29 Αυγούστου 2013

Σύκο [Ελένη Κοφτερού]













Σύκο

ιδού η αρμονία
ιδού οι καμπύλες
ιδού η γλυκύτητα
του αίματος
το φυλακισμένο 
άνθος 
που ντύθηκε καρπός
ιδού το κόσμημα 
του γκρίζου δέντρου 
ιδού το θαύμα 
το μικρό...

26 Αυγούστου 2013

Το άλογο [Sliamn Ben Ibrahim, η μετάφραση στα ελληνικά, υπογράφεται από ‘Graziella’, με βάση τη γαλλική μετάφραση του E. Dinet]

Ο Νουμάς - Τεύχος 656 (1919)

Το άλογο 


Αράπικα ή ίδια λέξη σημαίνει μαζί κι άλογο και κάστρο˙ και μήπως για τον καβαλάρη τ’ άλογο δεν είναι αληθινό ταμπούρι! Η σφαίρα, πονώντας ανάμενα απ’ τ' αυτιά του αλόγου του, πηγαίνει και χτυπάει τον εχτρό, ενώ σύχρονα το γοργό του τρίξιμο τον προφυλάει απ’ τη σφαίρα του εχτρού. 

Γιατί αυτό το κάστρο χτίστηκε στον άνεμο κι αλλάζει θέση με όση γληγοράδα η αστραπή στην καταιγίδα. 
Μα κ’ η καρδιά του αλόγου στολίστηκε απ’ τον Προφήτη με αιστήματα όμοια μ’ εκείνα πού στολίζουνε την καρδιά του ανθρώπου στον όποιο θα χρησιμέψει για σύντροφος αχώριστος. 
Ο Μπεν Μερζούγκ πήρε το παράνομα του Μπεν Αουντά, Γιού της Φοράδας, γιατί η μάννα του, αφού τόνε βύζαινε, τον μπιστευότανε στη ράχη μιανής φοράδας που τόνε βαστούσε και τόνε λίκνιζε σα μάννα.
Κ’ έτσι, πριν μάθει ακόμα να περπατά ήτανε σωστός καβαλάρης.
Πιο ύστερα, όταν έγινε άντρας, πάνω στον πιστό του Αζρέγκ, που το φόρεμα του ήτανε γκρίζο, στολισμένο που και που με πέτρες του ποταμού, έγινε ξακουστός από τα πολλά του κατορθώματα σ’ όλο τον Οντνά.
Έπρεπε να τόνε βλέπατε, ολόρθο πάνω στα ζεγγιά, να παίζει το παιγνίδι του μπαρουτιού και να γεννάει με την τόλμη του τις ενθουσιώδικες κραυγές των γυναικών! 
Έπρεπε να τόνε βλέπατε σαν ήξερε πως η πεταχτούλα Φεραόχα, η ξαδέρφη του, τον παρακολουθούσε με τα βλέμματα της, παραμερίζοντας τις κουρτίνες του φορείου της! 
Kι αυτός ο Άζρέγκ ένιωθε τα μάτια της αγαπημένης του κυρίου του στηλωμένα απάνω του κι άφηνε πολύ μακριά, ξοπίσω του, όλα τα’ άλλα αλόγα του Γκουμ, για να ‘ρθει να γονατίσει μπροστά της. 
Έπειτα τραβούσε τον κύριό του σε κυνηγετικές εκδρομές και σε τρομαχτικά καθρεφτίσματα στους δρόμους της έρημου. 
Βρισκόντουσαν στα περίχωρα του Μδουκάλ, στην εποχή που οι προσκυνητές μαζώνονται να επισκεφτούνε τον τάφο του Σιντί Μαωμέτ ελ Αντζ, όταν πήρε γράμμα από το Μπου Σααντά, την πατρίδα της ξαδέρφης του. 
«Βρέξε την κεφαλή σου, του γράφανε, και προσπάθησε να φτάσεις, εδώ πριν στεγνώσει, α θέλεις να ξανάδεις για στερνή φορά την ξαδέρφη σου, που είν’ έτοιμη να κατέβει στον τάφο και να χαθεί για πάντα εκεί». 
Κατατρομαγμένος απ’ αύτη την είδηση ο Μπεν Μερζούγκ σέλωσε χωρίς να χασομερίσει στιγμή το άλογό του και του ‘πε: «Είναι η νυχτιά σου Αζρέγκ» Και τ’ άλογο αποκρίθηκε: «Ω, κύριέ μου, θα ‘σαι στο Μπου Σααντά την αυγή ή να μη με λένε «Αζρέγκ το Χλιμιντριστή».
Κ’ έτσι έφτασαν, ξεπερνώντας δυο μακρινούς σταθμούς σε μια και μόνη νυχτιά. 
Το φως του ήλιου μόλις απλωνότανε σε χρυσά στρώματα μπρος στην μπασιά του σπιτιού όταν ο Αζρέγκ χρεμέτιζε, κ’ η Φεραόχα, που ψυχομαχούσε, ανασηκώθηκε κραυγάζοντας: «Το χρεμέτισμα του Αζρέγκ χτύπησε τ’ αυτιά μου.»
Ο αδερφός της δεν πίστεψε, μα βγήκε όμως όξω και χαιρετώντας τον ξάδερφο του του ‘πε με κατάπληξη:
-Πώς μπόρεσες να ‘ρθεις τόσο γλήγορα; Απ' το δρόμο του αγέρα ήρθες ή απ’ της γης; 
—Βλόγησε τον Αζρέγκ που κοντένει τις μακρινές απόστασες και περιποιήσου τον πριν ασκοληθείς με μένα.
Κι ο Μπεν Μερζούγκ γεμάτος ευγνωμοσύνη φίλησε τ’ άλογό του στην κάτασπρη βούλα του μετώπου του. Έπειτα τ’ άφησε στις φροντίδες του αράπη Καμές και μπήκε στο σπίτι. Όταν τα μάτια του αντίκρισαν τα μάτια της Φεραόχας, η δυστυχισμένη ανασηκώθηκε, άλλα έπεσε πάλι εξαντλημένη. 
Ο Μπεν Μπερζούγκ της ανασήκωσε το κεφάλι τ’ ακούμπησε στο στήθος του και της είπε: 
—Όλος ο κόσμος πληρώνει κάποιο σκληρό φόρο στην αρρώστια, αγάπη μου. Αλλά η άνοιξη φτάνει και θα σου φέρει καινούρια δύναμη˙ σε λίγο, α θέλει ο Θεός, θα ταξιδέψουμε μαζί ο ένας κοντά στον άλλο, μαζί θ’ αναπνέψουμε το ζωογόνο αέρα των απέραντων κοιλάδων: εσύ στο φορείο σου με τις ολόχρωμες φράντζες η εγώ απάνω στον πιστό μου Αζρέγκ. Και θα πατούμε απάνω σ’ ολοπράσινο χαλί σπαρμένο με τα πιο μοσκομύριστα λουλούδια. Μ’ αυτή τη στιγμή, σε τι τροφή τονωτική φυσά ο άνεμος της πιθυμιάς σου;
—Για το κυνήγι, αγαπημένε μου, και μάλιστα για το κυνήγι ενός τέτοιου κυνηγού σαν και σε.
Χωρίς να ξεκουραστεί ούτε στιγμή, ο Μπεν Μερζούγκ σέλωσε τον Αζρέγκ ακόμα γεμάτο ιδρώτα κι αφρούς, ζητώντας του μια καινούρια χάρη. Πήδησε στη ράχη του και φεύγοντας φώναξε στην ξαδέρφη του: «Μείνε ήσυχη, απόψε θα σου φέρω κυνήγι ποτισμένο μ’ όλα τα αρώματα της Σαχάρας.»
Έφυγε˙ άλλα δεν είχε προφτάσει να βγει όξω απ’ την πόλη κ’ είδε να πετούνε πάνω απ’ την κεφαλή του κοράκια που σκούζανε θλιβερά. Ένιωσε μέσα του ένα θανάσιμο προαίστημα, ακούγοντας το κρώξιμο του πουλιού με τ’ άσκημα φτερά, πού όλοι το θεωρούνε για χωριστή των φίλων. 
Άλλα σε λίγο, μια ζώνη από βουναλάκια, καταφύγιο κυνηγιού, τον περικύκλωσε˙ η συγκίνηση που αιστάνεται ένας κυνηγός σε παρόμοιες στιγμές κυριάρχησε στις θλιβερές ιδέες και το όπλο του σκόρπισε το θάνατο στις πέρδικες με τις όποιες γιόμισε το σάκο του. 
Έπειτα πήρε το δρόμο για να γυρίσει πίσω. Αντάμωσε ένα βοσκό που ότι είχε τσακώσει μια νεαρή Ριμ, χαριτωμένο λευκό, ολόλευκο ζαρκάδι της ερήμου, που τα παραπονιάρικα μάτια της του θύμισαν τα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια της Φεραόχας του. 
Δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά του σ’ αυτή τη θύμηση. Έδωσε δυο τετράπαχες πέρδικες στο βοσκό για το δειλό ζαρκάδι, το φίλησε στα μάτια και τ’ άφησε λεύτερο λέγοντάς του: «Μείνε λεύτερο, μείνε, για χάρη εκείνης που σου μοιάζει.»
Ζυγώνοντας προς την πόλη, αναγκαστικά πέρασε απ’ το βορεινό νεκροταφείο που παρατήρησε ένα λάκκο νεοσκαμμένο. 
Στις τρεις ορθές πλάκες αναγνώρισε πως ήταν γυναικείος τάφος˙ τα θανάσιμα προαισθήματα του ξανάρθαν τρομερώτερα και του σπάραξαν την καρδιά: γιατί η καρδιά μαθαίνει τα νέα πολύ πριν να τα ιδούν τα μάτια και να τ’ ακούσουν τ’ αυτιά. 
Του φάνηκε πως αυτός ο τάφος είτανε ο τάφος ενός πλάσματος που μόλις είχε προφτάσει να ζήσει λίγο απάνω στη γη για να ξανάμπει πάλι σ’ αυτή. 
Άρχισε να κλαίει ενώ ο Αζρέγκ στήλωνε τα μάτια του απάνω στη γη σα να ‘θελε κει μέσα να τα βυθίσει. 
Και καθώς απομακρυνόντουσαν, βιαστικοί για να μπούνε στην πόλη, ένα χόρτο που ‘χε πρασινίσει κάτω απ’ την υγράδα των φιλικών βλεμμάτων μαράθηκε και ξεράθηκε απότομα. 
Ο Μπεν Μερζούγκ έφτασε αντίκρυ στο σπίτι˙ σωρός ζητιάνοι περίμεναν μπρος στην πόρτα να τους μοιράσουν το φαγί που έχουνε συνήθεια να προσφέρνουν από μέρους εκείνων που μπήκανε στον άλλο κόσμο. 
Κατάλαβε... κάθε δύναμη του τον άφησε και κύλησε απ’ τα πλευρά τ’ αλόγου του που γονάτισε για να τον αφήσει μαλακά πάνω στη γη. 
Έπειτα αναστέναζε: «Ο κόσμος έγινε για μένα πιο στενός απ’ το δαχτυλίδι μου˙ μόνο ο τάφος θα ‘ναι αρκετά φαρδύς για να χωρέσει την απελπισιά μου!» 
Άξαφνα ένα πένθιμο χρεμέτισμα αντήχησε, σειώντας κι αυτούς τους τοίχους, και ο Αζρέγκ αφού χτύπησε λυσσώδικα με το πόδι του την καταραμένη γη που στέρησε τον κύριό του απ’ το μόνο θησαυρό του, έπεσε αμέσως νεκρός. 
Ο Αζρέγκ ήταν η ενέργεια˙ τα θάρρητα του καβαλάρη.
Δεν μπορούσε πια να ζήσει. Τι θα μπορούσε πια να κάνει σ’ αυτόν τον κόσμο, μακριά από κείνη που του θέρμαινε τόσα ευγενικά πάθη; 
Ο Μπεν Μερζούγκ έθαψε τον πιστό του φίλο, αφού τον τύλιξε σε ολομέταξο πράσινο σάβανο πού το χρώμα συμβόλιζε τη δροσιά της περασμένης χαράς. Έπειτα, αφού είπε ένα τελευταίο χαίρε στο θάρρος του που το εγκατέλειπε σ’ αυτό το σάβανο, πήγε και ξαπλώθηκε πάνω στον άλλο τάφο που κλειούσε μέσα του την καρδιά του. 
Κι όταν πήγαν ναν τον σηκώσουν, δεν εσήκωσαν παρά ένα σώμα χωρίς καρδιά, χωρίς ενέργεια, χωρίς πνοή και που η γη, αχόρταγη, αλύπητα τ’ αποζητούσε.

23 Αυγούστου 2013

Το Σύγχρονο Απαρτχάιντ της Ευρωπαϊκής Ένωσης [Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]















Το Σύγχρονο Απαρτχάιντ της Ευρωπαϊκής Ένωσης


‘’The worst mistake I made was that stupid, 
suburban prejudice of anti-Semitism’’
 Ezra Pound

