30 Μαρτίου 2018

ÚLTIMO BRINDIS [Nicanor Segundo Parra Sandoval, μετ. ΦΚ]

Στο παρόν μια έμμετρη απόδοση του ποιήματος ÚLTIMO BRINDIS, του Nicanor Parra, από τον φίλο ΦΚ, το οποίο είχαμε δεί εδώ.


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΟΠΟΣΗ

Είτε το θέλουμε είτε όχι
Μονάχα τρεις είναι οι χρόνοι:
Το χθες, το σήμερα και το αύριο.

Όμως δεν είναι ούτε τρεις
Αφού όπως λένε οι φιλοσόφοι
Το χθες χθες είναι και θα μείνει
Και μας ανήκει μόνο ως μνήμη:
Το ρόδο,  που ήδη έχεις μαδήσει,
Δεν το μπορεί πέταλο άλλο
Τώρα αυτό πλέον να σου δώσει.

Κι αν πάλι παίξεις στα χαρτιά
Μονάχα δυο είναι οι φιγούρες:
Το σήμερα κι ύστερα το αύριο.

Κι όμως δεν είναι ούτε δυο.
Το γεγονός καλά κρατάει
Κι είναι παρόν, που δεν υπάρχει,
Παρά στο μέτρο, που ήταν κι έχει
Φύγει, κι είναι πια παρελθόν…
Σαν τη φευγάτη μας τη νιότη.

Και τώρα πια αν λογαριάσεις
Μονάχα εμείς θα υπάρχουμε
Αύριο: Εγώ, που υψώνω το ποτήρι
Τη μέρα αυτή που δε θα φτάσει
Ποτέ πια αφού μονάχη είναι
Κι είναι μονάχα αυτή στ’ αλήθεια,
Ό,τι μας έχει πια απομείνει.


ÚLTIMO BRINDIS

Lo queramos o no
Sólo tenemos tres alternativas:
El ayer, el presente y el mañana.

Y ni siquiera tres
Porque como dice el filósofo
El ayer es ayer
Nos pertenece sólo en el recuerdo:
A la rosa que ya se deshojó
No se le puede sacar otro pétalo.

Las cartas por jugar
Son solamente dos:
El presente y el día de mañana.

Y ni siquiera dos
Porque es un hecho bien establecido
Que el presente no existe
Sino en la medida en que se hace pasado
Y ya pasó...,
como la juventud.

En resumidas cuentas
Sólo nos va quedando el mañana:
Yo levanto mi copa
Por ese día que no llega nunca
Pero que es lo único
De lo que realmente disponemos.

29 Μαρτίου 2018

Βουρ.






































[Κάτω Πετράλωνα 13.03.2018 18.16 / 29.03.2018]

Κι αφού ζεσταινόμασταν, μπρος στη σόμπα πετρελαίου, μια Kresky στο καθιστικό, που κάποτε τη θέση μιας ξυλόσομπας πήρε που στάχτες γέμιζε, να μην ρίξουμε την κατσαρόλα με το νερό, να μην κουνήσουμε κι ανάψει το πουκάμισο, π’ αργούσε έξω απ’ την υγρασία να στεγνώσει, βουρ για την αλάνα τα γόνατα να ματώσουμε. Αν δεν τα ’χεις ζήσει, τι να σου λέω;

28 Μαρτίου 2018

ÚLTIMO BRINDIS [Nicanor Segundo Parra Sandoval, μετ. Μαρία Θεοφιλάκου]


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΟΠΟΣΗ

Είτε το θέλουμε είτε όχι
Έχουμε μόνο τρεις εναλλακτικές:
Το χθες, το τώρα και το αύριο.

Και ούτε τρεις
Γιατί όπως λέει ο φιλόσοφος
Το χθες είναι χθες
Μας ανήκει μόνο στην ανάμνηση:
Του τριαντάφυλλου που έχει ήδη μαδηθεί
Δεν μπορείτε να του πάρετε άλλο πέταλο.

Τα χαρτιά για να παίξουμε
Είναι μονάχα δύο:
Το τώρα και η αυριανή ημέρα.

Και ούτε δύο
Γιατί είναι γεγονός καλά εδραιωμένο
Ότι το τώρα δεν υπάρχει
Παρά μόνο όταν πάει να γίνει παρελθόν
Και ήδη έχει περάσει...,
σαν τη νεότητα.

Κάνοντας το λογαριασμό
Το μόνο που μας απομένει είναι το αύριο:
Σηκώνω το ποτήρι μου
Για αυτή τη μέρα που ποτέ δεν φτάνει
Αλλά είναι το μοναδικό
Που έχουμε πραγματικά στη διάθεσή μας.


ÚLTIMO BRINDIS 

Lo queramos o no 
Sólo tenemos tres alternativas: 
El ayer, el presente y el mañana. 

Y ni siquiera tres 
Porque como dice el filósofo 
El ayer es ayer 
Nos pertenece sólo en el recuerdo: 
A la rosa que ya se deshojó 
No se le puede sacar otro pétalo. 

Las cartas por jugar 
Son solamente dos: 
El presente y el día de mañana. 

Y ni siquiera dos 
Porque es un hecho bien establecido 
Que el presente no existe 
Sino en la medida en que se hace pasado 
Y ya pasó..., 
como la juventud. 

En resumidas cuentas 
Sólo nos va quedando el mañana: 
Yo levanto mi copa 
Por ese día que no llega nunca 
Pero que es lo único 
De lo que realmente disponemos.

πηγή: trenopoiisis.blogspot.gr/nicanor-parra.

26 Μαρτίου 2018

τοίχοι απομεινάρια αστικών σπιτιών



















Τα σπίτια στις πόλεις ακουμπάνε το ένα στο άλλο. Οι άνθρωποι σπάνια. Σιγά σιγά, τα πιο παλιά, για διάφορους λόγους, γκρεμίζονται. Ενίοτε όμως, όταν φεύγει το ένα, ο μεταξύ τους τοίχος μένει. Είτε πρόκειται για μεσοτοιχία, όπου η διατήρηση τού κοινού τοίχου είναι αναγκαστική, είτε όχι, πολλές φορές συναντάμε την εικόνα τους με πάνω τους ενσωματωμένα τα ίχνη ή τα υπολείμματα εντοιχισμένων ντουλαπιών, πλακιδίων, ηλεκτρικών και υδραυλικών εγκαταστάσεων, σκαλοπατιών, κεραμοσκεπών, δαπέδων και τοίχων που δεν υπάρχουνε πια. Πάνω όμως απ’ όλα με τα αλλοιωμένα και φθαρμένα χρώματα να επιμένουνε στους τοίχους αυτούς των σπιτιών που κάποτε φιλοξενούσαν ανθρώπους από λίγο έως ολόκληρο το χρονικό διάστημα των κύκλων που τους αναλογούσε. Ακολουθεί ένα μικρό φωτογραφικό δείγμα. (Εδώ κατεβάστε το σε μορφή άλμπουμ)






























25 Μαρτίου 2018

Ωδή στο Μακρυγιάννη [ Άγγελος Σικελιανός]


ΩΔΗ ΣΤΟ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

Χαρά σε κειόν που πρωτοσήκωσε
Απ’ τις σκόνες σκεπασμένο, το δίστομο σπαθί του λόγου σου
στον ήλιο Μακρυγιάννη.
Κι’ απάνω και στις δυο πλευρές γραφή

Απ’ τη μια, τα λόγια αυτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
«Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο,
και δε θα μπούμε εύκολα στου αυγού το τσόφλι,
γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ’ αυτό να ξαναμπούμε πίσω,
μα εγίναμε πουλιά και τώρα πια στο τσόφλι δε χωρούμε».

Κι’ απ’ τη δεύτερη πλευρά, γραφή άλλη χαραγμένη:
«Απάνω στην αλήθεια μου ακόμα και το θάνατο τον δέχομαι
τις τόσες φορές τον θάνατο εζύγωσα, αδερφοί μου και δε με πήρε,
που για τούτο το θάνατο καταφρονώ,
κι απάνω στην αλήθεια μου πεθαίνω».

Χαρά σε κειόν που πρωτοσήκωσε απ’ το χώμα αυτήν τη σπάθα
και τέτοια διάβασε επάνω της βαγγέλια.

Ύμνος Πατριωτικός [Ρήγας Φεραίος Βελεστινλής]


ΥΜΝΟΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟΣ
της Ελλάδος και όλης της Γραικίας 
προς ξαναπόκτησιν της αυτών Ελευθερίας


Όλα τα έθνη πολεμούν 
και στους Τυράννους τους ορμούν,
εκδίκησιν γυρεύουν
και τους εξολοθρεύουν·
και τρέχουν για την δόξαν
με χαρά στη φωτιά!

Κι εκείνα που αποκοτούν, 
ό,τι κι αν θέλουν αποκτούν· 
διέτε την Ιταλίαν, 
πώς πηρ’ ελευθερίαν 
και τρέχει για την δόξαν, 
με χαρά στη φωτιά!

Έτζι κι εμείς, ω αδελφοί, 
να σηκωθούμεν με ορμή, 
εκδίκησιν ζητούντες,
Τυράννους απολούντες, 
για την Ελευθερίαν 
με χαρά, μπρε παιδιά!

Ως πότ’ ημείς υπομονή, 
και να μη βγάνωμεν φωνή;
Σα να ‘μαστε δεμένοι, 
ζούμεν τυραννισμένοι, 
και καταφρονημένοι, 
στη φωτιά, μπρε παιδιά!

Όλα τα έθνη το θωρούν, 
και πάλ’ ευθύς το απορούν, 
πώς τέτοια παλληκάρια, 
που ‘ναι σαν τα λιοντάρια, 
να ζουν στην τυραννίαν· 
στη φωτιά, μπρε παιδιά!

Λοιπόν, τινάξετε για μια, 
την τυραννίαν και σκλαβιά! 
Παράδειγμα μας είναι, 
των προπατόρων μνήμαι, 
καθώς εκείνοι ζούσαν 
Στη φωτιά, μπρε παιδιά!

Αν περπατείς μες στα βουνά, 
κι έχεις συντρόφους τα κλαδιά 
κανείς δεν σέ στιμάρει, 
πως να ‘σαι παλληκάρι,
Αλλ’ έβγα και πολέμει, 
με χαρά στη φωτιά!

Τώρα καιρός είναι καλός, 
για να φανεί ο δυνατός. 
Τυράννους να σκοτώσει 
και χριστιανούς να σώσει.
Λοιπόν, ας κινηθώμεν 
με χαρά στην Τουρκία!

