμως δεν υπήρξε καν δίλλημα, αλλά οι "εκπρόσωποι των εργαζομένων" εκτέλεσαν τα συμφωνημένα.
Άπαξ πουλημένος για πάντα πουλημένος.
Ξημερώνοντας η 17 Μαΐου 2013 βρήκε τους επιταγμένους καθηγητές στις θέσεις τους με τις λιγότερες απουσίες από ποτέ, το κουφάρι του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού στα σκουπίδια του Μαξίμου και τους εργαζόμενους να έχουν να διαλέξουν μεταξύ ενός εξαθλιωμένου μέλλοντος στην Ελλάδα και της μετανάστευσης.
Η 17 Μαΐου 2013 είναι μία αποφράδα ημέρα και αν μπορεί πια να υπάρξει ελπίδα, αυτή εναπόκειται πλέον μόνο στο απώτερο μέλλον:
Είτε από το μίγμα που θα προκύψει από όσους έλληνες μείνουν, δηλαδή από αυτούς που δεν θα μπορέσουν να μεταναστεύσουν, με τους μετανάστες που ήρθαν τις τελευταίες δεκαετίες και δεν θα φύγουν ζώντας άπαντες μέχρι να εξεγερθούν εξαθλιωμένοι στις ΕΟΖ κλπ που θα δημιουργηθούν αναντίδραστα
είτε από την κατάσταση που θα προκύψει μετά από κάποια γενικευμένη εξέγερση στον ευρωπαϊκό εξαθλιωμένο νότο ενός ενιαίου κρατικού πανευρωπαϊκού μορφώματος φασιστικά διοικούμενου από τον πλούσιο βορρά.

18 Μαΐου 2013

Summertime


Summertime - lyrics from George's Gershwin Opera: 'Porgy and Bess'

Summertime, 
And the livin' is easy
Fish are jumpin'
And the cotton is high

Oh, Your daddy's rich
And your mamma's good lookin'
So hush little baby
Don't you cry

One of these mornings
You're going to rise up singing
Then you'll spread your wings
And you'll take to the sky

But until that morning
There's a'nothing can harm you
With your daddy and mammy standing by

Summertime, 
And the livin' is easy
Fish are jumpin'
And the cotton is high

Your daddy's rich
And your mamma's good lookin'
So hush little baby
Don't you cry












Ακούστε το εδώ: Performed live by Cecily Nall soprano & The Point Chamber Orchestra




Summertime - lyrics from Janis Joplin with Big Brother and the Holding Company on the album: 'Cheap Thrills' 

Summertime, time, time
Child, the living's easy
Fish are jumping out
And the cotton, Lord
Cotton's high, Lord so high

Your daddy's rich
And your ma is so good-looking, baby
She's a-looking good now
Hush, baby, baby, baby, baby, baby
No, no, no, no, don't you cry, don't you cry

One of these mornings
You're gonna rise, rise up singing
You're gonna spread your wings, child
And take, take to the sky
Lord, the sky

Until that morning
Honey, nothing's going to harm you now
No, no, no no, no no, no, no, no, no, no
No, no, no no, no no, no, no, no, no, no
No, no, no, no, no, no, no, no, don't you cry












Ακούστε το εδώ: Janis Joplin with Big Brother and the Holding Company

16 Μαΐου 2013

Η συνέλευση των ποντικών” και η “απεργία” των καθηγητών [Σωτήρης Αθηναίος]













Η συνέλευση των "ποντικών" και η "απεργία" των καθηγητών

“Ποιος από σας τολμάει το γάτο να ζυγώσει
να του κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά;”