   Και εδώ στο Βίλνιους, όπως και στις άλλες πόλεις, η παρουσία μειονοτήτων, είναι κάτι περισσότερο από εμφανής. Στους δρόμους, στις εκκλησίες τους, στις υπηρεσίες, στις συζητήσεις, ιδιωτικές και δημόσιες, στην γενικότερη αντιμετώπισή τους από τα δημοτικά συμβούλια και το επίσημο κράτος, από τους θολούς νόμους, τα σχόλια και δημοσιεύματα του τύπου και την γενικότερη αντιμετώπισή τους. Οι πολιτικοί αναλυτές ισχυρίζονται πως η κατάσταση των μειονοτήτων στις χώρες της Βαλτικής περιοχής, κατά κοινή ομολογία, αποτελεί σύγχρονο σκάνδαλο και μπορεί να συγκριθεί ίσως μόνο με την κατάσταση των μειονοτήτων που απαντούν σε άλλες χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ο αποκλεισμός των ρωσόφωνων ειδικά, αλλά  και άλλων κοινοτήτων από το δημόσιο βίο των χωρών της Βαλτικής είναι από μια άποψη τεχνητά θεσμοθετημένος, οι δε μόνιμοι κάτοικοι διαιρούνται επίσημα σε ‘’πολίτες’’ και ‘’μη πολίτες’’.
   Βεβαίως για όλα είναι υπεύθυνη  η Ιστορία και οι ανακατατάξεις που έφεραν τον εικοστό αιώνα εκεί. Το 1991, όταν οι χώρες της Βαλτικής αποσχίστηκαν από τη Σοβιετική υπερδύναμη,  μεγάλο μέρος των κατοίκων τους  δεν ανήκε στις κυρίαρχες εθνότητες. Συγκεκριμένα μόνο το 65% των κατοίκων της Εσθονίας ήταν Εσθονοί, το 55% της Λετονίας Λετονοί και το 80% της Λιθουανίας Λιθουανοί. Με εξαίρεση τη γηγενή πολωνική μειονότητα της Λιθουανίας (8%), η συντριπτική πλειονότητα των υπολοίπων ήταν κυρίως Ρώσοι,  Ουκρανοί και Λευκορώσοι, συγκροτημένοι σε ενιαίες ρωσόφωνες κοινότητες. Με επιχείρημα τον παράνομο χαρακτήρα της προσάρτησης της Βαλτικής στην Ε.Σ.Σ.Δ., η νομοθεσία της Εσθονίας και της Λετονίας παραχώρησε αυτοδίκαια την ιθαγένεια μόνο σε όσους ήταν πολίτες αυτών των χωρών πριν από το 1940 και τους απόγονους τους και όχι στους άλλους που τους ζητούσε να πολιτογραφηθούν απ’ την αρχή με άλλες, σχετικά αδιαφανείς,  διαδικασίες.
   Κριτήρια για την μη αποδοχή της ιθαγένειας, ήταν όσοι μόνιμοι κάτοικοι εργάστηκαν στο σοβιετικό στρατό ή τα σώματα ασφαλείας της σοβιετικής ένωσης, όσοι έχουν βεβαρημένο ποινικό μητρώο και απαραιτήτως όσοι στερούνται επαρκούς και σταθερού εισοδήματος. Για την πολιτογράφηση οι υποψήφιοι πρέπει να δώσουν επιτυχείς γραπτές εξετάσεις στη γλώσσα, την ιστορία, το Σύνταγμα και το Δίκαιο Ιθαγενείας της Εσθονίας. Τα ποσοστά επιτυχίας και αποδοχής της ιθαγένειας  όσων λαμβάνουν μέρος σ’ αυτές, μόλις φτάνουν τις μισές περιπτώσεις. Στη Λετονία είναι μάλλον αυστηρότεροι  οι νόμοι περί χορηγήσεως της ιθαγένειας. Η συμμετοχή των ρωσόφωνων κατοίκων σε κάθε είδους αντισυνταγματικές δραστηριότητες, σε κομμουνιστικές ή άλλες φιλοσοβιετικές οργανώσεις μετά το 1991, αρκούν και με το παραπάνω για να θέσουν τους υποψήφιους εκτός των σχετικών ονομαστικών καταστάσεων.
    Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης είναι εύκολα κατανοητές, γιατί πρόκειται κυρίως για ρωσόφωνους πολίτες, οι οποίοι όμως δε διαθέτουν τη ρωσική υπηκοότητα, με αποτέλεσμα  να μην έχουν διαβατήριο, πολιτικά δικαιώματα, να μην ψηφίζουν πουθενά, να μην διορίζονται στο Δημόσιο και να μην μπορούν να ασκήσουν συγκεκριμένα επαγγέλματα. Στην Εσθονία για παράδειγμα, πάνω από 250.000 ρωσόφωνοι είτε δεν έχουν την ιθαγένεια, είτε πήραν την ρωσική με ότι φυσικά συνεπάγεται αυτό. Στη Λετονία τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Οι απαγορεύσεις σε δημόσια συμμετοχή και οι πάσης φύσεως υποψηφιότητες κατοίκων που συνεργάστηκαν με οποιοδήποτε τρόπο με τους σοβιετικούς είναι εκ προοιμίου δεδομένη παράμετρος. Υπάρχουν πάμπολλα τέτοια παραδείγματα  σ’ όλες τις πόλεις, σ’ όλες τις χώρες εδώ, που η μοχθηρή ιστορία ανερυθρίαστα εκδικείται ή πιο σωστά  επαναλαμβάνεται χωρίς να κουράζεται! 
   Εδώ στη Λιθουανία, ίσως η ιστορία υπήρξε αφάνταστα  επιεικής απ’ ότι παραδίπλα. Μπορεί το κομμουνιστικό της κόμμα να απαγορεύτηκε το 1991, αλλά η χώρα προχώρησε μπροστά, χωρίς ιστορικές, πολιτικές  και εθνικές αγκυλώσεις και πολιτογράφησε ως πολίτες του νέου κράτους όλους τους κατοίκους της. Φυσικά σ’ αυτή τη χώρα ο αριθμός των μειονοτικών κατοίκων είναι μικρός συγκρινόμενος με αυτόν των άλλων χωρών, αλλά αυτό που προσμέτρησε μάλλον και που δεν πρέπει  να ξεχνάμε, είναι πως η σημερινή πρωτεύουσα της Λιθουανίας, Βίλνιους, μέχρι το 1940 ανήκε στην Πολωνία, οπότε και προσαρτήθηκε στη Λιθουανία από τους Σοβιετικούς. Με απλά λόγια τώρα και σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο βεβαίως,  η νεοσύστατη χώρα της Λιθουανίας θα έπρεπε, ως όφειλε ιστορικά,  να επιστρέψει στην Πολωνία την τωρινή της πρωτεύουσα, Βίλνιους!
   Η σοβιετική κυριαρχία επί των τριών χωρών της Βαλτικής  θα μπορούσε να δικαιολογήσει επαρκώς την ιστορική ευαισθησία των κυβερνήσεών τους και την αντιπάθειά τους για οτιδήποτε  θυμίζει  Σοβιετική Ένωση. Ενώ οι χώρες αυτές  επιθυμούν ν’ αφήσουν πίσω, να διαγράψουν οριστικά και αμετάκλητα, ότι σοβιετικό τους πλήγωσε και τους στέρησε ζωτικές ανάγκες, δεν  παρατηρείται το ίδιο με το ναζιστικό παρελθόν τους. Γιατί ξέρουμε πως οι Ναζί βρήκαν εδώ σ’ αυτούς εδώ τους βόρειους παράλληλους, βαθιά ανταπόκριση από τους κατοίκους των χωρών της Βαλτικής, με το να στελεχώσουν με αυθόρμητη προθυμία τις τάξεις της Βέρμαχτ και των διαβόητων  Ες Ες. Η αριθμητική και τα νούμερα είναι αμείλικτα! Τουλάχιστον 50.000 Λιθουανοί, 140.000 Λετονοί και 60.000 Εσθονοί κατετάγησαν κατά τη διάρκεια του Δευτέρου  Παγκοσμίου Πολέμου,  στις τάξεις των Ναζί και πρωταγωνίστησαν σε συλλήψεις και εκτελέσεις αμάχων, εξόντωση των Εβραίων και  Ρομά, και σε  ότι άλλα εγκλήματα η ιστορία θεώρησε σκόπιμα και απαραίτητα να γίνουν στις γύρω χώρες, βασικά την Ουκρανία, την Πολωνία και τη Λευκορωσία.  Η κατάσταση αυτή σήμερα έχει οδηγήσει σε πρωτοφανή παράδοξα, κωμικοτραγικά εκ πρώτης όψεως, με την υποβόσκουσα αλλά και ευθεία μερικές φορές αντιπαράθεση κατοίκων που βοήθησαν τους Ναζί, με  αυτούς που υπέμειναν καρτερικά την ιστορία και μ’ αυτούς που από την άλλη μεριά συνεργάστηκαν με τους σοβιετικούς.
   Η ρωσική πλευρά έχει καταδικάσει ευθέως την ανοχή της διεθνούς κοινότητας, κυρίως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως,  για όλα  όσα συμβαίνουν στις χώρες της Βαλτικής εις βάρος της ρωσόφωνης μειονότητας και τα αποδίδει  σε αντιπαλότητες, σύγκρουση συμφερόντων των σφαιρών επιρροής των μεγάλων δυνάμεων, ένθεν  κακείθεν του  Ατλαντικού με τη Ρωσία, αφού οι χώρες ετούτες γειτνιάζουν με τη Ρωσία και θα μπορούσαν να είναι στη σφαίρα επιρροής της, κάτι φυσικά που απεύχονται άλλες. Έτσι οι Βαλτικές χώρες σήμερα, αποτελούν ένα από τα πεδία όπου εκδηλώνεται έντονα ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός των Ηνωμένων Πολιτειών από τη μια μεριά και της Ρωσίας από την άλλη.

21 Αυγούστου 2013

Διαβάσαμε ποιήματα... [Ελένη Κοφτερού]

στο Μπάμπη Χαραλαμπόπουλο

Διαβάσαμε ποιήματα 
μικρά 
εγώ τόνιζα 
τον τελευταίο στίχο 

στα χαϊκού
επέμενα στων συλλαβών
την ηθελημένη πειθαρχία
κι έπειτα 
προσευχές μικρές 
στο ίδιο ρήμα
στο "λέγει"
και στο "αναβλύζει"

λεπτοφυείς αβρότητες
στην εμμονή της ποίησης 
το πιο ζεστό απόγευμα
του Αυγούστου.


18 /8/ 2013 ( φωναχτή ανάγνωση της συλλογής του Γιώργου Πρίμπα: ΟΛΙΓΟΓΡΑΜΜΑ ΙΙ)

19 Αυγούστου 2013

Εξόριστη Λιθουανική Λογοτεχνία [Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]

Στην παρούσα και στην ανάρτηση της 23.08.2013 παρουσιάζονται δυο από τα κεφάλαια του μοναδικού στην ελληνική γλώσσα εξαιρετικού ταξιδιωτικού - γραμμένου μάλιστα σε λογοτεχνικό ύφος με τρόπο που να μην προδίδει τον ταξιδιωτικό του χαρακτήρα - βιβλίου (το "οδηγός" δε θα εξέφραζε το βιβλίο και μάλλον θα το υποτιμούσε), του γιατρού και συγγραφέα Γιώργου Σχορτετσανίτη: "Οδοιπορικό στη Σοβιετική και Νέα Βαλτική", για τις χώρες της Βαλτικής: Εσθονία, Λεττονία και Λιθουανία. Η επιλογή των δυο κεφαλαίων (να σημειώσουμε εδώ ότι κάθε ένα από τα 29 κεφάλαια του βιβλίου μπορεί να διαβαστεί και αυτοτελώς, χωρίς την ανάγκη των προηγούμενων) έγινε με γνώμονα το θέμα τους. Από τις σταλινικές διώξεις των λογοτεχνών (εδώ των Λιθουανών) στο σημερινό απαρτχάιντ σε βάρος των ρωσικών μειονοτήτων που κατοικούν στις ανεξάρτητες πλέον, αλλά και μελών της Ε.Ε., βαλτικές χώρες.  



Εξόριστη Λιθουανική Λογοτεχνία


‘’Έχω κάθε λόγο να ισχυρίζομαι ότι όσο η περιρρέουσα ατμόσφαιρα θα δείχνει απερίφραστα ότι διακατέχεται από τάσεις αυτοκαταστροφής, τόσο ανάστροφα θα ενεργεί η ποίηση, ως τάση δηλαδή συντήρησης και επιβίωσης και αφαλκίδευτης αυτοεπιβεβαίωσης του ανθρώπινου παράγοντα, ο οποίος επιμένει να αντιστρατεύεται τον εξανδραποδισμό του’’
 Βέης Γιώργος


ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ

Σύντομα, πιστεύω δεν θα υπάρχω πια,
σύντομα, θα πάω για ύπνο:
Η χώρα μου είναι ο χειμώνας,
η χώρα μου είναι τα μεσάνυχτα,

μόνο στην παλάμη της χώρας μου
ενώ το φεγγαρόφωτο λάμπει,
ένα χιονισμένο  οπωροφόρο δέντρο τρεμοφέγγει

Η χώρα μου είναι ο χειμώνας,
η χώρα μου είναι τα μεσάνυχτα,
μια μοναχική φωνή
στην εποχή των χαμένων πατρίδων,

μόνο στα άσπαρτα χωράφια της  χώρας μου,
σε αναμονή του ύπνου,
αντηχούν τα κουδούνια των ελκήθρων

Εγώ δεν θα υπάρχω πια, αλλά όχι ακόμη
Θα γίνω κουφός, αλλά όχι ακόμη!

  Algimantas Mackus  (1932 – 1964)




     Η δεύτερη έλευση του σοβιετικού στρατού στη Λιθουανία το 1944, έριξε πολλούς Λιθουανούς διανοούμενους, επαγγελματίες και  συγγραφείς στον κόλαφο  της εξορίας. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ίσως οι περισσότερο ανήσυχοι και αυτοί που προσπάθησαν να ξεφύγουν από τη σοβιετική κυριαρχία από οποιονδήποτε άλλον, γιατί θυμόντουσαν πολύ καλά ότι οι μαζικές απελάσεις των Λιθουανών κατά την πρώτη κατοχή του 1940-41 στρέφονταν πάνω απ' όλα εναντίον των μορφωμένων τάξεων. Αυτή η εξορία δημιούργησε  μια παράδοξη κατάσταση, στην οποία  η τέχνη στη μητρική γη πήρε δεκαετίες για να ανακάμψει, όχι μόνο λόγω της πολιτικής καταπίεσης, αλλά και λόγω της έλλειψης, από καθαρά  αριθμητική άποψη, συγγραφέων και καλλιτεχνών.
   Στην  εξορία  σε αντίθεση, με το πέρας του πολέμου, η λογοτεχνική κίνηση ξεκίνησε μια έντονα αυξανόμενη πορεία. Στα στρατόπεδα εκτοπισμένων, γρήγορα άνοιξαν σχολεία, κυκλοφόρησαν λογοτεχνικά περιοδικά, εκδόσεις βιβλίων, λογοτεχνικά βραβεία,  θέατρο, ακόμα και  όπερα.  Από την άλλη πλευρά, ήταν φυσικά αδύνατο να συνεχίσουν με την προηγούμενη λογοτεχνική τάση και τα θέματα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Γιατί  κάτι συνέβη: το τεράστιο γεγονός της εξορίας, η οποία έκανε τα πάντα αμετάκλητα διαφορετικά! Οι περιγραφές των πραγμάτων και των συναισθημάτων  και οι παραδοσιακές καλλιτεχνικές εικόνες και περιγραφές έχασαν τους προηγούμενους δεσμούς τους στην ξένη γη, και όλες οι ανθρώπινες ανησυχίες αλλοιώθηκαν στο  περιεχόμενο και την έκφρασή  τους από τις νέες μεταβλητές.  Η λυρική ποίηση, επειδή αποτελείται από σύντομα βιώματα και δηλώσεις εμπειρίας, ανταποκρίθηκε πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη ευαισθησία στο γεγονός της εξορίας, αν και  ορισμένοι ποιητές αντέδρασαν με απλή και αφελή αγωνία, σαν  μικρά παιδιά που ξύπνησαν ξαφνικά σε μια ξένη χώρα.
    Από αυτούς, ο  Kazys Bradunas (1917-2009) έφερε στην επιφάνεια τη φυσική αίσθηση της απώλειας που κατακλύζει ένα γεωργό μακριά από τα γνωστά αντικείμενα, το πατρικό σπίτι και το χωράφι του. Το πρώτο του βιβλίο στην εξορία, ‘’Alien Bread’’, (1945) είναι γεμάτο από μικρά οδυνηρά χρονογραφήματα  καθημερινής εμπειρίας, όπου η μυρωδιά ενός λουλουδιού,  μία στροφή σ’ ένα  ποτάμι ή το χλωμό φως του πρωινού, θα εξαπατήσει αρχικά τους ξένους-εξόριστους με μια περίεργη εξοικείωση, για να την κλονίσει στη συνέχεια με τη συνειδητοποίηση ότι το λουλούδι δεν ήταν γνωστό στο σπίτι, το ποτάμι έχει κάποιο περίεργο γερμανικό όνομα και το πρωί υπόσχεται μια άλλη ημέρα σκληρής εργασίας για τα ξένα αφεντικά. 
    Ένας άλλος ποιητής, ο Jonas Mekas (1922- ), ο οποίος αργότερα έγινε γνωστός στις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο παππούς του αντεργκράουντ κινηματογράφου, γλίστρησε στην εξορία μέσα στα ενδότερα της μνήμης και στη ζωή των αγροτών στα χωράφια της πατρίδας του. Στο βιβλίο του ‘’The  Idylls of Semeniskiai’’ (1948), δεν εξιδανικεύει το χωριό του, αλλά αντίθετα επικεντρώνεται στην σκληρή, γήινη πτυχή της ζωής των αγροτών μέσα στη ζέστη, τη  λάσπη και κυρίως το κρύο. Αυτή η ζωή παρουσιάζεται λυρική και όμορφη γιατί είναι γεμάτη από την ενέργεια του  ποιητή, ο οποίος μετατρέπει όλα τα φυσικά στοιχεία σε συμβολικά και μαγικά σημάδια που σηματοδοτούν τον αθάνατο δεσμό μεταξύ της γης και του ανθρώπου. 
   Ένας μεγαλύτερος σε ηλικία  ποιητής, ο Bernardas Brazdzionis (1907- 2002), αντέδρασε σ’ αυτή την εξορία με έντονα πατριωτικούς στίχους στους οποίους ξεχειλίζει η οργή για την αδικία κατά του έθνους του και η  περιφρόνηση στην τυραννία, τόσο φορτισμένη συναισθηματικά, που καταντάει σε πολλά σημεία σχεδόν υστερική. Η στάση που πήρε στα έργα του αυτά, όπως τa ‘’Alien Mountains’’ (1945), ‘’The Northern Lights’’ (1947) ή πάλι, ‘’The Great Crossroads’’ (1953), ήταν αυτό του ποιητή και του προφήτη, που καλούσε το λαό του να συνεχίσει να προσεύχεται, να επιμένει, να ελπίζει, να αναφέρει και να  καταγγέλλει  σε ολόκληρο τον κόσμο για την σκληρή μοίρα που επιφυλάσσει αυτή η κατοχή στη χώρα τους. Με την πάροδο των ετών η ποίησή του εξελίχθηκε σε ένα είδος προσκυνήματος σε όλη την ξένη επικράτεια. Πολλά από τα ποιήματά του επικεντρώνονται γύρω από την εικόνα ενός κουρασμένου ταξιδιώτη με το βάρος της αδικίας στην πλάτη του και το στολίδι της πίστης στην καρδιά του, καλώντας τον Θεό του σε όλα τα σταυροδρόμια του κόσμου.  Αυτή η εικόνα ήταν στην ουσία μια επανάληψη προηγούμενων ποιητικών εικόνων του, αλλά αποστασιοποιημένη και  σε  μια διαφορετική βάση, όπου η ανθρώπινη ζωή είναι προορισμένη και σχεδιασμένη σ’ ένα ασταμάτητο ταξίδι προς τη μεταφυσική πλευρά της ψυχής, πέρα από τις πύλες του θανάτου.
    Ο Jonas Aistis  (1904-1973) πρόσθεσε την προφητική φωνή του σε εκείνη του Brazdzionis, αλλά με μια άλλη έννοια. Πριν από τον πόλεμο, ο Aistis είχε γίνει δημοφιλής ως ιμπρεσιονιστής ποιητής, που τον αφορούσε κυρίως ο γλυκός πόνος της αγάπης, ενώ του άρεσε ταυτόχρονα  να πειραματίζεται με νέες εικόνες και ρυθμικές δομές, ορισμένες φορές σχεδόν αναγκάζοντας την ποιητική γλώσσα του για να ξεπεράσει τον εαυτό της. Περιέργως, ο Aistis δοκίμασε και εξέφρασε μέσα στην ποίησή του το αίσθημα της εξορίας, ακόμη και πριν συμβεί οτιδήποτε στη χώρα του. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πήγε στη Γαλλία πριν από τον πόλεμο, από όπου και είδε τον ερχομό των Μπολσεβίκων  στην αγαπημένη του Λιθουανία. Στις συλλογές ‘’Longing for the  Nemunas River’’ (1947) και ‘’Sister Life’’ (1953), ο Aistis επέστρεψε σε  πιο παραδοσιακές φόρμες και τα  πρώην ρομαντικά θέματα αντικαταστάθηκαν από ηθικές και φιλοσοφικές ιδέες που περιστρέφονταν γύρω από τραγική μοίρα του έθνους του.  
    Ο Henrikas Radauskas (1910-1970), φαίνεται πως είναι  ο μεγαλύτερος ποιητής της Λιθουανίας όλων των εποχών. Ο στίχος του μπορεί να αποκληθεί  μοντερνιστικός με την έννοια ότι κάθε λέξη φέρει ένα τεράστιο φορτίο με σιωπηρές σημασίες, υπαινιγμούς και νέες σημασιολογικές οντότητες που απορρέουν από απροσδόκητες παραθέσεις εικόνων και εννοιών στο πλαίσιο της διάρθρωσης ενός ποιήματος. Ο Radauskas αξιοποιεί ολόκληρη την κληρονομιά της παγκόσμιας μυθολογίας, καθώς και τα επιτεύγματα του ανθρωπίνου πνεύματος και των θρησκευτικών παθών, προκειμένου να κατασκευάσει μια σειρά από ποιητικές δηλώσεις που οδηγούν στην δημιουργία ενός λεκτικού σύμπαντος που από μόνο του είναι  πλουσιότερο και περισσότερο βαθύ από το σύνολο των ανθρωπίνων εμπειριών.
     Ο ποιητής  Alfonsas Nyka-Niliunas   (1919-) στο βιβλίο του με τίτλο ‘’The Symphonies of Dispossession’’ (1946), ασχολείται με δύο από τις βασικές ψευδαισθήσεις του ανθρώπου. Η μια ψευδαίσθηση είναι ενσωματωμένη στην προαιώνια τάση του ανθρώπου να αναζητάει αδιαλείπτως μακρινούς ορίζοντες,  σωματικούς  και πνευματικούς, ως εάν να υπήρχε κάποιο Ελντοράντο  κάπου στο τέλος του κόσμου, όπου ο άνθρωπος μπορεί να βρει τη δική του βαθύτερη ικανοποίηση και λύση των πολυποίκιλων και πολυεπίπεδων προβλημάτων του. Φυσικά δεν υπάρχει, βέβαια, κανένα Ελντοράντο και όλοι οι  στοιχειωμένοι ταξιδιώτες του κόσμου δεν φτάνουν ποτέ σε κάποια συγκεκριμένη πραγματικότητα, επομένως, είναι εξ ορισμού εξόριστοι! Η άλλη βασική ψευδαίσθηση του ανθρώπου εκπροσωπείται από τον πόθο του για την ζεστή γωνιά του σπιτιού του. Είναι το όνειρο καθενός  χαμένου περιπλανώμενου που νομίζει ότι έχει κατανοήσει σε βάθος την αλήθεια σχετικά με το βαθύτερο και αθέατο νόημα της ζωής. Το λησμονημένο σπίτι αρχίζει τότε να λάμπει με θαυμαστές αποχρώσεις της νοσταλγικής μνήμης, ενώ στην πραγματικότητα, στον κόσμο του Niliunas ως εξόριστου ποιητή της Λιθουανίας, το πολυπόθητο και θαυμάσιο αυτό σπίτι, δεν είναι τίποτα παραπάνω από  μια βασανισμένη, ματωμένη και μακρινή γη.
    Η αρχή της δεκαετίας του 1950 σημειώνει και οριοθετεί ένα είδος διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στην λιθουανική λογοτεχνία των εξόριστων και εκτοπισμένων λογοτεχνών στη Γερμανία και την αναζήτηση νέων κατευθύνσεων από άλλους στην αμερικανική ήπειρο. Μια σειρά από συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων των ήδη αναφερθέντων Bradunas και Niliunas, συγκεντρώθηκαν το 1952 γύρω από ένα νέο περιοδικό, το ‘’Literary Folios’’, με σκοπό να ωθήσουν και να οργανωθούν σε νέα και συνεκτική αισθητική μορφή η λιθουανική πολιτιστική κληρονομιά και οι νέες κοσμοπολίτικες επιρροές που προέρχονταν από την παγκόσμια λογοτεχνία. Φυσικά ο Bradunas, ήταν στο επίκεντρο της νέας μυθολογίας. Σε αρκετές ποιητικές συλλογές του, όπως τις ‘’Nine Ballads’’ (1955), ‘’Marshland Fires’’ (1958) και ‘’Silver Bridles’’ (1964), τα ποιήματά του διατηρούν μια επιφανειακή  απλότητα,  μια εκ πρώτης όψεως αφελή και γοητευτική απορία και αγωνία για την  ομορφιά του πλανήτη ως  ζωντανού οργανισμού, αλλά επίσης περιέχουν και  συμβολικές και σύνθετες σιωπηρές αναφορές  στο συνεχές διάβα της ζωής μέσα από όλες τις λιθουανικές γενιές που θυσιάστηκαν προκειμένου  η γη τους να ευημερήσει ξανά.
     Ένας άλλος ποιητής, που ανήκε επίσης στην  ομάδα αυτή (Earth, Γη), είναι ο Henrikas Nagys (1920- ), η ποίηση του οποίου είναι απλούστερη και πιο ρομαντική από εκείνη του Niliunas. Η πατρίδα, η εξορία, οι χαοτικοί και δυσοίωνοι θόρυβοι του σύγχρονου κόσμου, φιλτράρονται μέσα από το συναίσθημα του ποιητή με αποτέλεσμα ρομαντικές αλλά και  μελοδραματικές εικόνες. Μεταξύ των βασικών συναισθημάτων του Nagys ως ποιητή, βαρύνει κατ' αρχάς η συνείδηση της ροής του χρόνου. Στο βιβλίο του ‘’November Nights’’ (1947),  o χρόνος μετρά στο ρυθμό των χτύπων των φτερών ενός πουλιού, των δεικτών ενός ρολογιού, στους χτύπους  της καρδιάς του ποιητή, και ακόμη στον μεταφορικό μετασχηματισμό του τοπίου, όπου, όπως σε ένα ποίημα, το βράδυ έρχεται ως τεράστιο μαύρο σύννεφο-φέρετρο, που μεταφέρεται με τα γυμνά κλαδιά των αρχαίων βελανιδιών τη στιγμή που ξεκινάει το  ηλιοβασίλεμα. Μια άλλη αίσθηση είναι αυτή  της φιλίας μέσα στη  θανατηφόρα ροή του χρόνου, οι πολύτιμοι αδελφοί ποιητές  που προέρχονται από διαφόρους  χώρους και περιόδους της ιστορίας. Τέλος, πέρα από το χρόνο, τη φιλία, τις  αντιπαραθέσεις και τις  καταστροφικές συνέπειες της εξορίας, στο έργο του παρουσιάζεται μια αίσθηση φρεσκάδας και παιδιάστικης αμεσότητας στην αντίληψη της πραγματικότητας. Η λαχτάρα για την ανάκτηση αυτή τη φρεσκάδας, διαπερνά όλα τα βιβλία του, συμπεριλαμβανομένων των ‘’The Sundials’’ (1959), tο ‘’Blue Snow’’ (1960), ενώ σε άλλα (Brothers the Winged Spirits, 1970) μεταφέρει αυτή την αθώα και άμεση  αίσθηση της πραγματικότητας σε μια μυθική χώρα, τη διαχρονική Λιθουανία, που αναγνωρίζεται ως ο εσωτερικός πυρήνας όλων των δημοτικών τραγουδιών, της ιστορίας και της  μυθολογίας ετούτης της χώρας. 
     Ο νεότερος των εξόριστων συγγραφέων  που  συζητούνται, και ο νεώτερος που πέθανε, ο  Algimantas Mackus (1932-1964) ήταν ένας ποιητής έντονα αφιερωμένος στο θέμα της εξορίας και του θανάτου. Στο πρώτο βιβλίο του ‘’Elegies’’ (1950)  περιέχονται στίχοι με έντονα  πατριωτικά αισθήματα. Εννέα χρόνια μετά, στο δεύτερο βιβλίο του ‘’His is the Earth’’ (1959), o Mackus  άλλαξε ριζικά την ποιητική του γλώσσα  και τις ιδέες του και  διακήρυξε απογοητευμένος, ότι η εξορία δεν είναι απλώς κάτι που συμβαίνει σε αθώους παρευρισκομένους στην ιστορία και ότι κάθε φορά που χρησιμοποιούμε  λέξεις να χτίσουμε την σύγχρονη ποίηση, βλέπουμε όλο και πιο καθαρά ότι όλα όσα πιστεύουν οι άνθρωποι συνήθως δεν έχουν καμία ουσία. Έτσι, το δεύτερο βιβλίο του, καθώς επίσης και το επόμενο ‘’The Generation of Unornamented Speech and its World’’ (1962) έγιναν ένα είδος νεκρικής πομπής, ενταφιάζοντας πρώτα απ' όλα το Θεό, αργότερα την  ελπίδα, στη συνέχεια την πατρίδα και τέλος, την ίδια την ποιητική γλώσσα. Η ασυμβίβαστη ειλικρίνεια της προσπάθειας του  Mackus, δίνει στη ποίησή του ένα σκοτεινό και τραγικό μεγαλείο. Το τελευταίο του βιβλίο, ‘’Chapel Β’’, αποτελεί έναν  τραγικό εορτασμό του θανάτου του  Antanas Skema σ’ ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα στην Πενσυλβάνια το 1961, χωρίς να γνωρίζει, φευ,  πως κι’ αυτός θα βρει με τον ίδιο τρόπο το τέλος του, τρία χρόνια αργότερα  στο Σικάγο!
    Σαν τέλος, θα μπορούσε ίσως να ειπωθεί ότι η εμπειρία της τραυματικής εξορίας δεν πτόησε τις δημιουργικές δυνάμεις των συγγραφέων της Λιθουανίας, αλλά   μάλλον οδήγησε στο αντίθετο αποτέλεσμα.

17 Αυγούστου 2013

Τα κίτρινα χρυσάνθεμα [Yosa Buson 与謝 蕪村, 1716-1784]


Τα κίτρινα χρυσάνθεμα
Χάνουν το χρώμα  τους
Στο φως της λάμπας




16 Αυγούστου 2013

Friedrich Nietzsche - Ποιήματα [μετ. Αλέξανδρος Σ. Αλεξάνδρου]


Η Πέννα γρατσουνάει

Η πέννα γρατσουνάει: τι κόλαση!
Είμαι καταδικασμένος να γρατσουνάω;
Γρήγορα τη βουτάω στο μελάνι
γράφω με ποταμούς μελάνι.
Πως κυλάει τώρα, τόσο πυκνό, τόσο πλατύ!
Πώς πετυχαίνει καθετί που δοκαμάζω!
Μόνο που δεν διαβάζεται η γραφή - 
μα τι με νοιάζει; Και ποιος διαβάζει αυτά που γράφω;


Η Ευτυχία μου

Από τότε που κουράστηκα να ψάχνω
έμαθα να βρίσκω.
Από τότε που ένας άνεμος μου εναντιώθηκε
ταξιδεύω με όλους τους άνεμους.


Vademecum – Vademetecum (*)

Σε γοητεύουν η τέχνη και η γλώσσα μου; 
Έρχεσαι πίσω μου και με ακολουθείς; 
Ακολούθησε πιστά τον εαυτό σου 
και θ' ακολουθήσεις κι εμένα, σιγά-σιγά!

(*) «Έλα μαζί μου - Ακολούθησε τον εαυτό σου».
Επίσης: Vademecum ονομαζόταν στη Ρώμη το εγχειρίδιο, το βιβλίο


Ατρόμητος

Όπου κι αν βρίσκεσαι, σκάβε βαθιά!
Εκεί κάτω είναι η πηγή!
Άσε τους σκοταδιστές να ωρύονται:
«Κάτω υπάρχει μονάχα η Κόλαση!».


Ηρακλειτισμός

Μονάχα η μάχη 
γεννάει στη Γη την ευτυχία 
και για να δημιουργηθεί η φιλία 
χρειάζεται του μπαρουτιου η κάπνα! 
Και οι φίλοι γίνονται σε τρεις μονάχα περιπτώσεις: 
όταν είναι αδέρφια στη δυστυχία 
όταν είναι ίσοι μπροστά στους εχθρούς 
όταν είναι ελεύθεροι μπροστά στον θάνατο!


