31 Ιουλίου 2021

Πέτρες [Τάκης Σινόπουλος]


ΠΕΤΡΕΣ
Αφιέρωμα

Δεν ήξερα από σένα τίποτα, μόνο τη νύχτα και δεν ήξερα τη νύχτα σου, μόνο τον κήπο με τα κατοικίδια σύννεφα, κι’ όμως σε γνώριζα όπως ο τυφλός την πόρτα, όπως η πόρτα τη βροχή, σε γνώριζα όπως ο τυφλός που πάει με τη βροχή στο πρόσωπο.

Έφερνες πάντα φως απέξω, κι έμαθα ξανά το φως, παραμιλώντας φώναζα από κάμαρη σε κάμαρη, και η μέρα η άλλη ήτανε μεσημέρι και ζεστή, κι όλος ο μήνας έκτοτε, ζεστός σα δαχτυλίδι, όλος ο χώρος έκτοτε, και τ’ όνομά σου ήταν συνέχεια ο πυρετός, δεν ήξερα από σένα τίποτα, κι όταν αρχίνησε σκούρο μενεξελί το βράδυ ανέβαινε, ονειροβάτης ήμουν και δεν ήξερα.

Έφερνες κάποτε το φόβο απέξω, κι έμαθα ξανά το φόβο και σε κράταγα πόσες φορές να κοιμηθείς, τότε ο χειμώνας σου και η άνοιξή σου τότε και το καλοκαίρι σου, και στα μισά του φθινοπώρου τα μαλλιά σου φέγγανε, σε τι νερά, σε τι ποτάμια τάχες πλύνει από την ερημιά της γης, κι άκουγα μέσα τους ψιθύρους, τόσες αφανέρωτες φωνές.

Δέκα του Σεπτεμβρίου απόγευμα, ο ξερός αέρας ήσουν στη χαράδρα στην κατηφοριά.
Αργότερα στη σκάλα ήσουν το αγκάλιασμα το ταραγμένο, το τυφλό.
Έλα να φύγουμε, κι ήσουν το στόμα και το σώμα και το χώμα το κλειστό.
Ήσουν το θηλυκό σκοτάδι ως την αυγή και πάλευα να σε κρατήσω όπως ήσουν.
Μα ήσουν το αθόρυβο, το λαμπερό, το γρήγορο, το ανείδωτο, το γρήγορο, το λαμπερό, το αθόρυβο.
Έτσι με καίγανε κάθε εποχή τα χέρια σου.
Η ανάσα σου μ’ έκαιγε, στον ήλιο περπατούσα, βούιζε το κεφάλι μου, στους άμμους πήγαινα μοναχός μου παραπατώντας και πήγαινα.
Αισθήσεις αναρίθμητες μυρμηγκιάζανε σ’ όλο το αίμα μου και τις άκουγα, κάθε μέρα τις άκουγα.
Ήσουν ακόμα η πόρτα, όπως την άνοιγες εμύριζε πρωί το ξύλο της.
Γύρω απ’ το σπίτι ήσουν η ζώνη του μεσημεριού.
Ήσουν η πόρτα που έμεινε ανοιχτή το απομεσήμερο, καθώς την έκλεινα μου δάγκωνε τον ίσκιο μου
κι απ’ το παράθυρο ξεχώριζα τα χόρτα της αυλής, δυο – τρία να καίνε ακίνητα τα μάτια τους, 
κι άλλα πολλά ως τη νύχτα.
Τότε το σπίτι κατηφόριζε στους κήπους με το βάρος του, μισάνοιγαν οι κήποι αθόρυβα κι ακουγόταν η θάλασσα σε κάθε μονοπάτι σε κάθε στροφή, η απούσα θάλασσα ανέβαινε με μικρά – μικρά κύματα, βυθιζόμαστε τότε σ’ όλο το νυχτερινό που μπορούσαμε κι η αυγή ξημερώνοντας μουσκεμένη στα χαλίκια, εσύ εξαφανιζόσουν, μήτε ήξερα πού πήγαινες.

Κι ήσουν όλη τη μέρα η σκιά κάτω απ’ την πέτρα, 
όλη τη νύχτα ήσουν ο ήλιος κάτω απ’ την πέτρα.

