22 Μαΐου 2013

Το Θαυματουργό Παιδί [Thomas Mann, μετ. Ι. Οικονομίδης]



Το Θαυματουργό Παιδί

Το θαυματουργό παιδί μπαίνει — κάτω στη σάλα γίνεται ησυχία.
Γίνεται ησυχία κ’ έπειτα αρχινάνε να χειροκροτούν, γιατί κάπου, από τα πλάγια, κάποιος, γεννημένος με τη δύναμη μέσα του να εξουσιάζει και να παρασέρνει τα πλήθη, χειροκρότησε πρώτος. Ακόμα δεν ακούσανε τίποτα, κι όμως χειροκροτούν, γιατί μια τρομερή ρεκλάμα έκανε καλά τη δουλειά της, πριν απ’ το θαυματουργό παιδί, και ο κόσμος είναι πια ξεγελασμένος, γνωρίζοντας το ή όχι.
Το θαυματουργό παιδί βγαίνει πίσω από ‘να λαμπρό παραβάν, κεντημένο με μεγάλα και παράξενα λουλούδια, ανεβαίνει γοργά, τα σκαλιά της εξέδρας, προχωρεί σα να, πλέει μες στα χειροκροτήματα, μ’ έν’ ανάλαφρο ρίγος, λες και το βρέχει δροσερή βροχούλα, κι ωστόσο σα να βρίσκεται στο στοιχείο του. Έρχεται στην άκρη της εξέδρας, χαμογελάει, σα να ‘τανε να φωτογραφηθεί, κ’ ευχαριστεί μ’ ελαφρό, δειλό και γυναικείο χαιρετισμό, μ’ όλο που είναι αγόρι. 
Είναι ντυμένο με λευκά ολομέταξα φορέματα, που προκαλούν κάποια συγκίνηση στη σάλα. Φορεί ένα λευκομέταξο σακάκι παράξενα ραμμένο, με μια πλατειά ζώνη από κάτω κι ως και τα παπούτσια του είναι και κείνα από λευκό μετάξι. Μα μες απ’ τα λευκά μεταξωτά πανταλονάκια ξεφυτρώνουν οι γυμνές γαμπίτσες του, μαυριδερές, μαυριδερές• γιατί είναι ελληνόπουλο.
Βιβίς Σακκελαφύλακκας ονομάζεται. Αυτό είναι οπωσδήποτε τ’ όνομά του. Τώρα τίνος ονόματος συγκοπή ή χαϊδευτικό να ‘ναι τό «Βιβίς» κανένας δεν το ξαίρει, εκτός από τον ιμπρεσάριο, που το θεωρεί επαγγελματικό μυστικό. Ό Βιβίς έχει ίσια μαύρα μαλλιά, που του κρέμονται ίσαμε τους ώμους, κι ωστόσο χωρισμένα με στραβή χωρίστρα και δεμένα κατά πίσω με μια λεπτή μεταξωτή κορδέλα, για να μην πέφτουν στο ελαφρά καμπυλωτό μελαχρινό του μέτωπο. Έχει το πιο άκακο του κόσμου παιδιακίσιο προσωπάκι, αφορμάριστη ακόμα μυτίτσα και στοματάκι ανυποψίαστο• μόνο οι σκοτεινοί κύκλοι, που σχηματίζονται, κάτω απ’ τα κατάμαυρα σα χάντρες μάτια του, από δυο καθαρά χαραγμένες γραμμές, δείχνουνε κιόλας κάποια κούραση. Φαίνεται σαν εννιά χρονών, αλλά μόλις είναι οχτώ, και τον παρουσιάζουνε για εφτά. Κι ο ίδιος ο κόσμος δεν ξαίρει αν το πιστεύει καλά καλά.
Ίσως και να ‘ναι θετικότερα πληροφορημένοι και μ’ όλα ταύτα το πιστεύουνε, καθώς είναι συνηθισμένοι να το χάνουν σε παρόμοιες περίστασες. Λίγη ψευτιά, συλλογίζονται, είναι απαραίτητη για το ωραίο. Που θα ‘βρισκε κανείς, συλλογίζονται, ψυχαγωγία κ’ εξύψωση, ύστερ’ από τη χυδαιότητα του καθημερινού, αν δεν έβαζε και λίγη καλή θέληση, αν δεν έχανε και λίγο στραβά μάτια; κ’ έχουν απόλυτο δίχιο με το λαϊκό τους το μυαλό!
