30 Νοεμβρίου 2011

Από τις «Ιστορίες του κ. Koyner» [Bertolt Brecht - μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης] III

Ο απαραίτητος υπάλληλος.

Ο κ. Koyner άκουσε να παινεύουν έναν υπάλληλο που δούλευε χρόνια σε μιάν υπηρεσία λέγοντας ότι είναι απαραίτητος στη θέση του, τόσο καλός υπάλληλος είναι. Και γιατί είναι απαραίτητος; ρώτησε θυμωμένος ο κ. Koyner. Γιατί η υπηρεσία δε θα μπορούσε να σταθεί δίχως αυτόν, αποκρίθηκαν αυτοί που τον παίνευαν. Τότε τι σόι καλός υπάλληλος είναι, όταν η υπηρεσία δε στέκεται δίχως αυτόν; είπε ο κ. Koyner. Είχε όλο τον καιρό να οργανώσει την υπηρεσία του έτσι, που να πάψει να είναι απαραίτητος. Στ’ αλήθεια με τι ασχολείται; θα σας πω εγώ: κάνει εκβιασμό.

29 Νοεμβρίου 2011

Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στο σύγχρονο βίο [Ευάγγελος Λεμπέσης]


Μέσα σε λιγότερες από δεκαπέντε σελίδες ο Ε.Λ. σκιαγραφεί τολμηρά και αιχμηρά μια ομάδα ανθρώπων που όλοι συναντάμε γύρω μας, όχι με στόχο να την λοιδορήσει ή να την περιφρονήσει αλλά αντίθετα, να της αναγνωρίσει ένα σημαντικότατο ρόλο.
Στο κλασικό αυτό έργο του ο Ε.Λ. ομαδοποιεί τους βλάκες σε μια ενιαία και επικίνδυνη κοινωνική κατηγορία την οποία αποπειράται να καταστήσει αντικείμενο της κοινωνιολογίας. Η μελέτη είναι γραμμένη με χιουμοριστικό ύφος, ωστόσο αυτό το χιούμορ «τσακίζει κόκαλα!» Τελικά, διαβάζοντας τις σελίδες αυτές είναι αδύνατον να μην εντοπίσει κανείς τη συμπεριφορά κάποιου «γνωστού» του και κάποιος πιο άτυχος ίσως… ενίοτε και του εαυτού του.

DE IMBECILLITATE
Τον τίτλο αυτό φέρει η επιστολή με την οποία απευθύνεται ο Ε.Λ. στην «Εφημερίδα των Ελλήνων Νομικών», το 1941, απαντώντας σε διάφορα σχόλια επί της μελέτης του. Εξίσου σημαντική και «κοφτερή» με την ίδια τη μελέτη, η επιστολή αυτή βάζει τα πράγματα στη θέση τους, παρέχοντας πλήθος επιστημονικών απαντήσεων, αιτιολογήσεων και τεκμηριώσεων στους επικριτές του.

κατεβάστε το εδώ

28 Νοεμβρίου 2011

Τοξικά Ερείπια ΙΙ [Βαλάντης Βορδός]



Τοξικά Ερείπια ΙΙ


Μια θάλασσα στυμμένη τα μάτια σου
τραβώντας τα ενδύματα της νύχτας
αποκαλύπτεις το άλλο σου πρόσωπο

όχι της καθημερινής ανοχής
που σαν σκόνη έλιωσε τα χέρια σου
το πρόσωπο των βρεγμένων ήλιων
με τα ξερά φύλλα
και τις τραμπάλες του κυρίου τρόμου

τα πρόσωπα των ποιημάτων σου
να τρέχουν πάνω σε κίτρινα ποδήλατα
σφυρίζοντας δήθεν αδιάφορα
επαίτες της νύχτας
κλέβοντας το οξύ απ' τις μήτρες του πόνου

μ' έναν ξεκοιλιασμένο ουρανό
να χύνει αίματα στις πηγές
που και συ ζήτησες να πιείς
μ' ένα χαλασμένο μάτι να κοιτά
μέσα στου εαυτού τα χάσματα

η νευροπαραλητική ευτυχία
που σε αποκοίμισε σου σπάσε την πλάτη
στο κάλεσμα των συντρόφων
μικρέ μου Ελπήνορα

το θαύμα πρέπει να περάσει
από μέσα σου
λεπτή γραμμή γαλάζια βελόνα
στις κόκκινες φλέβες σου
να διυλιστεί στα νερά της Στυγός
αν δεν έχεις τελειώσει
στο θάνατο των ωρών και των πραγμάτων
αν επιμένεις να ανασαίνεις.
Κάθε που αφήνεις το ποίημα μετέωρο
ούτε εσύ γεμίζεις..


26 Νοεμβρίου 2011

Σκέψεις με αφορμή την ποιητικότητα


Υπάρχει μια βασική διαφορά μεταξύ αφενός μεν της οφθαλμαπάτης στην έρημο, όπου η έντονη διάθλαση του φωτός ευθύνεται/ προκαλεί την ψευδαίσθηση ύπαρξης λιμνών αφετέρου δε ενός φαινομένου που μας ενδιαφέρει για τις ανάγκες του παρόντος και συγκεκριμένα του μεγάλου μεγέθους της σελήνης που φαίνεται να έχει όταν αυτή ανατέλλει σχετικά με το μέγεθος που φαίνεται να έχει λίγες ώρες αργότερα εβρισκόμενη ψηλότερα από τον ορίζοντα. Ένα φαινόμενο που ιδίως όταν το φεγγάρι είναι σχεδόν ολόγιομο ή έχουμε πανσέληνο είναι πολύ έντονο. Στη δεύτερη περίπτωση δεν υπάρχει οφθαλμαπάτη αφού οι μετρήσεις, με κατάλληλα όργανα, δε δείχνουν να υπάρχει διαφορά στο μέγεθος. Μια από τις ερμηνείες που δόθηκαν είναι ότι, όταν η σελήνη βρίσκεται ψηλότερα από τον ορίζοντα, τότε, ο ανθρώπινος εγκέφαλος δε μπορεί να τη «συγκρίνει» με κάτι φαινομενικά δίπλα της, σε αντίθεση με την ανατολή της, και τη βλέπει, ή μάλλον την εντυπώνεται, ως αν μικρότερη.

Στην ταινία του Βιμ Βέντερς, «Με τα φτερά του έρωτα», οι άγγελοι βλέπουν στον υλικό κόσμο ασπρόμαυρα και μόνο με την πτώση τους σε ανθρώπους έγχρωμα. Είμαστε τόσο πολύ εξοικειωμένοι με τα χρώματα ώστε μας είναι δύσκολο να θεωρήσουμε την πραγματικότητα που υπονοείται πίσω από την ταινία αυτή και συγκεκριμένα ότι τα χρώματα δεν υπάρχουν ή μάλλον, για να το εκφράσουμε καλύτερα, ότι η ιδέα των χρωμάτων δημιουργείται στον εγκέφαλο των ανθρώπων, και μερικών ακόμα ζώων, όταν αυτός λαμβάνει το μήνυμα για το φάσμα των φωτεινών ακτινών που προσέπεσαν στο άκρο του οπτικού νεύρου, στο βυθό του ματιού.

Τα δυο προαναφερθέντα παραδείγματα, που ούτε είναι τα μόνα ούτε και αφορούν μόνον την όραση, μας δείχνουν ότι μια από τις λειτουργίες του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι να αλλοιώνει/ να μεταπλάθει τις πληροφορίες που του μεταφέρουν οι αισθήσεις από τον κόσμο γύρω του και αυτό συμβαίνει πριν από τη συνειδητοποίηση τους και την εντύπωση τους. Η λειτουργία αυτή δε θα πρέπει να συγχέεται με το φαντασιακό αφού αυτό αναφέρεται στη δημιουργία ως μετάπλαση, εξέλιξη ή (και) σύνθεση ήδη συνειδητοποιημένων εικόνων του κόσμου.

Εκτός από τις αισθήσεις, προϊόν εκατοντάδων εκατομμυρίων χρόνων εξέλιξης που κατ’ αρχήν υπηρετούν τις δυο θεμελιώδεις ανάγκες της ζωής - της επιβίωσης και της αναπαραγωγής, στον άνθρωπο, τις λίγες δεκάδες χιλιάδες χρόνια που υπάρχει, εμφανίστηκε κι έκτοτε εξελίσσεται διαρκώς η ομιλία. Μια διαδικασία δηλαδή επικοινωνίας, αναγκαία για την ικανοποίηση της κοινωνικότητας του, στην οποία εκφέρονται ήχοι που μεταφέρουν μήνυμα. Η μεταφορά βέβαια μηνυμάτων μέσω εκφοράς ήχων είναι γενικευμένη διαδικασία στο ζωικό βασίλειο αλλά, στον άνθρωπο, έχει εξελιχθεί πολύ περισσότερο ώστε, αυτός, να μπορεί να εκφράσει πολύ περισσότερα πράγματα, συγκριτικά με τα υπόλοιπα ζώα, και στον οποίο μπορούμε σίγουρα να μιλάμε για ομιλία.
Οι εν λόγω ήχοι δεν είναι παρά συνδυασμός πρότυπων ήχων (κυρίως των λέξεων) που ανακαλούνται από τη μνήμη. Η μνήμη είναι ο χώρος στον εγκέφαλο (του ανθρώπου) όπου αποθηκεύτηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια των δυο πρώτων δεκαετιών της ζωής του με τη δυνατότητα και ικανότητα ανάκλησης τους να εξαρτάται και από το ιστορικό χρήσης των ήχων αυτών.