Ο Ρεαλιστής Ζωγράφος

«Η Φύση αληθινή κι ολόκληρη!». Αυτό είναι η Τέχνη.
Μα πότε ήταν η Φύση αποκρυσταλλωμένη σε εικόνες;
Άπειρο είναι ακόμη και το πιο μικρό του Κόσμου το κομμάτι!
Μα τούτος ζωγραφίζει πρώτα απ' όλα ό,τι του αρέσει.
Και τι του αρέσει; Αυτό που μπορεί να ζωγραφίσει.


Ο Ταξιδιώτης

«Δε υπάρχει πια μονοπάτι! Άβυσσος γύρω, νεκρική σιγή!». 
Εσύ το θέλησες! Γιατί παράτησες το μονοπάτι; 
Μείνε τώρα ψύχραιμος και διαυγής, ω ξένε
γιατί χάθηκες αν πιστέψεις στον κίνδυνο.


Σε έναν Εραστή του Φωτός

Αν δεν επιθυμείς να χάσεις τα μάτια και το λογικό σου
ακολούθησε τον ήλιο περπατώντας στη σκιά.


15 Αυγούστου 2013

Θα κληρονομήσουμε τη Γη; [Niels Eldredge]

Το διμηνιαίο περιοδικό Quantum κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κάτοπτρο από το Μάιο του 1994 μέχρι τον Ιούλιο του 2001. Από το εξαιρετικό αυτό περιοδικό εκδόθηκαν συνολικά 44 τεύχη. Απευθυνόταν κυρίως ανθρώπους οι οποίοι είχαν γνώσεις πάνω στις φυσικές επιστήμες, επιπέδου τουλάχιστον πρώτου πανεπιστημιακού έτους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έλειπαν άρθρα όπως το κατωτέρω (το οποίο προέρχεται από το τρίτο τεύχος του τέταρτου τόμου), τα οποία απευθυνόντουσαν σε ένα ευρύτερο κοινό που ενδιαφερόταν για θέματα σχετικά με τις φυσικές επιστήμες (φυσική, χημεία, γεωλογία, βιολογία) και τα μαθηματικά. Το υλικό του προερχόταν από σταχυολόγηση άρθρων του αμερικάνικου Quantum και του Ρώσικου Kvant και σταμάτησε να εκδίδεται όταν ανέστειλε την έκδοση του το αμερικανικό περιοδικό.

------------------------------------------------------

Θα κληρονομήσουμε τη Γη;
Ανοιχτή επιστολή προς τους γιους μου

Αγαπητοί Νταγκ και Γκρεγκ,
κάθε γενιά πιστεύει ότι ο κόσμος πηγαίνει κατά διαβόλου — ρήση σκοτεινή το δίχως άλλο, που ξέρετε όμως πολύ καλά τι σημαίνει: τα πράγματα δεν είναι πια όπως παλιά... Τώρα μάλιστα που πλησιάζουμε μια νέα χιλιετία, από το μυαλό όλων μας περνάει η σκέψη: «Ίσως αυτή τη φορά τα νέα είναι πράγματι άσχημα. Ίσως ο κόσμος πηγαίνει όντως κατά διαόλου».
Μεγαλώσατε ακολουθώντας με σε μεγάλους περιπάτους στην ύπαιθρο συλλέγοντας τριλοβίτες και βραγχιόποδα ηλικίας 380 εκατομμυρίων ετών, αλλά και πλήθος άλλων προ πολλού εξαφανισμένων ιχνών μιας αληθινά πανάρχαιης ζωής. Γνωρίζετε ότι εξαφάνιση και εξέλιξη πηγαίνουν χέρι χέρι. Έχετε δει επίσης το απαράμιλλο σθένος της ζωής. Ξέρετε ότι όσο σκληρά κι αν ήταν τα πλήγματα που δέχτηκαν τα έμβια συστήματα ανά τους αιώνες, η ζωή παραμένει αξιοθαύμαστα ανθεκτική. Πάντοτε αναδύεται εκ νέου γεμάτη σφρίγος – ως σήμερα τουλάχιστον και μιλάμε για μια διαδρομή της τάξης των 3,5 δισεκατομμυρίων ετών. 
Γνωρίζετε επίσης, έχοντας μάλιστα επιδείξει και προσωπικό ενδιαφέρον, για το ανερχόμενο κύμα εξαφάνισης το οποίο έχει αρχίσει να καταπίνει τα εκατομμύρια των ειδών που ζουν σήμερα. Η ζωή ίσως είναι ανθεκτική˙ μπορεί μάλιστα να καταφέρει να τα βγάλει πέρα και με αυτή την τελευταία κρίση μαζικής εξαφάνισης ειδών, και να ξεχυθεί σ’ ένα νέο εξελικτικό πανδαιμόνιο μορφής και χρώματος. Αυτό, όμως, ελάχιστα μας ικανοποιεί εδώ και τώρα – ιδιαίτερα εσάς, που έχετε ολόκληρη τη ζωή μπροστά σας. 
Γνωρίζετε τις στατιστικές σχεδόν τόσο καλά όσο και εγώ. Τα είδη εξαφανίζονται με ρυθμό είκοσι επτά χιλιάδες το χρόνο (τρία την ώρα)! Αν αναλογιστούμε τα τελευταία 540 εκατομμύρια χρόνια, συνειδητοποιούμε ότι όλα τα προηγούμενα επεισόδια μαζικής εξαφάνισης προήλθαν από τη διατάραξη του φυσικού περιβάλλοντος και την κατάρρευση του οικοσυστήματος. Πριν εμφανιστούν στο προσκήνιο οι άνθρωποι, τα επεισόδια μαζικής εξαφάνισης προκαλούνταν από απότομες κλιματολογικές μεταβολές (αλλά και μια μεγάλη έκρηξη η οποία προκλήθηκε από τη σύγκρουση με κάποιον κομήτη, γεγονός που συνέβη τουλάχιστον μια φορά). Σήμερα, είναι εξίσου σαφές ότι ο πραγματικός ένοχος δεν είναι άλλος από το ίδιο μας το είδος, τον Homo sapiens.
Κόβουμε, καίμε, εξορύσσουμε και μολύνουμε τον πλανήτη μας με αυξανόμενους ρυθμούς. Μετατρέπουμε χερσαία οικοσυστήματα σε γεωργικές μονοκαλλιέργειες. Δημιουργούμε αχανή περιβάλλοντα από τσιμέντο, ατσάλι. πλαστικό και γυαλί που στερούνται ζωή – αν εξαιρέσουμε τη ζωή των υπόλοιπων συνανθρώπων μας και των λίγων συμβιούντων ειδών που φαίνεται να ευδοκιμούν στην περιφέρεια της ύπαρξης μας. 
Εκτρέπουμε ρεύματα, και τα γεωργικά και βιομηχανικά απόβλητά μας δηλητηριάζουν τα ποτάμια, τις λίμνες, και τώρα πια και τους ωκεανούς μας Γνωρίζετε επίσης τις άμεσες και επικίνδυνες παρενέργειες της βιομηχανικής μας δραστηριότητας στην ατμόσφαιρα: η θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνεται από τα «αέρια του θερμοκηπίου», όπως το διοξείδιο του άνθρακα, και δημιουργούνται τρύπες του όζοντος, που προκαλούνται από την αντίδραση μεταξύ του όζοντος και των χλωροφθορανθράκων όπως είναι το φρέον, από το οποίο σε τόσο μεγάλο βαθμό έχουμε εξαρτήσει την ψύξη των σπιτιών, των γραφείων και των αυτοκίνητων μας κατά τη διάρκεια των ολοένα και θερμότερων καλοκαιρινών μηνών. 
Η άμεση καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι το ακριβές ανάλογο της μεταβολής των οικοσυστημάτων εξαιτίας των κλιματολογικών αλλαγών του παρελθόντος – αλλαγών που πυροδότησαν τη σχετικά αναπάντεχη εξαφάνιση πολύ μεγάλου αριθμού ειδών. Έχουμε παγιδευτεί σ' έναν φαύλο κύκλο˙ απ’ ό,τι φαίνεται, μας διακρίνει μια αχαλίνωτη συλλογική ορμή και μια εκ πρώτης όψεως διαρκής ικανότητα να εκμεταλλευόμαστε και να «διευρύνουμε» πόρους με αενάως αυξανόμενη αποδοτικότητα. Κάθε φορά δε που επιτυγχάνουμε μια ρηξικέλευθη ανακάλυψη, ο πληθυσμός μας εκτινάσσεται στα ύψη. 
Πρόκειται όντως για φαύλο κύκλο. Και μπορείτε να δείτε ότι η πραγματική αιτία αυτής της ασυγκρότητης καταστροφής του φυσικού κόσμου από τον άνθρωπο δεν είναι άλλη από την ανεξέλεγκτη πληθυσμιακή αύξηση. Πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια, στην απαρχή της γεωργίας, δεν υπήρχαν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι πάνω στη Γη. Σήμερα υπάρχουν 5,7 δισεκατομμύρια – και ο αριθμός αυξάνεται κατακόρυφα. Όσο αυξάνεται ο πληθυσμός τόσο περισσότεροι πόροι θα απαιτούνται˙ η περαιτέρω διεύρυνση τέτοιων πόρων – με μια σπανία αλλά σημαντική εξαίρεση στην οποία θα αναφερθώ οε λίγο – γεννά όλο και περισσότερους ανθρώπους. 
Το πρόβλημα, φυσικά, είναι ότι το ίδιο μας το είδος βρίσκεται σε κίνδυνο. Μολονότι η πληθυσμιακή έκρηξη δεν εξοντώνει τον πολιτισμένο κόσμο – μέσω της πείνας, των πολέμων, ακόμη και των ασθενειών – το είδος μας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την εξαιρετικά σημαντική πιθανότητα να καταποντιστεί μαζί με εκατομμύρια άλλα είδη σε μια μαζική εξαφάνιση αποκλειστικά δίκης του έμπνευσης. Και τούτο επειδή είναι λάθος να υποθέτουμε, όπως κάνουν ακόμη πολλοί από μας, ότι δεν αποτελούμε πλέον μέρος του φυσικού κόσμου – και πως οτιδήποτε συμβαίνει σε όλα αυτά τα οικοσυστήματα και είδη «εκεί έξω» δεν έχει συνέπειες σ’ εμάς. 
Με αυτή την ιδέα εξαπατούμε τους εαυτούς μας τα τελευταία δέκα χιλιάδες χρονιά - από τότε που επινοήθηκε για πρώτη φορά η γεωργία στη Μέση Ανατολή και κατέστη δυνατή η μόνιμη εγκατάσταση πληθυσμών, με βάση την προβλέψιμη παροχή τροφής. Είμαστε τυχεροί που έχουμε την ιουδαιοχριστιανική Βίβλο, ένα από τα λίγα κείμενα που οι ρίζες τους φτάνουν σ' εκείνη την κρίσιμη μεταβατική περίοδο, αφού η επινόηση της γεωργίας ήταν αυτή που άλλαξε μια για πάντα τη στάση του άνθρωπου απέναντι στη φύση. Και οι συγγραφείς του κειμένου που ονομάζουμε «Βίβλο» το γνώριζαν αυτό, και φρόντισαν να το καταγραφούν.
Η Γένεση περιέχει πολλές ιστορίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται δυόμισι εκδοχές σχετικά με τη Δημιουργία του Κόσμου. Μας λέει ότι δημιουργηθήκαμε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του θεού, και ότι προορισμός μας ήταν η «κυριαρχία» μας στη γη και σε όλα τα όντα. Είμαι πεπεισμένος, όμως, ότι εμείς έχουμε δημιουργήσει τον θεό κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση μας, και ότι δεν συνέβη το αντίστροφο. Περιττό βέβαια να σας υπενθυμίσω την πεποίθηση μου ότι ο πλανήτης Γη έχει μια πολύ μακρά ιστορία – ένα είδος δίκης του «εξέλιξης», αντίστοιχης με την ανάπτυξη του ηλιακού συστήματος, του Γαλαξία μας, και του ίδιου του σύμπαντος. Γνωρίζετε επίσης τη βεβαιότητά μου ότι όλα τα είδη – ζώντα και εξαφανισμένα – κατάγονται από έναν κοινό πρόγονο που εμφανίστηκε περισσότερα από 3,5 δισεκατομμύρια χρονιά πριν, μέσω μιας φυσικής διαδικασίας βιολογικής εξέλιξης. Γνωρίζετε επίσης τις σκέψεις μου για τον Homo sapiens: εξελιχθήκαμε όπως ακριβώς και τα υπόλοιπα είδη. 
Η Γένεση δεν μπορεί να είναι σήμερα αντικείμενο μελέτης προκειμένου να έχουμε μια ακριβή θεώρηση της ιστορίας του Κόσμου και της γήινης ζωής, Πρέπει, όμως, να τη μελετούμε με προσοχή, για να μάθουμε ποια άποψη είχαν για τον άνθρωπο ορισμένοι σοφοί πρόγονοι μας, πριν από τόσες χιλιετίες. Και τούτο επειδή στη Γένεση υπάρχει μια ουσιαστική αλήθεια – η αναγνώριση του ότι οι άνθρωποι είχαν πλέον μεταβάλει τη θέση τους στον φυσικό κόσμο. 
Όλα τα είδη, με μοναδική εξαίρεση το δικό μας, είναι χωρισμένα σε σχετικά μικρούς πληθυσμούς˙ καθένας από αυτούς τους πληθυσμούς είναι ενσωματωμένος σ' ένα τοπικό, δυναμικό οικοσύστημα. Οι σκίουροι στο Σέντραλ Παρκ ανησυχούν περισσότερο για την υγεία των δρυών και για το που βρίσκονται τα κλαψοπούλια στη γειτονία τους παρά για την ευζωία των μελών του είδους τους στον ποταμό του Νιου Τζέρσεϋ. Οι προγονοί μας δεν διέφεραν καθόλου ως προς αυτό, και υπάρχουν ακόμη και σήμερα άνθρωποι (στο χείλος επικείμενης εξαφάνισης) που ζουν οε τοπικούς πληθυσμούς και διαδραματίζουν αποφασιστικούς ρόλους σε τοπικά οικοσυστήματα. Οι Γιανομάνι – οι οποίοι σήμερα σφαγιάζονται από χρυσωρύχους στην Αμαζονία της Βενεζουέλας και της Βραζιλίας – αποτελούν μια τέτοια περίπτωση. 
Το γεγονός είναι ότι η γεωργία άλλαξε όλη αυτή την κατάσταση. Με τη γεωργία κηρύξαμε ουσιαστικά και πρακτικά τον πόλεμο στα τοπικά οικοσυστήματα. Όλα τα φυτά, εκτός από τα ένα-δυο είδη που καλλιεργούσαμε, μεταβλήθηκαν ξαφνικά οε «ζιζάνια». Όλα τα ζώα, εκτός από τα λίγα που εξημερώσαμε και εκείνα που περιστασιακά κυνηγούσαμε, έγιναν «βλαβερά». Κατά τα φαινόμενα, είχαμε απελευθερωθεί από τον φυσικό κόσμο. Δεν εξαρτιόμασταν πλέον από την ετήσια γαλαντομία του. Είχαμε την πολυτέλεια, έτσι αισθανόμασταν τουλάχιστον, να τον περιφρονούμε, να νιώθουμε ότι του έχουμε ξεφύγει, ότι του επιβληθήκαμε. Είχαμε επιτύχει την «κυριαρχία». 
Αφότου συνέβη αυτή η μεταβολή, ο πληθυσμός άρχισε να αυξάνεται˙ από 1 εκατομμύριο ανήλθε οε 5,7 δισεκατομμύρια μέσα σε μόλις δέκα χιλιάδες χρονιά: είναι κάτι το εκπληκτικό! Για ένα μεγάλο διάστημα, πάντως, φαινόταν να τα πηγαίνουμε πολύ καλά με τη νεόκοπη ελευθερία μας. Μπορούσαμε να ρυπαίνουμε το περιβάλλον με φαινομενική ασυδοσία. Μπορούσαμε να εγκαταλείπουμε τους οικισμούς μόλις το έδαφος εξαντλούνταν και να εγκαθιστάμεθα αλλού. Αφήναμε τη φύση να διορθώσει την καταστροφή – επαρκέστατη ένδειξη (θα σκεφτόταν κανείς) του ότι δεν ήμασταν και τόσο ανεξάρτητοι από τη φύση όσο μας άρεσε να πιστεύουμε. 
Σήμερα, πάντως, αν δεν έχουμε κατακλύσει κυριολεκτικά τον πλανήτη, προσεγγίζουμε ταχύτατα το σημείο εκείνο όπου οι πλουτοπαραγωγικές πηγές δεν θα επαρκούν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του συνολικού ανθρώπινου πληθυσμού. Ο Thomas Multhus είχε προβλέψει αυτό τον κίνδυνο ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα. Μερικοί οικονομολόγοι. όπως ο Julian Simon του Πανεπιστημίου της Μαίρυλαντ, επιμένουν να αρνούνται ακόμη και την ύπαρξη του προβλήματος. Σε τελευταία ανάλυση, ισχυρίζονται, ο πλούτος από την εκβιομηχάνιση τείνει να σταθεροποιήσει την πληθυσμιακή αύξηση. Έχει εκλείψει, όμως, κάθε ελπίδα ότι το βιοτικό επίπεδο του Τρίτου Κόσμου θα φτάσει ποτέ το δικό μας. Και όπως έχουν τα πράγματα, εμείς, στα προνομιούχα πλούσια κράτη, καταναλώνουμε κατά κεφαλή περίπου τριάντα φορές περισσότερους πόρους από κάποιον που ζει, ας πούμε, στο Μπανγκλαντές. Στην πραγματικότητα, ο πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειών πρέπει να πολλαπλασιαστεί επί τριάντα για να μετρηθεί η αληθινή επίδραση που έχει το μέγεθος του στην παγκόσμια οικονομία. 
Όλα αυτά ακούγονται καταθλιπτικά. Φαίνεται σαν να πιστεύω πραγματικά ότι ο κόσμος πηγαίνει κατά διαβόλου. Ωστόσο, δεν το πιστεύω, ή μάλλον, δεν πιστεύω και ανάγκη κάτι τέτοιο. Και να γιατί. 
Η γεωργία ήταν απλώς ένα συνταρακτικό βήμα σε μια μακρά αλυσίδα εξελικτικών πολιτισμικών επεισοδίων στην ανθρώπινη προϊστορία. Μετά την έλευση του υλικού πολιτισμού, περίπου 2,5 εκατομμύρια χρόνια πριν, η ανθρώπινη οικολογική ιστορία μπορεί να ερμηνευτεί ως μια μακρά, και συχνά πολύ ευφυής και επιτυχής προσπάθεια να αντεπεξέλθουμε στις φυσικές αντιξοότητες. Η έλευση της φωτιάς, για παράδειγμα, έδωσε τη δυνατότητα στους προγόνους μας του είδους Homo erectus να εγκαταλείψουν την Αφρική, μόλις ένα εκατομμύριο χρόνια πριν, και να ταξιδέψουν προς τα βόρεια αψηφώντας τον κίνδυνο των παγετώνων, προκειμένου να κυνηγήσουν τα μεγάλα ζώα της Ευρώπης της Εποχής των Παγετώνων. 
Η γεωργία δεν ήταν μια μηχανορραφία κατά της φύσης – ήταν απλώς η συνέχιση μιας πολιτισμικά προσαρμοστικής στρατηγικής για την ασφαλέστερη απόκτηση πόρων. Το θέμα είναι ότι ο μύθος – η ιστορία περί του ποιοι είμαστε και ποια είναι η θέση μας απέναντι στη φύση – που διαβάζουμε στη Γένεση αποτελεί την εξήγηση του status quo που μόλις είχε επιτευχθεί. Ο καθένας μας, διαρκώς, χρειάζεται τέτοιες ιστορίες, τέτοιες εξηγήσεις, απλά για να λειτουργήσει. 
Ο μύθος της Γένεσης ήταν μια καλή ιστορία για την εποχή της. Εγώ πιστεύω ότι η έννοια του θεού, όπως μεταδόθηκε ως εμάς από εκείνες τις μακρινές εποχές, δεν αντανακλά τίποτε άλλο από την ανάγκη μας να επινοήσουμε κάτι παντοδύναμο και πανταχού παρόν προκειμένου να εξωραΐσουμε τη συνειδητή υπέρβαση εκ μέρους μας των ορίων του τοπικού οικοσυστήματος. Οι άνθρωποι που εξακολουθούν να ζουν μέσα σε οικοσυστήματα συνηθίζουν να αναγνωρίζουν την ύπαρξη πνευμάτων στα είδη που τους περιβάλλουν – δεν φαίνεται όμως να έχουν την ανάγκη ενός φιλεύσπλαχνου ή τιμωρού Παντοδύναμου Θεού. 
Κατά τα άλλα, όμως, ο μύθος της κυριαρχίας έμοιαζε να συμφωνεί με τα γεγονότα. Φαινόταν πράγματι ότι είχαμε ξεφύγει από τους περιορισμούς της φύσης – σε σημείο ώστε να μπορούμε να αρνούμαστε ότι υπήρξαμε ποτέ τμήμα της. 
Η ιστορία, όμως, δεν «πάει» άλλο. Και εδώ βρίσκεται η πραγματική ελπίδα για το μέλλον˙ πρέπει να την αναπροσαρμόσουμε. Οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι στην πραγματικότητα ποτέ δεν ξεφύγαμε από τα όρια της φύσης, αλλά απλώς επανακαθορίσαμε το ρόλο μας μέσα σ' αυτήν.  Βλέπουμε ξεκάθαρα ότι δεν μπορούμε πλέον να ρυπαίνουμε ασύδοτα τα τοπικά οικοσυστήματα. Όπως επισήμανε ο τύπος πρόσφατα, η αποξήρανση και η μόλυνση των ελών στερεί από τροφή και δηλητηριάζει τα ψάρια και τα θαλασσινά των ακτών, που τόσο ζωτική σημασία έχουν για την οικονομία και τη διατροφή μας. 
Είμαστε το μοναδικό παγκόσμιο είδος που αλληλεπιδρά με το παγκόσμιο περιβάλλον ως σύνολο. Συναλλασσόμαστε μεταξύ μας με ένα τρισεκατομμύριο δολάρια κάθε μέρα οε παγκόσμια βάση. Και αυτό το ένα τρισεκατομμύριο έχει αντίκτυπο στον φυσικό κόσμο. 
Εν τω μεταξύ, το παγκόσμιο σύστημα – η ατμόσφαιρα, η υδρόσφαιρα, η λιθόσφαιρα και η βιόσφαιρα -  πασχίζει για να διατηρήσει το status quo (όχι συνειδητά, βέβαια, αλλά μέσω των κύκλων αλληλεπίδρασης που προκύπτουν από καθαρή φυσική και χημεία). Η υγεία του παγκόσμιου οικοσυστήματος δεν είναι τίποτε περισσότερο – ή λιγότερο – από τη συλλογική υγεία όλων των τοπικών οικοσυστημάτων που το συναποτελούν και συνδέονται όλα μεταξύ τους με έναν πολύπλοκο δίκτυο ροής ενέργειας. Κόψτε τα τροπικά δάση και θα έχετε μεταβάλει την κατανομή των βροχοπτώσεων και τη ροή θρεπτικών ουσιών στη θαλασσα. Δηλητηριάστε την επιφάνεια των ωκεανών και θα έχετε εξαλείψει την κύρια πηγή αναπλήρωσης του ατμοσφαιρικού οξυγόνου. Φαίνεται σχεδόν αστείο το ότι μας πέρασε κάποτε απ' το μυαλό η ιδέα πως ξεφύγαμε από τους περιορισμούς της φύσης. Τώρα, όμως, το βλέπουμε καθαρά: μπορεί να μεταβάλαμε ριζικά τη στάση μας απέναντι της, καθώς και τη θέση μας μέσα σ' αυτήν, αλλά ποτέ δεν καταφέραμε να της ξεφύγουμε. Και τώρα, εμείς οι ίδιοι απειλούμε με εξαφάνιση τους εαυτούς μας και πάμπολλα από τα οικεία μας είδη. 
Τι να κάνουμε: Να σταθεροποιήσουμε τον πληθυσμό. Πώς; Αυτό τείνει να το κάνει η οικονομική ανάπτυξη. Είναι όμως πολύ αργά για να σκεφτόμαστε ρεαλιστικά με τέτοιους ορούς˙ δεν υπάρχει πλέον τρόπος να αναβαθμιστούν οι οικονομίες του Τρίτου Κόσμου στο σημερινό οικονομικό επίπεδο των εκβιομηχανισμένων κρατών. Υπάρχουν όμως ενθαρρυντικές ενδείξεις ότι η εκπαίδευση μπορεί να έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Ιδιαίτερα η εκπαίδευση, η χειραφέτηση και η οικονομική ενδυνάμωση των γυναικών. Αυξάνονται ολοένα τα στοιχεία που δείχνουν ότι οι γυναίκες θα εγκατέλειπαν με ενθουσιασμό τις πολλαπλές γεννήσεις εάν τους παρέχονταν εναλλακτικοί τρόποι διαβίωσης.
Η εκπαίδευση είναι το σημαντικότερο κλειδί. Καταλήξαμε στην παρούσα στενωπό  έντιμα – και μάλιστα με μεγάλη δόση ευφυΐας. Είμαστε το μόνο είδος (το πιστεύω ακράδαντα) που έχει νόηση και πραγματικό πολιτισμό. Χρησιμοποιήσαμε τον πολιτισμό, την ευφυΐα και τις δεξιότητες μας, με αποκλειστικό και διαρκές μέλημα τη βελτίωση της οικολογικής μας προσαρμογής – πώς να επιβιώσουμε, πώς να αντιμετωπίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα της φυσικής διαβίωσης. 
Οι προσπάθειές μας που αποσκοπούν στο να αντεπεξέλθουμε στις δυσκολίες πρέπει να συνεχιστούν. Πρέπει, όμως. να αναθεωρήσουμε και το μύθο μας σχετικά με το ποιοι είμαστε και ποια είναι η θέση μας στον Κόσμο. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αποτελούμε μέρος της φύσης – και ότι καταλαμβάνουμε μια μοναδική θέση ως παγκόσμιο είδος. Πρέπει να σπάσουμε τον φυσικό βιολογικό κύκλο στον οποίο ο πληθυσμός πάντοτε αυξάνεται όσο αυξάνεται η πρόσβαση σε πόρους. Πρέπει να καταστήσουμε όντως έμφρονα – αντάξιο του ονόματός του – τον Homo sapiens, τον «έμφρονα άνθρωπο».
Αν αναγνωρίσουμε ότι η Γη δεν μας ανήκει, αν συγκρατήσουμε τους εαυτούς μας, αν αποκαταστήσουμε τα οικοσυστήματα και επιτρέψουμε στα άλλα είδη να ζήσουν, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να επιβιώσουμε – εμείς και τα υπόλοιπα οικεία μας είδη – για να κληρονομήσουμε τη Γη. Η πρόκληση είναι μεγάλη, αλλά μπορούμε να αντεπεξέλθουμε σ’ αυτήν Υπάρχουν μερικά ελπιδοφόρα σημάδια. Η καταστροφή του όζοντος, π.χ., έχει αρχίσει να αναστρέφεται, επειδή οι άνθρωποι συνήλθαν και ανέλαβαν συντονισμένη και αποφασιστική δράση. Εναπόκειται τώρα στη γενιά σας να ολοκληρώσει τη στροφή σε μια διαφοροποιημένη, περισσότερο ακριβή άποψη για το ποιοι είμαστε και ποια είναι η θέση μας στον φυσικό κόσμο. 
Καλή τύχη, παιδιά! 

