01 Μαΐου 2013

Η Μαρξική Θεωρία του Κράτους [Henri Lefebvre, μετ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος]

















Σημείωμα του Μεταφραστή (από τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έρασμος).

Το κείμενο πού παρουσιάζουμε είναι το Ε' κεφάλαιο από το βιβλίο Sociologie de Marx (1966) και το επιλέξαμε όχι μόνο για την αυτοτέλειά του αλλά κυρίως για τη σπουδαιότητα του αντικειμένου του, το όποιο ο Λεφέβρ πραγματεύεται εξαντλητικά. Αποτελεί μια πιστή, περιεκτική και ζωντανή έκθεση των περί κράτους ιδεών του Μαρξ και, ως εκ τούτου, μιαν επαρκή εισαγωγή στη βαθύτερη μελέτη της πολιτικής του φιλοσοφίας.
Αλλά πέραν τούτου η αξία εργασιών όπως αυτής εδώ είναι πώς, ανατρέχοντας στις πηγές της μαρξικής κριτικής του κράτους, όταν ο θεσμοποιημένος «μαρξισμός» είχε θεοποιήσει τον πολιτικό ρεαλισμό και την κρατική εξουσία, μας υποχρέωνε και μας υποχρεώνει ακόμη και σήμερα, να σκεφτούμε από την αρχή - δηλαδή να σκεφτούμε ριζικά - το πρόβλημα. Και ναι μεν ό Λεφέβρ δεν υπερβαίνει τα όρια μιας μαρξικής κριτικής της εγελιανής αντίληψης του κράτους, εντούτοις έστω και μέσα σ' αυτά τα όρια η κριτική του παραμένει καίρια για τον απλούστατο λόγο πώς η πραγματικότητα του κράτους δεν υπερέβη ποτέ μέχρι τώρα την εγελιανή σύλληψή του. Ιδιαίτερα οι παρατηρήσεις που αναφέρονται στον ιδεολογικό χαρακτήρα της γραφειοκρατικής γνώσης, στην ψευδή, κατασκευασμένη «ειδημοσύνη» του εξουσιαστικού σώματος, αποτελούν μια θεμελιώδη απάντηση στην κρατική αυθεντία της τεχνολογικής εποχής στον βαθμό πού αυτή η αυθεντία δεν αρκείται στην αυτοδικαίωοη και στον αμοραλισμό αλλά επιχειρεί να αναζητήσει μια «λειτουργική» κοινωνική αναγκαιότητα και, έμμεσα, μια ηθική - φιλοσοφική δικαίωση.
Η αναδρομή στις ρίζες της μαρξικής θεωρίας ενοποιεί τη σύγχρονη κριτική της έννοιας του κράτους πού είχε διασπαστεί από το ιστορικό γεγονός της ύπαρξης «σοσιαλιστικών» κρατών. Μια σημερινή μαρξική κριτική του κράτους δεν μπορεί παρά να θεμελιώνεται στην κριτική της «ειδικής γνώσης» και συνεπώς στην κριτική της γραφειοκρατίας: «Ποιά είναι λοιπόν η πραγματική αρχή της καλούμενης «γνώσης» ή «ειδημοσύνης»; Η αυθεντία. Η λατρεία
της εξουσίας συνιστά την κατ' εξοχήν γραφειοκρατική νοοτροπία, αντιφάσκοντας απ' αυτή την άποψη προς κάθε σύστημα γνώσης». Η εργασία του Λεφέβρ, ξεφεύγοντας τελείως από τη σύγχρονη πολιτική γραφή, καταφεύγει επίμονα στα ίδια τα κείμενα και αναζητάει τη διάρκεια τους όχι σ' αυτό που οι πρακτικοί πολιτικοί ισχυρίζονται πώς πραγματοποιούν, αλλά στην άρνηση κάθε μεταφορικού προσχήματος του κράτους. Με αυτή την έννοια η ένσταση του «κοινωνικού» (συγκεκριμένου) εναντίον του «πολιτικού» (αφηρημένου) αποτελεί τη ρίζα της πολιτικής σκέψης του Μαρξ.
Αυτήν τη ρίζα αναδεικνύει η μελέτη του Λεφέβρ όταν διερευνά την περί κράτους αντίληψη του Μαρξ περνώντας από τα πρώτα του έργα (που αποτελούν φιλοσοφικο-πολιτική επίθεση, και συγχρόνως φόρο τιμής, στον Χέγκελ) στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», με το όποιο ό γέρος και άρρωστος Μαρξ ρίχνει τα τελευταία πυρά του εναντίον ενός εχθρού που πολέμησε σ’ όλη του τη ζωή - εναντίον του πολιτικού ρεαλισμού και του χυδαίου πρακτικισμού πού μετέβαλαν τις ιδέες και τα οράματα σε εύχρηστα εργαλεία καιροσκόπων πολιτικάντηδων.
Και οφείλουμε κάθε σεβασμό σε εργασίες όπως αυτή του παρα   δοσιακού μαρξιστή Λεφέβρ οι όποιες, αν μη τί άλλο, αποκαθιστούν το κομματιασμένο νήμα και την αγωνία μιας σκέψης που ό νεοσχολαστικισμός (κομματικός είτε ακαδημαϊκός) θέλει να διακρίνει σε «νέο» και «ώριμο» Μαρξ - σε «φιλόσοφο» και σε «οικονομολόγο»: «Η ανθρώπινη ελευθερία ορίζεται στο κοινωνικό, όχι στο πολιτικό επίπεδο. Θα κατορθώσει το σύγχρονο κράτος να καταπνίξει εντελώς την κοινωνική ζωή υπό το πέλμα της πολιτικής; Ιδού το ερώτημα που οι λασσαλιστές αγνόησαν και που ο Μάρξ δεν έπαψε ούτε στιγμή να θέτει». Αυτή η αγωνία της σκέψης μπροστά στον κατακερματισμό της καταλήγει στην αναφώνηση με την όποια ο Μαρξ τελειώνει το τελευταίο του κείμενο - και τον θεωρητικό τον βίο: Dixit et salvavi animam meam.

Κι ένα απόσπασμα:


[…]
Η γραφειοκρατία, είτε περιστασιακά είτε αδιάλειπτα, αντιτάσσει τους σκοπούς της και το πνεύμα της στους σκοπούς και στο πνεύμα του κράτους. Ως τυπικό πνεύμα του κράτους βρίσκει ότι στην πραγματικότητα το κράτος στερείται πνεύματος˙ προσπαθώντας να αναπληρώσει αυτή την έλλειψη μετατρέπει την προσπάθειά της σε καντιανή ηθική: σε τυπικό καθήκον, σε κατηγορική προσταγή. Οι προσπάθειές της να διορθώσει το κράτος επιβεβαιώνουν απλώς την πεποίθησή της ότι η ίδια αποτελεί τον σκοπό και το υπέρτατο νόημα του κράτους. Η ίδια σύγχυση και αντιστροφή που παρατηρήσαμε μεταξύ της γραφειοκρατίας και των συστατικών της κοινωνίας (συντεχνιών κ.λπ.) χαρακτηρίζουν τώρα και τις σχέσεις μεταξύ κράτους και γραφειοκρατίας. Εδώ η σύγχυση και η αντιστροφή παράγονται ανάμεσα στη μορφή και στο περιεχόμενο. Ως δια μαγείας η γραφειοκρατία μεταλλάσσει την καθαρή [αφηρημένη] μορφή σε συγκεκριμένο περιεχόμενο, το περιεχόμενο σε μορφή, τον τυπικό σκοπό σε πρακτική δραστηριότητα. Οι σκοποί του κράτους μετατρέπονται λοιπόν σε σκοπούς της γραφειοκρατίας και αντιστρόφως˙ η αξεδιάλυτη περιπλοκή δεν αποκλείει τις συγκρούσεις. «Η γραφειοκρατία είν' ένας κύκλος απ' τον οποίο κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει». Αλλά η μεταφορά του μαγικού κύκλου είναι παραπλανητική. Κι αυτός ο κύκλος συνιστά επίσης μια ιεραρχία κύκλων που εξαρτώνται από την κορυφή. (Σ' αυτό το εδάφιο ο Μαρξ φαίνεται πώς έχει κατά νου τούς κύκλους της δαντικής κολάσεως.) Ποιο είναι το θεμέλιο και η δικαιολογία αυτής της ιεραρχίας; Είναι η «ειδημοσύνη».
Ας εξετάσουμε λοιπόν αυτήν τη γραφειοκρατική «γνώση», την αρμοδιότητα των γραφείων και των ειδικών που τα επανδρώνουν. Αυτή η γνώση έχει διάφορα ειδικά χαρακτηριστικά. Αποτελεί, ή προσπαθεί ν' αποτελέσει, ένα συναφές σύνολο, ένα σύστημα. Αυτός ό συστηματικός χαρακτήρας επικυρωμένος φιλοσοφικά, υποτίθεται πώς εγγυάται τη φιλαλήθεια των γραφειοκρατών, πως υψώνει τη γραφειοκρατία σε κριτήριο της αλήθειας αποκλείοντας ψευδαισθήσεις και φαινομενικότητες. Αυτό δεν αντέχει στον κριτικό έλεγχο. Και πρώτα-πρώτα, το σύστημα της γνώσης μεταφράζεται πρακτικά σε μια ιεραρχία της γνώσης. Η διεύθυνση ξέρει περισσότερα από τούς υφισταμένους άλλα στηρίζεται πάνω τους για ζητήματα που έχουν να κάνουν με λεπτομέρειες. Εν τω μεταξύ οι υφιστάμενοι πιστεύουν πως η διεύθυνση είναι ικανή για μια έλλογη σύλληψη της σύνολης κατάστασης. Έτσι άλληλοαπατώνται. Η γνώση διχάζεται: σε λεπτομέρεια και γενικότητα, σε εμπειρικό και έλλογο, σε πραγματικότητα και σε φαντασίωση, σε υλικό και σε πνευματικό. Όπως συμβαίνει και στη φιλοσοφία! Κάθε τι που είναι ή θεωρείται γνωστό χωρίζεται στα δύο. Κάθε πράγμα παίρνει δυο σημασίες: τη μια πραγματική και πρακτική, την άλλη γραφειοκρατική. Η δήθεν συνεπής και συστηματοποιημένη γνώση διχάζεται όπως και στη φιλοσοφία: θετικισμός, από τη μια, βουλησιαρχία από την άλλη. Αλλά στον γραφειοκρατικό τρόπο μεταχείρισης ανθρώπων και πραγμάτων η κατάσταση, επειδή έχει σχέση με πράξεις, δυνάμεις και βουλήσεις είναι πιο σοβαρή απ' όσο στη φιλοσοφία. Σ' αυτό τον αντεστραμμένο κόσμο οι πραγματικές υπάρξεις βρίσκουν μεταχείριση ανάλογη προς τη γραφειοκρατική τους ύπαρξη, ανάλογη προς την εικόνα που ο γραφειοκρατικός κόσμος σχηματίζει γι' αυτές. Η μη πραγματική, μετατεθημένη σημασία παίρνει τη θέση της πραγματικής, και η πνευματικότητα τη θέση της υλικότητας. Η γραφειοκρατία κρατάει για τον εαυτό της τη λογικότητα που βρίσκεται συμπυκνωμένη στον κοινωνικό κόσμο, παίρνει το μονοπώλιο της, και η συνέπεια είναι πως η λογικότητα μεταλλάζει στο αντίθετο της˙ η παράλογη κατάσταση φανερώνεται στον διχασμό της γραφειοκρατικής γνώσης και στον μη πραγματικό της χαρακτήρα.