Έχουμε λοιπόν ένα όν, τον άνθρωπο, στο κέντρο επικοινωνίας του με τον υπόλοιπο κόσμο και κέντρο ελέγχου των λειτουργιών του να υπάρχει μια λειτουργία αποθήκευσης/ συνειδητοποίησης  (των) εικόνων του κόσμου που τον περιβάλλει κατά την οποία προηγείται της διαδικασίας απομνημόνευσης τους μια μετάπλαση τους. Μια μετάπλαση που ούτε δεδομένη για όλα τα εισερχόμενα  είναι ούτε με τον ίδιο τρόπο. Ταυτόχρονα δε σε αυτό το όργανο βρίσκονται δυναμικά και όχι στατικά αποθηκευμένοι οι ήχοι/ λέξεις ως τα βασικά συστατικά της διεκπεραίωσης της επικοινωνίας του.

Η τελική μορφή ενός ποιήματος εξαρτάται από την έμφυτη φαντασιακή ικανότητα, την ποιητική φλέβα, του δημιουργού, τα γεγονότα, προϊόντα της εμπειρίας του από τον κόσμο του αισθητού, τα οποία θέλει να προσθέσει είτε ρητά είτε συμβολικά επεξεργασμένα, αλλά και την τριβή του με την ποίηση πάντα εντός της περιρρέουσας ποιητικής ατμόσφαιρας (των υφιστάμενων τάσεων έκφρασης) χωρίς να αγνοείται ότι ένας κορυφαίος ποιητής μπορεί να τη μεταβάλλει αλλάζοντας εφεξής τα δεδομένα. Πίσω, όμως, από ένα ποίημα, και ανεξάρτητα από την τελική μορφή που του δόθηκε, υπάρχει ένα κέντρο βάρους που δεν είναι παρά η αρχική στιγμιαία σύλληψη πάνω στην οποία το ποίημα αναπτύχθηκε μετά. Αυτή η αρχική σύλληψη έχει να κάνει με την πρωτότυπη εκείνη πληροφορία που πριν ακόμα συνειδητοποιηθεί από τον ποιητή, προτού δηλαδή γίνει εικόνα του κόσμου μέσα του, τον αναστάτωσε και του προκάλεσε την ανάγκη να ανακαλέσει, από το χώρο της μνήμης, λέξεις για να την πει. Εξ’ αιτίας δε του ταχύτατου και βίαιου χαρακτήρα της ανάκλησης αυτής συνήθως δεν ακολουθείται επακριβώς η κατεστημένη ετυμολογία, που ενίοτε επανακαθορίζεται, που ενδέχεται είτε να γίνεται αίτιο γέννησης λέξεων είτε συμβολισμών.

Στα προηγούμενα δεν εμπεριέχεται κάποιου είδους απόδειξη, ούτε ενδιαφέρθηκε κάτι τέτοιο, αλλά το να ισχυριστούμε ότι οι προαναφερθείσες εγκεφαλικές λειτουργίες σχετίζονται με κάποιον τρόπο φαντάζει φυσιολογικό (που είναι διάφορο του λογικό) και μας υποδεικνύει να δούμε την ποίηση ως μια ανθρώπινη δραστηριότητα η οποία δε θα έπρεπε να σχετίζεται με κάποιες περιορισμένες ομάδες ανθρώπων αν δεχθούμε ότι ο άνθρωπος, ο μη συντετριμμένος από την κυρίαρχη οικονομοκρατία, δεν αρκείται μοναχά στην ικανοποίηση των δυο βασικών αναγκών της ζωής με πρωτογενή ενστικτώδη τρόπο αδιαφορώντας για κάθε μορφή κοινωνικότητας ή έλλογης επικοινωνίας. Ούτε επίσης υπονοείται ότι κάθε ένας μας κρύβει ένα μεγάλο εν δυνάμει ποιητή, αλλά ότι η ποιητική τάση (έπρεπε να) αφορά όλους.

25 Νοεμβρίου 2011

Σύντομο σχόλιο στο έργο “Διάλογος” του Δ. Σολωμού [Απόστολος Θηβαίος]

