08 Ιανουαρίου 2011

Τα άσματα του Μαλντορόρ του Isidore Ducasse, Comte De Lautreamont - Ο πρόλογος (Ανάλυση του έργου) από την Έλλη Νεζερίτη.

Τα άσματα του Μαλντορόρ του Isidore Ducasse, Comte De Lautreamont

Ο πρόλογος (Ανάλυση του έργου) από την Έλλη Νεζερίτη.

Μετά τον πρόλογο του Έντμον Ζαλού (έκδοση Κορτί, 1938) – μια από τις καλύτερες μελέτες πάνω στο θρυλικό έργο του Ιζιντόρ Ντυκάς – θα προσπαθήσω να δώσω όσο πιο σύντομα μπορέσω, την περιπλάνησή μου σ αυτόν τον ναρκοθετημένο για το ανθρώπινο πνεύμα, μαλντορορικό χώρο.
Τη λέξη Λωτρεαμόν, την ακούω για πρώτη φορά από τον εξάδελφό μου Δημήτρη Μεντζέλο, σε ηλικία που τίποτα δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω, εκτός από τη γοητεία που εξασκούσε ο ήχος της στο άκουσμά της. Θα χρειαστεί να περάσουν χρόνια, ως εκείνο το βράδυ που ο ζωγράφος Τέλης Βασιλικιώτης, μου έδινε να διαβάσω τα Άσματα του Μαλντορόρ, ξαφνιάζοντας έτσι τη μνήμη μου με τη λέξη που συνδεόταν με το Μεντζέλο. Και τότε είναι που ανασκαλεύοντας θα δω, πως ο Μεντζέλος ήταν ο πρώτος που μίλησε στην Ελλάδα για σουρεαλισμό και την επίδραση του Λωτρεαμόν σ αυτόν, (περιοδικό Λόγος 1933), όταν πια για την Ευρώπη ο σουρεαλισμός είχε γίνει κ ο ι ν ή  κ α τ ά σ τα σ  η  π ν ε ύ μ α τ ο ς.  Ο Μέντζελος όμως δε θα αξιωθεί να πει περισσότερα για κείνα που πίστευε και ήταν τόσο ενημερωμένος. Ένα χάραμα θα φύγει απ τη ζωή, στην ίδια ηλικία κι από την ίδια αρρώστια με τον Λωτρεαμόν. Και τώρα, χωρίς να θέλω να νομιστεί πως επαναλαμβάνω τα λόγια του Ζενέ σε μια συνέντευξή του, πως κοιμάται έχοντας κάτω από το μαξιλάρι του τη Βίβλο και τον Λωτρεαμόν, από κείνη τη στιγμή τα Άσματα του Μαλντορόρ, δεν έφυγαν από τα χέρια μου. Όσο διάβαζα και ξαναδιάβαζα αυτό το περίεργο βιβλίο, τόσο η έλξη του με κυρίευε, κάνοντας με να πάρω την απόφαση να το δώσω ελληνικά, ξέροντας πως μπλεκόμουν σε περιπέτεια όλο σκοπέλους και παγίδες, και που θα κρατούσε καιρό. Όμως, η μεγάλη γοητεία αυτού του έργου, δεν είναι η έξαλλη και θελκτική λωτρεαμονική μεγαλοφυΐα, αλλά η σοφία αυτού του παιδιού, που μπόρεσε να μελετήσει και να διακρίνει τις μοναδικές αρετές που διέπουν τη δόμηση του Ομηρικού Έπους, αυτό που για τον Τ. Ε. Λόουρενς εγκολπώνεται και στήνει το έργο του. Κάτι που δεν έχει δει κανένας συγγραφέας πριν απ αυτόν, και που εξακολουθούν να μη βλέπουν. Συνεπώς, δεν είναι οι βιαιότητες και οι παραδοξότητες, που καθιερώνουν τα Άσματα του Μαλντορόρ στην παγκόσμια λογοτεχνία, αλλά η ρ ε υ σ τ ό τ η τ α  του κειμένου, που σπάζοντας τη στατικότητα στο χώρο και στο χρόνο, φέρνει μια καταπληκτική γοργότητα, σε άμεση σχέση συγγραφέα αναγνώστη. Ο ρυθμός, η καλλιέπεια του λόγου, η αυτόματη επέμβαση στοιχείων που διακόπτουν του θέμα, χαρακτηριστικά των αρχαίων ελληνικών κειμένων, είναι αυτά που συνεπαίρνουν τον Λωτρεαμόν, και μένει σκυμμένος και απορροφημένος πάνω απ το θάμβος τους. Κι αυτό που θα γράψει με το κέφι των νιάτων του, και την αγανάκτηση της πίκρας και της απελπισίας που τον δέρνει, θα ταρακουνήσει τα νερά της αριστοτεχνικής σε πλαδαρότητα λογοτεχνίας.