Ένας άλλος διχασμός είναι ακόμα σπουδαιότερος. Η γνώση μεταμορφώνεται σε μυστικό, η ειδημοσύνη σε μυστήριο. Το γραφειοκρατικό πνεύμα χαρακτηρίζεται από τη μυστικότητα με την οποία περιβάλλονται οι αρμοδιότητες του, από τον κλειστό χαρακτήρα της γραφειοκρατικής συντεχνίας. Αυτή είναι μια άλλη αναλογία προς τη φιλοσοφία, τη θρησκεία - την ιδεολογία γενικά. Έτσι καταλαμβάνει και διατηρεί το Είναι του κράτους και της κοινής γνώμης εμποδίζοντας την αποϊεροποίηση του κράτους, του υπέρτατου πνεύματος που επιστέφει τη γραφειοκρατική κεφαλή. Ποια είναι λοιπόν η πραγματική αρχή αυτής της περίφημης «ειδημοσύνης»; Η αυθεντία. Η λατρεία της αυθεντίας συνιστά την κατ' εξοχήν γραφειοκρατική νοοτροπία, αντιφάσκοντας, απ’ αυτή την άποψη, προς κάθε σύστημα γνώσης. Η ιδεολογία υφίσταται έναν αντίστοιχο μετασχηματισμό. Η πνευματοκρατία, η εξιδανικευμένη αναπαράσταση υψηλότερων σφαιρών, η ψευδής αναπαράσταση υπάρξεων πραγματικών, γίνεται «χυδαίος υλισμός»: ο υλισμός της παθητικής υπακοής, της βλακώδους πίστεως, των αμετάλλακτων, μηχανικών, καθημερινών καθηκόντων. Για το γραφειοκρατικοποιημένο άτομο, οι υπέρτατοι σκοποί του κράτους γίνονται ιδιωτική υπόθεση: γίνονται η καριέρα του. Επειδή η ύπαρξή του είναι η ύπαρξη του ιδιαίτερου γραφειοκρατικού κλάδου στον οποίο ανήκει, το κράτος δεν υπάρχει γι' αυτόν παρά μόνο σαν ένας τύπος: ο μόνος δεσμός των γραφειοκρατικών πνευμάτων είναι η παθητική υποταγή στην αμέσως ανώτερη σειρά της ιεραρχίας. Η  πραγματική γνώση αδειάζει˙ η πραγματική ζωή δεν εμφανίζεται παρά μόνο νεκρή, εφόσον η ψευδής γνώση και η φαντασιώδης ζωή των γραφείων και της γραφειοκρατικής ιεραρχίας περνιούνται για αληθινές.
Μολονότι η γραφειοκρατία μετατρέπει την ιδεολογία της σ' έναν χυδαίο υλισμό, εντούτοις συντηρεί και τον χυδαίο σπιριτουαλισμό της, τον επικίνδυνο ιδεαλισμό της: Θέλει να «επιλαμβάνεται των πάντων». Τείνει να κάνει βούληση (βούληση δική της) την πρώτη αιτία, το απόλυτο. Ό γραφειοκράτης νιώθει την ανάγκη να βεβαιώνει την ύπαρξή του με τη δραστηριότητά του και ως εκ τούτου ο κόσμος ολόκληρος γίνεται γι' αυτόν αντικείμενο δραστηριότητας.