Έτσι γεννήθηκαν αυτά τα ποιήματα που τώρα είναι γεμάτα πέτρες,

γεμάτα με φωνές, εικόνες απ’ τον πάνω και τον κάτου κόσμο, τοπία γυρίζανε κόκκινα ξύλα και κορμοί κι η στάχτη σαν τη στάχτη κι έρημος, τα ξανάβλεπες ύστερα, όταν άλλαζες θέση στον ύπνο, κι απ’ το στήθος σου πηδούσανε λέξεις, πρώτη φορά τις άκουγα: σκέψη για να πλυθείς, καταπαχτή νεκρών η θάλασσα, μελάνι όλο το πρόσωπο, να μάθεις την Ισμήνη, ο άμμος αμίλητος εζάρωνε ο αγαπημένος.

Άμμος καλός, κάποτε γείτονας της θάλασσας, άμμος αγαπημένος.

Κι ο χρόνος πάντοτε ιδιοκτήτης του χρόνου.

Έτσι έγινε και περπατήσαμε μαζί από το φωτεινό σημάδι ως το σκοτεινό σημάδι, κάποτε σταθήκαμε, κοιτάξαμε όλο τον άγνωστο δρόμο, χάθηκε ο χάρτης, και τώρα δεν υπάρχει κανένα σημάδι.

Υπάρχει μόνο ο περίλαμπρος ήλιος, το καμένο πρωί, το δάσος με τα δεκανίκια του, η ανώνυμη απογυμνωμένη κάμαρα κι οι πέτρες. Σου μίλησα για τις πέτρες.

Σου μίλησα για τη νύχτα.

Το σιωπηλό, το αθόρυβο ταμείο όπου έρχονται και συνωστίζονται τόσα και τόσα ονόματα, τόσες απελπισμένες λέξεις.

Μ’ αυτές τις λέξεις καταθέτω εδώ – για να θυμάσαι – αυτά τα ποιήματα.

1
Το νόμισμα

Γιατί κινείσαι ακόμα με την αφή και με την δράση ανάμεσα στους ζωντανούς και χαίρεσαι τη θάλασσα και τη θερμοκρασία, γι’ αυτό θα σου φέρω απόψε αόρατος λουλούδια από την ερημιά της γης κι ένα χαλίκι, αρχαίο νόμισμα.

Ξύπνησες τότε, υγρές ακόμα οι ρίζες σου ανεβήκανε ως τα χέρια μου, μα δεν υπήρχαν ουρανοί και θαύματα, μονάχα ένας μικρός μύθος ασήμαντος για να φωτίζει την παραίσθηση, καμμιά φορά τον πυρετό και τη γυμνότητα – μα πώς μπορείς ακόμα να παραλογίζεσαι,
                                                              ονομάζοντας χαρά τούτη τη σύσπαση, 
                                                              αυτό το δίχως τέλος έγκαυμα, 
                                                              το μαύρο μάτι ακίνητο,
                                                              απάνω στην ξερή δροσιά.

Γιορτή

Τώρα ανασαίνεις στο μισόφωτο, διακρίνω τον αυχένα σου, το πρόσωπό σου.

Ύστερα όλα σβήνουν. Μένει ο διάδρομος, η πόρτα με τις σανίδες.

Πιο πέρα η φωνή σου αμύνεται για το βράδυ – και δεν υπάρχουν πουλιά.

Σκουπίζεις τις αράχνες από τη σκοτεινή γιορτή.

3
Το ικρίωμα

Ήταν ένα ικρίωμα, έλεγες, και κείνο το απομεσήμερο ανέβηκα  τρίζοντας η σκάλα κι’ από το άνοιγμα κοίταζα.

Η φωνή σου γύρευε ν’ αναστήσει άλλες, φανταστικές αισθήσεις. Εμένα η πείνα μου αναδευόταν, έκαιγε μέσα στις αλυσίδες.

Δεν είχαμε φως. Τα λόγια σημάδευαν απουσίες και ψηλά δε φαινόταν τίποτα, μονάχα ένας μακρύς ίσκιος που ξεπερνούσε το χρόνο.

Η ξύλινη σκάλα, το αμετακίνητο ικρίωμα.