Το θαυματουργό παιδί ευχαριστεί, όσο να πάψει ό θορυβώδικος χαιρετισμός• έπειτα πηγαίνει προς το πιάνο κι ο κόσμος ρίχτει μια τελευταία ματιά στο πρόγραμμα. Πρώτα είναι ή «Marche solennelle», έπειτα η «Rȇverie», κ’ έπειτα «Le hibou et les moineaux» — όλα υπό Βιβί Σακκελαφύλακκα. Όλα τα κομμάτια είναι δικά του, είναι συνθέσεις του. Δεν ξαίρει, είν’ αλήθεια, να γράφει, μα τα ‘χει όλα μέσα στο μικρό ασυνήθιστο κεφαλάκι του και πρέπει να ομολογήσουμε την καλλιτεχνική τους σημασία, όπως σοβαρά και αμερόληπτα είναι σημειωμένο και στις ρεκλάμες, που τις έχει συντάξει ο ιμπρεσάριος και φαίνεται πως η ομολογία αυτή εκόστησε στην κριτική του ιδιοσυγκρασία μεγάλους αγώνες. 
Το θαυματουργό παιδί κάθεται στο σκαμνάκι του πιάνου και ψάχνει να βρει με τα ποδαράκια του τα πεντάλ, που μ’ ένα εξυπνότατο σύστημα είναι ανεβασμένα πολύ ψηλότερα απ’ τη συνηθισμένη τους θέση, για να μπορεί να τα φτάνει ο Βιβίς. Το πιάνο είναι δικό του και το κουβαλάει παντού μαζί του. Τα πόδια του είναι ξύλινα και το βερνίκι του αρκετά στραπατσαρισμένο απ' τις πολλές μετακόμισες• όμως όλ’ αυτά δίνουν περισσότερο ενδιαφέρον.
Ο Βιβίς ακουμπάει τα λευκομέταξα πόδια του στα πεντάλ• έπειτα παίρνει έκφραση πονηρή, κοιτάζει ίσια μπροστά του και σηκώνει το δεξί του χέρι. Ένα μαυριδερό γεμάτο αφέλεια παιδιακίσιο χεράκι, μα με γερό και όχι παιδιάτικο δέσιμο, που δείχνει, καλά δουλεμένη άρθρωση.
Το ύφος του το παίρνει ο Βιβίς για τον κόσμο, γιατί ξαίρει πως πρέπει να τον διασκεδάσει κάπως. Αλλά κι αυτός από μέρος του βρίσκει κατά βάθος κάποιαν ιδιαίτερη ευχαρίστηση, που δε θα μπορούσε να την περιγράψει σε κανέναν. Είναι η γαργαλιστική εκείνη ευτυχία, το μυστικό ηδονικό ανατρίχιασμα, που τον περιλούζει κάθε φορά σαν κάθεται μπροστά σ’ έν’ ανοιγμένο πιάνο, — δε θα πάψει ποτέ του να το αιστάνεται. Απλώνονται εκεί μπροστά του τα πλήχτρα, αυτές οι εφτά ασπρόμαυρες οχτάβες, κάτω από τις οποίες βυθίζεται τόσο συχνά σε περιπετειώδικες κ’ ενθουσιαστικές ονειροπόλησες για το μέλλον, και που ωστόσο του παρουσιάζονται πάλι κατακάθαρες σαν παστρικός πίνακας ιχνογραφίας. Είναι η μουσική, η μουσική ολάκερη, που απλώνεται μπροστά του! Απλώνεται πλατειά μπροστά του, σαν ελκυστική θάλασσα, και μπορεί να βουτηχτεί, να κολυμπήσει ευτυχισμένος ν’ αφήσει να τον παρασύρει και να τον αρπάξει, να καταβυθιστεί μέσα στην τρικυμία, και μολαταύτα να κρατεί στα χέρια του την εξουσία, να διευθύνει και να διατάξει.,. Κρατάει το δεξί του χέρι στον αέρα. 
Στη σάλα δεν ακούγεται ούτε ανάσα. Όλους τους κρατάει η δυνατή περιέργεια, που βασιλεύει πριν από την πρώτη νότα...
Πως θ’ αρχίσει; Έτσι αρχίζει. Κι ο Βιβίς, χτυπώντας με το δείχτη του ένα από τα μεσαία πλήχτρα του πιάνου, βγαίνει την πρώτη νότα, μιαν ολότελα αναπάντεχη, γεμάτη δύναμη νότα, όμοια μ’ απότομο σάλπισμα. Άλλες ακολουθούν, αρχίζει μια εισαγωγή — τα νεύρα ξετεντώνονται. 
Η σάλα είναι πολυτελέστατη σ’ ένα πρώτης τάξεως ξενοδοχείο της μόδας, με εικόνες, αναπαράστασες ροδόχρωμες γυμνών, στους τοίχους, με πλούσιες κολώνες, χρυσοστόλιστους καθρέφτες, κι αναρίθμητες, έναν κόσμο ολόκληρο λάμπες ηλεχτρικές, που σε τσαμπιά και δέσμες ξεπετιούνται από παντού και καταπλημμυρίζουνε τη σάλα με φως λαμπρότερο απ' το φως της ημέρας, λεπτό, χρυσό, ουράνιο φως... Ούτε ένα κάθισμα δεν είναι άδειο• ακόμα και στους πλάγιους διαδρόμους και πίσω-πίσω στέκουν άνθρωποι. Μπροστά, που η θέση κοστίζει δώδεκα μάρκα, (γιατί ο ιμπρεσάριος είναι της αρχής των σεβαστών τιμών) είναι αραδιασμένη η υψηλή κοινωνία, που δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον για το θαυματουργό παιδί. Βλέπει κανείς πολλές στολές, πολλές διαλεχτές κομψές τουαλέτες... Ακόμα και αρκετός αριθμός παιδιών είν’ εκεί, που μ’ ευγενικό τρόπο αφήνουνε να κρέμουνται τα πόδια τους απ’ τα καθίσματα και παρατηρούν με μάτια λαμπερά τον προνομιούχο λευκομέταξο σύντροφό τους...
Αριστερά μπροστά κάθεται η μητέρα του θαυματουργού παιδιού, μια εξαιρετικά παχιά κυρία, με πουντραρισμένο προγούλι, κ’ ένα φτερό στο κεφάλι, και δίπλα της ο ιμπρεσάριος, τύπος ανατολίτη, με χρυσά κουμπιά στα πεταχτά μανικέτια του. Μα μπροστά-μπροστά στη μέση κάθεται η πριγκήπισσα. Μια κοντή, ζαρωμένη, ρυτιδωμένη πριγκήπισσα, μα που υποστηρίζει τις τέχνες, όσο είναι τρυφερές. Κάθεται σε μια χωστή βελουδένια πολυθρόνα και στα πόδια της είν’ Απλωμένα περσικά χαλιά. Ακουμπάει ενωμένα τα χέρια της κάτω από το στήθος της, απάνω στο μεταξωτό με μαύρες ρίγες φόρεμά της, γέρνει το κεφάλι της πλάγια και παρουσιάζει μιαν ευγενικιάν ειρηνικήν εικόνα, ενώ κοιτάζει το θαυματουργό παιδί που παίζει. Δίπλα της κάθεται η κυρία της τιμής. Φοράει κι αυτή μεταξωτό μα με πράσινες ρίγες φόρεμα, και στέκει ολόισια στο κάθισμά της, γιατί, σαν κυρία της τιμής όπου είναι, δεν της επιτρέπεται ποτέ της ν’ ακουμπάει. 
Ο Βιβίς ετέλειωσε το κομμάτι του πολύ επιδειχτιχά. Με τι δύναμη που μεταχειρίζεται ο πυγμαίος αυτός το πιάνο! Δεν πιστεύει κανείς τ’ αυτιά του. Το θέμα του εμβατήριου, μια ορμητική, ενθουσιαστική μελωδία, ξεσπάει ακόμα μια φορά, πλούσια εναρμονισμένη, πλατειά και πομπώδικη, κι ο Βιβίς σε κάθε μέτρο ρίχνει ρυθμικά το σώμα του κατά πίσω, σα να βαδίζει θριαμβευτής σε γιορταστική πομπή. Έπειτα τελειώνει ορμητικά, ξεγλιστράει πλάγια, σκυφτός απ’ το σκαμνάκι και περιμένει χαμογελώντας τα χειροκροτήματα. 
Και τα χειροκροτήματα ξεσπάνε ομόθυμα, συγκινητικά, γεμάτα ενθουσιασμό: Δέστε, τι χαριτωμένο που είναι το σωματάκι του, σαν κάνει το μικρό του γυναικείο χαιρετισμό! Χειροκροτείστε, χειροκροτείστε! Σταθείτε να βγάλω τα γάντια μου. Μπράβο μικρέ Σακκοφύλαξ, ή όπως αλλιώς σε λένε—! Μα σου είναι ένα διαβολόπαιδο!— 
Ο Βιβίς αναγκάζεται να βγει πίσω από το παραβάν του τρεις φορές, όσο να γίνει ησυχία. Μερικοί αργοπορημένοι σπρώχνονται να μπούνε μέσα και φτάνουν με μεγάλο κόπο τις θέσες τους. Και το κονσέρτο εξακολουθεί.
Ο Βιβίς ψιθυρίζει τη «Rȇverie» του, όλη καμωμένη από αρπισμούς, πάνω από τους οποίους υψώνεται κάπου, κάπου μ’ αλαφρά φτερουγίσματα ένα κομματάκι μελωδία• και έπειτα παίζει «Le hi bou et les moineaux». Το κομμάτι αυτό έχει τέλεια επιτυχία και προκαλεί ζωηρό ενθουσιασμό. 
Είναι ένα σωστό παιδιακίσιο κομμάτι με θαυμάσια παραστατικότητα. Στα μπάσα βλέπει κανείς την κουκουβάγια να κάθεται κατσουφιασμένη και ν’ ανοιγοκλεί τα μάτια της, ενώ τα σπουργίτια ξεφωνίζουν δυνατά τριγύρω της, με θρασύτητα μαζί και τρομάρα, θέλοντας να την πειράξουν. Τέσσερες φορές τον ανακαλέσανε έπειτα απ’ αυτό το κομμάτι. Ένας υπηρέτης του ξενοδοχείου με γυαλιστερά κουμπιά του φέρνει απάνω στην εξέδρα τρία μεγάλα δάφνινα στεφάνια και στέκει κρατώντας τα δίπλα του, ενώ ό Βιβίς χαιρετάει κ’ ευχαριστεί. Ακόμα κ’ η πριγκήπισσα λαβαίνει μέρος στα χειροκροτήματα, μόλις κινώντας τα λεπτά της χέρια χωρίς να βγαίνει και κανένας ήχος...
Πως ξαίρει ο μικρός αυτός παλιανθρωπάκος να παρατείνει τα χειροκροτήματα! Κάθεται πίσω από το παραβάν του και κάνει να τον περιμένουν, ξεχνιέται λίγο στα σκαλιά της εξέδρας, παρατηρεί με παιδιάτικη ευχαρίστηση τις ατλαζένιες κορδέλες των στεφανιών, αν και από πολύ πια τις έχει βαρεθεί, χαιρετάει χαριτωμένα και δισταχτικά, και δίνει στον κόσμο καιρό να χειροκροτήσουν όσο θέλουν, ώστε τίποτα να μην πάει χαμένο από τον πολύτιμο θόρυβο των χεριών τους. «Le hibou» είναι το φόρτε μου συλλογίζεται• γιατί την έκφραση αυτή την έχει μάθει από τον ιμπρεσάριο. Έπειτα έρχεται ή «Fantaisie» που, μα την αλήθεια είναι πολύ καλύτερη, προ παντός το μέρος της do δίεση. Μα ξετρελαθήκατε με την κουκουβάγια αυτή, εσείς, νοήμον κοινόν, αν και είναι το πρώτο και το πιο κουτό κομμάτι μου;
K’ ευχαριστεί χαριτωμένα. 
Έπειτα παίζει μια «méditation» και μετά μιαν «étude».
— Το πρόγραμμα είναι αρκετά μεγάλο. Η méditation είναι απαράλλαχτη με τη rȇverie, μα δεν μπορεί να πει κανείς πως αυτό είναι ελάττωμά της, και με την étude δείχνεται όλη η τεχνική ωριμότητα του Βιβί, που άλλως τε, μπροστά στην εφευρετικότητά του, μένει λίγο πίσω. Έπειτα όμως έρχεται η Fantaisie, το αγαπημένο του κομμάτι. Κάθε φορά το παίζει κάπως διαφορετικά, το μεταχειρίζεται μ’ ελευθερία, και κάπου-κάπου ξαφνιάζεται κι αυτός ακόμη από τις νέες ιδέες και τις μεταβολές του, όταν βρίσκεται στις καλές του. 
Κάθεται και παίζει, μικροσκοπικός, άσπρος και λαμπερός μπρος στο μεγάλο μαύρο πιάνο, μονάχος και ξεχωριστός απάνω στην εξέδρα, πάνω από τη σκοτεινή ανθρωπομάζα, με τη φτωχή και κούφια, βαριοκίνητη ψυχή της, που πρέπει αυτός να τήνε συγκινήσει με τη μοναδική κ’ εξυψωμένη του ψυχή... Τα μαλακά μαύρα μαλλιά του πέσανε μαζί με την κορδέλα στο μέτωπο του, οι γυμνασμένοι, γεροδεμένοι των χεριών του αρμοί δουλεύουνε, και βλέπει κανείς στα μελαχρινά παιδακίσια μάγουλα τούς μυς ν’ αναταράζονται.
Έρχεται στιγμές που απολησμονιέται, σα να ‘ναι μοναχός του• τα παράξενα με τους σκοτεινούς κύκλους ματάκια του ξεγλιστρούνε λοξά προς τους ζωγραφισμένους τοίχους δίπλα του, και το βλέμμα του μοιάζει σα να θέλει να βυθιστεί και να χαθεί σε κόσμο μακρινό, γεμάτο ταραγμένη κι αόριστη ζωή. Μα αμέσως ρίχνει με την άκρη του ματιού του μια ματιά προς τη σάλα κ’ είναι πάλι μπροστά στο κοινό.
Χαρά και θλίψη, ανύψωση και κατάπτωση — η Pantaisie μου! σκέπτεται ο Βιβίς γεμάτος στοργή. «Ακούστε λοιπόν, τώρα έρχεται το μέρος το γραμμένο, στη do δίεση!» Και πατώντας το αριστερό πεντάλ πηγαίνει προς τη δίεση, «Να το καταλάβουνε τάχα; "Αχ, όχι, όχι, βέβαια, δεν το καταλαβαίνουν!» και για τούτο ρίχνει κι αυτός μια ωραία ματιά προς το ταβάνι, για να ‘χουν οπωσδήποτε κάτι να ιδούνε. 
Οι άνθρωποι κάθονται σε μακριές σειρές και κοιτάξουν το θαυματουργό παιδί. Και σκέπτονται διάφορα πράματα με το κοινό μυαλό τους. Ένας γέρος κύριος μ’ άσπρα γένια, με μιαν αντίκα στο δείχτη και μ’ ένα στρογγυλό εξόγκωμα στη φαλάκρα απάνω, μια παραφυάδα αν θέλετε, συλλογίζεται: «Είναι ντροπή μα την αλήθεια. Ποτέ δεν εκατάφερα να πάω μακρύτερα από το πιο κοινό παλιοτράγουδο και τώρα κάθομαι γέρος άνθρωπος μ’ άσπρα μαλλιά, και μου δίνει μαθήματα το κοντοστούπικο αυτό διαβολάκι. Μα ωστόσο πρέπει να στοχάζεται κανείς πως αυτό έρχεται άνωθεν. Ο Θεός μοιράζει τα χαρίσματά του, εμείς δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα, και δεν είναι ντροπή να ‘ναι κανείς κοινός θνητός. Είναι, σα να πούμε, καθώς με το Χριστό, σαν ήταν ακόμα παιδί. Μπορεί να σκύψει κάνεις να προσκυνήσει ένα παιδί, χωρίς να ‘ναι καθόλου ντροπή. Είναι τόσο ευχάριστο! —Δεν τολμάει να συλλογιστεί: «Είναι, τόσο γλυκό!»— Γλυκό θα ‘τανε ντροπή για έναν ηλικιωμένο κύριο». Και μολαταύτα το αισθάνεται, έτσι! 
«Τέχνη...» συλλογιέται ο επιχειρηματίας με την παπαγαλίσια μύτη του... «Ναι, βέβαια, λίγο κλιγκ-κλαγκ και λίγο άσπρο μετάξι δίνουν κάποια λάμψη στη ζωή, Άλλωστε αυτό δεν τόνε χάλασε καθόλου. Είναι με το πάρα πάνω πενήντα θέσες πουλημένες προς δώδεκα μάρκα• μονάχα αυτές μας κάνουν εξακόσα μάρκα — κ’ ύστερα τα υπόλοιπα. Αν βγάλουμε τώρα νοίκι για τη σάλα, φωτισμό και προγράμματα, μένουν καθαρά χίλια μάρκα τουλάχιστον. Δεν είναι ευκαταφρόνητο.» 
«Να, αυτό που έπαιξε αυτή τη στιγμή ήτανε Chopin! σκέπτεται η δασκάλισσα του πιάνου, μια κυρία με μύτη σουβλερή, σε ηλικία που οι ελπίδες γερνούνε πια να κοιμηθούνε κι ο νους όσο πάει οξύνεται. Μπορεί να πει κανείς πως δεν είναι κ’ εντελώς πρωτότυπος. Έπειτα θα πω: είναι λίγο πρωτότυπος. Έτσι χτυπάει καλά. Η στάση όμως των χεριών του είναι όλως διόλου αγύμναστη. Πρέπει να μπορεί κανείς ν’ ακουμπήσει ένα τάλιρο στη ράχη του χεριού... Εγώ θα τόνε γύμναζα με το χάρακα.»
Μια νέα κοπέλα, χλωμή σαν κερένια, που βρίσκεται στην ανήσυχη εκείνη ηλικία, κατά την οποία μπορεί κανείς πολύ εύκολα να πέσει σε τρυφερούς στοχασμούς, συλλογιέται μυστικά: «Καλέ, τι είναι αυτό! Τι παίζει τώρα! Είναι όλο πάθος αυτό που παίζει! Και όμως είναι ακόμα ένα παιδί;! Αν με φιλούσε, θα ‘τανε σα να με φιλούσε το αδερφάκι μου — δε θα ‘τανε φιλί. Μήπως υπάρχει λοιπόν και κάποιο αλλιώτικο πάθος, κάποιο πάθος δίχως γήινο αντικείμενο, ένα ένθερμο παιδιάτικο παιχνίδι;... Αν τα ‘λεγα αυτά δυνατά, θα μου δίναν μουρουνόλαδο. Έτσι είναι ο κόσμος.»
Σε μια κολώνα στέκει ένας αξιωματικός. Κοιτάζει το Βιβί, που έχει τόση επιτυχία και σκέπτεται: «Είσαι κάτι, κ’ είμαι κάτι, καθένας στο είδος του!» Άλλωστε ενώνει τις φτέρνες του και φέρει το σέβας στο θαυματουργό παιδί καθώς το κάνει μπρος σε κάθε αρχή.
Αλλά ο κριτικός, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με γυαλιστερά μαύρα ρούχα και με γυριστά καταλασπωμένα πανταλόνια, κάθεται στην τζαμπατζίδικη θέση του και συλλογιέται: «Για δες τόνε, αυτόν το Βιβί, αυτόν το μασκαρατζίκο! Ως άτομο, θέλει ακόμα καιρό για ν’ αναπτυχθεί, αλλά ως τύπος, είναι κιόλας τελειωμένος, ως τύπος καλλιτέχνη. Έχει μέσα του το μεγαλείο του καλλιτέχνη και την αναξιοπρέπεια του, την τσαρλατανοσύνη του και την ιερή του σπίθα, την περιφρόνηση και την κρυφή του μέθη. Αυιά όμως δεν πρέπει ναν τα γράψω, είναι πάρα πολύ καλά. Αχ, πίστεψε με, θα είχα γίνει κ’ εγώ ο ίδιος καλλιτέχνης, αν δεν τα ‘βλεπα όλα τόσο καθαρά...»
Το θαυματουργό παιδί τελειώνει το κομμάτι του, κι αληθινή θύελλα ξεσπάει στη σάλα. Βγαίνει και ξαναβγαίνει πίσω από το παραβάν του. Ό υπηρέτης με τα γυαλιστερά κουμπιά κουβαλάει καινούργια στεφάνια, τέσσερα δάφνινα στεφάνια, μια λύρα από μενεξέδες κ’ ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Δεν τόνε φτάνουνε τα χέρια του για να δώσει στο θαυματουργό παιδί όλα τα δώρα, ο ιμπρεσσάριος ανεβαίνει ο ίδιος στην εξέδρα, για να τον βοηθήσει. Κρεμάει ένα στεφάνι στο λαιμό του Βιβί, χαϊδεύει τρυφερά τα μαύρα μαλλιά του, κ’ έξαφνα, σα να μη μπορεί ν’ αντισταθεί, σκύβει και του δίνει ένα φιλί, ένα ηχηρό φιλί στο στόμα. Και τότε η θύελλα μεταβάλλεται σε σίφουνα. Το φιλί αυτό τρέχει σαν ηλεχτρικός τιναγμός στη σάλα, διαπέρνα σα μπόρα νευρική τα πλήθη. Σαν κάποια ανάγκη εξωφρενικού θόρυβου πιάνει τον κόσμο. Δυνατά ξεφωνητά ανακατώνονται με τον άγριο χτύπο των χεριών. Μερικοί μικροί φίλοι του Βιβί σείνουν από κάτω τα μαντήλια τους... Μα ο κριτικός συλλογίζεται: «Βέβαια το φιλί του ιμπρεσάριου δεν μπορούσε να λείψει. Ένα παλιό αποτελεσματικό τέχνασμα. Αχ, Θεέ μον. Αν μπορούσε κανείς να μην τα διακρίνει όλα τόσο καθαρά!»
Το κονσέρτο τελειώνει. Στις εφτάμιση άρχισε, στις οχτώμιση τέλειωσε. Η εξέδρα είναι γεμάτη στεφάνια και δυο μικρές γλάστρες με λουλούδια στέκουν απάνω στο πιάνο. Ο Βιβίς παίζει το τελευταίο κομμάτι του, τη Rapsodie grecque, που καταλήγει στον ελληνικό ύμνο• οι συμπατριώτες του, που ήταν εκεί θα ‘χανε μεγάλη διάθεση να τραγουδήσουνε μαζί, αν δεν ήταν ένα επίσημο κονσέρτο. Και για ν’ αποζημιωθούν, ξεσπούν στο τέλος σε τρομερό θόρυβο, σε ενθουσιώδικο αλαλαγμό, σε μιαν εθνική εκδήλωση. Όμως ο γεροκριτικός συλλογίζεται: «Βέβαια o ύμνος δε μπορούσε να λείψει. Τώρα αλλάζουν όψη πια τα πράματα• δεν αφήνουν κανένα μέσο ενθουσιασμού ανεκμετάλλευτο. Θα γράψω πως αυτό είναι αντικαλλιτεχνικό. Κι όμως ίσως αυτό να ‘ναι ίσια ίσια καλλιτεχνικό. Τι είναι ο καλλιτέχνης; Ένας καραγκιόζης. Η κριτική είναι το ψηλότερο απ’ όλα. Αυτό όμως δεν πρέπει νάν το γράψω.» Κι απομακρύνεται με τα λασπωμένα πανταλόνια του.
Ύστερ’ από καμιά δεκαριά φορές, που αναγκάστηκε να παρουσιαστεί ο Βιβίς, δεν ξαναπήγε πια πίσω από το παραβάν του, αλλά στη μητέρα του και στον ιμπρεσάριο κάτω στη σάλα. Οι άνθρωποι στέκουν ανάμεσα στ’ ανακατωμένα καθίσματα και χειροκροτούν και σπρώχνονται κατά μπρος, για να ιδούνε από κοντά το θαυματουργό παιδί• μερικοί θέλουνε να ιδούν και την πριγκήπισσα. Μπρος στην εξέδρα σχηματίζονται δυο πυκνοί κύκλοι γύρω σ’ αυτήν και στο Βιβί και δεν ξαίρει πια κανείς ποιος από τους δυο τους μαζεύει. Τότε η κυρία της τιμής πηγαίνει στο Βιβί, καθώς της είπε η πριγκήπισσα, τραβάει και ισιώνει λίγο το μεταξωτό σακάκι του, για να τον κάνει πιο ευπαρουσίαστο στην υψηλοτάτη, τον φέρνει από το χέρι μπροστά της και τον βάνει με σοβαρότητα να φιλήσει το χέρι της αυτής βασιλικής υψηλότητας. «Πως τα κατορθώνεις όλ' αυτά, μικρέ;» του λέει η πριγκήπισσα. «Σου κατεβαίνουν έτσι μόνα τους στο κεφάλι σου, σαν κάθεσαι στο πιάνο;» — «Oui, Madame,» απαντάει ο Βιβίς. Μέσα του όμως συλλογιέται: «Άιντε, βρε γεροξεκουτιάρα πριγκηπέσσα...!» Έπειτα στρίβει, κακοαναθρεμμένα, σαν αγριοκάτσικο και ξαναπάει στους δικούς του. 
Έξω στο βεστιάριο τρομερή οχλοβοή βασιλεύει. Άλλοι κρατούν τους αριθμούς τους με τεντωμένα μπρος τα χέρια, άλλοι αγκαλιάζουνε γούνες, σάλια, γαλότσες απάνω απ’ το τραπέζι. Κάπου στέκει η δασκάλα του πιάνου σε κύκλο γνωστών της και κάνει κριτική. «Είναι λίγο πρωτότυπος» λέει δυνατά και κοιτάζει γύρω... 
Μπρος σ’ ένα απ’ τους μεγάλους καθρέφτες στέκει μια πολύ καθώς πρέπει κυρία και τ’ αδέρφια της, δύο ανθυπολοχαγοί, τη βοηθούνε να φορέσει το πανωφόρι και τα γούνινα παπούτσια της. Είναι πανέμορφη, με τα βαθυγάλανα μάτια της και με το λαμπερό κ’ ευγενικό της πρόσωπο, μια πρώτης τάξεως κοπέλα. Άμα εντύθηκε περίμενε τους αδερφούς της. «Μη στέκεις τόσην ώρα μπροστά στον καθρέφτη!» λέει χαμηλόφωνα και θυμωμένα στον ένα, που δεν μπορεί ν’ αποχωριστεί από τη θέα του ωραίου κι απλού προσώπου του. Ορίστε μας τώρα! Κι όμως ο κύριος ανθυπολοχαγός θα λάβει το θάρρος να κουμπώσει το παλτό του μπροστά στον καθρέφτη, αν έχει την καλοσύνη να του δώσει την άδειά της! — Έπειτα φεύγουνε, κ’ έξω στο δρόμο, που τα φώτα λάμπουνε θαμπά μες στην ομίχλη του χιονιού, ο κύριος ανθυπολοχαγός αρχίζει να χτυπάει λίγο τα πόδια του, καθώς πηγαίνουν και με το γιακά ανασηκωμένο και τα χέρια χωμένα στις λοξές τσέπες του παλτού του, χορεύει έναν αράπικο χορό πάνω στο σκληρό πετρωμένο χιόνι, γιατί το κρύο είναι τσουχτερό.
«Παιδί!» συλλογιέται το ξεχτένιστο κορίτσι, που με τα χέρια ελεύτερα κρεμασμένα πηγαίνει πίσω τους με το συνοδό της, ένα νέο σκυθρωπό. «Ένα αξιαγάπητο παιδί! εκεί μέσα ήταν αξιοσέβαστο...» Και με μονότονη φωνή λέει δυνατά: «Όλοι μας είμαστε θαυματουργά παιδιά, εμείς οι δημιουργοί.»
«Πώς!» σκέφτεται ό ηλικιωμένος κύριος με την παραφυάδα, που ένα ψηλό καπέλο τη σκεπάζει τώρα. «Τί πάει να πει; ένα είδος Πυθία, κατά που φαίνεται.»
Αλλά ο σκυθρωπός νέος, που την καταλαβαίνει αμέσως, κατανεύει αργά. Έπειτα σωπαίνουν, και το ξεχτένιστο κορίτσι κοιτάει τα τρία ευγενικά αδέρφια. Τα περιφρονεί, μα τα κοιτάει όσο που χάνονται στη γωνιά του δρόμου.


Δεν υπάρχουν σχόλια: