29 Απριλίου 2014

Γεώργιος Νικ.Σχορετσανίτης - Επιστρέφοντας στο Δρόμο του Μεταξιού





















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το ογδοηκοστό βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων: το οδοιπορικό: “Επιστρέφοντας στο Δρόμο του Μεταξιού”
του Γιώργου Σχορετσανίτη.

----------------------------------------------------------------------------


Η «Αλεξάνδρεια» του Ντανιέλ Ροντώ συνιστά ένα εξαίσιο δείγμα της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε άλλη τοποθέτηση ή κατάταξη, τέτοια εγχειρίδια ψυχολογίας προϋποθέτουν μια ακριβή και συνεπή σκηνογραφία. Η πρόσληψη των λεπτών αισθημάτων, η κατανόηση των εντάσεων, οι παράφοροι και θελκτικοί χαρακτήρες. Όλα ετούτα αποκτούν έναν εντατικότερο φωτισμό καθώς εντάσσονται σ’ ορισμένα τοπία. Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στην περίπτωση της εισαγωγής μας, ημερολόγια και μαρτυρίες από φυσιοδίφες και περιηγητές, ένα απ’ τα πολλαπλά επίπεδα του Στρως στην εκτίμηση του περιβάλλοντος και της ιστορίας συνιστούν δείγματα της εξαίσιας υποβλητικότητας του ταξιδιού. Ο λόγος και η εικόνα οδηγήθηκαν πολλές φορές σ’ εξωτικές συμπράξεις, παραχωρώντας στον κινηματογράφο το δικαίωμα να μιλά για τον πιο πετυχημένο ρεαλισμό. Η παιδική λογοτεχνία συνιστά μία από τις ειδικεύσεις που γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθηση. Ο λόγος και η εικόνα βρέθηκαν κοντύτερα από ποτέ, εφευρίσκοντας στην ειλικρινή αφοσίωση των παιδιών μια περιοχή ικανή να στηρίξει το ειδικό αλφάβητό της. Οι γκραβούρες, οι χαλκογραφίες, τα πολυνησιακά, ζωγραφικά κορίτσια αποτελούν τη συνεισφορά των χρωστήρων. Σ’ έναν άλλο τύπο φωτογραφίας η ζωγραφική δεν έπαψε ποτέ να υποκαθιστά το λόγο, στο σημείο εκείνο κατά το οποίο ο τελευταίος ακινητοποιείται. Η μεταφορά του συναισθήματος, των ψυχολογιών, το ενεργό ενδιαφέρον για την πλοκή, η συνειδητή ανάγνωση και παρακολούθηση συνδέονται με τη δυναμική της αλήθειας. Με τη δυνατότητα δηλαδή το κοινό ν’ απομακρύνεται απ’ το όραμα για να γιορτάσει επιτέλους την πραγματικότητα που το περιβάλλει. Με τη μοιραία ικανότητα να συμβεί αυτό που ειπώθηκε στα ιταλικά και προέβλεπε ένα συναίσθημα απρόσιτο μ’ οποιαδήποτε περιγραφή.

Η ταξιδιωτική λογοτεχνία συνιστά έναν αναγκαίο τομέα, ένα τεχνικό προαπαιτούμενο του μυθιστορήματος, αφού δεν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί ο τόπος. Η παρουσία της κρίνεται φυσική και θεμελιώδης. Η έννοια της μαρτυρίας δικαιολογείται. Όμως υπάρχουν φορές που τ’ ανθρώπινο στοιχείο προσλαμβάνει τον αναγκαίο σφυγμό ή απλά διαθέτει την πρόθεση και την ικανότητα να το πράξει. Σε τέτοιες περιπτώσεις ας περιφρονήσουμε τους μύθους και τις ιστορίες. Και ας αρκεστούμε στον τόπο, την όψη και το βάθος του, στη νεότητά του. Υπάρχουν πρόσωπα συγγραφείς που μεταφέρουν τον παλμό τους. Κάνουν δικά τους τα ποτάμια, τα ονόματα των οροσειρών, τις θέσεις των χιλιομετρικών δεικτών. Εστιάζουν σε πρόσωπα ιστορικά που διαδραμάτισαν κάτι σπουδαίο, αποδεικνύουν την ψυχολογία τους με μια ευφάνταστη πρόσθεση στο υλικό κάθε γενιάς. Οι τόποι δικαιώνονται καθώς ένα νέο είδος διαρκώς κορυφώνεται. Η ταξιδιωτική λογοτεχνία μπορεί να μας απασχολήσει με πολλούς τρόπους. Η παραγοντική της θέση σε πληθώρα έργων, αν όχι σε όλα  προσδίδει στο φαινομενικό που πάντα επιδιώκεται. Περισσότερο όμως από κάθε τι απολαμβάνουμε τις διηγήσεις των ταξιδιών, παλεύουμε και ομορφαίνουμε όταν ανιχνεύουμε την αίσθηση του μέρους. Η δικαίωση λοιπόν του λόγου. Σ’ αυτήν την ξεχωριστή αποτύπωση δεν θα σήμαινε τίποτε κανένα μνημείο και καμιά αρχαιότητα. Αυτό που στ’ αλήθεια διαθέτει την ικανότητα για μια ευθεία συνύπαρξη ρυθμού και πάθους σπάνια υφίσταται. Συναντάται μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η αναχώρηση, το μετέωρο στάδιο της περιήγησης, η επιστροφή και η αποτίμηση συνθέτουν μια ακέραια ψυχολογία. Το ταξίδι σε τούτη την περίπτωση καθίσταται ερωτικό, ο δεσμός με έναν άγνωστο τόπο είναι δεσμός ιστορίας και αισθητικής.

Ο Γιώργος Σχορετσανίτης της ζωροαστρικής πόλης και της Βαλτικής ανήκει στους τελευταίους και πιο αφοσιωμένους δημιουργούς της ταξιδιωτικής συγγραφής. Η λογοτεχνικότητά του έμφυτη στο ευγενές κείμενο είναι διακριτική, καθώς ο ίδιος αποθέτει τον εαυτό του στην ανάσυρση της μνήμης και την όσο το δυνατόν ρεαλιστική εξιστόρηση των τοπίων. Σ΄ αυτά τα πρότυπα, μαζί με την οικονομία και την απλότητα της πληροφορίας ο Γιώργος Σχορετσανίτης προσεγγίζει στην προκειμένη περίπτωση την οδό του μεταξιού. Κατηγοριοποιεί την ιστορία της, εντοπίζει στοιχεία για την ανάπτυξη επιμέρους τομέων, κινείται διαρκώς και φανερώνει το φορτίο της εποχής του όταν υποδεικνύει το παρελθόν και το παρόν ενός ολόκληρου κόσμου. Η λογοτεχνία του είναι αφιερωμένη στο ταξίδι. Μόνο μια ανεπαίσθητη φωνή μπορεί να φτάσει σ’ όσους δεν θα αγαπήσουν το ταξίδι το ίδιο. Οι υπόλοιποι διαθέτουν τη σπάνια ευκαιρία ν’ αναπαράγουν έναν τόπο μ’ όλη την ακρίβεια και την τραχύτητά του. Ο Σχορετσανίτης ανήκει σ’ αυτόν τον κλειστό κύκλο όσων οι προθέσεις ήταν πάντοτε κάτι περισσότερο απ’ την αναπαραγωγή ενός τόπου. Η επιλογή του επιβεβαιώνεται από την αναφορά σε στοιχεία για τη φιλοδοξία, την ηθική και την αισθητική του ταξιδιού. Τους όρους του μ’ άλλα λόγια, που επιβάλλονται.

Λέγεται πως παραμύθι και όνειρο  συνιστούν δυο έννοιες με κοινά χαρακτηριστικά. Η δυσκολία εντούτοις έγκειται στην ταυτόχρονη ύπαρξη αυτών των δύο. Κατ’ αντιστοιχία μπορούμε να φανταστούμε λοιπόν πόσο ευτυχής και σπάνια σχέση είναι εκείνη του Γιώργου Σχορετσανίτη με το λόγο. Αυτήν που απολαμβάνουμε σ’ όλα τα ημερολόγιά του,  καθώς ένα βασικό στοιχείο του παραμυθιού και ένα υπαινιγμός για τ’ όνειρο έχουν πια γίνει. Στα μέρη απ’ όπου ο ίδιος πέρασε μαζί μας.

25 Απριλίου 2014

(Λαμπρό ηλιόφως)

Λαμπρό ηλιόφως.
Ξεζούμισε τις στάλες.
Στίγματα σκόνης.

(23.04.2014)

23 Απριλίου 2014

"Συμβουλές" από τη Βαϊμάρη


"Συμβουλές" από τη Βαϊμάρη


29 Μαρτίου 1925: Εκλογές, με άμεση ψηφοφορία, στη Γερμανία για την ανάδειξη του προέδρου του Ράιχ.
-Karl Jarres: 38,8%. Ο Karl Jarres υποστηρίχτηκε από την κυβερνητική δεξιά: Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα, Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα και Κόμμα της Οικονομίας.
-Otto Braun: 29%. Ο Otto Braun υποστηρίχτηκε από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.
-Wilhelm Marx: 14,5%. Ο Wilhelm Marx υποστηρίχτηκε από το Κόμμα του Κέντρου.
-Ernst Thälmann: 7% Ο Ernst Thälmann υποστηρίχτηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας.
-Willy Hellpack: 5,8% Ο Willy Hellpack υποστηρίχτηκε από το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα.
-Heinrich Held: 3,7%. Ο Heinrich Held υποστηρίχτηκε από το Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα και
-Erich Ludendorff: 1,1%. Ο Erich Ludendorff υποστηρίχτηκε από το Εθνικοσοσιαλιστικό ναζιστικό Κόμμα.

4 Μαΐου 1925: Γίνονται οι επαναληπτικές εκλογές για την ανάδειξη του Προέδρου του Ράιχ.
Τα «Κόμματα της Βαϊμάρης» για να νικήσουν τη Δεξιά αποφασίζουν να μην υποστηρίξουν στις επαναληπτικές εκλογές (καθόσον τότε στη Γερμανία υπήρχε αυτή η δυνατότητα) τον Otto Braun - o οποίος συμφώνησε και υποστηρίχθηκε να εκλεγεί, όπως κι έγινε την 3 Απριλίου 1925, πρωθυπουργός της Πρωσίας -  αλλά τον Wilhelm Marx.
Η Δεξιά παράταξη συνειδητοποιώντας ότι στο δεύτερο γύρο ο Karl James δεν είχε τύχη αποφασίζει και υποστηρίζει τον Paul von Beneckendorff und von Hindenburg. Ο 77χρονος Hindenburg, ο νικητής του Τάνενμπεργκ, ήταν επίτιμος αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού και πιστός στη μοναρχική ιδέα.
Τέλος το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, δηλώνοντας ότι δεν είναι καθήκον του προλεταριάτου να αναζητήσει τον πιο ικανό και πιο έξυπνο εκπρόσωπο των συμφερόντων της μπουρζουαζίας και να επιλέξει ποιο ήταν το μικρότερο κακό: η κοινωνική δικτατορία του Marx ή η στρατιωτική δικτατορία του Hindenburg, υποστήριξε εκ νέου τον  Thälmann.
Τα αποτελέσματα ήταν:
- Paul von Beneckendorff und von Hindenburg: 48,3%
-Wilhelm Marx: 45,3%
-Ernst Thälmann: 6,4%.
Πρόεδρος εκλέχτηκε ο Hindenburg καθόσον δεν απαιτούνταν η απόλυτη πλειοψηφία.

Οκτώ χρόνια αργότερα, την 30 Ιανουαρίου 1933, κι έχοντας από την 10 Απριλίου 1932 επανεκλεγεί ως Πρόεδρος του Ράιχ, ο υπέργηρος πια Hindenburg, σ’ ένα κράτος όπου
-τα ποσοστά της ανεργίας είχαν υπερδεκαπλασιαστεί από το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου,
-τα κόμματα (με βάση τα ποσοστά και τις έδρες τους, στη Γερμανική Βουλή, όπως είχανε προκύψει από τις αμέσως προηγούμενες εκλογές του Νοεμβρίου 1932) τα οποία υποστήριζαν, από τη δική του σκοπιά το καθένα, την κατάλυση του κοινοβουλίου: το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας με 16,9% και το Εθνικοσοσιαλιστικό (ναζιστικό) Κόμμα με 33,1%, κατείχαν πάνω από τις μισές έδρες και δεν υπήρχε δυνατότητα δημιουργίας κυβέρνησης από τα υπόλοιπα κόμματα, η οποία θα διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών,
-ο Πρόεδρος του Ράιχ, εν προκειμένω ο Hindenburg, θα μπορούσε εκβιάζοντας τα όρια των συνταγματικών του εξουσιοδοτήσεων να αναβάλει τις εκλογές, που αναγκαστικά θα έπρεπε να γίνουν για να εκλεγεί ο νέος Καγκελάριος του Ράιχ και κυβέρνηση, αλλά σε αυτήν την περίπτωση ο εμφύλιος ήταν προ των πυλών,
-η ιδέα της γερμανικής πνευματικής ανωτερότητας, ιδίως στους χώρους των πανεπιστημίων, κυριαρχούσε,
-οι πράξεις βίας της άκρας δεξιάς τύγχαναν αναλογικά ευνοϊκής έως προκλητικά ιδιαίτερα ευνοϊκής δικαστικής μεταχείρισης,
-επί 14 χρόνια οι νικητές του Α' Παγκόσμιου Πολέμου ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν σοβαρά για τις επιπτώσεις στη γερμανική κοινωνία από τις οικονομικές τους αλλά και τις πολιτικές τους απαιτήσεις,
τελικά υποχώρησε στις έντονες πιέσεις των συμβούλων του, των εκπροσώπων των βιομηχάνων και εν γένει των Συντηρητικών Κύκλων, και την 30 Ιανουαρίου 1933 ορίζει Καγκελάριο του Ράιχ τον Adolf Hitler. Αυτός θα οδηγούσε τη Γερμανία στις επόμενες εκλογές της 5 Μαρτίου 1933. Μετά από 34 ημέρες τρομοκρατίας και βίας κατά των διαφωνούντων του ναζισμού, των εβραίων κλπ μη γερμανών, και πυρπόλησης του Ράιχσταγκ, το Εθνικοσοσιαλιστικό ναζιστικό Κόμμα κερδίζει με ποσοστό 43,9% τις βουλευτικές εκλογές της 5 Μαρτίου 1933. Μέχρι το καλοκαίρι του ίδιου έτους καταργούνται το Ράιχσταγκ (αφού του παραχώρησε κάθε εξουσία), τα γερμανικά κρατίδια και τα συνδικάτα και απαγορεύεται η λειτουργία όλων των κομμάτων πλην του Εθνικοσοσιαλιστικού.


Τα στοιχεία από το εξαιρετικό βιβλίο: "Βαϊμάρη η ανάπηρη Δημοκρατία" του Heinrich A. Winkler (μετ. Άντζη Σαλταμπάση) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Πόλις".


      

22 Απριλίου 2014

Τα Φαναράκια της Λαμπρής

 


Περιοχή Μπολατίου Κορινθίας 22.04.2014

Από τις «Ιστορίες του κ. Koyner» [Bertolt Brecht - μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης] V και VI

Όταν ο κ. Koyner αγαπούσε έναν άνθρωπο

Τι κάνετε, ρώτησαν τον κ. Koyner, όταν αγαπάτε έναν άνθρωπο;
Κάνω έαν σκίτσο του, αποκρίθηκε ο κ. Koyner, και φροντίζω να του μοιάζει.
Ποιο, το σκίτσο; 
Όχι, αποκρίθηκε ο κ. Koyner, ο άνθρωπος.




Μια καλή απάντηση

Ρώτησαν έναν εργάτη στο δικαστήριο αν ήθελε να δώσει τον πολιτικό ή θρησκευτικό όρκο. Εκείνος αποκρίθηκε: Είμαι άνεργος.
Αυτό δεν τόπε μόνο από αφηρημάδα, παρατήρησε ο κ. Koyner. Μ' αυτή την απάντηση τους έδωσε να καταλάβουν ότι τέτοιες ερωτήσεις, ναι, ίσως ακόμα κι αυτή η δικαστική διαδικασία μπορεί να μην έχουν γι' αυτόν καμιά σημασία.

20 Απριλίου 2014

Β [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]













































από την ενότητα: "Ώρα τρίτη: O Θάνατος" της ποιητικής συλλογής του "Βλαδίμηρου Ρεμπωτσέα": "Του Χάροντα τη Φτέρνα πώς;"

17 Απριλίου 2014

Ο Δρόμος του Σταυρού στο Oratoire St-Joseph του Μόντρεαλ [Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]



                                 













Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη

Ψηλά στις κυματιστές καταπράσινες πλαγιές, πάνω από τη συνήθη δραστηριότητα της πολύβουης πόλεως του Μόντρεαλ, βρίσκεται το πανέμορφο πάρκο Mont-Royal, που συγκεντρώνει ίσως τους περισσότερους επισκέπτες από όλα τα άλλα ενδιαφέροντα σημεία της απλωμένης καναδικής αριστοκρατικής μεγαλούπολης. Βαφτίστηκε έτσι από τον Jacques Cartier το 1535, μια περιοχή έκτασης πολύ μεγαλύτερης των χιλίων στρεμμάτων, γεμάτη με δέντρα, πράσινο, θάμνους, λουλούδια, και φυσικά αμέτρητα πουλιά και ζώα. Όμως η όλη σχεδίαση πιστώνεται ιστορικά στον αμερικανό Frederick Law Olmsted το 1876. Δημοσιογράφος, και αρχιτέκτονας, θεωρείται σήμερα ως ο πατέρας της αρχιτεκτονικής του τοπίου, γνωστότερος ίσως από τη σχεδίαση, μεταξύ των άλλων, και του πασίγνωστου Κεντρικού Πάρκου (Central Park) της Νέας Υόρκης. Προς τα δυτικά του πάρκου, ο επιβλητικός τρούλος του γιγαντιαίου ναού Oratoire St-Joseph, αφήνει άφωνο και μαγεμένο τον επισκέπτη που πλησιάζει. Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι οι καταστάσεις και οι συνθήκες!

















Η θέα από ψηλά του προαύλιου χώρου του Oratoire St-Joseph. Στο βάθος απλωμένη, η πόλη του Μόντρεαλ.

Όλα άρχισαν το 1904, με την κατασκευή ενός στοιχειώδους  παρεκκλησίου από τον Αδελφό André και τους συνοδοιπόρους του. Ο Alfred Bessette, όπως ονομαζόταν όταν γεννήθηκε  στα 1845,  προσχώρησε αργότερα στη Σύναξη του Τιμίου Σταυρού και άρχισε να επιδίδεται σε καλές πράξεις στους συνανθρώπους του και ανάλογες θαυματουργίες. Ο ίδιος απέδωσε όλες αυτές τις ικανότητες στη βοήθεια που του προσέφερε απλόχερα ο Άγιος Ιωσήφ, και γι αυτό σκέφτηκε κάποια στιγμή να αρχίσει να συγκεντρώνει χρήματα από δωρεές για την ανέγερση ενός Oratoire. Όμως ο ίδιος ο εμπνευστής αυτής της υπέροχης ιδέας, δεν έμελε να δει ολοκληρωμένο το έργο που ξεκίνησε, αφού ο ναός ολοκληρώθηκε το 1967, δηλαδή τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του. Οι συγκρίσεις σήμερα δίνουν το σχετικό αρχιτεκτονικό στίγμα του ναού ετούτου ανάμεσα στους άλλους στην υφήλιο. Το ύψος του μεγαλύτερο των εκατόν πενήντα μέτρων, ο δεύτερος συνεπώς σε μέγεθος  μετά τον Άγιο Πέτρο της Ρώμης.

Ο Αδελφός André, σίγουρα είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς κατοίκους ολόκληρου του Κεμπέκ στον εικοστό αιώνα.  Ακόμη και πριν την αγιοποίησή του,  που έλαβε χώρα το 2010, η φήμη του για την αγιότητα διέσχισε τα σύνορα της χώρας και επηρέασε πολλές γενιές  πιστών  ανθρώπων. Καλωσόρισε στους κόλπους του και βοήθησε χιλιάδες αναξιοπαθούντα άτομα και ακόμα όλους εκείνους που έψαχναν για μια έστω μικρή αχτίδα ελπίδας σε μια δύσκολη συγκυρία της ζωής τους, των δικών τους. Τους άκουγε προσεκτικά κι ύστερα τους συνιστούσε να προσευχηθούν στο Άγιο Ιωσήφ, στον οποίο είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Πάνω από δύο εκατομμύρια πιστών σήμερα συνωστίζονται ετησίως εκεί ψηλά στους λόφους, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στη δύναμη του Αδελφού André, του Αγίου Ιωσήφ  και φυσικά του Θεού.  















Κάτι που αξίζει να σημειωθεί σχετικά με το ναό αυτό, είναι η ποικιλία των αρχιτεκτονικών στυλ στους διάφορους τόπους λατρείας. Το πρώτο, το πρωτόγονο ξύλινο  παρεκκλήσι, άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, δειλά-δειλά το 1904. Ο προγραμματισμός για την ανέγερση  βασιλικής με κρύπτη, χρονολογείται από το 1914, αλλά δεν είχε τελειώσει μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '60. Το μνημειακό αυτό σύνολο πραγματοποιήθηκε χάρη στις επίπονες προσπάθειες και το ταλέντο πολλών αρχιτεκτόνων, ενσωματώνοντας όλα αυτά τα χρόνια πολλές επιρροές και στυλ. Το εξωτερικό της Βασιλικής έχει σχεδιαστεί σύμφωνα με τις γραμμές της ιταλικής Αναγέννησης, αλλά το εσωτερικό του είναι απολύτως σύγχρονο. Ξεκίνησε ουσιαστικά το 1924, χρησιμοποιώντας τα σχέδια που καταρτίστηκαν από τους αρχιτέκτονες Dalbe Viau και Alphonse Venne με επιρροές από τους ναούς της Κορίνθου, και ήταν ακόμη χωρίς στέγη όταν ο Αδελφός André πέθανε, στις 6 Ιανουαρίου 1937. Η ολοκλήρωση του θεόπνευστου έργου, έγινε κατορθωτή χάρη στις συντονισμένες προσπάθειες του Lucien Parent και  του μοναχού Dom Paul Bellot οι οποίοι ολοκλήρωσαν το εξωτερικό του ναού και του καναδού αρχιτέκτονα Gérard Notebaert με τεράστια συμβολή στις εσωτερικές απαιτητικές λεπτομέρειες. Φυσικά αυτή η γιγαντιαία κατασκευή χτίστηκε χάρη στις προσπάθειες χιλιάδων άλλων εργαζομένων και πολλών ειδικοτήτων τις παρελθούσες αυτές δεκαετίες του εικοστού αιώνα.

Τεράστια μπλοκ από γρανίτη κοντινών λατομείων στολίζουν την εξωτερική επιφάνεια του Oratoire St-Joseph. Η εξωτερική εμφάνιση του τρούλου, διαμέτρου σχεδόν σαράντα μέτρων, είναι εκπληκτική, όπως πλησιάζεις την περιοχή, εκατόν πενήντα μέτρα σε ύψος πάνω από το επίπεδο του δρόμου και  περίπου 263 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και άρα το  υψηλότερο σημείο στο Μόντρεαλ. Φυσικά η περιοχή του ναού προσφέρει μια μοναδική πανοραμική θέα του Μόντρεαλ που είναι απείρως καλύτερη από οποιοδήποτε άλλο σημείο της πόλης.

Οι σκάλες που οδηγούν από το δρόμο στην εκκλησία έχουν παράλληλες κατευθύνσεις και αποτελούνται συγκεκριμένα από 283 σκαλιά, οι οποίες   χωρίζονται όμως από μια κεντρική σειρά 99 ξύλινων σκαλοπατιών που προορίζεται ειδικά για τους πιστούς προσκυνητές που επιθυμούν να αναρριχηθούν στα γόνατά τους έως εκεί πάνω.  















Ο Γάλλος Henri Charlier, είναι αυτός που φιλοτέχνησε με υπομονή σε ξύλο το Ιερό, το Σταυρό και τα αγάλματα των δώδεκα αποστόλων, ενώ ο Roger de Villiers, τα Πάθη του Χριστού. Δέκα υπέροχα βιτρό παράθυρα, που δημιουργήθηκαν το 1919, με στιγμιότυπα από τη ζωή του Αγίου Ιωσήφ, κοσμούν το χώρο του κυρίως ναού. Πάνω από δύο χιλιάδες πιστοί, λένε οι ιερείς, μπορούν να σταθούν με άνεση μέσα στο χώρο του ναού.

Η εκκλησιαστική κρύπτη κατασκευάστηκε το 1916, χρησιμοποιώντας τα σχέδια των αρχιτεκτόνων Dalbe Viau και Alphonse Venne, στη βάση της υπό ανέγερση Βασιλικής.  Το άγαλμα του Αγίου Ιωσήφ πίσω από το κεντρικό ιερό σκαλίστηκε σε  μάρμαρο από την Καράρα, από τον ιταλό καλλιτέχνη, Α. Giacomini. Οι διαστάσεις του, επίσης εντυπωσιακές. Είναι 2,75 μέτρα σε ύψος και ζυγίζει κάπου 2300 κιλά. Κάποιες επιπλέον μετατροπές στο ιερό και γύρω από αυτό που διακρίνονται σήμερα, έλαβαν χώρα το 1966, από τον καναδό καλλιτέχνη Jean-Charles Charuest.
















Εκτός από τα πολύχρωμα παρτέρια, οι πλαγιές και τα εδάφη του Oratoire St-Joseph, προσφέρουν μεγάλους σε έκταση χλοοτάπητες, πανύψηλα δέντρα και τους εξαίσιους κήπους γύρω από τον Δρόμο του Σταυρού, ένα υπέροχο πάρκο που αγκαλιάζει τη βόρεια πλαγιά του Mount Royal. Χρώματα, σχήματα, μεγέθη, σε αγαστή συνεργασία με τελικό σκοπό την αισθητική απόλαυση και τη θρησκευτική προσήλωση και καθήλωση  του πιστού στα Πάθη του Κυρίου. Όμορφα λουλούδια, δέντρα και θάμνοι, κατά κόρον, με τα χρωματιστά φύλλα του φθινοπώρου που όπου να’ ναι αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του. Μόνο στο Δρόμο του Σταυρού, υπάρχουν εκατοντάδες δέντρα και περισσότερα από είκοσι διαφορετικά είδη θάμνων.




















Οι κήποι του Δρόμου του Σταυρού, αποτελούν ένα από τα καλύτερα φυλαγμένα μυστικά του Oratoire St-Joseph. Οι στάσεις του Δρόμου ξεδιπλώνονται μέσα σε ένα επιδέξια διαμορφωμένο έδαφος στα  ανατολικά της βασιλικής, ένα καλά απομονωμένο μέρος για διαλογισμό μέσα στο όλο θρησκευτικό συγκρότημα.
















Άλλωστε από τις πρώτες ημέρες της δημιουργίας του ιερού χώρου στην περιοχή, σημαδεύτηκε πάνω στο βουνό ένας υποτυπώδης, για τα δεδομένα της εποχής, Δρόμος του Σταυρού, με σκοπό την απρόσκοπτη έλευση  των πιστών εκεί ψηλά για να διαλογιστούν έχοντας κατά νου πάντοτε τα Πάθη του Χριστού.















Η ιδέα δημιουργίας ενός Δρόμου του Σταυρού από πέτρα, για να αντικαταστήσει τους ρουστίκ ξύλινους σταυρούς, εμφανίστηκε το 1935. Οι εργασίες όμως στην περιοχή των 200.000 τετραγωνικών ποδιών, στα ανατολικά της βασιλικής, δεν είχε ξεκινήσει μέχρι το φθινόπωρο του 1942. Ο διάσημος αρχιτέκτονας τοπίου, Frederick Todd,  σχεδίασε ένα μονοπάτι που να ελίσσεται γύρω από την πλευρά αυτή του βουνού μετατρέποντας το χώρο σε ένα υπέροχο κήπο με πολλές ποικιλίες δέντρων, θάμνων και λουλουδιών.   

                                      

    











Αυτός ο υπέροχος καταπράσινος χώρος αναδεικνύει σήμερα σε έναν από τους πιο όμορφους θησαυρούς της θρησκευτικής κληρονομιάς του Καναδά. Την κατασκευή αυτού του  σημαντικού έργου, ανέλαβε ο  καλλιτέχνης του  Μόντρεαλ, Louis Parent. Ο Δρόμος του Σταυρού έχει 14 παραδοσιακές αναπαραστάσεις  στις οποίες  πρόσθεσε ένα μαρμάρινο μνημείο που απεικονίζει τον Αναστημένο Χριστό. Στο σύνολο της, η ομάδα αποτελείται από 42 χαρακτήρες, ο καθένας περίπου 9 πόδια ύψος, το οποίο ο γλύπτης διαμόρφωσε στο εργαστήριό του εδώ, μεταξύ των ετών 1943 και 1953. Τα αγάλματα είναι σκαλισμένα σε ασβεστόλιθο από τον  Ercolo Barbieri, μεταξύ 1952 και 1958. Και βεβαίως ο  σχεδιασμός έγινε με τέτοιο τρόπο ώστε να δένουν αρμονικά με το φυσικό περιβάλλον.


Ο ταξιτζής που με πήρε από το Oratoire Saint-Joseph να με μεταφέρει στο κέντρο της πόλης,  ήταν Έλληνας, από την Πάτρα, κι είχε σαράντα δύο χρόνια να πάει στην Ελλάδα!

15 Απριλίου 2014

The Song of Hiawatha - 20 - The Famine [Henry W. Longfellow]


20. Ο Λιμός

Ω! ο πιο μακρύς και θλιβερός χειμώνας ήρθε!
Ω! ο πιο κρύος και σκληρός χειμώνας ήρθε!
Και παχύτερο από ποτέ,
Στις λίμνες και τα ποτάμια, το στρώμα του πάγου ήτανε,
Και σ’ ολόκληρο το τοπίο, ψηλότερο από ποτέ:
Το στρώμα του χιονιού που ‘χε πέσει, ήτανε,
Το στρώμα του χιονιού που τα πάντα κάλυπτε
Και μες στο δάσος και τριγύρω στο χωριό είχε σωρευτεί.
Με δυσκολία, στο καλύβι του θαμμένος,
Ο κυνηγός ένα πέρασμα μπορούσε ν’ ανοίξει·
Με τα ψευτογάντια του και τα χιονοπέδιλά του,
Μάταια μες στο δάσος περπατούσε,
Κάποιο πουλί ή ζώο αναζητώντας μα κανένα δε βρήκε,
Κανένα ίχνος ελαφιού ή κουνελιού δεν είδε,
Πάνω στο χιόνι κανένα χνάρι δεν παρατήρησε,
Μες στο απαίσιο, λαμπερό δάσος έπεσε
Κι απ’ την αδυναμία δε μπορούσε να σηκωθεί,
Εκεί: απ’ το κρύο και την πείνα χάθηκε.

Ω! η πείνα κι ο πυρετός!
Ω! η ερήμωση απ’ το λιμό!
Ω! ο μαρασμός απ’ τον πυρετό!
Ω! ο θρήνος των παιδιών!
Ω! η αγωνία των γυναικών!

Σ’ ολόκληρη τη γη αρρώστια και πείνα υπήρχε·
Πεινασμένος ο αέρας γύρω τους ήτανε,
Πεινασμένος ο ουρανός από πάνω τους ήτανε,
Και τα πεινασμένα στους ουρανούς αστέρια,
Σαν τα μάτια των λύκων, πάνω τους αγριοκοιτάζανε!

Στου Hiawatha το καλύβι,
Δύο άλλοι επισκέπτες ήρθανε,
Σαν τα φαντάσματα σιωπηλοί και ζοφεροί ήτανε,
Δεν περιμένανε να προσκληθούνε,
Στην πόρτα εισόδου δε διαπραγματευτήκανε,
Χωρίς λέξη καλωσορίσματος εκεί καθόντουσαν,
Στη θέση της Γελαστό Νερό καθόντουσαν˙
Με ωχρά και απλανή μάτια,
Στο πρόσωπο της Γελαστό Νερό κοιτάζανε.

Και ο πρώτος είπε:
"Ιδού εγώ! ο Bukadawin, ο Λιμός είμαι!"
Kαι ο δεύτερος είπε:
"Ιδού εγώ! ο Ahkosewin, ο Πυρετός είμαι!"

Και η ωραία Minnehaha,
Όπως την κοιτούσανε επίμονα, ανατρίχιασε,
Στα λόγια που αυτοί αρθρώσανε, ανατρίχιασε,
Σιωπηλή στο κρεβάτι της ξάπλωσε,
Το πρόσωπό της σκέπασε, αλλά απάντηση δεν έδωσε˙
Τρέμοντας και κρυώνοντας καθώς έκαιγε, εκεί κείτονταν,
Υπό τα βλέμματα που αυτοί της ρίχνανε,
Υπό τις φοβερές λέξεις που αυτοί εκστομίσανε.

Προς το άδειο δάσος
Ο τρελαμένος Hiawatha όρμησε˙
Στην καρδιά του θανατηφόρα θλίψη υπήρχε,
Στο πρόσωπό του ακαμψίας σφίξιμο υπήρχε˙
Στο μέτωπό του, ο ιδρώτας της αγωνίας πήγασε,
Αλλά πάγωσε και κάτω δεν έπεσε.

Με γούνες τυλιγμένος και για κυνήγι οπλισμένος,
Με το δυνατό από δέντρο φλαμουριάς τόξο του,
Με τη φαρέτρα του βέλη γεμάτη,
Με τα Minjekahwun, τα ψευτογάντια του,
Μες στο αχανές άδειο δάσος,
Με τα χιονοπέδιλά του αυτός φορώντας, μέσα μπήκε.

"Ω! Μεγάλο Πνεύμα, Δυνατό!"
Αυτός με το πρόσωπο στραμμένο προς τα πάνω,
Εκείνη την πικρή ώρα της αγωνίας, κραύγασε,
"Ω! Πατέρα! Στα παιδιά σου τροφή δώσε,
Τροφή δώσε μας γιατί αλλιώς θα χαθούμε!
Τροφή για τη Minnehaha δώσε μου,
Για τη Minnehaha μου που πεθαίνει!"

Πέρα ως πέρα στο δάσος των μακρινών αντίλαλων,
Πέρα ως πέρα στο αχανές άδειο δάσος,
Η κραυγή της απόγνωσης ηχούσε,
Αλλά απάντηση,
Πέρα απ’ την ηχώ της κραυγής,
Πέρα απ’ την ηχώ του δάσους:
"Minnehaha! Minnehaha!", καμία δεν υπήρξε.

Όλη τη μέρα ο Hiawatha,
Σ’ εκείνο το μελαγχολικό δάσος, περιπλανιότανε,
Μέσ’ απ’ τις σκιές των λοχμών του οποίου,
Στις ευχάριστες μέρες του καλοκαιριού,
Εκείνου του αξέχαστου καλοκαιριού,
Προς το σπίτι του τη νεαρή γυναίκα του,
Απ’ των Dacotahs τη χώρα, είχε φέρει·
Όταν τα πουλιά στις λόχμες τραγουδούσανε,
Και τα ρυάκια γελούσανε και ακτινοβολούσανε,
Κι ο αέρας πλήρης αρωμάτων ήτανε,
Κι η ωραία Γελαστό Νερό,
Με σταθερή φωνή είχε πει:
"Εγώ εσένα, Ω! σύζυγέ μου, θ’ ακολουθήσω!"

Μες στο καλύβι με τη Nokomis,
Μαζί με τους ζοφερούς επισκέπτες που την παρακολουθούσανε,
Μαζί με το Λιμό και τον Πυρετό,
Αυτή, η Αγαπημένη, ξαπλωμένη ήτανε,
Αυτή, η ετοιμοθάνατη Minnehaha.

"Ακούστε!" αυτή είπε, "Τη βιάση ακούω,
Το βρυχηθμό και  την ορμή ακούω,
Τους καταρράκτες του Minnehaha, ακούω,
Από μακριά να με καλούνε, ακούω!"
"Όχι, παιδί μου!" η γριά Nokomis είπε,
"Ο νυχτερινός αέρας μέσ’ απ’ τα πεύκα είναι!"
"Κοιτάξτε!" αυτή είπε˙ "Τον πατέρα μου,
Μοναχικό στην πόρτα εισόδου να στέκεται, βλέπω,
Απ’ το καλύβι του, στων Dacotahs τη χώρα,
Προς εμένα να γνέφει, βλέπω!"
"Όχι, παιδί μου!" η γριά Nokomis είπε.
"Ο καπνός που κυματίζει είναι και πως σου γνέφει νομίζεις!"
"Αχ!" αυτή είπε, "Τα μάτια του Pauguk,
Μες στο σκοτάδι, εμένα αγριοκοιτάζουνε,
Μπορώ, τα παγωμένα του δάχτυλα,
Μες στο σκοτάδι, τα δικά μου πως σφίγγουνε να νιώσω!
Hiawatha! Hiawatha!"

Κι o απελπισμένος Hiawatha,
Μακριά μες στο δάσος,
Μίλια μακριά στα βουνά ανάμεσα,
Την ξαφνική κραυγή αγωνίας άκουσε,
Τη φωνή της Minnehaha άκουσε,
Μες στο σκοτάδι να τον καλεί:,
"Hiawatha! Hiawatha!"
Πάνω από έρημες και αδιάβατες χιονισμένες εκτάσεις,
Κάτω από κλαδιά απ’ το χιόνι παραφορτωμένα,
Προς το σπίτι ο Hiawatha έσπευδε,
Μ’ άδεια χέρια και με βαριά καρδιά έσπευδε,
Τη Nokomis να βογκά και να θρηνεί άκουσε:
"Θρηνολογώ! Θρηνολογώ!
Ας ήτανε για σένα να ‘χα χαθεί,
Ας ήτανε νεκρή όπως εσύ να ‘μουνα!
Θρηνολογώ! Θρηνολογώ!"

Και μες στο καλύβι αυτός όρμησε,
Τη γριά Nokomis είδε
Αργά, πέρα δώθε, να κουνιέται και να θρηνεί,
Την ωραία Minnehaha του,
Νεκρή και παγωμένη μπροστά του να κείτεται, είδε,
Και η καρδιά του μέσα του ξέσπασε
Και τέτοια κραυγή αγωνίας άρθρωσε,
Που το δάσος στέναξε και ανατρίχιασε,
Που και τα ίδια τ’ αστέρια στους ουρανούς τιναχτήκανε  
Και με την αγωνία του τρέμανε.

Στη συνέχεια κάτω κάθισε,
Ακίνητος κι άφωνος στο κρεβάτι της Minnehaha κάθισε,
Στα πόδια της Γελαστό Νερό κάθισε,
Στα πρόθυμα εκείνα πόδια,
Που ποτέ πια ανάλαφρα να τον συναντήσουνε θα ‘ρθούνε,
Που ποτέ πια ανάλαφρα πίσω του θα ‘ρθούνε, κάθισε.

Και με τα δυο του χέρια αυτός, το πρόσωπό του κάλυψε,
Για επτά ολάκερα μερόνυχτα εκεί έμεινε,
Χωρίς φωνή, ακίνητος και χωρίς συνείδηση
Για το πότε μέρα και πότε νύχτα ήτανε.

Κατόπιν αυτοί τη Minnehaha θάψανε˙
Μες στο χιονισμένο δάσος,
Έναν τάφο, βαθύ και σκοτεινό,
Κάτω απ’ τα θρηνώδη κώνεια, της φτιάξανε˙
Τα πλουσιότερα της ενδύματα της φορέσανε,
Στους από ερμίνα χιτώνες της την περιτυλίξανε,
Μ’ άσπρο, όπως οι ερμίνες της, χιόνι τη σκεπάσανε˙
Έτσι αυτοί τη Minnehaha θάψανε.

Και τη νύχτα μια φωτιά τον τάφο της φώτιζε,
Για τέσσερα διαδοχικά βράδια ανάφτηκε,
Για το ταξίδι της ψυχής της,
Προς τα Νησιά του Ευλογημένου, ανάφτηκε.
Απ’ την πόρτα εισόδου του, ο Hiawatha,
Να καίει στο δάσος την έβλεπε,
Τα  ζοφερά κώνεια να φωτίζει, την έβλεπε˙
Απ’ το κρεβάτι της αγρύπνιας σηκωνότανε,
Απ’ το κρεβάτι της Minnehaha σηκωνότανε,
Στην πόρτα εισόδου καθότανε κι επαγρυπνούσε,
Πως δε μπορούσε να χαθεί,

Πως δε μπορούσε στο σκοτάδι να την αφήσει.
"Αντίο!" αυτός είπε,
"Αντίο Minnehaha! Ω! Γελαστό Νερό εσύ!
Η καρδιά μου ολόκληρη μαζί σου θάφτηκε,
Όλες οι σκέψεις μου εσένα ακολουθούνε!
Στο μόχθο εσύ ποτέ να μην επιστρέψεις,
Εδώ που υποφέρουμε εσύ ποτέ να μην επιστρέψεις,
Όπου ο Λιμός και ο Πυρετός
Την καρδιά φθείρουνε και το σώμα σπαταλάνε.
Το έργο μου σύντομα θα ολοκληρωθεί,
Τα βήματά σου σύντομα,
Προς τα Νησιά του Ευλογημένου,
Προς το Βασίλειο του Ponemah,
Προς τη Χώρα του Επέκεινα, θ’ ακολουθήσω!"


XX. The Famine

Oh the long and dreary Winter!
Oh the cold and cruel Winter!
Ever thicker, thicker, thicker
Froze the ice on lake and river,
Ever deeper, deeper, deeper
Fell the snow o'er all the landscape,
Fell the covering snow, and drifted
Through the forest, round the village.
Hardly from his buried wigwam
Could the hunter force a passage;
With his mittens and his snow-shoes
Vainly walked he through the forest,
Sought for bird or beast and found none,
Saw no track of deer or rabbit,
In the snow beheld no footprints,
In the ghastly, gleaming forest
Fell, and could not rise from weakness,
Perished there from cold and hunger.

Oh the famine and the fever!
Oh the wasting of the famine!
Oh the blasting of the fever!
Oh the wailing of the children!
Oh the anguish of the women!

All the earth was sick and famished;
Hungry was the air around them,
Hungry was the sky above them,
And the hungry stars in heaven
Like the eyes of wolves glared at them!

Into Hiawatha's wigwam
Came two other guests, as silent
As the ghosts were, and as gloomy,
Waited not to be invited
Did not parley at the doorway
Sat there without word of welcome
In the seat of Laughing Water;
Looked with haggard eyes and hollow
At the face of Laughing Water.

And the foremost said: "Behold me!
I am Famine, Bukadawin!"
And the other said: "Behold me!
I am Fever, Ahkosewin!"

And the lovely Minnehaha
Shuddered as they looked upon her,
Shuddered at the words they uttered,
Lay down on her bed in silence,
Hid her face, but made no answer;
Lay there trembling, freezing, burning
At the looks they cast upon her,
At the fearful words they uttered.

Forth into the empty forest
Rushed the maddened Hiawatha;
In his heart was deadly sorrow,
In his face a stony firmness;
On his brow the sweat of anguish
Started, but it froze and fell not.

Wrapped in furs and armed for hunting,
With his mighty bow of ash-tree,
With his quiver full of arrows,
With his mittens, Minjekahwun,
Into the vast and vacant forest
On his snow-shoes strode he forward.

"Gitche Manito, the Mighty!"
Cried he with his face uplifted
In that bitter hour of anguish,
"Give your children food, O father!
Give us food, or we must perish!
Give me food for Minnehaha,
For my dying Minnehaha!"

Through the far-resounding forest,
Through the forest vast and vacant
Rang that cry of desolation,
But there came no other answer
Than the echo of his crying,
Than the echo of the woodlands,
"Minnehaha! Minnehaha!"

All day long roved Hiawatha
In that melancholy forest,
Through the shadow of whose thickets,
In the pleasant days of Summer,
Of that ne'er forgotten Summer,
He had brought his young wife homeward
From the land of the Dacotahs;
When the birds sang in the thickets,
And the streamlets laughed and glistened,
And the air was full of fragrance,
And the lovely Laughing Water
Said with voice that did not tremble,
"I will follow you, my husband!"

In the wigwam with Nokomis,
With those gloomy guests that watched her,
With the Famine and the Fever,
She was lying, the Beloved,
She, the dying Minnehaha.

"Hark!" she said; "I hear a rushing,
Hear a roaring and a rushing,
Hear the Falls of Minnehaha
Calling to me from a distance!"
"No, my child!" said old Nokomis,
"`T is the night-wind in the pine-trees!"
"Look!" she said; "I see my father
Standing lonely at his doorway,
Beckoning to me from his wigwam
In the land of the Dacotahs!"
"No, my child!" said old Nokomis.
"`T is the smoke, that waves and beckons!"
"Ah!" said she, "the eyes of Pauguk
Glare upon me in the darkness,
I can feel his icy fingers
Clasping mine amid the darkness!
Hiawatha! Hiawatha!"

And the desolate Hiawatha,
Far away amid the forest,
Miles away among the mountains,
Heard that sudden cry of anguish,
Heard the voice of Minnehaha
Calling to him in the darkness,
"Hiawatha! Hiawatha!"

Over snow-fields waste and pathless,
Under snow-encumbered branches,
Homeward hurried Hiawatha,
Empty-handed, heavy-hearted,
Heard Nokomis moaning, wailing:
"Wahonowin! Wahonowin!
Would that I had perished for you,
Would that I were dead as you are!
Wahonowin! Wahonowin!"

And he rushed into the wigwam,
Saw the old Nokomis slowly
Rocking to and fro and moaning,
Saw his lovely Minnehaha
Lying dead and cold before him,
And his bursting heart within him
Uttered such a cry of anguish,
That the forest moaned and shuddered,
That the very stars in heaven
Shook and trembled with his anguish.

Then he sat down, still and speechless,
On the bed of Minnehaha,
At the feet of Laughing Water,
At those willing feet, that never
More would lightly run to meet him,
Never more would lightly follow.

With both hands his face he covered,
Seven long days and nights he sat there,
As if in a swoon he sat there,
Speechless, motionless, unconscious
Of the daylight or the darkness.

Then they buried Minnehaha;
In the snow a grave they made her
In the forest deep and darksome
Underneath the moaning hemlocks;
Clothed her in her richest garments
Wrapped her in her robes of ermine,
Covered her with snow, like ermine;
Thus they buried Minnehaha.

And at night a fire was lighted,
On her grave four times was kindled,
For her soul upon its journey
To the Islands of the Blessed.
From his doorway Hiawatha
Saw it burning in the forest,
Lighting up the gloomy hemlocks;
From his sleepless bed uprising,
From the bed of Minnehaha,
Stood and watched it at the doorway,
That it might not be extinguished,

Might not leave her in the darkness.
"Farewell!" said he, "Minnehaha!
Farewell, O my Laughing Water!
All my heart is buried with you,
All my thoughts go onward with you!
Come not back again to labor,
Come not back again to suffer,
Where the Famine and the Fever
Wear the heart and waste the body.
Soon my task will be completed,
Soon your footsteps I shall follow
To the Islands of the Blessed,
To the Kingdom of Ponemah,
To the Land of the Hereafter!"


Όλο το πρωτότυπο στα αγγλικά: εδώ από το www.gutenberg.org/ebooks
Η απόδοση στα ελληνικά είναι του Γιώργου Πρίμπα.

13 Απριλίου 2014

(Κλείνει ο στίχος)

Κλείνει ο στίχος.
Σβήνει το πεφταστέρι.
Σε μια τελεία.

(12-04-2014)

11 Απριλίου 2014

Στη δίνη της ρήξης στον ακροδεξιό χώρο.

Αν κάποιος ισχυριστεί ότι με το πρόσφατο video του, κατά δήλωσή του, γεννημένου αντικομουνιστή και μέχρι πρότινος γενικού γραμματέα της κυβέρνησης Σαμαρά, Τάκη Μπαλτάκου, με τον, βουλευτή και στέλεχος της ακροδεξιάς ναζιστικής οργάνωσης "Χρυσή Αυγή", Ηλία Κασιδιάρη ένιωσε έκπληξη μάλλον είτε αφελής είναι είτε βλάκας είναι είτε ψεύτης είναι.
Είναι γνωστό, εδώ και δεκαετίες, ότι μες στο χώρο της Νέας Δημοκρατίας, συγκεκριμένα αμέσως μετά το 1977 και το 6,8% που είχε πάρει τότε στις εθνικές εκλογές η ακροδεξιά φιλοβασιλική "Εθνική Παράταξη", όλες ανεξαιρέτως οι ακροδεξιές τάσεις (φιλοβασιλικοί, φιλοναζιστές, φιλοχουντικοί, φασίστες και όλοι οι συνδυασμοί τους), που ήτανε κάτι περισσότερο από αυτό το 6,8%, είχανε βρει σε αυτήν καταφύγιο, πολιτική ασυλία και φυσικά πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας. Ως αντάλλαγμα ζητούνταν η σιωπή τους και η ψήφος τους. Μια σιωπή απαραίτητη για το δημοκρατικό αστικό προφίλ υπό το οποίο εμφανιζότανε η Νέα Δημοκρατία και μια ψήφος ομοίως απαραίτητη για ένα κόμμα εξουσίας την εποχή του δικομματισμού. Από το 1981 μέχρι το 2009 το άθροισμα των ψήφων, στις εθνικές εκλογές, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ βρισκότανε κοντά ή και συνήθως πιο πάνω από το 80% και ο νικητής για να κάνει κυβέρνηση χρειαζότανε ένα ποσοστό πολύ πάνω απ’ το 40%.
Πράγματι μέχρι το 1992-3, και την εμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο του σημερινού αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας και πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, ο δημόσιος ακροδεξιός πολιτικός λόγος είχε περιοριστεί σημαντικά. Αλλά μόνον ο δημόσιος. Στις αρχές του 90 η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με υπουργό εξωτερικών τον Αντώνη Σαμαρά, βρίσκεται μπροστά στο πρόβλημα με την ανεξαρτητοποίηση, λόγω διάσπασης της "Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας", της πρώην ομόσπονδης "Δημοκρατίας της Μακεδονίας" και συγκεκριμένα το πρόβλημα με το όνομα του νέου κράτους. Σε μια εποχή αναβίωσης του εθνικιστικού πολιτικού λόγου (και αυτό δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα αλλά και την πρώην ομόσπονδη "Δημοκρατίας της Μακεδονίας" όπως και την Ευρώπη γενικότερα) οι ακραίες εθνικιστικές ακροδεξιές φωνές, σε αμφότερα τα δυο κράτη, κυριάρχησαν απέναντι σε αυτές που προτείνανε ένα λογικό συμβιβασμό. Ο σημερινός πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς είχε τότε πρωτοστατήσει, στην Ελλάδα, στο ακροδεξιό εθνικιστικό παραλήρημα διατυμπανίζοντας παντού ότι θα κάνει τα πάντα να μην περιλαμβάνεται στην ονομασία του νέου κράτους ο όρος Μακεδονία. Δεν ήτανε βέβαια ο μόνος, αλλά αυτός επιπλέον κατείχε σημαντική θέση στην τότε κυβέρνηση. Η πολιτική του αυτή θέση τον έφερε σε ρήξη με τον τότε πρωθυπουργό Μητσοτάκη, ο οποίος δεχότανε, ίσως διαβλέποντας ότι ο χρόνος μετράει υπέρ των γειτόνων κάτι στο οποίο δικαιώθηκε, να συμφωνήσει σε μία μεικτή ονομασία, π.χ. Σλαβομακεδονία. Η ρήξη ήτανε τέτοια που ο σημερινός πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς έριξε την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η συμβιβαστική ονομασία αποτράπηκε και, όπως οι πάντες γνωρίζουμε, το όνομα "Δημοκρατία της Μακεδονίας" έχει πλέον γίνει de facto και de jure (σε όλες τις διμερείς τουλάχιστον σχέσεις του γειτονικού κράτους) παραδεκτό απ’ όλους και κάποια στιγμή θα γίνει και από την επίσημη Ελλάδα. Έτσι κι αλλιώς και να μη γίνει, τι σημασία έχει; Μία καθαρή πολιτική ήττα των ακροδεξιών εθνικιστικών θέσεων Σαμαρά στο θέμα αφού στην πολιτική μετράς σωστά και επιδιώκεις το βέλτιστο.
Μετά από κάποια χρόνια φθίνουσας πορείας του κόμματος που ίδρυσε το 1993, της "Πολιτικής Άνοιξης", η εκτός Νέας Δημοκρατίας πορεία του Αντώνη Σαμαρά έληξε και το 2004 επίσημα επανήλθε. Μετά την ήττα της κυβέρνησης Καραμανλή, το 2009, εκλέγεται αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας σε μια περίοδο που το ΠΑΣΟΚ, υπό τον Γιώργο Παπανδρέου, βυθίζει τη χώρα στην εποχή των μνημονίων και της επιτάχυνσης της διάλυσης κάθε (εναπομείνασας από τις ανθελληνικές επιλογές της άρχουσας οικονομικής τάξης που διέλυε βάση σχεδίου τη βιομηχανική και βιοτεχνική παραγωγή της χώρας) οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα.
Το 2012 μετά από διπλές εκλογές, κι έχοντας φροντίσει να δημιουργήσει ένα ακροδεξιό περιβάλλον στενών συνεργατών του, τους οποίος έφερε ή ανάδειξε από τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας (ενδεικτικά: Τάκης Μπαλτάκος, Φαήλος Κρανιδιώτης, Μάκης Βορίδης, Άδωνις Γεωργιάδης κλπ), και λόγω των ιδιαιτεροτήτων του ισχύοντος εκλογικού νόμου, εκμεταλλεύεται τη διάλυση (πρακτικά) του ΠΑΣΟΚ (απ’ το οποίο έκτοτε ό,τι έμεινε τρέχει πίσω απ’ τη Νέα Δημοκρατία μπας και δεν εξαφανιστεί οριστικά από το πολιτικό τοπίο - τέτοια κατάντια!) και τη στήριξη της ΔΗΜΑΡ (κατά τις δηλώσεις των στελεχών της ενός αριστερού κόμματος, αλλά επί του πρακτέου με ακραίες καπιταλιστικές και αντεργατικές θέσεις, όπως η περίφημη δήλωση προς τους εκπροσώπους των εκπαιδευτικών, της κας Μαρίας Ρεπούση, ότι: "Και τι θέλετε, να κλαίω που θα χάσετε τη δουλειάς σας;") - η οποία ΔΗΜΑΡ απεγνωσμένα προσπαθεί να δημιουργήσει ιδεολογικό χώρο για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της, κάτι που δεν το έχει πετύχει και παραμένει ένα ακόμη κόμμα του ενός προσώπου - και με το χαμηλότερο μεταπολιτευτικά ποσοστό πρώτου κόμματος αναλαμβάνει πρωθυπουργός.
Χαρακτηριστικό των εκλογών του 2012 είναι η επανεμφάνιση στη βουλή της άκρας δεξιάς, με ποσοστά αντίστοιχα αυτών της Εθνικής Παράταξης πριν 35 χρόνια, αλλά αυτή τη φορά οργανωμένης κατά τα πρότυπα δολοφονικών ναζιστικών συμμοριών. Η Χρυσή Αυγή βέβαια υπάρχει δεκαετίας πίσω αλλά τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια
-εκμεταλλευόμενη και κυρίως παράγοντας ρατσισμό, ο οποίος ποτέ δεν έλειψε από τη συνείδηση του νεοέλληνα,
-λεκτικά μιλώντας εναντίον των μνημονίων (διότι πρακτικά η ύπαρξή της και η δράση της είναι απόλυτα συμβατή με τα μνημόνια αφού τάσσεται ενάντια σε κάθε είδους εργατική διεκδίκηση λειτουργώντας υπέρ των πολύ χαμηλών αμοιβών και υπέρ των υπερκερδών του κεφαλαίου. Μάλιστα σε αγροτικές περιοχές, όπου πήρε και διψήφια ποσοστά ακόμη, "φρόντισε" οι εργάτες, κυρίως αλλοδαποί, και να αμείβονται πολύ χαμηλά και ενίοτε να μην πληρώνονται ούτε τα δεδουλευμένα και φυσικά να μην ασφαλίζονται),
-έχοντας δημιουργήσει σημαντικές προσβάσεις στην αστυνομία,
-εκμεταλλευόμενη τον κοινωνικό αυτοματισμό που πέτυχαν να επιβάλουν οι μνημονιακές κυβερνήσεις και τα ΜΜΕ όπου ο άνεργος, ο εργάτης και ο εργαζόμενος χαίρεται με την ανεργία και την ανασφάλεια του γείτονα ενώ αδιαφορεί να συμμετάσχει σε λαϊκό μαζικό αριστερό κίνημα, το οποίο θα τον εκφράζει στο σήμερα, και προσπερνά τα διαρκώς αυξανόμενα δις ευρώ που κερδίζουνε οι λίγες εκατοντάδες πλουτοκρατών τα οποία στέλνουνε στο εξωτερικό,      
κατάφερε να τραβήξει μεγάλο μέρος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα και να τρομοκρατεί πολίτες με μαφιόζικες μεθόδους.
Η δράση της είναι απόλυτα συμβατή με την πολιτική που ασκείται τα τελευταία τέσσερα πέντε χρόνια και οι δεσμοί της με τις πρόσφατες κυβερνήσεις (ιδίως της Νέας Δημοκρατίας με τη συσσώρευση στο περιβάλλον Σαμαρά των "γεννημένων αντικομουνιστών") οφθαλμοφανείς. Ήτανε το μακρύ χέρι του καπιταλιστικού συστήματος και της κρίσης που κατασκεύασε.
Όταν όμως, για τους σκοπούς σου, φτιάχνεις έναν φανατισμένο άμυαλο δολοφόνο τον ελέγχεις μέχρις ενός σημείου. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα δε μαζευότανε ούτε μπορούσε να κουκουλωθεί και η ρήξη στο χώρο της ακροδεξιάς ήτανε αναπόφευκτη. Το κακό για τη Νέα Δημοκρατία είναι ότι οι Χρυσαυγίτες αισθάνονται ότι τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, που επί μακρόν μιλούσανε μαζί τους, τους πουλήσανε και απ’ ό,τι φαίνεται είναι διατεθειμένοι να τους εκδικηθούνε.
Φυσικά τα ΜΜΕ κάνουνε ό,τι μπορούνε. Πανηγύρια για την έξοδο στις αγορές και το πλεόνασμα. Μήπως είναι η πρώτη φορά που ο ένδοξος ελληνικός λαός θα τσιμπήσει ΒΛΑΚΩΔΩΣ; Μήπως η δεύτερη ή η τρίτη; Μάλλον είναι πολύ περισσότερες…
Εξάλλου το ότι καθόμαστε και ασχολούμαστε με τον Κασιδιάρη και τον Μπαλτάκο, το Σαμαρά και το Βενιζέλο, τον κάθε αλεξιπτωτιστή πολιτικό μιας χρήσης (που στο πρόσωπό του το σύστημα ανακαλύπτει το μαξιλαράκι να πέφτουνε οι αγανακτισμένοι και αυτό να συνεχίζει χωρίς προσκόμματα) και τις αναλύσεις των μνημονικών δημοσιογράφων περί οικονομικής ανάκαμψης όταν γύρω ο κόσμος παθαίνει και πεινάει όπως και χθες, όπως και πριν από δυο χρόνια, και όταν τα πάντα για το χρέος και γύρω από το χρέος είναι λογιστικά καπιταλιστικά μαγειρέματα και δεν είμαστε στο ΔΡΟΜΟ μέχρι να πετύχουμε να επιβάλουμε μια πολιτική ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ, εκτός από εμάς ποιος άλλος φταίει; Αλλά αξίζουμε την ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ;

Γιώργος Πρίμπας.

Αναδημοσίευση από το 24Γράμματα.