4

Πες μου λοιπόν, τι φως έχουν τα χέρια σου και σκοτεινιάζουν έτσι εκείνο που προστάτευα από σένα και κρατούσα κι ήμουν;

5

Τα ξέραμε όλα τα σημάδια, τα μηνύματα της αλλαγής. Όμως εδώ τι γύρευαν

τόσοι άνθρωποι; Πρόσωπα πλήθος με φοβίζανε, τη μέρα εκείνη μου έκοβαν τη θέα.

Πού να κοιτάξω; γύρω – γύρω σύρματα, παντού ο χειμώνας δίχως φλούδα, σπέρνοντας

συναπαντήματα σε κάθε δρόμο, παγωμένες ψιχάλες. Εσύ θυμόσουν

ξύλα και πέτρες στη φωτιά, πίσω απ’ τα κάψαλα τόσα χαμένα χρόνια.

Φράξαμε το παράθυρο. Ποιος ακουμπάει τα χέρια πάνω στον καιρό;

Ήρθε η φωνή από τις ρωγμές, ήρθε ένα φως,

δεν ήτανε δικό σου, ο θάνατος που έλεγα έκαιγε απέξω.



Πηγή: Από το 36ο Τεύχος τού λογοτεχνικού περιοδικού Ενδοχώρα – 1965.

30 Ιουλίου 2021

[στο Παλαιόκαστρο Σκαλωσιάς, στα Γεράνεια Όρη, 27.07.2021]

Στο παρόν παρουσιάζουμε εικόνες από τα ερείπια τής αρχαίας οχύρωσης, πάνω σε εντυπωσιακή βραχώδη απόληξη, στη θέση 38°03’03’’N 22°56’44’’E, η οποία δεσπόζει των δυτικών Γερανείων και αρχαίου περάσματος από την Κορινθία και την Περαία προς την κοιλάδα των Μεγάρων και την Αττική.
Η πρόσβαση είναι εύκολη και μπορεί να γίνει μέσω δασικών χωματόδρομων που εκκινούν είτε από το χωριό Περαχώρα είτε από τον σημερινό ασφαλτόδρομο, ο οποίος οδηγεί από την Περαχώρα προς Μυλοκοπή, Σκαλωσιά, Ασπρόκαμπο και Στραβά.
Επιλέξαμε, ελέω και επερχόμενου καύσωνα, τη συντομότερη πορεία (σημειώνεται στο χάρτη από τη wikimapia που προηγείται των εικόνων), μήκους 2,1 χλμ. (4,2 χλμ. με την επιστροφή) και υψομετρικής διαφοράς 207 μ. από την υδατοδεξαμενή η οποία βρίσκεται δίπλα στον ασφαλτόδρομο (βλέπε τις δύο πρώτες εικόνες), στην περιοχή τής Σκαλωσιάς.
Να σημειώσουμε ότι ο χώρος τού φρουρίου / οχύρωσης ήτανε κατά τόπους φρεσκοσκαμμένος από αγριογούρουνα κάτι που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τους πεζοπόρους πόσο μάλλον τους μοναχικούς. Η καλύτερη πρόληψη μιας επικίνδυνης συνάντησης, σε περιοχές όπου υπάρχουν αγριογούρουνα και στα Γεράνεια Όρη υπάρχουν αρκετές περιοχές στις οποίες διαβιούν αγριογούρουνα, είναι η πρόκληση θορύβου κατά την προσέγγιση, στις περιοχές αυτές, ώστε να απομακρυνθούν. Τα αγριογούρουνα συνιστούν, στη νότια Ελλάδα, πρακτικά το μόνο (μαζί με τις οχιές - αλλά πολύ λιγότερο τις δεύτερες) κίνδυνο για τους ορεινούς πεζοπόρους σε περίπτωση που υπάρξει συνάντηση και αυτά τρομάξουν, ιδίως μάλιστα αν πρόκειται για θηλυκιά με μικρά.




             
































29 Ιουλίου 2021

Για τη φτώχεια του υπέρπλουτου [Friedrich Nietzsche, μετ. Γιάννη Καμπύση]

ΓΙΑ ΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΤΟΥ ΥΠΕΡΠΛΟΥΤΟΥ

Δέκα χρόνια πάνε –,
δε μ’ έφτανε καμιά σταλαγματιά,
κανένα αγέρι υγρούτσικο, καμιά δροσιά απ’ Αγάπη 
– μια ά β ρ ο χ η χώρα...
Τώρα παρακαλώ εγώ τη σοφία μου 
να μη γένει φιλάργυρη σ’ αυτή την ξερασιά· 
πλημμύρα η ίδια, η ίδια στάλαζε δροσιά, 
η ίδια να είσαι της ωχρής της ερημιάς βροχή!

Μια φορά διάταζα τα σύγνεφα
να φεύγουν από τα βουνά μου, –
άλλοτ’ έλεγα «φως περσότερο, σεις σκοτεινιές!» 
Σήμερα τα δελεάζω να έρχουνται
σκοτάδι απλώστε γύρω μου με τα μαστάρια σας! 
– θέλω να σας αρμέξω, 
ώ αγελάδες του ύψους!
Σοφία θερμογάλαχτη, γλυκιά δροσιά τση αγάπης 
απάνω από τη χώρα πλημμυρίζω.

Μακριά, μακριά, ω αλήθειες
που σκοτεινά θωρείτε!
Δε θέλω απάνω στα βουνά μου
στρυφνές χωρίς υπομονή να βλέπω αλήθειες.
Χρυσή από το χαμόγελο
σήμερα εγγύς μου την αλήθεια,
από τον Ήλιο γλυκερή, μαύρη από την αγάπη, – 
μιαν ο υ ρ μ α σ μ έ ν η αλήθεια κόβω από το δέντρο.

Το χέρι απλώνω σήμερα
στης τύχης τα σγουρόμαλλα,
αρκετά φρόνιμος, την τύχη
να οδηγήσω σαν παιδί, να τήνε ξεγελάσω.
Θέλω φιλόξενος σήμερα να είμαι
στον ενοχλητικό,
του πεπρωμένου ενάντια αγκάθια εγώ δε θέλω ν’ απλώνω 
– ο Ζαρατούστρας δεν είναι σκαντζόχοιρος.

Η ψυχή μου,
άπληστα με τη γλώσσα της,
έγλειψε πια όλα τα καλά και τα κακά,
σ’ όλα τα βύθη εβούτηξε.
Μα πάντοτε όμοια με φελλό,
πάντοτε πάλε απάνω πλέχει,
σα λάδι απάν’ σε θάλασσες σκούρες θαυματουργεί· 
για χάρη τούτης της ψυχής με λένε: ο ευτυχισμένος.

Ποιος είναι μου πατέρας, μάνα;
Ο πρίγκηπας ο γεμιστός δεν είναι μου πατέρας 
και το ήσυχο χαμόγελο μητέρα;
Το συνοικέσιο αυτών των δυο δε γέννησεν εμένα,
το αινιγματόζωον εμένα,
του φωτός το ζιζάνιον εμένα,
κάθε σοφίας τον άσωτον εμένα Ζαρατούστρα;

Άρρωστο σήμερα από τρυφεράδα,
δροσιστικό αγεράκι,
κάθεται ο Ζαρατούστρας καρτερώντας στα βουνά του, –  
στον ίδιο το χυμό του
γλυκασμένος, βρασμένος,
κ ά τ ω από την κορφή του,
κ ά τ ω απ’ τον πάγο του,
αποσταμένος και μακάριος,
ένας δημιουργός στην έβδομή του την ημέρα.

– Ήσυχα!
Μια αλήθεια απάνω μου διαβαίνει
όμοια με σύγνεφο, –
με κεραυνούς αδιόρατους με συντυχαίνει.
Σε αργειές πλατειές σκάλες απάνω
σε μένα η ευτυχία της ανεβαίνει·
έλα, έλα, ω πολυαγαπημένη αλήθεια!

– Ήσυχα!
Είναι η αλήθεια μ ο υ!
Από μάτια δισταχτικά,
από ανατριχίλες βελουδένιες
το βλέμμα της με συντυχαίνει,
με αγάπη, με κακία, σαν κορασιού ματιά...
Εμάντευε το β ά θ ο ς της ευτυχίας μου
Ε μ έ ν α εμάντευεν – α! τι εφευρίσκει; –
Πορφυρένιος ένας δράκοντας κατασκοπεύει
στην άβυσσο της κορασίσιας της ματιάς της.

— Σουτ! Η αλήθεια μου μ ι λ ε ί! —

Αλλοίμονο σου, ω Ζαρατούστρα!
Μοιάζεις σαν ένας,
χρυσάφι που κατάπιε·
θα σου ξεσκίσουν, θα σου ανοίξουν την κοιλιά! ...

Πολύ πλούσιος είσαι,
εσύ, καταστροφέα πολλών!
Παρά πολλούς κάμνεις ζηλόφθονους,
παρά πολλούς κάμνεις φτωχούς...
Σε μέν’ τον ίδιο ρίχνει ήσκιο το φως σου –, 
τουρτουρίζω· φεύγα μακριά, συ πλούσιε, 
φεύγα, Ζαρατούστρα, μακριά άπ’ τον ήλιο σου ! ...

Τα περισσεύματά σου επιθυμούσες να χαρίσεις, να ξεκάμεις, 
μα ο περιττώτατος ο ίδιος είσαι εσύ!
Φρονίμεψε, ω συ πλούσιε!
Πρώτα τον ί δ ι ο  σ ο υ  ε α υ τ ό χάρισε, ω Ζαρατούστρα!

Δέκα χρόνια πάνε –,
καμιά σταλαγματιά δε σ’ έφτανε;
Κανένα αγέρι υγρούτσικο; καμιά δροσιά άπ’ Αγάπη;
Μα ποιος έπρεπε ν’ αγαπήσει εσένα,
ω υπέρπλουτε;
Τριγύρω η ευτυχία σου ξεραίνει,
φτωχαίνει την αγάπη
– μια ά β ρ ο χ η χώρα...

Κανείς πια δε σ’ ευγνωμονεί,
μα εσύ όλους τους ευχαριστείς,
που παίρνουν από σένα·
έτσι κ’ εγώ σε διακρίνω,
ω υπέρπλουτε,
ω εσύ φ τ ω χ ό τ α τ ε των πλούσιων όλων!

Θυσιάζεσαι, σε β α σ α ν ί ζ ε ι ο πλούτος σου –
παραδίνεσαι,
δε φείδεσαι τον εαυτό σου, δεν τον αγαπάς·
πάντοτε σε αναγκάζει η βάσανο η μεγάλη,
βάσανο των αποθηκών των π α ρ α π λ η ρ ω μ έ ν ω ν, π α ρ α π λ η ρ ω μ έ ν η ς καρδιάς –
μα πια κανένας δε σ’ ευχαριστεί...

Φ τ ω χ ό τ ε ρ ο ς να γίνεις πρέπει,
σοφέ άσοφε!
α θέλεις ν’ αγαπιέσαι.
Μόνο τους όσους πάσχουνε αγαπάνε,
δίνουνε την αγάπη τους μόνο στον πεινασμένο·
π ρ ώ τ α  τ ο ν  ί δ ι ο  σ ο υ  ε α υ τ ό χάρισε, ω Ζαρατούστρα!

– Είμαι η αλήθεια σου ...


Από τη συλλογή ποιημάτων Διονύσου Διθύραμβοι (με ελάχιστες γλωσσικές τροποποιήσεις).

28 Ιουλίου 2021

[στο μεσαιωνικό κάστρο Γκύκλος, 26.07.2021]

Πέντε (5) χιλιόμετρα μετά το χωριό Αραχναίο, στο δρόμο προς την κωμόπολη Λυγουριό, στο διάσελο μεταξύ δυτικά τής κορυφής τού όρους Αραχναίου (1.199 μ.) από την οποία απέχει 1.660 μ. σε ευθεία, και ανατολικά τής κορυφής Καλοβούνι (1.139 μ.), σε πέρασμα από την Αργολίδα προς την Κορινθία, πάνω σε βραχώδη λόφο, σε υψόμετρο 887 μ., ο οποίος δεσπόζει του περάσματος (το κοντινότερό του σημείο στο σημερινό δρόμο είναι μόλις 150 μ.) βρίσκονται ερείπια μεσαιωνικού κάστρου, του οποίου παρουσιάζουμε εικόνες και το οποίο σύμφωνα με τον Καστρολόγο (www.kastra.eu): 

Τα ερείπια από τo φρούριο Γκύκλος βρίσκονται πάνω στο όρος Αραχναίο (στον αυχένα Σκούντι-Αραχναίο), σε βραχώδη λόφο, μακριά από χωριά, αλλά πολύ κοντά στη διαδρομή που συνδέει το χωριό Αραχναίο (παλιά, «Χέλι») με το Λυγουριό.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Το Αραχναίο ήταν στρατηγικό σημείο από την αρχαιότητα δεδομένου ότι ήλεγχε το πέρασμα από Κορινθία προς Αργολίδα. Υπάρχουν διάσπαρτα ερείπια από πολλούς πύργους και οχυρά στο Αραχναίο, από διάφορες εποχές: την αρχαιότητα, τα βυζαντινά χρόνια, τη φραγκοκρατία και την ενετοκρατία.
Ιστορία
Το κάστρο είναι σίγουρα μεσαιωνικό, αλλά η χρονική περίοδος κατασκευής του δεν είναι γνωστή ούτε κατά προσέγγιση. Η τεχνοτροπία του πάντως παραπέμπει στην περίοδο ηγεμονίας του Όθωνα Ντελαρός που τα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1212-1225) είχε στην κατοχή του, μεταξύ των άλλων, και την περιοχή του Αραχναίου. Ίσως το φρούριο να κτίστηκε τότε για να χρησιμοποιηθεί στον πόλεμο του εναντίον του Λέοντα Σγουρού, για να παρεμποδίσει την επικοινωνία με τα δύο προπύργια του Σγουρού, το Ναύπλιο και την Ακροκόρινθο.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Το φρούριο Γκύκλος περιβάλλεται νότια και ανατολικά από βραχώδη έξαρση ενώ το τμήμα βόρεια και δυτικά περιβάλλεται από τείχος. Το περιμετρικό τείχος του φρουρίου έχει πάχος 1,80 μέτρα και έχει την τεχνοτροπία του Δελαρός, δηλαδή είναι ξερολιθοδομή όπου οι δύο όψεις του τείχους είναι κτισμένες με μεγάλες πέτρες και ενδιάμεσα το γέμισμα έχει γίνει με μικρότερες πέτρες.































Κλείνουμε με μια μικρή αναφορά (και αφορμή) στο τοπίο, όπως έχει διαμορφωθεί με τις ανεμογεννήτριες, οι οποίες βρίσκονται κατά μήκος τής εκτεταμένης κορυφογραμμής τού Αραχναίου. Πολλοί διαμαρτύρονται για την οπτική αλλοίωση ενός τοπίου από τις ανεμογεννήτριες όπως και το θόρυβο που κάνουν: ένα έντονο, μεταβαλλόμενο ρυθμικά, βουητό. Θα πρέπει όμως να έχουμε υπόψη μας ότι αν θέλουμε να έχουμε την ηλεκτρική ενέργεια στον πολιτισμό μας, αυτή θα πρέπει να παράγεται κάπως και κάπου.
Η καύση γαιανθράκων δεν μπορεί να συνεχιστεί επί μακρόν. Όχι τόσο γιατί κάποτε θα τελειώσουν (οι γαιάνθρακες, όπως ο λιγνίτης, που υπάρχουνε σε πολύ μεγάλες ποσότητες στο υπέδαφος, σχηματιστήκανε πριν από εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια υπό συνθήκες που δεν υπάρχουνε πια, όπως ότι τότε δεν υπήρχανε τερμίτες και οι κορμοί των δέντρων που πέφτανε στο έδαφος σταδιακά θαβόντουσαν και απανθρακώνονταν) αλλά γιατί η συσσώρευση τού CO2 στην ατμόσφαιρα και τους ωκεανούς έχει όριο, το οποίο και δεν το γνωρίζουμε αλλά και αν ξεπεραστεί θα οδηγηθούμε σε μια κατάσταση στην οποία οι περισσότερες μορφές τής υφιστάμενης ζωής θα χαθούν, και ίσως και το είδος μας. Η καύση τού πετρελαίου, και των υδρογονανθράκων γενικότερα, των οποίων τα κοιτάσματα αναμένεται να εξαντληθούνε μες στον 21ο αιώνα, επίσης παράγουνε CO2 αλλά και η πυρηνική ενέργεια επίσης δεν είναι μακροπρόθεσμες λύσεις, οπότε καταλήγουμε στις λεγόμενες ανανεώσιμες μορφές ενέργειας όπως η αιολική, η ηλιακή, από τα υδροηλεκτρικά φράγματα ή όποιες άλλες επινοηθούνε / εξελιχθούνε στα επόμενα χρόνια.

27 Ιουλίου 2021

[στην κορυφή τού Αραχναίου Όρους, 25.07.2021]

Στο παρόν παρουσιάζουμε εικόνες από την κορυφή, στα 1.199 μ., του Αραχναίου Όρους, στην Αργολίδα, με την εξαιρετική θέα προς τον Αργολικό κάμπο, το Ναύπλιο και τον Αργολικό κόλπο, το Σαρωνικό Κόλπο (ακόμη και το πρωινό της 25ης Ιούλη 2019, με την όχι πολύ καθαρή ατμόσφαιρα, διακρίνεται η Αίγινα) κ.λπ.
Σήμερα στην κορυφή βρίσκεται Ι.Ν. του Προφήτη Ηλία, που χτίστηκε μέχρι ένα περίπου μέτρο πάνω από το έδαφος, αλλά στα αρχαία χρόνια υπήρχανε βωμοί προς τιμή τού Δία και της Ήρας και παλαιότερα, στα μυκηναϊκά χρόνια, φρυκτωρία, η οποία, σύμφωνα με την Τραγωδία "Αγαμέμνων" τού Αισχύλου, ήταν η τελευταία από μια σειρά φρυκτωριών, μέσω των οποίων μεταφέρθηκε το μήνυμα τής πτώσης τής Τροίας στις Μυκήνες.

Αγαμέμνων - στ. 281 – 316:

Κλυταιμνήστρα:
Ἥφαιστος Ἴδης λαμπρὸν ἐκπέμπων σέλας.
φρυκτὸς δὲ φρυκτὸν δεῦρ᾽ ἀπ᾽ ἀγγάρου πυρὸς
ἔπεμπεν· Ἴδη μὲν πρὸς Ἑρμαῖον λέπας
Λήμνου· μέγαν δὲ πανὸν ἐκ νήσου τρίτον
Ἀθῷον αἶπος Ζηνὸς ἐξεδέξατο,
ὑπερτελής τε, πόντον ὥστε νωτίσαι
ἰχθῦς πορευτοῦ λαμπάδος πρὸς ἡδονήν,
πεύκη τὸ χρυσοφεγγές, ὥς τις ἥλιος,
σέλας παραγγείλασα Μακίστου σκοπαῖς·
ὁ δ᾽ οὔτι μέλλων οὐδ᾽ ἀφρασμόνως ὕπνῳ
νικώμενος παρῆκεν ἀγγέλου μέρος·
ἑκὰς δὲ φρυκτοῦ φῶς ἐπ᾽ Εὐρίπου ῥοὰς
Μεσσαπίου φύλαξι σημαίνει μολόν.
οἱ δ᾽ ἀντέλαμψαν καὶ παρήγγειλαν πρόσω
γραίας ἐρείκης θωμὸν ἅψαντες πυρί.
σθένουσα λαμπὰς δ᾽ οὐδέπω μαυρουμένη,
ὑπερθοροῦσα πεδίον Ἀσωποῦ, δίκην
φαιδρᾶς σελήνης, πρὸς Κιθαιρῶνος λέπας,
ἤγειρεν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός.
φάος δὲ τηλέπομπον οὐκ ἠναίνετο
φρουρά, πλέον καίουσα τῶν εἰρημένων,
λίμνην δ᾽ ὑπὲρ Γοργῶπιν ἔσκηψεν φάος,
ὄρος τ᾽ ἐπ᾽ Αἰγίπλαγκτον ἐξικνούμενον
ὤτρυνε θεσμὸν μὴ χατίζεσθαι πυρός.
πέμπουσι δ᾽ ἀνδαίοντες ἀφθόνῳ μένει
φλογὸς μέγαν πώγωνα, καὶ Σαρωνικοῦ
πορθμοῦ κάτοπτον πρῶν᾽ ὑπερβάλλειν πρόσω
φλέγουσαν· εἶτ᾽ ἔσκηψεν, εὖτ᾽ ἀφίκετο
Ἀραχναῖον αἶπος, ἀστυγείτονας σκοπάς·
κἄπειτ᾽ Ἀτρειδῶν ἐς τόδε σκήπτει στέγος
φάος τόδ᾽ οὐκ ἄπαππον Ἰδαίου πυρός.
τοιοίδε τοί μοι λαμπαδηφόρων νομοί,
ἄλλος παρ᾽ ἄλλου διαδοχαῖς πληρούμενοι·
νικᾷ δ᾽ ὁ πρῶτος καὶ τελευταῖος δραμών.
τέκμαρ τοιοῦτον σύμβολόν τε σοὶ λέγω
ἀνδρὸς παραγγείλαντος ἐκ Τροίας ἐμοί.

*...
κι ορμά σαν κεραυνός κι ως εδώ φτάνει η λάμψη
στις βίγλες τις γειτονικές μας του Αραχναίου,
ως που σ᾽ αυτές χτυπά των Ατρειδών τις στέγες
το φως, που πρόπαππο έχει τη φωτιά της Ίδας.
...
(η μετ. από το ΛΚΝ)

















26 Ιουλίου 2021

[στα δυτικά Γεράνεια Όρη – Στέρνα – Σαπούνθι, 23.07.2021]

Τα Γεράνεια Όρη ανήκουν στους πολύ όμορφους ορεινούς όγκους του ελλαδικού χώρου, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος έχει πληγεί από φωτιές ή εμπρησμούς, που ξεκίνησαν από ανθρώπινες δραστηριότητες, με πλέον πρόσφατες/ους αυτές/ούς του Ιούλη 2018 και Μάη 2021.
Υπάρχουν όμως μέρη, στα Γεράνεια Όρη, τα οποία παραμένουν (σχεδόν) απείραχτα όπως οι δυτικές τους παρυφές, όπως συναντούνε τη θάλασσα, στον Κορινθιακό Κόλπο. Εκεί υπάρχουνε πανέμορφα σημεία και διαδρομές, όπως αυτή που ακολουθήσαμε το πρωινό τής 23 Ιούλη 2021, περιμετρικά τής περιοχής Στέρνα. Η διαδρομή, περί τα 6,3 χλμ. μήκος, σημειώνεται στο χάρτη από τη wikimapia που προηγείται των εικόνων.


















Ξεκινήσαμε πεζή από τον Ι.Ν. Ανάληψη και το πηγάδι, στη θέση 38°02’32’’N 22°53’41’’E, το οποίο έχει σμιλευτεί στο βράχο. Αξίζει να σημειώσουμε ότι όλη η περιοχή των δυτικών Γερανείων έχει πολλά παλιά αλλά και αρχαία πηγάδια ή κρήνες, κάποια από τα οποία ανά καιρούς έχουμε παρουσιάσει στο παρόν blog.
























Κατεβαίνοντας το δασικό χωματόδρομο, σε μια πευκόφυτη περιοχή όπου συλλέγεται ρετσίνι ... 





















..., στη θέση 38°02’40’’N 22°52’58’’E, συναντήσαμε ένα πηγάδι περιτειχισμένο.



















Στο τέλος τού δασικού χωματόδρομου, στην κρημνώδη, διαβρωμένη και ανυψωμένη από γεωλογικά φαινόμενα ακτογραμμή (ας μην ξεχνάμε ότι βρίσκεται δίπλα σε μεγάλα σεισμικά ρήγματα), συναντήσαμε το μονοπάτι, με την εξαιρετική θέα, που κινείται παράλληλα στην ακτογραμμή και έρχεται από το Ακρωτήρι Ηραίο ή Μελαγκάβι. Το ακολουθήσαμε βορειοανατολικά, κατά μήκος τής ακτογραμμής τού όρμου Σαπούνθι, μέχρι το ακρωτήρι Στέρνα. Στην πορεία συναντήσαμε σπηλίτσες και βραχοσκεπή...





















... καθώς και την πανέμορφη φυσική γέφυρα στη θέση  38°02’54’’N 22°53’04’’E.



















Το μονοπάτι τελειώνει στο ακρωτήρι Στέρνα.





















Επιστρέψαμε από το δασικό χωματόδρομο, ο οποίος περνά μέσ’ από τον οικισμό Στέρνα, ξεκινώντας από μια πολύ γραφική ακτή ανατολικά τού ακρωτηρίου Στέρνα. 
Στην υπόψη ακτή ...



















... αξίζει να σημειώσουμε τη σπηλιά που υπάρχει εκεί ...






















... και παραδίπλα μια εσοχή που προσομοιάζει με αναθηματική κόγχη.