Ο μπαμπάς.
Niels Eldredge 

Ο Niels Eldredge είναι δραστήριος ερευνητής παλαιοντολόγος, μέλος του επιτελείου του Αμερικάνικου Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, από το 1969. Αφιέρωσε ολόκληρη τη σταδιοδρομία του στο να επιτύχει καλύτερη συμφωνία της εξελικτικής θεωρίας και του αρχείου των απολιθωμάτων. Το 1972, αυτός και ο Stephen Jay Gould ανακοίνωσαν τη θεωρία της εστιγμένης ισορροπίας. Από τότε ο Niels Eldredge ανέπτυξε τις απόψεις του για την ιεραρχική δομή των έμβιων συστημάιων, και τη φύση της σχέσης μεταξύ οικολογίας και εξέλιξης. Δίνει τακτικά διαλέξεις σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα για θέματα εξελικτικής θεωρίας και βιολογικής ποικιλομορφίας, και για το ταξιδιωτικό πρόγραμμα του Αμερικάνικου Μουσείου. Είναι δραστήριος παρατηρητής πουλιών, συλλέκτης, και απολαμβάνει να παίζει κορνέτα και τρομπέτα.






13 Αυγούστου 2013

Εικόνα μας είσαι Διαδίκτυο και μας μοιάζεις


Υπεύθυνος, επιμέλεια : Γιώργος Δαμιανός
Το Διαδίκτυο είναι μια νέα και σημαντική μορφή επικοινωνίας, δωρεάν και προσιτή σε όλους. Το γεγονός ότι είναι εύκολο στον καθένα να δημιουργήσει το δικό του ιστότοπο, δημιουργεί στην μπλογκόσφαιρα πρόβλημα αξιοπιστίας. Τα αίτια της ανικανότητας διαχείρισης αυτού του ορυμαγδού των πληροφοριών είναι η έλλειψη βασικής παιδείας της επικοινωνίας στους διαχειριστές των ιστοτόπων αλλά και στο αναγνωστικό κοινό, το οποίο περιφέρεται στον ωκεανό του Διαδικτύου δίχως να μπορεί να δώσει ένα ξεκάθαρο μήνυμα επιλογής (το ίδιο συμβαίνει, άλλωστε, και στην τηλεόραση και σε άλλα μέσα).
Το Διαδίκτυο βρίσκεται σε βρεφικό, ακόμη, στάδιο και όπως είναι λογικό περνά όλες τις παιδικές του ασθένειες. Θα καταφέρει να ξεπεράσει τα προβλήματα αξιοπιστίας ή τελικά τα ίδια τα προβήματα θα το βουλιάξουν στην ανυποληψία;
Γι' αυτά και άλλα συζητήσαμε με τέσσερις διαχειριστές αξιόλογων, κατά τη γνώμη μας, ιστοτόπων: τον Γιώργο Πρίμπα, διευθυντικό στέλεχος επιχείρησης και λογοτέχνη (http://pribas.blogspot.gr/ και διαχειριστή της σειράς «εν καινώ» των ηλ. εκδόσεων 24grammata.com), το συγγραφέα και μεταφραστή στην Ε.Ε. Νίκο Σαραντάκο, που διαχειρίζεται από το Λουξεμβούργο το http://saranta kos.wordpress.com/, το συγγραφέα και γιατρό Σταμάτη Κυρζόπουλο (http://sxoliopoliti.blogspot.gr/) και το συγγραφέα και φυσικό Γιώργο Τριανταφυλλόπουλο (http://eparistera.blogspot.gr/). Και οι τέσσερις απαντούν σε κοινές ερωτήσεις.

- Η μπλογκόσφαιρα είναι πράγματι μια επανάσταση στην επικοινωνία και την ενημέρωση ή συνέβαλε στην παραπληροφόρηση;
** Γ. Πρίμπας: «Είναι επανάσταση και ιδίως στο λογοτεχνικό χώρο, όπου έσπασε πολλά στεγανά. Η παραπληροφόρηση υφίσταται, όπως ανέκαθεν υφίστατο, και είναι αναπόφευκτη λόγω της ευκολίας που προσφέρει στον οποιονδήποτε να προβάλλει ως γεγονότα τα ψυχανεμίσματά του και να αναπαράγει άκριτα τις σαβούρες που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο και όχι μόνο. Ομως σε αυτό φταίνε και όσοι αναγνώστες, και είναι πολλοί, είναι έτοιμοι να δεχθούν ως αλήθεια κάθε ελληναράδικη ή μεταφυσική ανοησία αγγίζει τις ιδεοληψίες τους».
**Ν. Σαραντάκος: «Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις• δεν χωράει αμφιβολία ότι πολλά ιστολόγια συμβάλλουν στην παραπληροφόρηση, αλλά στην μπλογκόσφαιρα δίνεται και η δυνατότητα για ανασκευή των χαλκευμένων πληροφοριών. Πέρυσι το καλοκαίρι, η Φωνηεντιάδα, δηλ. η εκστρατεία των σκοταδιστών εναντίον της νέας γραμματικής, διαδόθηκε μεν από την μπλογκόσφαιρα αλλά και βρήκε εκεί τον αντίλογο και τελικά κατατροπώθηκε».
** Στ. Κυρζόπουλος: «Το ένα δεν αναιρεί το άλλο! Θα έλεγα δε, ότι ισχύουν και τα δύο. Από την άλλη πλευρά, παραπληροφόρηση, συνωμοσιολογία, προπαγάνδα υπήρχαν πάντα, και μάλιστα χωρίς τις πρωτόφαντες δυνατότητες και ελευθερίες έκφρασης, πληροφόρησης και επικοινωνίας που δίνει το Διαδίκτυο. Αν υπάρχει ισοζύγιο, είναι, κατά τη γνώμη μου, θετικό».
**Γ. Τριανταφυλλόπουλος: «Δεν νομίζω πως θα πω κάτι καινούργιο αν πω πως είναι και τα δύο. Η μπλογκόσφαιρα έδωσε πράγματι τη δυνατότητα να ακουστούν πολλές φωνές και πολλές απόψεις που απλά δεν θα ακούγονταν, με αποτέλεσμα να σπάσει λίγο η απόλυτη κυριαρχία της καθεστωτικής παραπληροφόρησης. Ταυτόχρονα, όμως, μιας και ο καθένας μπορεί να πει ό,τι θέλει, εντάθηκε και η παραπληροφόρηση, η οποία όμως, ούτως ή άλλως, ήταν κυρίαρχη».

- Τι ιδιαίτερο θεωρείτε ότι πρόσφερε στον αναγνώστη/θεατή ο δικός σας ιστότοπος;
** Γ. Πρίμπας: «Οι ιστοχώροι που διατηρώ είναι δημόσια ανοιχτά μπλογκ στα οποία γράφω / παρουσιάζω το δικό μου υλικό, αλλά κυρίως οτιδήποτε συνάντησα και με εκφράζει, με έμφαση σε έργα που κυκλοφορούν, αλλά όχι ευρέως, προερχόμενα βασικά από το χώρο της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της ποίησης. Οι αναγνώστες μου, πιστεύω, ενίοτε βρίσκουν ενδιαφέροντα έργα (ολοκληρωμένα ή αποσπάσματα) τα οποία μπορεί να είχαν παραπέσει της προσοχής τους. Αν υπάρχει κάτι που συμμετέχω και τολμώ να χαρακτηρίσω ως ιδιαίτερο και θέλω να πιστεύω ότι θα αφήσει το δικό του στίγμα, αυτό είναι η έκδοση ebook, σειρά: "εν-καινώ", στην ιστοσελίδα www.24grammata.com».
** Ν. Σαραντάκος: «Θα ξεχώριζα τρία πράγματα: πρώτον, τη συμμετοχή πολλών εξαιρετικά καταρτισμένων σχολιαστών που εμπλουτίζουν σημαντικά το αρχικό άρθρο μου, δεύτερον, τη διατήρηση πολιτισμένου κλίματος στις αντιπαραθέσεις, χωρίς προσωπικές αιχμές και βαριές εκφράσεις και τρίτον, τη συστηματική ενασχόληση με τις λέξεις της επικαιρότητας. Και κάτι ακόμη: τη συστηματική ανασκευή εθνικιστικών και άλλων μύθων, που κάποτε είναι άχαρη δουλειά ("ρίχνει ο παλαβός μια πέτρα στο ποτάμι και σαράντα γνωστικοί παλεύουν να τη βγάλουν"), αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει».
** Στ. Κυρζόπουλος: «Αυτή την απάντηση μπορεί να τη δώσει μόνο ο αναγνώστης, και μάλιστα ο καθένας από τη σκοπιά του. Γράφω μόνο όταν έχω κάτι να πω και το εκφράζω με ειλικρίνεια και χωρίς φανατισμό. Προσέχω τη γλώσσα που χρησιμοποιώ, "βασανίζω" τα επιχειρήματά μου, δεν γράφω για να κολακέψω τις απόψεις κάποιου ακροατηρίου με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά».
** Γ. Τριανταφυλλόπουλος: «Εκείνο που προσπάθησα εγώ ήταν να διαπραγματεύομαι κάποια θέματα, όχι υποχρεωτικά άμεσα συνδεόμενα με την επικαιρότητα, όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένα. Επιδίωξα πρωτίστως να παραθέτω στοιχεία, ενταγμένα οργανικά στο κείμενο, όπως αυτά δίνονται από επίσημες πηγές ή τη βιβλιογραφία. Στόχος μου ήταν να αποδομήσω την κυβερνητική προπαγάνδα, που διαδιδόταν και διαδίδεται από τα ΜΜΕ κυρίως, με την προβολή στοιχείων χαλκευμένων, αποσπασματικών και μη ενταγμένων μέσα σε ένα γενικότερο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο. Να εντάξω την ελληνική περίπτωση μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του καπιταλισμού και των μεταβολών του. Η δική μου προσπάθεια ήταν επομένως η παράθεση των δεδομένων για την οικονομία και την κοινωνία και η εξαγωγή κατόπιν λογικών συμπερασμάτων ώστε να δημιουργείται ένα συνεκτικό εξηγητικό πλαίσιο. Η δημιουργία μιας ολικής εικόνας. Ας έχει επομένως ο καθένας τα πραγματικά δεδομένα, την ιστορική συνέχεια και το τι έχει συμβεί σε αντίστοιχες περιπτώσεις κι ας βγάλει τα συμπεράσματά του».

- Έπειτα από χρόνια εμπειρίας και πειραματισμών στο Διαδίκτυο, τι είναι αυτό που σας ενοχλεί περισσότερο;
** Γ. Πρίμπας: «Η παραπληροφόρηση και η οικειοποίηση κειμένων χωρίς αναφορά στην πηγή».
** Ν. Σαραντάκος: «Η ευκολία με την οποία άνθρωποι μορφωμένοι αναπαράγουν εμφανώς ασύστατους μύθους, αλλά το έχω πια φιλοσοφήσει. Άλλωστε, αν πολλοί άνθρωποι θέλουν να κατασκευάσουν έναν μύθο, θα το καταφέρουν, όπως έγινε με τον ανύπαρκτο "ήρωα" Κ. Κουκίδη, που μέχρι και ταινία για τη ζωή του γύρισαν. Επίσης με απογοητεύουν οι κοινωνικοί αυτοματισμοί και το μίσος που διαπνέει τις παρεμβάσεις των ανώνυμων σχολιαστών στους μεγάλους ιστοτόπους».
** Στ. Κυρζόπουλος: «Η χυδαιότητα που εκδηλώνεται ως "κουτσαβακισμός" της ανωνυμίας».
Σταμάτης Κυρζόπουλος
** Γ. Τριανταφυλλόπουλος: «Μα αυτό που αποτελεί και την ουσία του Διαδικτύου. Ο τεράστιος όγκος πληροφοριών, που είναι αδύνατον να διαχειριστείς αν δεν έχεις ήδη αποκτήσει σημαντικό επίπεδο γνώσεων, εκτός Διαδικτύου φυσικά, και σημαντική εμπειρία».


- Πολλοί θεωρούν το Διαδίκτυο ως μέσο των νέων. Είσαστε σίγουροι ότι οι νέοι απομακρύνονται εκτός από συγκεκριμένους χώρους κοινωνικής διαδικτύωσης; Ποιο είναι το προφίλ των επισκεπτών σας;
** Γ. Πρίμπας: «Δυστυχώς, οι περισσότεροι νέοι και όχι μόνο έχουν στραφεί σε χώρους όπως το Facebook, όπου κυριαρχεί μια ανούσια φλυαρία και ο όποιος λόγος είναι συνθηματικός, χωρίς αναλυτικό υπόβαθρο, άρα υποβαθμισμένης αξίας. Εξάλλου, όταν έχεις να διαβάσεις 500-1.000 καλημέρες, μόνο με αυτές έχεις αναλώσει αρκετές ώρες κι έχεις χάσει κάθε ενδιαφέρον για κάτι πραγματικά σοβαρό. Δεν παρακολουθώ συστηματικά τα στατιστικά, αλλά υποθέτω ότι είναι άνθρωποι με παρόμοια ενδιαφέροντα μ' εμένα και σε κάθε περίπτωση με τιμά το ενδιαφέρον τους για το προσωπικό μου υλικό».
** Ν. Σαραντάκος: «Στο δικό μου ιστότοπο συμμετέχουν κυρίως σχολιαστές του δικού μου ηλικιακού εύρους, δηλαδή πενηντάρηδες. Νέους μόνιμους σχολιαστές (ας πούμε, κάτω των 30) έχουμε βέβαια, αλλά είναι σχετικά λίγοι».
** Στ. Κυρζόπουλος: «Δεν είμαι καθόλου σίγουρος για τίποτα, πολλώ μάλλον για τις συνήθειες και τις πρακτικές των νεοτέρων. Υποθέτω ότι σημαντική μερίδα των νέων χρησιμοποιεί και άλλες εκφάνσεις και δυνατότητες του Διαδικτύου, πέραν των κοινωνικών δικτύων (έρευνα, ενημέρωση, επιχειρηματικές δραστηριότητες κ.ά.), είναι όμως σαφές ότι οι νεότερες γενιές βιώνουν την κοινωνικότητά τους σε πολύ μεγάλο βαθμό ηλεκτρονικά. Αυτού του τύπου η κοινωνικότητα, αν και την κατανοώ εν μέρει, δεν με αφορά προσωπικά. Το προφίλ των επισκεπτών-αναγνωστών μου δεν μου είναι απολύτως ξεκάθαρο, αλλά φαίνεται πως πρόκειται κυρίως για ανθρώπους της γενιάς μου: 40-45 ετών».
** Γ. Τριανταφυλλόπουλος: «Δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Όσο περνά πάντως ο χρόνος και τα προβλήματα εντείνονται, όλο και περισσότεροι νέοι φαίνεται να αυξάνουν τις αναζητήσεις τους. Αυτό είναι πάντως ένα μεγάλο στοίχημα».

- Μια συμβουλή στους νέους μπλόγκερ;
**Γ. Πρίμπας: «Να ελέγχουν τι αναπαράγουν και γράφουν και να δίνουν ταυτότητα στο blog τους (π.χ. λογοτεχνικό, πολιτικό κ.λπ.), αλλά χωρίς να διστάζουν να αναφέρονται και σε διαφορετικά θέματα».
** Ν. Σαραντάκος: «Να μην αναπαράγουν τίποτε ανεξέταστα και να διατηρήσουν νηφαλιότητα και υγιή δυσπιστία - οι αρχαίοι αυτό το λέγανε "νάφε και μέμνασο απιστείν"».
* *Στ. Κυρζόπουλος: «Δεν νομίζω ότι είμαι σε θέση να δίνω συμβουλές. Αν όμως η απάντηση στην ερώτησή σας ήταν υποχρεωτική, θα έλεγα: να μην αφίστανται της προσωπικής τους αλήθειας».
* *Γ. Τριανταφυλλόπουλος: «Να μην παρασύρονται από το μέσο. Να λένε, να γράφουν ή να δείχνουν κάτι αν έχουν πραγματικά να πουν, να γράψουν ή να δείξουν κάτι. Η εγωπαθής διάθεση προβολής είναι από τη μία πλάνη και από την άλλη ο πιο ευθύς και σύντομος δρόμος προς την απαξίωση».

- Θα θέλατε να μας προτείνετε τρεις αξιόλογους, κατά τη γνώμη σας, ιστοτόπους (πάσης φύσεως);
** Γ. Πρίμπας: «Επειδή δεν θέλω να αδικήσω φίλους θα αναφέρω τα: α) Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα http://www. Greek-language.gr/greekLang/index.html   β) Κοσμόπολις http://xantho.lis.upatras.gr/kosmopolis/index.php/    και γ) Physics4u  http://www.physics4u.gr/».
** Ν. Σαραντάκος: «α) Το μεταφραστικό φόρουμ Λεξιλογία, lexilogia.gr, β) Το Κόκκινο σημειωματάριο, Red Notebook, http://www.rednotebook.gr/, γ) Την ποιητική ανθολογία Παμπάλαιο Νερό http://pampalaio nero.wordpress.com/».
** Στ. Κυρζόπουλος: «α) http://nikorestis.blogspot.gr, β) http://old-boy.blogspot.gr/, γ) http://vlemma.wordpress.com/».
**  Γ. Τριανταφυλλόπουλος: «Αφού πρέπει να επιλέξω τρεις, θα επιλέξω κάποιους με πρωτότυπες αναρτήσεις, που δεν κάνουν δηλαδή αναδημοσιεύσεις. Οντας βέβαιος πως αδικώ πολλούς θα σας πω α)http://e-cynical.blogspot.gr/, β) http://www.techiechan.com/ και το γ) http://stavrosmavroudeas.wordpress.com/».

12 Αυγούστου 2013

"Κεύθω" [Ντόρα Βλάσση]


"Κεύθω"

Κεύθω.
Μέσα στα σκιάχτρα των καλαμποκιών ,
σπυρί και διαμέρισμα,
κλωστή και φωταγωγός.

Πίσω απ’ τα καλαμπόκια είδα κόκκινο τον ήλιο
και μελλοθάνατο.
Είπα ήρθε η ώρα του.

Κεύθω μία μεγάλη ιστορία
σε κρυψώνες θαλάσσιους,
που ‘χουν και δάση και μέσα τους καταρράκτες με νερόμυλους
Ωγυγίες της εχεμύθειας.

Ξέρεις που θα ‘μαι
για να λέω εγω
"Κεύθω".

10 Αυγούστου 2013

Κωστής Παλαμάς - Δωδεκάλογος του Γύφτου - Στερνός Λόγος

ΣΤΕΡΝΟΣ ΛΟΓΟΣ - ΣΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ


Ήρθε η στιγμή να σωπάσω και να πονέσω... Δε
θα 'ξερα ο ίδιος να σου πω από πού είμαι,
ποιός μ' έστειλ' εδώ... Υψωμένος και ταπεινωμένος,
αθώος και τιμωρημένος.
GOETHE (Ilmeanu)

Τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!
(Τραγούδι του νεκρού αδερφού).

Τα δυνατά σου χέρια τ' άξια, τα κοσμικά, 
χάρισμα πιο μεγάλο κι απ' τα φτερά.