Τις τελευταίες ημέρες ακούω τη φασαρία για την απεργία των εκπαιδευτικών και σιγοτραγουδώ ολοένα και πιο συχνά τη “συνέλευση των ποντικών”. Πρόκειται για τον γνωστό Αισώπειο μύθο, που μελοποιήθηκε από τους αδελφούς Κατσιμίχα.
Σε άλλες εποχές ίσως να υποστήριζα ότι οι Δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιαίτερα οι δημόσιοι εκπαιδευτικοί λειτουργοί είναι οι τελευταίοι “που δικαιούνται να ομιλούν”.
Σήμερα, όμως, είναι οι πρώτοι που έχουν υποχρέωση και να ομιλούν και να φωνάζουν. Έχουν υποχρέωση προς τον εαυτό τους, την κοινωνία, τους μαθητές τους, τις μελλοντικές γενιές.
Δεν μπαίνω στον κόπο να σχολιάσω τα αιτήματα τους. Δέχομαι με συνοπτικές διαδικασίες και για την οικονομία της συζήτησης ότι είναι όλα “άδικα και παράλογα”.
Και, όμως, είμαι στο πλευρό τους τους. Γιατί ποιος άλλος, από το Δημόσιο Λειτουργό, έχει τα εχέγγυα να σηκώσει το ανάστημα του απέναντι σε αυτή τη βαρβαρότητα. Από ποιον, τελικά, περιμένουμε να δώσει μια απάντηση σε έλληνες και ξένους, που, δικαιολογημένα,  θεωρούν ότι του Έλληνα ο τράχηλος όλα τα υπομένει; Αν όχι από την πολυπληθέστερη επιστημονική ομοσπονδία δημοσίων λειτουργών. Καταλύθηκε το κράτος πρόνοιας μέσα σε λίγα χρόνια, χάσαμε το μισό μας εισόδημα, χάνουμε τα παιδιά μας στην ξενιτιά και το χειρότερα συνηθίζουμε ως δεδομένη αυτή τη μιζέρια. Δεν πρέπει να διαμαρτυρηθούμε μέχρι εσχάτων, δεν πρέπει να πούμε “Φτάνει πια” και ποιος θα το κάνει αυτό αν όχι ο Δημόσιος Λειτουργός, στον οποίο όλοι εμείς οι ιδιωτικοί υπάλληλοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες έχουμε δώσει όλα τα εφόδια, για να ασκεί τον αγώνα του δίχως το φόβο της επιβίωσης.
Από ποιον περιμένουν, δηλαδή, να σταματήσει αυτή τη λαίλαπα; Από τον ιδιωτικό υπάλληλο που, ήδη, πλήττεται από την ανεργία, την κατάλυση του ωραρίου και την προαιρετική (από το μέρος της εργοδοσίας) καταβολής των δεδουλευμένων. Η μήπως οι δημόσιοι υπάλληλοι θεωρούν ότι να απολύεται ο ιδιωτικός υπάλληλος είναι μια ανάξια λόγου πράξη, ενώ αντίθετα η δική τους θέση είναι ιερή και όσια και άρα μια “επιστράτευση” είναι ικανοποιητική και αναγκαία συνθήκη για να υπακούσουν, σαν τα καλά ποντικάκια του τραγουδιού
Και ας μην κρυβόμαστε “όλοι γνωρίζουν” ότι, αν υπάρξει ένας ελάχιστος αριθμός απεργών (πάνω από 20%), είναι πρακτικά και νομικά (συμπεριλαμβανομένων και των ευρωπαϊκών δικαστηρίων) αδύνατο να απολυθούν. Συνεπώς, τι έχουν να φοβηθούν; Δεν ντρέπονται να γυρίσουν σαν προσκυνημένοι στα σχολεία τους; Δεν ντρέπονται να αντικρίσουν τους μαθητές τους; Ήταν “τζάμπα μάγκες”, όταν ψήφιζαν “ναι” στην απεργία, ξέροντας ότι δε θα χάσουν ούτε μια μέρα πληρωμένης εργασίας, λόγω επιστράτευσης; Δεν γνωρίζουν ότι, αν θα συνεχίσουν να είναι τα αθόρυβα ποντικάκια (κατά το τραγούδι), μέσα στους επόμενους μήνες θα χάσουν περισσότερα λόγω των περικοπών
Και έρχομαι στο λαϊκίστικο θέμα της υπόθεσης. Αυτό που αναφέρει για “ομηρία των παιδιών” και τα σχετικά. Οι μαθητές ίσως θα κλονιστούν, ίσως και θα χαρούν, επειδή θα έχουν περισσότερο χρόνο για μελέτη (το 1990, οι πανελλήνιες καθυστέρησαν ένα μήνα λόγω, και πάλι, απεργιών και δεν ήρθε το τέλος του κόσμου). Τα περί βίας και ομηρίας θα ισχύουν, αν τελικά, οι καθηγητές αποδείξουν ότι κάνουν όλη αυτή τη φασαρία, για να εργάζονται μία – δύο ώρες λιγότερο. Αν αποδείξουν ότι έκαναν όλη αυτή τη φασαρία για να ικανοποιηθεί η  φυγοπονία τους. Αν, αντίθετα, αποδείξουν ότι έχουν σκοπό να αναστατώσουν την αυταρχική κρατική μηχανή και να υπενθυμίσουν στην οποιοδήποτε εξουσία ότι απέναντι τους έχουν πολίτες και όχι ποντίκια, αύριο έχουν μια μοναδική ευκαιρία:
είτε να μην παρουσιαστούν στα εξεταστικά κέντρα
είτε να παρουσιαστούν και να απέχουν από τα καθήκοντα τους
Αύριο, 17/05/2013 θα αποδείξουν αν πρέπει οι μαθητές τους να τους αποκαλούν Δάσκαλους ή ποντικάκια…

Η συνέλευση των ποντικών” των αδελφών  Κατσιμίχα

Σ’ ένα υπόγειο στην πλατεία Αβησσυνίας
συγκεντρωθήκαν τα ποντίκια μια φορά
για να σκεφτούν πώς θα γλυτώσουν μια για πάντα
από του γάτου τον αιώνιο βραχνά.

Το συζητάγανε ημέρες και ημέρες
μα τελικά δεν καταλήξανε πουθενά
και είχαν όλοι πια συνειδητοποιήσει
ότι κομπλάρισε η συνέλευση γερά.

Τότε πετάγετ’ ένας νεαρός και λέει:
«βρήκα τη λύση του προβλήματος, παιδιά,
θα πλησιάσουμε την ώρα που κοιμάται
και θα του δέσουμε κουδούνα στην ουρά».

Κι όλοι φωνάξαν: «μπράβο, αυτό είναι, συμφωνούμε»
και πέρασε η πρότασή του παμψηφί
μα ένας γέρος ποντικός τους λέει: “δικαίωμα”
και θέτει την εξής ερώτηση:

«Άμα μου λύσετε αυτή την απορία,
τότε δε θα ‘χω αντίρρηση καμιά.
Ποιος από σας τολμάει το γάτο να ζυγώσει
να του κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά;»

Και από τότε έχουν περάσει χίλια χρόνια
και ακόμα ο γάτος τα ποντίκια κυνηγά
που πα να πει ότι δε βρέθηκε κανένας
να του κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά.

Όλες οι λύσεις είναι φίνες και ωραίες
τότε και μόνο όταν είναι εφικτές.
Μα σαν δεν έχεις κότσια να τις εφαρμόσεις
άσε καλύτερα καθόλου μην τις λες.

Συμπεριφορά εκλογικού σώματος


























Τη θύρα θα τη βρουν
Οι λευκωματοπλάστες

Ο τοίχος του ίδιου
Ο τοίχος μέσα σου
Ένας τοίχος φυλακή
Βασταγερά στεριωμένος
Στις θύρες
Που ανοιγοκλείνουνε τακτά
Οι απρακτούντες