Ως πότε, άνδρες ξακουστοί, 
να είστε πάντα σφαλιστοί; 
Σ’ ερήμους και στα δάση, 
κανείς δεν σας τρομάσσει· 
εβγήτε και χυθήτε 
στην Τουρκία, μπρε παιδιά!

Τώρα καιρός για να φανεί 
ο κάθε εις οπού φρονεί 
πως είναι παλληκάρι· 
τους Τούρκους ας τρακάρει, 
ας σφάξει τους τυράννους! 
με χαρά στη φωτιά!

Τα παλληκάρια τα καλά 
ποτέ δεν στέκουν σφαλιστά. 
Αλλά με την ανδρείαν 
τινάζουν Τυραννίαν 
και ζουν μ’ Ελευθερίαν 
στα δουνιά, μπρε παιδιά!

Ιδού καιρός να δοξασθείς, 
ψυχήν και σώμα να σωθείς, 
τ’ αδέλφια σου να γλύσεις, 
Τυράννους νά τζακίσεις.
Κι ελεύθεροι να ζώμεν 
στα δουνιά, μπρε παιδιά!

Όποιος λοιπόν είναι καλός, 
κι ορθόδοξος χριστιανός, 
με τ’ άρματα στο χέρι, 
ας δράμει σαν ξεφτέρι, 
το Γένος του να σώσει 
με χαρά, μπρε παιδιά!

Σταυρός, ή πίστις και καρδιά, 
δουφέκια και καλά σπαθιά, 
γκρεμίζουν Τυραννίαν, 
τιμούν Ελευθερίαν, 
όπ’ έδωκεν ο Πλάστης 
στο δουνιά, μπρε παιδιά!

Αυτούς που βλέπετ’ αντικρύ, 
είναι Κονιάρηδες χοντροί.
Κι εσείς, μπρε παλληκάρια, 
είστε σαν τα λιοντάρια. 
Κτυπάτε τούς Τυράννους, 
με χαρά στη φωτιά!

Ντουντούμικα πλατιά φορούν, 
χωρίς πιλάφι δεν μπορούν, 
μια ώρα δεν προσμένουν, 
χωρίς καφέ πεθαίνουν. 
Λοιπόν, τι τους φοβείσθε;
Στη φωτιά, μπρε παιδιά!

Η προκοπή τους είν’ αυτή, 
καθώς ξυπνήσουν το ταχύ, 
«ανάσουνου» και «ντέρα», 
ω, την κακή τους μέρα!
Ως πότε τούς βαστάτε;
Στη φωτιά, μπρε παιδιά!

Αρβανιτιά και η Τουρκία 
χάνει και νουν και μυελά· 
όταν θα σηκωθείτε 
κι απάνω τους χυθήτε, 
τρέμουν κι ανατριχιάζουν. 
Στη φωτιά, μπρε παιδιά!

Καπιταναίοι αδελφοί, 
ήρωες, άνδρες θαυμαστοί, 
καιρός είν’, πολεμείτε, 
Τυράννους μην αφήτε·
τ’ αδέλφια μας να γλύσουν. 
Στη φωτιά, μπρε παιδιά!

Να λάμψει πάλιν Λευθεριά, 
ως ήτον τότε μια φορά·
κι εσάς χρυσάς κολόνας 
σας κάμουν εις αιώνας, 
να είστε διά μνήμην.
Στη φωτιά, μπρε παιδιά!

Όσ’ άστρα έχει ο ουρανός 
κι όσες φωτιές ο κεραυνός, 
τόσες φορές ομοίως 
ο Μπότζαρης ανδρείως 
ενίκησε με δόξαν 
την Τουρκιά, μπρε παιδιά!

Μπουκουβαλαίοι ξακουστοί, 
οπού ‘ναι σαν τον Ηρακλή, 
Τυράννους Οθωμάνους 
τους έχουν σα γαϊδάρους· 
σαν τίγρεις γιουρουδίζουν 
στη φωτιά, μπρε παιδιά.

Ο Δράκος είναι τρομερός 
κι ο Καραΐσκος τολμηρός. 
Ορμούν εις την Τουρκίαν 
χωρίς καμιά δειλίαν, 
σκοτώνουν τους Τυράννους, 
με χαρά στη φωτιά!

Χριστάκης τώρα είν’ καλός 
και ο Μπλαχάβας δυνατός.
Αν βγάλουν τα σπαθιά τους, 
αλί ‘πό την Τουρκία τους, 
ζητούντες Λευθερίαν 
με χαρά στη φωτιά!

Ό Λάζος και ο Κομπολής, 
Μπασδέκης και ο Κωνσταντής, 
Ταπάκης και Γκιθώνας, 
να ζουν εις τούς αιώνας, 
είν’ άνδρες ξακουσμένοι 
στο δουνιά, μπρε παιδιά!

Σταθάς, Στερνάρης κι ο Παππούς, 
κι ο Κοντογιάννης που ακούς, 
ως ταύροι αυτοί μουγκρίζουν, 
Τυράννους φοβερίζουν, 
πατούν την Τυραννίαν 
με χαρά, μπρε παιδιά!

Ο Βαρνακιώτης είν’ φριχτός 
και ο Μιχάλης φοβερός,
Τζιανάκας και Νικόλας, 
να ‘χουν χρυσούς αιώνας, 
ποτέ τους δεν φοβούνται 
την Τουρκία, μπρε παιδιά!

Τζαχίλας, Ψείρας, κι ο Κοντός, 
Δημόκας και ο Κατζαρός, 
ο Μάνδαλος και Φώτης,
Τυράννων είν’ διώκτης.
Αυτοί πάντα νικούνε 
με χαρά την Τουρκία!

Νικολακαίοι τρομεροί 
και ο Καγκιούζης πόλεμεί· 
Διέτε τον Ζαχαρία 
πώς τρώγει την Τουρκία, 
το Γένος για να σώσουν, 
με χαρά, μπρε παιδιά!

Ο Χρυσαντάκης κι ο Γιάννης, 
Τζοβάρας και ο Τζιαμπαλής· 
Διες τον Κολοκοτρώνη 
πόσους εχθρούς σκοτώνει· 
και τρέχουν σα θηρία 
με χαρά στη φωτιά!

Κι άλλοι αμέτρητοι πολλοί, 
καπιταναίοι τρομεροί, 
που τρέχουν σα θηρία, 
ξεσχίζουν Τυραννία 
και θέλουν Λευθερία.
Στη φωτιά, μπρε παιδιά I

Αυτοί Τυράννους δεν ψηφούν 
κι ελεύθεροι στον κόσμον ζουν· 
πλούτος, ζωή, τιμή τους, 
είν’ μόνον το σπαθί τους!
Και τρέχουν για την δόξαν 
με χαρά στη φωτιά!

Αλέξανδρε, τώρα να βγεις 
από τον τάφον, και να ιδείς 
των Μακεδόνων πάλιν 
ανδρείαν την μεγάλην, 
πώς τους εχθρούς νικούνε, 
με χαρά στη φωτιά!

Ο Λεωνίδας πού να ζει
με τους τρακόσιους του μαζί, 
να ιδεί τον Σπαρτιάτη 
πώς ρίχνεται σαν άτι· 
τρώει, πατεί, ξεσχίζει 
την Τουρκία, μπρε παιδιά!

Αυτούς κι εμείς τους θαυμαστούς, 
ήρωας κι άλλους εκλεκτούς, 
ας μιμηθώμεν τώρα, 
μη χάνωμεν την ώρα, 
ότ’ είναι πρόγονοί μας.
Στη φωτιά, μπρέ παιδιά!

Αυτοί εζούσαν στο δουνιά, 
μισούντες την κακή σκλαβιά· 
για την Ελευθερίαν 
πηδούσαν στην φωτιάν.
Λοιπόν, τι καρτερούμεν;
Στη φωτιά, μπρε παιδιά!

Απόφασις και η ορμή, 
ανδρεία και η συμβουλή, 
Τυράννους δίδουν δρόμον, 
μαζί και μέγαν τρόμον.
Λοιπόν, αγριωθήτε, 
με χαρά στην Τουρκία!

Αρπάξατε τώρα σπαθιά 
και τρέξατε σαν τα θεριά.
Χυθήτε στην Γραικίαν, 
βγάλτε την Τυραννίαν 
και δότε Λευθερίαν, 
με χαρά, μπρε παιδιά!

Λόγγοι, βουνά και λαγκαδιές, 
ας στράψουνε από φωτιές· 
φωνές, φόβους και τρόμους 
γεμίσατε τους δρόμους· 
και διώξτε τους Τυράννους 
με χαρά, μπρε παιδιά!

Να λάμψει πάλιν ο Σταυρός, 
ας έρχεται τώρα ομπρός, 
να ιδώσι τα άστρα 
τους πύργους και τα κάστρα 
να πέφτουν των Τυράννων 
στη φωτιά, μπρε παιδιά!

Τα έθνη που δεν μας ψηφούν, 
Πατρίδα, Γένος ονειδούν, 
ας ίδωσιν ανδρείαν 
κι ας λάβωσι δειλίαν, 
να πέσουν, να σπαράξουν, 
στα φωτιά, μπρε παιδιά!

Ν’ αρχίσουν τώρα να λαλούν, 
με όργανα να κελαδούν 
οι Μούσες την ανδρειάν μας, 
τώρα στην Λευθεριά μας· 
πως τρέχομεν με πόθον 
και χαρά στη φωτιά!

24 Μαρτίου 2018

[Στο λόφο Ελικώνος ή Αλεπότρυπας 24.03.2018]

Ο λόφος Ελικώνος ή Αλεπότρυπας βρίσκεται μεταξύ των συνοικιών τής Αλεπότρυπας (νότια και νοτιοανατολικά), της Γκράβας (βόρεια), των Περιβολιών Γαλατσίου (ανατολικά και βορειοανατολικά) και της Αγίας Ζώνης (δυτικά), στα όρια τής Άνω Κυψέλης με το Γαλάτσι. Έχει υψόμετρο 184 μ. και εμβαδό 140 στεμμάτων. Ο λόφος Ελικώνος ή Αλεπότρυπας είναι ένας ακόμη λόφος στο λεκανοπέδιο τής Αθήνας όπου στις αρχές του 20ου αιώνα λειτούργησε λατομείο, εν προκειμένω των αδελφών Κουρούση. Το 1934 όμως ανακηρύχθηκε αναδασωτέος και σήμερα υπάρχει ένα μικρό αλλά όμορφο άλσος. Η πρόσβαση σε αυτόν γίνεται από την οδό Ελικώνος 98 ...
























