30 Δεκεμβρίου 2011

Ημερολόγιο Ποδηλάτη [Oρχήστρα δωματίου]


Ημερολόγιο Ποδηλάτη.

Στο στρατό, ήταν το στερνό ποδήλατο.
Μες στους μυριάδες, ο ύστατος.
Οι ακτίνες του γύριζαν πολυτέμνοντας, τόξα και ασφάλτινους κομήτες.
Νύχτα,
στο ανεξακρίβωτο δέντρο,
η φυλλωσιά ένα ψηφιδωτό αεικίνητο,
όλο χλωροσύνη και κυψέλες.

Αχνοί ιστοί, ισχνοί βολβοί και κραταιό δοξάρι,
στη βιόλα του ήχοι εκκρεμούν ως το λιγνό χορτάρι.

Μακριά τα μέλη των κλαριών συνθέτουν παραγάδι
και μέσα φαίνει στιλβωτό, με λέπια ένα κοπάδι.

Κοπάδι κάτωχρο κι υγρό, σπαρτάριστο εν συσπάση
τα βράγχι' ασκοί με κρύσταλλο φουσκώνουν ως την χάση.

Ύστερα , την  μέρα, μακριά από δεντρίσια παραγάδια,
κάτω απ' την ρόδα του,
σταχτερές οι πλατείες δοκιμάζονται από τη βία του λάστιχου και του τάχους.
Είδε μερικά συνθήματα της ώρας
και τους φωτεινούς γοφούς των ανταρσιών ν' αναβοσβήνουν αχνά ,μέσα στις ακτίνες του.
Οι λοβοί του άνθισαν,
αυγατίζοντας ομοβροντίες αγανάκτησης.
Τώρα πάει με τα σμήνη και τ' όχημα του δεν αγγίζει δρόμο.

Ζύμη νέφους στις γροθιές του
το ψωμί του όλο γεννάνε,
δίνες οι ορθοπεταλιές του,
το αλέθουν, το ρουφάνε.

Στο καλάθι του ως αντήλιο,
στη φορμόλη ένα κεφάλι,
το κεφάλι του το ίδιο,
ταξιδεύει και αγάλλει.

Στέκει μόνος ο λαιμός του,
σπίτι ενός ξενιτεμένου
νόστο ανθίζει ο γκρεμός του,
μάρτυς Μάρτη εσταυρωμένου.

Τώρ' ακέφαλος πώς στέκει
λένε αθώα οι τσιρκολάνοι,
πίσω τρέχει απ' ένα τσέρκι,
κι όπως πάει θα πεθάνει.

Αδέσποτε, ύστατε ακροβάτη των σελών,
εσύ καλπάζεις συλλέγοντας μες τα δόντια ακίδες και τυχαία ζωύφια.
Στις χούφτες σου, ο πληθυσμός της πολιτείας με τις εξάρσεις του,
τις αφυπνίσεις και το αστείο κουκλοθέατρο που στήνει,
καθώς σκέλεθρα μαριονέτων,
κινούνται αμέριμνα από καραβόσκοινα.
Στο αναλόγιο σου, οι κενές βιτρίνες καθρεφτισμένες σε πολύχρωμα εκκλησιαστικά τζάμια.
Κι εσύ, αξιοθέατο του κέντρου, αεικίνητο,
κομπάρσε ενός θιάσου που δεν μένει ,
βλέπω το κοσμοδρόμιο και το μακρινό σου άρμα,
και κάτω απ' τα λάστιχα σου,
τα νερά παλινοστούν με αφρούς, σταυρούς και βράγχια.

Των σταυρών τα χνουδάτα πνευμόνια,
συμμαζεύουν ανάσες νερένιες
και τα όντα θαλάσσια πιόνια
με πεταλιές προχωρούν ασημένιες.

Ποδηλάτη, παράξενος δύτης
καταλήγεις καθώς ξεμακραίνεις,
στα πελάγη, δρομεύς και αγύρτης
τερματίζεις, τη στέψη αναμένεις.

Απ' τα νερά σηκώνονται τα όρη σαν πυξίδες,
βλέπεις τώρα διάφανο τ' άστρο κάποιου βορρά
κι αν είναι θανατερό το χρυσάφι
μες τις κασέλες των οριζόντων, όπως καταβυθίζεται σε τάφρους ορυχείων,
εσύ θες μόνο το σημείο φυγής μες στον πίνακα που τρέχεις να αγγίξεις
κι ύστερα στην καμπύλη να χαθείς,
ανεμίζοντας βάγια και συμπαθητικούς Ιούδες.

Μπηγμένοι σταυροί μες στους λόφους
σ' αυτούς πας με ούριους συντρόφους.

Λημέρια σε κρύβουνε, πόσα; Μέτρα!
Κοιμάσαι, προσκέφαλο η πέτρα.

Μεσσία της Παρασκευής,
μιας οποιασδήποτε Παρασκευής
και γεννημένε άνευ άστρου και πάχνης,
ένα ποδήλατο η περιουσία σου όλη κι όλη,
ένα ποδήλατο και οι ταγμένοι δρόμοι.
Τα πέταλα μες τις ίριδες παφλάζουν,
στο διάκενο των ακτίνων, μια αυτοκρατορία πλασμάτων.
Η γλώσσα τους απ' το υλικό σου.
Αλογίσια και στην χαίτη της λαξευμένος ο καλπασμός στο αμφίρροπο.
Μια μπόρα σε βάλλει  απόκοσμων καστράτων ,
που φεύγουν στοχεύοντας άριες πάνω στα δικά τους ποδήλατα ,
δεμένα με χορδές και λαρύγγια.
Μες στο βελούδο σηκώνεται αναπάντεχα,
θεόρατος ένας Φαρινέλι,
πελαγοδρομεύς όπως κι εσύ, στην γλώσσα γλιστρά κι υψώνεται της φλύαρης πορείας σου.

Γόρδιων έκταση τώρα τα μέλη,
πέλματα μπρούτζινα λιώνουν αμπέλια
και στο νερό μέσα του Φαρινέλι,
φεύγει από κρύσταλλο μι' αγέλη χέλια.

Αγρι' ανήμεροι, λάβροι καστράτοι,
λάρυγγες άνεμοι, κάτοικοι θόλου
άντρες ιδιότροποι μα ντελικάτοι
μες στον ασκό λεπτεπίλεπτου Αιόλου.

Πού πας μέσα σε αόρατες ουρές,
μέσα στην ευρεία υγρασία ενός ρε, να υπάρξεις,
εσύ, ραγδαίε και μοναχικέ.
Κι όμως!
Σε είδα να κάνεις ποδήλατο πάνω στο πεντάγραμμο,
ακέφαλος στο κρεσέντο σου, σαν αλλοπαρμένο αλογάκι.
Πάλευες με την μπροστινή τη ρόδα σου,
ν' ανοίξεις  τη σφιχτή κλειδαριά ενός σολ.
Φεύγαν απ' την διάτρητη σκεπή του, σμήνη τα χελιδόνια.
Ακολούθησες κι εσύ.
Ο λαιμός σου ορθάνοιχτος, μια φωλιά αλλιώτικη από λάσπη, βαμβάκι κι αδένες.
Οι κούρμπες σου όλο σπόρια και νερό.
Στην ράχη σου, μόλις που φύτρωνε ένα οξύ κουδουνάκι ,
αναγκαίο σε κάθε σωστό ποδηλάτη.

28 Δεκεμβρίου 2011

(χωρίς τίτλο) [Πόπη Συνοδινού]


Μαγεία η έλξη κι αθάνατη
καυτή σαν ήλιος που γελά αρπάζοντας τις στέγες,
ωραίος είσαι σαν την πορφύρα την αθάνατη
μυσταγωγικές οι προσφορές σου στο Πέλαγος,
εγώ σκέπτομαι τι θα ‘ταν το Πέλαγος αν μόνο του έστεκε,
... η ποίηση τι θα ‘ταν αν μια θεά μόνη της ήταν κι έβλεπε σαν τον Νάρκισσο την ψυχή της,
όλα τα πλάσματα θέλουν υλικά να λιώσουν τα φαρμάκια τους,
όλα ζητούν να ξοδιάσουν σαν απεγνωσμένα την χάρη και την ομορφιά που κρύβουν κάτω από τα
                                                                                                                         πέπλα τους,

σιγοντάρω στην χαρά,
στην δύναμη που έχει ο άνθρωπος να κάνει έργο την λύπη,
αθάνατα όλα αυτά και στέκουν δαγκωμένα ,
σαν το μήλο που κάποιος κακός παραμυθάς έκανε ιστορία αμαρτίας και αγιοσύνης,
να φοβούνται αυτοί που νιώθουν τον κόσμο παράταιρο από την ύπαρξη τους...
να λατρεύουν αυτοί που τον κόσμο μέσα τους τον έχουν...

26 Δεκεμβρίου 2011

Χριστουγεννιάτικο [Κώστας Σφενδουράκης]


Χριστουγεννιάτικο


Χριστουγεννιάτικα στο κέντρο
ήμουν ξημέρωμα Σαββάτου,
είδα στο σύνταγμα ένα δέντρο
που είχαν στολίσει τη σκιά του.

Είπα πως θα 'ναι απ' το μεθύσι
ή από της λήθης τη μαστούρα
το δέντρο ήταν κυπαρίσσι
κι εγώ ήμουν σαν νεκρή φιγούρα.

Πια η γιορτή είχε τελειώσει
ερημική στιγμή και κρύα
να είμαι εκεί χωρίς αιτία

και να κοιτώ που ' χαν φυτρώσει
δίπλα στο δρόμο λίγα βρύα
έμοιαζε τάφος η πλατεία.

