09 Οκτωβρίου 2011

Εμπάργκο (διήγημα) [Ζοζέ Σαραμάγκου]

πηγή : εδώ

ΕΜΠΑΡΓΚΟ

Ξύπνησε με την έντονη αίσθηση ενός πετσοκομμένου ονείρου κι είδε μπροστά του την γκριζωπή και παγωμένη επιφάνεια της τζαμαρίας, το σχιστό μάτι του πρωινού που έμπαινε, χλομό, κομμένο σταυρωτά και στάζοντας συμπυκνωμένη υγρασία. Σκέφτηκε πως η γυναίκα του είχε ξεχάσει να κλείσει την κουρτίνα όταν έπεσε για ύπνο, και εκνευρίστηκε: αν δεν κατάφερνε ν’ αποκοιμηθεί αμέσως, η μέρα του θα πήγαινε στράφι. Δεν είχε ωστόσο το κουράγιο να σηκωθεί για να κλείσει το παντζούρι: προτίμησε να σκεπάσει το πρόσωπο του με το σεντόνι και να γυρίσει πλευρό προς τη γυναίκα του που κοιμόταν, να καταφύγει στη θέρμη της και στη μυρωδιά των λυτών μαλλιών της. Απόμεινε μερικά λεπτά να περιμένει, τρέμοντας την πρωινή αγρύπνια. Ύστερα όμως τον συνέτρεξε η ιδέα πως το κρεβάτι είναι ένα χλιαρό κουκούλι και η λαβυρινθώδης παρουσία του κορμιού που πάνω του ακουμπούσε, και, γλιστρώντας σχεδόν σ’ έναν αργό κύκλο αισθησιακών εικόνων, πα­ραδόθηκε ξανά στον ύπνο. Το γκριζωπό μάτι της τζαμαρίας γινόταν γαλανό σιγά σιγά, ατενίζοντας σταθερά τα δυο κεφάλια που ξαπόσταιναν στο κρεβάτι, σαν ξεχασμένα απομεινάρια μιας μετακόμισης σε άλλο σπίτι ή σε άλλο κόσμο. Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι, μετά από δυο ώρες, το δωμάτιο είχε φωτίσει.
Είπε στη γυναίκα του να μη σηκωθεί, να χαρεί λίγο ακόμα το πρωινό, και γλίστρησε στον κρύο αέρα, στην απροσδιόριστη υγρασία των τοίχων, των πόμολων της πόρτας, της πετσέτας του μπάνιου. Κάπνισε το πρώτο τσιγάρο καθώς ξυριζόταν και το δεύτερο με τον καφέ, που στο μεταξύ είχε ζεσταθεί. Κατόπιν ντύθηκε στα τυφλά, χωρίς ν’ ανάψει το φως στο δωμάτιο. Δεν ήθελε να ξυπνήσει τη γυναίκα του. Μια δροσερή μυρωδιά κολόνιας ζωήρεψε το μισόφωτο, κι αυτό έκανε τη γυναίκα ν’ αναστενάξει από ευχαρίστηση ό­ταν ο άντρας της έσκυψε πάνω απ’ το κρεβάτι για να φιλήσει τα κλειστά της μάτια. Κι εκείνος ψιθύρισε πως δεν θα ερχόταν στο σπίτι για μεσημεριανό.
Έκλεισε την πόρτα και κατέβηκε γρήγορα τη σκάλα. Η πολυκατοικία έμοιαζε πιο σιωπηλή απ’ ό,τι συνήθως. «Ίσως είναι από την ομίχλη», σκέφτηκε. Είχε παρατηρήσει ότι η ομίχλη έμοιαζε με κώδωνα που έπνιγε τους ήχους και τους μετασχημάτιζε, διαλύοντας τους, επιδρώντας επάνω τους ό­πως στις εικόνες. Πρέπει να είχε ομίχλη. Στην τελευταία βαθμίδα της σκάλας θα μπορούσε πια να δει το δρόμο και να μάθει αν είχε πέσει μέσα. Εντέλει υπήρχε ένα φως γκριζωπό ακόμη, αλλά σκληρό και απαστράπτον, από χαλαζία. Στο κράσπεδο του πεζοδρομίου ένας μεγάλος νεκρός ποντικός. Κι ενόσω, σταματημένος στην πόρτα του, άναβε το τρίτο τσιγάρο, πέρασε ένας κουκουλωμένος πιτσιρίκος με κασκέτο που έφτυσε πάνω στο ζώο, όπως τον είχαν μάθει κι έβλεπε πάντα τους άλλους να κάνουν.
Το αυτοκίνητο βρισκόταν πέντε κτήρια παρακάτω. Τυχερός ήταν που είχε καταφέρει να το παρκάρει εκεί. Είχε αποκτήσει τη δεισιδαιμονία πως ο κίνδυνος να του το κλέψουν μεγάλωνε όσο πιο μακριά το άφηνε τη νύχτα. Χωρίς να το έχει πει ποτέ δυνατά, ήταν πεπεισμένος πως δεν θα ξανάβλεπε το αυτοκίνητο αν το άφηνε στην άλλη άκρη της πόλης. Εκεί, κοντά του, είχε εμπιστοσύνη. Το αυτοκίνητο εμφανίστηκε μπροστά του σκεπασμένο από σταγονίτσες, τα τζάμια καλυμμένα από την υγρασία. Αν δεν έκανε τόσο κρύο, θα ‘λέγε κανείς πως ίδρωνε σαν ζωντανό σώμα. Κοίταξε τα λάστιχα όπως το συνήθιζε, έλεγξε φευγαλέα πως η κεραία του δεν είχε σπάσει και άνοιξε την πόρτα. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου ήταν παγωμένο. Με τα τζάμια θαμπωμένα, ήταν μια διάφανη σπηλιά καταποντισμένη κάτω από έναν κατακλυσμό νερού. Σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να είχε αφήσει το αυτοκίνητο σε μέρος με κατηφόρα για να πάρει μπροστά ευκολότερα. Γύρισε το διακόπτη και την ίδια στιγμή η μηχανή βρυχήθηκε δυνατά, με ένα βαθύ και ανυπόμονο λαχάνιασμα. Χαμογέλασε ευχαριστημένος από την έκπληξη. Η μέρα ξεκινούσε καλά.