... και η θέα προς την (άσχημη) πόλη απλόχερη:







23 Μαρτίου 2018

Αν δεν στεκόσουν [Στέφανος Ροζάνης]


ΑΝ ΔΕΝ ΣΤΕΚΟΣΟΥΝ

Αν δεν στεκόσουν στην απέναντι αποβάθρα 
      δεν θα έφευγα
Δεν θα γινόμουν δρόμος
Δεν θα γινόμουν έλεος για όσους περπατούν
      ανήμποροι ν' ακούσουν τις φωνές τρομαγμένων 
      αγγέλων που κείνται με τα μεγάλα φτερά 
      τους απλωμένα στο χώμα απειλώντας τη 
      σιγουριά των περαστικών
Δεν θα γινόμουν ερημιά και λόγια που
      προφέρονται ξεχνώντας την αιτία τους
Δεν θα γινόμουν ο αγαπημένος που
      θυσιάζεται για ένα καπρίτσιο του θεού
Ανεβαίνοντας στον ουρανό και κατεβαίνοντας 
      αποκαμωμένος στη γη
Και δεν θα με συνέτριβαν των ανομοίων 
      τα θελκτικά προστάγματα.
Κι ούτε θα έβλεπα τις συναστρίες να
      συμβάλλουν στην εξαφάνιση του 
      ημερησίου φωτός

Αν δεν στεκόσουν στην απέναντι αποβάθρα 
      θα έμενα ίσως ακίνητος

22 Μαρτίου 2018

Βυζαντινό Κάστρο στο Φανάρι Καρδίτσας



















Το Βυζαντινό Κάστρο στο Φανάρι Καρδίτσας, είναι χτισμένο στην κορυφή του λόφου, στον οποίο βρίσκεται το χωριό Φανάρι, απέχει 13 περίπου χιλιόμετρα από την Καρδίτσα προς τα δυτικά βορειοδυτικά αυτής. Βρίσκεται σε υψόμετρο 336 μ. και δεσπόζει του δυτικού θεσσαλικού κάμπου. Χτίστηκε τον 13ο ή 14ο μ.Χ. αι. και έλεγχε τον μοναδικό επί αιώνες δρόμο συνέδεε τη Θεσσαλία με την Ήπειρο, ο οποίος πέρναγε από την κωμόπολη Πύλη (εξ’ ου και το όνομά της: Πύλη), που βρίσκεται στην ανατολική είσοδο του φαραγγιού, που χωρίζει τα βουνά Ίταμος και Κόζιακας, στα 20 περίπου χιλιόμετρα δυτικά βορειοδυτικά τού Φαναρίου. 
Έχει ακανόνιστο σχήμα, περίμετρο 230 μ., εμβαδό 2,6 στρεμμάτων και διέθετε δύο εισόδους: νότια την κύρια και μια βοηθητική στη βόρεια μεριά του. 
Μετά και την πρόσφατη συντήρησή του, είναι το καλύτερα διατηρημένο βυζαντινό Κάστρο στον ελλαδικό χώρο. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μέχρι τη δεκαετία του 1950 οι επάλξεις του διατηρούνταν σε άριστη κατάσταση, αλλά μετά πολλοί κάτοικοι των γύρω περιοχών παίρνανε δομικά υλικά για τις ανάγκες τους. Λέγεται ότι μέχρι και το κτίριο τής Εθνικής Τράπεζας στην Καρδίτσα φτιάχτηκε από πέτρες του Κάστρου! Ξεχωρίζουν (πέρα από τα τείχη του, που φτάνουν στα 10 μ. ύψος και πάχος στα 2 μ., και τους έξι πύργους του) στο εσωτερικό του: η μπαρουταποθήκη και οι δύο δεξαμενές συλλογής νερού ενώ σώζονται ερείπια τζαμιού με μιναρέ (τo οποίo καταστράφηκε από τους κατοίκους τού χωριού μετά την ενσωμάτωση τής Θεσσαλίας στο σύγχρονο ελληνικό κράτος) και του κτιρίου όπου διέμενε ο εκάστοτε διοικητής του Κάστρου.
Αξίζει να το επισκεφτεί κανείς και προσφέρεται, για τους λάτρεις τού τρένου, ακόμη και για μονοήμερη εκδρομή από Αθήνα. Το δρομολόγιο των 8.20 από Αθήνα κάνει στάση στις 13.00 περίπου στο Φανάρι. Από εκεί, μετά από ανηφορική πορεία (*) 2,5 χιλιομέτρων (από τα 102 μ. υψόμετρο που βρίσκεται η στάση του τρένου στα 336 μ. υψόμετρο στο Κάστρο) διάρκειας 35-40 λεπτών, φτάνουμε στον προορισμό μας. Το Βυζαντινό Κάστρο στο Φανάρι Καρδίτσας είναι ανοιχτό 09.00 – 16.00 καθημερινά (πλην Δευτέρας). Μετά την περιήγηση στο Κάστρο και μια βόλτα κ.λπ. στο χωριό μπορούμε να πάρουμε το τρένο τής επιστροφής, που περνάει στις 18.00 περίπου και φτάνει Αθήνα περί τις 22.30.

(*) ιδιαίτερης ομορφιάς όπως μπορείτε να δείτε στις πρώτες τέσσερις (4) από τις εικόνες που ακολουθούν ενώ στην πέμπτη, παρμένη λίγες εκατοντάδες μέτρα προτού το Κάστρο, διακρίνονται ερείπια παλαιότερων οχυρωματικών έργων. 


21 Μαρτίου 2018

Εαρινή Μνηστεία [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


ΕΑΡΙΝΗ ΜΝΗΣΤΕΙΑ

Ντρέπεται με τόσα χαμομήλια
στο στόμα της η νηστεία

Με θράσος ανεμώνας
έτσι όπως ζαχαρώνει
η μοναξιά τα στήθη της
μπορεί και να δακρύσει
το καημένο έαρ

Στ' ανοικτό παράθυρο
      μπρος μου
νυκτοφύλακας κότσυφας
απαγγέλλει Νίκο Καρούζο
      και φταρνίζεται

Γέμισε το δωμάτιο
κόκκινες παπαρούνες
και το ποίημα επίσης.

19 Μαρτίου 2018

Εδώ.





























[Ερέτρια 08.03.2018 18.29 / 19.03.2018]

Χωράμε τόσοι κι άλλοι τόσοι κι ακόμη τόσοι, στο κοινό μας σπίτι, ν’ ακούμε στο φως, μα ούτε ένας που για τη γη του παραληρεί.       
Όπως το όμορφο μήλο δεν έκρυβε την αμαρτία αλλά, μίλησε για το νόμο της έλξης.

17 Μαρτίου 2018

Στέφανου Τασσόπουλου «Το όλον Σώμα του Κ.Π. Καβάφη» (μικρά προκαταρκτικά) [Χάρη Σταθάτου]

Τα «μικρά προκαταρκτικά», της Χάρης Σταθάτου, πάνω στη μελέτη: «Το όλον Σώμα τού Κ.Π. Καβάφη, του Στέφανου Τασσόπουλου» αναδημοσιεύονται από το 78ο τεύχος τού λογοτεχνικού περιοδικού «σημειώσεις», εκδόσεις Έρασμος, Δεκέμβρης 2013. 


Στην μεγάλη έρευνα και μελέτη του για τον Καβάφη, «Το Όλον Σώμα», ο Στέφανος Τασσόπουλος δεν ασχολείται με ζητήματα αισθητικής παρά μόνο όσο αυτά άπτονται του ζητήματος τής καβαφικής εκδοτικής πράξης: όμως εντέλει στον Καβάφη όλα συγκλίνουν σε ένα ενιαίο και αδιάσπαστο όλον: σε αυτό ακριβώς καταλήγει η ανέκδοτη αυτή εργασία του Στέφανου Τασσόπουλου – και τα παρακάτω συνοπτικά δικά μου ας εκληφθούν απλώς ως μικρή (και ανειδίκευτη) εισαγωγή σ’ ένα ιδιαίτερα (και ευεργετικά) εξειδικευμένο έργο (το οποίο είχα την τύχη ως στενή φίλη να μπορέσω να παρακολουθήσω επίσης στενά, καθώς σχηματιζόταν διαμορφώθηκε και ολοκληρώθηκε (εν μέρει, κατά τον ίδιο τον συγγραφέα του, ολοκληρώθηκε) στο διάστημα των είκοσι περίπου χρόνων που απασχόλησε τον Τασσόπουλο μέχρι τον (αιφνίδιο και πρόωρο) θάνατό του, τον Φλεβάρη αυτής τής χρονιάς).

Σίγουρα οι λόγοι για τούς οποίους ο Καβάφης λειτούργησε εκδοτικά με τον τρόπο που λειτούργησε θα μπορούσαν να εξεταστούν και από την άποψη των ψυχολογικών και των κοινωνικών παραγόντων που επέδρασαν πάνω του και με βάση τούς οποίους (ακόμα και από την ανάποδη) έζησε ο άνθρωπος Καβάφης – αλλά αυτό θα ήταν μια τελείως άλλη εργασία. Για τη δουλειά που έκανε ο Σ. Τ. πιστεύω ότι αρκεί ως αφετηρία να έχει κανείς μπροστά στα μάτια του μια (γενική, πάντως) καλλιτεχνική αντινομία: όσο μεγαλύτερος είναι ένας δημιουργός τόσο περισσότερο με αυτά που κάνει πατάει αρχικά (και τελικά;) στο κενό – και συνεπώς, όσο κι αν ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του και το έργο του φυσικό μέρος του κόσμου, πρέπει να συλλάβει έστω με κόπο και να παραδεχτεί έστω καθ’ οδόν ότι ο κόσμος μετατοπίζεται με την κατασκευή από μέρους του αυτού του έργου – με άλλα λόγια (όπως είναι μια μεταφορά που άρεσε ιδιαίτερα στον Τασσόπουλο) εμείς σήμερα από απόσταση μπορούμε βέβαια να καταλάβουμε ότι ο κόσμος δεν είναι ίδιος πριν την ύπαρξη του Αισχύλου και μετά, χωρίς να υπάρχει η Εκάβη του Ευριπίδη και όταν η Εκάβη του Ευριπίδη είναι γεγονός, όταν στο θέατρο δεν υπάρχει κανένας Σαίξπηρ και μετά όταν όλος ο κόσμος ξέρει τον Άμλετ, όμως αυτή η μικρή διαφορά από το πριν στο μετά για τον ίδιον τον καλλιτέχνη μπορεί να σημαίνει χρόνια ολόκληρα ουσιαστικής μοναξιάς γεμάτης αμφιβολίες, φόβους, σβησίματα, γραψίματα, δισταγμό και τόλμη, και τελικά (σαν ένα είδος αναγκαστικής πλέον αυτοάμυνας) και μια μορφή επιθετικής αλαζονείας: από τον Καβάφη, χάρη στα ανέκδοτα που διασώζονται σε σχετική πληθώρα από μαρτυρίες συγχρόνων του, έχουμε ένα εμφανές τουλάχιστον παράδειγμα μιας τέτοιας (άλλωστε και συγκινητικής, για την κρυμμένη ένταση και αμφιβολία που υπονοεί) στιγμής όταν, δίνοντας ένα ποίημα του σε κάποιον φίλο ή γνωστό του λέει, μάλλον καθόλου μεταξύ σοβαρού και αστείου «Πάρε καημένε αυτό το αριστούργημα που μού καίει τα χέρια» (: κάπως έτσι αν το θυμάμαι και καλά).