Γεγονός είναι, όσο περίεργο κι αν φανεί, πως μπαίνοντας κανείς στον μαλντορορικό χώρο, και χωρίς τα πράγματα σε τίποτα ν αλλάζουν, ο συγγραφέας κάνει ότι μπορεί για να βοηθήσει τον αναγνώστη στην κατανόηση του έργου του. Γι αυτό, από την πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου του λέει: «μόνο αν ο αναγνώστης διαβάζοντας το, διαθέτει μια κρίση ατράνταχτη και μιαν υπερένταση της σκέψης, τουλάχιστον ίση με κείνη που του προκαλεί η δυσπιστία του, τότε μόνο τα θανάσιμα νοήματα τούτου  του βιβλίου θα διαποτίσουν την ψυχή του όπως το ζεστό το νερό η ζάχαρη». Κι όπως είναι προνοητικός συμπληρώνει : «... κι ούτε είναι φρόνιμο, τις σελίδες που θ ακολουθήσουν να τις διαβάσει όλος ο κόσμος. Μόνο λίγοι θα γευτούνε τούτο το φαρμακερό καρπό χωρίς να κινδυνέψουν». Άσχετα όμως για το ποιος πρέπει και ποιος δεν πρέπει να διαβάσει το βιβλίο, αφήνει έντονα να φανεί, ή μάλλον μας πληροφορεί, πως μέσα στο έργο του υπάρχει α τ ρ α π ό ς, που όσο δύσκολο είναι να βρεθεί, άλλο τόσο είναι και να ακολουθηθεί. Γι αυτό, όσο προχωρεί κανείς στο κείμενο, οι υποδείξεις διαδέχονται η μια την άλλη: «... ειδοποιώ αυτόν που με διαβάζει, να προσέξει να μη σχηματίσει μια αόριστη και κυρίως σφαλερή γνώμη, γι αυτό το ενδιαφέρον είδος της λογοτεχνίας που επιχειρώ». Βέβαιος όμως και συνάμα αποκαρδιωμένος από τη μη συμμετοχή του αναγνώστη στο έργο του, το λέει καθαρά: «... αυτό που ξέρεις, είναι να συνδυάζεις τον ενθουσιασμό με την αδιαφορία... και να μη θέλεις να με καταλάβεις. Ποτέ δεν θα ήθελα, ο άνθρωπος να νοιώθει ντροπιασμένος για τούτες τις πικρές μου αλήθειες, παρ όλο που δεν του μαθαίνω τίποτα καινούργιο. Κι ούτε πιστεύω πως ο αναγνώστης θα μετανοήσει, αν αντί για το βλακώδες εμπόδιο της ευπιστίας, προσφέρει την πολύτιμη υπηρεσία, να μου δείξει εμπιστοσύνη και να συζητήσει και να συζητήσει με κατανόηση και διάθεση συμπάθειας, τα μυστήρια της ποίησης που βρίθουν εδώ μέσα και που αναλαμβάνω να του αποκαλύψω». Πόσο πιο σαφής να είναι, όταν το ξεκαθαρίζει πως για να καταλάβει κανείς το κείμενο, δεν πρέπει να παρασυρθεί από την εξαλλοσύνη του περιεχομένου του, αφού δεν είναι αυτός ο στόχος του συγγραφέα. Συνεπώς αυτό που έχει να κάνει ο αναγνώστης, είναι να προσπαθήσει να διεισδύσει στα συμβολικά νοήματα που διαφαίνονται και να τα εξετάσει με τρόπο επιστημονικό μετά από καλοπροαίρετη διάθεση για τον συγγραφέα.
Το χαρακτηριστικό του έργου του Λωτρεαμόν, ή μάλλον η θεμελιακή αρχή του, είναι το δ ι δ ύ ν α μ ο  σ κ ε π τ ι κ ό  του. δηλαδή, η ταυτόχρονη θέση και αντίθεση της σκέψης του, που οργανωμένη σε μια σχηματική μορφή συγκλίνουσας και αποκλίνουσας κίνησης, παίρνει μια τέτοια εξαιρετική ρευστότητα, ώστε με την αποκλίνουσα κίνηση να φέρνει στο φως τους θησαυρούς του ασυνείδητου, χωρίς όμως ποτέ η συνείδηση να χάνει ολοκληρωτικά τον έλεγχο. Κι αυτός ο παλμός της συγκλίνουσας και αποκλίνουσας κίνησης, είναι τόσο ταχύς, ώστε συνειδητό και ασυνείδητο να μοιάζουν πως ενεργούν όχι μόνο ταυτόχρονα, αλλά και με τρόπο καταπληκτικά συστηματικό. Και σ αυτή τη διελκυστίνδα του συνειδητού και ασυνείδητου, ο Λωτρεαμόν χρησιμοποιεί σαν όπλο της προτίμησής του το χ ι ο ύ μ ο ρ, σ όλη του την πολύμορφη και πολυδύναμη λειτουργικότητα.
Δεν χωράει αμφιβολία πως διαβάζοντας κανείς τα «Άσματα του Μαλντορόρ», έχει την εντύπωση, πως ο νους είναι αδύνατον να σταθεί συνεχώς σ ένα σημείο, κι η προσοχή του να μην ξεστρατίσει. Κι είναι έτσι, γιατί κάθε προσπάθεια συγκέντρωσης εκμηδενίζεται εξ αιτίας του χιούμορ, χωρίς όμως αυτό να εκληφθεί για αστειολόγημα και να πεταχτεί το βιβλίο. Είναι ακριβώς αυτό που λέει κι ο ίδιος: «... να αποβλακώνεις δραστικά και κατά ανανεούμενες δόσεις τη διανοητική ικανότητα του αναγνώστη». Άλλο χαρακτηριστικό της λειτουργικότητας του χιούμορ στα χέρια του Λωτρεαμόν, είναι η οικονομία των μέσων. Η ένταση της σκέψης στη χιουμοριστική φράση είναι ανάλαφρη, για να μη πει κανείς πως πρόκειται για γλωσσολογικό τέχνασμα όπου κάτω από το ξάφνιασμα της φαινομενικά αδύνατης εντύπωσης, καταρρέει το οικοδόμημα του συνειδητού. Επομένως το χιούμορ στον Λωτρεαμόν, με την επιμονή του στο διδύναμο σκεπτικό του, παρουσιάζεται σαν συνεχής καταδυνάστευση, όχι μόνο του εαυτού του αλλά και του αναγνώστη, ώσπου στο τέλος βλέπουμε το χιούμορ όλο και να σπρώχνει βαθύτερα τις ρίζες του στο πλούσιο βίωμα του ασυνείδητου, δίνοντας έτσι την εντύπωση μιας διαρκούς εκδίκησης, συνεχώς ανανεούμενης απ αυτήν την εναλλασσόμενη συγκλίνουσα και αποκλίνουσα κίνηση. Αυτό που επιδιώκει ο Λωτρεαμόν μ αυτή την συγκλίνουσα και αποκλίνουσα κίνηση, είναι να μας δώσει τη θέα της ζωής στο απόγειό της, που για τον ήρωά του πρόκειται για κωμωδία δραματική. Και τους θεμελιακούς νόμους αυτής της παράξενης λογικής α ν τ ι θ ε τ ι κ ό τ η τ α ς  τους βρίσκει κανείς στην πρώτη στροφή του τέταρτου άσματος, όπου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν το κεφάλαιο της συγκέντρωσης όλων των τεχνασμάτων της δομής του έργου του Λωτρεαμόν. Σαν πρώτο νόημα, έχουμε την απόλυτη α δ ι α φ ο ρ ί α: «πέτρα, δέντρο ή άνθρωπος, να είναι αυτό που θ αρχίσει το τέταρτο άσμα». Κατόπιν, ακολουθεί ο νόμος της τέλειας α ν τ ί θ ε σ η ς, όπου ο Λωτρεαμόν ξαναρχίζοντας τον πόλεμο κατά της ανθρωπότητας, μας ξαφνιάζει καταρρίπτοντας με τα ίδια του τα λόγια, ότι έχει πει λίγες γραμμές πιο πάνω: «... μπορεί να πέφτω