Ένα στενό πιο πάνω το αυτοκίνητο πήρε μπρος, ξύνοντας την άσφαλτο σαν ζώο με οπλές, παίρνοντας σβάρνα τα πεταμένα σκουπίδια. Το κοντέρ έδωσε ένα ξαφνικό σάλτο στα 90, ταχύτητα αυτοκτονίας σε στενό δρόμο περιστοιχισμένο από σταματημένα αυτοκίνητα. Τι ήταν αυτό;
Τράβηξε το πόδι του από το γκάζι ανήσυχος. Θα ‘λέγε σχεδόν πως του άλλαξαν τη μηχανή με μια άλλη, πολύ πιο δυνατή. Πάτησε προσεκτικά το γκάζι και δάμασε το αυτοκίνητο. Δεν ήταν τίποτα. Μερικές φορές δεν ελέγχει κανείς καλά την ισορροπία του ποδιού. Αρκεί το τακούνι του παπουτσιού να μη σταθεί πάνω στη συνηθισμένη του θέση για ν’ αλλάξει η κίνηση και η πίεση. Είναι απλό.
Απορροφημένος από το συμβάν, δεν είχε ακόμα κοιτάξει το δείκτη της βενζίνης. Μήπως τον είχαν κλέψει στη διάρκεια της νύχτας, όπως τόσες φορές είχε συμβεί προηγουμένως; Όχι. Ο δείκτης έδειχνε ακριβώς στα μισά του ρεζερβουάρ. Σταμάτησε σ’ ένα κόκκινο φανάρι, νιώθοντας το αυτοκίνητο να δονείται και να τεντώνεται στα χέρια του. Περίεργο. Δεν είχε προσέξει ποτέ το ζωώδες σπαρτάρισμα που διέτρεχε κατά κύματα τα ελάσματα του αμαξώματος και έκανε την κοιλιά του να τρέμει. Όταν άναψε πράσινο, το αυτοκίνητο φάνηκε να έρπει, να επιμηκύνεται σαν υγρό, για να προσπεράσει όσους βρίσκονταν μπροστά. Περίεργο. Όμως στην πραγματικότητα πάντα θεωρούσε τον εαυτό του πολύ καλύτερο οδηγό από το μέσο όρο. Η σημερινή επιδεξιότητα των αντανακλαστικών του, όσο κι αν ήταν εξαιρετική, ήταν θέμα καλής διάθεσης. Το ρεζερβουάρ στη μέση.
Αν έβρισκε ένα βενζινάδικο ανοιχτό, θα πήγαινε. Για καλό και για κακό, με όλες αυτές τις διαδρομές που είχε να κάνει τη μέρα αυτή προτού να πάει στο γραφείο, καλύτερα παρα­πάνω παρά λιγότερο. Κι αυτό το ηλίθιο εμπάργκο. Ο πανικός, οι ώρες αναμονής, ουρές δεκάδων
αυτοκινήτων. Λένε πως η βιομηχανία θα υποστεί τις συνέπειες. Το ρεζερβουάρ στη μέση. Άλλοι κυκλοφορούν αυτή την ώρα με πολύ λιγό­τερη βενζίνη, αν βρει όμως, θα το φουλάρει. Το αυτοκίνητο πήρε μια ισορροπημένη στροφή και με την ίδια κίνηση ρίχτηκε σε μια απόκρημνη ανηφόρα χωρίς προσπάθεια. Εκεί κοντά υπήρχε ένα βενζινάδικο που δεν το ήξεραν πολλοί, ίσως να ήταν τυχερός. Σαν το τσοπανόσκυλο που τρέχει με την όσφρηση, το αυτοκίνητο ελίχθηκε μέσα στην κίνηση, έστριψε σε δύο γωνίες και πήγε και στάθηκε στη θέση που το περίμενε στην ουρά. Καλά το θυμόταν.
Κοίταξε το ρολόι. Μπροστά θα πρέπει να βρίσκονταν κάπου είκοσι αυτοκίνητα. Δεν ήταν φοβερό. Σκέφτηκε όμως πως θα ήταν καλύτερα να πάει πρώτα στο γραφείο και ν’ αφήσει τις βόλτες για το απόγευμα, με το ρεζερβουάρ γεμάτο πια, χωρίς σκοτούρες. Κατέβασε το τζάμι για να φωνάξει έναν εφημεριδοπώλη που περνούσε. Ο καιρός είχε κρυώσει πολύ. Εκεί όμως, μέσα στο αυτοκίνητο, με την εφημερίδα ανοιχτή πάνω στο τιμόνι, καπνίζοντας όσο περίμενε, υπήρχε μια ευχάριστη ζέστη, σαν αυτή των σεντονιών. Κίνησε τους μυς της πλάτης του, με τη συστροφή ηδυπαθούς γάτου, καθώς θυμήθηκε τη γυναίκα του κουλουρια-σμένη στο κρεβάτι ακόμα τέτοια ώρα, και ανακάθισε καλύ­τερα στο κάθισμα. Η εφημερίδα δεν προμηνούσε καλά νέα. Το εμπάργκο συνεχιζόταν. Χριστούγεννα σκοτεινά και πα­γωμένα, έλεγε ένας τίτλος.