πηγή: 24Γράμματα

«Όταν βρέθηκαν ξανά μαζί, κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει. Όλοι έγραφαν μακροσκελή σημειώματα, έπειτα τα χέρια τους σχημάτιζαν αιματώδη σημεία, όλοι επιδίδονταν με πάθος στην ανάγνωση, τα στόματά τους αποκτούσαν τη γεωμετρία της κραυγής. Δεν υπήρχαν ήχοι και οι φωνές είχαν πια τελειώσει, όπως οι άνθρωποι και οι εποχές. Οι παλαιότεροι διατηρούσαν ακόμα τη μνήμη κάποιων φωνηέντων, μερικών μελωδιών, οι ήχοι συνιστούσαν πια, δίχως αμφιβολία ένα στοιχείο ενδιαφέροντος αρχαιολογικού, καθώς συμβαίνει με τις σπαρμένες σαρκοφάγους στις συνοικίες της Ελευσίνας ή του νεότερου Ιλίου, με τα μυστήρια και τη μνήμη τείχων κατεστραμμένων, Τρώων κυνηγημένων.»Εξετάζοντας κανείς τον εθνικό ή εθνολογικό χαρακτήρα ενός λαού ή ενός τόπου, δεν μπορεί να μην σταθεί ιδιαίτερα και με περίσσια προσοχή απέναντι στο ζήτημα της γλώσσας. Ετούτη συνιστά, δίχως άλλο ένα από τα πιο καίρια στοιχεία για τη διαμόρφωση της «εθνικής προσωπικότητας» ενός λαού. Μαζί με την ιστορική μνήμη, τη διατήρηση των κομβικών αναφορών από την πορεία του έθνους, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες, πάνω στους οποίους στηρίζεται το παρόν ενός λαού και στήνονται οι σκαλωσιές του μέλλοντος. Η γλώσσα δεν κουβαλά μονάχα τις μνήμες και τα κατορθώματα ενός έθνους, μα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένα κατόρθωμα του ανθρώπινου γένους και για τούτο αξίζει μια υψηλή μεταχείριση, ανάλογη της σημασίας της. Η γλώσσα ανασαίνει, μεταλλάσσεται, ενσωματώνει όλες τις εποχές και όλους τους χρόνους μέσα της, κυριαρχεί και επικρατεί πάνω στα πράγματα, στέκει πάντα ψηλότερα. Δεν συνιστά ένα επικοινωνιακό μέσο, το πλέον απόλυτο, το μόνο. Η γλώσσα είναι οι άνθρωποι, η ιστορία, οι θύμησες. Η γλώσσα γερνά, φθείρεται, ανανεώνεται, υποβαθμίζεται, λειτουργεί αυτόνομα και τρέφεται από τον ίδιο της τον εαυτό. Ο οργανισμός της γλώσσας αποτελεί έναν αιώνιο οργανισμό, ικανό να αναγεννιέται από τις στάχτες του και να παραδίδεται στη φωτιά. Είναι ένα μέσον και ως τέτοιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο. Όσες προσπάθειες και αν κάνει να την τιθασεύσει, να ελέγχει την πορεία της, δεν κατορθώνει παρά να επισημαίνει τις λειτουργίες και τα χαρακτηριστικά της. Στέκει πάντα σιωπηλός ο άνθρωπος όταν η γλώσσα πεθαίνει και έκθαμβος, όταν ανασύρει από το παρελθόν την ουσιαστική δυναμική της, εκείνη που την καθιστά υψηλή και σπουδαία.
Μελετώντας κανείς το κείμενο του Σολωμού, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει αφενός τη διαχρονικότητά του και αφετέρου να θαυμάσει την πρωτοπορία του δημιουργού. Ετούτη δεν αφορά φυσικά την αναγέννηση της γλώσσας, τη στείρα ανανέωση των μέσων της. Πρόκειται για κάτι πιο σπουδαίο. Μες στην ταραχώδη κινητικότητα της γλώσσας, στον καθρέφτη της, ο Σολωμός διαβλέπει το στέρεο έδαφος για την αναστύλωση του έθνους. Η αιρετική, αυτή για την εποχή του σκέψη, θα στελεχωθεί πάνω στην παράδοση της γλώσσας, τη μήτρα της που δεν είναι άλλη από τη «φωνητική γλώσσα.» Ο δημιουργός, πνεύμα διορατικό, εντοπίζει σε μια κρίσιμη στιγμή του γένους, εκείνη την κατεύθυνση που μπορεί να δώσει η γλώσσα και ταυτόχρονα το τοπίο, το οποίο θα μπορεί να αποκαλυφθεί στο τέλος αυτής της διαδρομής. Με αναφορές στον Όμηρο, ο οποίος κατά πολλούς έδωσε τα έπη του με τρόπο προφορικό, ακολουθώντας την παράδοση της εποχής, αλλά και πραγματοποιώντας αναφορές στην προφορικότητα του σωκρατικού, φιλοσοφικού λόγου, ο Σολωμός τάσσεται υπέρ εκείνου του στοιχείου, που παρεξηγημένα θα ονομαστεί «λαϊκό», αλλά το οποίο δεν συνιστά παρά την πηγή που θρέφει όλα τα «γεννήματα.» Η στροφή στη λαϊκή παράδοση, η εμπιστοσύνη απέναντι στην αισθητική και το αισθητήριο του απλού ανθρώπου, αποτελούν τη βάση για την ανάσυρση της λησμονημένης, εθνικής ταυτότητας. Ιδωμένο ίσως από μια σκοπιά εξειδικευμένη, η συγκεκριμένη παραδοχή δεν παύει να συνιστά μια αλήθεια αναντίρρητη. Απέχοντας περισσότερο από έναν αιώνα από τη γέννηση ενός φαινομένου, του οποίου ακόμα δεν έχουμε εκτιμήσει τη δυναμική του, ο Σολωμός αντιτάσσεται άθελά του απέναντι στα ελιτίστικα βουλεύματα της παγκοσμιοποίησης. Ανιχνεύοντας τα πολιτιστικά της ερείσματα, αποστρέφεται τη στείρα γνώση, εκείνη που εκφέρεται με τους νέους, γλωσσικούς όρους και διαβλέπει στο δυτικό τρόπο σκέψης, εκείνα τα στοιχεία τα οποία μπορούν να απομακρύνουν το λαό από τη μήτρα της καταγωγής του, μπορούν να κλονίσουν και να αλλοιώσουν τα στεγανά της ελληνικότητας. Δεν πρόκειται φυσικά για μια τάση ηθελημένης περιφρόνησης ή καλλιεργημένης τυφλότητας. Η ελληνικότητα, με την παγκοσμιότητα της γλώσσας της, φέρει ένα στοιχείο συγκλονιστικό. Εκείνο της οικουμενικότητας και ως εκ τούτου αποτελεί το αντίπαλο δέος για τη σκοταδιστική Δύση του φημισμένου, Δομινικανού μοναχού. Και δεν πρέπει να λησμονηθεί πως δρα ενωτικά και συνιστά ένα καύχημα για τον απλό άνθρωπο, για τον απαίδευτο, ο οποίος όμως κουβαλά μέσα του τα αποσπάσματα της Οδύσσειας και το δημιουργικό πνεύμα της ομηρικής εκφοράς. Ο Σολωμός επισημαίνει τη σημασία της γλώσσας για μια ακόμα κρίσιμη στιγμή στην πορεία του ελληνισμού. Ετούτο πράττει και προσδίδει στο «Διάλογό» του ένα χαρακτήρα αιώνιο, ατομικό και ελληνικό μαζί. Η προαναφερθείσα ευρύτητα παρουσιάζει λοιπόν μια αξιοθαύμαστη ελαστικότητα. Μιλά για το κοινό ύφος, εκείνο που χαρακτηρίζει τα αβαθή της ελληνικής ψυχής. Και έτσι η γλώσσα γίνεται σύμβολο, εμβατήριο, κίνητρο και λύτρωση. Γλώσσα και παράδοση, αποτελούν ένα ενιαίο, ειδικό βάρος για τον διαρκώς «ελεύθερο πολιορκημένο.»
Το κείμενο του «Διαλόγου» αναφέρεται στο γλωσσικό ζήτημα, μα στην πραγματικότητα είναι μια εκ βαθέων δήλωση του ίδιου του Σολωμού, μια επιβεβαίωση εκείνης της προσωπικότητας που συνταράχθηκε από την πτώση της πόλεως του Μεσολογγίου και στάθηκε με δέος εμπρός στη δυστυχία των αδελφών του. Ήδη από την αρχή του έργου, ο Σολωμός αποδεικνύει πως στέκει πέρα από τη στείρα πραγματικότητα της εποχής του, εκείνη που ήδη προετοίμαζε ένα μέλλον δυτικοτραφές για το εύκολο και αμόρφωτο «ραγιά.» Ο δημιουργός κατατάσσει το δυνάστη στην ίδια θέση με τον «σοφό», εκείνον που προσδοκά την πτώση, όχι για να κοινωνήσει την αφορμή για αναγέννηση μα για να επιβάλλει ένα άλλο, ιδιόμορφο σκοτάδι, ξεκάθαρα πνευματικό και για τούτο τραγικά απροσπέλαστο. Ο Σολωμός, με το φωτεινό του πνεύμα, στέκει εμπρός από την εποχή του και φαντάζει αιρετικός, όταν απαιτεί να ορίσει ο λαός την κατεύθυνση της σκέψης, να καταστήσει ο ίδιος, ως απόλυτος δικαιούχος τον οδικό χάρτη των επιλογών του. Δεν μπορεί να δεχτεί ο Σολωμός πως η γλώσσα ως επινόηση ολοκληρώνεται με τη χάραξη των σημείων, με το σχηματισμό των λέξεων. Για τον Ζακυνθινό, το γλωσσικό ζήτημα αποτελεί ένα δευτερεύον κίνητρο και τούτο γιατί φαίνεται ξεκάθαρο πως ένα τέτοιο πνεύμα δεν θα μπορούσε να αρκεστεί στο προφανές. Δεν αποδέχεται την απαξίωση της οξυδέρκειας, της πολύχρονης αισθητικής του Έλληνα. Η φωνητική γλώσσα, η οποία καλλιεργήθηκε στο παρελθόν, δεν συνεπάγεται τη μεταστροφή προς το παρελθόν, αλλά την αναζήτηση σε αυτό όλων εκείνων των δυνάμεων που σχηματοποιούν το «ελληνικό.» Ο εχθρός της ελληνικής ψυχής υπάρχει, για το Σολωμό ανάμεσα σε εκείνους που εποφθαλμιούν τη θέση των ταγών. Η προτροπή, η παρότρυνση, είναι μερικές από τις εκφράσεις μια στρεβλής συμπαράστασης απέναντι σε όσους μάχονται για την ελευθερία του πνεύματος. Η παράδοση αρκεί για να ζεστάνει την παγωμένη καρδιά. Η γλώσσα, όπως μιλιέται και εκφέρεται στις πόλεις και τα χωριά αρκεί για να τραγουδήσει τους νεκρούς, τους ήρωες, τα ανδραγαθήματα μιας «χούφτας» ανθρώπων.
Χρίζει ιδιαίτερης αναφοράς λοιπόν τούτο το κείμενο του Διονυσίου Σολωμού. Η συνεισφορά του κρίνεται προφανής. Με ένα ταξίδι στην πορεία του ελληνικού στοιχείου και μια άμεση, λογοτεχνική τεχνική, ο μεγάλος δημιουργός μπορεί και τελικά κατορθώνει να καταστήσει ένα ζήτημα τεχνικό σε μέγιστο, εθνικό προβληματισμό, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα όχι μόνο να επιχειρηματολογήσει μα και να εμψυχώσει την αδύναμη, τη φοβισμένη και τραγική ψυχή. Για τούτο και μόνο, πέρα από τη γλώσσα και την αισθητική της, ο «Διάλογος» αποτελεί ένα κείμενο- πυξίδα.

23 Νοεμβρίου 2011

Ποίημα για τους φίλους [Θανάσης Αθανάσιος]




Ποίημα για τους φίλους



Δεν προλαβαίνω
να τυπώνω
ποιήματα
Σκέφτομαι να
αρχίσω να τα
γράφω απευθείας
πάνω στους κορμούς
των
δέντρων
και να τα διαβάζετε
από κει

 
 
από την ποιητική συλλογή: Η Ελονοσία του Μύδρου
 

21 Νοεμβρίου 2011

Περί ποιητών ο λόγος! [Ντόρα Βλάσση]

[ πηγή κειμένου: 24γράμματα και ορχήστρα δωματίου ]



Περί ποιητών ο λόγος!