έξω με το να ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο...», και μετά από καινούργιες σκέψεις που κάνει πάνω στο περίεργο του χαρακτήρα του ανθρώπου, καταλήγει να σκέπτεται τον εαυτόν του, και να αμφισβητεί την ταυτότητά του: «... δεν πάει πολύς καιρός που δεν αναγνωρίζω πια τον εαυτόν μου!». Κι ενώ ο λίβελος εναντίον της ανθρωπότητας συνεχίζεται, ξαφνικά ξεπετιέται τούτη η αυτόματη φράση: «Δυο στύλοι, που δεν ήταν δύσκολο, κι ακόμα λιγότερο δυνατόν να εκληφθούν για μπαομπάμπς, διακρίνονταν στην κοιλάδα μεγαλύτεροι από δυο καρφίτσες. Στην πραγματικότητα ήταν δυο πελώριοι πύργοι...». Τώρα το κείμενο που ακολουθεί από κει και πέρα, κυλάει σε μια αβεβαιότητα, η οποία όμως αβεβαιότητα αφορά μόνο τη συνείδηση, αφού το ασυνείδητο ξέρει πως πρόκειται για τη σεξουαλικότητα: «Δυο πελώριοι πύργοι διακρίνονταν στην κοιλάδα. Έτσι λέω στην αρχή, που πολλαπλασιάζοντας τους επί δυο, το γινόμενο ήταν τέσσερα. . . δεν έβλεπα όμως την ανάγκη αυτής της αριθμητικής πράξης...». Άλλο επίσης στοιχείο της αντιθετικότητας που έρχεται να προστεθεί, φυσικά πάντα στην ίδια στροφή, είναι η α π ο σ ύ ν θ ε σ η  της πεποίθησης: «... και παρ όλο που οι μπαομπάμπς, με την πρώτη ματιά δεν μοιάζουν με δυο καρφίτσες, ούτε ακόμη και με δυο πύργους, εν τούτοις, χρησιμοποιώντας κανείς επιδέξια τα νήματα της οξυδέρκειας, μπορεί άφοβα να βεβαιώσει πως έχει άδικο, κι αυτό, χωρίς το ελάχιστο ίχνος φόβου, γιατί θα ήταν πια επιβεβαίωση...». Εδώ φυσικά πρόκειται για ψυχικά φαινόμενα που οι σχέσεις τους, κάθε άλλο παρά αντικειμενικές είναι που τις προκαλούν. Ύστερα, έρχονται οι περίφημες σ ύ ν θ ε τα ε ς  α λ λ η λ ο υ χ ί ε ς, που αντικαθιστούν την έννοια των λέξεων με τη μεταφορική τους σημασία, για να ακολουθήσουν μετά οι ατέλειωτες φράσεις του, που ξαφνικά διακόπτει απευθυνόμενος στον αναγνώστη, όπου είναι και το σημείο που τα πράγματα μπερδεύονται ακόμη πιο πολύ. Κι αυτό, γιατί όταν η μακριά φράση διακόπτεται ξαφνικά με την ανάμιξη προσώπων έξω απ το θέμα, ή ακόμη προσωπικών συναισθημάτων, όπως είναι : «...αν ο αναγνώστης βρίσκει τούτη τη φράση πολύ μεγάλη, ας με συγχωρήσει...», δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να παρασυρθεί σε δίνη, που ο συγγραφέας όχι μόνο απολαμβάνει, αλλά καθιστά και τη σύγχυση αδιέξοδη. Άλλο πάλι σπουδαίο χαρακτηριστικό του Λωτρεαμόν, είναι η επιμονή του στην παραδοξότητα των δικαιολογιών του ισχυριζόμενος πως η αλήθεια είναι ένα σ υ ν ο θ ή λ ε υ μ α   α ν τ ι ν ο μ ι ώ ν, για να καταλήξει αφού έχει υπνωτίσει αρκετά τον αναγνώστη του, λέγοντας: «... αναρωτιέμαι και γω ο ίδιος, αν ο τρόπος που μίλησα δεν είναι αυτός που σκοτώνουν μύγες». Και τελειώνει τη στροφή, αφού ακυρώσει όλα όσα μας είπε βασισμένα στο θέμα των δυο πύργων: «Πολλαπλασιάζοντας τους πύργους επί δυο, το γινόμενο ήταν τέσσερα... όχι... όχι... καθόλου δεν έβλεπα την ανάγκη αυτού του πολλαπλασιασμού! Τριγμοί και αλυσίδες και στεναγμοί λυπητεροί, φτάνανε ως τ αυτιά μου!».
Αυτό που είναι έκδηλο σ όλο το έργο του Λωτρεαμόν είναι πως πάσχιζε για το α π ό λ υ τ ο  και την α λ ή θ ε ι α, κι ακόμη, πως έχει πλήρη συνείδηση του ασυνείδητου. Δεν υπάρχει σημείο στα Άσματα του Μαλντορόρ, που να μην κυριαρχείται από μια συστηματοποιημένη συνείδηση, που ο ίδιος ο συγγραφέας αποκαλεί α δ υ σ ώ π η τ η. στο σύνολό τους τα Άσματα του Μαλντορόρ, είναι μια σειρά από φαινομενικά απομονωμένες εικόνες, που συνδέονται μεταξύ τους με τη σκέψη, ή μάλλον με την επίμονη θέληση να δεσπόσει η  η θ ι κ ή δύναμη στη δράση. Γι αυτό και τον ακούμε να μας λέει για το βιβλίο του: «...ακόμα και η ηθική περαστική, από το μέρος εκείνο, δεν προαισθάνθηκε βλέποντας το να κατευθύνεται με βήμα σταθερό και ντρίτο, στις πιο σκοτεινές γωνιές και τα απόκρυφα μύχια κάθε συνείδησης, πως μέσα στις λαμπαδιασμένες του σελίδες, είχε μαχητικό υποστηριχτή».όπως επίσης στη φοβερή στροφή του «Έφηβου», παίρνοντας τη θέση του ήρωα του τον ακούμε να ψελλίζει: «ω! εσύ, που τ' όνομά σου δε θέλω να αναφέρω σε τούτη τη σελίδα που καθιερώνει το έγκλημα για πράξη ιερή, ξέρω πως η μακροθυμία σου υπήρξε απέραντη όσο το σύμπαν. Όμως εγώ υπάρχω ακόμη!». Εδώ βλέπουμε να τον πιάνει δέος μπρος στον άνθρωπο με τη θεϊκή υπόσταση, και τη λέξη Ιησούς δεν την βεβηλώνει στο στόμα του Μαλντορόρ, άσχετα αν η οξύμωρη τακτική που ακολουθεί, έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία της μορφής που αποφεύγει να αναφέρει. Το γεγονός πως διάλεξε τη βιαιότητα και την παραδοξότητα για να κάνει τη διδασκαλία του, δεν σημαίνει τίποτα άλλο, παρά, πως αυτός ο οργισμένος ευαγγελιστής, ξέροντας πως η ανθρωπότητα όχι μόνο δεν συνετίστηκε με τη θυσία του Άλλου... αλλά έγινε χειρότερη, αλλάζει τρόπο κηρύγματος και παίρνοντας τα πάθη της και τις αδικίες της, τις πετάει κατάμουτρα, πιστεύοντας πως τα αποτελέσματα θα ήταν αμεσότερα. Και το περίεργο είναι, πως εκείνο που του έδωσε παγκοσμιότητα, είναι η ανορθοδοξία του σκεπτικού του κι όχι η ορθοδοξία του πιστεύω του.
Σ ‘ένα άλλο επίσης σημείο που τα πράγματα περιπλέκονται, είναι η παράξενη ονοματολογία ως προς το πατρικό σύμβολο. Τον αποκαλεί Θεό, Δημιουργό, Παντοδύναμο, Αφέντη, Υπέρτατο Όν, Επουράνιο Ληστή... κάνοντας πάντως χρήση ως επί το πλείστον της λέξης «Δημιουργός». Υπάρχουν όμως φορές, που στον όρο «Θεός» είναι έντονη η διάθεση ευλάβειας, όπως: «... κι ο φιλεύσπλαχνος Θεός ας μου δεκαπλασιάσει τη δύναμη...» ή ακόμη: «... αφού κι αυτόν τον φιλεύσπλαχνο Θεό, έκαναν να λυπηθεί». Φυσικά όλο το ενδιαφέρον του μύθου για τον συγγραφέα του Μαλντορόρ, βρίσκεται στην πάλη εναντίον του αντιπάλου του Θεού, που θέλει να εκθρονίσει, ενώ στην ουσία του πράγματος, είναι η πάλη για την αποδέσμευση, κι ο αγώνας για το αυτεξούσιο: «Την αυτοτέλειά μου... ή να με κάνουν καλύτερα ιπποπόταμο!». Στο τέλος πιστεύει πως θριαμβεύει επί του Θεού (Φευ! που είναι αθάνατος), ενώ αυτός μένει δισυπόστατος: «Ρίχνω ένα βλέμμα ικανοποίησης στη διπλή ύπαρξη που με συνθέτει, και βρίσκω τον εαυτόν μου ωραίον!».