Εκείνος όμως διέθετε ακόμη μισό ρεζερβουάρ και σε λίγο θα το γέμιζε. Το μπροστινό αυτοκίνητο προχώρησε λίγο. Ωραία.
Μιάμιση ώρα αργότερα είχε φουλάρει και τρία λεπτά με­τά μάρσαρε. Κάπως ανήσυχος, γιατί ο υπάλληλος του είχε πει, χωρίς ιδιαίτερο ύφος στη φωνή του, τόσες φορές που είχε επαναλάβει την πληροφορία, πως δεν θα είχαν βενζίνη τις επόμενες δεκαπέντε μέρες. Στο κάθισμα δίπλα του η εφημερίδα ανήγγελλε αυστηρούς περιορισμούς. Τέλος πά­ντων, αν μη τι άλλο, το ρεζερβουάρ ήταν γεμάτο. Τι να έκανε; Να πήγαινε κατευθείαν στο γραφείο ή να περνούσε πρώτα από το σπίτι ενός πελάτη, μήπως κατάφερνε να κλείσει την παραγγελία; Διάλεξε τον πελάτη.
Ήταν προτιμότερο να δικαιολογήσει την καθυστέρηση με την επίσκεψη, αντί να χρειαστεί να πει ότι είχε περάσει μιάμιση ώρα στην ουρά για τη βενζίνη ενώ είχε μισό ρεζερβουάρ. Το αυτοκίνητο ήταν σε θαυμάσια φόρμα. Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο καλά οδη­γώντας το. Άνοιξε το ραδιόφωνο και έπεσε σ’ ένα δελτίο ειδήσεων. Οι ειδήσεις όλο και χειρότερες. Αμάν αυτοί οι Άραβες. Αμάν αυτό το ηλίθιο εμπάργκο.
Ξαφνικά το αυτοκίνητο ξεστράτισε και κατηφόρισε σ’ ένα δρόμο δεξιά, μέχρι που σταμάτησε σε μια ουρά αυτοκινήτων μικρότερη από την πρώτη. Τι ήταν πάλι ετούτο; Το ρεζερβουάρ ήταν γεμάτο, ναι, σχεδόν γεμάτο, τι στο καλό έπαθε. Μανουβράρισε το μοχλό των ταχυτήτων για να κάνει όπισθεν, αλλά το σασμάν δεν τον υπάκουσε. Προσπάθησε να πιέσει, αλλά οι ταχύτητες φαίνονταν μπλοκαρισμένες. Τι ανοησία. Και τώρα βλάβη. Το μπροστινό αυτοκίνητο προ­χώρησε. Με φόβο, προετοιμασμένος για το χειρότερο, έβα­λε πρώτη. Όλα τέλεια. Αναστέναξε με ανακούφιση. Πώς θα ήταν όμως η όπισθεν όταν θα τη χρειαζόταν ξανά;
Μισή ώρα κατόπιν έβαζε μισό λίτρο βενζίνη στο ρεζερβουάρ, νιώθοντας γελοίος κάτω από το περιφρονητικό βλέμμα του υπαλλήλου του βενζινάδικου. Του έδωσε ένα εξωφρενικό φιλοδώρημα και έβαλε μπρος κάτω από το θόρυβο τωv ελαστικών και της επιτάχυνσης.
Αναθεματισμένη έμπνευση. Και τώρα γρήγορα στον πελάτη, αλλιώς το πρωινό πάει χαμένο. Το αυτοκίνητο ήταν καλύτερα από ποτέ. Ανταποκρινόταν στις κινήσεις του σαν να ήταν μηχανική προέκταση του κορμιού του. Το θέμα της όπισθεν όμως τον έβαζε σε σκέψεις. Και να που είχε δίκιο να μπαίνει σε σκέψεις. Ένα μεγάλο φορτηγό έκλεινε όλο το οδόστρωμα. Δεν μπορούσε να το προσπεράσει, δεν είχε το χρόνο, είχε κολ­λήσει επάνω του. Και πάλι με φόβο, μανουβράρισε το μοχλό και η όπισθεν μπήκε μ’ έναν απαλό θόρυβο αναρρόφησης. Δεν θυμόταν το σασμάν να έχει αντιδράσει έτσι ποτέ πριν. Έστριψε το τιμόνι αριστερά, επιτάχυνε, και μ’ ένα μόνο τίναγμα το αυτοκίνητο ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, ξυστά από το φορτηγό, και βγήκε από την άλλη πλευρά, αδέσποτο, με την επιδεξιότητα ζώου. Το διαβολεμένο το αυτοκίνητο ήταν εφτάψυχο. Ίσως λόγω όλης αυτής της σύγχυσης με το εμπάργκο, πανικός παντού, οι αποδιοργανωμένες υπηρεσίες να είχαν βάλει στους σταθμούς καυσίμων βενζίνη πολύ με­γαλύτερης ισχύος. Πλάκα θα ‘χε.