Δεν είναι τελικά τόσο ανώφελο να εγκύπτουμε σε διάφορα θέματα που εν πρώτης βρίσκουμε πως είναι πολύ αφηρημένα ώστε να οριστούν ή πως είναι εξαιρετικά πολυσχιδή ώστε να περιοριστούν σε μία μόνο ερμηνεία. Δεν είναι και τόσο ανώφελο καθώς μπαίνοντας στην διαδικασία να τα ξεψαχνίσεις, ανακαλύπτεις χίλιες ακόμα πλευρές τους ή εν τέλει εντοπίζεις μια σειρά ακόμα λόγους για να δεθείς μαζί τους πιο άρρηκτα. Το αισθάνομαι τώρα , που πέρασα τόση ώρα κοιτάζοντας εκείνη την λέξη σε σημείο να με ενοχλεί η οξύτητα της. Γιατί θέλησα να σταθώ πρώτα στην ίδια την ποίηση πριν ασχοληθώ με τον ποιητή.
Νομίζω πως λεπτολόγησα υπερβολικά μέσα μου , γιατί ένιωσα να αλλάζω πολλά πρόσωπα και πολλές ιδιότητες καθώς μάλωνα με την λέξη, με την ιδιότητα , με τον άνθρωπο. Τόσο που το όλο εγχείρημα άρχισε να μοιάζει με λεπτότατη επέμβαση κι ύστερα με κανονική σφαγή. Κατάλαβα τελικά, πως δεν είναι και τόσο αφηρημένος ο όρος και πως ο λόγος που αδυνατούσα να βρω μια κάπως εύστοχη αλλά και περιεκτική ερμηνεία , ήταν ότι εξαρχής ήμουν αποφασισμένη να αντιμετωπίσω το ερώτημα όσο το λιγότερο δυνατό ποιητικά μπορούσα , θέλοντας να αποφύγω μια προσέγγιση υπερρεαλιστική ή λυρική. Αποφάσισα ασυνείδητα, πως αυτή την φορά ήθελα μια απάντηση τραχιά , ακιδωτή , στρυφνή σχεδόν. Ήθελα να δω τον ποιητή με τα μάτια κάποιου ξένου με την ίδια την ποίηση , με τα μάτια κάποιου μάλιστα που κουβαλάει μια προκατάληψη και μία τάση προς απαξίωση. Κάτι λειτούργησε αντίστροφα μέσα μου και είχε έναν δαιμονικό αντίλογο προς κάθε σκέψη ευμενώς διακείμενη προς την ποίηση και τους ποιητές. Έτσι πίστεψα, πως θα κατάφερνα να ξορκίσω τα συναισθήματα εκείνα, που θα οδηγούσαν στη δημιουργία μιας αγιογραφίας των ποιητών, χωρίς καμία τήρηση των αποστάσεων που εξασφαλίζουν μια αντικειμενική τοποθέτηση.
 Ήταν εξαιρετικά μάταιη όλη αυτή η διαδικασία που θέλησα να ακολουθήσω , γιατί ανεξαρτήτως των όρων που έθεσα αυθαίρετα στον εαυτό μου , θέλοντας να αποποιηθώ ίσως την προσωπική μου συγγένεια με την ποίηση ,-καθώς σκόπευα την λέξη με μια ματιά οξύληκτη τόσο που τελικά θα προσέγγιζα το πτώμα του ποιητή , όπως θα το είχε καταντήσει η αρχική μου αναίτια τελικά διάθεση να τον σταυρώσω- ,διείδα ανάμεσα στους φθόγγους , τον ίδιο τον Ποιητή με την ιδιότροπη αλλά σίγουρα ενστικτώδη και όχι απολύτως ενσυνείδητη μανία του να κατακτήσει την αριστοτεχνία ενός μέγιστου χειρόνακτος-δημιουργού. Μια ελλοχεύουσα, αυθόρμητη εν τούτοις, αγωνία να ανακατευτεί με όλα τα στοιχεία κι απ' αυτά , απ' το υλικό τους να βγάλει μια νέα φωτιά ,δηλαδή ένα νέο στοιχείο ,που θα κάνει τον κόσμο αλλιώτικο απ' ότι είναι και θα αποτελέσει την πεμπτουσία του έργου του. Ένα νέο Προμηθέα, δηλαδή ένα νέο σωτήρα ,που θα τα βάλει ακόμα και με τα αήττητα. Ένα νέο αετό, δηλαδή έναν νέο εχθρό  και μια σειρά από αμέτρητα συκώτια για να έχει να αντικαθιστά πάντα το εκάστοτε εκλιπόν ο μέγας κλέφτης. Η ιδιαιτερότητα του ποιητή ,καθώς και η ενυπάρχουσα μαγεία ή η μαγευτική του ικανότητα έγκειται στο να είναι πότε ο Προμηθέας , πότε το αετός, πότε το συκώτι , πότε οι θυμωμένοι Θεοί ή χώρια απ' αυτούς ,δεσποτική και άσιστη η ίδια τους η μήνις , πότε η φωτιά και πότε όλα αυτά μαζί. Ένας ταχυδακτυλουργός δηλαδή που διακινδυνεύει κάθε στιγμή να χαθεί μέσα σε ένα ράμφος- με το αρπακτικό ένστικτο ενός αετού σε παροξυσμό- , ή να καρφιτσωθεί σε ένα βράχο ή σ' έναν σταυρό παριστάνοντας πως έχει εκείνη την απαραίτητη γενναιότητα ώστε να σηκώσει στους ώμους του τις αμαρτίες της ανθρωπότητας ολόκληρης κιόλας , όντας ο ίδιος ανθρωπινότερος του ανθρώπου και ηρωικότερος του ήρωα. Ύστερα μπορεί ακόμα να κατακεραυνώνει και να στήνει μέσα στην ποίηση του δικαστήρια, στα όποια απονέμει τα δέοντα σε στοιχεία και στοιχειά δυνατότερα του ιδίου κι ύστερα μπορεί να χάνεται ως ελάχιστος μπροστά σ’ όλα και να μην είναι τίποτα πιο πολύ από έναν περιφερόμενο παρατηρητή ή μια περιφερόμενη σφαίρα φωτιάς καθόλα πνευματική, που παρ’ όλ’ αυτά μπορεί με μια αδέσποτη σπίθα της ν’ ανάψει ολόκληρη πυρκαγιά μέσα στην οποία θα σταθεί άκαφτος αυτός ή σκέτη στάχτη .
Ο ποιητής αρέσκεται να παίζει χιλιάδες ρόλους χαμένος μέσα σε έναν κόσμο που επιτρέπονται και που μπορούν να συμβούν όλα. Νιώθω, πως δεν είναι τελικά δυνατόν να ορίσει κάποιος  εύστοχα το τί είναι ο ποιητής , αν δεν γίνει για μια στιγμή κι ο ίδιος ποιητής. Και πρέπει να παραδεχτώ πως αύριο είναι βέβαιο πως θα έχω αλλάξει ριζικά άποψη κι αυτή η κουβέντα δεν θα τελειώσει ποτέ .Αλλά μ' αρέσει να τον ονειρεύομαι έτσι. Εκείνος που διασταυρώνεται με τον εαυτό του και πιο αρπακτικός από το εκάστοτε όρνιο , σημαδεύει κάθε του ζωτικό όργανο και το ξεπαστρεύει. Εκείνος που σαν ανειρήνευτος φώσφορος της Βολωνίας , τις ηλιόλουστες μέρες μαζεύει φώς κι όταν οι συγκυρίες -κοινωνικές , πολιτικές ή και ιδιωτικές- φέρνουν ένα σκοτάδι ολόπυχτο και ανυπέρβλητο , τότε εκείνος ακτινοβολεί  αγρίως το φυλαγμένο φώς και σχίζει με ένα πλήθος όλκιμων ή λεπιδωτών λέξεων τον ζόφο. Κι ύστερα έχει μια τόσο μακάβρια αλλά και τόσο διεστραμμένη γοητεία να είσαι ο δήμιος του εαυτού σου , να αποθεώνεσαι μέσα στην πλήρη αθώωση σου ή να καταντάς. Να γλεντάς  την ίδια σου την σήψη.
Τελειώνοντας συνειδητοποιώ πως όταν προσεγγίζει κάποιος θέματα περί ποίησης ή περί ποιητών, είναι βέβαιο πως θα το κάνει τελικά ποιητικά. Κι αν η μοίρα του ποιητή  είναι να είναι αιωνίως ασθενής ,που πάσχει απ' το μικρόβιο της τέχνης του , τότε θα πρέπει να είναι ένας ευτυχής ασθενής , ορθάνοιχτος και δεκτικός σ’ όλα τα μαγέματα. Έτσι αν πρέπει κάπως να οριστεί ο ποιητής , ας οριστεί αυτή τη στιγμή ως ένας ακόμα Προμηθέας,-κλέφτης μιας διαφορετικής φωτιάς κάθε φορά- και την αμέσως επόμενη ως ο πιο αγαπημένος εχθρός του ίδιου του εαυτού του ,- θρεφόμενος απ' τις ίδιες τις σάρκες του- και την άλλη στιγμή ας οριστεί ως κάτι άλλο κι ύστερα ως κάτι άλλο κι ας μην έχει τέλος αυτός ο κατάλογος.

20 Νοεμβρίου 2011

Πάλι εσύ, το πρώτο βουνό [Γιώργος Βέης]



Πάλι εσύ, το πρώτο βουνό.

στη Νατάσα Κεσμέτη


Μου είπαν να σε προσέξω, ναι, είσαι ο Υμηττός

η θέα του παράδοξου, του φαλακρού φευ, ένα
τίποτα στην απεραντοσύνη των τοπίων μου
συντροφικός χωρίς να στο ζητώ, το παιχνιδάκι

που η μητέρα μού εμπιστεύτηκε πολύ νωρίς
στα πρώτα βήματα στο χάος, «εκεί το μέλι μας
εκεί αίμα λαβωμένων τσακαλιών», βουναλάκι
των διαψεύσεων, των λαθών, των ματαιωμένων

σχεδίων για τη θάλασσα για όλους τους έρωτες
που ξεκίνησαν θεοί κι έγιναν βροχή κίτρινη
χωράφια λάσπη όνειρα φαγωμένα στις άκρες

ή μήπως στοίχημα, ανανέωση ορμής είσαι
χαζό όρος, με κάνεις τώρα, κοντά στα εξήντα,
να μαζεύω πάλι πετραδάκια της σοφής τρέλας.

19 Νοεμβρίου 2011

Μία θέση και μία απάντηση


Επειδή ούτε το ‘30 ούτε το ‘50 ούτε το ‘60 είναι πρότυπα
Επειδή  όμως ούτε και το ’80 είναι πρότυπο
Επειδή δεν παίζουμε monopoly με αντίπαλο το νεοφιλελευθερισμό
Επειδή βιώνουμε και δεν λύνουμε ασκήσεις επί χάρτου,
Επειδή ο νεοφιλελευθερισμός προτάσσει και μια νεοσυντηρητική ηθική,
Επειδή το μη-κοινωνικό κράτος είναι κράτος δούλων και όχι πολιτών,

η κα Ελευθερία Τσακιροπούλου, όταν δεν στήνει φετίχ, έχει δίκιο...  


Του Γιάννη Ξανθούλη

Να ξαναγίνουμε φτωχοί. Όπως ήμασταν πάντα. Όπως οι ήρωες των παλιών
αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες
πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθίσει ΟΛΗ η
ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό -όσπρια
πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο
σκύλος περίμεναν στωικά να 'ρθει η σειρά τους ... Να ξαναγίνουμε φτωχοί
όπως ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν
μέσω γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε
να γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια
μας και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ' τις εκκλησιές
περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου.
Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι
αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας
κλίμακες χωρίς αγωνία παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη
γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε
εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της
Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το
κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ και της Ναόμι Κάμπελ.
Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα
βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας. Να ξετρελαθούμε
από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που
κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές -όσοι έχουν αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα
δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του
χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού. Να
εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας
ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους.
Να προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το
βλακώδες λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή
χρησιμοποιεί την πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό
φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως
τον καιρό της εξαίρετης φτώχειας μας .
Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα
δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα
πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργασίες. Να
απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν
σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και
οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο
μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των
κήπων μας .
Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βέργες κι ό,τι τέλος πάντων
απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της περήφανης
ανέχειας ... Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα
«τραύματα» των παιδιών. Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές -χωρίς ενστάσεις
από τον Ρομπέν της ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ- θα αποκαταστήσουν την τρέλα
και το χάος που υπαινίσσονται οι στατιστικές.
Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ' τον Μεγαλέξανδρο, από τον
Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ' τον... Αλκιβιάδη, πράγμα που
σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν
με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων.
Κανένας δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν.
Θυμήσου και κόψ' τους τα χέρια ή και τα αχαμνά. Επιτέλους ας σταματήσουμε
την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια ...
ΠΟΤΕ κανένας Έλληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος
ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ' τον καιρό που
σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το «ντόπινγκ» με
το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ
Η ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρομίσει ο
τόπος απ' τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει
τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα
στη Συγγρού; Ποιος θα καθαρίσει τη Συγγρού απ' το αίσχος της καψουρικής
ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν
άλλες υποχρεώσεις ...
Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν
παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για
τριτοκοσμικούς. Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής
σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των
λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να
φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω
πως είναι ζόρι να κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να
αναβιώσουμε την όπερα της πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών
μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή νομίζω πως θα μας πείσει ...
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας.


Της Ελευθερίας Τσακιροπούλου

Να ξαναγίνετε φτωχοί χωρίς εμένα.  Η δική μου γιαγιά ήρθε από απέναντι
μόνο με το φουστάνι που φόραγε και κατάφερε δουλεύοντας σκληρά να
μεγαλώσει τα παιδιά της, να προκόψει (έτσι το λέγαμε τότε) να δει τα
εγγόνια της να σπουδάζουν χωρίς να χρειάζονται ακριβοπληρωμένα
φροντιστήρια και μια φορά το χρόνο γριά πια να επιφυλάσσει στον εαυτό της
τη μέγιστη πολυτέλεια ενός ζευγαριού παπουτσιών από τον Σκλιά.
Εμένα δεν μου άρεσε η λάσπη που κολλούσε στα παπούτσια  μου. Μου άρεσαν οι
πικροδάφνες στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η μυρωδιά στα Αναφιώτικα, οι
νεραντζιές στη Πανεπιστημίου, η θέα της Ακρόπολης από τη Πατησίων. Μου
άρεσε να διαβάζω στο Θέατρο του Διονύσου Σοφοκλή, Αισχύλο και Ευριπίδη, να
βλέπω παραστάσεις στο υπόγειο του Κουν και στο Ηρώδειο.  Μου άρεσε ο
Χατζηδάκης και ο Τσαρούχης.  Αυτά ήταν η πατρίδα μου και αυτά με έκαναν να
την ονειρεύομαι χωρίς λασπόδρομους, ζήτουλες και ψευδοξανθιές.
Τίμια ήμουν ανέκαθεν και το ίδιο έμαθα και στο παιδί μου.  Δουλεύω από την
ημέρα που τελείωσα το λύκειο. Δούλευα και σπούδαζα χωρίς φοιτητική άδεια
γιατί ο τότε διευθυντής μου έλεγε το αμίμητο «Δεσποινίς μου πρέπει να
διαλέξετε ή φοιτήτρια θα είστε ή εργαζόμενη».  Και διάλεξα και τα δύο. Και
τα κατάφερα και στα δύο. Και παράλληλα έμαθα και τρεις ξένες γλώσσες. Και
πλήρωνα και πληρώνω σκληρούς φόρους, χωρίς ποτέ  μα ποτέ να έχω κρύψει
ούτε δραχμή των εισοδημάτων μου.
Ναι λοιπόν δουλεύω 10 ώρες την ημέρα επί 24 συναπτά έτη και κάποια στιγμή
τα κατάφερα και έβγαλα λεφτά.  Πρέπει να ντρέπομαι;  Ούτε επιδοτήσεις για
ανύπαρκτες καλλιέργειες πήρα ποτέ, ούτε καμία απευθείας ανάθεση,  ούτε σε
επιτροπή ή Δ.Σ. ή οργανισμό του δημοσίου ήμουν μέλος, ούτε προαγωγή πήρα
μετά από τηλέφωνο πολιτικού προσώπου.  Ό,τι έκανα το έκανα μόνη μου.  Και
τα Μanolo που φοράω μόνη μου τα πήρα.  Και κάθε φορά που ανεβαίνω πάνω
τους θυμάμαι τη γιαγιά μου και τη χαρά της όταν έφερνε στο σπίτι το
περίφημο κουτί από το salon sklia και τη περηφάνια της όταν τα φόραγε  και
μας έλεγε τι πέρασε στη ζωή της και πως τα κατάφερε να «προκόψει».
Και δεν θέλω να ξαναβρώ παλιούς εχθρούς, θέλω μόνο νέους φίλους και
συμμάχους για να πραγματοποιήσουμε το όνειρο μιας δίκαιης, αξιοκρατικής
και προοδευτικής  κοινωνίας.  Δεν θέλω καμιά νοσοκόμα να «συρθεί» στο
σπίτι μου όταν αρρωστήσω.  Θέλω να υπάρχει ένα σύστημα υγείας που θα με
περιθάλψει.  Αυτό πληρώνω άλλωστε με το μισό του εισοδήματός μου.  Δεν
πληρώνω για να τρώνε τα λαμόγια των νοσοκομείων και οι φαρμακευτικές
εταιρείες.
Και δεν θέλω να ράβω μόνη μου τα ρούχα μου, γιατί δεν προλαβαίνω και γιατί
δεν καταλαβαίνω το λόγο που πρέπει να σπρώξω στην ανεργία μια μοδίστρα.
Και δεν θέλω στη βεράντα μου να φυτέψω ζαρζαβατικά (στο ρετιρέ του ο κος
Ξανθούλης ας το κάνει ), μου αρέσουν οι γαζίες μου και οι μυρτιές μου και
οι δάφνες μου.  Και μου αρέσει και ο μανάβης της γειτονιάς μου.  Και
μάλιστα πολύ.  Γιατί αντί να δώσει το ιδιόκτητο μαγαζί γωνία που έχει στο
κέντρο της Αθήνας για να γίνει Everest ή Γερμανός, έχει το πείσμα, το
κουράγιο και την τρέλα να επιμένει να πουλάει τη πραμάτεια του υπό τους
ήχους κλασσικής μουσικής.
Και φυσικά δεν θέλω να χρησιμοποιήσω βέργες για να σωφρονίσω τη κόρη μου.
Η κόρη μου με κάνει περήφανη και μου δίνει τη δυνατότητα να ονειρεύομαι
μια καλύτερη πατρίδα.
Μια πατρίδα που οι αγρότες της δεν τρώνε επιδοτήσεις και αποζημιώσεις στα
μπουζουκομάγαζα, οι πολιτικοί της είναι και ηθικοί και νόμιμοι, η άρχουσα
τάξη της δεν αποτελείται από λαμόγια και απατεώνες, ψευτοκουλτουριάδες και
δήθεν διανοούμενους που συναναστρέφονται με κλέφτες πολιτικούς.
Μια πατρίδα με ανθρώπους σα τη γιαγιά μου και τη κόρη μου, εμένα και τους
φίλους μου και όλους αυτούς που δεν συμμετείχαν στο πάρτι.  Ε λοιπόν όχι
δεν ήμασταν εκεί όταν τρώγανε, όταν έχτιζαν βίλλες ή αγόραζαν καγιέν.
Ούτε τώρα είμαστε με αυτούς που κρύβουν τις πισίνες τους, φυγαδεύουν τα
λεφτά τους στο εξωτερικό και αγοράζουν ακίνητα όσο-όσο στο Λονδίνο.
Και ναι προερχόμαστε από το Μεγαλέξανδρο, το Μιλτιάδη, τον Αριστείδη, τον
Αλκιβιάδη.  Αλλά και από τον Πλάτωνα και τον Επίκουρο.  Το Σοφοκλή και τον
Αριστοφάνη.  Και ελπίζω να μην ξαναζήσουμε στην Ελλάδα εποχές που σε
μπαγλάρωναν για ψύλλου πήδημα.
Και ναι μου αρέσει το ελαιόλαδο, η κορινθιακή σταφίδα, ο χαλβάς Φαρσάλων,
τα εσπεριδοειδή, οι σαρδέλες και τα ραδίκια.
Η φτώχεια όμως όχι.
Δεν θα πάρω.
Να δοκιμάσετε χωρίς εμένα!

17 Νοεμβρίου 2011

17 Νοέμβρη 2011


πηγή φωτογραφίας

Και ήρθανε μετά
Oι εμφανείς ήρωες
Kαι πήρανε την εξουσία 

16 Νοεμβρίου 2011

Αισθητικά [Denis Diderot - μετάφραση Κλαίρη Μιτσοτάκη]



Από την επιστολή: «Για την προέλευση και τη φύση του ωραίου»


[...]Ονομάζω λοιπόν ωραίο εκτός εμού οτιδήποτε περιλαμβάνει μέσα του εκείνο που μπορεί να ξυπνήσει στη νόησή μου την ιδέα των σχέσεων και ωραίο σε σχέση με μένα ό,τι μου ξυπνά αυτή την ιδέα. [...]

Από τις «σκόρπιες σκέψεις».



Το αίσθημα του ωραίου είναι απόρροια μακράς σειράς παρατηρήσεων. Πότε έγιναν οι παρατηρήσεις αυτές; Κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Οι παρατηρήσεις αυτές κάνουν περιττή την ανάλυση. Το γούστο έχει αποφανθεί πολύ πριν μάθουμε το κίνητρο της κρίσης του ˙ συχνά το αναζητά χωρίς να μπορεί να το βρει, κι εντούτοις επιμένει.

Από το τελευταίο κεφάλαιο των «Δοκιμίων για τη ζωγραφική».


Εμπειρία και μελέτη: αυτά είναι τα προκαταρκτικά στοιχεία για όποιον κατασκευάζει με τα χέρια του και για όποιον κρίνει. Ύστερα έρχεται η απαίτηση της ευαισθησίας. Όμως βλέπουμε ανθρώπους να είναι δίκαιοι, να κάνουν ευεργεσίες, να είναι ενάρετοι, από καθαρό ενδιαφέρον, από καθαρό πνεύμα και αίσθηση τάξεως, χωρίς να νιώθουν από αυτό απόλαυση και ευχαρίστηση ˙ μπορεί επίσης να υπάρχει καλό γούστο χωρίς ευαισθησία, καθώς επίσης και ευαισθησία χωρίς καλό γούστο. Η ευαισθησία, όταν φτάνει στα άκρα, δεν είναι πια σε θέση να διακρίνει ˙ όλα αδιακρίτω ς τη συγκινούν. Ο ένας θα πει ψυχρά; «Τι ωραίο που είναι!» κι ο άλλος, συγκινημένος, συγκλονισμένος, μεθυσμένος: θα αναπηδήσει, θα χτυπήσει κάτω τα πόδια, θα κλάψει από συγκίνηση (Οράτιος, De arte poetica)Και θα τραυλίζει και δεν θα μπορεί να βρει εκφράσεις που να μιλούν για την ψυχική του κατάσταση.Ευτυχέστερος χωρίς αμφιβολία είναι ο τελευταίος. Ποιος όμως είναι ο καλύτερος κριτής; Αυτό είναι το ζήτημα. Οι ψυχροί άνθρωποι, αυστηροί και ήρεμοι παρατηρητές της φύσης, γνωρίζουν συχνά πιο καλά τις λεπτές χορδές που πρέπει να κρούσουν: παριστάνουν τους ενθουσιασμένους χωρίς να είναι ˙ αυτή είναι ιη διαφορά μεταξύ ανθρώπου και ζώου.Η λογική διορθώνει συχνά τη βιαστική κρίση της ευαισθησίας ˙ την καλεί να απολογηθεί. Γι’ αυτό και υπάρχουν τόσα έργα που σχεδόν μόλις αποσπάσουν το χειροκρότημα ξεχνιούνται ˙ τόσα άλλα, που ενώ πέρασαν απαρατήρητα ή περιφρονήθηκαν, χρειάζονται την παρέλευση του χρόνου, τις προόδους του πνεύματος και της τέχνης, και πιο συγκεντρωμένη προσοχή για να τους αναγνωριστεί η αξία τους.Από εδώ απορρέει η επιτυχία κάθε ιδιοφυούς έργου. Είναι μόνο του. Το εκτιμούμε ανάγοντας το κατευθείαν στη φύση. Και ποιος μπορεί ν’ αναχθεί ως εκεί; μόνο ένας άλλος ιδιοφυής άνθρωπος.

14 Νοεμβρίου 2011

Προς ανατολάς [Απόστολος Θηβαίος]


Η εξέλιξη ήταν δίχως άλλο συγκλονιστική. Έπειτα από την επιβολή ενός νέου δανείου προς τη χρεοκοπημένη, ελληνική οικονομία οι ισχυροί της Ευρώπης, βρέθηκαν εμπρός σε ένα ενδεχόμενο, το οποίο είτε δεν έλαβαν υπόψην κρίνοντας «εξ ιδίων», είτε δεν μερίμνησαν για τούτο εγκαίρως, τιθασεύοντας τις δημοκρατικές ορμές. Ο Έλληνας πρωθυπουργός με μια εξαίρετη πρωτοβουλία κατόρθωσε να ανατρέψει το παγκόσμιο σκηνικό. Ακόμα και αν μπορεί να θεωρηθεί χυδαία η εκμετάλλευση της λαϊκής ετυμηγορίας, σε ένα χρονικό σημείο, όπου έχει σημειωθεί και έχει ίσως εμπεδωθεί η υποτίμησή της, ο Γεώργιος Παπανδρέου βρίσκει τη λύση στους δημοκρατικούς θεσμούς. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί που είχαν αρχίσει ήδη να πανηγυρίζουν για την εξασφάλιση ακόμα περισσότερων πόρων και ευκαιριών για κρατικές και άλλες επενδύσεις, τώρα βρέθηκαν εμπρός σε μια τραγική συγκυρία. Βεβαιώνουν με τρόμο πως ο ελληνικός λαός διαθέτει ακόμα ισχυρή δύναμη για να ακυρώσει τη σπουδαιότερη, οικονομική σύμπραξη όλων των εποχών. Η δημοκρατία αναδεικνύεται λοιπόν ως ο κυριότερος εχθρός της περίφημης «νέας τάξης πραγμάτων». Η εφαρμογή των πολιτειακών θεσμών μπορεί να αποβεί ιδιαιτέρως επικίνδυνη για το οικοδόμημα της νέας, ολιγοπρόσωπης και ολιγοπωλιακής Ευρώπης που στήνεται με ένα υλικό εξαιρετικά αναλώσιμο, αλλά και στέρεο. Οι ίδιοι οι άνθρωποι που κάποτε πίστεψαν στη θεμελίωση μιας οικουμενικής συμφωνίας με θετικές και ευοίωνες προοπτικές για την αποσόβηση επικίνδυνων, πολιτικών καταστάσεων, εμπόλεμων συρράξεων βρίσκονται ξαφνικά μπροστά στην πιο τραγική διάψευση των παραπάνω προσδοκιών. Μια διάψευση που ανάγεται σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο, επιβεβαιώνοντας πως ακόμα παραμένουν αξεπέραστες οι μισαλλοδοξίες και οι φιλοδοξίες των ισχυρών, οι προσπάθειες για τη συντήρηση ενός καθεστώτος που προβλέπει κόσμους πολλών ταχυτήτων. Με πρόσχημα και όχημα ταυτόχρονα έναν αλλιώτικο «πολιορκητικό κριό», βρίσκονται προ των πυλών της άμοιρης Ελλάδας, αλλά και του ευρύτερου, υποανάπτυκτου ευρωπαϊκού νότου. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η ανατροπή των καθεστώτων και η λεγόμενη «αραβική άνοιξη» των τελευταίων μηνών, σε κράτη της βόρειας Αφρικής, με υπερβολικά, ενεργειακά αποθέματα δεν συνδέεται με τις παρθένες, ενεργειακές αγορές του Αιγαίου και της ευρύτερης Μεσογείου; Δυστυχώς κανείς δεν θα αναλάβει τέτοιες διαψεύσεις, μια και ήδη, έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί οι νέες επιδιώξεις για την καινούρια αγορά. Το όφελος από μια γενικευμένη, κοινωνική αναταραχή είναι πολλαπλό. Λαϊκή ανάταση από τη μια, με την δήθεν κατάληψη της εξουσίας από τον επί χρόνια καταδυναστευόμενο λαό, οικονομική αρρυθμία σε κάθε παραγωγική δραστηριότητα, χρήση των πολιτιστικών αποθεμάτων από τον «Αιώνα των Φώτων» και ανάδειξη του δημοκρατικού προφίλ των σύγχρονων κυβερνήσεων. Από την άλλη, ευκαιρία για τη δράση των καιροσκόπων που καραδοκούν, επιτρέποντας την ανάληψη εκείνων των ρόλων που θα αποδειχτούν ρυθμιστικοί για τη μεταβατική περίοδο. Η άμβλυνση της εθνολογικής μνήμης, η περιθωριοποίηση και ο χαρακτηρισμός ως «παρωχημένων» για εκείνους που δεν καπηλεύονται αλλά λειτουργούν με βάση το ιδανικό της πατρίδας, συνιστούν εκείνες τις δράσεις που θα εξασφαλίσουν τη μικρότερη, δυνατή αντίθεση στα νέα ήθη και έθιμα που αναδεικνύονται.
Σήμερα, βρισκόμαστε εμπρός σε ένα παράδοξο. Η δημοκρατία απειλεί τον ίδιο τον εαυτό της, ακόμα και αν αυτός δεν είναι παρά ένα κακέκτυπό της, ένα αχυρένιο ομοίωμα. Η λήψη της απόφασης για δημοψήφισμα, με εξασφαλισμένο ίσως το αποτέλεσμα, απελευθέρωσε τις δυνάμεις εκείνες που δεν επιθυμούν μια δημοκρατική πραγματικότητα. Αδιαφορώντας για τη λαϊκή βούληση, η οποία αν εκφραστεί δίχως την παροιμιώδη ψυχραιμία των τελευταίων μηνών, μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικές εκρήξεις με ωστικό κύμα απροσδιόριστο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, τρέμουν και για το δικό τους «κοπάδι». Το «ποίμνιο» της Εκκλησίας, ο λαός των «κυβερνήσεων». Με όποιο όνομα και αν αποκαλέσεις την ψυχρή και ελεγχόμενη μάζα, προκύπτει ο ίδιος, κοινός παρονομαστής. Προσδιορισμοί ουσιαστικοί, πολύ περισσότερο από τη γραμματική τους προέλευση, ικανοί να περιγράψουν τη θεώρηση που διατηρούν για τη θέλησή μας οι κρατούντες. Ιδού, λοιπόν απελευθερώθηκε ο «Λεβιάθαν» και στράφηκε απέναντι στον εαυτό του. Έτσι η δημοκρατία μας απειλείται από την ίδια τη φύση της, η οποία είναι υπέρ του δέοντος φιλελεύθερη για τα νέα δεδομένα. Η προσοχή όλων στρέφεται ξανά στη Δύση. Συσπειρωμένα τα κράτη, κάτω από ένα κοινό όραμα με την πρόφαση μιας ένωσης πολιτισμικής και οικονομικής βρίσκονται εμπρός στο ενδεχόμενο ενός ελληνισμού, ικανού να απαιτήσει εξηγήσεις, να αποφασίσει για το μέλλον του, να διεκδικήσει την αυτοδιάθεσή του. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Μα ακόμα μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος η δημοκρατία να συνεχίσει να λειτουργεί με τούτο το στρεβλό τρόπο, η ευρωπαϊκή ένωση να διατηρήσει την τακτική μιας «υποχρεωτικής οικουμενικότητας», η οποία σαν οδοστρωτήρας επιδιώκει την καταπάτηση του λεγόμενου «εθνικού.»
Ο Αλέχο Καρπεντιέρ, Κουβανός συγγραφέας, διαπρεπής για τον ουμανισμό και τη ρεαλιστική απεικόνιση της «νέας Γης», στο έργο του «Αιώνας των Φώτων» περιγράφει ανάγλυφα την πραγματικότητα. Μια αλήθεια που διαπιστώθηκε, επισημάνθηκε, αποδοκιμάστηκε για να λησμονηθεί τελικά και τούτη η λησμονιά να εξασφαλίσει και πάλι την επαναφορά της, σαν μια αρρώστια που ξεπεράστηκε πρόχειρα και τώρα επιστρέφει πιο λυσσασμένη, πιο επικίνδυνη. Η κατάρρευση της ελπίδας, η εξαθλίωση των εποίκων και των αυτοχθόνων συντελέστηκε τόσο μεθοδευμένα, ώστε να διατηρηθεί για πάντα ο έλεγχος των μέσων από τους δυτικούς, πλέον «αγαπητούς μας εταίρους». Η ύπαρξη ανεκμετάλλευτων πηγών ενέργειας παραμένει το κίνητρο για την επέμβαση και την άσκηση ελέγχου στους λαούς και τα κράτη.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται και η διαπίστωση αυτή ίσως να ακούγεται κοινότυπη. Μα η κοινοτυπία της δεν είναι η επανάληψή της, μα το γεγονός πως ένα τέτοιο δεδομένο επανέρχεται. Η Ελλάδα δεν είναι ένας κόσμος που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, μα ένας τόπος που διατηρεί μια ισχύ, αλλιώτική από τη δυτική. Ίσως γιατί είναι φύση και θέση χώρα ανατολική. Έχει έλθει λοιπόν ο καιρός για τη «δυτικοποίησή» της, αν ο όρος μπορεί να οριστεί ως δόκιμος. Και τώρα ίσως να είναι και η ευκαιρία για να επιλέξουμε, όχι μόνο το πολίτευμα που μας αξίζει, όχι μόνο τα πρόσωπα που πρέπει να σταθούν ταγοί μας, αλλά κάτι πολύ σπουδαιότερο, από το οποίο πάσχουμε εδώ και έναν ολόκληρο αιώνα. Η επιλογή της κατευθυντήριας οδού για τον νέο Έλληνα, ίσως να είναι η ανατολική πλευρά του κόσμου, εκεί που κάποτε μεγαλούργησε. Η ευκαιρία είναι μεγάλη, τα περιθώρια του χρόνου μικρά, στενά. Το κίνητρο κάτι πολύ σημαντικότερο από τα μεγέθη της μακροοικονομίας. Η ίδια η ταυτότητά μας. Η επιλογή μας ίσως να σταθεί ορόσημο και τούτο το σταυροδρόμι πρέπει να είναι επιτέλους το πιο καθοριστικό σε μια πορεία με διαρκείς εκπλήξεις. Και αυτό για τον κόσμο που έχει ανάγκη πια την προοπτική και τη γεωμετρία μιας ευθείας, ενός ανοικτού δρόμου.




πηγή εδώ 

12 Νοεμβρίου 2011

Από τις «Ιστορίες του κ. Koyner» [Bertolt Brecht - μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης] II

Αγάπη για την πατρίδα
(μίσος για τους πατριδοκάπηλους)

Ο κ. Koyner δεν το ‘κρινε απαραίτητο να ζει σε μία συγκεκριμένη χώρα. Έλεγε: Παντού μπορώ να πεινάσω. Κάποτε όμως έλαχε να περνάει από μια πόλη που την είχε κυριέψει ο εχθρός της χώρας που ζούσε. Τον πλησίασε τότε ένας αξιωματικός του εχθρού και τον ανάγκασε να κατεβεί από το πεζοδρόμιο. Ο κ. Koyner κατέβηκε και διαπίστωσε ξαφνικά ότι είχε αγανακτήσει ενάντια σε αυτόν τον άνθρωπο και μάλιστα όχι μόνο ενάντια στον άνθρωπο μα προπαντός ενάντια στη χώρα που ανήκε ο άνθρωπος αυτός, τόσο, που ευχήθηκε να γίνει ένας σεισμός και να την καταπιεί. Γιατί, ρώτησε ο κ. Koyner, έγινα εθνικιστής εκείνη τη στιγμή; Γιατί συνάντησα έναν εθνικιστή. Μα γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να εξολοθρέψουμε τη βλακεία, γιατί κάνει βλάκες αυτούς που τη συναντούν.   

11 Νοεμβρίου 2011

Από τις «Ιστορίες του κ. Koyner» [Bertolt Brecht - μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης] I

Ο κ. Koyner αντάμωσε κάποιον που είχε πολύ καιρό να τον δει. Μα εσείς δεν αλλάξατε καθόλου, του είπε ο άλλος καθώς των χαιρετούσε. Ωχ! Έκανε ο κ. Koyner και χλώμιασε.




Ενότητα και πάλη
Και πάλη
Και πάλη
Και πάλη
Και πάλη
Και πάλη
Και πάλη
Και πάλη
Και πάλι
Όλα ή τίποτα
Και πάλη
Όλα ή τίποτα
Και πάλη
Όλα ή τίποτα
Και πάλι
Όλα ή τίποτα
Τίποτα
Τίποτα
Και πάλι
Τίποτα...

Διδακτική ιστορία που ταξιδεύει στο διαδίκτυο...

Μια μέρα εμφανίστηκε σε ένα χωριό ένας άνδρας με γραβάτα. Ανέβηκε σε ένα παγκάκι και φώναξε σε όλο τον τοπικό πληθυσμό ότι θα αγόραζε όλα τα γαϊδούρια που θα του πήγαιναν, έναντι 100 ευρώ και μάλιστα μετρητά. Οι ντόπιοι το βρήκαν λίγο περίεργο, αλλά η τιμή ήταν πολύ καλή και όσοι προχώρησαν στην πώληση γύρισαν σπίτι με το τσαντάκι γεμάτο και το χαμόγελο στα χείλη. Ο άνδρας με τη γραβάτα επέστρεψε την επόμενη μέρα αλλά τώρα πρόσφερε 150 ευρώ για κάθε γάιδαρο, κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα τους. Τις επόμενες ημέρες προσέφερε 300 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα απούλητα με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα γαϊδούρια τους. Μετά συνειδητοποίησε ότι στο χωριό δεν έμεινε πια ούτε ένας γάιδαρος και ανακοίνωσε σε όλους ότι θα επέστρεφε μετά από μια εβδομάδα για να αγοράσει οποιοδήποτε γάιδαρο έβρισκε έναντι ... 500 ευρώ!! Και αποχώρησε. Την επόμενη μέρα έστειλε το συνέταιρό του, με το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοράσει, στο ίδιο χωριό με εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 400 ευρώ το ένα. Οι κάτοικοι βλέποντας την δυνατότητα να κερδίσουν 100 ευρώ την επόμενη εβδομάδα, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους αλλά, για να το κάνουν αυτό, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από την τοπική τράπεζα. Όπως φαντάζεστε οι δυο επιχειρηματίες δεν φάνηκαν ποτέ ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι. Προσπάθησαν στη συνέχεια να πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα χρέη αλλά μάταια. Η αξία τους είχε πατώσει. Η τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους.
Ο τραπεζίτης όμως πήγε στον δήμαρχο του χωριού και του εξήγησε ότι εάν δεν ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε δανείσει θα κατέρρεε και αυτός, και κατά συνέπεια θα ζητούσε αμέσως το κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που είχε με τον δήμο. Πανικόβλητος ο δήμαρχος και για να αποφύγει την καταστροφή, αντί να δώσει λεφτά στους κατοίκους του χωριού για να καλύψουν τα χρέη τους, έδωσε λεφτά στον τραπεζίτη, ο οποίος όμως αφού ανέκτησε το κεφάλαιό του ούτε το χρέος των αγροτών έσβησε ούτε και το χρέος του δήμου, ο οποίος φυσικά βρέθηκε ένα βήμα πριν την πτώχευση.
Βλέποντας τα χρέη να πολλαπλασιάζονται και στριμωγμένος από τα επιτόκια, ο δήμαρχος ζήτησε βοήθεια από τους γειτονικούς δήμους. Αυτοί όμως του έδωσαν αρνητική απάντηση, γιατί όπως του είπαν είχαν υποστεί την ίδια ζημιά με τους δικούς τους γαϊδάρους!!... Ο τραπεζίτης τότε έδωσε στον δήμαρχο τη συμβουλή / οδηγία να μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο του χωριού, για την δημοτική αστυνομία, κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης για καινούρια έργα υποδομών... Αυξήθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και αυξήθηκαν οι φόροι. Ήταν έλεγε αναπόφευκτο, αλλά υποσχόταν πως με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές θα μπει τάξη στη λειτουργία του δήμου και τις σπατάλες. Επιπλέον προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει στον εξορθολογισμό του εμπορίου των γαϊδάρων.
Η ιστορία άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως στις επιχειρηματικές δραστηριότητες των δυο επιχειρηματιών συμμετέχει και ο τραπεζίτης οι οποίοι με μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν την εκλογική εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της περιοχής.

Σε κάθε περίπτωση η ιστορία δεν έχει τελειώσει γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι έκαναν μετά οι αγρότες...

10 Νοεμβρίου 2011

Πάνω δεξιά [Βασίλης Λαλιώτης]

 
 
Έτσι φύγε στην πόλη...
Να βλέπουν όλοι καλημέρα

στα μάτια σου
απ' την απουσία μου.



Η δύναμις του εραστού
είναι ο αριθμός των χρόνων
της οπισθοδρόμησης
που κάνει η αγαπημένη του.



Την ασημαντότητα
την πιάνεις
κι από την πείνα της
για νόμο.



Η σκέψη εκτός
γυναίκας είναι μελαγχολία.
Η σκέψη εντός
γυναίκας είναι φυλακή.
Η γυναίκα δεν ανήκει στη
σκέψη.



Να εμπνέεσαι από
τα οριακά και τα αδιέξοδα,
είναι οι μπροστά πηγές.



Το νόημα του χειμώνα
είναι λέξεις της άνοιξης.



Κι από μακριά η ηθική
μυρίζει ήττα του έρωτα.



Όλο το βιβλίο σε μορφή e-book κατεβάστε το εδώ

05 Νοεμβρίου 2011

Τὸ καλοκαίρι ἐπέρασε... [Νίκος Καββαδίας]


Τ καλοκαίρι πέρασε...

Τώρα τ καλοκαίρι πάει ... πέρασε ...
Κ᾿ ενε καιρς ν φύγουμε γι πέρα.
Δυ μνες περάσαμε τσι σκοπα
ν κ᾿ εχαμε πολλς δέες στ νο μας.

κενα πο σκεφθήκαμε δν κάναμε
κα πάντα τ᾿ ναβάλαμε γι τ᾿ αριο
γι κάποιαν κάθε μέρα γράμμα γράφαμε
πο μως ατ δν τόλαβεν κόμα.

Σ ναυτικς ταβέρνες καθήσαμε
σ γέρους πλάϊ πο λέγαν στορίες
κα πο συχνά, σιγ μς συμβούλευαν
μ λόγια πο πι τχαμε ξεχάσει.

Σ πανηγύρια πήγαμε χωριάτικα
ψηλ σ ρημοκλήσια γκρεμισμένα
κι πιάσαμε μαντήλι κα χορέψαμε
μ παληκάρια, κα παιδολες νιές.

Πολλς φορς τ᾿ γέρι μς κοίμισε
μέσα σ βάρκα ... κάτω π᾿ να δέντρο
κι κάναμ᾿ ναν πνο τόσον συχο
τσι μακρ ... σ νχαμε πεθάνει ...

Κα τ᾿ αριο ποτ δν σκεφθήκαμε
οτε κα τν μέρα τς φυγς μας.
... Τώρα τ πλοο μς παίρνει. Πέρα τ γνωστο
τρικυμίες!, ο μπόρες! ...

(Πέτρος Βαλχάλας 13.09.1928)

πηγή: εδώ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ - ΤΕΥΧΟΣ 15 - Μαρία Ψωμά Πετρίδου - Δεύτερο ζευγάρι φτερά

01 Νοεμβρίου 2011

Λαμόγια - η ετυμολογία της λέξης [Γιώργος Δαμιανός]

[...]Τα Λαμόγια ήταν οι βοηθοί, οι αβανταδόροι, των παπατζήδων. Ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως στα ευθυμογραφήματα του Νίκου Τσιφόρου για να προσδιορίσει τους τσιλιαδόρους, που υποκρίνονταν τον παίκτη του παπατζή, για να προσελκύσουν τα θύματα.
Η λέξη λαμόγια προέρχεται από το ιταλικό έναρθρο ουσιαστικό «la moglie» (πρφ.: λα μόγιε – μτφ.: η σύζυγος). Τη στιγμή που κάποιος Ιταλός χαρτοπαίκτης κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη ξαναχάσει, φώναζε, δήθεν φοβισμένος «la moglie, la moglie», (λαμόγιε…), ότι, δήθεν, τον έψαχνε η γυναίκα του, βούταγε βιαστικά τα χρήματα και έφευγε τρέχοντας (την έκανε λαμόγιο δεν τήρουσε, δηλαδή, τις υποσχέσεις του). Αυτή η σατιρική έκφραση έφτασε στην Ελλάδα, ενώ ξεχάστηκε στην Ιταλία, και τη χρησιμοποιούμε για να προσδιορίζουμε τον ασυνεπή και τον μικροαπατεώνα.[...]

ολόκληρο το άρθρο εδώ