Εκεί πέρα όμως που πρέπει να σταθεί κανείς, παίρνοντας τα γεγονότα με τη σειρά, είναι ποιος πραγματικά υπήρξε ο Ιζιντόρ Ντυκάς, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία των εκάστοτε σχολιαστών του. Και στην περίπτωση Λωτρεαμόν, δυο γεγονότα δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, η ληξιαρχική πράξη γέννησής του, κι η άλλη του θανάτου του, θέτοντας εν αμφιβόλω παν ότι έχει λεχθεί γι αυτόν, και λαμβάνοντας υπόψη μόνο, αυτά που μας λέει ο ίδιος για τον εαυτόν του. Όσο για το έργο του, οι ερμηνείες που του έχουν δοθεί συναγωνίζονται τις παρερμηνείες, κι οι σαρκασμοί την έκπληξη.
Από παλαιότερες μελέτες των βιογράφων του πατέρα του, τα στοιχεία αλληλοσυγκρούονται. Άλλοι τον αναφέρουν σαν ρομαντικό γυναικοκατακτητή, κι άλλοι σαν τυχοδιώκτη, που εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν το χρήμα, για αυτό και τα μακρόχρονα ταξίδια του στην Κεντρική Αμερική. Όλα πάντως παραμένουν μακρινοί αντίλαλοι αοριστίας. Το πρόσωπο πάντως που θα έπρεπε να απασχολήσει τους σύγχρονους σχολιαστές, είναι η αινιγματική Σελεστίν Ντυκάς, η οποία όταν ο Λωτρεαμόν δεν ήταν ακόμη δυο ετών πεθαίνει ή όπως λέγεται κατά μια μαλντορορική λεζάντα αυτοκτονεί, σε ηλικία 27 ετών στις 10 Δεκεμβρίου του 1847. αυτή είναι μια πρόσφατη αλλά σημαντική πληροφορία από τη μελέτη του Αλβάρο Γκιγιό Μυνόζ: «Ο Λωτρεαμόν στο Μοντεβίδεο», που ανατρέπει πολλές από τις εικασίες για το οικογενειακό περιβάλλον του συγγραφέα. Ακόμη κι ο Εντμόν Ζαλού, μη έχοντας υπόψη το περιστατικό της Σελεστίν Ντυκάς, παρασύρεται σε συμπεράσματα για τη ζωή του νεαρού Ντυκάς, και για τις διαθέσεις των γονέων του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η διορατικότητα του, δεν πιάνει τα ξεσπάσματα της απελπισίας του Λωτρεαμόν λέγοντας: «... η οργή της άρνησής του, πρέπει να προέρχεται από δοκιμασίες που έχει υποστεί πριν γράψει τα Άσματα του Μαλντορόρ».
Βέβαιο είναι, πως αρχίζοντας να διαβάζει κανείς αυτό το βιβλίο, εκείνο που του κάνει εντύπωση, είναι το μίσος που τρέφει αυτό το παιδί για τους γονείς του και γενικά για τον άνθρωπο. Κι η αντίθεσή του για τον άνθρωπο, στέκεται μια από τις βασικές αρχές του έργου του. Για να φτάσει όμως κανείς σ ότι αφορά τον ίδιο τον Ιζιντόρ Ντυκάς, χρειάζεται να πάει ψηλαφίζοντας μέσα απ τις γενικότητες και να απομονώσει τα στοιχεία που τον αφορούν, πάντοτε φυσικά μέσα από το διδύναμο σκεπτικό του. Στις αρχές του έργου του λέει: «Με λίγες γραμμές θα αποδείξω πως ο Μαλντορόρ υπήρξε καλός, κείνα τα πρώτα χρόνια όσο ήταν ευτυχής. Κατόπιν κατάλαβε πως είχε γεννηθεί κακός». Εδώ αφήνει να εννοηθεί, πως όσο δεν ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει τι γινόταν γύρω του, ήταν ευτυχής. Προχωρώντας όμως στην ηλικία, φαίνεται πως ζει συγκλονιστικές καταστάσεις τις οποίες μας δίνει στη φοβερή στροφή του «εφήβου»: «Ω! τι ηδονή ν αρπάζεις απ το κρεβάτι του ένα παιδί που δεν έχει ιδρώσει ακόμα το χνούδι στο πάνω χείλι... και τη στιγμή που μόνο αυτό δεν περιμένει, να μπήγεις τα νύχια σου στο τρυφερό του στήθος... και στη συνέχεια να σκύβεις να του ρουφάς το αίμα και να γλύφεις τις πληγές». Και το σημείο αυτό πρέπει να είναι από τα βασικότερα τεκμήρια της αυτοβιογραφίας του, συνδέοντας το κανείς με τη στροφή του «Σκαραβαίου». Κατόπιν, στη στροφή της «Πυγολαμπίδας», έφηβος πια μας λέει πως είναι φθισικός: «Ενθάδε κείται ένας νέος που πέθανε φθισικός...». Το γεγονός πως είναι άρρωστος, το επαναλαμβάνει σε πολλά σημεία, κι ένα απ αυτά είναι στο τέλος της στροφής του «Ωκεανού»: «...γιατί όμως να ξαναγυρίζω στα φιλικά σου χέρια, για να χαϊδέψουν το μέτωπό μου που το ψήνει ο πυρετός, και στο άγγιγμα τους πέφτει!». Όμως πάλι: «... Σ ευχαριστώ ρινόλοφε, που μ εξύπνησες με το τίναγμα των φτερών σου... λένε πως ήρθες να μου ρουφήξεις το λίγο αίμα που μου μένει. Γιατί να το υποθέτουνε, δεν είναι τάχα αλήθεια;» στη στροφή όμως των «Σκύλων», μας παρασύρει σε μια ανακρίβεια, κάνοντας μνεία της μητέρας του: «Μια μέρα η μητέρα μου, μου είπε: ...όταν ακούς τα σκυλιά να αλυχτάνε να κουκουλώνεσαι στα σκεπάσματά σου και να μην κοροϊδεύεις ... Κι από τότε σέβομαι της πεθαμένης μου την επιθυμία». Εδώ ο Λωτρεαμόν, μας λέει λόγια που δεν άκουσε ποτέ, και είναι ένα απ τα σημεία που ασφαλώς θα πρέπει να έχει επιφέρει σύγχυση. Αν δεν βρισκόταν η ληξιαρχική πράξη του θανάτου της μητέρας του, όπως έχω ήδη αναφέρει, θα συνεχίζαμε να παρασυρόμαστε όπως έχουν κάνει μέχρι τώρα οι σχολιαστές του, τονίζοντας τις καλές προθέσεις των γονέων να στείλουν το παιδί τους να σπουδάσει στη Γαλλία. Τώρα  όμως έχοντας υπόψη, πως ο Λωτρεαμόν δεν γνώρισε μητέρα, τα πράγματα αλλάζουν και τίθεται το ερώτημα: Ποιος ανέλαβε την ανατροφή του βρέφους των 19 μηνών ως τα 15 του χρόνια που γίνεται αγόρι και φεύγει για τη Γαλλία, και σε ποιους κοντά έζησε όλα αυτά τα χρόνια. Αν ο Φρανσουά Ντυκάς ξαναπαντρεύτηκε μετά το θάνατο της γυναίκας του, αυτό δεν το ξέρει κανείς, και μέχρι τώρα δεν έχει αναφερθεί τίποτα. Και λέω μέχρι τώρα γιατί η έρευνα γύρω απ τον Λωτρεαμόν δεν πρόκειται να σταματήσει κι έχουμε πολλά ακόμα να πληροφορηθούμε. Πάντως, το μόνο θετικό που έχουμε αυτή τη στιγμή στα χέρια μας, είναι οι ομολογίες του ίδιου του συγγραφέα και οι οποίες πάντοτε πρέπει να αναχαιτίζουν τις συμπερασματολογίες των σχολιαστών του. Κι αυτές του οι ομολογίες είναι τα ξεσπάσματα της απόγνωσης του, όπως η στροφή της «Άμαξας», που χάνεται μέσα στο σύννεφο της σκόνης μ όλους εκείνους τους αδιάφορους επιβάτες, ενώ ακούγονται μέσα στη νύχτα οι σπαρακτικές κραυγές του: «Σταματήστε, σας ικετεύω. Οι γονείς μου με εγκατέλειψαν. Κι είμαι οχτώ χρονών παιδί...». Εδώ έμμεσα ο Λωτρεαμόν μας πληροφορεί πως διώχνεται, και το πιθανότερο αυτό να συμβαίνει στην Ουρουγουάη. Κάπου αλλού πάλι λέει: «Τα χρόνια της δικής μου άνοιξης πέρασαν ψυχρά και λυπημένα». Και πιο κάτω στην ίδια στροφή συνεχίζει: «Τι άγρια νύχτα τούτη η αποψινή... κάνει τον άνθρωπο να σιάζεται και τον νέο να συλλογιέται το κακό που έκαναν σε κάποιον από τους φίλους του, αν αυτός ο κάποιος δεν υπήρξα εγώ, τότε που ήμουνα παιδί». Τα σημεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν βιογραφικά είναι λίγα, και φαίνεται πως οι σχέσεις του με τους γονείς του αποσαφηνίζονται στη στροφή του «Σκαραβαίου», όπου απομονώνοντας κανείς ορισμένες περικοπές, καταλήγει σε τούτη τη συγκλονιστική αποκάλυψη: «Αν από μέρους σας ανυπομονείτε να μάθετε ως που θέλει να φτάσει η φαντασία μου, (που μακάρι να ήταν πράγματι μόνο φαντασία!), από μέρους μου έχω πάρει την απόφαση να ξεμπερδεύω, λέγοντας αυτά που έχω να σας πω, μόνο μια φορά (ποτέ δυο!) παρ όλο που κανείς δεν έχει το δικαίωμα να με κατηγορήσει πως μου λείπει το θάρρος.» όπου και αρχίζει την αφήγηση του καπετάνιου που γυρίζοντας σπίτι του μετά από ταξίδι, δεκατριών μηνών: «... βρίσκει την γυναίκα του λεχώνα ακόμη, να του έχει δώσει ένα κληρονόμο, για την αναγνώριση του  οποίου δεν παραδεχόταν καμία υποχρέωση». Και ακολουθεί ο θάνατος της γυναίκας κείνη την ίδια νύχτα, μετά από ένα περίπατο που την οδηγεί ο άντρας της στα τείχη του Σαν  Μαλό, με φοβερή κακοκαιρία. Εδώ ο Λωτρεαμόν, χωρίς να του λείπει το σθένος, ομολογεί, μπερδεύοντας μας στο ξέφρενο παιχνίδι της φαντασίας του, που είναι η στροφή του «Σκαραβαίου», στο τέταρτο άσμα, πως είναι ο α ν ε π ι θ ύ μ η τ ο ς  κ λ η ρ ο ν ό μ ο ς  του Φρανσουά Ντυκάς. Οπότε, ακολουθώντας κανείς συμπερασματικά το δρόμο των δεδομένων, φαίνεται πως ο Φρανσουά Ντυκάς για λόγους τιμής, καλύπτει το  γεγονός, και δέχεται το παιδί χωρίς να αποκλείεται απ ότι μας λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, να επισπεύδει με τον τρόπο του το χαμό της μοιχαλίδας. Κι έτσι να δικαιολογείται και η αδικαιολόγητη και καταφανής ψυχρότητα μεταξύ πατέρα και γιου. Ποιοι είναι όμως αυτοί, που τόσο μισεί και αηδιάζει ο Λωτρεαμόν; Επόμενο είναι μια τέτοια ερώτηση να μείνει χωρίς απάντηση, όπως επόμενο είναι, μια τέτοια εκρηκτική ύπαρξη που μας ξάφνιασε με το πέρασμά της απ τη ζωή, να είναι το αποκορύφωμα στιγμής μεγάλου έρωτα, παρά ο καρπός πεζής συμβατικότητας.
Και τώρα, φτάνοντας στο τέλος του οδοιπορικού μου, μέσα στις σελίδες του μαλντορορικού λαβύρινθου, που από τα δάχτυλά μου το χαρτί έχει χνουδιάσει, έχω να πω τούτο: με το ένα σκέλος στη σκέψη και το άλλο στη μαγεία, σ αυτήν τη γοητευτική μαγεία που αισθάνεται κανείς όταν μεταφέρεται στον εσωτερικό κόσμο κάποιου άλλου, προσπάθησα να δώσω το πορτραίτο μιας φωνής, συνταυτίζοντας ακόμα και την ανάσα μου μαζί της.