Η δουλειά αυτή του Τασσόπουλου υπογείως εμπεριέχει πάντως και μια (γοητευτική) κατά κάποιον τρόπο αντίφαση, γιατί ξεκινώντας από φιλολογικά και σχολαστικά δεδομένα και μένοντας πάντα σταθερά προσηλωμένη στα γεγονότα, τα κείμενα, και τίς αποδείξεις που αυτά παρέχουν, οδηγείται τελικά σε μια αποτίμηση συνολικής (και σημαντικότατης) αισθητικής σημασίας.

Γιατί ο Καβάφης, με τον τρόπο που τακτοποίησε τα ποιήματά του κατά θέματα, αποσπώντας τα από την απλή χρονολογική παράθεση με την οποία είχαν κατά καιρούς δημοσιευτεί, κάτι θέλησε να πει (και κάτι είπε) για την σημασία που είχε το έργο του συνολικά για τον ίδιο πέρα από την έννοια, το περιεχόμενο και την αισθητική αξία του κάθε ποιήματος χωριστά. Αλλά (πια) καταλαβαίνουμε ότι και ο ίδιος ο δημιουργός (ενίοτε) τα συλλαμβάνει και τα εκτιμά αυτά τα πράγματα καθ’ οδόν – και αυτό το καθ’ οδόν είναι που, στην περίπτωση του ποιητή Καβάφη, εμφανίζεται με ιδιαίτερη ενάργεια καθώς ο Στέφανος Τασσόπουλος ερευνά την εκδοτική του πρακτική.

Ας επαναλάβω προκαταρκτικά πράγματα γνωστά: Ο Καβάφης είναι ένας ποιητής ο οποίος ποτέ στη ζωή του δεν είχε (δεν βρήκε; δεν επιζήτησε;) εκδότη: Πλήρωνε ο ίδιος για τα ποιήματά του κάθε φορά που τα εξέδιδε. Είχε όμως μια δυνατότητα (που του την πρόσφερε ο χώρος και η εποχή, και που την εκμεταλλεύτηκε πλήρως): Μπορούσε να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε περιοδικά, πριν αρχίσει να τα δένει στις ιδιόμορφες συλλογές του (αλλά και μετά: ποτέ όσο ζούσε δεν σταμάτησε να δημοσιεύει σε περιοδικά, ακόμα και όταν παράλληλα έφτιαχνε τίς συλλογές που σχημάτιζε ο ίδιος, και αυτές τίς συλλογές δεν τίς πούλησε – ας το θυμόμαστε κι αυτό – ποτέ: δεν έβγαλε δηλαδή ποτέ λεφτά απ’ την ποίηση ο Καβάφης, αντίθετα, πλήρωνε για να εκδίδει τα ποιήματά του: και τα ποιήματα αυτά τα χάριζε σε όσους θεωρούσε άξιους – ή χρήσιμους για την προώθηση του έργου του – όντας αναγκασμένος να το σκεφτεί και αυτό.)

Αυτά είναι λοιπόν γνωστά στους ειδικούς και οι ειδικοί στα καβαφικά τα θεωρούν και αυτονόητα ακόμα κι αν δεν ερευνήθηκαν ποτέ όσο θα ‘πρεπε – αφήνοντάς τα επομένως στην άκρη θα επιχειρήσω να συνοψίσω το με τί ασχολείται η μελέτη, αλλά και, το σημαντικότερο: τούς λόγους για τούς οποίους η ενασχόληση αυτή είναι (ή γίνεται καθ’ οδόν) απαραίτητη για την κατανόηση του συνολικού Καβάφη. Πιστεύω μάλιστα – και ας μού συγχωρεθεί αυτή η απόλυτη ας πούμε πεποίθηση η οποία οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι διάβασα επανειλημμένως παρακολουθώντας το έργο να γίνεται και να κρατάει τον Τασσόπουλο δέσμιον ουσιαστικά ως τον θάνατό του – ότι μέσα από την έκθεση του τρόπου με τον οποίο ο Καβάφης θέλησε να ταξινομήσει το έργο του και να το επεκτείνει και να το ορίσει θεματικά, προκύπτει ένας εν μέρει άγνωστος, και εν μέρει ακόμα πιο γοητευτικός Καβάφης.

Δεν ξέρουμε από ποια ηλικία ακριβώς ο Καβάφης άρχισε να γράφει ποιήματα και πόσα πέταξε ή έσκισε στο μεταξύ, ξέρουμε όμως ότι το πρώτο ποίημα (που διατηρήθηκε στο αρχείο του) γράφτηκε (πιθανώς) το 1884 (= Καβάφης 21 χρονών) και ότι το 1886 δημοσίεψε για πρώτη φορά (σε περιοδικό). Από το 1890 όμως και μετά, αναθεωρεί ο ίδιος τη δουλειά του, και, κάποια στιγμή, μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία αναδεικνύεται ο Καβάφης που ξέρουμε σήμερα. Ανήκει στην περιοχή τής αυστηρά αισθητικής ανάλυσης η αποτίμηση αυτών των «πρωτόλειών» του ποιημάτων, είναι όμως σαφές ότι αυτήν την ανάλυση την έκανε, πριν από μάς, ο ίδιος: Αποφασίζει δηλαδή το 1904 (κι αυτή είναι μια ιστορική στιγμή για τη ζωή του και την ποίησή του) αποφασίζει να κάνει ένα ξεκαθάρισμα, μια πρώτη αισθητική αποτίμηση, και μια πρώτη εκδοτική κίνηση, και να παρουσιάσει σε βιβλίο ορισμένα, από αυτά που είχε δημοσιέψει ως τότε, σε μια συλλογή: Αυτήν τη στιγμή συναινεί στην κλασική και παραδεδεγμένη πρακτική όλων των ποιητών του κόσμου: Μαζεύει λοιπόν (από τα 44 ποιήματα που είχε δημοσιέψει ως τότε σε περιοδικά) δεκατρία – κι αυτή είναι η πρώτη του αισθητική κρίση για την ποίησή του – τούς προτάσσει ένα που δεν είχε ακόμα εκδόσει, τίς «Επιθυμίες», τα τοποθετεί σε μία σειρά που δεν έχει γενικά καμία σχέση με τίς χρονολογίες ούτε τής συγγραφής, ούτε τής δημοσίευσής τους, αλλά είναι μία σειρά που προς το παρόν δεν μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε αλλιώς παρά μόνο ως αποτέλεσμα μιας προσωπικής του προτίμησης, (βέβαια, κάποιος παρατηρητικός εδώ θα προσέξει την πρόταξη ενός ποιήματος που λέγεται Επιθυμίες (1) στην πρώτη εκδοτική πράξη που κάνει ποτέ στη ζωή του ο Καβάφης, καθώς και μια εν σπέρματι λογική που θα δούμε αργότερα να αναπτύσσεται σε θεματική κατάταξη των ποιημάτων) και τα δίνει σε έναν τυπογράφο, ο οποίος του τα τυπώνει σε ένα τεύχος κανονικό, με την κλασική αρίθμηση σελίδων που έχουν όλα τα βιβλία και τον γενικό τίτλο «Ποιήματα 1904». Η συλλογή αυτή με τα 14 ποιήματα εκδίδεται ουσιαστικά το 1905. Ο Καβάφης χαρίζει τη συλλογή σε όσους νομίζει ότι πρέπει. Επειδή όμως συνεχίζει να γράφει, γρήγορα διαπιστώνει ότι η συλλογή αυτή δεν είναι αντιπροσωπευτική πια τής δουλειάς του, και ειδοποιεί τούς φίλους του ότι σκοπεύει να βγάλει και μια δεύτερη συλλογή πιο ενημερωμένη σύντομα. το «σύντομα» κράτησε 5 χρόνια, και η δεύτερη αυτή συλλογή εκδίδεται τότε με τον τίτλο «Ποιήματα 1910» και περιλαμβάνει: τα 14 ποιήματα που είχε εκδόσει στην προηγούμενη συλλογή (που με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά παύει να έχει νόημα, και αχρηστεύεται) χωρίς να τούς αλλάξει ούτε τη σειρά με την οποία τα είχε εκδόσει τότε, και όσα ποιήματα είχε ήδη δημοσιέψει στο μεταξύ (ως το 1909) σε περιοδικά, που ήτανε όλα κι όλα 7, αλλά τα τοποθετεί και αυτά όχι με χρονολογική σειρά συγγραφής ή δημοσίευσης αλλά με τη σειρά μιας δικής του πάλι λογικής και προτίμησης. Μολονότι τα ποιήματα που περιέχονται λοιπόν είναι ως το 1909, βάζει τώρα στον τίτλο όπως βλέπουμε το 1910 κι αυτό γιατί έχει μάθει πια ότι τα εκδοτικά ζητήματα έχουνε τον δικό τους χρόνο και αργούνε, δηλαδή έχει αποκτήσει ήδη πλέον την πείρα του ποιητή που εκδίδει το έργο του και ξέρει κατά κάποιον τρόπο και τα μυστικά αυτής τής δουλειάς: Έτσι, ξεκινώντας την έκδοση των μέχρι το 1909 ποιημάτων του, υπολογίζει ότι η συλλογή θα εκδοθεί το 1910, και υπολογίζει σωστά.

Έχουμε ένα οριακό σημείο ως εδώ, που το βλέπουμε εκ των υστέρων ολοκάθαρα: Αυτές οι δυο μικρές συλλογές δηλαδή (που ο ίδιος ο Καβάφης τίς ονόμασε «τεύχη», και έτσι τίς λέμε πλέον κι εμείς), είναι η μοναδική φορά στη ζωή του που ο Καβάφης λειτούργησε με την κλασική εκδοτική πρακτική: Έκτοτε, εγκαταλείπει αυτήν τη μέθοδο, και εγκαθιδρύει τη δική του, μοναδική και ανεπανάληπτη (απ’ όσο ξέρουμε) μέθοδο εκδόσεως έργου, που συνίσταται στο εξής:

Για κάθε ποίημα που δημοσιεύει (μετά το 1910) σε περιοδικό, ζητάει και παίρνει ανάτυπα ή το τυπώνει ο ίδιος σε έναν τυπογράφο, σε ένα μονόφυλλο ή δίφυλλο, ανάλογα με το μέγεθος του ποιήματος. Αυτή η μέθοδός του από δω και πέρα είναι κατά κάποιον τρόπο και το κεντρικό αντικείμενο έρευνας στο «Όλον Σώμα», και οι συνέπειες αυτής τής πρακτικής είναι ουσιαστικά αυτές οι οποίες προκάλεσαν τον Τασσόπουλο να αναζητήσει τη σημασία τους για την ερμηνεία του συνολικού καβαφικού έργου:

Παρακολουθώντας λοιπόν τον τρόπο με τον οποίο ο Καβάφης από τη στιγμή εκείνη και μετά «εκδίδει», μπορούμε να δούμε κατ’ αρχάς ότι ακολουθούν δύο εμφανείς τομές στην εκδοτική του πρακτική: Η πρώτη μεγάλη αλλαγή γίνεται με την αμέσως επόμενη συλλογή την οποία ονομάζει «Ποιήματα 1910 – 1912», βάζοντας δηλαδή για πρώτη φορά δύο ημερομηνίες στον τίτλο, αλλά τη φορά αυτή η «συλλογή» διαφέρει και σε δύο άλλα πράγματα: Αφ’ ενός μεν αποτελείται πλέον – όπως και όλες οι συλλογές του θα αποτελούνται από δω και μπρος – από αυτά τα μονόφυλλα (ή τα δίφυλλα) που τυπώνει ο ίδιος και τα «δένει» μόνος του σε εντελώς χειροποίητες πλέον συλλογές τίς οποίες μοιράζει σε κάθε ενδιαφερόμενο, φίλο, ή θαυμαστή του έργου του, αλλά υπάρχει και μια επιπλέον ουσιαστική διαφορά στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τα ποιήματά του τώρα: τα τοποθετεί με την σειρά την χρονολογική με την οποία δημοσιεύτηκαν ως τότε στα διάφορα περιοδικά. Και συνεχίζει να κάνει τέτοιες συλλογές ως το 1918 όπου συναντάμε την επόμενη μεγάλη αλλαγή, την τρίτη ουσιαστικά τομή με την οποία ολοκληρώνεται και παίρνει την πλήρη της μορφή η εκδοτική του πρακτική:

Το 1918 δηλαδή ανακαλύπτει ότι θέλει να κάνει και κάτι άλλο, κάτι για το οποίο δεν θα δώσει ο ίδιος ποτέ σαφή εξήγηση, είναι όμως το νευραλγικότερο σημείο τής εκδοτικής του πράξης – και αυτό από το οποίο πηγάζουν αδιόρατες αρχικά αισθητικές συνέπειες στην ποίησή του: Κάνει δηλαδή, ταυτόχρονα με την καινούργια χρονολογική του έκδοση (τα «Ποιήματα 1912 – 1918»), και μία παράπλευρη έκδοση ποιημάτων την οποία ονομάζει «Ποιήματα 1909 – 1911» και η οποία θα περιέχει όλα τα ποιήματα που έχουν εκδοθεί ανάμεσα στις δύο αυτές ημερομηνίες, μόνο που τώρα πλέον τα ποιήματα αυτά θα παρατεθούν σε μία κατάταξη που παρακολουθεί κατά κάποιον τρόπο το περιεχόμενο των ποιημάτων. Από την οριακή αυτή στιγμή και μετά, η εκδοτική πλέον πρακτική του Καβάφη θα παραμείνει η ίδια ως το τέλος τής ζωής του, κάθε φορά θα εκδίδει δηλαδή δύο ταυτόχρονα συλλογές, μία θεματική (της οποίας τα ποιήματα θα τα αποσπά από ήδη εκδοθείσες χρονολογικές – μ’ έναν ρυθμό ιδιόμορφο, που επαρκώς θα απασχολήσει το βιβλίο –) και μία χρονολογική στην οποία θα συνεχίζει την παράθεση των καινούργιων ποιημάτων του μαζί με τα παλιά. Αυτή η λογική και η πρακτική αποτελεί ουσιαστικά και το επίκεντρο του προβληματισμού στη μελέτη του Σ. Τ., μια που από την πρώτη στιγμή αυτής τής πράξης του Καβάφη αναδύεται αυτό που μπορεί να ονομαστεί (και κατά καιρούς πράγματι ονομάστηκε, έστω και χωρίς να ερευνηθούν οι επιπλέον συνέπειές του) «θεματική κατάταξη»:

Τα ποιήματα σ’ αυτές τίς «θεματικές συλλογές» μπαίνουν σε μία σειρά ανάλογα με αυτό που ο ίδιος ο Καβάφης θεωρεί «θεματική» τους διαφοροποίηση (και που δεν είναι αναγκαστικά η διαφοροποίηση που θα διαλέγαμε εμείς ή που θα θεωρούσαμε εμείς αυτονόητη – και ο Τασσόπουλος το θέτει αυτό από την αρχή, γιατί είναι κεντρικό σημείο του προβλήματος). Έτσι δημιουργούνται από τον ίδιο τον ποιητή οι τρεις θεματικές περιοχές τής ποίησής του που κατά καιρούς πήραν διάφορα ονόματα – ας πούμε φιλοσοφικά, ιστορικά και ερωτικά, και τα οποία ο ίδιος καθοδήγησε μάλλον επίμονα τούς σχολιαστές του έργου του να τα ονομάσουν «τα τής σκέψεως», «τα ιστορικά», και «τα αισθητικά»: Από τη στιγμή που γίνεται αυτή η – ανεπαίσθητη και ακατανόητη ίσως αρχικά – διαφοροποίηση στην εκδοτική του πρακτική, έχουμε στα χέρια μας μια ένδειξη για το νόημα και τη δυναμική τής ποίησής του όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος. Και είναι κρίσιμη η ανάλυση αυτής τής πρακτικής, όχι μόνο για την «τυπική» σημασία που θα είχε το να ξέρουμε τί θεωρούσε ο ίδιος π.χ. ότι ανήκει στα ερωτικά του (κάτι που εικονογραφείται ας πούμε περίφημα από το ότι το «Ιωνικόν», που θα μπορούσε κανείς αβίαστα να θεωρήσει ότι ανήκει στα τής σκέψεως ή τα φιλοσοφικά (2), κατατάσσεται από τον ίδιον ανενδοίαστα και μονίμως στα ερωτικά) αλλά και γιατί αυτές οι μετατοπίσεις και οι ταξινομήσεις μάς δίνουν ακριβώς το πιο έγκυρο – το μόνο έγκυρο – κλειδί για να δούμε από μέσα την ίδια την αντίληψη του Καβάφη για το νόημα και των λέξεων και των ποιημάτων και τής συνολικής αισθητικής ματιάς και άποψης του ίδιου – άποψη που, ειρωνικά, και αινιγματικά – όπως το συνηθίζει – υποβάλλει σε όποιον είναι σε θέση να νιώσει την υποβολή, άποψη που μιλάει εντέλει για την ίδια την ποίηση, και «προστίθεται» στις λέξεις πλέον τής ποίησής του, αποτελεί δηλαδή πια, η θέση στην οποία κατατάσσει το ποίημα, μέρος του ποιήματος.

Το γεγονός ότι προχωράει αργά αυτή η διαδικασία, δείχνει ακριβώς πόσο επίπονη και νευραλγική ήταν αρχικά η ανακάλυψη – ή η απόφαση – αυτή για τον ίδιον: Έτσι ενώ οι «χρονολογικές» συλλογές, που θα εκδίδει, εμπλουτίζονται αβίαστα πλέον από κάθε καινούργιο, δημοσιευμένο, ποίημα, η κατασκευή τής κάθε θεματικής συλλογής (που η καθεμία, με τη σειρά της, θα ολοκληρώνει κατά κάποιον τρόπο την συνολική εικόνα του έργου του (για τον ίδιο) ως τη στιγμή που την παρουσιάζει) προχωράει αργά, σαν τον κάβουρα, και με βήματα που μάς φαίνονται παράλογα έτσι που γυρίζουνε μπρος και πίσω: το «Όλον Σώμα» ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά στο α΄ του μέρος με την περιγραφή και ανάλυση αυτού του διστακτικού βαδίσματος.

Περιληπτικά εδώ η διαδικασία: Για να φτιάξει τίς θεματικές του συλλογές ο Καβάφης ξεκινάει με βάση το τεύχος του 1910 και σ’ αυτήν την ενότητα ποιημάτων προσθέτει ποιήματα που (χρονολογικά) ανήκουν στον έναν χρόνο πιο πριν και στους δύο χρόνους μετά, ή (αργότερα) στον έναν (ακόμα) χρόνο πιο πριν και στους τρεις (τώρα) χρόνους μετά: Είναι εμφανές δηλαδή ότι ευκολότερα εντάσσει, θεματικά, ποιήματα που ανήκουν στο «μέλλον» απ’ ό,τι στο «παρελθόν» τής ποίησής του, πράγμα που υποβάλλει κατά τον Τασσόπουλο την ιδέα πως όσο έγραφε ο Καβάφης βρισκόταν όλο και πιο εύκολα, άνετα και αποφασιστικά, μέσα στο πνεύμα την νοοτροπία και το ήθος ενός έργου, που πλέον τον κάλυπτε και τον εξέφραζε με μια γενικότερη έννοια και όχι μόνο σαν μεμονωμένο ποίημα, πράγμα που δεν συνέβη ακριβώς στην αρχή, όταν ακόμα έψαχνε ίσως πάρα πολύ, όχι τόσο το τί θέλει ακριβώς να πει (αλλά ακόμα κι αυτό), κυρίως όμως το με ποιον τρόπο ακριβώς θα το ολοκληρώσει σε ένα όλον, το οποίο θα αποτελεί ουσιαστικά την τρίτη – και τη σημαντικότερη ίσως – μορφή του έργου του: την χρονολογική και την θεματική του διάσταση μαζί, δεμένες αναπόσπαστα.

Αυτό το όλον σύμφωνα με τον Τασσόπουλο είναι η κρυμμένη και απόλυτη έγνοια τελικά του Καβάφη, και αυτό μάς δείχνει πάνω απ’ όλα η ιδιομορφία αυτή τής εκδοτικής του πρακτικής: Για χάρη αυτού του όλου θα φτάσει στο σημείο να οργανώσει, να προγραμματίσει, ή και να γράψει ποιήματα, να αλλάξει τίτλους, να αλλάξει ημερομηνίες τίτλων, τοπωνύμια τίτλων, ακόμα και οργανικότερα στοιχεία στο μέσο ενός ποιήματος, στις λέξεις ή το ήθος ενός ήρωα, για να ταιριάσει το ποίημα έτσι στην περιοχή ακριβώς που θέλει τελικά να το τοποθετήσει: Κι όταν κανείς αρχίσει να το υποψιάζεται, να το συναισθάνεται και να το βλέπει αυτό, όταν κανείς παρακολουθήσει αυτό το όλον δηλαδή να αναδύεται μέσα από την εκδοτική πράξη του Καβάφη, βρίσκεται μπροστά σε μια αλήθεια αν όχι τελείως αναπάντεχη (γιατί ο Καβάφης μάς προειδοποιεί εν σπέρματι για όλα ίσως από την αρχή όσο κι αν αυτό γίνεται σχεδόν αδιόρατα) όμως σημαντική, συνταρακτική σχεδόν για τίς αισθητικές της διαστάσεις και συνέπειες:

Να λοιπόν ο μεγαλύτερος ίσως ποιητής ενός αιώνα που θέλησε να χτίσει έναν κόσμο και μάς άφηνε να νομίζουμε ότι περιγράφει τα ήδη χτισμένα. Δεν είναι ίσως τυχαίο, το ότι, το ποίημα, που τώρα βλέπουμε ότι μάς προειδοποιεί γι’ αυτό, είναι σαφές ότι δεν το εξέδωσε ποτέ: Τροφοδότησε όμως, ίσως αυτό, τα πάντα, μένοντας παρ’ όλ’ αυτά το ίδιο, ειρωνικά, στα ανέκδοτα: Η αλήθεια είναι ότι ήταν ένα πρώιμο ποίημα, και ίσως δεν του βρήκε ακριβώς (ως την ώρα που θα πέθαινε και όλα θα σταματούσαν αναγκαστικά) το χρονικό σημείο που θα έπρεπε, μέσα στην θεματική κατάταξη, να το εντάξει: Ή θεώρησε ότι οφείλει να μείνει, σαν διατύπωση, μόνο δικό του, για να προκύψει μετά αβίαστα, ως διαπίστωση, από εμάς:
Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ’ το σέβας κι από την υποταγή.
(…)
Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·
το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί.
(…) (3)

Το τί υψώθηκε στη θέση των ερειπίων, ανήκει στην αισθητική τής ποίησης του Καβάφη – μια πλατύτερη, άλλου είδους εργασία (που ο Τασσόπουλος, ως τη στιγμή που πέθανε, και μολονότι είχε πειστεί (μετά από κάποιες προσπάθειες φίλων σχετικών με τον χώρο και το θέμα – το ζήτημα περιλαμβάνει και διασκεδαστικά ου μην αλλά και διδακτικά (περί εκδοτικής ζωής μας) ανέκδοτα –) ότι το έργο του δεν θα εκδοθεί ποτέ όσο ζούσε, πίστευε ότι μπορεί να εύρισκε τη δύναμη και τον χρόνο για να επιχειρήσει αργότερα). το πώς όμως χτίστηκε η αισθητική αυτή και επιβεβαιώθηκε για τον ίδιον τον Καβάφη και μπήκε σε εφαρμογή σαν σχέδιο πλέον συστηματικά, αυτό είναι που στο «Όλον Σώμα» ο Τασσόπουλος θέλησε να δείξει αναλυτικά (για να μπορέσει νομίζω να καταλάβει καλύτερα και ο ίδιος, μέσα σ’ όλα τα χρόνια κατά τα οποία συμβίωσε αποκλειστικά με το βιβλίο αυτό (έχοντας αναστείλει το γράψιμο μυθιστορημάτων που περιμένανε σε σχεδιάσματα, ως συνέχεια (κυρίως) του «Ηλιακού Ωρολόγιου» (που εκδόθηκε το 1988) αν και ολοκλήρωσε στο διάστημα τής συγγραφής του «Καβάφη» ένα θεατρικό βασισμένο σε μια νουβέλα του Ντοστογέφσκυ, που κι αυτό είχε σχεδιαστεί απ’ ό,τι θυμάμαι χρόνια νωρίτερα (και έμεινε κι αυτό στα ανέκδοτα)) να καταλάβει καλύτερα και ο ίδιος το «Όλον Σώμα» τής ποίησης του Αλεξανδρινού).

Είναι, κατά τη γνώμη μου (και όχι μόνο τη δικιά μου: ήδη το βιβλίο έχει κάνει, στη χειρόγραφη/εκτυπωμένη μορφή του (πέρα από την προδημοσίευση τμήματος τής Εισαγωγής στον «Επίλογο 2003»), ένα πρώτο ταξίδι σε καβαφικούς φιλολογικούς χώρους στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και έχει ήδη ασκήσει, σ’ αυτή τη μορφή, ακόμα και μια πρώτη, έχω την εντύπωση, σιωπηρή επίδραση) είναι λοιπόν μια καβαφική μελέτη που πιστεύω ότι θα αποτελέσει βασικό και θεμελιώδες βοήθημα για κάθε καβαφική έρευνα στο μέλλον.

Σχολαστικότερες λεπτομέρειες, τελειώνοντας: το βιβλίο αποτελείται ουσιαστικά από τρία μέρη:

τις Εισαγωγές (: «από τον Καβάφη σε ποιον Καβάφη» και «εισαγωγή στο ζήτημα») όπου τίθενται αρχικές και βασικές σκέψεις γύρω από τη ζωή και τον θάνατο του Αλεξανδρινού – προσωπικά θεωρώ στο σημείο αυτό λαμπρή την ανάλυση των τάφων που έπρεπε να δει ως παιδί αναγκαστικά ο Καβάφης εξαιτίας των πρώιμων θανάτων στην οικογένεια, και τη σύνδεσή τους με τούς μετέπειτα «Τάφους» και τα «Επιτύμβια» τής ποίησής του,

τις Περιοχές τής Ποίησης (: «η κατάταξις η σωστή, η κατά θέματα» και άλλα τέτοια κεφάλαια που έχουν ως τίτλους φράσεις του ίδιου του Καβάφη αναστοχαζόμενου τη δομή του υλικού του (κυρίως στη σωζόμενη αλληλογραφία του)) όπου εκτίθεται η μέθοδος του Καβάφη όπως αποκαλύπτεται κατά τη λεπτομερή και σχολαστική μελέτη των καβαφικών εκδόσεων και τής καβαφικής πρακτικής που απορρέει από αυτές (: αυτονόητη συνέχιση (κατά παραδοχή βεβαίως του ίδιου του Τασσόπουλου) των «Καβαφικών Εκδόσεων» του Γ. Π. Σαββίδη, η οποία συνέχιση δείχνει και τί μπορεί να κάνει η γενναία γονιμότητα στον τομέα ακόμα και ενός φαινομενικά σκληρού σχολαστικισμού) έτσι ώστε να μπορέσουμε να δούμε να αναδύεται σταδιακά η μορφή το σχήμα και το νόημα μιας συνολικής καβαφικής ποιητικής ιστορικής σύνθεσης, και

τα Σχόλια (: «σχόλια σε δύο αιώνες»), που είναι και το πιο ξεκούραστο ίσως αναγνωστικά μέρος του βιβλίου: Μέσα από τον σχολιασμό (εξαντλητικόν, έχω την εντύπωση, αν και δεν είναι εκεί το πρόβλημα) των ιστορικών γεγονότων που αφορούν το κάθε ποίημα, δεν εξηγείται μόνο η θέση του κάθε ποιήματος (όπως το τοποθετεί δηλαδή ο Καβάφης στην θεματική του έκδοση των ποιημάτων) δεν καταδεικνύεται μόνο ότι αυτή η θέση είναι ακριβώς η χρονολογική συνέχεια τής ιστορικής στιγμής του προηγούμενου, και η προετοιμασία για την ιστορική στιγμή του επόμενου, αλλά κάτι πολύ περισσότερο, και αφάνταστα ίσως πιο γοητευτικό: Μέσα από την διερεύνηση όλων των παραμέτρων, συμβόλων, προσώπων, γεγονότων και προσωπικών στιγμών που διασχίζουν την υπόθεση του κάθε «ιστορικού» ποιήματος του Καβάφη, αναδεικνύεται πολλές φορές με χιούμορ και ειρωνεία όχι μόνο μια πλευρά τής ιστορίας μας εξαιρετικά γοητευτική και άγνωστη στο πλατύ κοινό (ας όψεται η επίσημη παιδεία μας) μια ιστορία των ιστοριών, των χειρογράφων των μελετών και των προτύπων, τα οποία είχε στη διάθεσή του ο Καβάφης ως πρώτο υλικό (πολλές φορές ειρωνικά συντομεύοντας ή σκληρά συμπυκνώνοντας τούς αρχαίους συγγραφείς), αλλά αναδεικνύεται επίσης αυτόνομα και η κρυμμένη ιστορία των ίδιων αυτών «πηγών» με τίς αντιφάσεις, τίς αδυναμίες, τίς συμβατικότητες, τίς ποιητικές της άδειες, και τη γοητεία της. Τέλος τα σχόλια λειτουργούνε και σ’ ένα τρίτο επίπεδο σαν αυτόνομο ιστορικό ανάγνωσμα όπου, με αφορμή τα ποιήματα του Καβάφη, μπορεί να ζήσει κανείς κομμάτια τής ιστορίας μας σχεδόν ξεχασμένα, παραμελημένα ή λογοκριμένα, όπως οι λεπτομέρειες των τσακωμών των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, οι αλλεπάλληλες οικογενειακές περιπέτειες επιμειξίες και αιμομειξίες των Πτολεμαίων, ως την αστραπιαία κατά διαστήματα ανάδυση μιας εκτυφλωτικά (και καβαφικά) γοητευτικής και άγνωστης ζωής και δράσης ενός ήρωα, που μάς σκλαβώνει μ’ αυτήν την μυρωδιά προυστικής καθημερινότητας που αναδίνει.

Στο όλο έργο διαχέεται τελικά μια ευεργετική αυθεντικότητα σύλληψης και μορφής και, να μού επιτραπεί επίσης να πω, και ήθους, γιατί η επιστημονική του λιτότητα και αυστηρότητα συμβαδίζουν με μια ελλειπτικότητα και μια οικονομία ποιητικών καθαρά καταβολών, πράγμα που κάνει το «Όλον Σώμα» να γοητεύει και σαν κείμενο πέρα από την ειδική φιλολογική του αξία την οποία υπογείως υποβοηθά και ενισχύει το γεγονός πως ο Σ. Τ., με την απόλυτη αυστηρότητα που τον χαρακτήριζε σε όλα του τα επαγγελματικά, δεν επικαλέστηκε ποτέ το δικό του ποιητικό παρελθόν στην ενασχόλησή του με τον Καβάφη.

Πιστεύω πως (όταν εάν και όποτε πλέον, μετά θάνατον, εκδοθεί (πικρή μοίρα πολλών συγγραφέων στη χώρα μας να ξέρουν ότι μια τέτοια πρόταση ίσως ειπωθεί κάποτε και για κείνους)) θα αποδειχθεί ένα βιβλίο συντροφικό για όσους αγαπούν τον Καβάφη, αλλά και ένα βιβλίο εργαλείο χρήσιμο στους ειδικούς, για τούς οποίους μπορεί να λειτουργήσει σαν αρχή και ξεκίνημα προς άλλες μελέτες στο μέλλον όπως (με ανοίκεια για την ελληνική πραγματικότητα μετριοπάθεια) ισχυρίζεται ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του:

Το βιβλίο αυτό, (που δεν κατέχει καμιά εξ ύψους αλήθεια για τον Καβάφη αλλά θέλει να συμβάλλει, αν όχι στην αναζήτηση και ανεύρεσή της, στην καλύτερη κατανόηση του ποια μπορεί να είναι η αλήθεια αυτή) (…) αποτελεί μέρος τής εργασίας που χρειάζεται να προηγηθεί για να γίνει μια συνολική μελέτη για τον Καβάφη και το έργο του. Έτσι, θα πρέπει να ιδωθεί σαν ένα μέρος από τετράδια εργασίας που είναι χρήσιμα για τη δουλειά που θέλω να κάνω, χρήσιμα και για τη δουλειά όποιου άλλου. Παρά την έκτασή του και παρότι είναι γραμμένο με τρόπο συχνά ελλειπτικό, έφτασε να καλύψει σε κάποιο βαθμό μόνο την ιστορική περιοχή των ποιημάτων και να σχολιάσει ένα μικρό μέρος μόνο από τα ποιήματα αυτά. (…) η εργασία αυτή δεν μπορεί παρά να γίνεται παράλληλα με άλλες σχετικές με το έργο του Καβάφη, τμήματα μιας συνολικής και ανέφικτης ίσως μελέτης, και παράλληλα με την προσπάθεια να γνωρίσω το έργο του. Πάντως τα όποια κενά στη γνώση (σχεδόν όλων των αδημοσίευτων ως τώρα) στοιχείων για τον Καβάφη, και τής βιβλιογραφίας του, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εκπλήξεις, που δεν θα ήταν στο κάτω κάτω δυσάρεστες, αφού θα συνεισέφεραν στην πληρέστερη αντιμετώπιση του ζητήματος που επιχειρώ να διερευνήσω, επειδή αυτό ενδιαφέρει και όχι η διεκδίκηση κάποιας πρωτοπορίας ή πρωτοτυπίας ή μοναδικότητας. Μια τέτοια εργασία δεν πραγματοποιείται με λυρικές εξάρσεις, ούτε γίνεται για να μιλήσεις για το έργο σου ή για τον εαυτό σου. Ας μην ξεχνάμε όταν ασχολούμαστε με τον Καβάφη ότι η μοναδικότητα και η πρωτοτυπία και η πρωτοπορία ανήκουν σ’ αυτόν αποκλειστικά.
(…)
θα επιχειρήσω να διερευνήσω τα σχετικά με την κατάταξη των ποιημάτων του Καβάφη σε τρεις περιοχές ή κατηγορίες και θα προσπαθήσω να τα ταξινομήσω, να τα τοποθετήσω δηλαδή στη θεματική τους αλληλουχία, όπου τα ποιήματα πέρα από τη λειτουργία τους ως αυτόνομων ποιητικών μονάδων αποκτούν και άλλες διαστάσεις ή μάλλον, σωστότερα, όπου αποκαλύπτονται και άλλες διαστάσεις τους όταν τα παρακολουθήσει κανείς με μια σειρά παραπλήσια με τη σειρά που ο Καβάφης ήθελε να έχουν. Αυτή τη βούλησή του επιχειρώ να εντοπίσω, να ανιχνεύσω και να πλησιάσω, έχοντας γνώση και συναίσθηση για το ότι είναι ανέφικτο να το πετύχω αυτό. Μού αρκεί να μην απομακρυνθώ από τον δρόμο που δείχνει ο ίδιος και να δοθεί ίσως σε άλλους αφορμή να προχωρήσουν περισσότερο.
(…)
Και καθώς τώρα ο χρόνος (της έρευνας και τής μελέτης, αλλά και τής ζωής εν γένει) του Στέφανου Τασσόπουλου δεν θα προχωρήσει άλλο, μπορώ νομίζω να προσθέσω και όχι μόνο για λόγους συναισθηματικούς, τελειώνοντας την ελάχιστη αυτή αναφορά μου στο έργο του, και την τελευταία παράγραφο του όλου βιβλίου:

Η εργασία βρίσκεται στην αρχή της ακόμη όμως ως εδώ που έφτασε έχουν τεθεί οι βασικοί της παράμετροι, αυτές που είναι αναγκαίες για να προχωρήσει – όχι απαραίτητα από μένα. Η απουσία συστήματος και μεθόδου, που μπορεί να φανεί ότι υπάρχει σ’ αυτήν, οφείλεται περισσότερο στην προσπάθεια για τον σχηματισμό κάποιας μεθόδου. Με την έκταση που παίρνει και τίς απαιτήσεις που δημιουργεί αρχίζει ίσως να ξεπερνάει τίς δυνατότητες ενός ανθρώπου, τουλάχιστον τίς δικές μου. Πάντως είμαι σε θέση να την συνεχίσω για πολύ, και για τίς δύο πρώτες περιοχές με αρκετή βεβαιότητα.

(1)
Επιθυμίες.

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν 
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό, 
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά -
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν 
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά 
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.


(2)
Ιωνικόν.

Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των, 
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των, 
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί. 
Ω γη τής Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη, 
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη. 
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο 
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των· 
και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή, 
αόριστη, με διάβα γρήγορο, 
επάνω από τούς λόφους σου περνά.


(3)
Δυνάμωσις.

Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει 
να βγει απ’ το σέβας κι από την υποταγή. 
Από τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει, 
αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει 
και νόμους κ’ έθιμα κι απ’ την παραδεγμένη 
και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει. 
Από τες ηδονές πολλά θα διδαχθεί. 
Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι· 
το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί. 
Έτσι θ’ αναπτυχθεί ενάρετα στην γνώσι.


16 Μαρτίου 2018

[στη γέφυρα της οδού Αγίων Αναργύρων στον Κηφισό 12.03.2018]

Η φωτογράφιση τη νύχτα, δρόμων ταχείας κυκλοφορίας, από ψηλά, ήταν και είναι ένα όμορφο θέμα, ως προς το αποτέλεσμα, και ιδίως όταν η «αποθορυβοποίηση», που όταν υπάρχει ενεργοποιείται στις λήψεις με πολύ μικρή ταχύτητα κλείστρου, διαγράφει τα κινούμενα αντικείμενα (εν προκειμένω τα οχήματα) και αποτυπώνει τα φώτα τους σε γραμμές. Οι φωτογραφίες τής παρούσας ληφθήκανε στη γέφυρα τής οδού Αγίων Αναργύρων, πάνω από τη λεωφόρο Κηφισού και το ποτάμι, με μηχανή Nikon D3200, σε τρίποδο, με το ISO στο 100 (στις 2η και 3η) και 200 (στην 1η), πολύ μικρή ταχύτητα κλείστρου (10 sec), μικρό διάφραγμα: f/20 (στην 1η) και f/22 (στις 2η και 3η) για μεγαλύτερο βάθος πεδίου και χειροκίνητη εστίαση μακριά και πλην της σμίκρυνσης δεν τους έχει γίνει καμία επεξεργασία (ρύθμισης χρώματος ή φωτισμού). 



        

15 Μαρτίου 2018

Ερωτηματικά - XL


μα πόσο τυφλοί
μπρος στων αστεριών
την εγκόσμια λάμψη;
14.03.2018

Για τον Στίβεν Χόκινγκ, 08.01.1942-14.03.2018 

14 Μαρτίου 2018

«Το καταφύγιο τής λύπης» [Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος]

Από το 69ο τεύχος τού λογοτεχνικού περιοδικού "σημειώσεις", Ιούλιος 2009.

Το καταφύγιο τής λύπης

Οι λέξεις μας είναι οργισμένες
Αλλά η οργή είναι το καταφύγιο τής λύπης
ΣΤ. ΡΟΖΑΝΗΣ

Σε μια ιδεατή δημοκρατία η «έννομος τάξις» εγγυάται την «ασφάλεια» (δηλαδή τη ζωή  κ α ι  την ελευθερία) του κοινωνικού σώματος εν συνόλω· στην  υ π α ρ κ τ η  δημοκρατία η «έννομος τάξις» ορίζεται εκτός των τυποκρατικών νομικιστικών πλαισίων, στην πράξη: προκύπτει ως αποτέλεσμα πραγματικών συγκρούσεων ως συνισταμένη ασκούμενων πιέσεων και δυνάμεων στο κοινωνικό πεδίο, προσδίδοντας συγκεκριμένο και ιδιαίτερο κάθε φορά περιεχόμενο στην έννοια της «τάξης» και -κυρίως- της «διασάλευσής» της.

Στις αρχές τού τρέχοντος έτους, λίγο μετά την έκρηξη των «δεκεμβριανών», συνεργεία τού Δήμου Αθηναίων πήγαν και έκοψαν τα δέντρα σε μια γειτονιά τής πόλης προκειμένου να κατασκευαστεί εκεί ένα -ακόμη- πάρκινγκ. Οι περίοικοι, «παρανόμως», αντιστάθηκαν και η «τάξις διεσαλεύθη». Οπότε κλήθηκαν τα αρμόδια όργανα και ο νόμος επεβλήθη κατακέφαλα στους αντισταθέντες -όχι μόνο από τους ένστολους υπηρέτες του, οι οποίοι συν τοις άλλοις φλόμωσαν την περιοχή με δακρυγόνα, αλλά και από τους ίδιους τους «παρεμποδιζόμενους» στο (καταστροφικό) έργο τους, οι οποίοι επέδραμαν εναντίον των διαμαρτυρομένων -που είχαν το θράσος να διεκδικήσουν λίγο από το οξυγόνο που κλέβει καθημερινά από το παρόν και το μέλλον των παιδιών τους η αδίστακτη μπίσνα της «ανάπτυξης» και της «προόδου». Τραμπουκισμός, λοιπόν, αλλά νόμιμος, άρα ηθικός, αφού «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό».

Μόνο μέσ’ από το πρίσμα τέτοιων καθημερινών συμβάντων εννόμου βίας έχει πλέον κάποιο νόημα να μιλάμε ακόμη σήμερα, έξι μήνες μετά, για τη βία των «δεκεμβριανών έκτροπων», τα όποια υπήρξαν απλώς η θεαματική -φωτογενής είτε αποτρόπαια- ε π ι φ ά ν ε ι α  μιας ζοφερής πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που στο βάθος της γόγγυζε η αργόσυρτα συσσωρευμένη, η χρονίως ανέκφραστη, η κακοφορμισμένη οργή της χαμοζωής του νεαρού και πρόωρα σαπισμένου αιώνα μας- διότι δεν υπάρχει ορατή διέξοδος- κι αυτό κατέστη μαύρη αλήθεια και μαύρο βίωμα: πεθαίνουμε όπως ζούμε, όχι «μ’ ένα βρόντο, μα  μ’ ένα λυγμό».

Τον Δεκέμβρη του 2008, παρά τα σπασμένα τζάμια τής ασύστολης βιτρίνας της, η ίδια η πολιτική πραγματικότητα, από ό,τι δείχνει μετά τα γεγονότα, ούτε καν ρυτιδώθηκε από κάποια σκέψη ή περίσκεψη για το πού πάει αυτός ο τόπος. Εδώ και μήνες ζούμε σ’ ένα κλίμα εκκωφαντικής αποσιώπησης τής ουσίας των συμβάντων τού Δεκέμβρη - που δεν είναι βέβαια ούτε η αγγελική «εξέγερση των νέων» ούτε ο «χαβαλές των κουκουλοφόρων», αλλά το τραύλισμα μιας σακατεμένης συλλογικότητας, η ανίσχυρη λύσσα των αδυνάτων μπροστά στο όργιο τής κατεστημένης αδικίας: ένα στιγμιαίο ξέσπασμα το όποιο αμέσως μετά καταπνίγηκε μέσα στο συμψηφιστικό μελόδραμα «Αλέξης και Διαμαντής» που στήθηκε άρον άρον και παίχτηκε στο θέατρο των ΜΜΕ. Οι γνωστοί πρωταγωνιστές και κομπάρσοι αυτού του μελό (από τους επίσημους παλιάτσους τής «πολίτικης ορθότητας» έως τους κατά παραγγελίαν «τρομοκράτες» και κατ’ εργολαβίαν τρομολάγνους) ανταποκρίθηκαν στον ρόλο τους ούτως ώστε το συγκινησιακό δίπολο «Αλέξης - Διαμαντής» να εξαερώσει όλη τη μνήμη και την οργή για τα όσα  ε ί χ α ν   π ρ ο η γ η θ ε ί  των γεγονότων. Διότι βέβαια ούτε ο φόνος του νεαρού Αλέξη ούτε ο τραυματισμός του Διαμαντή προέκυψαν όλως τυχαίως, αφού ακόμη και η ηλιθιότητα, ιδίως όταν τραβάει πιστόλι, δεν είναι ούτε τυχαία ούτε αθώα. Εν ολίγοις, η ανομία δεν έκανε την πρεμιέρα της τον περασμένη Δεκέμβρη. «Στην Ελλάδα ζοϋμε», όπου η πολιτικοοικονομική διαφθορά, η ρεμούλα, η κλεπτοκρατία, ο τραμπουκισμός του κέρδους που ξεκοιλιάζει βουνά, η λαμογιά του «επιχειρείν» που εξαφανίζει παραλίες εν μια νυκτί, μπορούν ανέτως να παίρνουν τη μορφή «δημοσίου συμφέροντος», «εθνικών οραμάτων», «ολυμπιακών ιδεωδών» ή λαμπερών μπουρδολογημάτων όπως αυτά που στολίζουν το λατρευτικό ξόανο του πρωθυπουργικού «Αύριο» - διότι όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό, του δίνουν όψη ν’ αρέσει.

Μέσα σ’ αυτό το μπάχαλο, όπου η απομύζηση των πολλών από τούς λίγους δεν αποτελεί πλέον σκάνδαλο αλλά μέθοδο -ή διαρθρωτικό στοιχείο- του λεγόμενου «συστήματος», όπου μπράβοι, νταβατζήδες και παρκαδόροι συνειδήσεων επεμβαίνουν κάθε φορά για να βάλουν σε τάξη, να «φρονηματίσουν» ή να «πατάξουν» κάποιους ταλαίπωρους που επιμένουν να διαμαρτύρονται για το κομμένο οξυγόνο της γειτονιάς τους βγαίνοντας από τα «επιτρεπτά» όρια τής καθώς πρέπει, δηλαδή της «απολιτικής», ήτοι εξημερωμένης, οικολογικής συμπεριφοράς, μέσα σ’ αυτό το μπάχαλο, όπου ο όντως ανυπάκουος και άστεγος συνδικαλισμός κάποιων «ασυμμόρφωτων» εργαζομένων αντιμετωπίζεται δεόντως με τον γνωστό τρόπο από μονίμως «άγνωστους» τραμπούκους (βλ. υπόθεση Κούνεβα) - μέσα σ’ αυτό το μπάχαλο, κάθισε τώρα εσύ, hypocrite lecteur, mon frère, κάθισε τώρα και μέτρησε τα «σπασμένα τζάμια» του Δεκέμβρη. Εκεί μας καταντήσανε - στο εδώλιο του εθελοντή ηλιθίου απολογούμενου: «Είστε υπέρ ή κατά; Πάρτε θέση. Καταδικάζετε τη βία («όποθενδήποτε προερχόμενη»), ναη ή όχι;». Έτσι, γενικώς, αορίστως και απολύτως. «Χωρίς μισόλογα», «χωρίς περιστροφές»: Απεταξάτω;

Θα αποτελούσε παγίδα και μόνο να επιχειρήσει κανείς να απαντήσει σ’ αυτά τα «διλήμματα» υπ’ αυτούς τους όρους. Υπάρχει μια ολόκληρη φιλοσοφικοπολιτική προβληματική πάνω στο ζήτημα τής βίας, από τον Νίτσε και τον Σορέλ έως τον Μαρξ, τον Μπένγιαμιν και την Άρεντ, αλλά δεν χρειάζεται να πάμε τόσο μακριά αφού ούτως ή άλλως δεν πρόκειται, βέβαια, να «πάρουμε θέση» στο εκ του πονηρού «δίλημμα» καταθέτοντας μιαν άνευ όρων «αποκήρυξη τής βίας», δηλώνοντας τα αυτονόητα, δίκην δηλούσεως μετανοίας στο πνευματικό μας ιερατείο - είτε αυτό εμπνέται από την ιδεολογική «καθαρότητα» και ευταξία ενός νοικοκυρεμένου σταλινισμού που διαδηλώνει ευπειθέστατα την τελετουργική «ανυπακοή» του είτε από τον καθωσπρεπικό φονταμενταλισμό του αγοραίου φιλελευθερισμού.

Αντ’ αυτού -επιλογικά- θα υπενθυμίσουμε απλώς ότι κατά τις ίδιες εκείνες ημέρες που στην Αθήνα κάποιοι διανοούμενοι φρικιούσαν από ιερή αγανάκτηση επειδή η Ακρόπολη «βεβηλώθηκε» από ένα σύνθημα που αναρτήθηκε στον βράχο της, οι βομβαρδισμοί αμάχων στη Γάζα έβαζαν έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα του κακού που διαιωνίζει την Ύβριν τού Ολοκαυτώματος. Αυτά είναι τα ελεεινά δεδομένα: ανίσχυροι γραφειάδες, ταγμένοι στην ηλεκτρονική λογιοσύνη, κινδυνεύουμε όλοι μας να γλιστρήσουμε στη «γραφικότητα» όποτε τολμάμε να μιλήσουμε μεγαλόφωνα, να σηκώσουμε το βλέμμα λίγο πιο ψηλά από τον συντεχνιακό μας ορίζοντα και να προσβλέψουμε σε οτιδήποτε υπερβαίνει την κακομοίρικη ή χαριτωμένη κοσμικότητα των «δημοσίων» μας σχέσεων εν απουσία κάθε δημόσιου χώρου.

Κι αφού αυτά είναι τα ελεεινά δεδομένα που, εκόντες άκοντες, κληροδοτούμε «στα παιδιά μας», ας τους ευχηθούμε (αν έχουμε καν αυτό το δικαίωμα πλέον), ας τους ευχηθούμε στους δικούς τους αγώνες τουλάχιστον δύναμη, γνώση και αγάπη - αλλά προπάντων δύναμη. Γιατί όπως χωρίς την αγάπη και τη γνώση μπορεί να γίνει κανείς θύτης, χωρίς τη δύναμη θα γίνει οπωσδήποτε θύμα - και δεν τους αξίζει ούτε το ένα ούτε το άλλο.

«Ούτε το ένα ούτε το άλλο»: δεν πρόκειται για μια ευχή «ουδετερότητας» ούτε «εξαίρεσης» από την Ιστορία· πρόκειται για το πεισματικά και αεί διεκδικούμενο εκείνο «Παρά ταύτα» του ποιητή Μάριου Μαρκίδη -για τη ζωτική αντίσταση στο ζοφερό «Δια ταύτα» κάθε φασιστικού «διλήμματος» το όποιο εκβιάζει τα πράγματα προς τη δική του «λύση»: προς την αναίρεση τής ανθρώπινης ουσίας είτε διά της επικυριαρχίας επί του «άλλου» είτε διά της αυτοδιαλυτικής υποταγής- είτε, δηλαδή, δια χειρός Ισραήλ είτε μέσ’ από τα μάταια δάκρυα τής κάθε «Παλαιστίνης».