27 Φεβρουαρίου 2016

[Καλαμίνα 19.02.2016]

Ο χώρος, στο νότιο μέρος του λιμανιού του Λαυρίου, που ανήκε στην Ελληνική Εταιρία Μεταλλουργείων Λαυρίου, πήρε το όνομα Καλαμίνα από το ανθρακικό ορυκτό του ψευδαργύρου: σμιθσονίτη ή καλαμίνα, το οποίο εξορυσσόταν στην περιοχή του Λαυρίου.






















26 Φεβρουαρίου 2016

El pájaro yo [Pablo Neruda, μετ. ΦΚ]

ΕΓΩ ΤΟ ΠΕΤΟΥΜΕΝΟ

Με λένε Πάβλο το πετούμενο,
Πετεινό με ένα μόνο φτερό,
Πετούμενο της φωτεινής σκιάς
Και της συγκεχυμένης λάμψης,
Οι φτερούγες μου δεν φαίνονται,
Τ’ αυτιά μου βουίζουν
Σαν διαβαίνω μέσα απ’ τα δέντρα
Ή κάτω απ’ τους τάφους
Σαν πένθιμη ομπρέλα
Ή σαν σπαθί ξεγυμνωμένο,
Τεντωμένος σαν τόξο
Ή στρογγυλός σαν το σταφύλι,
Πετώ συνεχώς δίχως να γνωρίζω,
Πληγωμένος στη σκοτεινή νυχτιά,
Ποιοι με θέλουν να ελπίζω,
Ποιοι δεν θέλουν το τραγούδι μου,
Ποιοι θέλουν το θάνατό μου,
Ποιοι δεν γνωρίζουν ότι φθάνω
Και δεν πρόκειται να με νικήσουν,
Να με ματώσουν, να με πνίξουν
Ή ν’ αγγίξουν το σχισμένο μου ρούχο
Με το σφύριγμα του ανέμου.

Γι’ αυτό έρχομαι και φεύγω,
Πετάω και δεν πετάω αλλά τραγουδάω:
Είμαι το μανιασμένο πουλί
Της ήρεμης τρικυμίας.


EL PÁJARO YO

Me llamo pájaro Pablo,
ave de una sola pluma,
volador de sombra clara
y de claridad confusa,
las alas no se me ven,
los oídos me retumban
cuando paso entre los árboles
o debajo de las tumbas
cual un funesto paraguas
o como espada desnuda,
estirado como un arco
o redondo como una uva,
vuelo y vuelo sin saber,
herido en la noche oscura,
quiénes me van a esperar,
quiénes no quieren mi canto,
quiénes me quieren morir,
quiénes no saben que llego
y no vendrán a vencerme,
a sangrarme, a retorcerme
o a besar mi traje roto
por el silbido del viento.

Por eso vuelvo y me voy,
vuelo y no vuelo pero canto:
soy el pájaro furioso
de la tempestad tranquila.

25 Φεβρουαρίου 2016

Μια θλίψη



























[Λαύριο, περιβάλλον χώρος Ορυκτολογικού Μουσείου, 21.02.2016 10.10]


Ο άνθρωπος ξέχασε, κατά πώς μαρτυρούνε τα σημάδια, να τελειώσει ωραίους στα βλέμματα των επισκεπτών τούς ανενεργούς χώρους που πονέσανε οι παππούδες του. Κι έμεινε το δέντρο μόνο του να τραγουδάει μια θλίψη προς τον ουρανό.

24 Φεβρουαρίου 2016

A todos, a vosotros... [Pablo Neruda, μετ. ΦΚ]

Σε όλους, σε σας …

ΣΕ ΟΛΟΥΣ, σε σας,
Τις σιωπηλές υπάρξεις της νύχτας
Που με πήρατε απ’ το χέρι στα σκοτάδια, σε σας,
Λαμπτήρες φωτός αθανάτου, γραμμές των αστέρων,
Ψωμί της ζωής, κρυμμένα μου αδέλφια,
Σε όλους, σε σας,
Λέω: δεν υπάρχει ευχαριστώ,
Τίποτε δεν θα μπορέσει να γεμίσει τα κύπελλα
Της αγνότητας,
Τίποτε δεν μπορεί
Να χωρέσει τον ήλιο ολάκερο στα φλάμπουρα
Της ανίκητης άνοιξης,
Σαν την καταρρακωμένη σας αξιοπρέπεια.
Μονάχα σκέπτομαι
Ότι υπήρξα τότε άξιος τόσης
Απλότητας, τόσο καθάριου λουλουδιού,
Τότε είμαι εσείς οι ίδιοι,
Αυτή η ψίχα από χώμα, αλεύρι και τραγούδι,
Αυτή η ζύμη η φυσική που ξέρει
Από πού βγαίνει και πού ανήκει.
Δεν είμαι τόσο μακρινή καμπάνα,
Ούτε ένας κρύσταλλος τόσο βαθιά θαμμένος,
Που δεν μπορείς να λύσεις το μυστήριό του, είμαι μονάχα
Ο λαός, κρυμμένη πύλη, μαύρο ψωμί,
Κι όταν με δέχεσαι, τον ίδιο δέχεσαι εσένα,
Αυτόν τον καλεσμένο
Τόσες φορές πληγωμένο
Και τόσες φορές αναγεννημένο.
Στον καθένα και σε όλους,
Σε όσους δεν γνωρίζω, σε όσους ποτέ
Δεν θα ακούσουν αυτό το όνομα, σε όσους ζουν
Κατά μήκος των μεγάλων ποταμών μας,
Στα ριζά των ηφαιστείων, στη σκιά
Από θειάφι του χαλκού, στους ψαράδες και τους αγρότες,
Στους κυανούς ινδιάνους στις ακτές των λιμνών,
Που στραφταλίζουν σαν τα τζάμια,
Στον παπουτσή που αυτή την ώρα αναρωτιέται
Χτυπώντας με τα ροζιασμένα χέρια του το δέρμα,
Σε σένανε, σε κείνον που δίχως να το ξέρει με περίμενε,
Ανήκω, υμνώ κι ευγνωμονώ.


A todos, a vosotros...

A TODOS, a vosotros,
los silenciosos seres de la noche
que tomaron mi mano en las tinieblas, a vosotros,
lámparas
de la luz inmortal, líneas de estrella,
pan de las vidas, hermanos secretos,
a todos, a vosotros,
digo: no hay gracias,
nada podrá llenar las copas
de la pureza,
nada puede
contener todo el sol en las banderas
de la primavera invencible,
como vuestras calladas dignidades.
Solamente
pienso
que he sido tal vez digno de tanta
sencillez, de flor tan pura,
que tal vez soy vosotros, eso mismo,
esa miga de tierra, harina y canto,
ese amasijo natural que sabe
de dónde sale y dónde pertenece.
No soy una campana de tan lejos,
ni un cristal enterrado tan profundo
que tú no puedas descifrar, soy sólo
pueblo, puerta escondida, pan oscuro,
y cuando me recibes, te recibes
a ti mismo, a ese huésped
tantas veces golpeado
y tantas veces
renacido.
A todo, a todos,
a cuantos no conozco, a cuantos nunca
oyeron este nombre, a los que viven
a lo largo de nuestros largos ríos,
al pie de los volcanes, a la sombra
sulfúrica del cobre, a pescadores y labriegos,
a indios azules en la orilla
de lagos centelleantes como vidrios,
al zapatero que a esta hora interroga
clavando el cuero con antiguas manos,
a ti, al que sin saberlo me ha esperado,
yo pertenezco y reconozco y canto.



23 Φεβρουαρίου 2016

Γιώργος Πρίμπας - επτά το Σεπτέμβρη ανατολές




















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό τεσσαρακοστό όγδοο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, του Γιώργου Πρίμπα (με επτά κείμενα ή έξι ιστορίες και φωτογραφίες) με τίτλο: "επτά το Σεπτέμβρη ανατολές".

-----------------------------------------------------------

ΔΙΧΩΣ ΜΟΤΙΒΑ [Απόστολος Θηβαίος]

Επειδή η τρίτη διάσταση επιβάλλει ν΄ αγνοηθούν τα σχήματα, προς όφελος της κίνησης, της γραμμής και του συνδυασμού φωτός και χρώματος. Και επειδή κάποτε φθάνει η στιγμή που ανακηρύσσονται οριστικά τα χρόνια της ελευθερίας, εμείς ξεσηκώνουμε τις σκοτεινές γειτονιές, ανατρέπουμε όλους τους σφυγμούς και όλους τους παλμούς, διαρκώς ανθιστάμενοι, πραγματικοί εραστές αυτού του κόσμου. Φιλοδοξούμε στην κατάργηση κάθε φόρμας, επιστρέφουμε στις μικρές και τις μεγάλες στιγμές, τροφοδοτούμε τις μνήμες μας με το ίχνος παλιών πραγμάτων. Εγκαταλείπουμε λέει κάθε προσπάθεια, ασυγκράτητοι, αμετάφραστοι, σχεδόν ανεπίδεκτοι  διατρέχουμε παρελθόν, παρόν και μέλλον με την αυτοπεποίθηση μιας μαρτυρίας, κερδίζοντας απ΄ την αρχή την αναπνοή μας. Πνιγόμαστε όπως ο ήλιος, ακολουθούμε τις δύσκολες, τις επίπονες στροφές που θα γεννήσουν, όπως άλλοτε εκείνοι οι αλησμόνητοι ερυθρογράφοι, όχι τις παραμορφώσεις, αλλά την καθαρή, τη διάφανη ματιά που ονόμασαν πλαστική.
Με αυτήν την φιλοδοξία και την παρότρυνση οι αυτόνομες χωροταξικά και μόνο, ιστορίες του Γιώργου Πρίμπα να διαβαστούν κόντρα στη βιολογία της ανάσας μας, στο ρυθμό που εισάγονται απ΄ τον ίδιο τον ποιητή, υποδεχόμαστε αυτό το οδοιπορικό. Έπος του απογεύματος, ιστορία γνώριμη και απλή των ανθρώπων.

Στο τέλος, λέει της μέρας, να υποκλινόμαστε στο δέος μιας παρατήρησης ή μιας ουσίας.


-----------------------------------------------------------

Ι

ο στροβιλιζόμενος μοναχικός δερβίσης αυτός που το αριστερό του χέρι είναι στραμμένο στην καρδιά ούτε πάνω βρίσκεται ούτε κάτω μήτε δεξιά μήτε αριστερά αλλά στην άχρονη αφού η συνείδηση λανθάνει χαώδη του περιστροφή βρίσκεται με το λανθάνων εντός του φως ν’ αναμένει το νου να ξεκλειδώσει την ενδελέχειά του να ξεκλειδώσει δηλαδή τη δίνη της εσωστρεφούς κατάρρευσης που θα διαχωρίσει το χάος και θ’ αποφέρει τη μεγάλη ζωοδότρια του πεπερασμένου φωτεινή πεπερασμένη και αυτή σφαίρα και πώς αλλιώς αφού και το όλον πεπερασμένο είναι αυτήν που πλουσιοπάροχα θα σπαταλιέται υπέρ της δυνατότητας ερανισμού φωτός του μικρού εκ της παράπλευρης εσωστρεφούς κατάρρευσης κόσμου που μέλλεται της γνώσης στον οποίο κόσμο θα οριστεί η έννοια του χρόνου εξ ανάγκης περιγραφής της μεταβολής από όντα που κάποτε αναπόφευκτα θα εμφανιστούν στην επιδερμίδα του εκεί όπου μεταξύ δυο πυρών αέναα θα αλλοιώνουν θα αποσυνθέτουν και θα συνθέτουν αναπνέουσες μορφές οι υδάτινοι κύκλοι όταν τα όντα αυτά τα προϊόντα πολλαπλών καταστροφών οι οποίες θα πυροδοτούν πληθωρισμούς νέων όντων ο κόσμος αυτός ο παράπλευρος και αναπόφευκτος ένεκα των ευνοϊκών αναλογιών της ζωοδότριας φωτεινής σφαίρας και της θέσης του περί αυτήν ο κόσμος λοιπόν αυτός της υπομονής των αμέτρητων δοκιμών καταστροφών που και τα ίδια κάποτε αυτά όντα που θα συνειδητοποιήσουν εαυτούς δράττοντας αρχικά κλαδιά και ταγμένα να σηκωθούν θα είναι από την πέτρα την καυτερή του τόπου που το φως μετράει τόσες κλεψύδρες όσες το σκοτάδι δε θα αντέξουν τη φθορά τους στο χρόνο την έννοια του οποίου αυτά εφεύραν γιατί και αυτός και τα πάντα τελικά δε θα είναι παρά έννοιες πλάσματα του νου τους εκφρασμένα κάποτε σε ήχους και σύμβολα που είχανε όμως εφεύρει για άλλους σκοπούς δεν είναι παρά το γέννημα του μετέωρου άχρονου δερβίση όταν αυτός διαταραγμένος ανεπανόρθωτα από τη λάμψη την τρομερή και τα 92 στοιχεία που τον μπόλιασε ξεκίνησε μπαίνοντας στο χρόνο της εξέλιξής του την εσωστρεφή του κατάρρευση

22 Φεβρουαρίου 2016

Εκπτώσεις [Ντέμης Κωνσταντινίδης]


Έψαχνα προχθές
Τον εαυτό μου
Στο πολυκατάστημα.


Δίπλα στα κουτιά
Με τα αναψυκτικά
Ήταν κρυμμένος. 


Είχε ξεμείνει
Απ’ τις περσινές
Απίθανες εκπτώσεις

21 Φεβρουαρίου 2016

Μεταπολεμική Ποίηση: Ακαταστασία και Διευθετήσεις [Τόλης Καζαντζής]

Από τις "Σημειώσεις" (τεύχος 25, Ιούνιος 1985) του Στέφανου Ροζάνη.

ΜΕΡΟΣ 3 από 3 για τη λεγόμενη δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά
(εδώ: Μέρος 1 και Μέρος 2)

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΚΑΤΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΕΙΣ

I

Στο τεύχος 24 των «Σημειώσεων» και στα μελετήματα του Βύρωνα Λεοντάρη, «Η ακαταστασία της μεταπολεμικής ποίησης» και του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου «Σχόλιο για μια γενιά που δεν υπήρξε» υποβόσκει μια διάθεση συζήτησης. Έκρινα πως τα προς συζήτηση θέματα είναι άκρως ενδιαφέροντα κι εδώ θα πρέπει να τοποθετηθεί και η αιτιολογία αυτής της παρέμβασης. Ταυτόχρονα όμως το ενδιαφέρον μου διακλαδώνεται, καθώς με την παρέμβαση μου, εκφράζω και μιαν ευχή˙ να υπάρξουν κι άλλοι, που θα επιχειρήσουν να φωτίσουν τα θιγόμενα ή να τα εμπλουτίσουν. Κι αξίζει, νομίζω, τον κόπο. θα ήθελα όμως να δηλώσω, μιας εξ αρχής, πως μ’ αυτό το κείμενο δεν σκοπεύω να διατυπώσω αποκλειστικά συμφωνίες ή διαφωνίες στις επιμέρους απόψεις των δύο παραπάνω συγγραφέων. Εκείνο που επιζητώ είναι μέσα από μια γενική θεώρηση του πνεύματος, κυρίως, των κειμένων τους, να καταδείξω πόσο αναγκαίες είναι κάποιες διευθετήσεις μέσα στον ευρύτερο χώρο της μεταπολεμικής μας ποίησης, παρέχοντας άλλα ή κι άλλα πιο σοβαρά κριτήρια από τα υπάρχοντα, που δημιούργησαν κυριολεκτικά ένα «κομφούζιο». Κι αυτό, πάλι, κατά έναν τρόπο εντελώς ενδεικτικό.

II

Θα ήταν ανόητο αν δε συμφωνούσα, ότι ο όρος «ποιητικές γενιές» έχει κυριολεκτικά χρεοκοπήσει. Η αιτία είναι διττή˙ αφ’ ενός το ύποπτο παρελθόν του και, αφ’ ετέρου η πρόχειρη ή ενίοτε κατά «το δοκούν» σημασιοδότησή του. Με αποτέλεσμα ο ίδιος ο όρος, να εμφανίζει αυτή την εικόνα του μεθοδολογικού, κυρίως, «κομφούζιο» που λέγαμε, και που συχνότατα μεταμορφώνεται και σε εννοιολογικό. Κι απ’ αυτές τις ατασθαλίες, η ζημιωμένη είναι η ποίηση ή ορθότερα οι αληθινές ταξιθετήσεις, που με τρόπο εντελώς φυσικό υπάρχουν επάνω στον κορμό της. Γιατί θα πρέπει να τονιστεί˙ οι ταξιθετήσεις αυτές, θέλουμε δε θέλουμε, υπάρχουν. Μόνο που γίνονται, είπαμε, κατά το δοκούν και κατά τα μυαλά μας. Όπως και να έχει, εκ προθέσεως, εξ αμελείας ή κι εξ ευηθείας ακόμη, συμβάλλουν αυτές οι στρεβλώσεις στην πλαστή φιλοτέχνηση της λογοτεχνικής μας πραγματικότητας και στην περιφρόνηση κάθε αξιοκρατίας.

Συμφωνώ ακόμη ότι ο όρος μεταπολεμική ποίηση εξ αίτιας των ποικίλων, συνήθως άστοχων ή σχηματικών ερμηνειών, που δόθηκαν έχει καταντήσει να μην έχει μια καθολικά παραδεκτή έννοια. Σ’ εκείνο, όμως, που με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο οι απόψεις του Βύρωνα Λεοντάρη, είναι οι θεωρητικές νύξεις του για την ποίηση και για τις σχέσεις και τους δεσμούς της προς την πραγματικότητα ή για την έλλειψη αυτών των σχέσεων και δεσμών. Όμως δεν έχει, νομίζω, τόση σημασία η θεωρητική ομοφωνία μας. Σημασία έχει η ίδια η εικόνα της μεταπολεμικής μας ποίησης. Αν, δηλαδή, αυτή η ποίηση κατάφερε να αποκολληθεί απ’ την πραγματικότητα ή να τη μεταγάγει και να τη νομιμοποιήσει ποιητικά σ’ έναν άλλο χώρο, τον ποιητικό, ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε επιφυλάξεις και αντιθέσεις που μπορείς να διατηρείς απέναντι στην πραγματικότητα. Νομίζω πως ο κατακλυσμός των νέων ιδεών και των αισθητικών ανασκευών και αναθεωρήσεων ήταν μεταπολεμικά τέτοιος, που οι ποιητές δε μπόρεσαν ν’ αποκολληθούν καθ’ ολοκληρίαν απ’ την ίδια την πραγματικότητα. Εκείνο, που οι πιο σημαντικές περιπτώσεις κατάφεραν, ήταν η μεταγωγή, που λέγαμε, αυτής της πραγματικότητας και η ποιητική νομιμοποίηση της σ’ έναν υπερκείμενο, τον ποιητικό χώρο, ένα χώρο, γενικά, απυρόβλητο. Είναι, ακόμη, χαρακτηριστικό πως οι ποιητές της γενιάς αυτής ή τουλάχιστον οι πιο σημαντικοί εκπρόσωποί της, είναι και σαν άτομα, άκρως κοινωνικοποιημένα με ενεργό συμμετοχή στα τεκταινόμενα. Η περιθωριοποίησή τους άρα, είχε διπλή αιτία˙ πρώτα-πρώτα ήταν μια ποινή, πολλές φορές παρεπόμενη αφού η κυρίως ποινή ήταν ανάλογη μ’ εκείνες του κοινού ποινικού δικαίου. Μια ποινή για την κοινωνική και πολιτική θέση και δράση. Δεύτερο, γιατί η ποίηση τους ήρθε ν’ αναταράξει τα νερά μιας λίμνης τεχνητής, που μεταπολεμικά θέλησε να τη διατηρήσει το κρατήσαν καθεστώς. 

Ας δούμε, λοιπόν, την υπόθεση μεταπολεμική ποίηση απ’ τη ρεαλιστική πλευρά της, αφού, έτσι κι αλλιώς, μιλάμε, πια, για θέματα ιστορίας της λογοτεχνίας μας, που πάγια κι αμετάκλητα έχει προκρίνει το ρεαλισμό. Αυτό δεν δέχεται αμφιβολίες. Ούτε, βέβαια, πως η εικοσαετία που ακολούθησε τον πόλεμο, αποτελεί, ίσως, «την πιο ενδιαφέρουσα περίοδο της ελληνικής ποίησης από άποψη ιδεολογικών επιδράσεων και αισθητικών κρίσεων», όπως σημειώνει ο Βύρων Λεοντάρης στο δοκίμιό του, «Η ποίηση της ήττας». Αυτά, για να καθορίσω, μιας εξαρχής εκείνες τις θέσεις, που θ’ αποτελέσουν στη συνέχεια κάποια βάση αυτού του κειμένου.

III

Είναι σκόπιμο να δούμε με κάποια ιστορικότητα τον όρο «ποιητική» και γενικότερα «λογοτεχνική γενιά» αφού, θέλουμε δε θέλουμε, είναι ένα ιστορικό γεγονός για τη λογοτεχνική ζωή του τόπου. Και τα ιστορικά γεγονότα δεν έχουν ευδιάκριτη αρχή και τέλος. Όσο για μας, δεν έχουμε, θαρρώ, δικαίωμα να βάζουμε για όρια αυθαίρετες ή και σκόπιμες χρονολογίες, γιατί έτσι καταλήγουμε στα «γκέτο» ή στα «χρονολόγια», όπως τόσο εύστοχα χαρακτηρίζουν τις γενιές αυτές οι δύο συγγραφείς. Πάντως, απ’ την πλευρά μου, οφείλω να δηλώσω, πώς δεν έχω τη φιλολογική βεβαιότητα, για το από πότε έχει πάρει την έννοια που του δίνουμε σήμερα ο όρος. Εκείνο που μπορώ να ξέρω, είναι η έννοια που πήρε με την εμφάνιση και τη σύμπηξη της λεγόμενης γενιάς του 30. Ακόμη, πως η έννοια αυτή, παρά τις δοκιμασίες, αλλά και τις στρεβλώσεις που έχει υποστεί μέχρι τις μέρες μας, έχει καταφέρει, προς όφελος αυτής της γενιάς, να της δώσει μια πρωτοφανή σε διάρκεια λογοτεχνική ζωή. Μια ζωή που ξεπέρασε ακόμη και τα βιολογικά όριά της. Κάτι περισσότερο˙ σαράντα πέντε χρόνια μετά τη χρεοκοπία της κι ενώ έχουν, στο μεταξύ, εμφανιστεί τρεις ποιητικές γενιές, απ’ τις όποιες οι δυο, τουλάχιστον, έχουν να επιδείξουν πολλά ολοκληρωμένα έργα, η γενιά του τριάντα επιβιώνει, χάρη στις υστεροφημικές της πρόνοιες ή στην πιο καλή περίπτωση, να φέρνει σύγχυση μέσα στη νεώτερη ιστορία της λογοτεχνίας μας.

Ο όρος, λοιπόν, γενιά αν δεν επινοήθηκε, έγινε εξαιρετικά χρήσιμος γύρω στο 1930. Το λεγόμενο «μανιφέστο» της υπήρξε το δοκίμιο του Γιώργου Θεοτοκά το «Ελεύθερο πνεύμα». Το νεανικό αυτό πόνημα ενός πρωτοείσακτου μειράκιου της λογοτεχνίας μας, ακατάβρεχτου απ’ τη θλιβερή μεταμικρασιατική ελληνική πραγματικότητα και αφοσιωμένου διά βίου στον αστικό φιλελευθερισμό, ερμηνεύτηκε με... ευρύτητα και υπήρξε το βολικό έναυσμα για μιαν οργανωμένη συλλογική δραστηριότητα μιας ομάδας αστών, νέων πνευματικών ανθρώπων, που φιλοδόξησαν να μονοπωλήσουν το πνευματικό, καλλιτεχνικό και ιδεολογικό παρόν και μέλλον του τόπου. Ο στόχος αυτός είχε τριπλή απόληξη. Γιατί πρώτα-πρώτα, έπρεπε να υποβιβασθούν, για διάφορους, συνήθως αθέμιτους λόγους, οι αξίες του παρελθόντος. Δεύτερο, έπρεπε να εδραιώσουν τις θέσεις τους στο παρόν, στο λογοτεχνικό προσκήνιο. Εδώ πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες προγραφές με διάφορες αιτιολογίες. Το αποτέλεσμα ήταν να αποψιλωθεί για χάρη τους το πεδίο δράσης. Τρίτο, έπρεπε η παρουσία τους ν’ αποκτήσει μια μακρόχρονη διάρκεια και μια μακρόχρονη υστεροφημία κι ακολούθως να εξασφαλίσουν μια θέση περιωπής μέσα στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Και η γενιά αυτή είχε για συνεπίκουρο και ισχυρό προστάτη το καθεστώς το ίδιο. Επιχείρηση, δηλαδή, με εξασφαλισμένη επιτυχία.