Τα δυνατά σου χέρια δε σέρνουν απαλά 
τον ήχο από της άρπας τη μουσική καρδιά.

Τα δυνατά σου χέρια λουλούδια δεν κρατάν 
κι ολόλιγνα στο ατλάζι τα ξόμπλια δεν κεντάν.

Τα δυνατά σου χέρια εκεί που θα σταθούν 
σα φυλαχτά φυλάνε, σαν άρματα βοηθούν.

Και ξέρουνε και υφαίνουν το γνέμα τ' αργαλειού 
που θ' αλαφροσκεπάσει τη γύμνια του κορμιού,

κι ύστερα το λευκαίνουν στην άκρη ενός γιαλού 
με τη χαρά του ήλιου και με του τραγουδιού.

Τα χέρια σου ζωσμένα γύρω σε μια καρδιά 
της γίνονται σκουτάρια και θώρακες αυτά.

Τα χέρια σου την ώρα του θαλασσοδαρμού 
γίνονται δυο δελφίνια χρυσά του λυτρωμού.

Τα χέρια σου κανίσκια βαστάν παρηγοριάς, 
μ' αυτά στηρίζεις, δίνεις, υψώνεις, ευλογάς.

Μ' αυτά τα χέρια μού ήρθες μοιράζοντας εσύ 
το διάφανο νεράκι και το ξανθό ψωμί.

Κι απ' τον αφρό της λίμνης της αρμυρής 
πήξατε τ' άσπρο αλάτι για μένα, ω χέρια εσείς.

Κι εκόψατε για μένα τους ώριμους καρπούς, 
και φώτιζέ σας γέλιο που δεν το βάζει ο νους!

Το πήρα το άσπρο αλάτι˙ μου τα ‘δωκες εσύ 
το διάφανο νεράκι και το ξανθό ψωμί˙

και στο τραπέζι απάνου, στρωμένο ευλογητό, 
τ' απίθωσα και σου είπα το λόγο: «Στα χρωστώ».

Κι ήταν ο λόγος μου άσπρο πουλί, πουλί ιερό 
φερμένο από φωλίτσα χτισμένη σε ναό.

Κι ήταν ο νους μου μαύρου πουλιού τριγυρισμός, 
της νυχτερίδας ταίρι, του κόρακα αδερφός.

Κι εκεί που με το λόγο σε χάιδευα, -τ' ακούς;- 
όρνιο καταραμένο πετούσε εμένα ο νους

σε πείσματα στριμμένων, ξενύχτια αμαρτωλών, 
και σ' όλα τα τραπέζια των πονηρών.

Κι ας με ρωτούσε κι όποιος για σένα ποια είσαι, εγώ 
κι ας υψωνόμουν ύμνος τις χάρες σου να πω!

Το σκεβρωμένο σπίτι και το κακοχτιστό 
που είν' έτοιμο να πέσει κι ακόμα στέκει ορθό!

Τα θέμελά του σκάφτει, το υγραίνει από παντού 
το ακράταγο το ρέμα κρυμμένου ποταμού.

Λάβωμα του είν' ο ήλιος και φάγοσσα η βροχή, 
και γύφτοι κι αγιογδύτες παραφυλάν εκεί.

Και μες στα μολυντήρια και μες στις αραχνιές 
συντρίμματ' από γάστρες κι από κορμιά πληγές.

Κι ένα παιδί που αρρώστια το πλάκωσε κακιά 
πλανιέται πως υπάρχει, και παίζει και γελά.

Κι ένα τυφλό αηδονάκι σε ακάθαρτο κλουβί 
τη νύχτα του, και μέρα και νύχτα, κελαηδεί.

- Στο σπίτι εδώ τι θέλεις; και ποιόν αποζητάς; 
που πας με τ' ανθισμένο κλαδί της λεϊμονιάς;

Πάντα τυφλό τ' αηδόνι, δε θα του γίνεις φως˙ 
για τ' άρρωστο παιδάκι δε βρίσκεται γιατρός.

Κι οι γύφτοι κι οι αγιογδύτες που θα σε βρουν εδώ,
ό,τι έχεις θα σου πάρουν πιο τίμιο κι ακριβό.

Εγώ είμαι απ' τη μεγάλη φυλή του γύφτου, εγώ, 
μακριά απ' της χώρας τ' άξια, στον άγριο ξεπεσμό.

Εγώ είμ' απ' τη μεγάλη φυλή του νάνου, εγώ˙ 
δεν πιάνω ούτ' όσο τόπο το ψίχαλο ριχτό.
Εγώ είμ' απ' τη μεγάλη γενιά του αστενικού, 
που με πατάει το πόδι και του περιστεριού.

Εγώ είμ' απ τη μεγάλη του σκοτεινού φυλή˙ 
μακριά απ' τους ήλιους τρέχουν αφάνταστοι καιροί!

Κι είμαι στην πλάση μέσα των έντομων εγώ 
το πλάσμα που ταιριάζω παράταιρο λαό.

Και με κρυφή την ίδια σιγή κι αφροντισιά 
μαύρος εγώ είμ' ο σβώλος που ασάλευτα βαστά

χρόνια και χρόνια, σάμπως σε μητρική αγκαλιά, 
στ' ανήλιαγα, στα κρύα, στ' ακάθαρτα, στα υγρά.

Κι εγώ είμαι και η νυφούλα του ήλιου η φτερωτή, 
και τ' ασπρολούλουδο, άμα με δει, θα λιγωθεί.

Κι είμαι του κήπου η χάρη, της αύρας η χαρά, 
νεράιδα από δροσούλα κι από φτερά,

και μέσα στην αιώνια των όλων αλλαγή
μαζί και η κάμπια εγώ είμαι κι εγώ είμαι και η Ψυχή!

Χωρίς κανένα αγώνα, κανένα σκούσμα, ωιμέ! 
πλέκεται κάποιο δράμα μες στην ψυχή μου εμέ.

Τα δυνατά σου χέρια για ζώνη μού περνάς˙ 
τ' άζωστο ξάπλωμα είμαι μια νοτερής νυχτιάς.

Του δέντρου εγώ δεν είμαι του πράσινου ο κορμός, 
είμαι του δόλου η γλίστρα, του πονηρού ο αχνός.

Τα δυνατά σου χέρια δεν είχα εγώ
ν' απλώσω, να τα σφίξω, και να τ' αρματωθώ,

και μήτε να τα σπρώξω χέρια είχα, και να πω: 
«Μακριά! τον τόπο που ήρθες τον τρώει θανατικό».

Και βολετό δεν ήταν αγνά να πει σ' εσέ 
μήδε το στόμα το 'Ο χ ι, μήδε η καρδιά το Ν α ί .

Το στόμα μου τ' ανοίγει του τραγουδιού η πνοή 
προς την ωραίαν αλήθεια, προς την ωραία ζωή, 

κι όντας μου λείψει η θεία του τραγουδιού πνοή, 
της σιωπής η κρύα ταφόπετρα με κλει.

Κι όντας δειλά στον κόσμο κι ανήμπορος βρεθώ 
τολμώ μ' εσένα, 'Απάτη' Ψέμα, μ' εσέ μπορώ!

- Κι εσύ που δε φοβάσαι στο πέλαο της ζωής 
τη λύσσα του κυμάτου και της ανεμικής,

καλοκυβερνημένο, γερό καράβι εσύ, 
προδότρες μπόρες είναι κι απάντεχοι πνιμοί!

Κι εσύ μεστή από πίστη και υγεία και χαρά, 
κι ανίδεη και ωραία και απλή σαν τα παιδιά,

τα χρόνια μου τα πήρες για νιάτα, ω συφορά! 
και το σπαρτάρισμά μου το πήρες για καρδιά.

Ωιμέ, φωτολουσμένο του γάμου δειλινό... 
Παντρεύεται η παρθένα και παίρνει ένα στοιχειό.

Σου χάλασε τη νύχτα τον ύπνο το γλυκό 
στην αγκαλιά του ονείρου σάλεμα ξαφνικό.

Και ξύπνησες και βλέπεις κάτι που αργά γλιστρά 
στο πλάι σου, στο λευκό σου προσκέφαλο, εκεί δα!

Το γλιστερό, το κρύο, το μαύρο πράμα, ω να! 
και μιαν ανατριχίλα σε σφάζει στην καρδιά.

Το γλιστερό, το κρύο, το μαύρο σερπετό 
στον ύπνο σου είχε γίνει χρυσόνειρο θεϊκό.

Σαλεύει˙ ξυπνάς, βλέπεις, πετιέσαι... Ποιος θα πει 
ποια βύθη από ποια ύψη σε πήραν, ω Ψυχή;

07 Αυγούστου 2013

O Σπιούνος [Bertolt Brecht, το δέκατο από τα εικοσιτέσσερα μικρά θεατρικά που συνιστούν το υλικό του: «Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ», μετ. Αγγέλα Βερυκοκάκη]

O Σπιούνος 


Να και οι καθηγητές,
απ' τ' αυτί οι μαθητές
τους αρπάζουν και τους στήνουν προσοχή.
Κάθε μαθητής κατάσκοπος.
Η μόρφωση η γνώση είναι άσκοπος.
Μα ποιος γνωρίζει τίποτα στη σημερινή εποχή;
Ύστερα, να τα νιάτα τα χρυσά 
που με το δήμιο τα 'χουνε καλά. 
Τον παίρνουν και τον φέρνουν σπίτι. 
Καρφώνουν τον πατέρα τους με μια καταγγελία
και τον κατηγορούν για έσχατη προδοσία˙
δεμένος βγαίνει ό πατέρας απ' το σπίτι.

(Κολωνία, 1935. Βροχερό κυριακάτικο απόγευμα. Ο άντρας, η γυναίκα και το αγόρι μετά το γεύμα. Μπαίνει η υπηρέτρια)