Η ριζική κριτική του Μαρξ αποκαλύπτει την κοινωνική αλήθεια που περιέχει το φιλοσοφικοπολιτικό σύστημα του Χέγκελ. Ο Χέγκελ μεταβάλλει τη γραφειοκρατία σε μια ταυτότητα, σε μια ουσία, σε μια ενσάρκωση της Ιδέας. Αλλά αυτή η ουσία, αυτή η ενσαρκωμένη Ιδέα αποκαλύπτεται γεμάτη από αντιφάσεις όπως το εγελιανό σύστημα, όπως η φιλοσοφία και η ιδεολογία. Η μέθοδος του Χέγκελ δεν είναι δύσκολο να προσδιοριστεί: είναι η Λογική. Εισάγει εμπειρικές διαπιστώσεις (σχετικά με το πρωσσικό κράτος και το σύγχρονο κράτος γενικά). Τις συμπεριλαμβάνει σε μια γενική κατηγορία παραμερίζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Νοθεύει με μια καταχρηστική λογική την ίδια τη διαλεκτική του μέθοδο. Δεν διατυπώνει μια «λογική του πολιτικού σώματος». Αρκείται απλώς να εισαγάγει στην απατηλή του λογική ένα πολιτικό σώμα: να το ενσωματώσει στο φιλοσοφικοπολιτικό του σύστημα.
Μπερδεύεται κάθε φορά που αντιμετωπίζει ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, π.χ. το πρόβλημα των διοικητικών σχέσεων ανάμεσα στις διάφορες «τάξεις» (συντεχνίες, κοινότητες, πόλεις), το πρόβλημα, δηλαδή, της ανάδειξης των διοικητών. Πρέπει να εκλέγονται ή πρέπει να διορίζονται από τις αρχές; Ο Χέγκελ προτείνει ένα κράμα - εκλογή συνοδευόμενη από το χρίσμα των άρχων. Στη μεικτή αυτή λύση αναγνωρίζει κανείς τη δυαδικότητα του εγελιανού συστήματος ως συνόλου.
Ο Χέγκελ αγνοεί τον πραγματικό μηχανισμό του κράτους τον οποίο συστηματοποιεί: τη λειτουργία των δικαστηρίων, της αστυνομίας, ή των αντιπροσωπευτικών σωμάτων. Στην πραγματικότητα, επειδή το κράτος είναι ξένο προς την αστική κοινωνία, έξω και πάνω απ' αυτήν, οι εξουσιοδοτημένοι και οι αντιπρόσωποι που διορίζει ή επικυρώνει παίρνουν το μέρος του εναντίον αυτής της κοινωνίας. Η αστυνομία, τα δικαστήρια, οι δημόσιες υπηρεσίες δεν αποτελούν όργανα της κοινωνίας, αλλά του κράτους, και υπηρετούν πριν απ' όλα το κρατικό συμφέρον.
Δεν χρειάζεται να δείξουμε πώς η ριζική κριτική που ασκεί εδώ ό Μαρξ στη φιλοσοφία, στο κράτος και στη γραφειοκρατία (κριτική που συνοδεύεται από μια κοινωνιολογική ανάλυση αυτών των έλλογων παραλογισμών) ξανοίγει την προοπτική της επαναστατικής πράξης: γενικευμένη δημοκρατική αυτοδιαχείριση χωρίς γραφειοκρατία και χωρίς κράτος. Η γραφειοκρατία δεν είναι πια απαραίτητη από τη στιγμή που το γενικό συμφέρον θα ταυτιστεί πραγματικά (κι όχι εικονικά, όχι στο επίπεδο της θεωρητικής αφαίρεσης) με τα επιμέρους συμφέροντα˙ και αυτό δεν μπορεί να συμβεί πριν το μερικό συμφέρον υψωθεί πραγματικά στο επίπεδο του γενικού συμφέροντος, του συμφέροντος που είναι κοινό σε όλες τις «τάξεις», στο σύνολο της αστικής κοινωνίας. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο μας οδηγεί η ανάλυση του Μαρξ - ένα συμπέρασμα κεφαλαιώδους σημασίας: γιατί αποτελεί τον πρώτο ορισμό του «κομμουνισμού».
[…]



Δεν υπάρχουν σχόλια: