31 Μαρτίου 2011

To Mr. Peter Papadopoulos, London, UK.

(απόσπασμα από ένα γράμμα ή, το πιο πιθανόν, email)

...Όπως θα θυμάσαι αυτό που με ενδιέφερε ήταν να ήσασταν εσείς καλά και να μην σας έλλειπε τίποτα. Να νοιώθετε περήφανοι και ασφαλείς.
Θυμάσαι πόσο ωραία αισθανόσουνα, όταν πηγαίναμε το Πάσχα στο χωρίο με τη δίλιτρη μπέμπα (έτσι την έλεγε η αδελφή σου) και με πόση περηφάνια μας χαιρετούσαν οι παππούδες σου; Μην κοιτάς μετά που κυκλοφορούσε με μπέμπα και η κουτσή Μαρία, εγώ ήμουν ο πρώτος που πήγε με δίλιτρη μπέμπα στο χωρίο.
Το πρώτο μας σπίτι ήταν μικρό. Ούτε 90 τετραγωνικά. Όταν πια εσύ και η αδελφή σου μεγαλώσατε έπρεπε να πάμε σε μεγαλύτερο. Να έχετε όσο χώρο θέλετε. Από ένα μεγάλο δωμάτιο με τα πάντα. Τηλεόραση, υπολογιστή, στερεοφωνικό! Τα πάντα!
Και στο χωρίο επίσης όταν πηγαίναμε τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και λίγο το καλοκαίρι να ξεκουραζόμαστε. Ζηλεύατε τα ξαδέλφια σας που εμείς δε χωράγαμε στο πατρικό του παππού ενώ αυτοί είχαν καινούργιο δίπλα στη θάλασσα. Φτιάξαμε, ναι για σας το φτιάξαμε!, 200 τετραγωνικά μεζονέτα στο καλύτερο σημείο. Στην πλαγιά μέσα στο δάσος και μόλις 500 μέτρα από τη θάλασσα. Καλύτερο κι από της Αθήνας!
Στα καλύτερα σχολεία σας πήγαμε. Τίποτα δεν σας έλειψε. Ούτε τα φροντιστήρια ούτε οι ξένες γλώσσες. Είμαι περήφανος που τα καταφέρατε, κι εσύ και η αδελφή σου, και αυτό οφείλεται πρώτα σε σας που προσπαθήσατε αλλά και σε μένα και τη μητέρα σας, που ό,τι κάναμε το κάναμε για σας.
Ούτε εμένα ούτε τη μητέρα σας μας τάισε το δημόσιο και ούτε και τα πήραμε ποτέ. Μόνο δίναμε. Δουλεύαμε και δίναμε. Παντού! Σε εφορίες, σε πολεοδομίες, σε νοσοκομεία. Παντού! Παντού έπρεπε να δίνουμε για να κάνουμε τη δουλειά μας. Δουλεύαμε όλη τη μέρα για σας και τα καταφέραμε.
Πέτρο μου δε θα σε κουράσω άλλο.
Ξέρω ότι οι υποχρεώσεις σου με την οικογένειά σου και τις δουλειές σου είναι πολλές κι εκεί τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Όμως έχετε να έρθετε, και εσύ και η αδελφή σου, πάνω από πέντε χρόνια.
Εδώ τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Δεν μπορώ να βρω ούτε νοικάρη για τον πάνω όροφο. Εμένα με την μητέρα σας μας φτάνει και μας περισσεύει το ισόγειο. Ένα δυο που είδα δεν μου άρεσαν. Το σπίτι επίσης στο χωρίο ρήμαξε. Το έχουν ανοίξει και δυο φορές και την πόρτα την έχω δέσει πρόχειρα με λουκέτο. Εγώ τώρα πια δε μπορώ και λεφτά δεν υπάρχουν καθόλου. Μου το ζήτησαν για 40 χιλιάδες και άμα μου αρέσει. 40 χιλιάδες, Πέτρο! Τόσο μου είχε στοιχίσει μόνον η μάντρα μπροστά και η περίφραξη. Τι να κάνω; Να το δώσω; Αν τουλάχιστον ήξερα ότι κάποτε θα ‘ρθείτε και θα το φτιάξετε...




---------------------------------------------------------------------------



Το 2009, από τους 2.600.000 μη μισθωτούς (δηλαδή τους κάθε λογής ελεύθερους επαγγελματίες, επιχειρηματίες, αγρότες και εισοδηματίες) το 83,02% δήλωσε ετήσιο εισόδημα λιγότερο των 10.000 ευρώ (δηλαδή κάτω από το αφορολόγητο όριο).

29 Μαρτίου 2011

Προπαίδεια [Χαριτίνη Ξύδη]

Προπαίδεια

Γεννήθηκα σε μια «διάφανη» κοινωνία
Με έτοιμους μύθους νουαρ  μελό
Με ερμητική διάταξη σαν τα παλιά σφαγεία
Πανοπτικού μεγέθους το τραύμα το τυφλό
Με πείσαν ν’ αναπτύξω έντονο διχασμό
Μόνο έτσι θ’ αναδείξω στίγμα μποέμ
Και παρακμή αναγκαία
Μια βαβέλ-υδρία θα με διακινεί
Για να ‘μια έτσι στ’ αστεία επιτήδεια επιρροή
Σ’ αυτού του τσίρκου τη φατρία αναλώσιμη πληγή
Πορεύεται λοιπόν ερήμην μου το χάσμα το ολικό
Το συναρτών συγγένειες νεκρών
Και άλλων παραγόντων,
Όπως δεσμών ηλεκτρικών κι αναιμικών αντάμα
Δίκην ειρωνειών
Μου φόρεσαν περούκα να μη μ’ έχουν στην μπούκα
Νόμιμοι εξουσιαστές
Πόζαρα παιχνιδιάρικα στις ισχυρές δονήσεις
Απόκρημνων εσπερινών
Με καταγωγή την παραβατικότητα
Στα σκοτεινά οροπέδια, στα σκοτεινά ορυχεία
Μάθαινα την προπαίδεια για την αυτοχειρία
Διαδοχικά χανόμουνα μαζί με άλλους βλάκες
Ευνουχισμένους που απορούν με δίκαιες φρεναπάτες


(από την ποιητική της συλλογή "Τα όνειρα καπνίζουν")

Θαλασσογραφία [Μαρία Θεοφιλάκου]


Θαλασσογραφία



Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου
τι όμορφα που θα' πλεε η ζωή μου!
Θα χόρευα πίσω κι εμπρός,
εμπρός και πίσω
κι ίσως με σταματούσε μοναχά
το σήμαντρο κάποιου απάτητου καμπαναριού

Θα 'κάνα φίλους καρδιακούς
και κοσμογυρισμένους
όσο μαζί, τόσο και λεύτεροι
να πεταρίζουμε το δείλι

Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου
τι γρήγορα θα έγειανε η πληγή μου!

Θ' αποξεχνιόμουν στων ψαράδων τις κουβέντες,
κείνων που ξέρουν να διηγούνται ιστορίες
Χιλιάδες δίχτυα, παφλασμούς
ν' αφήνω να μου παίρνουν

Θα 'χα ζωή και στο σκοτάδι ακόμα,
μυστήρια θα βύθιζα εντός μου μύρια
Κάθε λογής κοράλλια μου
να σου χάριζα κι εσένα

Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου,
πώς δε θα μ’ έσκιαζαν πια και οι φουρτούνες!

Θα 'κρυβα στο μανίκι μου ένα καντάρι ήλιο,
πότε ψηλά του γαλανού και πότε της αλμύρας
μαζί να κλέβουμε θωριές
με τ’ ακροδάκτυλά μας

Αν έμοιαζα λιγάκι του πελάγου
τι όμορφα που θα ‘πλεε η ζωή μου!

Μα εγώ φέρνω στο βότσαλο
που σέρνεται πίσω κι εμπρός,
μπρος πίσω
από του κύματος τον τελευταίο αφρό
στην άκρη αυτού του τόπου
Κι είμαι μικρός,
είμαι ανήμπορος το πέλαγο να φτάσω


(από την ποιητική της συλλογή "Αν[ών]υμα")



24 Μαρτίου 2011

Σε ένα φίλο...

Καΐκι πλέει βύθιση
Και μια φούχτα σανίδες
Από ήλιο δαρμένες
Κι απ’ αλάτι.

Σφουγγαράδες σε ώρες
Απουσίας σκάφανδρου.

Σε 3Χ3 χώρους
Με διεσταλμένες μοναξιές
Ανέκαθεν.

Ο ίδιος
Οριστικά δεμένος χρόνια
Ο αυτός και άλλος
Στη θάλασσα αυτή.

21 Μαρτίου 2011

Νύχτα κι η Δόξα, Ονόματα [Γιώργος Μίχος]

Νύχτα κι η Δόξα, Ονόματα


Η δόξα δεν φτάνει γι όλους, άσε δηλαδή που τρεκλίζει στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη... κι όσο πιο λίγη τόσο πιο πολλοί την θέλουν... τι κι αν η Αγαθή τους μιλάει για ένα κόσμο χαμένο που την πέταξε να ζει... δεν ακούνε... η δόξα είναι μπροστά τους σε φραγκοδίφραγκα... περνάει και παίρνει απουσίες στο απουσιολόγιο... παίρνει απουσία ακόμα κι απ' το νάρκισσο τον ασπρομάλλη πρώτο τραπέζι πίστα... καλύτερα σκυλάδικο εδώ που τα λέμε... Ότι μετράει είναι αυτό που φτιάχνει η μνησικακία των μη συμμετεχόντων... πού να καταλάβουν ότι η παρακμή είναι τόσο βαθειά που έγινε σύννεφο... από τσιγάρα στη διπλανή αίθουσα... και πως είναι τόση που στο τέλος αθωώνεται... Να σπρώξεις στη σειρά να δεις ένα φίλο... να δεις πως αρχίζει η γεροντική φωτογραφία μας... τα ωραία μουνάκια που υπερέχουν της γραφής τους πλάι σ' εκείνα που δεν υπερέχουν πια... Είναι τόσο η ποίηση πρόφαση που μπορεί και να μην υπάρχει... γιατί η ποίηση είναι για κατά μόνας ανάγνωση... κι όχι το φάντασμα της ελευθερίας κατά Μπουνιουέλ, όπου χέζουν ομαδόν και τρώνε κατ΄ ιδίαν... μα είναι κι εκείνος ο ζητιάνος έξω που κοιμάται στον υπνόσακο με το ποτηράκι της ελεημοσύνης... και περιμένει... ελεύθερος από ποίηση γραπτή... μα πιο κοντά στο ζωντανό το ποίημα... να ξεκαυλώσει ο κόσμος απ' την κατανάλωση της παρουσίας του... και απαλά να κάμει την καλή του πράξη... μ' ένα νόμισμα... γιατί η δόξα τρέφεται από τη λήθη των ονομάτων και τρέφει τους ζητιάνους έξω από τους ναούς της ποίησης... Και είναι τόσο τρυφεροί οι φίλοι μου που ρωτάν για τα παιδιά... έχουν τόσο απαλά πρόσωπα στο φιλί πια... που αγγίζουν ένα κατερχόμενο θερμόμετρο φιλοδοξίας ως το μηδέν του ανθρώπου... που από ζώντας δεν έχει την ανάγκη για να γράφει πια... Να με κατηγορείτε... που δεν σας κάλεσαν... κι όχι γιατί έχω στα χέρια μου το μέλι σας και δεν το γλείφω... Πρόλαβα και πέρασα και πίσω κλείσαν τα νερά μαζί σας... Τόσο τρυφερά.



Πηγή: το ιστολόγιο του Γιώργου Μίχου

20 Μαρτίου 2011

With God On Our Side [Bob Dylan]


With God On Our Side [Bob Dylan]

Oh my name it is nothin’
My age it means less
The country I come from
Is called the Midwest
I’s taught and brought up there
The laws to abide
And that the land that I live in
Has God on its side

Oh the history books tell it
They tell it so well
The cavalries charged
The Indians fell
The cavalries charged
The Indians died
Oh the country was young
With God on its side

Oh the Spanish-American
War had its day
And the Civil War too
Was soon laid away
And the names of the heroes
l’s made to memorize
With guns in their hands
And God on their side

Oh the First World War, boys
It closed out its fate
The reason for fighting
I never got straight
But I learned to accept it
Accept it with pride
For you don’t count the dead
When God’s on your side

When the Second World War
Came to an end
We forgave the Germans
And we were friends
Though they murdered six million
In the ovens they fried
The Germans now too
Have God on their side

I’ve learned to hate Russians
All through my whole life
If another war starts
It’s them we must fight
To hate them and fear them
To run and to hide
And accept it all bravely
With God on my side

But now we got weapons
Of the chemical dust
If fire them we’re forced to
Then fire them we must
One push of the button
And a shot the world wide
And you never ask questions
When God’s on your side

Through many dark hour
I’ve been thinkin’ about this
That Jesus Christ
Was betrayed by a kiss
But I can’t think for you
You’ll have to decide
Whether Judas Iscariot
Had God on his side

So now as I’m leavin’
I’m weary as Hell
The confusion I’m feelin’
Ain’t no tongue can tell
The words fill my head
And fall to the floor
If God’s on our side
He’ll stop the next war.

πηγή: εδώ  

17 Μαρτίου 2011

Στη γειτονιά των γλάρων [Έφη Καλογεροπούλου]

Στη γειτονιά των γλάρων


Ξημέρωμα, βροχή. Λίγο νερό, αβέβαιο, γλίστρησα στο λιμάνι δεξιά, κίτρινο φως στις αποθήκες και τα στενά δρομάκια όμοια με ουρές ποντικιών που τρέχουν στο σκοτάδι. Δραπετσώνα, τσιμέντα Ηρακλής, χοντρές άσπρες δεξαμενές της φτώχειας, πατάω γκρίζο, οδηγώ, φώτα μικρά για μάτια, φουγάρο αριστερά, διασχίζω τη γειτονιά των γλάρων, ιχθυόσκαλα Κερατσίνι, πίσω από φορτηγά, μπροστά περνώντας, μυρωδιά ψαριού, λάδι, πετρέλαιο, πίσσα, αέρας υγρός χυμάει στα ρουθούνια, ανάμεσα εγώ, πιο κάτω θάλασσα χαμηλά στο βάθος όσο ο Θεός θέλει μπλε. Πέραμα, ναυπηγεία, σκαριά ριγμένα όλα μαζί, τόσα μαζί, άδεια από θάλασσα κι η θάλασσα δίπλα άδεια, μόνο θάλασσα χρόνου εκεί, όχι άλλη, μόνο θάλασσα χρόνου και εργάτες με ενέσεις οξυγόνου τρυπάνε να διώξουν τη σκουριά που τρώει την κοιλιά. Βροχή, λίγο νερό, αβέβαιο.
Δεν έφτασε.

(από την ποιητική της συλλογή "ήχος από νερό")



Μονόλογος [Κώστας Σφενδουράκης]


Μονόλογος

"Η χώρα έχει ανάγκη από καρκίνο
τα κύτταρα ανεξέλεγκτα να τρέχουν
εκεί που δεν γνωρίζουνε, σ' εκείνο
το μέρος που απ' τη φύση τους απέχουν.

Η χώρα έχει ανάγκη από τους μαύρους
τους ουρανούς που κρύβουνε τη θέα
η χώρα έχει ανάγκη μινωταύρους
η χώρα έχει ανάγκη από Θησέα!"

Και φτιάχνω όπως έχει ανάγκη η χώρα
τη φάτσα με γκριμάτσες στον καθρέφτη
τελειώνω τον μονόλογο και τώρα
κοιτάζω την αυλαία μου να πέφτει...

αργότερα θα είμαι μες στο λίκνο
της χώρας να βυθίζομαι στον ύπνο!

13 Μαρτίου 2011

Miles Davis από το ένθετο της σειράς: Masters of JAZZ (πηγή: Miles Davis - Αυτοβιογραφία)

«Κάτι άλλο που μου φάνηκε περίεργο ήταν ότι πολλοί μαύροι μουσικοί δεν είχαν ιδέα από τη θεωρία της μουσικής. Πολλοί από τους παλιούς πίστευαν ότι, αν πήγαινες σχολείο, θα κατέληγες να παίζεις λευκός. Ή ότι ,αν αποκτούσες κάποιες γνώσεις θεωρίας, θα έχανες το αίσθημα στο παίξιμό σου. Μου φαινόταν απίστευτο που όλοι αυτοί οι μάγκες σαν τον Bird, τον President, όλα αυτά τα αστέρια της μουσικής, δεν πήγαιναν στα μουσεία ή στις βιβλιοθήκες για να δανειστούν παρτιτούρες και να πάρουν μια ιδέα για το τι συνέβαινε στο χώρο της μουσικής. Εγώ πήγαινα στη βιβλιοθήκη και δανειζόμουν παρτιτούρες μεγάλων συνθετών, όπως του Stravinsky, του Alban Berg, του Prokofiev. Ήθελα να δω τι γινότανε σ’ όλα τα είδη μουσικής. Η γνώση είναι ελευθερία και η άγνοια είναι σκλαβιά και μου φαίνεται απίστευτο πως μπορούσε κανείς να βρίσκεται τόσο κοντά στην ελευθερία και να μην την εκμεταλλεύεται»

«Όταν κυκλοφόρησε το «Birth of the cool» θυμάμαι ότι μερικοί κριτικοί μ’ έθαψαν τελείως, ιδίως ένας που έγραφε στο DownBeat. Εγώ δεν δίνω καμιά σημασία στους κριτικούς γενικά, αλλά τότε είχα πληγωθεί κάπως από την κριτική του τύπου, γιατί ήμουν  πολύ μικρός και γιατί η συμμετοχή μου σ’ εκείνο το δίσκο και η επιτυχία μετρούσαν πολύ για μένα. Αλλά ο Bird και ο Dizzy μου είπαν να μη δίνω μια, κι αυτό έκανα κι εγώ. Γι΄ αυτό ίσως άρχισαν να μου τη δίνουν οι μουσικοκριτικοί, από εκείνο τον καιρό που μ’ έθαψαν τόσο στυγνά, όταν ήμουνα μια σταλιά παιδί κι είχα τόσα να μάθω ακόμα. Ήταν ανελέητοι μαζί μου, δεν έδειξαν την παραμικρή κατανόηση. Σκεφτόμουν λοιπόν ότι ήταν μεγάλη αδικία να ‘σαι σε τέτοιο βαθμό σκληρός με κάποιον τόσο μικρό κι άπειρο, χωρίς να προσπαθείς να του δίνεις κουράγιο να συνεχίσει»       

11 Μαρτίου 2011

Τίτλοι Τέλους [Κώστας Σφενδουράκης]

Τίτλοι Τέλους

"Τρεις άστεγοι πεθάναν απ' το κρύο"
στα κάτω, στα ψιλά η εφημερίδα

κι εγώ στο καρναβάλι είμαι του Ρίο
ντυμένος βασιλιάς μέσα στη χλίδα.

Δυο κόσμοι, ένας που 'ναι κι όχι δύο -
που πολεμούν χωρίς όπλα κι ασπίδα
ο ένας με αβίωτο τον βίο
κι ο άλλος να νομίζει ότι έχει ελπίδα.

Μια ζωγραφιά του κόσμου δυο εικόνες
η μια είναι φανερή η άλλη κρυμμένη
μέσα στο κρύο μα σ' άλλους χειμώνες
δυο κόσμοι που σφιχτά είναι δεμένοι.

Τρεις άστεγοι πεθάναν απ' το κρύο
το καρναβάλι τέλειωσε στο Ρίο...


<παραλλαγή>


"Τρεις άστεγοι πεθάναν απ' το κρύο"
στα κάτω, στα ψιλά η εφημερίδα
"Το καρναβάλι πέτυχε στο Ρίο!"
στα πάνω - πάνω γράφει η κεφαλίδα.

Δυο κόσμοι, ένας που 'ναι κι όχι δύο -
που πολεμούν χωρίς όπλα και ασπίδα
ο ένας με αβίωτο τον βίο
κι ο άλλος να 'χει χάσει κάθ' ελπίδα.

Μια ζωγραφιά του κόσμου δυο εικόνες
η ασχήμια η φανερή και η κρυμμένη
είναι στο κρύο μα σ' άλλους χειμώνες
η ίδια η μοίρα που τους περιμένει.

Τρεις άστεγοι πεθάναν απ' το κρύο
το καρναβάλι τέλειωσε στο Ρίο...


Σχόλιο: ανάμεσα στις δυο παραλλαγές προτιμώ την πρώτη γιατί δεν είμαι καθόλου σίγουρος για την κοινή μοίρα αλλά για το σφιχτό δέσιμο και την κατασπάραξη των πολλών από τους λίγους



09 Μαρτίου 2011

Χαριτίνη Ξύδη - δύο ποιήματα

Αλμανάκ.


κοιμάμαι μόνη τα βράδια σ' ένα κλουβί
μετά τα μεσάνυχτα είμαι άσαρκη
κοντά στις τρεις τα ξημερώματα βλέπω
ήλιους δεμένους σε καλάμια
που τυφλώνουν
σε μερικές πόλεις ο ήλιος είναι ρολόι
στη Σαϊγκόν ό,τι σκοτώνεις σαν σκοτάδι
ζωντανεύει σαν ήλιος - σε καταδιώκει το φως του
μικρά τίποτα κάτεργα
είναι το μυαλό μου από φλόγες
αντηχεί πυρρό
μόλις που προλαβαίνω να τον σώσω
πέφτουν πάνω του φύλλα οριστικά
γύρω στις πέντε τον κρατώ και φεύγουμε
στον καταυλισμό
τα βεδικά σήμαντρα λένε
ama et fac quod vis
καμπύλες που τρέχουν τα ποιήματα
είναι πύλες συμπάντειες
περίβλεπτα δυστυχείς
η τσιγγάνα το διάβασε
από τη Δύση ώς την Ανατολή
όλα αντίστροφα
όταν πέφτει τ' άστρο του Κρόνου στο ποτάμι
το δέντρο ο πάπυρος οι αυγές η νύχτα ο δείκτης
με τυλίγουν ρίζες αστρικές
ομφάλιοι λώροι
με τρώνε έντομα φρικτά
με κοιμίζουν στις στάχτες
κι ανάμεσα ονειρεύομαι
λυμένη ν' ανασαίνω θάλασσα θάλασσα
όλα τα ασχήματα θάλασσα
κι αυτός δίπλα μου νεκρός
στον Νότο ήρωες αμίλητοι
με φαλλούς ολάνθιστους
με μεταμορφώνουν σε Καρυάτιδα
χρειάζομαι φρανόλ
κάποια ακινδυνότητα σφυρίγματος
κι ονόματα πολλά βαρυπενθή
βαβυλωνιακά περσικά δάση με
σπινθήρες
-in girum imus nocte et consumimur igni-*
παλίνδρομα ψιχαλίσματα
καρκινικές νύχτες
χαμήλωσε τόσο το σκοτάδι που πέρασε
μέσα μου τρέμοντας σαν Χριστός
μετά τον Μυστικό Δείπνο
έμμισθοι ακροβάτες
πιστωτές αγοραίοι
ιερές εξετάσεις
χωράνε στα αφροδισιακά κόκκινα
πώς αστράφτει ο σφυγμός σου
σαν αστραπή κι είσαι χωρίς ανάσα τόσο γενναίος
σπείρα σπείρα η Αστάρτη με τη σκιά της
σε άμαξα εφήμερη
τι να σου στείλω από την άκρη
το νήμα το προεδεμικό να πιάσεις
πικρέ πρίγκιπα στο σκοτεινό σκαλοπάτι
αναζητείς αυτό που θα υπάρξουμε
κι αυτό πάλλεται κι αυτοσχεδιάζει
και ξεφεύγει
στο καμπαναριό στα όστρακα
στα σκαθάρια στις πινέζες
στα βυτιοφόρα και στα βενζινάδικα
στους τροχαίους έρωτες και στη λαχτάρα
που κεντά τατουάζ στο σώμα των κομητών
και πας και κρύβεσαι στα εκκοκιστήρια
πεσσός με φωνήεντα που ήταν κάποτε ελεύθερα αγρίμια
λεόντειος σέρνεσαι στο τσουβάλι
ασκητής και νηστεύεις από στρόβιλους και παπαρούνες
λέγεται το ποίημα σπόρος πλανόδιος βέβηλος
μπαστούνι που λικνίζεται μπροστά στη χάση του οφθαλμού
αγνοείς τις αψίδες αλλα σταυροφόρος μόνο εκεί καταλήγεις
για την αλήθεια που έχω κρύψει μάκρυνες από τα κουκούλια
απολήγει στη σαρκοφάγο η ανάσταση και η αντανάκλασή της
πολικός αστέρας ο παράδεισος
αμέθυστοι αχάτηδες τρύπες και σαϊτες και εγώ δεν ξέρω
πώς να βαδίσω μια σταλιά επιτάφιο ωκεανό όρθια






Η άμπελος


Η άμπελος, η άμπελος, είπε κι έτρεξε προς τα κει, σαν ελάφι που τα κέρατά του ήταν κλαδιά, και τα χνάρια του άδυτα. Ετρεξα πίσω του, παρ' όλο που δεν είχε πέρασμα ,αλλά μπορούσα συχνά και να πετάω.Τον βρήκα να μασάει τα κληματόφυλλα,να τρώει βουλιμικά τα σταφύλια. Ηπιε κρασί και μέθυσε κι άρχισε να λέει ακατάληπτα λόγια όπως ότι ο κύκλος του θα κλείσει τελειώνοντας στα δάχτυλά μου. Οτι σημαδεμένοι θα ζήσουμε στην τόση έκσταση της λατρείας και μετά κανείς δεν θα μας συγχωρεί. Μπορεί -έλεγε- να πάθουμε και κανένα κακό γιατί οι αμαρτίες πληρώνονται εδώ και γρήγορα. Είχα ακούσει ότι έκαιγε βοτάνια αγιόριζα και κινάμωμο προκειμένου να τους κάνει να μην με φωνάζουν μάγισσα άλλου καιρού - αυτό τον ενοχλούσε αφόρητα, πιθανόν γιατί μερικές φορές το πίστευε κι εκείνος. Κάποτε έτσι με κοίταζε σαν κινούμενο σκοτεινό είδωλο που -ορμητικός ποταμός- τον κυνηγούσε. Γι' αυτό έτρεχε και τώρα προς την άμπελο γιατί με είχε δει στην παραφροσύνη. Ηθελε να γλιτώσει από μένα.

Στην άμπελο ζούσαμε και κανείς δεν το ήξερε πως όλες τις νύχτες του μήνα είχε πανσέληνο-ερείπια που όρθριζαν και κυοφορούσαν το πιο εύθραυστο άνθος μιας άπληστης ερωτικής παράνοιας.


Ξαφνικά όλα σώπασαν -όλα έπρεπε να μείνουν βουβά- ώς τη φανέρωση και το βήμα αλάνθαστο για μια νύχτα ακριβή όλο εξομολογήσεις. Σ' αυτή την ευδία του μισοσκόταδου -το φεγγάρι μελάνιαζε αργά, ώσπου έγινε ολοστρόγγυλος μώλωπας στο κέντρο του ουρανού- το τάνυσμα του ανεξήγητου τον είχε τρελάνει και κλονισμένος είπε πως είναι η Σελήνη θαμμένη θεά κι εγώ στην ομίχλη των νερών δείχνω ξωτικό. Αρχισε να με φοβάται σίγουρα. Γι' αυτό τον μεταμόρφωσα σε νερολούλουδο και του επέστρεψα το πρόσωπό μου σταγόνα σταγόνα όπως το ήξερε πριν μαγέψω. Στις σκήτες της αμπέλου τώρα με την όραση της Πυθίας φρουρώ την έρημο ενώ μόνο η θάλασσα με κατοικεί. Αυτός είναι ο τριγωνικός κύκλος αν θες να ξέρεις.


πηγή: poema