Ευθύς, λοιπόν, με τη δημοσίευση και την κυκλοφορία του «Ελεύθερου πνεύματος» άρχισαν να εκβλασταίνουν πονηρά παρακλάδια, που δεδομένου του εν πολλοίς αγαθού κι αθώου, περί πολλά, χαρακτήρα του Θεοτοκά, είναι αμφίβολο αν ο ίδιος τα στόχευε. Τα παρακλάδια αυτά είναι πιο εμφανή στο χώρο της πεζογραφίας, όπου έπρεπε να ανθοφορήσουν υπέρ μιας ισχνότατης πλειάδας, που έδωσε το μέτρο των δυνατοτήτων της μ’ ένα μόνο βιβλίο του καθενός˙ το πρώτο του. Λιγότερη ανάγκη συνδρομής είχε η ποίηση, αφού ο χώρος από λαμπρές, αλλά μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης ή ακόμη κι ο λιγότερο εξαρτημένος και γι’ αυτό και λιγότερο ευνοούμενος απ’ την ομάδα Σαραντάρης. Οι πεζογράφοι όμως της πλειάδας χρειάζονται ισχυρά στηρίγματα για να θεωρηθούν σαν ανανεωτές. Κι οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας μας και οι κριτικοί ομοτράπεζοί τους, χρειάστηκε να πραγματοποιήσουν μιαν επίπονη κι αμφίδρομη αποψίλωση του χώρου από τα ενοχλητικά ή και καταστρεπτικά ζιζάνια. Έπρεπε, λόγου χάρη, ο Ξενόπουλος να ονειδιστεί, να αποσιωπηθούν ο Βιζυηνός και ο Θεοτόκης, να ισοπεδωθεί κοντά σε άλλες μετριότητες ο Παπαδιαμάντης, να υποτιμηθεί η αξία της ηθογραφίας, να αγνοηθούν ο Σκαρίμπας, ο Κόντογλου, ο Δούκας, η Αξιώτη, ο Καστανάκης να κατασυκοφαντηθούν σαν ανοίκειοι για τα ελληνικά δεδομένα οι νεωτερικοί πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης, να απορριφθούν σαν αιρετικοί οι πεζογράφοι της άλλης όχθης˙ εύκολη, αυτή, υπόθεση, αφού η έννοια του «αιρετικού» με το νομικό καθεστώς που υφίσταται προ του 1936 και με τα κρατούντα από τότε και μέχρι τον πόλεμο, εύκολα μετατρέπονταν σε «παράνομου». Το πολύπλοκο, όμως, αυτό έργο επιχειρήθηκε και δυστυχώς τελεσφόρησε. Ο τρόπος ή οι τρόποι δεν ήταν βέβαια θεμιτοί. Μόνη τους δικαιολογία η γνώση τους πως το έργο τους δε θα άντεχε χωρίς τα υποστηρίγματα, στη δοκιμασία του χρόνου. Από κει και πέρα αρχίζει η «λογοτεχνική πολιτική» τους και φυσικά, το πρώτο που είχαν να κάνουν ήταν να συμπήξουν μια ομάδα με σφιχτή, στεγανή, ελεγχόμενη και συντεχνιακή δομή. Θα πρέπει να έγινε, φαντάζομαι, κατανοητό πως όταν μιλώ για «γενιά του 30», εννοώ το «φέουδο», όπως το είπε ο Βάσος Βαρίκας στο δοκίμιο του «Η μεταπολεμική μας λογοτεχνία» από το 1939 κιόλας. Αυτό ήταν το κυρίαρχο «φέουδο», που διέθετε δικό του αποκλειστικά βήμα, το περιοδικό «Τα νέα γράμματα», δικό του κριτικό (επίσημο ή ημιεπίσημο φύλακα των δεξιών ορίων του αστισμού), δικό του μαικήνα —φιλελεύθερο — ατζέντη της φήμης και της υστεροφημίας των μελών της ομάδας, δικούς του επίδοξους, τότε, και νυν κατεστημένους ιστορικούς της λογοτεχνίας μας με διπλό μέλημα. Ένα, το γνωστό, της απόδοσης θέσης περίοπτης μέσα στις δέλτους της ιστορίας της λογοτεχνίας μας κι ένα της εκπαίδευσης ικανών διαδόχων, που εκτός των άλλων, θα εξασφάλιζαν στους γεννήτορες το «του λόγου το ασφαλές» τους. 

Όμως, ο πόλεμος και οι συνακόλουθες νέες ιδεολογικές θέσεις και αισθητικές ανακατατάξεις, η νέα εποχή καθιστούσε τόσο το παρόν, όσο και το μέλλον αυτής της ομάδας αμφίβολο, καθώς η νέα αυτή εποχή αναζητούσε τη δικιά της έκφραση και τους δικούς της, φυσικά, εκφραστές — πνευματικούς ηγέτες˙ ένα ρόλο που η ομάδα ούτε το ανάλογο έργο ούτε τα ανάλογα εχέγγυα παρείχε. Ούτε όμως και ήταν διατεθειμένη να πράξει˙ αντίθετα αποζήτησε με κάθε τρόπο και μέσο, την αναβίωση του προπολεμικού καθεστώτος και κοντά σ’ αυτή και τη μεταπολεμική της αναβάπτιση.

20 Φεβρουαρίου 2016

δύο χαϊκού [Γιώργος Πρίμπας]


Μες στις καλαμιές
Λασπωμένα βήματα.
Στύλοι στον ήλιο!



Μια ελιά σκιάζει
Τον παλιό ναό.
Αυτή κι ένα πουλί.

(14.02.2016)

[Η Γυναικεία Μορφή, του γλύπτη Μ. Κάση, στο λιμάνι του Λαυρίου 19.02.2016]































και επεξεργασμένο μέρος της τελευταίας:


19 Φεβρουαρίου 2016

Γεια σου κύριε Μπωμαρσαί! [Απόστολος Θηβαίος]


Πρόσωπα όπως ο Πιερ-Ωγκυστέν Καρόν ντε Μπωμαρσαί εγείρουν το ενδιαφέρον. Όχι μόνο για την εξαίρετη, καλλιτεχνική αποτύπωση των ηθών μιας κάποιας εποχής. Τη φήμη τους τη χρωστούν στην πραγμάτωση μιας, ας το παραδεχτούμε τολμηρής φαντασίωσης. Το όραμα ενός βίου γεμάτου αξιώματα, αισθησιασμό, ταξίδια, ύποπτες συναλλαγές και το είδος της δόξας που συνοδεύει την πλούσια εμπειρία ερεθίζει. Παραμένει ως τις μέρες μας, κατά κάποιον τρόπο το ζητούμενο, η απόλυτη φιλοδοξία. Ίσως η ζωή του Μπωμαρσαί, δοσμένη αριστοτεχνικά στον κινηματογράφο, να αξίζει σήμερα περισσότερο από ποτέ μια θέση στις πιο επίκαιρες και επίμαχες θεωρήσεις. Παραδείγματα όπως ο Τζέιμς Μποντ, ο Ιντιάνα Τζόουνς και οι απαράμιλλοι, κινηματογραφικοί αστέρες επιβεβαιώνουν το ενδιαφέρον μας για πλούσιες εμπειρίες και περιπετειώδεις ζωές.

Στα θεατρικά του ωρολογοποιού, αυλικού και τυχοδιώκτη Μπωμαρσαί εικονογραφείται η ελευθερία των ηθών, η έκλυσή τους που για λογαριασμό της τάξης των ευγενών, στάθηκε η αρχή του τέλους, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Ευγένιος Ντορς στο ιδιαίτερο, βιογραφικό του δοκίμιο για τον Ισπανό Φραντσίσκο Γκόγια. Η αναφορά του Ντορς μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού στο ύφος και τη στάση των ηρώων του Μπωμαρσαί, συνοψίζεται η αίσθηση της κατάπτωσης, που εξασφαλίζει όμως μια υπέροχη ζωή, υπερπλήρη σε εμπειρίες και εντυπωσιακά βιώματα. Περιεχόμενο που προσθέτει κάτι περισσότερο από μια υπεραξία στο βαθμό της γοητείας. Ο ίδιος, πολύ πιο τολμηρός από τα ήθη των ηρώων του, έρχεται να απεικονίσει αυτό το δίχως τοίχους πορνείο του Ζενέ που στέκει ακόμη ισχυρό επιχείρημα και επαρκής εικονογράφηση κάθε εποχής. Το όνειρο της ζωής, τα χρόνια που δεν είναι άλλο από χάνια , όλα σημαίνουν στα έργα και υπονοούν τις πεποιθήσεις του Μπωμαρσαί. Καταταγμένος ήδη στους πλέον σημαντικούς, θεατρικούς συγγραφείς με ανεξάντλητες παραλλαγές των έργων του για τα μάτια του φιλοθεάμονος κοινού ο Γάλλος Πιερ Ωγκύστ ανήκει στην πραγματικότητα στην κατηγορία των ανθρώπων που επιβιώνοντας στη σκιά της επικρατούσας τάξης, κατορθώνει να αναπτύξει στον επαρκέστερο βαθμό τους όρους της μιας αληθινής αναγωγής όπως πηγάζει από το λεγόμενο, «πικαρέσκο μυθιστόρημα.»

Κάπως έτσι χαρακτηρίζεται ο τρόπος ζωής του Μπωμαρσαί, στις συνθήκες αυτές ανταποκρίνεται η προσωπική του διαδρομή, η συνεισφορά του στις υποθέσεις της αυλής. Ζητήματα του κοινού εμπορίου και ευρεσιτεχνίες μονοπωλούν το ενδιαφέρον του Μπωμαρσαί. Και φυσικά γάμοι με ευκατάστατες χήρες που μπορούν να εξασφαλίσουν στον ίδιο και τα απομεινάρια του οίκου του το επίπεδο της ζωής που θα διευκολύνει την επιδίωξη της ευτυχίας. Μοιάζει με εκείνον τον Κινέζο που πωλεί εμπορεύματα και ανθρώπους στο βάθος του μαγαζιού του, πάντα με την ίδια επιτυχία και αποτελεσματικότητα που προωθεί πολύχρωμα τόπια στα γύρω καταστήματα. Η θέση του στην καλλιτεχνική επετηρίδα οφείλεται κατ΄ αποκλειστικότητα στο ίδιο του έργο του. Η ζωή του, οι γνωριμίες που εξασφάλιζε ο συγχρωτισμός του με τους ευγενείς και τους τιτλούχους, ελάχιστη μπορεί να πει κανείς πως κατέχουν συνεισφορά στη σημερινή, ευρεία αναγνώριση του έργο του. Οι χαρακτήρες του τον αποκαλύπτουν, δίχως όμως να επιβεβαιώνουν τον άκρατο αισθησιασμό του και τη διάθεση για ζωή που προίκισαν με αλησμόνητες πράξεις την πραγμάτωση κάθε φιλοδοξίας του.
Αυτό το είδος της επιτυχίας απαιτεί η σημερινή εποχή, δίχως καν να επιβάλει την πρωτοτυπία πια σε οποιαδήποτε πτυχή ή βαθμό. Άλλωστε ο κύριος Μπρυγιέ έχει ήδη δηλώσει με παρρησία πως όλα έχουν πια ειπωθεί. Και έτσι οι αθεράπευτοι Μπωμαρσαί μπορούν σήμερα να ελπίζουν σε έναν ανάλογο, βιωματικό πλουραλισμό που συμπυκνώνει την απόλαυση με τη δόξα. Καμιά φυσικά σχέση με το είδος της πνευματικότητας που συντροφεύει το ωραίο και μας επιτρέπει να μιλούμε για λογαριασμό ενός ευρύτατου θαυμασμού. Τύποι σαν τον Πιερ Ωγκύστ δεν μπορούν παρά μονάχα φθόνο να προκαλούν στους σημερινούς νέους που διψούν για ευκολία, χρήμα και έρωτα. Η μόνη διαφορά με τον Μπωμαρσαί είναι πως πια δεν αξίζει τον κόπο να καταγράψει ή να κρίνει κανείς τα ήθη της εποχής, μια και το ζητούμενο στέκει ασάλευτο και προσβάσιμο πάντα στις επιφάνειες. Και φυσικά κανείς δεν θα επένδυε σήμερα στην τέχνη, επιλέγοντας τα βιβλία προσώπων αιρετικών και αμφιλεγόμενων για την εποχή του, όπως ο Μπωντλαίρ. Η εμμονή του Μπωμαρσαί για ένα έργο που καθυστέρησε να λάβει τις τιμές που του άρμοζαν αποκαλύπτει πολλά για το καλλιτεχνικό του αισθητήριο, τα πάθη του, την διαύγεια στην άσκηση της κριτικής. Ίσως να πρόκειται μόνο για τη γοητεία που ασκούν τίτλοι όπως άνθη του κακού. Όπως και να έχει, με αφορμή τη ζωή του Μπωμαρσαί και την αποτελεσματικότητα των μορφών του, το επίπεδο δηλαδή του λυρισμού που απαιτεί η καλλιτεχνική ενέργεια, προκύπτουν μια σειρά από στοχασμοί που κύριο σκοπό τους έχουν να επιβεβαιώσουν τη δυναμική του πάθους για τη ζωή του τώρα και του χθες. Ένας κοινός παρονομαστής, μια ασίγαστη φιλοδοξία για την εμπειρία, το είδος της φαντασίωσης που σήμερα καθίσταται επίκαιρο ή αλλιώς, μεταβάλλεται σε μόδα και αισθητική ζωής του συρμού, παραμένοντας διαχρονικά σε ένταση και μέτρο.