Η ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ο κύριος και η κυρία Κλίμπτς ρωτούν αν oι κύριοι είναι σπίτι; 
Ο ΑΝΤΡΑΣ (απότομα) : Όχι.
(η υπηρέτρια βγαίνει)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Έπρεπε να πας στο τηλέφωνο. Αφού ξέρουν πως δεν μπορεί να 'χουμε βγει ακόμα.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί δεν μπορεί να 'χουμε βγει;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Επειδή βρέχει.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτός δεν είναι λόγος.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Και που θα μπορούσαμε να 'χουμε πάει; θ' αναρωτηθούν αμέσως.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Υπάρχουν ένα σωρό μέρη.
Ο ΓΥΝΑΙΚΑ: Τότε γιατί δε βγαίνουμε;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Για να πάμε που;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τουλάχιστον αν δεν έβρεχε.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και που θα πηγαίναμε αν δεν έβρεχε;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τουλάχιστον άλλοτε μπορούσε κανείς να βρεθεί με κάποιον.
(παύση)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν ήταν σωστό που δεν πήγες στο τηλέφωνο. Τώρα ξέρουν πως δεν τους θέλουμε ‘δώ.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Το ξέρουν δεν το ξέρουν!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Είναι άσχημο που τους αποφεύγουμε τώρα που τους αποφεύγουν όλοι.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν τους αποφεύγουμε.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τότε γιατί να μην έρθουν να μας δουν;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί αυτόν τον Κλίμπτς τον βαριέμαι φοβερά.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Άλλοτε δεν τον βαριόσουνα.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Άλλοτε! Μου δίνουν στα νεύρα τα «άλλοτε» σου!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάντως, άλλοτε δεν θα τον απέφευγες επειδή εκκρεμεί εναντίον του μια δίκη του σχολικού επιθεωρητή.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δηλαδή θες να πεις πωςφοβάμαι:
(παύση)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τότε τηλεφώνησε και πες τους πως μόλις γυρίσαμε, εξ αιτίας της βροχής.
(η γυναίκα μένει καθισμένη)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Να πούμε στους Λέμκε, αν θέλουν να 'ρθουν;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Για να μας κάνουνε πάλι παρατήρηση ότι δεν αγαπάμε αρκετά την αεράμυνα;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ (στο αγόρι) : Κλάους-Χάινριχ, άφησε ήσυχο το ραδιόφωνο!
(το αγόρι αρχίζει να ξεφυλλίζει τις εφημερίδες)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Καταστροφή αυτή ή βροχή σήμερα. Όμως σε μια χώρα που η βροχή είναι καταστροφή, δεν μπορεί κανείς να ζήσει.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Νομίζεις πωςείναι πολύ λογικό να λες δυνατά τέτοιες σκέψεις;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου θα λέω ότι θέλω. Δεν πρόκειται μέσα στο ίδιο μου το σπίτι ν' αφήσω να...
(το διακόπτει η είσοδος της υπηρέτριας, που φέρνει το σερβίτσιο του καφέ. Όσο είναι στο δωμάτιο, δεν μιλάει κανείς)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Είναι ανάγκη να χουμε για υπηρέτρια την κόρη του θυρωρού;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτό το συζητήσαμε αρκετά, νομίζω. Τo τελευταίο πράγμα που είπες ήταν πωςαυτό είχε και τα υπέρ του.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και τι δεν έχω πει εγώ. Πες μονάχα κάτι τέτοιο στη μητέρα σου και γινόμαστε αμέσως σαλάτα.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Όταν μιλάω με τη μητέρα μου...
(μπαίνει η υπηρέτρια με τον καφέ)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Άσε, Έρνα, εσύ μπορείς να φύγεις, το κάνω 'γώ αυτό.
Η ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Ευχαριστώ πολύ, κυρία.
(βγαίνει)
ΤΟ ΑΓΟΡΙ: (σηκώνοντας το κεφάλι από την εφημερίδα): Τα κάνουν αυτά όλοι οι παπάδες, μπαμπά;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ποια;
ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Αυτά που γράφει εδώ.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: τι διαβάζεις εσύ;
(του αρπάζει από τα χέρια την εφημερίδα)
ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μα ο ομαδάρχης μας μας είπε πως μπορούμε όλοι να διαβάζουμε όλα όσα γράφει αυτή η εφημερίδα.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δε μ' ενδιαφέρει τι ‘πε ο ομαδάρχης σας. Τι επιτρέπεται να διαβάζεις και τι όχι, τ' αποφασίζω εγώ.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Να, πάρε δέκα πφέννιγκ, Κλάους-Χάινριχ, και πήγαινε απέναντι κι αγόρασε ότι θέλεις.
ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μα βρέχει.
(τριγυρίζει αναποφάσιστος κοντά στο παράθυρο)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αν δεν σταματήσουνε τα άρθρα αυτά για τις δίκες των παπάδων θα την σταματήσω αυτή την εφημερίδα.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: και ποιάν θα παίρνεις; Αυτά τα γράφουν όλες.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αν όλες οι εφημερίδες γράφουνε τέτοιες αηδίες, θα σταματήσω να διαβάζω εφημερίδα. Έτσι κι αλλιώς, δε θα μαθαίνω λιγότερα για το τι γίνεται στον κόσμο.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είναι και τόσο κακό να ξεκαθαρίζουν αυτά.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ξεκαθαρίζουν! Αυτά είναι μόνο πολιτική.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάντως Εμάς δε μας Ενδιαφέρει, αφού είμαστε προτεστάντες.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Το λαό όμως τον ενδιαφέρει, να μη μπορεί να σκεφτεί το δωμάτιο ενός παπά, χωρίς να σκέφτεται κι αυτά τα αίσχη.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι να κάνουνε αφού αυτά συμβαίνουν;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι να κάνουνε; να κοιτάζουν τα δικά τους. Και στο δικό τους «φαιό σπίτι» δεν θα πρέπει να είναι όλα εντελώς καθαρά, όπως ακούω.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα αυτό είναι μια απόδειξη της εξυγιάνσεως του λαού μας, Καρλ!
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Εξυγίανση. Ωραία εξυγίανση. Αν η υγεία είναι έτσι, τότε εγώ προτιμώ την αρρώστια.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Είσαι πολύ νευρικός σήμερα. Έγινε τίποτα στο σχολείο;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι να 'γινε στο σχολείο; και σε παρακαλώ, σταμάτα να μου λες πως είμαι νευρικός, μου χτυπάει στα νεύρα.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν θα ‘πρεπε να τσακωνόμαστε συνέχεια, ΚΑρλ. Άλλοτε...
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό μου 'λείπε τώρα! Άλλοτε! Ούτε άλλοτε ήθελα, ούτε σήμερα θέλω να δηλητηριάζεται ή φαντασία του παιδιού μου!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα που είναι το παιδί;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Που θες να ξέρω;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τον είδες να φεύγει;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όχι.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν καταλαβαίνω που μπορεί να 'χει πάει. (Φωνάζει:) Κλάους-Χάινριχ!
(τρέχει έξω από το δωμάτιο. Την ακούμε να φωνάζει. Ξαναγυρίζει)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Έφυγε στ' αλήθεια.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί να μη φύγει;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα χαλάει ο κόσμος απ' τη βροχή!
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί νευριάζεις τόσο πολύ επειδή το παιδί βγήκε έξω;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Για τι πράγμα μιλούσαμε;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι σχέση έχει αυτό;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν συγκρατιέσαι καθόλου τον τελευταίο καιρό.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό δεν είν' αλήθεια, αλλά ακόμα κι αν ήτανε, τι σχέση έχει με τ' ότι έφυγε ο μικρός;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα ξέρεις ότι βάζουν αυτί.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ε, και;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ε, και; Κι αν το συζητήσει; Ξέρεις τι τους μαθαίνουν τώρα στη Χιτλερική Νεολαία, τους λένε στα ίσια να τα μαρτυράνε όλα. Είναι περίεργο που έφυγε τόσο αθόρυβα.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ανοησίες.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είδες πότε έφυγε;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τριγύριζε αρκετή ώρα στο παράθυρο.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ήθελα να 'ξερα τι πρόλαβε ν' ακούσει.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα ξέρει τι συμβαίνει στους ανθρώπους που τους καταγγέλλουν.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Και το παιδί που μας έλεγαν οι Σμούλκες; Φαίνεται πως ο πατέρας του είναι ακόμα στο στρατόπεδο. Αν ξέραμε πόσο έμεινε στο δωμάτιο.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όλ' αυτά είναι κουταμάρες.
(τρέχει στα άλλα δωμάτια φωνάζοντας το αγόρι)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορώ να καταλάβω πως φεύγει χωρίς να πει λέξη. Δεν είναι τέτοιο παιδί.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μήπως πήγε σε κανένα συμμαθητή του;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνο στο Μούμμερμαν μπορεί να 'χει πάει. θα τηλεφωνήσω.
(τηλεφωνεί)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Νομίζω πως άδικα αναστατωθήκαμε.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ (στο τηλέφωνο): Εδώ η σύζυγος του καθηγητού Φούρκε. Καλημέρα, κυρία Μούμμερμαν. Μήπως είναι 'κει ο Κλάους-Χάινριχ; —Όχι; —Δεν καταλαβαίνω που μπορεί να πήγε αυτό το παιδί. —Πέστε μου, κυρία Μούμμερμαν, την Κυριακή είναι ανοιχτά τα γραφεία της Χιτλερικής Νεολαίας; —Ναι; —Ευχαριστώ πολύ, τότε θα ρωτήσω κι εκεί.
(κλείνει το τηλέφωνο. Κι οι δυο τους κάθονται σιωπηλοί)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα τι μπορεί ν' άκουσε;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μίλησες για την εφημερίδα. Και δεν έπρεπε να πεις εκείνο για το «φαιό σπίτι». Έχει τόσο εθνικιστικά αισθήματα.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και τι είπα δηλαδή για το «φαιό σπίτι»;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορεί να μη θυμάσαι! Πως εκεί δεν είναι όλα τόσο καθαρά.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί κατηγορία. Δεν είναι όλα καθαρά, ή μάλλον όπως είπα, δεν είναι όλα εντελώς καθαρά, πράγμα που διαφέρει, και μάλιστα ουσιαστικά, αυτό είναι μάλλον μια χιουμοριστική παρατήρηση λαϊκού τύπου, δηλαδή στην καθομιλουμένη, αυτό δε σημαίνει τίποτα παραπάνω από το ότι εκεί μερικά πράγματα δεν φαίνονται να είναι πάντα και υπό όλες τις συνθήκες ακριβώς όπως τα θέλει ο Φύρερ. Πάντως εξέφρασα με απόλυτη επίγνωση τον υποθετικό χαρακτήρα, λέγοντας, όπως θυμάμαι πολύ καλά, «δεν πρέπει» — το πρέπει εδώ με την υποθετική του έννοια — να είναι όλα εντελώς καθαρά.
Δεν θα πρέπει να είναι! Όχι: δεν είναι! Δεν μπορώ να πω πως υπάρχει κάτι το όχι καθαρό, δεν υπάρχει καμιά απόδειξη. Όπου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχουν ατέλειες. Δεν εννοούσα τίποτε περισσότερο. Και πέρα απ' αυτό, σε κάποια περίπτωση, ο ίδιος ο Φύρερ εξαπέλυσε μια πολύ πιο αυστηρή κριτική προς την ίδια κατεύθυνση.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν σε καταλαβαίνω. Σ' εμένα δεν είναι ανάγκη να μιλάς έτσι.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είναι ανάγκη, θέλω να σου μιλάω έτσι. Δεν είμαι σίγουρος για το πόσο εσύ η ίδια φλυαρείς γι' αυτά που ίσως λέγονται κάποτε μέσα σ' αυτούς τους τοίχους, σε μια στιγμή εκνευρισμού. Κατάλαβέ με, δεν προσπαθώ να σου προσάψω οποιεσδήποτε επιπολαιότητες εις βάρος του συζύγου σου, ακριβώς όπως δεν πιστεύω στιγμή ότι ο μικρός θα κάνει κάτι εναντίον του πατέρα του. Αλλά ανάμεσα στο κακό και στην επίγνωσή του, υπάρχει δυστυχώς τεράστια διαφορά.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Για σταμάτα τώρα! Καλύτερα θα 'κανες να πρόσεχες τη γλώσσα σου. Όλη αυτή την ώρα σπάω το κεφάλι μου, αν είπες πριν ή μετά από κείνο για το φαιό σπίτι, ότι δεν μπορεί να ζήσει κανείς στη Χιτλερική Γερμανία.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό δεν το είπα καθόλου.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Εσύ κάνεις σαν να 'μουνα εγώ η αστυνομία! Εγώ απλώς βασανίζω το μυαλό μου τι μπορεί ν' άκουσε ό μικρός.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Η λέξη Χιτλερική Γερμανία δεν υπάρχει καν στο λεξιλόγιο μου.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι αυτό για το θυρωρό, κι ότι οι εφημερίδες είναι γεμάτες ψέματα, κι αυτό που είπες μετά για την αεράμυνα, το παιδί δεν ακούει απολύτως τίποτα θετικό. Αυτό δεν είναι καθόλου καλό για μια νεανική ψυχή, την καταστρέφει, κι ο Φύρερ που λέει πως το μέλλον της Γερμανίας είναι ή νεολαία της. Στ' αλήθεια δεν είναι τέτοιο παιδί να πάει εκεί να καταδώσει κάποιον. Δεν αισθάνομαι καλά.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Είναι όμως εκδικητικός.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Και γιατί θα 'θελε να εκδικηθεί;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ο θεός ξέρει, όλο και κάτι θα 'χει. Ίσως επειδή του πήρα το βάτραχό του.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα αυτό έγινε εδώ και μια βδομάδα.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όμως αυτά τα θυμούνται τα παιδιά.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι εσύ γιατί να του τον πάρεις;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί δεν του έπιανε μύγες. Τον άφηνε να πεθάνει της πείνας.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα είναι αλήθεια πως έχει πολλά μαθήματα.
Ό ΑΝΤΡΑΣ: Ό βάτραχος όμως δεν έφταιγε τίποτα γι’ αυτό.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα δεν μίλησε καθόλου γι' αυτό, και μόλις του 'δωσα δέκα πφέννιγκ. Του παρέχουμε ότι ζητήσει.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, αυτό είναι δωροδοκία.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι εννοείς;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: θα πούνε αμέσως ότι δοκιμάζαμε να τον δωροδοκούμε για να κρατάει τη γλώσσα του.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δηλαδή, τι νομίζεις ότι μπορούν να σου κάνουν;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Οτιδήποτε. Εδώ δεν υπάρχουν όρια! Θεέ μου! και να 'σαι και δάσκαλος! Εκπαιδευτής της νεολαίας: Τη φοβάμαι!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα Ένα παιδί δεν μπορεί να 'ναι αξιόπιστος μάρτυρας. Ένα παιδί δεν ξέρει τι λέει.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό το λες Εσύ. Μα από πότε χρειάζονται μάρτυρες για οτιδήποτε;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορούμε να σκεφτούμε τι εννοούσες με τις παρατηρήσεις σου; θέλω να πω ότι μπορεί απλώς να σε παρεξήγησε.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Τι είπα; Δεν μπορώ ούτε να θυμηθώ. Για όλα φταίει αυτή η άτιμη η βροχή. Γίνεσαι κακοδιάθετος. Τελικά είμαι ο τελευταίος, που θα 'λεγα κάτι εναντίον της ψυχικής ανατάσεως που ζει σήμερα ο γερμανικός λαός. Εγώ τα είχα προβλέψει όλ' αυτά από το τέλος του 1932.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καρλ, δεν έχουμε τώρα καιρό να μιλάμε γι' αυτά. Πρέπει να τα ξεκαθαρίσουμε όλα με ακρίβεια, και αμέσως μάλιστα. Δεν πρέπει να χάνουμε καιρό.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό από τον Κλάους-Χάινριχ.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Λοιπόν πρώτα αυτό για το «φαιό σπίτι» και τα αίσχη.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα δεν είπα λέξη για αίσχη.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Είπες πως η εφημερίδα είναι γεμάτη αίσχη και θα την σταματήσεις.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, η εφημερίδα! Όχι όμως το φαιό σπίτι!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μπορεί να 'πες πως αποδοκιμάζεις αυτά τα αίσχη των παπάδων; Κι ότι το θεωρείς πολύ πιθανό ότι αυτοί οι άνθρωποι που είναι κατηγορούμενοι σήμερα, έβγαλαν τα απαίσια παραμύθια για το φαιό σπίτι κι ότι εκεί δεν είναι όλα καθαρά; Κι ότι καλύτερα θα 'καναν να κοίταζαν τα δικά τους; Κι ότι είπες στο παιδί, ν' αφήσει το ραδιόφωνο και να πάρει καλύτερα την εφημερίδα, γιατί έχεις τη γνώμη ότι η νεολαία του Τρίτου Ράϊχ πρέπει να παρατηρεί μ' ανοιχτά μάτια τι γίνεται γύρω της.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όλ' αυτά δεν βοηθάνε σε τίποτα.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καρλ, δεν πρέπει τώρα να σκύψεις το κεφάλι. Πρέπει να 'σαι δυνατός, όπως λέει κι ο Φύρερ...
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μα δεν μπορώ να παρουσιαστώ στο δικαστήριο και σα μάρτυρας κατηγορίας να καταθέσει η ίδια η σάρκα από τη σάρκα μου.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν πρέπει να το παίρνεις έτσι.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Οι σχέσεις με τους Κλίμπτς ήταν μεγάλη επιπολαιότητα.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μα αυτονών δεν τους έκαναν τίποτα.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι άλλα οι έρευνες συνεχίζονται.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Αν απελπίζονταν όλοι που γίνονται γι' αυτούς έρευνες.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ο θυρωρός, λες να 'χει τίποτα εναντίον μας;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Εννοείς αν τον ρωτήσουν; Του κάναμε δώρο ένα κουτί πούρα για τα γενέθλιά του, και το δώρο του της Πρωτοχρονιάς ήταν άρκετό.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Οι Γκάουφς από δίπλα του 'δωσαν δεκαπέντε μάρκα.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι, μα αυτοί διάβαζαν ως το '32 το «Εμπρός», και το Μάη του '33 είχαν βάλει σημαία μαύρη-άσπρη-κόκκινη!
(χτυπάει το τηλέφωνο)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Το τηλέφωνο!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Να πάω;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν ξέρω.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Ποιός μπορεί να 'ναι;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Περίμενε. Αν χτυπήσει ξανά πηγαίνεις.
(περιμένουν. το τηλέφωνο σταματάει)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είναι πια ζωή αυτή!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καρλ!
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Έναν Ιούδα μου γέννησες. Κάθεται στο τραπέζι, τρώει το φαί που του δίνουμε και στήνει αυτί και θυμάται όλα όσα λένε οι γονείς του, ο χαφιές.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν πρέπει να μιλάς έτσι!
(παύση)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Νομίζεις πως θα πρέπει να κάνουμε τίποτα προετοιμασίες;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Λες να τους φέρει μαζί του αμέσως;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είναι απίθανο, ε;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μήπως πρέπει να φορέσω το παράσημο μου;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Οπωσδήποτε, Καρλ!
(εκείνος φέρνει το παράσημο και το φοράει με τρεμάμενα χέρια)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάντως στο σχολείο δεν υπάρχει τίποτα εναντίον σου;
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Και που θες να ξέρω; Είμαι πρόθυμος να διδάξω ό,τι θέλουν, αλλά τι θέλουν να διδάξω; Μακάρι να 'ξερα! Που να ξέρω πως θέλουν να ήταν ο Μπίσμαρκ; Αφού αργούν τόσο να βγάλουν τα σχολικά βιβλία! Δεν μπορείς να κάνεις αύξηση άλλα δέκα μάρκα στην υπηρέτρια; Κι αυτή κρυφακούει συνέχεια.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ (γνέφει καταφατικά): Και τη φωτογραφία του Χίτλερ, να την κρεμάσουμε πάνω απ' το γραφείο σου; Φαίνεται καλύτερα.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Ναι, να το κάνεις αυτό.
(η γυναίκα πάει να της αλλάξει θέση.)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όμως, αν το παιδί τους πει ότι της αλλάξαμε θέση επίτηδες, θα συμπεράνουν ένοχη συνείδηση.
(η γυναίκα ξανακρεμάει τη φωτογραφία στην παλιά της θέση)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Η πόρτα δεν ήταν αυτή;
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν άκουσα τίποτα.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Κι όμως!
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Καρλ!
(τον αγκαλιάζει)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Μη χάνεις την ψυχραιμία σου. Ετοίμασέ μου μερικά εσώρουχα.
(άλλη πόρτα ακούγεται. Ο άντρας κι η γυναίκα στέκουν ο ένας δίπλα στον άλλο, κοκαλωμένοι, στη γωνιά του δωματίου. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει το αγόρι με μια χαρτοσακούλα στο χέρι. —Παύση.)
ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Μα τι έχετε; 
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Που ήσουνα;
(το αγόρι δείχνει τη σακούλα με τις σοκολάτες)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνο σοκολάτες αγόρασες; 
ΤΟ ΑΓΟΡΙ: Τι άλλο; Φυσικά.
(διασχίζει το δωμάτιο μασουλώντας. Οι γονείς του τον κοιτάζουν ερευνητικά)
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Νομίζεις πως λέει αλήθεια;
(η γυναίκα σηκώνει τους ώμους)