25 Δεκεμβρίου 2011

Το θαυμαστικό [Anton Chekhov]





Το θαυμαστικό


Τη νύχτα των Χριστουγέννων, ο Εφίμ Φόμιτς Περεκλάντιν, δημόσιος υπάλληλος, έπεσε να κοιμηθεί στενοχωρημένος, καταρρακωμένος, θα έλεγα.
«Παράτα με, διαβολεμένη!» μούγκρισε κακιωμένος στη γυναίκα του, όταν τον ρώτησε γιατί είναι έτσι μουτρωμένος.
Είχε μόλις επιστρέψει από μια επίσκεψη, όπου ειπώθηκαν πολλά δυσάρεστα και προσβλητικά πράγματα για το άτομό του. Στην αρχή, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το όφελος της μόρφωσης γενικώς, κατόπιν πέρασαν στο μορφωτικό επίπεδο που απαιτούσε ο τομέας τους και εκφράστηκαν, εν προκειμένω, πολλές επικρίσεις, ακόμα και χλευασμοί, με αφορμή το χαμηλό αυτό επίπεδο. Κατόπιν, όπως συνηθίζεται σε όλες τις ρωσικές παρέες, από το γενικό πέρασαν στις προσωπικές περιπτώσεις.
«Ας πάρουμε, για παράδειγμα, εσάς, Εφίμ Φόμιτς», απευθύνθηκε στον Περεκλάντιν ένας νεαρός. «Κατέχετε μια σεβαστή θέση... αλλά τι μόρφωση έχετε;»
«Καμιά. Κι ούτε απαιτείται σε μας μόρφωση», απάντησε αμήχανα ο Περεκλάντιν. «Να γράφεις σωστά, αυτό αρκεί...»
«Και πού μάθατε να γράφετε σωστά;»
«Μα, συνήθισα... Στα σαράντα χρόνια υπηρεσίας έμαθα να κουνάω τα χέρια μου... Στην αρχή, βέβαια, ήταν δύσκολο, έκανα λάθη, αλλά μετά συνήθισα... κι εντάξει...»
«Και τα σημεία της στίξης;»
«Και τα σημεία της στίξης εντάξει... Σωστά τα βάζω».
«Χμ!...» μπερδεύτηκε κάπως ο νεαρός. «Η συνήθεια όμως είναι εντελώς άλλο πράγμα από τη μόρφωση. Δεν αρκεί το να χρησιμοποιείτε σωστά τα σημεία της στίξης... δεν αρκεί! Πρέπει να ξέρετε και γιατί τα χρησιμοποιείτε! Βάζετε ένα κόμμα, αλλά οφείλετε να καταλαβαίνετε για ποιο λόγο το βάζετε... ναι! Αυτή η ασύνειδη... αντανακλαστικά σωστή γραφή σας δεν αξίζει δεκάρα. Είναι μηχανική, τίποτα παραπάνω».
Ο Περεκλάντιν σιωπούσε, χαμογελώντας μάλιστα δειλά (ο νεαρός ήταν γιος ενός κρατικού συμβούλου και είχε δικαίωμα ο ίδιος σε μια θέση Χ βαθμού), αλλά τώρα, πέφτοντας για ύπνο, μετατράπηκε ολόκληρος σε αγανάκτηση και κακία.
«Σαράντα χρόνια υπηρέτησα», σκεφτόταν, «και κανένας δε με αποκάλεσε βλάκα, αλλά, για δες, ξάφνου άρχισαν οι κριτικές! "Ασύνειδα!... Αντανακλαστικά! Μηχανική αναπαραγωγή..." Μπα, που να με πάρει ο διάβολος! Μάλιστα, κύριε, μπορεί να σκαμπάζω περισσότερα από σένα, κι ας μην πήγα ποτέ στα πανεπιστήμιά σας!»
Αφού εκτόξευσε νοερά στον επικριτή του όλες τις γνωστές βρισιές, ζεσταμένος πια κάτω από τις κουβέρτες, ο Περεκλάντιν άρχισε να ηρεμεί.
«Ξέρω... καταλαβαίνω...» σκεφτόταν καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος. «Δε θα βάλω άνω κάτω τελεία εκεί που χρειάζεται κόμμα, πράγμα που σημαίνει ότι καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ. Μάλιστα... νεαρέ μου... Πρώτα πρέπει να ζήσεις λίγο, να δουλέψεις, και μετά να κρίνεις τους γέρους...»
Μπροστά στα κλειστά μάτια του λαγοκοιμισμένου Περεκλάντιν, μέσα από σκοτεινά, χαμογελαστά σύννεφα, ξεπετάχτηκε σαν μετεωρίτης ένα φλεγόμενο κόμμα. Κατόπιν δεύτερο, τρίτο, και σύντομα ο σκοτεινός, απεριόριστος ορίζοντας, που απλωνόταν στη φαντασία του, καλύφθηκε από πυκνά σμήνη ιπτάμενων κομμάτων...
«Ας πάρουμε αυτά τα κόμματα...» σκεφτόταν ο Περεκλάντιν, νιώθοντας τα μέλη του να παραλύουν γλυκά από τον επερχόμενο ύπνο. «Τα καταλαβαίνω θαυμάσια... Μπορώ να βρω θέση για το καθένα, αν χρειαστεί... και... και συνειδητά... όχι στην τύχη... Εξέτασέ με και θα δεις... Τα κόμματα μπαίνουν σε διάφορα σημεία, εκεί που χρειάζεται κι εκεί που δε χρειάζεται. Όσο πιο μπερδεμένο είναι το κείμενο, τόσο πιο πολλά κόμματα χρειάζονται. Μπαίνουν μπροστά από το "ο οποίος" και μπροστά από το "ότι". Αν πρέπει να απαριθμηθούν με τη σειρά οι υπάλληλοι, τότε πρέπει τον καθένα να τον ξεχωρίζεις με κόμμα... Ξέρω!»
Τα ολόχρυσα κόμματα στριφογύρισαν στον αέρα και απομακρύνθηκαν. Στη θέση τους εμφανίστηκαν οι φλογισμένες τελείες...
«Η τελεία μπαίνει στο τέλος του κειμένου... Εκεί όπου χρειάζεται να πάρεις μεγάλη ανάσα και να κοιτάξεις τον ακροατή, εκεί επίσης μπαίνει τελεία. Στο τέλος κάθε μεγάλης παραγράφου βάζουμε τελεία, ώστε να μην κολλήσει το στόμα του γραμματέα, όταν θα το διαβάζει. Πουθενά αλλού δεν μπαίνει τελεία... »
Τα κόμματα επιστρέφουν και πάλι... Ανακατεύονται με τις τελείες, στροβιλίζονται, και τότε ο Περεκλάντιν βλέπει ολόκληρο σχηματισμό από άνω τελείες και άνω και κάτω τελείες...
«Κι αυτά τα ξέρω...» σκέφτεται. «Εκεί που το κόμμα δεν είναι αρκετό, αλλά η τελεία πάει πολύ, εκεί βάζουμε άνω τελεία. Πριν από το "όμως" και το "επομένως" πάντα βάζω άνω τελεία... Και οι άνω κάτω τελείες; Οι άνω κάτω τελείες μπαίνουν μετά τις λέξεις "αποφασίσαμε", "ορίσαμε"... »
Οι άνω τελείες και οι άνω κάτω τελείες χάθηκαν. Ήρθε η σειρά των ερωτηματικών. Ξεπετάχτηκαν μέσα από τα σύννεφα και άρχισαν να χορεύουν κανκάν...
«Ερωτηματικό; Χαρά στο πράγμα! Για χιλιάδες αμέτρητες από αυτά μπορώ να βρω μια θέση. Μπαίνουν πάντα όταν πρέπει να γίνει ερώτηση, ή, ας υποθέσουμε, όταν πρέπει να μάθουμε σχετικά με κάποιο χαρτί: "Πού καταγράφεται ο ισολογισμός για το τάδε έτος;" ή: "Δε θεωρεί άραγε η αστυνομική διεύθυνση δυνατόν, αυτή την Ιβάνοβα και λοιπά;..."»
Τα ερωτηματικά συγκατένευσαν επιδοκιμαστικά με τους μικρούς γάντζους τους και αστραπιαία, σαν να τους δόθηκε κάποιο παράγγελμα, μετατράπηκαν σε θαυμαστικά...
«Χμ!... αυτό το σημείο της στίξης μπαίνει συχνά στις επιστολές. "Αξιότιμε κύριε!" ή "Εξοχότατε, πατέρα και ευεργέτη!..." Αλλά στα κείμενα, πότε μπαίνει;»
Τα θαυμαστικά τεντώθηκαν ακόμα περισσότερο και σταμάτησαν περιμένοντας...
«Στα κείμενα μπαίνουν όταν... αυτό... το... πώς το λένε; Χμ! Αλήθεια, πότε το βάζουμε στα υπηρεσιακά έγγραφα; Κάτσε... δε θυμάμαι... Χμ!...»
Ο Περεκλάντιν άνοιξε τα μάτια και άλλαξε πλευρό. Όμως δεν πρόλαβε να ξανακλείσει τα μάτια και στο μαύρο φόντο εμφανίστηκαν πάλι τα ερωτηματικά.
«Να πάρει ο διάβολος... Πότε μπαίνουνε», σκέφτηκε, προσπαθώντας να διώξει από τη φαντασία του τους απρόσκλητους επισκέπτες. «Έχει γούστο να ξέχασα! Ή ξέχασα, ή... δεν τα έβαζα ποτέ...»
Ο Περεκλάντιν άρχισε να φέρνει στη μνήμη του όλα τα έγγραφα που έγραψε στη διάρκεια των σαράντα χρόνων υπηρεσίας. Αλλά όσο κι αν σκεφτόταν, όσο κι αν έστυβε το μυαλό του, δεν ανακάλυψε στο παρελθόν του ούτε ένα θαυμαστικό!
«Τι περίπτωση κι αυτή! Έγραφα σαράντα χρόνια και δεν έβαλα ούτε μια φορά θαυμαστικό... Χμ!... Αλλά, πότε στο δαίμονα μπαίνει;»
Από τις σειρές των φλεγόμενων θαυμαστικών πρόβαλε σαν έχιδνα το γελαστό μουσούδι του νεαρού επικριτή. Τα θαυμαστικά γελούσαν επίσης καθώς συγχωνεύονταν σε ένα τεράστιο θαυμαστικό.
Ο Περεκλάντιν τίναξε το κεφάλι του και άνοιξε τα μάτια.
«Ένας θεός ξέρει...» σκέφτηκε. «Αύριο πρέπει να σηκωθώ για τον όρθρο, και τούτος ο σατανάς δε φεύγει από το μυαλό μου... Φτου! Μα... πότε το βάζουμε; Πού είναι λοιπόν η συνήθεια; Πού είναι η μάθηση; Σαράντα ολόκληρα χρόνια κι ούτε ένα θαυμαστικό! Ε;»
Ο Περεκλάντιν σταυροκοπήθηκε και έκλεισε τα μάτια, αλλά τα ξανάνοιξε πάραυτα. Στο μαύρο φόντο δέσποζε ακόμα το θαυμαστικό...
«Φτου! Πώς να κοιμηθείς έτσι; Μαρθάκι!» απευθύνθηκε στη γυναίκα του, η οποία συχνά παινευόταν ότι τέλειωσε εσωτερική σε κάποιο εκπαιδευτήριο. Μήπως, ξέρεις, ψυχούλα μου, πότε μπαίνει στα κείμενα το θαυμαστικό;»
«Αυτό έλειπε, να μην ξέρω! Τσάμπα σπούδασα εφτά χρόνια στο εκπαιδευτήριο; Θυμάμαι απ' έξω κι ανακατωτά όλη τη γραμματική. Το σημείο αυτό μπαίνει στις προσφωνήσεις, στα επιφωνήματα και στις εκφράσεις ενθουσιασμού, αγανάκτησης, χαράς, οργής και λοιπών συναισθημάτων».
«Μάλισταα...» σκέφτηκε ο Περεκλάντιν. Ενθουσιασμός, αγανάκτηση, οργή και λοιπά συναισθήματα...»
Ο δημόσιος υπάλληλος έπεσε σε βαθύ συλλογισμό... Σαράντα χρόνια έγραφε χαρτιά, χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες έγγραφα, και δε θυμάται ούτε μια αράδα που να εκφράζει ενθουσιασμό, αγανάκτηση ή κάτι παρόμοιο...
«Και λοιπά συναισθήματα...» σκεφτόταν. «Αλλά, σάμπως στα έγγραφα χρειάζονται συναισθήματα; Κι ένας αναίσθητος μπορεί να τα γράψει... »
Το μούτρο του νεαρού επικριτή ξεπρόβαλε και πάλι πίσω από το φλογισμένο σημείο στίξης και χαμογέλασε φαρμακερά. Ο Περεκλάντιν σηκώθηκε και κάθισε στο κρεβάτι. Το κεφάλι του πονούσε, στο μέτωπο εμφανίστηκε κρύος ιδρώτας... Στη γωνία φώτιζε απαλά το καντήλι, τα έπιπλα ήταν καθαρά, γιορτινά, τα πάντα απέπνεαν ζεστασιά και την παρουσία γυναικείων χεριών, αλλά ο δύστυχος υπαλληλάκος κρύωνε, ένιωθε απαίσια, ακριβώς σαν να είχε αρρωστήσει από τύφο. Το θαυμαστικό στεκόταν πια όχι πίσω από τα κλειστά του μάτια, αλλά μπροστά του, εδώ, στο δωμάτιο, κοντά στο κομοδίνο της γυναίκας του και του έκλεινε κοροϊδευτικά το μάτι...
«Γραφομηχανή! Μηχανή!» ψιθύριζε το φάντασμα, φυσώντας κι εκτοξεύοντας πάνω στο γραφιά ξερό αέρα. «Ξύλο απελέκητο!»
Ο υπαλληλάκος κρύφτηκε κάτω από την κουβέρτα, όμως και κάτω από αυτήν συνέχισε να βλέπει το φάντασμα. Κόλλησε το πρόσωπό του στον ώμο της γυναίκας του, αλλά πίσω από τον ώμο ξεφύτρωνε ο ίδιος πάντα εφιάλτης... Όλη τη νύχτα παιδεύτηκε ο δύστυχος ο Περεκλάντιν, κι όταν φώτισε η μέρα το φάντασμα ήταν ακόμα εκεί... Το έβλεπε παντού. Την ώρα που φορούσε τις μπότες του, στο πιατελάκι του τσαγιού, στο παράσημο τρίτου βαθμού, το «Στανισλάφ»...
«Και λοιπά συναισθήματα...» σκεφτόταν. «Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχαν συναισθήματα... Θα πάω, ας πούμε, σε λίγο, στη διεύθυνση να υποβάλω τα σέβη και τις ευχές μου... σάμπως αυτό γίνεται με συναίσθημα; Λοιπόν, τι κρίμα... Είμαι απλώς μια ευχετήρια μηχανή...»
Ο Περεκλάντιν βγήκε στο δρόμο και σταμάτησε μια άμαξα, όμως του φάνηκε ότι στη θέση του αμαξά καθόταν ένα θαυμαστικό.
Μπαίνοντας στον προθάλαμο του σπιτιού του προϊσταμένου του, στη θέση του θυρωρού είδε το σημείο... Που του μιλούσε πάντα για ενθουσιασμό, αγανάκτηση, οργή... Ο κονδυλοφόρος είχε πάρει κι αυτός τη μορφή θαυμαστικού. Ο Περεκλάντιν τον έπιασε, βούτηξε την πένα στο μελάνι και υπέγραψε:
«Κρατικός υπάλληλος Εφίμ Φόμιτς Περεκλάντιν!!!»
Βάζοντας τα τρία θαυμαστικά ένιωσε ενθουσιασμό, αγανάκτηση, ικανοποίηση, κι έβραζε από οργή.
«Να, για να μάθεις! Να, για να μάθεις!» μουρμούρισε, πιέζοντας την πένα.
Το φωτεινό σημείο ικανοποιήθηκε κι αυτό και εξαφανίστηκε.

24 Δεκεμβρίου 2011

Tα Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα:
1.Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη (σελ. 1-5)
2. Στο Χριστό στο Κάστρο (σελ. 6 -21)
3. Το Xριστόψωμο (σελ. 21-24)

κατεβάστε το εδώ

Βολταίρος – Φιλοσοφικές Επιστολές [Πρόλογος μετάφραση: Νίκος Αλιφέρης]


Το βιβλίο: “Βολταίρος – Φιλοσοφικές Επιστολές [Πρόλογος μετάφραση: Νίκος Αλιφέρης]”(εκδ. Αλεξάνδρεια 1989), σήμερα εξαντλημένο, δυσεύρετο αλλά και μοναδικό στην ελληνική γλώσσα βιβλίο όπου κάποιος μπορεί να βρει μεταφρασμένες και τις είκοσι πέντε  φιλοσοφικές επιστολές του Βολταίρου.
Η μετάφραση ρέει σωστά και αποδίδει επίσης σωστά τις θέσεις του μεγάλου αυτού φιλόσοφου και εμβληματικής μορφής του διαφωτισμού.

Στον πρόλογο, με τίτλο: «Οι αφιλοσόφητες επιστολές του Βολταίρου», ο μεταφραστής, Νίκος Αλιφέρης, καταλήγει ως εξής:
«[...] Ο μεγαλοφυής αυτός ηλίθιος, πατέρας του Σοσιαλισμού και του Καπιταλισμού, των μαρξιστών και των φιλελεύθερων˙ προοδευτικότερος των προοδευτικών και κατανοητός από όλους˙ είναι ο βασιλέας του κόσμου μας και ο εξουσιαστής του πνεύματός μας - κι ας τον περιφρονούν φιλόσοφοι και στοχαστές˙ είναι η ψυχή και το στήριγμα της σύγχρονης δημοκρατίας - κι ας στάθηκε ο ίδιος υπέρμαχος της μοναρχίας. Διακόσια χρόνια μετά την Γαλλική και Παγκόσμια Επανάσταση, κάτω από το βάρος του πνευματικού και πολιτικού αδιέξοδου της σημερινής εποχής, συνειδητοποιούμε πόσο αδιάσπαστες είναι οι δυο αυτές πλευρές της ζωής μας. Στέκεται πράγματι αδύνατον να απαλλαγούμε από την κυριαρχία της κοινής λογικής και τον υπέρμετρο εγωισμό μας. Κι αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά αποδεσμεύοντας το υπέρτατο αγαθό από την κοινωνία και την ιστορία, κι ανυψώνοντάς το πάλι στους ουρανούς.»

Όπως μπορεί κάποιος να καταλάβει αμέσως, οι απαξιωτικές απόψεις του μεταφραστή για το Βολταίρο και κατά συνέπεια για το διαφωτισμό γενικότερα εκκινούν ακριβώς από αυτή την τελευταία πρόταση του μεταφραστή όπου υπερασπίζεται το θρησκευτικό δυισμό απέναντι στην αναζήτηση μιας κοινωνίας απελεύθερων πολιτών που εξέφραζε ο διαφωτισμός.

Το θέμα όμως δεν είναι αν συμφωνούμε με το Βολταίρο και το διαφωτισμό ή με τις θέσεις του μεταφραστή, αλλά πως τελικά στο έργο της μετάφρασης αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν ο μεταφραστής συμφωνεί ή όχι με το έργο που μεταφράζει (και αυτό έχει δικαίωμα να το εκφράσει) αλλά αν μεταφράζει σωστά (και το ελάχιστο που αυτό σημαίνει είναι να παραδίδει ένα κείμενο σε σωστή γλώσσα που δεν θα προδίδει το αρχικό κείμενο).
Όσο και αν διαφωνώ με τις θέσεις του συγκεκριμένου μεταφραστή, αφού σε τελική ανάλυση υπερασπίζεται τον θεοκρατικό κόσμο των πολυεθνικών κρατών ο οποίος προηγήθηκε της εποχής του διαφωτισμού στην Ευρώπη (που δυστυχώς επανέρχεται υπό τη μορφή πολυεθνικών οικονομοκρατιών), εκτιμώ τη μετάφρασή που μας προσέφερε και φυσικά θεωρώ αυτονόητο πως κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να μεταφράζει μόνο αυτό με το οποίο συμφωνεί. Το έργο της μετάφρασης είναι μία προσωπική πρόκληση και όχι μία συμπλήρωση πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων.

20 Δεκεμβρίου 2011

Οι ερμηνείες της εκπολιτισμένης εξαθλίωσης [Oρχήστρα δωματίου]

απόσπασμα από: εδώ

"Οι ερμηνείες της εκπολιτισμένης εξαθλίωσης"

Απόπειρες.

α.

Οι τρείς μεγαλοπρεπείς κουρελήδες,
λιβανίζουν τα δυάρια.
Πεντακάθαρα δυάρια .
Τρισεύγενα.
Τα δυάρια είναι δυάρια , τίποτα περισσότερο ,
από μικρούτσικες οχιές ,
που χορεύουν πλάι στα ποτήρια τους.
Μπορεί να σημαίνουν το σχέδιο των κηροπηγίων ,
ή την δυαδικότητα των σκέψεων : την εκπεφρασμένη αβρότητα ,
την καταπνιγμένη ,ακατάσχετη εσχατολογία μέσα τους.

[Απόπειρα εξαθλίωσης του παραπάνω:

Τρείς βρωμιάρηδες παίζουν χαρτιά. Μπαλαντέρ το δύο. Πίνουν.]


β.


Τα ξυλοπάπουτσα του , βρίθουν από εγχειρίδια θρησκειών.
Ανέσκαπτες τουρμπάνια , σταυρούς και παχύδερμους γκουρού εν γαλήνη.
Το ζήτημα , είναι η λερή αγιοσύνη του λόγου.
Η σήψη που καιροφυλακτούσε , νεανική κάτω απ' το νύχι της λέξης.
Μια σόλα μπορούσε να συνθλίψει αυτό το σαράκι.
Μια φτέρνα διδασκαλίας , μπορούσε να χαράξει το ύπαιθρο ενός νέου "είναι"
προς ανακάλυψη.
Βέβαια δεν είναι καθόλου πρωτότυπη ιδέα , να γίνει αυτό πετσί με πετσί.
Η εξαθλίωση δεν έχει απαίτηση.
Δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ειδικών προσόντων .
Σ' ένα προάστιο ήδη ορφανεμένο απ' άνθηση , μπορείς να την έχεις βέβαιη ,
αδέσποτη καθώς γυρνοβολά στους ασπρόμαυρους δρόμους ,
στην πάχνη του πρωινού , στην υγρασία των τοίχων.
Όταν "η ρήξη των στερετοτύπων" και τα ρηξικέλευθα επακόλουθα ,
έγιναν τα ίδια ένα ακόμα στερεότυπο ,μια κοινοτυπία χωρίς έλεος ,
στάλθηκε το άχρηστο αίμα μας στην αθλιότητα μιας πληκτικής επανάληψης.
Ειπώθηκαν όλα άραγε;
Από εκείνους που κατοικήθηκαν απ' την Γλώσσα. Και οι άλλοι ;
Ίσως έχουν κάτι φοβερότερο να πουν.


[Απόπειρα εξαθλίωσης του παραπάνω:

Ένας θρήσκιος με ξυλοπάπουτσα συναντά γκουρού και παπάδες.
Με τις σόλες του σκοτώνει τα ζωύφια.
Αυτό δεν είναι και τίποτα σπουδαίο.
Γυρνάνε στο ύπαιθρο .
Αυτοί τα έχουν πει όλα.
Οι άλλοι έχουν να πουν πιο φοβερά πράγματα απ' αυτούς.
Οι άλλοι είναι αυτοί που δεν είναι σαν αυτούς.]


γ.


Τ' αμίλητα στοιχεία , συνοδεύονται από υπεραναλύσεις ανακριβειών.
Μιλάμε για τα έλη , που έφεραν την μέγιστη σύρραξη , στις τάξεις των ασίγαστων .
Κάτω απ' τον φλοιό , μια κοινωνία αγνοούμενων διαλόγων ,
καυγάδιζε όλο σπορά.
Η υψικάμινος των αντιρρήσεων.
Σ' αυτή τη φωτιά , συντρίψαμε το ογκολιθικό ψύχος , των άσκοπων φλυαριών.

[Απόπειρα εξαθλίωσης του παραπάνω:

Κάποια στοιχεία είναι αμίλητα.
Αυτά και άλλα καίγονται σε μια φωτιά.]


δ.


Δεν είναι και πολύ σπουδαίο πράγμα ,
μια απελεύθερη εφηβεία,
μ΄ όλα εκείνα τα στοιχεία της εξαγρίωσης.
Σκαλίζοντας τα πρώτα σου γράμματα , μέσω ριπών ζωικών χνώτων ,
ξέρεις πως η ανθόρροια εμπειριών , πέφτει ραγδαία πολύ μετά τον ορίζοντα.
Αυτό δεν είναι καμιά σπουδαία ανακάλυψη!

[Απόπειρα εξαθλίωσης του παραπάνω:

Η εφηβεία δεν είναι τίποτα σημαντικό.
Μαθαίνεις μερικά γράμματα μαζί με άλλα ζώα.
Ότι είναι μακριά δεν είναι σπουδαία ανακάλυψη.]

18 Δεκεμβρίου 2011

Jazz & Τζαζ - τεύχος 225




1. It Don’t Mean A Thing
2. Sophisticated Lady
3. I Got It Bad
4. Black and Tan Fantasy
5. Mood Indigo
6. I Let A Song Go Out of My Heart
7. Solitude
8. Caravan
9. Honeysuckle Rose
10. Tea for Two

 
Στο Τεύχος 225 του "Jazz και Τζαζ" φιλοξενείται κι ένα μικρό αφιέρωμα στον Κώστα Παπαθανασίου, στη στήλη που επιμελείται ο Σάκης Παπαδημητρίου: "Τζαζ και Λογοτεχνία", και τη νέα του ποιητική συλλογή "Εκμαγεία" (Σαιξπηρικόν, 2011)


Τζαζ [Κώστας Παπαθανασίου]

Δεν μας έμειναν λέξεις

Φυσάμε αλλόκοτες κραυγές
Στα λευκά φαντάσματα
Που μας κοιτάνε

Σε κάτι δωμάτια όλοι μαζί
Κρύβουμε ουσίες παράξενες
Μαζί με τις ψυχές μας

Δεν είμαστε εκεί που περπατάμε
Και μαύρα δάχτυλα χαϊδεύουν
Τις χρυσές τρομπέτες

Παλεύουμε ιδρωμένοι
Σ’ αυτό το δρόμο που
Περίεργα μας ξετυλίγει

Τις νύχτες που υπάρχουμε
Ο γέρο-νέγρος μας τραγουδά
Τα μπλουζ
Όλοι μαζί γελάμε και καπνίζουμε
Κάτω απ’ το χλωμό φεγγάρι
-«Εσείς θα πετάξετε ψηλά»
Μας λέει
Τότε τα μάτια μας γυρνάνε ανάποδα
Και το μπλουζ γίνεται αέρας
Που μας παίρνει


Η μισή Ρίτα έπεσε στο μπαρ [Bαλάντης Βορδός]




Η μισή Ρίτα έπεσε στο μπαρ



Μεσάνυχτα ματωμένα στάζουν σαν υγρασία
σ' αυτήν την γενέθλια κωμόπολη
ποντάροντας τον εαυτό μου σ' αυτό εδώ το μπαρ
του ερέβους.

Νιώθω σαν μόλις να δολοφόνησα
την σιωπή μου γράφοντας
από μνήμης τσαλακωμένες σημειώσεις κρατώντας
κι ύστερα κι άλλες
κι άλλες
και όλες μαζί για πέταμα.

Στα μάτια ενός σκύλου η πραγματικότητα
είναι λιγότερο πραγματική από κάθε
τι άλλο υπάρχει σ' ένα κεφάλι
ανοιγμένο σαν καρπούζι.

Απ' την σκισμένη αφίσα στο μπαρ
η μισή Ρίτα έπεσε
η άλλη μισή με κοιτά
με μισό μάτι.

Ει Ρίτα κερνάω σαμπάνια
θα κάνουμε και κόκα αν το θες
κάνε μου παρέα σήμερα
που βρέχει κίτρινα φώτα
στη λεωφόρο
που βρέχει δάκρυα στα μάτια του σκύλου
που του σκοτώσανε τα παιδιά του.

Φέρε και τη Ρόμι μαζί
θα περάσουμε φίνα οι τρείς μας
μια κίτρινη τρύπα η ψυχή σου
που με ρουφάει.
Πυκνές γάζες αυτή η τρέλα πού έρχεται σε δόσεις
κι άλλοτε με μιας δριμύ χαλάζι στα κεραμίδια πέφτει
κομμένα γάντια στους κροτάφους αυτή η νύχτα μάτια μου
ζεστές παραισθήσεις απ' το φούρνο μικροκυμάτων
του μυαλού σου
και τα όνειρα που ακουμπούν στο αλκοόλ

το ξέρω Ρίτα σε ξέρω και με ξέρεις καλά
όταν σβήνουν τα φώτα λευκές αράχνες
τα μάτια σου
τα συντριπτικά σου δάχτυλα με καθήλωσαν
στη γωνιά της νύχτας χωρίς νύχτα
στραγγαλίζοντας μ' ένα μαξιλάρι
την κραυγή του κενού σου.

Σε είδα στο Χάρλεμ προχθές παρέα
με κάτι μαύρους να προσπαθείς
να ψωνίσεις την ζωή που έχασες
να ψάχνεις τη μάνα σου στα σκουπίδια
της έβδομης λεωφόρου και τις στρατιές
των ανδρών που γεράσανε περιμένοντας
ένα ψεύτικο νεύμα σου.

Πολύ κοινή κατάντησες κούκλα μου
μαγειρεύεις με ποδιά και ρόλεϊ
και τα παιδιά σου περιμένεις στη στάση
του λεωφορείου να γυρίσουν απ' το σχολείο
κι ύστερα το βράδυ στην τηλεόραση να σας πει
παραμύθια ο μπαμπάς
και φιλί στο μάγουλο και καληνύχτα.

Ρίτα γάμησε τα μωρό μου
καλπάζει ο θάνατος στις ενδορφίνες
του μυαλού σου
αυτή η ζωή ελάχιστη ζωή έχει μέσα της
είν' τα σκαλιά απλά μιας σκάλας που
όλο κατεβαίνει και κάπου ξαφνικά
σπασμένο σκαλοπάτι.

Έλα κι έχω κλείσει δωμάτιο για μας
για μια νύχτα μόνο
στο intercontinental της κόλασης
έχει την καλύτερη θέα από δω
ο παραδεισένιος κόσμος των αστών...

15 Δεκεμβρίου 2011

ΑΝΙΛΙΝΗ - ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΟΣ [Θοδωρής Βοριάς]




ΑΝΙΛΙΝΗ - [ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΟΣ]



Ὅταν ξαπλώνει, ὀνειρεύεται
ἀνθρώπους ποὺ παραμένουν ἄνθρωποι,
κι ὕστερα -τόσα χρόνια τὸ ἴδιο ὄνειρο-

μαζεύει σκόρπια κουρέλια ἀξιοπρέπειας,
νὰ ράψει μιὰ σημαία γιὰ τὸ τέλος,
γιὰ νὰ σκεπάσει τὴν καρδιά του
στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία.


πηγή εδώ

14 Δεκεμβρίου 2011

περίπου Καλαματιανός (1)

Ο φίλος, γνώστης της παγκόσμιας σκηνής jazz και συντάκτης του περιοδικού Jazz και Τζαζ, Κώστας Παπαθανασίου, σ’ ένα άρθρο του σε παλαιότερο τεύχος του εν λόγω περιοδικού αναφέρει εύστοχα πως: [...] απ’ τους Έλληνες τζαζίστες δεν περιμένω καμιά μουσική πρωτοπορία. Θέλω απλά καλή μουσική παιγμένη με πάθος και υπευθυνότητα [...]

Για κάποιους λόγους που δεν μπορώ να καταλάβω (2) η μουσική jazz στην Ελλάδα, ενώ απέκτησε αρκετούς φίλους, μάλιστα το περιοδικό Jazz και Τζαζ με την 19χρονη πορεία του θεωρείται ως ένα από τα πλέον σημαντικά περιοδικά για τη Jazz παγκοσμίως, εν τούτοις, οι έλληνες μουσικοί που ασχολήθηκαν με τη μουσική jazz, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν κάποια σχολή (3) και λειτούργησαν ως καλοί εκτελεστές.
Η εν λόγω απαίτηση πάντως ικανοποιείται από πολλούς μουσικούς και ιδίως αν σκεφτούμε πόσοι, και ιδίως νέοι, μουσικοί, που ασχολούνται με τη jazz, διαθέτουν και μία σοβαρή μουσική παιδεία αλλά και αυτοσχεδιαστική ικανότητα.
Επειδή όμως συνήθως οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους, έτσι κι εδώ υπάρχουν δύο εξαιρέσεις. Δύο πολύ σημαντικές εξαιρέσεις! Πρόκειται για δύο μουσικούς οι οποίοι κατάφεραν το έργο τους να αξίζει να χαρακτηριστεί ως πρωτοπόρο.
Δεν είναι στις προθέσεις του παρόντος, εξάλλου υπάρχουν άλλοι αρμοδιότεροι γι’ αυτό, να προσφέρει μία ανάλυση του έργου των πιανίστα Σάκη Παπαδημητρίου και κρουστού Νίκου Τουλιάτου αλλά, και δεδομένου ότι η jazz μετά τα μέσα της δεκαετίας του 60 άνοιξε σα βεντάλια και απλώθηκε ενσωματώνοντας πλήθος τάσεων (4) οι εν λόγω μουσικοί μάς πρόσφεραν ένα έργο που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια όχι μόνο της Ελληνικής μουσικής jazz σκηνής αλλά της Ελληνικής μουσικής γενικότερα καθιστώντας τους ως δύο από τους σημαντικότερους και αναγνωρίσιμους σύγχρονους μουσικούς σε παγκόσμιο επίπεδο.

Κορυφαία έργα τους (ενδεικτικά):

Νίκος Τουλιάτος:
«Μάσκο» (με τη Σαββίνα Γιαννάτου σε φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς) και
«Κρουστών χρησμός για το θάνατο».

Σάκης Παπαδημητρίου:
«Αυτοσχεδιάζοντας στου Μπαράκου» (με το Φλώρο Φλωρίδη στα πνευστά)
«Piano Oracles» (σόλο πιάνο) και
«Plus and Minus» (με τον Λευτέρη Αγγουριδάκη στα κρουστά, σαντούρι, νταούλι κλπ)



__________________

(1) ο τίτλος δανεισμένος από τον τίτλο του δεύτερου κομματιού που περιλαμβάνεται στο δίσκο «Αυτοσχεδιάζοντας στου Μπαράκου» των Σάκη Παπαδημητρίου και Φλώρου Φλωρίδη.

(2) πιθανολογώ λόγω της κυριαρχίας του instrumental στοιχείου στη μουσική αυτή σε αντίθεση με την ελληνική μουσική παράδοση στην οποία κυραρχεί το τραγούδι.

(3) σε άλλες, πλην των ΗΠΑ φυσικά όπου γεννήθηκε στα αρχές του 20ου αιώνα, χώρες ή περιοχές (π.χ. Σκανδιναβία, Αφρική, Ουγγαρία - Πολωνία και λοιπή ανατολική Ευρώπη, Ιαπωνία, Γαλλία, Ιταλία - στην οποία μάλιστα στα μέσα της δεκαετίας του 80 λειτουργούσαν περί τις εκατό ανεξάρτητες εταιρίες δίσκων μόνο για Jazz, κλπ) από την ανάμειξη των ντόπιων μουσικών ιδιωμάτων, όπου ενυπάρχει και η ιδιοσυγκρασία του κάθε λαού, με τη jazz δημιουργήθηκαν σχολές με χαρακτηριστικά ύφη και τρόπους.

(4) από τοπικά μουσικά ιδιώματα και την avant garde μέχρι rock και latin ηχοχρώματα και πάντα σε αλληλεπίδραση με τις σύγχρονες τάσεις της λεγόμενης «λόγιας μουσικής». Σε αυτό βεβαίως βοήθησε πολύ και η «φυγή» πολλών αμερικανών μουσικών προς την Ευρώπη αφού στις ΗΠΑ πολλά που γεννήθηκαν εκεί όταν η ανάπτυξή τους ξεπερνούσε κάποιο όριο τα έδιωχνε.

Μια άλλη ζωή [Iωάννης Μυτιληναίος]




Μια άλλη ζωή


Σήμερα η κόρη μου ζωγράφισε
στο πρόσωπό μου ένα χαμόγελο
Αν και ακόμα δεν καταλαβαίνει
της υποσχέθηκα πως στο εξής
θα κοιτάζω μόνο δε θα μιλώ
Στο δρόμο συνάντησα έναν στρατηγό
χωρίς παράσημα δίχως καπέλο
υποκλίθηκε «Καλημέρα κύριε» μου είπε
και μου έσφιξε το χέρι δυνατά
Στην πόρτα της εκκλησίας
ένας ψάλτης στεκόταν
τις καλοκαιρινές του φορώντας παντόφλες
«Ε παλικάρι, πάμε μέσα» μου φώναξε
«πάμε να ψάλλουμε μαζί»
Και στο δημαρχείο που πήγα
με περίμεναν στην πόρτα
«περάστε κύριε ποιητή», μου είπαν
Μα πώς το ξέρουν
δεν έχω δημοσιεύσει κανένα ποίημα
                                      σκέφτηκα
Σήμερα
σε μιαν άλλη ζωή νόμιζα πως ζούσα
όχι σε τούτη τη ζωή



Η ΩΔΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ (μόνο με αίμα, γράφοντας κόκαλα) [Πόπη Συνοδινού]




Η ΩΔΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ (μόνο με αίμα, γράφοντας κόκαλα)



Σπλάχνο μου,
ούρλιαζε η μητέρα μου κι έτρωγε την καρδιά της.
Μαύρα ντυμένες γυναίκες γύρω της, της κρατούν παρέα.
Μα εγώ που αναχώρησα ήθελα να πω,
αφήστε να μιλήσει ένα ηπειρώτικο μοιρολόι, μια Αμοργιανή μαντινάδα που πλέει στο Αιγαίο.
Νina.
Billie.
Βαμβακάρης.
Τι θέλουν γύρω μας αυτές οι υποκριτικές στο πένθος γυναίκες, ήθελα το δωμάτιο βαμμένο από κεράσι,
σαν αυτό που έβαψαν το στόμα μου.
Τελευταία επιθυμία.
Ρέκβιεμ.
...............................................................................................................
Κάποτε αγάπησα κάποιον που με είπε (ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ), το τραγικό ήταν πως ποτέ δεν με πίστεψε.
Του είπα,
από παιδί έβγαζα τα δόντια μου και τα έβαζα στο φεγγάρι,
διάβαζα κι έγραφα ποιήματα,
τα ποιήματα ήταν πρόβατα που μαλάκωναν τον λύκο.
Διέκρινα την αξία που έχουν τα δάκρυα σαν ρέουν,
κάποτε από ευγνωμοσύνη, κάποτε από πόνο, κάποτε από έρωτα.
BAUDELAIRE! Σε λατρεύω!
...........................................................................................................
Ο έρωτας έβοσκε στα καφενεία, στα μπουρδέλα, στα σχολεία,
στα ασφυχτικά μέσα μαζικής συνεύρεσης,
στις κλούβες με τους μαύρους που κοίταζαν έξω από τα τζάμια σαν τίγρεις θλιμμένες,
θεέ μου, είπα,
πως αντέχεις να βλέπεις μια τίγρη θλιμμένη;
Έβγαλα τα σπλάχνα μου,
τα μοίραζα σε φτωχικά δωμάτια, σε δωμάτια υπόγεια, σε ερωτικά αγκαλιάσματα,
πάντα ο έρωτας ξαγρυπνά τον θάνατο.
Μητέρα.
Ρέκβιεμ.
.........................................................................................................
Κι όμως, ενώ σαν παιδί είχα μόνο όνειρα να σαλεύω
γέμιζα μέσα μου τα ψυχικά αποθέματα,
αγαπούσα πάντα τον ήλιο, όταν με χάιδευε στα μάτια, όταν χάιδευε τα βουνά μπροστά στην θάλασσα.
Η όψη του δίκαιου και του άδικου πάντα στον πνεύμονα μου ουρλιαχτό.
Τις νύχτες που φωνάζει ο έρωτας, που δυναμώνει η αρρώστια,
τις ημέρες που δεν μπορείς να σκεφτείς από το τόσο φως.
Δημήτρης Ροδόπουλος. Ωδή!
........................................................................................................
Κι ενώ με έκαιγε η ζωή,
μια πόρνη πολυτελείας μου έκλεψε κοσμήματα αγαπημένα, κλεπτομανής στο είδος,
έβαλε στην ζυγαριά, ένα τίποτε σε γραμμάρια την ψυχή μου ένα γραμμάριο ο χρυσός.
Λιωμένα δόντια εβραίων. Και κάθε.
Πως αντέχεις θεέ μου να βλέπεις να μην αφήνονται στην ησυχία τους οι νεκροί;
Ρέκβιεμ!
..........................................................................................................
Ο έρωτας είναι πάντα η αιτία να ανακαλύπτεις τον άλλο μέσα από εσένα
και τούμπαλιν.
Κρυφά λατομεία αναδεύουν οσμές σάρκας, εσώρουχα μαύρα, χέρια αγγέλων κολασμένων
πάνω σε ανακατωμένα στρώματα.
Μπορεί ένα στρώμα να κλάψει,
όταν είδε τους εραστές να συνθέτουν σωματικά σονέτα,
μιας όψιμης τρέλας, μιας φευγαλέας τρύπας στο φεγγάρι.
Ένα μεθυσμένο πρόσωπο βυθισμένο σε ένα άλλο πρόσωπο.
Τίποτε δεν ξέρεις αν δεν σκέφτηκες να πεθάνεις για τουλάχιστον έναν έρωτα.
Φωτιά σε σύννεφο πληγωμένο.
Τζάμι που κόβει τα δάχτυλα μου και πίνω το αίμα.
............................................................................................................
Χρόνια κοφτερά, χωμένα στο χαλάζι,
στον αγρό μια παρθένα γυμνάζει τα στήθια της φορώντας κόκκινο σκούρο του αίματος.
Αγαπώ το αίμα,
γράφει όμορφα στα ποιήματα,
γράφει όμορφα στα πρόσωπα,
κάνει την καρδιά μου μηχανή υποστήριξης στις αισθήσεις μου,
άλλο οι αισθήσεις,
άλλο τα αισθήματα.
Ένα καράβι που φεύγει από το λιμάνι, η ψυχή μου που κλαίει,
σαν ελάφι που έχασε την μητέρα του,
κλονίζομαι από την ζωή. Καρούζος.
Σαχτούρης.
...............................................................................................................
Απορείς κάποιες φορές γιατί απομακρύνομαι.
Έχω ανάγκη να μένω μόνη μου,
γεννούν τα αστέρια ελπιδοφόρα βρέφη και τα βλέπω.
Από τα κόκαλα βγαλμένη η ελπίδα,
άλλο η ελευθερία,
την πρώτη γεύση της ελευθερίας την πήρα όταν αντιστάθηκα με τον τρόπο μου στους γονείς μου.
Όταν μπορούσα πια να πάρω γεύσεις ομορφιάς χωρίς να γεννάει αυτό ανία, πάντα με έκπληξη.
Και δίχως τοξικότητες.
Όξινες γεύσεις και γλυκές. Βασανίζουν τα μέλη μας.
Μα έτσι τα μέλη μας θριαμβεύουν.
Από τις ήττες τις επώδυνες.
Τα βιβλία της ανησυχίας.
Πεσσόα! Σε λατρεύω.
....................................................................................................................
Την στιγμή που άρχισα να φεύγω από το σώμα μου σκέφτηκα τι είναι πολιτισμός.
Είναι η ευγένεια, φυσική αρχόντισσα και πολύτιμη μάνα-σύμβολο.
Ο έρωτας.
Τα αρχαία αγάλματα.
Η τραγωδία. Το αρχέγονο ένστικτο. Η αναλυτική σκέψη που φέρνει τα ερπετά στο φως.
Φυγαδεύει τα σκοτάδια τα ψυχικά ,πέραν του χάους.
Η αγάπη.
Ανιδιοτέλεια. Μότσαρτ!
Μπιθικώτσης!
Η ποίηση.
Όμηρος! Με τύφλωσε το τόσο σου φως!
Ο ήλιος!
Ζωοδότης.
Πατέρας και μητέρα στα κρύα μας σπίτια.
Κοιμητήρια ζεστά από ένα γυναικείο χέρι, ένα λουλούδι στο μάρμαρο.
Θεέ μου πως αντέχεις να βλέπεις τους ποιητές να χτυπούν την νύχτα τα λευκά τους μάρμαρα;
Πάντα ο έρωτας. Αυτή η ατέλειωτη αρχαία κολώνα μεταξύ ουρανού και γης φτιαγμένη από αιμοσφαίρια.
Ειμαρμένη, με είπες, μα δεν πίστεψες πως βαθιά σε ερωτεύτηκα.
.......................................................................................................
Και τώρα μητέρα,
ευχαριστώ που έβαψες το δωμάτιο και το στόμα μου με κεράσι,
κάμετε έναν χορό,
ίσως λίγα πνευστά, ένα τρομπόνι, μια ντραμς,
Miles Davis.
Ένα μπουζούκι.
Χαράξτε λέξεις στα πατώματα χορεύοντας θανάτους.
Ο θάνατος δεν είναι αυτό που ξέρουμε. Τίποτε δεν ξέρουμε.
Ανοίξτε τα παράθυρα, κοιτάξτε τους καθρέφτες.
Τίποτε δεν είναι η ζωή αν δεν την έζησες.
Ένα τσίριγμα από κάποιο μεθυσμένο βαγόνι τρένου.
Ένα τσιγάρο δρόμος.
Όλα είναι δρόμος.
Τζακ Κέρουκ. Τόσο αθώος και κολασμένος.
Φέρτε ένα βιολί, ανάψτε το.
Κάντε το αηδόνι, αυτό είναι ο θάνατος, το τραγούδι από το αηδόνι.
Μάνος Χατζηδάκης. Η προσωπογραφία της μητέρας μου.
Λιτές τελετές.
Πετρολούκας πάλι.
Πεθαίνω, μα το ξέρεις έζησα. Με δόντια, με νύχια. Χορεύοντας εκστασιασμένα.
Πανσέληνος.
Μουδιάζω.
Ανατέλλω...

11 Δεκεμβρίου 2011

Νίκος Καζαντζάκης – Για την Ευτυχία


Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Νίκου Καζαντζάκη στη δημοσιογράφο Γιολάντα Τερέντσιο, στις αρχές του 1957, στο σπίτι του ζεύγους στην πόλη Αντίμπ.
Πηγή: Περιοδικό «Ταχυδρόμος» 2 Μαρτίου 1957 (κυκλοφορεί στο διαδίκτυο)


Ζουν ήσυχα, ερημικά, οι δυο Έλληνες στο γραφικό μικρό σπίτι της οδού του Μπα-Καστελέ. Απ' τα παράθυρά τους βλέπουν το λιμάνι της Αντίμπ και τη γαλανή Μεσόγειο. Η πρόσχαρη φιλοξενία της οικοδέσποινας αγκαλιάζει τον επισκέπτη μόλις δρασκελίσει το κατώφλι. Λίγα σκαλιά οδηγούν στο γραφείο του συγγραφέα. Ψηλός, ίσιος, ασκητικός, μ' ένα καλό χαμόγελο, απλώνει το μπράτσο και σφίγγοντας το χέρι ρωτάει άπληστα, με την ιδιαίτερη προσφορά του: «Τι νέα μας φέρνετε απ' την Ελλάδα;».

Ευτυχώς, μια σειρά από δημοσιογραφικές έρευνες μ' έχουν φέρει τελευταία σ' επαφή με την έξω από την Αθήνα Ελλάδα κι έτσι του διηγούμαι τι είδα και τι άκουσα στα χωριά και τις πόλεις, από τ' άγρια βράχια της Μάνης ως την κορφή του Βίτσι.

Πως γίνονται και μεγάλα έργα, αλλά πως η φτώχεια μένει πάντοτε φτώχεια και πως η εγκατάλειψη στα χωριά είναι τόση ώστε οι άνθρωποι στη Βόρειο Ελλάδα μου είπαν πως ζούνε «πίσω από τον ήλιο».

Πίσω από τον ήλιο, μουρμουρίζει ο Καζαντζάκης και σημειώνει την απλή αυτή φράση, που βγήκε απ' τα χείλια του λαού που τόσο βαθιά αγαπάει.

Γ.Τ.: Πέστε μου τώρα και για σας, είσαστε ευχαριστημένος;

Ν.Κ.: Είμαι ευτυχισμένος  -αν κι είναι ντροπή να αισθάνεται κανείς ευτυχισμένος μια ώρα τέτοια.  Αν δεν ήταν μπροστά η Ελένη, θα σας έλεγα πως αυτή η γυναίκα είναι η αιτία της ευτυχίας μου. Πραγματικά, δεν είχα ποτέ μου τολμήσει να φαντασθώ τέτοια κατανόηση από άνθρωπο.  Αλλ' αν εξακολουθήσω, θα θυμώσει. Είμαι ευτυχισμένος γιατί μπορώ να δουλεύω, γιατί δεν έχω καμία φιλοδοξία, κανένα μίσος, γιατί έχω την καρδιά μου καθαρή.  Όταν δουλεύει κανείς πνευματικά δεν αρρωσταίνει, δεν γερνάει - αυτό είναι το μυστικό: να μην παρατήσει κανείς τη δουλειά του, γιατί τότε αλίμονο. Πέντε λεπτά μετά τον θάνατό σου, το μυαλό σου να δουλεύει ακόμα.  Του Γκαίτε, είμαι σίγουρος, ότι δούλευε και μετά τον θάνατό του, γι' αυτό όταν ο Εκερμαν ξεσκέπασε το σώμα του, ήταν σαν του εφήβου, είχε πειθαρχήσει στα βάσανά του.

Γ.Τ.: Αν μπορούσατε να ξαναγεννηθείτε, θα το θέλατε;

Ν.Κ.: Δεν θα ήθελα να πεθάνω ποτέ. μ' ενδιαφέρει η ζωή, ο άνθρωπος  -όχι οι άνθρωποι όλοι μαζί.

Γ.Τ.: Πιστεύετε στην ποιοτική εξέλιξη της ανθρωπότητας;

Ν.Κ.: Ένας Αρμένης ποιητής είπε κάποτε: «Ο πιθηκάνθρωπος ξεκίνησε να γίνει άνθρωπος, αλλά δεν έφτασε ακόμα.».

Γ.Τ.: Υπάρχει ελπίδα για τους ανθρώπους να ζήσουν κάποτε ευτυχισμένοι;

Ν.Κ.: Με στοίχημα, σε χίλια χρόνια!.  Ένας χωρικός πήρε έναν κόρακα, για να εξακριβώσει αν αλήθεια ζει εκατό χρόνια, μα ο χωρικός πέθανε πρώτος!  Έτσι κι εγώ, και χίλια χρόνια αν ζήσω, δεν θα προφτάσω να δω τους ανθρώπους ευτυχισμένους.

Γ.Τ.: Ποια είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ευτυχία τους;

Ν.Κ.: Αυτό είναι πολύ δύσκολο ν' απαντήσει κανείς, αυτό είναι η μεγάλη μου αγωνία.  Το μεγαλύτερο εμπόδιο στον άνθρωπο είναι, φαντάζομαι, η έλλειψη πίστης σ' ένα ιδανικό ανώτερο από το Εγώ του. Αν δεν πιστεύει κανείς σ' ένα πράγμα ανώτερο από τον εαυτό του, δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος.

Γ.Τ.: Νομίζετε πως μπορεί ν' αποφευχθεί ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος;

Ν.Κ.: Δεν νομίζω πως θα τον γλιτώσουμε.

(Μην λέτε τέτοια πράγματα! φωνάζει η κυρία Καζαντζάκη. Ο,τι και να βάλουμε στο μυαλό μας, ό,τι και να πούμε, τα πράγματα θα έρθουν αλλιώτικα).

Ν.Κ.: Ο πόλεμος θα σταματήσει όταν ο πιθηκάνθρωπος γίνει άνθρωπος!  Ο μεγαλύτερος κίνδυνος σήμερα είναι η διάσταση που υπάρχει ανάμεσα διανοητικού και ηθικού ανθρώπου.  Ο διανοητικός άνθρωπος έχει φθάσει στο μαγικό, στο υπεράνθρωπο, ενώ ηθικά είναι ανάπηρος.  Όταν αρμονισθούν αυτά τα δύο, τότε θ' αποκτήσει κι η ανθρωπότητα το ισοζύγιο και θα γίνει ευτυχισμένη.  Ο σημερινός άνθρωπος μου θυμίζει τον θηριοδαμαστή που μπήκε στο κλουβί των θηρίων νομίζοντας πως η τίγρη ήταν γυμνασμένη.

Γ.Τ.: Ο πνευματικός άνθρωπος μπορεί ν' ανήκει σ' ένα κόμμα ή πρέπει να μένει πάντοτε ανεξάρτητος, για να είναι ελεύθερος να κρίνει;  Όπως είπε ο Σαρτρ, κάποτε, ότι ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να πολεμάει την αδικία όπου και να τη βρίσκει.

Ν.Κ.: Είναι δύσκολο για τον πνευματικό άνθρωπο να μείνει μόνος του.  Μόνος του είναι αδύνατος, αν ενωθεί όμως με τους άλλους χαλάει.  Το πρόβλημα είναι: πώς είναι δυνατόν να ενωθούν οι τίμιοι άνθρωποι;  Ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να καταδικάζει την αδικία όπου τη βρίσκει και κάνοντας αυτό που κάνω απαντώ στο ερώτημά σας: γράφω για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που ποδοπατιέται παντού τόσο εύκολα.   Αν ενωθώ με τους άλλους θα χάσω την ελευθερία μου.  Η ψυχολογία της μάζας είναι αλλιώτικη, μιλάω για τους διανοούμενους σαν μάζα, όχι για τις λαϊκές μάζες, που τις σέβομαι και που έχουν τη δική τους δουλειά.  Ένας πνευματικός άνθρωπος μόνος του μπορεί να δουλέψει καλύτερα: ελεύθερος άνθρωπος παλεύει για την ελευθερία. Δέκα ελεύθεροι άνθρωποι, ενωμένοι, χάνουν την ελευθερία τους.  Εκείνο που χρειάζεται είναι ν' ακολουθήσεις τον δρόμο σου ως την άκρη.  Η αξία του δρόμου είναι να μη σταματήσεις ποτέ!

Γ.Τ.: Ποιο είναι το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο;

Ν.Κ.: Για μένα ο χρόνος.  Όπως είπε ο αισθητικός Μπέρναρντ Μπέρενσον, που αποτραβήχτηκε στη Φλωρεντία κι είναι ενενήντα χρονώ, μου έρχεται να κατέβω στο δρόμο και ν' απλώσω το χέρι μου στους διαβάτες και να τους πω: «Δώστε μου λίγο από το χρόνο που χάνετε.».

Γ.Τ.: Κι εγώ που σας έφαγα τόσην ώρα απ' τον πολύτιμο χρόνο σας!

Ν.Κ.: Ε, δεν πειράζει, άπλωσα κι εγώ το χέρι μου και κάτι μάζεψα.

10 Δεκεμβρίου 2011

(Α)Συγγνωστό (π)(λ)Άθως - νο5


Στον κοινοβουλευτισμό

                                                                        υπάρχουν

                                    αδιέξοδα.

08 Δεκεμβρίου 2011

Cirque D'Hiver - Elizabeth Bishop [απόδοση: Μαρία Θεοφιλάκου]



Cirque D'Hiver

Σε όλο το πάτωμα το μηχανικό παιχνίδι πεταρίζει,
ταιριαστό για κάποιον βασιλιά αρκετούς αιώνες πριν.
Ένα μικρό άλογο τσίρκου μ' αληθινά άσπρα μαλλιά.
Τα μάτια του μαύρα σαν να 'ναι από γυαλί.
Φέρει στην πλάτη μια χορεύτρια μικρή.

Εκείνη στέκεται στις μύτες των ποδιών και γυρνά και γυρνά.
Ένα λοξό κλωνάρι από τριαντάφυλλα τεχνητά
είναι ραμμένο από την φούστα της έως τις πούλιες του κορσάζ.
Επάνω από το κεφάλι της η ίδια ακουμπά
άλλο ένα κλωνάρι ρόδα τεχνητά.

Εκείνου η χαίτη και η ουρά ειν κατευθείαν απ' τον Κίρικο.
Κι έχει αυτός μία επίσημη μελαγχολίας ψυχή.
Νιώθει τα ροζ της δάχτυλα ποδιών να αιωρούνται προς την πλάτη του
κατά μήκος σε όλο το μικρό ραβδί
που διατρυπά το σώμα της μαζί και την ψυχή

και που κι αυτόν τον διαπερνά, κι έπειτα εμφανίζεται ξανά,
κάτω από την κοιλιά του, ως μέγα κουρδιστό κλειδί.
Αυτός καλπάζει τρία βήματα, μετά κάνει υπόκλιση,
καλπάζει πάλι, υποκλίνεται στο γόνα το δεξί,
καλπάζει, έπειτα κάνει κλικ και σταματάει, και με παρατηρεί.

Η χορεύτρια, στο μεταξύ, έχει την πλάτη της γυρίσει.
Εκείνος είναι ο μακράν πιο ευφυής από τους δυο.
Αντικρύζοντας ο ένας τον άλλον μάλλον σ' απόγνωση-
το μάτι του αστέρι μού θυμίζει μοναχό -
επίμονα κοιτάζουμε και λέμε, «Λοιπόν, έχουμε φτάσει μέχρι εδώ».






Cirque D'Hiver

Across the floor flits the mechanical toy,
fit for a king of several centuries back.
A little circus horse with real white hair.
His eyes are glossy black.
He bears a little dancer on his back.

She stands upon her toes and turns and turns.
A slanting spray of artificial roses
is stitched across her skirt and tinsel bodice.
Above her head she poses
another spray of artificial roses.

His mane and tail are straight from Chirico.
He has a formal, melancholy soul.
He feels her pink toes dangle toward his back
along the little pole
that pierces both her body and her soul

and goes through his, and reappears below,
under his belly, as a big tin key.
He canters three steps, then he makes a bow,
canters again, bows on one knee,
canters, then clicks and stops, and looks at me.

The dancer, by this time, has turned her back.
He is the more intelligent by far.
Facing each other rather desperately—
his eye is like a star—
we stare and say, «Well, we have come this far».


 
πηγή εδώ

06 Δεκεμβρίου 2011

Τοξικά Ερείπια ΙΙΙ [Βαλάντης Βορδός]



Τοξικά Ερείπια ΙΙΙ

στους Κώστα Σφενδουράκη και Γιώργο Πρίμπα


Αυτή η σιωπή που απλώθηκε
αργά τη νύχτα στο δωμάτιο
βγήκε σιγά σιγά
σε κομμάτια απ' την ψυχή των πραγμάτων
ξεδιπλώνοντας μέρες παλιές
την μάνα μου που μου 'χε κρύψει τον Καρυωτάκη
''μην κάνεις κακές παρέες'' μου 'λεγε

έτσι εγώ τις άφησα για αργότερα
τις μεγένθυνα
τις εμπλούτισα
βρήκα κι άλλους φίλους
άλλες κακές παρέες και συναναστροφές.

Ανακάλυψα τον Αλέξη και τον Αλέξη
τον Τραϊανό και τον Ασλάνογλου
τον Μαγιακόφσκι και τον εξαίσιο
εκείνο Κάρολο
''έλα! ω, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα απ' το δυνατό,
πέρα απ' το γνωρισμένο''

κόλλησα μαζί τους σαν το χανζαπλάστ
στην πληγή της καρδιάς
ανεξέλεγκτος πάνθηρας η φαντασία
μού 'σπαγε τα δάχτυλα

έτσι που κάθε άγγιγμα
κάθε μικρή μετατόπιση
να' ναι η οδυνηρή κλιμάκωση
του σκισμένου μου προσώπου
σε χίλια τεμαχισμένα χαμόγελα
μοιρασμένα δεξιά και αριστερά
σε φίλους γνωστούς και γκόμενες
με ψηφιακή καρδιά και ψηφιακά πόδια

που για ν' ανοίξουν θέλουν το μαγικό
σου λογάριθμο, το ψηφιακό σου κλειδί
το μαγικό συνδυασμό
χρήματα χρήματα, γρήγορο αμάξι, εξοχικό στη Χαλκιδική
σε μέρος in, μα να' σαι και καλό παιδί
με μόρφωση και λεπτά αισθήματα.

Να μεγαλώσεις τα παιδιά σου με αρχές και ιδανικά
με Γαλλικά και πιάνο
για να καταστρέψουν ότι έχει απομείνει όρθιο
απ' τους προηγούμενους τύπους με τα οράματά τους.

Εγώ δεν έχω τίποτα απ' όλα αυτά
οι παρέες μου ήταν ανέκαθεν κακές
κι οι επιρροές μου άσχημες

η μάνα μου όσο και να προσπάθησε
για να με συνετίσει
με μια βελόνα να ξεμπερδέψει
τις χαώδεις μου φλέβες δεν μπόρεσε

έτσι που η κούνια μου
στην ποίηση ακούμπησε
κι έγειρε η πλάστιγγα
προς τις παλιές παρέες
και ''βαβήλ σκοτεινό''
η νέα μέρα και η επόμενη..

O σολομός της Άνοιξης [Ιωάννης Μυτιληναίος]



O σολομός της Άνοιξης.


    Μα πώς,  ενώ από τα γεννητούρια του  ανήκε στην  τάξη της
Άνοιξης,  των βασιλικών σολομών, πώς αναρωτιούνται όλοι  και
στοιχηματίζουν.   Πώς  από  σολομός   ανάδρομος   κατάντησε
ανάποδος:γεννιέται, μεγαλώνει, φεύγει, μα ποτέ δεν επιστρέφει
στα γλυκά του τα νερά.

     Του  ονόματος  ανάξιος,  των σολομών  ο τελευταίος,  σε νερά
ξένα  γεννά,  σε νερά ξένα γερνά  -  πίσω πάντως δε  ξαναγυρνά-,
από τη φύση του μίλια μακριά, σε ξένο χώμα πηδά σπαρταρά,τα
βασιλικά του  τα σπλάχνα τσαλαπατά,  μες στο  χειμώνα σκάβει
αδειάζει,  σαν τρελός  την καρδιά του  πατά,  τόπο  μέσα  για να
κάνει.

Οι μαθητές συναντούν τη Φυσική και η Φυσική μαγεύει - ΕΕΦ

Από 9-12-2011 έως 10-12-2011 οι διαλέξεις της Εκδήλωσης "Οι μαθητές συναντούν τη Φυσική και η Φυσική μαγεύει" της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών, που θα πραγματοποιηθεί στο ξενοδοχείο Imperial Classical καθώς κ στις εγκαταστάσεις του 3ου Γενικού Λυκείου Ν. Φιλαδέλφειας, θα μεταδίδονται ζωντανά από το δικτυακό τόπο της Ε.Ε.Φ. επιλέγοντας τον σύνδεσμο (πατώντας εδώ).

03 Δεκεμβρίου 2011

Η άνω θάλασσα [Γιώργος Βέης]



Η άνω θάλασσα

Στον Κώστα Πανιάρα

Δοκίμασε να μετρήσεις τα κύματα αυτής
της ώρας, θα δεις ότι είναι ακριβώς όσα και
τα ριπίδια του αέρα που σ’ έφεραν εδώ
βέλος νίκης, στα νερά τα θερμά της ανάμνησης ∙

κοίτα, το καράβι ανεβαίνει τώρα ουρανό
ελπίδα κάθετη, δυνατή, μεταμορφώσεων
του χάους σε αρετή, δόξα στέρεη της ύλης
να γίνει το χρώμα ανεξίτηλο στους αιώνες

των άστρων, το γλυπτό όνειρο, το άλφα της ζωής
θάλασσα, ουράνιο τόξο, καμπύλη ερώτων
φώτα που έχουν ήδη ανάψει με κόπο χρυσό

σκίνα, γκορτσιές των Μύλων της Σάμου πέτρες ιερές
κενό λάλον του Κορινθιακού πάντα χρωμάτων
καιρός περιμένει να μας δείξει νέα σοφία.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ - ΤΕΥΧΟΣ 16 - Γιάννης Βούλτος - Συνοπτική θεματολογική παρουσίαση της ποίησης του Μίμη Κωστήρη

01 Δεκεμβρίου 2011

Δυο ποιήματα από τη συλλογή Υαλοκαμβάς [Θανάσης Αθανάσιος]



Εκνευρίστηκαν εν παρόδω

Η καλύτερη στιγμή για να πεθάνεις είναι
ίσως
όταν οι ποιητές
γίνονται ποιήματα.
Είμαι ποιητής
γι αυτό μισώ την ποίηση.



Θηριοδαμαστής από συνήθεια

Αποδοκιμάζοντας τους ευήλιους τιμητές της εκατονταρχίας
υπογράφουμε άφωνοι ,κάτω απ' την αμετάκλητη ροπή των αν-
θρωπίνων πόρων,
τις καταφατικές δοξασίες των σωφρονισμένων κώλων. Υπάρχει
εδώ ένα ιδιότυπο τηγάνι, υπάρχει εδώ ένας θάμνος που φαρμα-
κώνει τα κλαδιά του
ενώ μυρίζει ένα παπούτσι. Υπάρχει εδώ μια κλήση δυνητικής
παθογένειας που τεντώνει τους δικτυακούς ποταμούς των επιθέ-
των μέσα στον ένσκοπο χάρτη των μελλοντικών ψιθύρων.
Υπάρχει ακόμα ένας μοχλός με τον οποίον τα άστρα γίνονται
προβατίνες
και οι αξιώσεις μας σημεία.


 από την ποιητική συλλογή: Yαλοκαμβάς

Η αραβική εξέγερση ως η 1002η νύχτα και άλλα παραμύθια...







Ούτε Εξέγερση ούτε Επανάσταση υπάρχει (απλή εναλλαγή εξ-ουσιαστή) αν δεν προτάσσεται το δικαίωμα του ατόμου να αποφασίζει, μόνο αυτό και απαλλαγμένο από πολιτικές και θρησκευτικές επιβολές, πως θα διαχειριστεί το σώμα του.

ΥΓ.
- Είναι μάλλον προφανές πως  αυτό το ιστολόγιο στην Αίγυπτο σήμερα σημαίνει ουσιαστική πράξη αντίστασης κατά της εξ-ουσίας ενώ το ίδιο ακριβώς ιστολόγιο επίσης σήμερα στη δύση πιθανόν να μη σήμαινε τίποτα πέρα από ένα εύκολο και άμεσο τρόπο προβολής.
- Και φυσικά μου είναι αδιαφορα τα ψυχανεμίσματα περί πραγματικών προθέσεων κλπ



(*) in.gr
Κάιρο, Αίγυπτος
: Κύριο θέμα συζήτησης στο Διαδίκτυο, αλλά και στον αιγυπτιακό Τύπο έχει γίνει μια νεαρή Αιγύπτια, η οποία «ανέβασε» στο ιστολόγιό της γυμνή φωτογραφία της θέλοντας να αντιδράσει στον σκοταδισμό και τον συντηρητισμό που επικρατεί στη χώρα της. Αν και ο σκοπός φαίνεται πως ήταν ευγενής, προκάλεσε τις αντιδράσεις φιλελεύθερων και συντηρητικών, με τους πρώτους να δηλώνουν ότι η κίνησή της θα υπονομεύσει τις προοπτικές τους στις επερχόμενες εκλογές.
Η Αλιάα Αλμάχντι εμφανίζεται ανφάς, όρθια και φορώντας νάιλον κάλτσες και ίσια παπούτσια, σε μια μάλλον καλλιτεχνική ασπρόμαυρη λήψη, όπου ξεχωρίζουν μόνο τα χρωματισμένα κόκκινα παπούτσια και το κοκαλάκι που στολίζει τα μαλλιά της.
Στο σύντομο κείμενο που συνοδεύει τη φωτογραφία της, η νεαρή Αιγύπτια, που συστήνεται ως φοιτήτρια στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, δηλώνει ότι λυπάται που γυμνά μοντέλα έχουν απαγορευτεί στις σχολές Καλών τεχνών, που κάθε είδους γυμνό έχει εξοβελιστεί από τα βιβλία τέχνης και διεκδικεί, αναμφίβολα με βροντερό τρόπο, τη δική της «ελευθερία έκφρασης».
Στο ιστολόγιό της, με τίτλο «Ήρεμες εξομολογήσεις», η Αλιάα δηλώνει χωρίς περιστροφές και υπονοούμενα ότι είναι «άθεη και ατομίστρια» και στρατευμένη «εναντίον μιας κοινωνίας βίας, ρατσισμού, σεξισμού, σεξουαλικής παρενόχλησης και υποκρισίας».
Το εγχείρημά της σίγουρα δεν έχει προηγούμενο στην Αίγυπτο και δεν είναι λίγοι που φοβούνται για τη ζωή της. Δείχνοντας το γυμνό της σώμα και αποκαλύπτοντας την αθεΐα της, έσπασε μονομιάς δύο μεγάλα ταμπού της αιγυπτιακής κοινωνίας και αρκετοί εκφράζουν φόβους ότι ενδέχεται να αποτελέσει στόχο των σαλαφιστών, φονταμενταλιστών μουσουλμάνων η παρουσία των οποίων γίνεται ολοένα και πιο αισθητή στην μετά Μουμπάρακ εποχή.
Αλλά ούτε οι φιλελεύθερες δυνάμεις της χώρας χάρηκαν ιδιαίτερα, λέγοντας ότι η κίνησή της θα υπονομεύσει τις προοπτικές της χώρας στις επερχόμενες εκλογές.
«Πολλά κινήματα στην Αίγυπτο, κυρίως ισλαμιστικά κινήματα, προσπαθούν να επωφεληθούν» είπε ο Εμάμ Γκαντ, υποψήφιος βουλευτής για το αριστερό Αιγυπτιακό Κοινωνικό Δημοκρατικό Κόμμα.
«Λένε: "Πρέπει να προστατεύσουμε την κοινωνία μας από πράγματα όπως αυτό και εάν κερδίσουν οι φιλελεύθεροι, τότε αυτή η γυναίκα θα γίνει μοντέλο για όλες τις Αιγύπτιες γυναίκες"» είπε.
Σε μία κοινωνία που ακόμα και το φιλί θεωρείται ταμπού, οι ακτιβιστές προσπαθούν να κρατήσουν τις αποστάσεις τους από την μπλόγκερ, φοβούμενοι ότι η κίνησή της θα βλάψει το κίνημά τους.

30 Νοεμβρίου 2011

Από τις «Ιστορίες του κ. Koyner» [Bertolt Brecht - μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης] III

Ο απαραίτητος υπάλληλος.

Ο κ. Koyner άκουσε να παινεύουν έναν υπάλληλο που δούλευε χρόνια σε μιάν υπηρεσία λέγοντας ότι είναι απαραίτητος στη θέση του, τόσο καλός υπάλληλος είναι. Και γιατί είναι απαραίτητος; ρώτησε θυμωμένος ο κ. Koyner. Γιατί η υπηρεσία δε θα μπορούσε να σταθεί δίχως αυτόν, αποκρίθηκαν αυτοί που τον παίνευαν. Τότε τι σόι καλός υπάλληλος είναι, όταν η υπηρεσία δε στέκεται δίχως αυτόν; είπε ο κ. Koyner. Είχε όλο τον καιρό να οργανώσει την υπηρεσία του έτσι, που να πάψει να είναι απαραίτητος. Στ’ αλήθεια με τι ασχολείται; θα σας πω εγώ: κάνει εκβιασμό.