Κοίταξε το ρολόι. Είχε νόημα πια να πάει στον πελάτη; Αν ήταν τυχερός, θα προλάβαινε το κατάστημα ανοιχτό. Αν βοηθούσε κι η κίνηση, ναι, αν η κίνηση βοηθούσε, είχε χρόνο. Η κίνηση όμως εδώ δεν βοήθησε. Εποχή Χριστουγέννων, παρ’ όλη την έλλειψη βενζίνης όλος ο κόσμος βγαίνει έξω για να κλείνει αυτούς που έχουν δουλειές. Και βλέποντας μια διασταύρωση μποτιλιαρισμένη, παραιτήθηκε από την προσπάθεια να πάει στον πελάτη. Καλύτερα να έλεγε κάποια δικαιολογία στο γραφείο και να το άφηνε για το απόγευμα. Μ’ όλους αυτούς τους δισταγμούς είχε παρεκκλίνει πολύ από το κέντρο. Έκαψε βενζίνη χωρίς λόγο. Τέλος πάντων, το ρεζερβουάρ ήταν γεμάτο. Σε μια πλατεία στο βάθος του δρόμου που κατέβαινε είδε άλλη μια ουρά με αυτοκίνητα που περίμεναν τη σειρά τους. Χαμογέλασε με ικανοποίηση και επιτάχυνε, αποφασισμένος να περάσει μαρσάροντας δίπλα από τους μουδιασμένους οδηγούς που περίμεναν. Το αυτοκίνητο όμως, στα είκοσι μέτρα, λοξοδρόμησε προς τα αριστερά από μόνο του και πήγε και σταμάτησε απαλά, σαν να αναστέναξε, στο τέλος της ουράς. Τι ήταν αυτό πάλι, αφού δεν ήθελε να βάλει άλλη βενζίνη; Τι σήμαινε αυτό, αφού το ρεζερβουάρ του ήταν γεμάτο; Απόμεινε να κοιτάζει τους διάφορους δείκτες, να ψηλαφίζει το τιμόνι, αναγνωρίζοντας με δυσκολία το αυτοκίνητο, και σ’ αυτή τη διαδοχή κινήσεων τράβηξε τον καθρέφτη και κοιτάχτηκε. Είδε πως ήταν σαστισμένος και σκέφτηκε πως είχε απόλυτο δίκιο. Ξανά στον καθρέφτη διέκρινε ένα αυτοκίνητο που κατηφόριζε το δρόμο και, όπως έδειχνε, θα ερχόταν να κάτσει στην ουρά. Ανήσυχος με την ιδέα ότι θα έμενε ακινητοποιημένος εκεί ε­νώ είχε γεμάτο το ρεζερβουάρ, μανουβράρισε γρήγορα το μοχλό για την όπισθεν. Το αυτοκίνητο αντιστάθηκε και ο μοχλός των ταχυτήτων του έφυγε μέσ’ από τα χέρια. Το επόμε­νο δευτερόλεπτο βρέθηκε στριμωγμένος ανάμεσα στους δυο γείτονες του. Διάολε. Τι να έπαθε το αυτοκίνητο;
Έπρεπε να το πάει στο συνεργείο. Μια όπισθεν που πότε δουλεύει πότε δεν δουλεύει είναι επικίνδυνη.
Είχαν περάσει πάνω από είκοσι λεπτά όταν το αυτοκίνητο μετακινήθηκε μέχρι το βενζινάδικο. Είδε τον υπάλληλο να φτάνει και η φωνή του πνίγηκε καθώς του ζήτησε να φουλάρει το ρεζερβουάρ. Την ίδια στιγμή έκανε μια απόπειρα ν’ αποφύγει την ντροπή, έβαλε γρήγορα πρώτη και πάτησε τη μίζα. Μάταια. Το αυτοκίνητο δεν κινήθηκε. Ο άντρας στο βενζινάδικο τον κοίταξε καχύποπτα, άνοιξε το ρεζερβουάρ και μετά από μερικά δευτερόλεπτα ήρθε να ζητήσει τα λεφτά ενός λίτρου, που έβαλε στην τσέπη γκρινιάζοντας. Την ίδια στιγμή η πρώτη έμπαινε χωρίς καμία δυσκολία και το αυτοκίνητο προχωρούσε, ευλύγιστο, ανασαίνοντας αργά. Κάτι δεν πήγαινε καλά με το αυτοκίνητο, με τις ταχύτητες, με τη μηχανή, με το διάολο μέσα του. Ή μήπως ο ίδιος έχανε τις δεξιότητες του ως οδηγός; Ή ήταν άρρωστος; Είχε κοιμηθεί πάντως καλά, δεν είχε περισσότερες έγνοιες στη ζωή του απ’ ό,τι τις άλλες μέρες. Καλύτερα θα ήταν ν’ αφήσει προς το παρόν τους πελάτες, να μην ασχοληθεί μαζί τους για την υπόλοιπη μέρα και να μείνει στο γραφείο. Ένιωθε ανήσυχος. Τριγύρω του το σασί του αυτοκινήτου δονούνταν συθέμελα, όχι μόνο στην επιφάνεια αλλά και στο εσωτερικό ίων αξόνων, και ο κινητήρας λειτουργούσε μ’ εκείνο τον α­νεπαίσθητο θόρυβο πνευμόνων που γεμίζουν και αδειάζουν, γεμίζουν κι αδειάζουν. Στην αρχή, χωρίς να ξέρει το γιατί, βρέθηκε να χαράζει με το μυαλό του ένα δρομολόγιο που θα τον απομάκρυνε από άλλα βενζινάδικα, και όταν αντιλήφθηκε τι έκανε τρόμαξε, φοβήθηκε πως δεν είναι στα καλά του. Έκανε διαδρομές, ξεμακραίνοντας ή κόβοντας δρόμο, μέχρι που έφτασε μπροστά στο γραφείο. Κατάφερε να παρ­κάρει το αυτοκίνητο και αναστέναξε με ανακούφιση. Έσβησε τη μηχανή, τράβηξε το κλειδί και άνοιξε την πόρτα. Δεν κατόρθωσε να βγει.
Νόμισε πως είχε πιαστεί η άκρη της γκαμπαρντίνας του, πως το πόδι του είχε σφηνωθεί στον άξονα του τιμονιού, κι έκανε άλλη μια προσπάθεια. Αναζήτησε μάλιστα τη ζώνη ασφαλείας, μήπως τυχόν την είχε δέσει χωρίς να το κατα­λάβει. Όχι. Η ζώνη κρεμόταν δίπλα του, ένα μαύρο και χαλαρό έντερο. «Ανοησίες», σκέφτηκε. «Μάλλον είμαι άρρωστος». Αφού δεν καταφέρνω να βγω έξω, θα είμαι άρρωστος.
Μπορούσε να κινεί ελεύθερα τα χέρια και τα πόδια, να κάμπτει ελαφρά τον κορμό ανάλογα με τις κινήσεις του, να κοιτάξει πίσω, να σκύβει λίγο προς τα δεξιά, προς το ντουλαπάκι, τα πλευρά του όμως κολλούσαν στην πλάτη του καθίσματος. Όχι άκαμπτα, αλλά όπως κολλά το μέλος στο σώ­μα. Άναψε τσιγάρο και ξαφνικά ανησύχησε, τι θα έλεγε το αφεντικό αν πρόβαλλε σ’ ένα παράθυρο και τον έβλεπε εκεί θρονιασμένο, μέσα στο αυτοκίνητο, να καπνίζει, χωρίς κα­μιά βιασύνη να βγει έξω. Ένας βίαιος ήχος κλάξον τον έ­κανε να κλείσει την πόρτα που είχε ανοίξει απ’ την πλευρά του δρόμου. Όταν το άλλο αυτοκίνητο πέρασε, άφησε την πόρτα ν’ ανοίξει αργά και πάλι, πέταξε έξω το τσιγάρο και, κρατώντας το τιμόνι και με τα δυο χέρια, έκανε μια απότο­μη, βίαιη κίνηση. Ανώφελη. Δεν αισθάνθηκε καν πόνο. Η ράχη του καθίσματος τον συγκράτησε γλυκά και τον κράτη­σε φυλακισμένο. Τι ήταν αυτό που του συνέβαινε; Χαμήλωσε τον καθρέφτη και κοιτάχτηκε.
Καμία αλλαγή στο πρό­σωπο. Μονάχα μια απροσδιόριστη στενοχώρια που μετά βίας έλεγχε. Γυρνώντας το κεφάλι του δεξιά, προς το πεζοδρόμιο, είδε ένα κοριτσάκι να τον παρακολουθεί, σαστισμένο αλλά και διασκεδάζοντας. Αμέσως μετά πρόβαλε μια γυναίκα μ’ ένα βαρύ παλτό στα χέρια, και το κορίτσι το φόρεσε χωρίς να πάψει να κοιτάζει. Κι οι δυο τους απομα­κρύνθηκαν, καθώς η γυναίκα έστρωνε το γιακά και τα μαλ­λιά της μικρής.
Γύρισε ξανά στον καθρέφτη, κοίταξε και κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Όχι όμως εκεί. Υπήρχαν άνθρωποι που τον κοιτούσαν, κόσμος που τον γνώριζε. Με ελιγμούς προσπά­θησε γρήγορα να απομακρυνθεί, απλώνοντας το χέρι στην πόρτα για να την κλείσει, και κατέβηκε στο δρόμο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Είχε ένα στόχο, ένα σκοπό πολύ συγκε­κριμένο που ήδη τον καθησύχαζε, τόσο μάλιστα ώστε επέτρεπε ένα χαμόγελο που απάλυνε λίγο τη στενοχώρια του.
Όταν πρόσεξε το πρατήριο, ετοιμαζόταν ήδη να περάσει από μπροστά του. Είχε μια επιγραφή που έγραφε «βενζίνη τέλος», και το αυτοκίνητο προχώρησε χωρίς την παραμικρή παράκαμψη, χωρίς να κόψει ταχύτητα. Δεν ήθελε να σκεφτεί το αυτοκίνητο. Χαμογέλασε κι άλλο. Τώρα έβγαινε από την πόλη, βρισκόταν πια στα προάστια, βρισκόταν κοντά στο μέρος που αναζητούσε. Χώθηκε σ’ ένα δρόμο υπό κατασκευή, έστριψε αριστερά και δεξιά, μέχρι που βγήκε σε μια έρημη ατραπό, ανάμεσα σε χαντάκια. Άρχιζε να βρέχει όταν σταμάτησε το αυτοκίνητο.
Η ιδέα του ήταν απλή. Όλο κι όλο έπρεπε να βγει από την γκαμπαρντίνα, συστρέφοντας τα χέρια και τον κορμό, γλιστρώντας έξω απ’ αυτήν, όπως ακριβώς κάνει το φίδι όταν αλλάζει δέρμα. Μέσα στον κόσμο δεν θα το τολμούσε, αλλά εκεί, μονάχος, μια ερημιά τριγύρω του και η πόλη τόσο μακριά που κρυβόταν πίσω απ’ τη βροχή, τι πιο εύκολο. Να όμως που γελιόταν. Η γκαμπαρντίνα κολλούσε πάνω στη ράχη του καθίσματος όπως ακριβώς και το σακάκι, το μάλλινο πουλόβερ, το πουκάμισο, η φανέλα, το δέρμα, οι μύες, τα κόκαλα.
Αυτό σκέφτηκε ασυναίσθητα όταν δέκα λεπτά αργότερα εξακολουθούσε να στριφογυρίζει μέσα στο αυτοκίνητο με κραυγές, κλαίγοντας. Απελπισμένος. Ήταν φυλακισμένος στο αυτοκίνητο. Όσο κι αν συστρεφόταν προς τα έξω, προς το άνοιγμα της πόρτας απ’ όπου έμπαι­νε η βροχή με ξαφνικές και παγωμένες ριπές, όσο κι αν στύ­λωνε τα πόδια του στην επάνω εξοχή του κουτιού των τα­χυτήτων, δεν κατάφερνε να ξεριζωθεί από το κάθισμα. Με τα δυο του χέρια κρατήθηκε από την οροφή και προσπάθη­σε να σηκωθεί. Ήταν σαν να ήθελε να σηκώσει τον κόσμο. Ρίχτηκε πάνω στο τιμόνι βογκώντας, πανικόβλητος. Μπρο­στά στα μάτια του οι υαλοκαθαριστήρες, που άθελα του εί­χε βάλει σε κίνηση μέσα στην αναμπουμπουλα, αιωρούνταν μ’ έναν ξερό θόρυβο, αυτόν του μετρονόμου. Από μακριά α­κούστηκε η σειρήνα ενός εργοστασίου. Και αμέσως μετά, στη στροφή του δρόμου, εμφανίστηκε έναν άντρας που έ­κανε πεντάλ σ’ ένα ποδήλατο, σκεπασμένος μ’ ένα μεγάλο μαύρο φύλλο πλαστικού, απ’ όπου η βροχή στράγγιζε σαν πάνω σε δέρμα φώκιας. Ο άντρας στο ποδήλατο κοίταξε με περιέργεια μέσα στο αυτοκίνητο και συνέχισε, ίσως απογοητευμένος ή σαστισμένος που είδε έναν άντρα μονάχο και όχι το ζευγάρι που νόμισε από μακριά.