Οι γάμοι του Φίγκαρο υπήρξαν πάντα μια εποποιία κοινωνιολογικού χαρακτήρα. Ύφος που αποσκοπεί σε ένα είδος κρυφού οράματος και οδός που ταυτόχρονα εξυπηρετεί με τον καλύτερο, δυνατό τρόπο το πιο ικανοποιητικό είδος μυθιστορήματος. Να τι κατορθώνει η αφήγηση του Μπωμαρσαί, να ο λόγος για να αναδειχτεί απόψε μια μορφή με πολλές προεκτάσεις που επισημαίνει μια κοινή και άκρως επίκαιρη φιλοδοξία ζωής. Τέτοιες προσωπικότητες προσδίδουν έναν τόνο ροκοκό αισθητικής στο περιεχόμενο της ζωής του, γίνονται χαρτόνια στα βασιλικά ταπητουργία, δεν θρηνούν ποτέ επί των ερειπίων. Ερεθισμένοι απ΄ τη μανία τους για ζωή, πλουτίζουν με τη διαδρομή τους την τέχνη. Μόνη διαφορά με μια πεποίθηση κοινή και ζωντανή που στιγματίζει την αποψινή μοναξιά μας αυτό ακριβώς του στοιχείο του ταλέντου και της μοναδικότητας που στέκει ως απόσταγμα μέσα απ΄την παρατήρηση των περιστατικών του βίου του Πιερ Ωγκύστ Καρόν ντε Μπωμαρσαί.

Περσέα, Ανδρομάχη, καλύτερα μιλήστε μας εσείς για τον δημιουργό. Λέγεται, πως ζήσατε μαζί για μερικά χρόνια στο θερινό θέρετρο του Μπουέν Ρετίρο. Πείτε μας για τους τρόπους του, τις ταπεινώσεις, την εξαγορά των δούλων, το χαλασμένο ρολόι που δεν αντιστάθηκε και τελικά καταμέτρησε όσα απέμειναν, την Σαραγόσα, τα τόσα και τόσα πορτραίτα, πράγματα που σήμερα έχουν χαθεί ή πεθαίνουν στα μητροπολιτικά μουσεία. Εκεί που δίχως αποστροφή ξαναζούν τα τέρατα του ύπνου της λογικής και το καθημερινό και ανεξάντλητο αφήγημα. Εκεί που κατοικεί απόψε η Μάγια, με όλα τα πέπλα της ριγμένα, όλα τα πέπλα της.

Συστήνοντας τον κύριο Μπωμαρσαί στο κοινό των ευγενών
Κύριε Μπωμαρσαί, μην νιώθετε αμήχανα παρακαλώ, αυτές οι τιμές σας αρμόζουν.
Μα πρώτα, επιτρέψτε μου, να σας συστήσω την δούκισσα. Ο κύριος Μπωμαρσαί, άνθρωπος με επιρροή στην αυλή. Νεότατος με ικανότατο και αξιόλογο τρόπο να τα βγάζει πέρα. Έχει που λένε τον τρόπο του. (υποκλίνεται στο καπλάνι που υποδύεται την δούκισα.)
Μα μην τον αγγίζετε, σας εκλιπαρώ. Πρέπει οι επόμενοι να τον βρουν κατ΄αυτόν τον τρόπο. Είναι κομμάτι, λένε της εποχής αγαπητή μου. Θα στηριχτούν απάνω του αν θέλουν να ερμηνεύσουν τον τυχοδιωκτισμό που σχεδόν αταβιστικά μας κληροδοτείται, ολοένα και πιο εντατικός, πάντα αμείωτος.
Δεν θα σας πω τίποτε για τους ακροβάτες και τους κλόουν. Γι΄ αυτούς τους τελευταίους δεν αφήνω να φανούν τα δάκρυα ή ο φθόνος όταν απαγγέλουν απ΄ τη σκάλα που οδηγεί στα φεγγάρια. Η βραδιά απόψε, ανήκει σε σας που τόσο άτυχη είχατε ζωή και τον κύριο Μπωμαρσαί με τις λαμπρότατες αρετές.
(οι σαξοφωνιστές σήμερα θα έκαναν τη διαφορά, θα προσέθεταν και θα απορροφούσαν το κοινό στη διακόσμηση που προσφέρει ένας ολόκληρος τρόπος ζωής ή ένα αίσθημα. Θα υποκαθιστούσαν λέει, τις όποιες, σκηνικές οδηγίες.)
Η περίπτωση του Μπωμαρσαί συνιστά ίσως μία απ΄ τις περιπτώσεις των πλέον, επίκαιρων προτύπων.

18 Φεβρουαρίου 2016

Γιατί απέτυχαν τα προηγούμενα επαναστατικά κινήματα [Anton Pannekoek, μετ: Γιώργος Παπαπαναγιώτου]


Το πρωτότυπο δημοσιεύτηκε το φθινόπωρο του 1940, στο περιοδικό Living Marxism, Τόμος 5, No 2.

Πηγές ελληνικής μετάφρασης:
- περιοδικό Σημειώσεις, τεύχος 72, Νοέμβρης 2010 (εκδ. Έρασμος) και
-  engymo.files.wordpress.com/2012/03/[..].pdf 


ΓΙΑΤΙ ΑΠΕΤΥΧΑΝ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ [ΑΝΤΟΝ ΠΑΝΝΕΚΟΥΚ]

I

Πριν από τριάντα χρόνια, όλοι οι σοσιαλιστές ήταν πεπεισμένοι ότι ο επερχόμενος πόλεμος μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων θα σήμαινε την τελική καταστροφή του καπιταλισμού και ότι θα ακολουθούνταν από την προλεταριακή επανάσταση. Αυτές οι ελπίδες παρέμειναν ισχυρές, ακόμη και μετά το ξέσπασμα του πολέμου και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού και εργατικού κινήματος ως επαναστατικού παράγοντα. Ακόμη και τότε, ήταν πεπεισμένοι ότι η παγκόσμια επανάσταση θα επακολουθούσε, σαν συνέπεια του παγκόσμιου πόλεμου. Και, πράγματι, ήρθε. Σαν φωτεινό μετέωρο, η Ρωσική επανάσταση φούντωσε και έλαμψε σ' όλη τη γη, και οι εργαζόμενοι σε όλες τις χώρες του κόσμου αναθάρρησαν κι άρχισαν να κινητοποιούνται.

Λίγα χρόνια μετά, όμως, έγινε σαφές ότι η επανάσταση έπαιρνε την κατιούσα, ότι οι κοινωνικές αναταραχές μειώνονταν και ότι το καπιταλιστικό καθεστώς, σιγά - σιγά, παλινορθωνότανε στην εξουσία. Σήμερα, το επαναστατικό εργατικό κίνημα βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο του και ο καπιταλισμός είναι πιο ισχυρός από οποτεδήποτε στο παρελθόν. Για άλλη μια φορά, γίνεται ένας μεγάλος πόλεμος και ξανά οι εργαζόμενοι και οι κομμουνιστές αναρωτιούνται: άραγε αυτός ο πόλεμος θα αποδυναμώσει το καπιταλιστικό σύστημα σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε να προκύψει μια εργατική επανάσταση; Άραγε θα επαληθευτεί αυτή τη φορά η προσδοκία μιας νικηφόρας πάλης για την ελευθερία της εργατικής τάξης; 

Είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να ελπίζουμε να βρούμε μια απάντηση σ' αυτά τα ερωτήματα, αν δεν καταλάβουμε γιατί απέτυχαν τα επαναστατικά κινήματα μετά το 1918. Μόνον αν εξετάσουμε συστηματικά όλες τις δυνάμεις που δρούσαν τότε, μπορούμε να αντιληφθούμε σε όλο το βάθος τους τις αιτίες εκείνης της αποτυχίας. Οφείλουμε, λοιπόν, να μελετήσουμε με προσοχή αυτά που συνέβησαν πριν από είκοσι χρόνια στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα.

II

Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος δεν ήταν ούτε το μόνο σημαντικό γεγονός ούτε το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία του προηγούμενου αιώνα. Το σημαντικότερο γεγονός ήταν η ανάπτυξη του ίδιου του καπιταλισμού. Αναπτύχθηκε και όσον αφορά την ένταση - με την συγκέντρωση του κεφαλαίου, την διαρκή τελειοποίηση των βιομηχανικών τεχνολογιών και την αύξηση της παραγωγικότητας - αλλά και όσον αφορά την επέκτασή του. Ξεκινώντας από τα πρώτα κέντρα της βιομηχανίας και του εμπορίου - την Αγγλία, τη Γαλλία, την Αμερική και τη Γερμανία -, ο καπιταλισμός άρχισε να εισβάλλει σε άλλες χώρες, και αυτή τη στιγμή κατακτά όλη τη γη. Στη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων, οι δυτικές χώρες είχαν κατακτήσει τις άλλες ηπείρους για να τις εκμεταλλευθούν σαν αποικίες. Κατά τα τέλη, όμως, του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, παρατηρούμε μια κατάκτηση ανώτερης μορφής: αυτές οι ήπειροι αφομοιώθηκαν από τον καπιταλισμό· έγιναν κι αυτές καπιταλιστικές. Αυτή η κοσμοϊστορική διαδικασία, που συνεχίστηκε με αυξανόμενη ταχύτητα στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, επέφερε θεμελιώδεις αλλαγές στην οικονομική τους δομή· αυτή ήταν, με λίγα λόγια, η βάση μιας σειράς επαναστάσεων σε όλο τον κόσμο. 

Στην προηγούμενη περίοδο, οι κεντρικές χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, με κυρίαρχη την μεσαία - την αστική - τάξη, περιβάλλονταν από μια ομάδα άλλων, λιγότερο αναπτυγμένων χωρών. Εκεί, η κοινωνική διάρθρωση ήταν ακόμη εντελώς αγροτική και λίγο ή πολύ φεουδαρχική· οι μεγάλες πεδιάδες καλλιεργούνταν από κολίγους που τους εκμεταλλεύονταν οι γαιοκτήμονες. Αυτοί οι κολίγοι βρίσκονταν σε συνεχή, λίγο ή πολύ ανοιχτή, διαμάχη με τους γαιοκτήμονες και τις βασιλικές δυναστείες. Στην περίπτωση των αποικιών, αυτή η εσωτερική καταπίεση εντείνονταν λόγω της εκμετάλλευσης από το ευρωπαϊκό αποικιοκρατικό κεφάλαιο, που μετέβαλλε σε τοποτηρητές του τους ντόπιους βασιλιάδες και γαιοκτήμονες. Σε άλλες περιπτώσεις, αυτή η εντονότερη εκμετάλλευση από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ήταν αποτέλεσμα οικονομικού δανεισμού των κυβερνήσεων, που με τη σειρά τους επέβαλλαν επαχθείς φόρους στους αγρότες. Οι σιδηρόδρομοι που κατασκευάστηκαν μετέφεραν από τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού βιομηχανικά προϊόντα - καταστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο τις παλιές τοπικές βιοτεχνίες των περιφερειακών χωρών - και από τις χώρες της περιφέρειας πρώτες ύλες και τρόφιμα. Αυτή η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου τράβηξε το ενδιαφέρον των ακτημόνων αγροτών και, βαθμιαία, τους δημιούργησε την επιθυμία να γίνουν ελεύθεροι παραγωγοί και να πωλούν τα προϊόντα τους στην αγορά. Κατασκευάστηκαν εργοστάσια· στις πόλεις, αναπτύχθηκε μια τάξη επιχειρηματιών και εμπόρων, που, σιγά-σιγά, αισθάνθηκαν την ανάγκη μιας άλλης διακυβέρνησης για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Οι νέοι που σπούδαζαν στα πανεπιστήμια της Δύσης έγιναν οι επαναστατικοί φορείς αυτών των τάσεων και τις διατύπωναν σε θεωρητικά προγράμματα, διεκδικώντας κυρίως εθνική απελευθέρωση και ανεξαρτησία, υπεύθυνη και δημοκρατική διακυβέρνηση, πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες - όλα αυτά που θα τους επέτρεπαν αργότερα να βρουν μια σπουδαία θέση σαν αξιωματούχοι και πολιτικοί ενός σύγχρονου κράτους. 

Αυτή η τυπική καπιταλιστική ανάπτυξη στον υπόλοιπο κόσμο συνέβαινε ταυτόχρονα με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στις κεντρικές χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Υπήρχαν, λοιπόν, δύο επαναστατικά κινήματα, όχι μόνον παράλληλα και ταυτόχρονα, αλλά που είχαν, επίσης, πολλά σημεία επαφής. Είχαν έναν κοινό εχθρό, τον καπιταλισμό, που με τη μορφή του βιομηχανικού καπιταλισμού εκμεταλλευόταν τους εργάτες στις μητροπόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής και, από την άλλη, με τη μορφή του χρηματιστικού και αποικιοκρατικού καπιταλισμού, εκμεταλλευόταν τους αγρότες στις ανατολικές και αποικιακές χώρες, ενώ ταυτόχρονα στήριζε τους απολυταρχικούς κυβερνήτες τους. Οι επαναστατικές ομάδες αυτών των χωρών βρήκαν κατανόηση και συμπαράσταση μόνον από την πλευρά των σοσιαλιστών εργατών της Δυτικής Ευρώπης. Έτσι, βαφτίστηκαν κι αυτοί σοσιαλιστές. Οι παλιές ψευδαισθήσεις, ότι οι επαναστάσεις των μεσαίων τάξεων θα έφερναν ελευθερία και ισότητα σε όλο τον πληθυσμό, ξαναγεννήθηκαν με άλλη μορφή. 

Στην πραγματικότητα, υπήρχε μια βαθιά και θεμελιώδης διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ειδών επαναστατικών σκοπών, που μπορούμε να τους ονομάσουμε δυτικό και ανατολικό. Η προλεταριακή επανάσταση μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ενός καπιταλισμού στο ανώτατο στάδιο της ανάπτυξής του και μόνον. Βάζει τέλος στον καπιταλισμό. Οι επαναστάσεις στις ανατολικές χώρες ήταν οι συνέπειες ενός καπιταλισμού στα πολύ αρχικά του στάδια. Αν τις δούμε από αυτή τη σκοπιά, μοιάζουν με τις επαναστάσεις των μεσαίων τάξεων στις δυτικές χώρες και - λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις ιδιαιτερότητες από χώρα σε χώρα -πρέπει να θεωρούνται σαν επαναστάσεις των μεσαίων τάξεων. Παρόλο που σ' αυτές τις χώρες δεν υπήρχε πολυάριθμη μεσαία τάξη βιοτεχνών, μικροαστών και εύπορων αγροτών, όπως στην περίπτωση της Γαλλικής και Αγγλικής επανάστασης (επειδή στην Ανατολή ο καπιταλισμός έφτασε ξαφνικά και υπήρχε μικρότερος αριθμός μεγάλων εργοστασίων), ο γενικός τους χαρακτήρας παραμένει ανάλογος.
Κι εδώ έχουμε την αφύπνιση και το πέρασμα από την στενά τοπικιστική άποψη ενός αγροτικού χωριού στη συνειδητοποίηση μιας κοινότητας σε εθνική κλίμακα, που έχει συμφέροντα πέρα από τα σύνορά της, σε παγκόσμιο επίπεδο· την ανάδειξη του ατομισμού που απελευθερώνεται από τους παλιούς κοινωνικούς δεσμούς· την ανάπτυξη ενός δυναμισμού για προσωπική εξουσία και πλούτο· την απελευθέρωση από τις παλιές προκαταλήψεις και τη δίψα για γνώση σαν αναγκαίο μοχλό για την πρόοδο. Όλα αυτά αποτελούν τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια για το πέρασμα της ανθρωπότητας από τον αργό τρόπο ζωής των προκαπιταλιστικών συνθηκών στην ταχεία βιομηχανική και οικονομική πρόοδο, που θα ανοίξει στη συνέχεια το δρόμο για τον κομμουνισμό.

Ο γενικός χαρακτήρας μιας προλεταριακής επανάστασης πρέπει να είναι εντελώς διαφορετικός. Αντί της εγωιστικής και απερίσκεπτης πάλης για τα ατομικά συμφέροντα, πρέπει να υπάρχει η κοινή δράση για τα συμφέροντα της ταξικής κοινότητας. Μόνος του ένας εργαζόμενος είναι ανίσχυρος· μπορεί να αποκτήσει ισχύ μόνον σαν μέρος της τάξης του, σαν ένα μέλος μιας σφιχτοδεμένης οικονομικής ομάδας. Ούτως ή άλλως, οι εργαζόμενοι ως άτομα παρατάσσονται με μια συνειδητή πειθαρχία, επειδή είναι συνηθισμένοι να εργάζονται και να αγωνίζονται ομαδικά. Επιπλέον, οι νοοτροπίες τους πρέπει να απελευθερωθούν από τις κοινωνικές προκαταλήψεις και πρέπει να μάθουν να θεωρούν σαν κοινότοπη αλήθεια ότι, από τη στιγμή που θα είναι γερά ενωμένοι, είναι εις θέσιν να δημιουργήσουν την αφθονία και να ελευθερώσουν την κοινωνία από την αθλιότητα και την ανάγκη. Όλα αυτά αποτελούν μέρος των απαραίτητων πνευματικών εφοδίων για το πέρασμα της ανθρωπότητας από την ταξική εκμετάλλευση, την αθλιότητα, την καταστροφική μανία του καπιταλισμού, στον ίδιο τον κομμουνισμό.

Έτσι, λοιπόν, αυτά τα δύο είδη επανάστασης διαφέρουν μεταξύ τους όσο η αρχή και το τέλος του καπιταλισμού. Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, μπορούμε πλέον να το δούμε καθαρά. Μπορούμε, επίσης, να καταλάβουμε πώς ήταν δυνατόν, εκείνη την εποχή, αυτά τα δύο είδη επανάστασης να θεωρούνται όχι απλώς σαν σύμμαχοι αλλά σα να ήταν οι δύο όψεις της ίδιας μεγάλης παγκόσμιας επανάστασης: Όλοι υπέθεταν ότι η μεγάλη μέρα πλησίαζε· η εργατική τάξη, με τα μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα και τις ακόμη μεγαλύτερες συνδικαλιστικές ενώσεις της, θα κατακτούσε σύντομα την εξουσία. Και μετά, την ίδια στιγμή που θα κατέρρεε η ισχύς του δυτικού καπιταλισμού, όλες οι αποικίες και οι ανατολικές χώρες θα απελευθερώνονταν από τη δυτική κυριαρχία, και θα αναλάμβαναν οι ίδιες τη δική τους εθνική ζωή.

Ένας άλλος λόγος που συγχέονταν αυτές οι δύο διαφορετικές κοινωνικές επιδιώξεις ήταν ότι, εκείνη την εποχή, οι ιδέες σχετικά με τη δυνατότητα μεταρρύθμισης του καπιταλισμού, με την επιστροφή στις αρχικές του δημοκρατικές μορφές, είχαν επιβληθεί εντελώς στην σκέψη των εργαζομένων της Δύσης. Ήταν λίγοι αυτοί που αντιλαμβανόντουσαν τι θα μπορούσε να σημαίνει μια προλεταριακή επανάσταση.

III

O παγκόσμιος πόλεμος του 1914-1918, με την μαζική καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, άφησε βαθιές πληγές στην κοινωνική δομή, ιδιαίτερα στις χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης. Αυτοκρατορίες καταποντίστηκαν, παλιές κυβερνήσεις, που ξεπεράστηκαν από τα γεγονότα, ανατράπηκαν, κατώτερες κοινωνικές δυνάμεις αναθάρρησαν, διάφορες τάξεις σε διάφορες χώρες, σε μια σειρά από επαναστατικά κινήματα, προσπάθησαν να πάρουν την εξουσία και να πραγματοποιήσουν τις ταξικές τους επιδιώξεις.

Στις χώρες που βρίσκονταν στο ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, η ταξική πάλη των εργατών ήταν ήδη κυρίαρχος ιστορικός παράγοντας. Αυτοί οι εργάτες βίωσαν έναν παγκόσμιο πόλεμο κι έμαθαν ότι ο καπιταλισμός δεν διεκδικεί μόνον την εργατική τους δύναμη αλλά και τις ίδιες τις ζωές τους· ότι του ανήκουν ολοκληρωτικά, ψυχή τε και σώματι. Η καταστροφή του παραγωγικού μηχανισμού, η αθλιότητα και οι στερήσεις που υπέφεραν στη διάρκεια του πολέμου, η απογοήτευση και η απελπισία μετά την ειρήνευση, προκάλεσαν κύματα δυσαρέσκειας και κοινωνικής αναταραχής σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στον πόλεμο. Επειδή η Γερμανία είχε ηττηθεί, εκεί ο ξεσηκωμός των εργαζομένων πήρε μεγαλύτερη έκταση. Στη θέση του προπολεμικού συντηρητισμού, εμφανίστηκε ένα νέο πνεύμα μεταξύ των Γερμανών εργαζομένων, ένα μίγμα θάρρους, ενεργητικότητας, δίψας για ελευθερία και επαναστατικής μαχητικότητας εναντίον του καπιταλισμού. Δεν ήταν παρά μια αρχή, αλλά ήταν η πρώτη αρχή μιας προλεταριακής επανάστασης.

Στις ανατολικές χώρες της Ευρώπης, η πάλη των τάξεων είχε διαφορετική σύνθεση. Οι ευγενείς γαιοκτήμονες εκδιώχθηκαν· οι ακτήμονες αγρότες πήραν στην κατοχή τους τη γη· έκανε την εμφάνισή της μια τάξη μικρών ή μεσαίων ελεύθερων γαιοκτημόνων. Αυτοί που πριν συνωμοτούσαν επαναστατικά έγιναν ηγέτες, υπουργοί και στρατηγοί στα νέα εθνικά κράτη. Αυτές οι επαναστάσεις ήταν επαναστάσεις των μεσαίων τάξεων και, ως εκ τούτου, σημείωναν την αρχή μιας απεριόριστης ανάπτυξης του καπιταλισμού και της βιομηχανίας.

Στη Ρωσία, αυτή η επανάσταση πήγε βαθύτερα από οπουδήποτε αλλού. Επειδή ανέτρεψε την τσαρική εξουσία, που ήταν για ένα αιώνα μια κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη και ο μισητότερος εχθρός κάθε δημοκρατικού και σοσιαλιστικού κινήματος, η ρωσική επανάσταση έγινε οδηγός όλων των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη. Ο επικεφαλής της είχε συνδεθεί για πολλά χρόνια με τους σοσιαλιστές ηγέτες της δυτικής Ευρώπης, ακριβώς όπως ο Τσάρος υπήρξε σύμμαχος των κυβερνήσεων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Είναι αλήθεια ότι το πρωταρχικό κοινωνικό περιεχόμενο της Ρωσικής Επανάστασης - οι κατασχέσεις των γαιών από τους ακτήμονες αγρότες και η συντριβή της δυναστείας και της κάστας των ευγενών μεγαλογαιοκτημόνων - δείχνει ότι είναι μια επανάσταση των μεσαίων τάξεων, και οι ίδιοι οι μπολσεβίκοι τόνιζαν άθελά τους αυτό το χαρακτηριστικό, συγκρίνοντας υπερβολικά συχνά το κόμμα τους με τους Γιακωβίνους της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. 

Αλλά οι εργαζόμενοι της Δύσης δεν το θεώρησαν αυτό σαν κάτι ξένο κι άσχετο με την δική τους υπόθεση, αφού κι αυτοί οι ίδιοι ήταν γεμάτοι από ιδεολογικές παραδόσεις μικροαστικής ελευθερίας. Εξάλλου, η Ρωσική Επανάσταση, πέρα από το να προκαλεί τον θαυμασμό των εργαζομένων της Δύσης, έκανε και κάτι πολύ περισσότερο: τους έδειξε ένα επιτυχημένο παράδειγμα μεθόδων δράσης και οργάνωσης. Στις αποφασιστικής σημασίας στιγμές της Ρωσικής Επανάστασης, η δύναμή της ήταν η δύναμη της αυθόρμητης μαζικής δράσης των βιομηχανικών εργατών στις μεγάλες πόλεις. Από αυτές τις δράσεις, οι Ρώσοι εργαζόμενοι ανάπτυξαν αυτή την μορφή οργάνωσης που είναι η καταλληλότερη για την ανεξάρτητη δράση: τα σοβιέτ ή συμβούλια. Έτσι, έγιναν οι φάροι και το παράδειγμα προς μίμησιν για τους εργαζόμενους των άλλων χωρών.

Ένα χρόνο μετά, το Νοέμβρη του 1918, όταν κατέρρευσε η Γερμανική Αυτοκρατορία, το κάλεσμα για την παγκόσμια επανάσταση που εξέπεμψαν οι Ρώσοι μπολσεβίκοι χαιρετίστηκε κι έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τις σημαντικότερες επαναστατικές ομάδες της δυτικής Ευρώπης. Αυτές οι ομάδες που αποκαλούνταν κομμουνιστικές, είχαν τόσο πολύ εντυπωσιαστεί από τον προλεταριακό χαρακτήρα της επαναστατικής πάλης στη Ρωσία, που παραβλέψανε το γεγονός ότι, από οικονομική άποψη, η Ρωσία βρισκόταν προηγουμένως μόλις στην αρχή του καπιταλισμού και ότι τα προλεταριακά κέντρα ήταν απλώς μικρές νησίδες μέσα σ' έναν ωκεανό πρωτόγονης αγροτιάς. Εξάλλου, έλεγαν τότε ότι, όταν γίνει η παγκόσμια επανάσταση, η Ρωσία θα είναι απλώς μια επαρχία του κόσμου - ο τόπος όπου άρχισε η μεγάλη μάχη -, ενώ οι χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού θα έπαιρναν σύντομα την σκυτάλη και θα καθόριζαν αυτές την πορεία του κόσμου.

Όμως το πρώτο κίνημα εξέγερσης των Γερμανών εργαζομένων ηττήθηκε. Οι πρωτοπόροι εργαζόμενοι που έλαβαν μέρος ήταν μειοψηφία· οι μεγάλες μάζες έμειναν στο περιθώριο της εξέγερσης, τρέφοντας την ψευδαίσθηση ότι τώρα, μετά τον πόλεμο, ήταν επιτέλους δυνατόν να έχουν ειρήνη και ηρεμία. Εναντίον των εξεγερμένων, ορθώθηκε μια συμμαχία του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, που, εκείνη τη χρονική στιγμή, οι ηγέτες του κατείχαν τα κυβερνητικά έδρανα, και των παλιών κυρίαρχων τάξεων, της αστικής τάξης και των στρατιωτικών. Την ώρα που οι σοσιαλδημοκράτες νανούριζαν τις μάζες για να τις αδρανοποιήσουν, οι άλλοι οργάνωναν οπλισμένες ομάδες για να συντρίψουν το κίνημα της εξέγερσης και δολοφονούσαν τους επαναστάτες ηγέτες, τον Κάρλ Λήμπνεχτ και την Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Η ρωσική επανάσταση έδωσε περισσότερη ενέργεια στην αστική τάξη με τον φόβο που της προκάλεσε, απ' όση έδωσε στους εργαζόμενους με τις ελπίδες που τους δημιούργησε. Παρόλο που, για μια στιγμή, η πολιτική οργάνωση της αστικής τάξης κατέρρευσε, η πραγματικές της υλικές και ιδεολογικές δυνάμεις παρέμειναν πανίσχυρες. Οι σοσιαλιστές ηγέτες δεν έκαναν τίποτε για να εξασθενίσουν αυτές τις δυνάμεις· φοβόντουσαν την προλεταριακή επανάσταση όσο και η αστική τάξη. Έκαναν τα πάντα για να παλινορθώσουν την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων· εξάλλου, εκείνη τη στιγμή, βρίσκονταν στην κυβέρνηση, με υπουργούς και προέδρους.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η προλεταριακή επανάσταση στη Γερμανία ήταν μια πλήρης αποτυχία. Απέτυχε μόνον η πρώτη επίθεση, η πρώτη εξέγερση. Η στρατιωτική κατάρρευση δεν οδήγησε κατευθείαν σε προλεταριακή εξουσία. Η πραγματική δύναμη της εργατικής τάξης - που βασίζεται στην ξεκάθαρη συνειδητοποίηση των μαζών για την κοινωνική τους θέση και την αναγκαιότητα του αγώνα, την έντονη δραστηριοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, τον ενθουσιασμό, την αλληλεγγύη και την ακλόνητη ενότητα στη δράση, την πλήρη επίγνωση του απώτατου σκοπού: να πάρουν τα μέσα παραγωγής στα ίδια τους τα χέρια - είχε ακόμη αρκετό δρόμο ούτως ώστε, βαθμιαία, να ωριμάσει και, σε κάθε περίπτωση, να αναπτυχθεί. Ούτως ή άλλως, η τόση αθλιότητα και η κρίση που απειλούσαν την εξαντλημένη, κατεστραμμένη και φτωχή μεταπολεμική κοινωνία, προοιωνίζονταν αναπόφευκτα νέες μάχες. 

Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Αμερική και τη Γερμανία, εμφανίστηκαν το 1919 διάφορες εργατικές επαναστατικές ομάδες. Δημοσίευαν εφημερίδες και φυλλάδια, δείχνοντας στους συντρόφους τους εργάτες τα νέα κοινωνικά δεδομένα, τις νέες συνθήκες και μεθόδους πάλης, και βρήκαν σημαντική ανταπόκριση από τις ανήσυχες μάζες. Παρουσίαζαν την ρωσική επανάσταση σαν το μέγιστο παράδειγμα, τις μεθόδους της στη μαζική δράση και τη μορφή οργάνωσης των σοβιέτ ή συμβουλίων. Οργανώθηκαν σε κομμουνιστικά κόμματα και ομάδες, και συνδέθηκαν με το κόμμα των Μπολσεβίκων, το Ρωσικό Κομμουνιστικό κόμμα. Έτσι, η εκστρατεία για την παγκόσμια επανάσταση ξεκίνησε.

IV

Σύντομα, όμως, αυτές οι ομάδες συνειδητοποίησαν, με ολοένα και οδυνηρότερη έκπληξη, ότι κάτω από το όνομα του κομμουνισμού προπαγανδίζονταν από τη Μόσχα αρχές και ιδέες που ήταν διαφορετικές από τις δικές τους.

Αυτές οι ομάδες έδειχναν τα ρωσικά σοβιέτ σαν τα νέα όργανα των εργαζομένων για την αυτοδιαχείριση της παραγωγής.

Σιγά-σιγά, όμως, έγινε γνωστό ότι τα ρωσικά εργοστάσια διοικούνταν και πάλι από διευθυντές που ορίζονταν άνωθεν, και ότι το Κομμουνιστικό κόμμα κατέλαβε όλα τα σημαντικά και αποφασιστικά πολιτικά πόστα.

Οι δυτικοί κομμουνιστές διακήρυτταν, σαν πολιτική μορφή της προλεταριακής επανάστασης, τη δικτατορία του προλεταριάτου, που, σε αντίθεση με την κοινοβουλευτική δημοκρατία, περιλάμβανε οργανικά την αρχή της αυτοκυβέρνησης της εργατικής τάξης.

Οι εκπρόσωποι και οι ηγέτες που έστειλε η Μόσχα στη Γερμανία και τη δυτική Ευρώπη διακήρυτταν ότι η δικτατορία του προλεταριάτου περιλαμβανόταν οργανικά στη δικτατορία του κομμουνιστικού κόμματος.

Οι δυτικοί κομμουνιστές έβλεπαν σαν ένα από τα κύρια καθήκοντά τους να διαφωτίζουν τους εργαζόμενους σχετικά με το ρόλο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των ομοσπονδιακών συνδικαλιστικών ενώσεων (unions). Τονίζανε ότι σ' αυτές τις οργανώσεις οι δράσεις και οι αποφάσεις των ηγεσιών υποκαθιστούσαν τις δράσεις και τις αποφάσεις των εργαζομένων, και ότι αυτοί οι ηγέτες δεν θα ήταν ποτέ ικανοί να διεξαγάγουν μια επαναστατική πάλη, ακριβώς επειδή η επανάσταση συνίσταται στην αυτόνομη δράση των εργαζομένων· ότι οι δράσεις των συνδικαλιστικών ενώσεων και η κοινοβουλευτική πρακτική έχουν αξία στην περίπτωση ενός καπιταλιστικού κόσμου στην αρχική και ειρηνική του περίοδο, αλλά είναι εντελώς ακατάλληλες σε επαναστατικές περιόδους, οπότε αποπροσανατολίζουν απλώς τους εργαζόμενους από τους σημαντικούς στόχους και σκοπούς, για να τους κατευθύνουν σε εξωπραγματικές μεταρρυθμίσεις· ότι, συνεπώς, δρουν σαν εχθρικές και αντιδραστικές δυνάμεις· ότι όλη η εξουσία αυτών των οργανώσεων, στα χέρια των ηγεσιών, χρησιμοποιείται τελικά εναντίον της επανάστασης.

Την ίδια στιγμή, η Μόσχα απαιτούσε από τα κομμουνιστικά κόμματα να συμμετέχουν στις κοινοβουλευτικές εκλογές και σε όλη τη δουλειά των ομοσπονδιακών συνδικαλιστικών ενώσεων.

Οι δυτικοί κομμουνιστές διακήρυτταν την ανεξαρτησία, την ανάπτυξη πρωτοβουλιών, την αυτοδυναμία, την απεξάρτηση από τους ηγέτες και την αμφισβήτησή τους· ότι οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να υιοθετούν τα συνθήματα καμιάς ηγεσίας και καμιάς ομάδας, όποια κι αν είναι αυτή, ούτε καν των δικών μας ομάδων· πρέπει να σκέφτονται, ν' αποφασίζουν και να δρουν οι ίδιοι για λογαριασμό τους. 

Η Μόσχα, από την πλευρά της, διακήρυττε, σε πολύ υψηλότερους τόνους, ότι η υπακοή στους ηγέτες ήταν η κύρια αρετή του αληθινού κομμουνιστή. 

Οι δυτικοί κομμουνιστές δεν αντιλήφθηκαν αμέσως πόσο θεμελιώδης ήταν η αντίφαση. Έβλεπαν ότι η Ρωσία, δεχόμενη από παντού επιθέσεις από αντεπαναστατικούς στρατούς, που υποστηρίζονταν από τις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, είχε ανάγκη από τη συμπαράσταση και τη βοήθεια των εργαζομένων της Δύσης· όχι από τις μικρές ομάδες που καταφέρονταν με σφοδρότητα εναντίον των παλιών οργανώσεων, αλλά από τις ίδιες τις παλιές μαζικές οργανώσεις. Προσπάθησαν να πείσουν τον Λένιν και τους Ρώσους ηγέτες ότι ήταν λάθος πληροφορημένοι για τις πραγματικές συνθήκες και το μέλλον του εργατικού κινήματος στη Δύση. Ματαίως, βέβαια. Εκείνη την εποχή, δεν καταλάβαιναν ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια σύγκρουση μεταξύ δύο αντιλήψεων για την επανάσταση, που η μια αφορούσε μια επανάσταση των μεσαίων τάξεων και η άλλη την προλεταριακή επανάσταση. 

Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι ο Λένιν και οι σύντροφοί του ήταν εντελώς ανίκανοι να καταλάβουν ότι η επικείμενη προλεταριακή επανάσταση στη Δύση ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό από τη δική τους ρωσική επανάσταση. Ο Λένιν δεν γνώριζε τον καπιταλισμό από μέσα, στον υψηλότερο βαθμό της ανάπτυξής του, σαν έναν κόσμο όπου οι προλεταριακές μάζες αυξάνονται ολοένα και προχωρούν προς μια περίοδο όπου θα είναι από κάθε άποψη ικανές να καταλάβουν την εξουσία και να πάρουν στα χέρια τους έναν δυνητικά τέλειο παραγωγικό μηχανισμό. Ο Λένιν γνώριζε τον καπιταλισμό μόνον απ' έξω, σαν έναν ξένο, ληστρικό, καταστρεπτικό τοκογλύφο, όπως θα πρέπει να του είχε φανεί η δράση του δυτικού χρηματιστικού και αποικιοκρατικού κεφαλαίου στη Ρωσία και τις άλλες ασιατικές χώρες. Η ιδέα του ήταν ότι, για να νικήσουν οι μάζες των δυτικών εργαζομένων, το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να ενωθούν με την αντικαπιταλιστική εξουσία που εγκαθιδρύθηκε με την επανάσταση στη Ρωσία· έπρεπε να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ρωσίας και να σταματήσουν να αναζητούν πεισματικά άλλους δρόμους. Στη Δύση, λοιπόν, έπρεπε να εφαρμόσουμε ευέλικτες τακτικές για να πάρουμε με το μέρος μας, το ταχύτερο δυνατόν, τις μεγάλες μάζες των μελών των σοσιαλιστικών κομμάτων και των συνδικαλιστικών ενώσεων· έπρεπε να τους πείσουμε ν' αφήσουν τους ηγέτες και τα κόμ-ματά τους (που ήταν συνδεδεμένοι με τις εθνικές κυβερνήσεις τους) και να ενταχθούν στα κομμουνιστικά κόμματα, χωρίς να είναι απαραίτητο να αλλάξουν τις ιδέες και τις πεποιθήσεις τους. Έτσι, αυτές οι τακτικές που προτείνονταν από τη Μόσχα ήλθαν σαν λογικό επακόλουθο της βασικής παρανόησης.

Και αυτά που υποστήριζε η Μόσχα είχαν ασύγκριτα μεγαλύτερη βαρύτητα, επειδή είχε το κύρος που προσδίδει μια νικηφόρα επανάσταση απέναντι σ' αυτήν που είχε ηττηθεί (τη γερμανική επανάσταση). Πώς θα μπορούσε να είναι κανείς σοφότερος από τους δασκάλους του; Το ηθικό κύρος του Ρωσικού κομμουνισμού ήταν τόσο αδιαμφισβήτητο που, ένα χρόνο μετά τον αποκλεισμό της, η γερμανική αριστερή αντιπολίτευση ζήτησε να ξαναγίνει δεκτή στην Τρίτη Διεθνή, σαν «συμπαθόν» μέλος, με συμβουλευτική ψήφο.

Πέρα, όμως, από το ηθικό κύρος, οι Ρώσοι διέθεταν και την υλική δύναμη του χρήματος. Μια τεράστια ποσότητα εκδόσεων, που επιχορηγούνταν αδρά από τη Μόσχα, πλημμύρισε τις δυτικές χώρες: εβδομαδιαία περιοδικά κι εφημερίδες, φυλλάδια, ενθουσιώδεις αρθρογραφίες για τα ρωσικά επιτεύγματα, επιστημονικά περιοδικά, που όλα προωθούσαν τις απόψεις των Ρώσων κομμουνιστών. Οι μικρές κομμουνιστικές ομάδες της Δύσης, με τα φτωχά οικονομικά τους μέσα, δεν είχαν καμιά πιθανότητα ν' αντιδράσουν αποτελεσματικά σ' αυτήν την ολομέτωπη επίθεση θορυβώδους προπαγάνδας. Έτσι, οι νέες αναζητήσεις για τις απαραίτητες προϋποθέσεις της επανάστασης, που μόλις είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται, χτυπήθηκαν ανελέητα και καταπνίγηκαν από τα πανίσχυρα όπλα της Μόσχας.


Επιπρόσθετα, οι ρωσικές επιχορηγήσεις χρησιμοποιήθηκαν για να υποστηρίξουν έναν αριθμό μισθωτών κομματικών γραμματέων που, με το φόβο της απόλυσης, μετατράπηκαν φυσιολογικά σε πειθήνιους υποστηρικτές των ρωσικών θέσεων. 

Όταν έγινε φανερό ότι ακόμη κι όλα αυτά δεν ήταν αρκετά, ο Λένιν ο ίδιος έγραψε το πασίγνωστο φυλλάδιό του, «Αριστερισμός, η παιδική ασθένεια του κομμουνισμού». Παρόλο που τα επιχειρήματά του έδειχναν απλώς την αδυναμία του να καταλάβει τις συνθήκες του δυτικού καπιταλισμού, το γεγονός ότι ο ίδιος ο Λένιν, με το πάντα ανέπαφο κύρος του, έπαιρνε τόσο ανοιχτά θέση σε εσωτερικές αντιδικίες, είχε πολύ μεγάλη επίδραση σε μεγάλο αριθμό κομμουνιστών της Δύσης. Παρόλα αυτά, η πλειοψηφία του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος παρέμεινε πιστή στη γνώση που είχε αποκτήσει από τις εμπειρίες της από τους εργατικούς αγώνες. Έτσι, στο συνέδριο του Κομμουνιστικού κόμματος που έγινε στη Χαϊδελβέργη, ο δρ. Λέβι, με διάφορα βρώμικα κόλπα, έβαλε ως πρώτο στόχο του να διαιρέσει την πλειοψηφία - αποκλείοντας ένα μέρος της και οδηγώντας στη μειοψηφία το άλλο -, καταφέρνοντας με αυτόν τον τρόπο να κερδίσει μια επίσημη και εμφανή νίκη για τις θέσεις των μπολσεβίκων. 

Οι αποκλεισμένες ομάδες συνέχισαν για μερικά χρόνια να διαδίδουν τις ιδέες τους. Οι απόψεις τους, όμως, πνίγονταν στον πάταγο της ρωσικής προπαγάνδας. Ως εκ τούτου, δεν είχαν αξιόλογη επίδραση στα πολιτικά γεγονότα των επόμενων χρόνων. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να διατηρήσουν και να συνεχίσουν να αναπτύσσουν τις αντιλήψεις τους για τις προϋποθέσεις της προλεταριακής επανάστασης, με συλλογικές θεωρητικές συζητήσεις και κάποιες εκδόσεις, και να τις κρατήσουν ζωντανές για το μέλλον. 

Οι απαρχές της προλεταριακής επανάστασης στη Δύση οδηγήθηκαν σε πρόωρο τέλος από αυτήν την πανίσχυρη επανάσταση των μεσαίων τάξεων στην Ανατολή.

V

Άραγε είναι σωστό να αποκαλούμε επανάσταση μεσαίων τάξεων τη Ρωσική επανάσταση, αυτήν που εξολόθρευσε την μπουρζουαζία και εγκαθίδρυσε τον σοσιαλισμό; 

Λίγα χρόνια μετά την επανάσταση, εμφανίστηκαν στις μεγάλες πόλεις, αυτής της Ρωσίας που πλήττονταν από τη φτώχεια και τις στερήσεις, ειδικά καταστήματα με φανταχτερές βιτρίνες, γεμάτες εκλεπτυσμένα και πανάκριβα εδέσματα, αποκλειστικά για τους πλούσιους, ενώ ταυτόχρονα άνοιξαν πολυτελή νυχτερινά κέντρα, στα οποία σύχναζαν κυρίες και κύριοι με επίσημο βραδινό ένδυμα - υπουργοί και υφυπουργοί, υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι, διευθυντές εργοστασίων και επιτροπών. Οι φτωχοί τους κοιτούσαν στο δρόμο με δέος και οι απογοητευμένοι κομμουνιστές έλεγαν: «να η νέα μπουρζουαζία». Έκαναν λάθος. Δεν ήταν μια νέα μπουρζουαζία αλλά μια νέα κυρίαρχη τάξη. Όταν εμφανίζεται μια νέα κυρίαρχη τάξη, οι απογοητευμένοι επαναστάτες συνηθίζουν πάντα να την αποκαλούν με το όνομα της απερχόμενης κυρίαρχης τάξης. Έτσι, στη Γαλλική επανάσταση, αποκαλούσαν τους ανερχόμενους καπιταλιστές «νέα αριστοκρατία». Στη Ρωσία, η νέα τάξη, που καθόταν στέρεα στο θρόνο της σαν αφέντης του παραγωγικού μηχανισμού, ήταν η γραφειοκρατία. Ήταν προορισμένη να παίξει στην Ρωσία τον ίδιο ρόλο που έπαιξε στη Δύση η μεσαία τάξη, η αστική: μέσω της εκβιομηχάνισης, να αναπτύξει τη χώρα και να την οδηγήσει, από τις πρωτόγονες συνθήκες στις οποίες βρισκόταν, στην υψηλή παραγωγικότητα. 

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι αστοί στην Ευρώπη αναδείχτηκαν από το πλήθος των ανώνυμων καθημερινών ανθρώπων, των βιοτεχνών, των αγροτών - και μερικών αριστοκρατών -, βασιζόμενοι στην ικανότητα, την τύχη και την πανουργία τους, οι γραφειοκράτες που βασίλευαν τώρα στη Ρωσία αναδείχτηκαν κι αυτοί από την εργατική τάξη και τους αγρότες - και από κάποιους παλιούς αξιωματικούς του στρατού-, βασιζόμενοι στην ικανότητα, την τύχη και την πανουργία τους. Με τη διαφορά ότι στην ΕΣΣΔ δεν κατείχαν τα μέσα παραγωγής ατομικά αλλά συλλογικά· έτσι, και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός έπρεπε να διεξάγεται με άλλες μορφές. Αυτό σημαίνει μια θεμελιώδη διαφορά στο οικονομικό σύστημα· συλλογική, σχεδιασμένη παραγωγή και εκμετάλλευση αντί της ατομικής και χαοτικής παραγωγής και εκμετάλλευσης· κρατικό καπιταλισμό αντί του ιδιωτικού καπιταλισμού. Εντούτοις, για τις μάζες των εργαζομένων η διαφορά είναι ασήμαντη, όχι θεμελιώδης· για άλλη μια φορά, μια μεσαία τάξη τους εκμεταλλεύονταν. Τώρα, όμως, αυτή η εκμετάλλευση εντείνεται ακόμη περισσότερο από τη δικτατορική μορφή της διακυβέρνησης, από την απόλυτη έλλειψη όλων εκείνων των ελευθεριών και των δικαιωμάτων, που στη Δύση αφήνουν περιθώρια δράσης στον αγώνα των εργαζομένων εναντίον της αστικής τάξης. 

Αυτός ο χαρακτήρας της σύγχρονης Ρωσίας καθόρισε και τον αγωνιστικό χαρακτήρα της Τρίτης Διεθνούς. Εναλλάσσοντας τις φλογερές ρητορείες με τον πιο ανούσιο κοινοβουλευτικό καιροσκοπισμό, ή συνδυάζοντας και τα δύο, η Τρίτη Διεθνής προσπάθησε να πάρει με το μέρος της τις μάζες των εργαζομένων της Δύσης. Εκμεταλλεύτηκε τον ταξικό ανταγωνισμό των εργαζομένων εναντίον του καπιταλισμού για να προσδώσει ισχύ στο Κόμμα. Απορρόφησε τον επαναστατικό ενθουσιασμό της νεολαίας και όλη την επαναστατική ορμή των μαζών, απέτρεψε την ανάπτυξή τους σε μια αυξανόμενη προλεταριακή δύναμη και τις σπατάλησε σε άχρηστες πολιτικές περιπέτειες. Έλπιζε ότι με αυτόν τον τρόπο θα υπερνικούσε τη δυτική αστική τάξη· δεν ήταν, όμως, ικανή να το πετύχει, επειδή αδυνατούσε παντελώς να καταλάβει τον βαθύτερο χαρακτήρα του μεγάλου καπιταλισμού. Αυτός ο καπιταλισμός δεν είναι δυνατόν να κατακτηθεί από μια εξωτερική δύναμη· μπορεί να νικηθεί μόνον από δυνάμεις που δρουν στο εσωτερικό του, από την προλεταριακή επανάσταση. Η ταξική κυριαρχία μπορεί να καταστραφεί μόνον από την πρωτοβουλία και την οξυδέρκεια μιας εργατικής τάξης που στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις. Η κομματική πειθαρχία και η υπακοή στους κομματικούς ηγέτες μπορεί να οδηγήσει μόνον στην κυριαρχία μιας νέας τάξης. Μάλιστα, στην Ιταλία και τη Γερμανία, αυτή η πρακτική του Κομμουνιστικού Κόμματος έκανε ευκολότερη την ιδεολογική επικράτηση του φασισμού. 

Τα Κομμουνιστικά Κόμματα που ανήκουν στην Τρίτη Διεθνή είναι ολότελα - υλικά και πνευματικά - εξαρτημένα από τη Ρωσία, είναι οι υπάκουοι υπηρέτες των κυβερνητών της Ρωσίας. Όταν, μετά το 1933, η Ρωσία αισθάνθηκε ότι θα έπρεπε να συμμαχήσει με τη Γαλλία εναντίον της Γερμανίας, όλη η προηγούμενη αδιαλλαξία της ξεχάστηκε ως διά μαγείας. Η Κομιντέρν έγινε πρωταθλητής της «δημοκρατίας» και συμμάχησε όχι μόνον με τους σοσιαλιστές αλλά και με μερικά καπιταλιστικά κόμματα, στο σχήμα που ονομάστηκε «Λαϊκό Μέτωπο». Βαθμιαία, άρχισε να χάνει την ελκτική της δύναμη, που την όφειλε στον ισχυρισμό της ότι αντιπροσώπευε τις παλιές επαναστατικές παραδόσεις· το εργατικό της ακροατήριο μειώθηκε.

Την ίδια ώρα, όμως, άρχισε να αυξάνεται η επιρροή της στις μεσαίες τάξεις των διανοουμένων στην Ευρώπη και την Αμερική. Εκείνη την εποχή, εκδίδονταν ένας μεγάλος αριθμός βιβλίων και περιοδικών, για όλους τους τομείς της κοινωνικής σκέψης, από εκδοτικούς οίκους στην Αγγλία, τη Γαλλία και την Αμερική, που δύσκολα έκρυβαν το γεγονός ότι λίγο ή πολύ ανήκαν στα Κ. Κ. Κάποιες από αυτές τις εκδόσεις ήταν όντως αξιόλογες ιστορικές μελέτες ή συλλογές εκλαϊκευμένων κειμένων· στη συντριπτική τους πλειοψηφία, όμως, επρόκειτο για ανάξιες λόγου παρουσιάσεις του λεγόμενου Λενινισμού. Όλη αυτή η εκδοτική παραγωγή δεν απευθυνόταν φυσικά στους εργαζόμενους αλλά στους διανοούμενους, για να τους πάρουν με το μέρος του ρωσικού κομμουνισμού.

Αυτός ο νέος τρόπος προσέγγισης είχε επιτυχία. Ο σοβιετικός πρώην διπλωμάτης, Αλεξάντερ Μπαρμίν, αναφέρει στα απομνημονεύματά του πόσο εξεπλάγη όταν διαπίστωσε ότι, την ίδια στιγμή που ο ίδιος και άλλοι μπολσεβίκοι άρχιζαν να έχουν αμφιβολίες για την έκβαση της ρωσικής επανάστασης, στη Δυτική Ευρώπη, η μεσαία τάξη των διανοουμένων, παραπλανημένοι από τις προπαγανδιστικές δοξολογίες για τις επιτυχίες των πενταετών σχεδίων, άρχισαν να δείχνουν συμπάθεια και ενδιαφέρον για τον κομμουνισμό. Η αιτία είναι σαφής: τώρα που ήταν ολοφάνερο ότι η Ρωσία δεν ήταν πια ένα εργατικό κράτος, ένιωσαν ότι αυτή η κρατικό-καπιταλιστική εξουσία στα χέρια μιας γραφειοκρατίας βρισκόταν πιο κοντά στα δικά τους ιδεώδη διακυβέρνησης από την τάξη των διανοουμένων, σε σχέση με την εξουσία του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου που κυριαρχούσε στην Ευρώπη και την Αμερική. Τώρα που εδραιώθηκε στη Ρωσία η εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, μιας νέας μειοψηφίας που κυριαρχεί στις μάζες των Ρώσων εργαζομένων, οι υπηρέτες του στο εξωτερικό έπρεπε να στραφούν προς εκείνες τις τάξεις από τις οποίες θα μπορούσαν να αναδυθούν νέα κυβερνητικά στελέχη, όταν θα κατέρρεε ο ιδιωτικός καπιταλισμός στις χώρες τους.

Βέβαια, για να πετύχουν αυτά τα σχέδια, έχουν ανάγκη από μια εργατική επανάσταση που αυτή και μόνον είναι σε θέση να γκρεμίσει την καπιταλιστική εξουσία. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουν να εκτρέψουν την επανάσταση από τους αρχικούς της σκοπούς και να την κάνουν εργαλείο της κομματικής τους εξουσίας. 

Βλέπουμε, λοιπόν, με τι είδους δυσκολίες θα βρεθεί αντιμέτωπη μια μελλοντική εργατική επανάσταση: Θα έχει να πολεμήσει όχι μόνον με την αστική τάξη αλλά και με τους εχθρούς της αστικής τάξης. Δεν θα είναι αρκετό να αποτινάξει μόνον το ζυγό των τωρινών της αφεντικών· πρέπει να γλιτώσει κι απ' αυτούς που θα προσπαθήσουν να γίνουν τα μελλοντικά της αφεντικά.

VI

Ο κόσμος σήμερα έχει μπει στο νέο του μεγάλο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Οι εμπόλεμες κυβερνήσεις, όση σύνεση κι αν επιδείξουν στη διαχείριση των οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων, προσπαθώντας ν' αποφύγουν το απόλυτο χάος, δεν θα μπορέσουν να αποτρέψουν μια κοινωνική καταστροφή. Με την γενική εξάντληση και φτώχεια, που πλήττουν με ιδιαίτερη σφοδρότητα την ευρωπαϊκή ήπειρο, με ακόμη κραταιό το πνεύμα της θηριώδους επιθετικότητας, οι αναπόφευκτες νέες ρυθμίσεις του παραγωγικού συστήματος θα συνοδευτούν από βίαιους ταξικούς αγώνες. Έπειτα, όταν ο καπιταλισμός καταρρεύσει, το επίμαχο ζήτημα θα είναι: από τη μια μεριά, σχεδιασμένη οικονομία, κρατικός καπιταλισμός, εκμετάλλευση των εργαζομένων· από την άλλη μεριά, ελευθερία των εργαζομένων και κυριαρχία τους πάνω στην παραγωγή

Η εργατική τάξη πηγαίνει σ' αυτόν τον πόλεμο επιβαρυμένη με την καπιταλιστική παράδοση της υποταγής στα κόμματα και την φαντασίωση μιας επανάστασης ρωσικού τύπου. Η τεράστια πίεση αυτού του πολέμου θα οδηγήσει τους εργαζόμενους σε αυθόρμητη αντίσταση εναντίον των κυβερνήσεων και στα πρώτα βήματά τους στις νέες μορφές πάλης. Όταν η Ρωσία αρχίσει τον πόλεμο εναντίον των Δυτικών Δυνάμεων, θα ξανανοίξει το συρτάρι της με τα παλιά συνθήματα και θα καλέσει τους εργαζόμενους να αρχίσουν μια «παγκόσμια επανάσταση εναντίον του καπιταλισμού», σε μια προσπάθεια να πάρει με το μέρος της τους επαναστατημένους εργαζόμενους. Συνεπώς, ο Μπολσεβικισμός θα έχει ακόμη μια ευκαιρία. Αυτό, όμως, δεν πρόκειται να αποτελέσει λύση για τα προβλήματα των εργαζομένων. Όταν η γενική αθλιότητα αυξηθεί και οι ταξικές συγκρούσεις γίνουν αγριότερες, οι εργαζόμενοι θα πρέπει, αναγκαστικά, να πάρουν στην κατοχή τους τα μέσα παραγωγής και ταυτόχρονα να βρουν τρόπους να απαλλαγούν από την επιρροή του Μπολσεβικισμού.

17 Φεβρουαρίου 2016

Ο αρχαίος Ναός Δήμητρας και Κόρης στο Θορικό
























Ο αρχαίος Ναός Δήμητρας και Κόρης στο Θορικό.

(1) εγκαταστάσεις ΔΕΗ και βιομηχανίας χημικών
(2) Ι Ν Αγίου Νικολάου
(3) θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι
(4) κορυφή λόφου Βελατούρι
(5) αρχαία πόλη Θορικού
(6) αρχαίο Θέατρο Θορικού και παρακείμενα πλυντήριο και στοά εξόρυξης    
(7) αρχαίος Ναός Δήμητρας και Κόρης
(8) πόλη του Θορικού
(9) πρώην Σ.Σ. Θορικού

Ο λόφος Βελατούρι, που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή του Λαυρίου και λίγο βορειότερα της πόλης του Λαυρίου, μεταξύ Θορικού και των εγκαταστάσεων της ΔΕΗ και του παρακείμενου εργοστασίου χημικών, φιλοξενεί στους πρόποδες του και τις πλαγιές του σημαντικότατης αξίας αρχαιολογικά μνημεία: θολωτούς μυκηναϊκούς τάφους, τα ερείπια της αρχαίας πόλης του Θορικού, το αρχαίο θέατρο Θορικού - ένα από τα παλαιότερα που κατασκευαστήκανε ποτέ - και τα παρακείμενα αρχαία: πλυντήριο και στοά εξόρυξης μεταλλευμάτων. Γι’ αυτά όμως θα επανέλθουμε σε αργότερο χρόνο όταν θα έχουμε ολοκληρώσει το φωτογραφικό αφιέρωμα στο Λαύριο και τον ευρύτερο χώρο του.  Αυτό που ενδιαφέρει το παρόν είναι εκείνος ο, μάλλον άγνωστος, αρχαίος Ναός Δήμητρας και Κόρης που σημειώνεται και στο ανωτέρω γράφημα της περιοχής και για τον οποίο δεν υπάρχει ούτε δρόμος ούτε καν μονοπάτι να προσεγγιστεί. Όχι μόνο σε αναλυτικούς χάρτες της περιοχής, αλλά ψάχνοντας επί τόπου στην περιοχή δεν βρήκαμε δρόμο ή μονοπάτι παρά μόνο στους, έντυπους ή ηλεκτρονικούς, χάρτες την ύπαρξή του. Η περιοχή είναι γεμάτη χωράφια, περιφραγμένα ή μη, το ένα ακριβώς δίπλα στο άλλο και αρκετά μαντριά και θα ήταν μάλλον λάθος η όποια προσπάθεια προσέγγισης του χώρου του ναού μέσ’ από αυτά. Παρατηρώντας στο χάρτη, είδαμε πως υπάρχει ρέμα - πιθανόν προσβάσιμο - το οποίο εφάπτεται του χώρου του ναού. Έτσι ακολουθήσαμε την πορεία που σημειώνεται με πορτοκαλί στο ανωτέρω γράφημα και τελικά με τη βοήθεια και του online χάρτη του κινητού τηλεφώνου βρεθήκαμε στο χώρο. Η διαδρομή που ακολουθήσαμε ξεκινάει από την είσοδο του αρχαίου θεάτρου του Θορικού. Αφήνουμε αρχικά το αρχαίο θέατρο ακολουθώντας το χωματόδρομο αριστερά του. Κατόπιν προσπερνάμε, κυρίως δεξιά μας, τα ερείπια της αρχαίας πόλης του Θορικού και συνεχίζουμε μέχρι του σημείου όπου ο χωματόδρομος διακλαδίζεται. Εκεί συνεχίζουμε αριστερά και σε λίγα μέτρα διασταυρωνόμαστε με την πρώην γραμμή του τρένου (η καφέ γραμμή στο γράφημα) την οποία και περνάμε. Χαρακτηριστικό του σημείου διασταύρωσης ότι δεξιά μας η πρώην γραμμή του τρένου βρισκόταν σε κατάλληλα διαμορφωμένα υπερυψωμένο χώμα (επίχωμα) ενώ ακριβώς αριστερά μας περνούσε από σκαμμένο βράχο (όρυγμα). Ίσως, αν η είσοδος των μεταξύ των κάθετων βράχων του χώρου του ορύγματος δεν είχε μετατραπεί σε χώρο απόθεσης μπαζών να άξιζε μια φωτογραφία...
Λίγο μετά συναντάμε αριστερά μας ένα μισοερειπωμένο κτίσμα (η μαύρη κουκίδα στο γράφημα) και αμέσως μια διακλάδωση του χωματόδρομου. Ακολουθούμε το δεξί χωματόδρομο και σε λίγα μέτρα συναντάμε ένα ρέμα (με  μπλε στο γράφημα).
Με δεδομένα αφενός το χειμώνα, για την αποφυγή φιδιών, αφετέρου ότι δεν είχε πρόσφατα βρέξει καλά (αλλιώς το ρέμα θα ήταν είτε ακατάλληλο προς βάδιση είτε επικίνδυνο από τη ροή του νερού) στραφήκαμε προς το ρέμα αριστερά μας. Σύντομα, 130 μέτρα λέει ο χάρτης γιατί εμείς δεν μπορούσαμε από τη βλάστηση και τα καλάμια να εκτιμήσουμε την απόσταση πέρα από ένα «σύντομη», το κινητό έδειχνε ότι βρισκόμασταν δίπλα στο ναό. Ανεβαίνοντας την όχθη, γύρω στο ενάμιση μέτρο ύψος από την κοίτη και σχετικά απόκρημνη, και περνώντας από ένα κενό στην περίφραξη του γειτονικού στο ναό χωραφιού βρεθήκαμε στο χώρο του ναού, φωτογραφίες από τον οποίο ακολουθούν στο τέλος του παρόντος κειμένου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, από πληροφορίες που διαβάσαμε, όταν βρέχει καταρρακτωδώς, το ρέμα υπερχειλίζει και ο χώρος του ναού μετατρέπεται σε λίμνη καλύπτοντας τα ερείπια του.  
Από το ναό, τον χαμένο στο πουθενά των καλαμιών, του ρέματος και των όμορων του χωραφιών, ο οποίος φέρεται κατά πάσα πιθανότητα να ήταν προς τιμή της θεάς Δήμητρας και της Κόρης της (της Περσεφόνης), δωρικής αρχιτεκτονικής και κατασκευής του 5ου π.Χ. δεν έχουνε μείνει παρά τμήματα των κρηπίδων και βάσεις των κιόνων. Τα υπόλοιπα μέρη του δεν υπάρχουν σε κάποιο μουσείο και μάλλον κλαπήκανε για να πουληθούνε σε δυτικοευρωπαίους αρχαιολάτρες περί τα μέσα του 18ου αιώνα. Ο πίνακας του 1758 του David Le Roy, μάλλον σχετίζεται με την τύχη των χαμένων τμημάτων αυτού του ναού.    
Κλείνοντας το παρόν κείμενο θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν είναι παρά μια τεχνοκρατικού τύπου περιγραφή του πώς μπορεί κάποιος να βρεθεί στο χώρο αυτό, με βάση την μικρή μοναχική εμπειρία του γράφοντος, συνοδευμένη από λίγες φωτογραφίες και πως κάθε απόπειρα καταγραφής συναισθημάτων κι εντυπώσεων μου από το χώρο δεν έχει θέση εδώ.