Αυτό που συνέβαινε ήταν παράλογο. Κανείς ποτέ δεν βρέθηκε φυλακισμένος κατ’ αυτό τον τρόπο στο ίδιο του το αυτοκίνητο, από το ίδιο του το αυτοκίνητο. Κάποιος τρόπος έπρεπε να υπάρχει για να βγει από κει. Με τη βία μάλλον όχι. Μήπως σ’ ένα γκαράζ; Όχι. Τι θα έλεγε; Να φωνάξει την αστυνομία; Και μετά; Θα μαζευόταν κόσμος, όλοι θα κοί­ταζαν καθώς το όργανο προφανώς θα τον τραβούσε από το ένα χέρι και θα ζητούσε βοήθεια από τους παρόντες, και θα ήταν ανώφελο, γιατί η ράχη του καθίσματος θα τον κρατού­σε γλυκά κολλημένο πάνω της. Και θα ‘ρχονταν οι δημοσιογράφοι, οι φωτογράφοι, και θα τον έδειχναν βαλμένο μέσα στο αυτοκίνητο του σε όλες τις εφημερίδες την επομένη, καταντροπιασμένο σαν κουρεμένο ζώο στη βροχή. Έπρεπε να βρει άλλο τρόπο. Έσβησε τη μηχανή και χωρίς να διακόψει την κίνηση του πετάχτηκε βίαια έξω, όπως επιτίθεται κανείς εξαπίνης. Κανένα αποτέλεσμα. Τραυματίστηκε στο μέτωπο και στο αριστερό χέρι, και ο πόνος του προκάλεσε μια δίνη που παρατάθηκε, καθώς μια αιφνίδια και ακατά­σχετη διάθεση να ουρήσει διογκωνόταν απελευθερώνοντας ατελείωτο το ζεστό υγρό που ράντιζε κι έτρεχε ανάμεσα στα πόδια του και πάνω στο δάπεδο του αυτοκινήτου. Όταν συναισθάνθηκε όλα αυτά, άρχισε να κλαίει χαμηλόφωvα, μ’ ένα βογκητό, εξαθλιωμένα, κι έτσι απέμεινε μέχρι που ένας σκύλος, ερχόμενος από τη βροχή, του γάβγισε, ελεεινός και χωρίς ζέση, από την πόρτα του αυτοκινήτου.
Έβαλε μπρος αργά, με τις κινήσεις βαριές σαν σε βαθύ όνειρο, και προχώρησε προς την ατραπό, καταβάλλοντας προσπάθεια για να μη σκέφτεται, για να μην αφήσει την κα­τάσταση να καταλάβει τη διάνοια του. Είχε μια συγκεχυμένη επίγνωση πως έπρεπε να βρει κάποιον να τον βοηθήσει. Ποιος θα μπορούσε όμως να είναι αυτός; Δεν ήθελε να τρο­μάξει τη γυναίκα του, αλλά δεν είχε κι άλλη λύση. Ίσως ε­κείνη κατάφερνε ν’ ανακαλύιρει τη λύση. Αν μη τι άλλο δεν θα αισθανόταν τόσο απελπιστικά μόνος.
Ξαναμπήκε στην πόλη, προσεκτικός στα σήματα, χωρίς απότομες κινήσεις στο κάθισμα, σαν να ήθελε να εξευμενί­σει τις δυνάμεις που τον κρατούσαν. Ήταν περασμένες δύο και η μέρα είχε σκοτεινιάσει πολύ. Είδε τρία βενζινάδικα, αλλά το αυτοκίνητο δεν αντέδρασε. Όλα είχαν την επιγραφή «βενζίνη τέλος». Όσο περισσότερο εισχωρούσε στην πό­λη, όλο έβλεπε εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα σε αφύσικη στάση, με τα κόκκινα τρίγωνα τοποθετημένα στο πίσω τζά­μι, σημάδι βλάβης σε άλλες περιστάσεις, που τώρα όμως σήμαινε σχεδόν πάντα έλλειψη βενζίνης. Δυο φορές είδε ομά­δες αντρών να σπρώχνουν αυτοκίνητα πάνω στα πεζοδρό­μια, με έντονες κινήσεις εκνευρισμού, κάτω από τη βροχή που έπεφτε ακόμα.
Όταν επιτέλους έφτασε στην οδό όπου έμενε, χρειάστηκε να σκεφτεί έναν τρόπο να φωνάξει τη γυναίκα του. Σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά στην πόρτα, χαμένος, σχεδόν στα πρόθυρα μιας ακόμα νευρικής κρίσης. Περίμενε να συμβεί το θαύμα να κατέβει η γυναίκα του ως έργο και αποτέλεσμα της σιωπηλής του έκκλησης για βοήθεια. Περίμενε μερικά λεπτά, μέχρι που ένα περίεργο αγόρι απ’ τη γειτονιά πλησίασε κι εκείνος μπόρεσε να του ζητήσει, με α­ντάλλαγμα ένα νόμισμα, ν’ ανέβει στον τρίτο όροφο και να πει στην κυρία που έμενε εκεί πως ο άντρας της την περίμενε κάτω, στο αυτοκίνητο. Και να ‘ρθει γρήγορα γιατί ήταν πολύ επείγον. Ο μικρός πήγε, κατέβηκε, είπε πως η κυρία έρχεται και έφυγε τρέχοντας, έχοντας κερδίσει τον επιούσιο. Η γυναίκα είχε κατέβει όπως κυκλοφορούσε μέσα στο σπίτι, δεν είχε σκεφτεί καν να φέρει μια ομπρέλα, και τώρα βρισκόταν στη μισάνοιχτη πόρτα αναποφάσιστη, παρεκκλίνοντας άθελα της το βλέμμα στην άκρη του πεζοδρομίου, στον άτονο ποντικό, με το τρίχωμα ορθωμένο, διστάζοντας αν θα διέσχιζε το πεζοδρόμιο μέσα στη βροχή, λιγάκι εκνευρισμένη με τον άντρα της που την έκανε να κατέβει χωρίς λόγο, ενώ μπορούσε κάλλιστα να είχε ανέβει εκείνος να της πει αυτό που ήθελε. Όμως ο άντρας της έγνεφε μέσα απ’ το αυτοκίνητο κι εκείνη τρόμαξε κι έτρεξε. Άπλωσε το χέρι στην πόρτα, με βιάση για να ξεφύγει από τη βροχή, και, όταν επιτέλους την άνοιξε, είδε μπροστά στο πρόσωπο της το ανοιχτό χέρι του άντρα της να τη σπρώχνει χωρίς να την αγ­γίζει. Φοβήθηκε κι έκανε να μπει μέσα, ο άντρας της όμως της φώναξε να μην το κάνει, πως ήταν επικίνδυνο, και της διηγήθηκε αυτό που συνέβαινε, ενώ εκείνη σκυμμένη δεχόταν στην πλάτη όλη τη βροχή που έπεφτε, και τα μαλλιά της ξεχτενίζονταν, και ο τρόμος τής ρυτίδωνε ολόκληρο το πρόσωπο. Και είδε τον άντρα της, μέσα σ’ εκείνο το θερμό και ποτισμένο κουκούλι που τον απομόνωνε από τον κόσμο, να συστρέφεται ολόκληρος στο κάθισμα για να βγει από το αυ­τοκίνητο και να μην τα καταφέρνει. Αποτόλμησε να τον α­δράξει από το ένα χέρι και να τον τραβήξει, δύσπιστη, αλλά ούτε αυτή κατάφερε να τον μετακινήσει από κει. Και καθώς αυτό που συνέβαινε παραήταν τρομερό για να το πιστέψει, απόμειναν κι οι δυο σιωπηλοί να κοιτάζονται, μέχρι που ε­κείνη σκέφτηκε ότι ο άντρας της ήταν τρελός και προσποι­ούνταν πως δεν μπορούσε να βγει. Έπρεπε να φωνάξει κά­ποιον να τον αναλάβει, να τον πάει εκεί που περιθάλπουν την τρέλα. Προσεκτικά, με πολλές λέξεις, είπε στον άντρα της να περιμένει λιγάκι, πως δεν θ’ αργούσε, θα πήγαινε να φέρει βοήθεια για να βγει εκείνος έξω, κι έτσι θα έτρωγαν μαζί μεσημεριανό κι εκείνος θα τηλεφωνούσε στο γραφείο και θα έλεγε ότι ήταν κρυωμένος. Και δεν θα πήγαινε για δουλειά το απόγευμα. Και να ησυχάσει, δεν ήταν σοβαρό αυτό που συνέβαινε, θα δει πως δεν θ’ αργήσει καθόλου.
Όταν όμως εκείνη εξαφανίστηκε στη σκάλα, εκείνος φαντάστηκε ξανά τον εαυτό του περιτριγυρισμένο από κόσμο, τη φωτογραφία στις εφημερίδες, την ντροπή του που είχε κατουρηθεί παντού, και περίμενε ακόμα μερικά λεπτά. Και όσο επάνω η γυναίκα του τηλεφωνούσε παντού, στην αστυ­νομία, στο νοσοκομείο, πασχίζοντας για να πιστέψουν εκείνη και όχι τη φωνή της, δίνοντας το δικό της όνομα και του συζύγου, το χρώμα του αυτοκινήτου, τη μάρκα, τις πινακί­δες, εκείνος δεν μπόρεσε ν’ αντέξει την αναμονή και τη φαντασία και άναψε τη μηχανή. Όταν η γυναίκα του κατέβηκε και πάλι, το αυτοκίνητο είχε εξαφανιστεί κι ο ποντικός είχε γλιστρήσει από την άκρη του πεζοδρομίου, επιτέλους, και κυλούσε στον κεκλιμένο δρόμο, παρασυρμένος από το νερό που έτρεχε από τα λούκια. Η γυναίκα φώναξε, ο κόσμος όμως άργησε να φανεί, και δυσκολεύτηκε πολύ να τους εξηγήσει.
Μέχρι το νύχτωμα ο άντρας κυκλοφορούσε μέσα στην πόλη, περνώντας από άδεια βενζινάδικα, μπαίνοντας σε ουρές αναμονής χωρίς να το έχει επιλέξει, ανήσυχος γιατί τα λεφτά του τελείωναν κι εκείνος δεν ήξερε τι θα συνέβαινε όταν δεν θα είχε πια λεφτά και το αυτοκίνητο θα σταματούσε μπροστά σ’ ένα βενζινάδικο για να του βάλουν κι άλλη βενζίνη. Κι αν αυτό τελικά δεν συνέβη, ήταν επειδή όλα τα πρατήρια άρχισαν να κλείνουν και οι ουρές που υπήρχαν περίμεναν απλώς την επόμενη μέρα, και επομένως ήταν καλύτερο να αποφύγει να συναντήσει ανοιχτά πρατήρια για να μη χρειαστεί να σταματήσει. Σε μια λεωφόρο μακριά και φαρδιά, χωρίς σχεδόν καθόλου κίνηση, το περιπολικό επιτάχυνε και τον προσπέρασε, και καθώς τον προσπερνούσε ένας χωροφύλακας του έκανε νόημα να σταματήσει. Εκείνος όμως φοβήθηκε ξανά και δεν σταμάτησε. Άκουσε πίσω του τη σειρήνα της αστυνομίας και είδε επίσης, ερχόμενο ποιος ξέρει από πού, έναν ένστολο μοτοσικλετιστή παραλίγο να τον φτάνει. Το αυτοκίνητο όμως, το αυτοκίνητο του, έβγαλε ένα βρυχηθμό, ένα δυναμικό τίναγμα και βγήκε μ’ έ­ναν πήδο εμπρός, προς την είσοδο της εθνικής οδού. Η αστυνομία τον ακολουθούσε από μακριά, όλο και μακρύτερα, κι όταν έπεσε η νύχτα δεν υπήρχε πια σημάδι της, και το αυτοκίνητο ρόλαρε σε άλλο δρόμο.
Πεινούσε. Είχε κατουρήσει ξανά, ταπεινωμένος πια τόσο που δεν μπορούσε να ντραπεί. Και παραληρούσε λίγο: καταραμένος, κατουρημένος. Πήγαινε ολοένα πιο καταπτοημένος, αλλάζοντας τα σύμφωνα με τα φωνήεντα, σε μια ασυνείδητη και καταναγκαστική άσκηση που τον προ­στάτευε από την πραγματικότητα. Δεν σταματούσε γιατί δεν ήξερε πού θα κατέληγε. Αλλά το ξημέρωμα, δυο φορές, έβγαλε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και προσπάθησε αργά να βγει, λες και στο μεταξύ αυτός και το αυτοκίνητο είχαν καταλήξει σε μια συμφωνία εκεχειρίας και είχε έρθει πια η στιγμή ο καθένας τους να δώσει ένα δείγμα καλής πίστης. Δυο φορές μίλησε χαμηλόφωνα όταν το κάθι­σμα τον συγκράτησε, δυο φορές προσπάθησε να πείσει το αυτοκίνητο να τον αφήσει να βγει και ομοίως δυο φορές, στη νυχτερινή και παγωμένη ερημιά, όπου η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα, ξέσπασε σε κραυγές, σε ουρλιαχτά, σε κλά­ματα, σε τυφλή απελπισία. Οι πληγές στο κεφάλι και το χέρι μάτωσαν ξανά. Κι εκείνος με λυγμούς, ασφυκτιώντας, βογκώντας σαν πανικοβλημένο ζώο, συνέχισε να οδηγεί το αυτοκίνητο. Αφέθηκε στην οδήγηση.
Όλη νύχτα ταξίδευε χωρίς να ξέρει για πού. Διέσχισε οικισμούς χωρίς να δει πουθενά όνομα, διέτρεξε μακρές ευθείες, ανέβηκε και κατέβηκε βουνά, έδεσε κι έλυσε κόμπους στις στροφές, κι όταν άρχισε να ξημερώνει βρέθηκε κάπου, σε μια κατεστραμμένη οδό, όπου το νερό της βροχής μαζευόταν σε λάκκους ρυτιδιασμένους στην επιφάνεια. Η μηχανή βρυχιόταν δυναμικά, τραβώντας τους τροχούς από τη λάσπη, και όλο το σασί του αυτοκινήτου δονούνταν μ’ έναν ανησυχητικό ήχο. Η μέρα μπήκε για τα καλά, χωρίς να κατορθώσει ο ήλιος να φανεί, όμως η βροχή σταμάτησε ξαφνικά. Η εθνική μετατρεπόταν σ’ έναν απλό δρόμο, που μπροστά, ανά πάσα στιγμή, έμοιαζε πως θα χανόταν ανάμεσα στις πέτρες. Πού βρισκόταν ο κόσμος; Μπροστά στα μάτια του ανοίγονταν λιβάδια κι ένας ουρανός εκπληκτικά χαμηλός. Έβγαλε μια κραυγή και χτύπησε με τις κλειστές γροθιές του το τιμόνι. Τότε ήταν που είδε ότι ο δείκτης του ρεζερβουάρ βρισκόταν στο μηδέν. Η μηχανή φάνηκε να ξεριζώνεται απ’ τον εαυτό της κι έσυρε το αυτοκίνητο κάπου είκοσι μέτρα ακόμα. Μετά από εκείνο το σημείο γινόταν πάλι αυτοκινητόδρομος, αλλά η βενζίνη είχε τελειώσει.
Το μέτωπο του γέμισε κρύο ιδρώτα. Η ναυτία τον γράπωσε και τον ταρακούνησε απ’ την κορφή ως τα νύχια, ένα πέπλο κάλυψε ξαφνικά τα μάτια του. Στα τυφλά άνοιξε την πόρτα για ν’ απελευθερωθεί από την ασφυξία που ερχόταν από κει, και στην κίνηση του αυτή, θες γιατί η μηχανή πέθαινε, θες γιατί είχε πεθάνει, το σώμα του κρεμάστηκε από την αριστερή πλευρά και γλίστρησε από το αυτοκίνητο. Γλίστρησε λίγο ακόμα και άραξε πάνω στις πέτρες. Η βροχή άρχισε πάλι να πέφτει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: