15 Μαρτίου 2013

Τι είναι Φιλοκαλία; [Εμμανουήλ Ροΐδης]


Υπάρχει γενεά τις μεμψιμοίρων φυσιοδιφών και επιστημόνων, ισχυριζομένων ότι της φύσεως αι δυνάμεις εξαντλούνται καθ' εκάστην˙ ότι oι άνδρες δεν γεννώνται εύρωστοι όπως πριν, αι γυναίκες είσιν ήττον ώραίαι, τα άνθη έχουσιν ασθενεστέραν οσμήν, oι καρποί κατωτέραν γεύσιν, και αυτών των ηλιακών ακτίνων το θάλπος επαισθητώς έλαττούται.
Αν η παρακμή αύτη περιωρίζετο εις μόνον τον υλικόν κόσμον, το κακόν ήθελεν είναι ίσως υποφερτόν. Δυστυχώς όμως μετά τους μεμψιμοίρους φυσιοδίφας εμφανίζονται ουχ ήττον μεμψίμοιροι φιλόσοφοι προθύμως αποδεικνύοντες ότι του πνεύματος η κατάπτωσις είναι έτι μείζων ή της σαρκός, αι δε σήμερον μητέρες έπαυσαν γεννώσαι ου μόνον Ηρακλείς και Ελένας κατά την ρώμην και το κάλλος, άλλα και Ομήρους, Σωκράτας και Φειδίας. Τινές δε τούτων και περαιτέρω προβαίνοντες, διατείνονται ότι μετά της μεγαλοφυίας συνεξηντλήθη και η καλαισθησία, ώστε τα έργα των αρχαίων σεβόμεθα μεν και θαυμάζομεν καθ' έξιν και κατά παράδοσιν, άλλ' άδυνατούμεν να εύρωμεν εν αυτοίς την ηδονήν εκείνην, προς ην απαιτούνται λεπτότεραι αισθήσεις και θερμότερα καρδία.
Αλλ' εάν και η τελευταία αύτη υπόθεσις αληθεύη, τότε ου μόνον Ομήρους και Φειδίας, άλλα και Λογγίνους ή Άριστάρχους πρέπει ν' απελπισθώμεν ότι θέλομεν ιδεί ποτέ επί της γης, εις δε την θέσιν της θυγατρός της Λήδας ενεθρονίσθη οριστικώς η 'Καλή Ελένη' του Οφφεμβάχου και αι ταύτη όμοιαι ηρωίδες της παρακμής.
Πριν όμως αποφασίσωμεν να θρηνήσωμεν ως ανεπιστρεπτί αποπτάσαν εκ της οικουμένης την 'φιλοκαλίαν', καλόν είναι να εξετάσωμεν τι είναι αύτη κατά την γνώμην των τόσω επιδεικτικώς επί τη απωλεία αυτής πενθούντων.
Κατά τον Σταγειρίτην, ο δυνάμενος να δώση ακριβή πράγματος τίνος ορισμόν πρέπει να θεωρήται ως αυτόχρημα θεός˙ το δε να ήναι απλώς 'θείος' δεν αρκεί, φαίνεται, προς τούτο, και παράδειγμα έστω ο θειος Πλάτων, ο πειραθείς να ορίση τι είναι άνθρωπος και συγχύσας αυτόν προς μαδηθέντα αλεκτρυόνα, και οι σήμερον φυσιολόγοι, oι τοσαύτας συσσωρεύσαντες περί του αυτού θέματος βλασφημίας, ώστε ο αρχιεπίσκοπος Καλοπράγμων (Bonnechose) ήναγκάσθη ν' αφορίση αυτούς εν πληθούση γερουσία.
Εκ τούτου πολύ φοβούμεθα ότι ανεπίληπτός τις ορισμός της φιλοκαλίας έσται ημίν δυσεύρετος. Αληθές είναι ότι ο αριθμός των ορισμών τούτων είναι μέγας και ο όγκος των ορισάντων πολύς. Αλλά καθώς, κατά τους ηθικολόγους, η πληθύς των νόμων είναι ασφαλές τεκμήριον της διαφθοράς των ηθών, ούτω, νομίζω, και των ορισμών η αφθονία ουδέν άλλο αποδεικνύει η την ασάφειαν των ιδεών.
Οπωσδήποτε, αναγκαζόμενοι να παραθέσωμεν τινάς των ορισμών τούτων, θέλομεν προτιμήσει τους των Γάλλων, ουχί κυρίως ως κατεχόντων σήμερον την δάφνην της καλαισθησίας, άλλα προ πάντων ως των μόνων οπωσούν καταληπτών˙ ενώ οι των Γερμανών, βαθείς όντες ως αρτεσιανά φρέατα, απαιτούσι την εις τους ερεβώδεις αυτών μυχούς κατάβασιν μετ' εξαιρετικής τίνος παρασκευής φώτων και λαμπάδων, ής αμοιρούμεν.
«Η φιλοκαλία, κατά τον Μοντέσκιον, συνίσταται εις το διακρίνειν μετ’ οξυδερκείας και έτοιμότητος τον βαθμόν της ηδονής, ην έκαστον αντικείμενον δύναται να παράσχη τοις ανθρώποις»
Αλλ' ο σοφός συγγραφεύς του ‘Πνεύματος των νόμων' φαίνεται συγχέων ενταύθα την ευφυΐαν μετά της φιλοκαλίας. Έργον τω όντι της πρώτης είναι ν' ανευρίσκη και μεταχειρίζηται προσηκόντως το δυνάμενον να προξενήση ηδονήν, ενώ η δευτέρα περιορίζεται εις το εξαλείφειν και λεαίνειν παν ίχνος τραχύτητος και ανωμαλίας, έχουσα προς την ευφυΐαν όπως η χάρις προς την καλλονήν.
Ο Βολταίρος ονομάζει φιλοκαλίαν «την δύναμιν του αισθάνεσθαι το καλόν και το μη τοιούτον εν πάσαις ταις τέχναις». Έκαστος όμως εννοεί ότι ο ορισμός ούτος, περιοριζόμενος εις μόνον το αίσθημα, είναι μονομερής, αφού πλην τούτου η φιλοκαλία απαιτεί και την 'γνώσιν', την φωτίζουσαν και δικαιολογούσαν τας κρίσεις αυτής.
Ο δε Αλεμβέρτος, θετικός ων άνθρωπος και γεωμέτρης, αφίνει κατά μέρος το αίσθημα και ονομάζει φιλοκαλίαν «την δύναμιν του διακρίνειν εν παντί έργω τας ιδιότητας, δι’ ων πρέπει ν' αρέση». Ο ορισμός ούτος είναι πάντων ο ελλιπέστερος˙ διότι καθ’ εκάστην απαντώμεν σοφούς ανθρώπους, κατόχους των κανόνων της αισθητικής ορθοδοξίας και ικανωτάτους να διακρίνωσιν εν ποιήματι η εν εικόνι πάσαν αρετήν και παν πλημμέλημα, αλλ' εν τούτοις ουδέν αισθανομένους, καθότι το επίστασθαι διαφέρει του αισθάνεσθαι. Κατά δε τον Le Batteux η φιλοκαλία είναι «φυσική τις ευαισθησία εντελώς ανεξάρτητος της τέχνης και της επιστήμης». Αλλ' oι αποδεχόμενοι τον τοιούτον ορισμόν πρέπει και να παραδεχθώσιν ότι oι σκοτεινότεροι αιώνες και αι σκυθικώτεραι των φυλών δύνανται να διαγωνισθώσι περί φιλοκαλίας προς τους επί Περικλέους Αθηναίους και τους Ιταλούς επί Μεδίκων.
«Η φιλοκαλία, λέγει ο Ιππότης Βουφλέρος, είναι η αφή της ευφυίας». Ο ορισμός ούτος είναι τω ώντι ευφυέστατος, αλλ' ουδέν πλέον.
Του λόγου όντος περί φιλοκαλίας, άδικον ήθελεν είναι να μην παραθέσωμεν και γυναικείων τίνα ορισμόν. Πρόχειρον έχομεν τον της κας Στάελ, καθ' ην «φιλοκαλία είναι η γνώσις των αληθινών και μονίμων σχέσεων». Τον τοιούτον ορισμόν της Γαλάτιδος σιβύλλης εξηγούντα obscura per obecuris, μετά της προσηκούσης ταπεινότητος ομολογουμεν ότι ουδόλως ενοήσαμεν.
Εκ των ανωτέρω γίνεται δήλον ότι oι περί φιλοκαλίας γνωματεύσαντες είσι διηρημένοι εις δύο αντιμέτωπα στρατόπεδα˙ oι μεν θεωρούσιν αυτήν ως φυσικόν τι και αυθύπαρκτον δώρημα, oι δε ως απλούν προϊόν επιστήμης και εμπειρίας. Προ τίνων ετών κραταιός πόλεμος είχεν εγερθή εν τη πολιτεία των θεολόγων περί του ακανθώδους φυτού, εξ ου συνίστατο ο επί της κεφαλής του Σωτήρος επιτεθείς στέφανος. Οι μεν ισχυρίζοντο ότι ο άγιος στέφανος ήτο εκ συνήθων ακανθών, οι δε, ουδαμού της Παλαιστίνης ευρίσκοντες σήμερον τοιαύτας, ήθελον αυτόν εκ ράμνων, ενώ άλλοι απεφαίνοντο ότι επλέχθη εκ κλάδων ακακίας, ην oι Έλληνες εκάλουν 'άκανθαν', και έτεροι, μη στέργοντες τας άκανθας, ήθελον αυτόν εκ θαλασσίου σχοίνου. Η φιλονεικία εφαίνετο αδιέξοδος, αλλ' αγαθός τις χριστιανός κατώρθωσε να συμβιβάση πάσας τας διαμαχομένας γνώμας αποφανθείς, ότι ο στέφανος του Ιησού «συνίστατο εκ παντοίων ακανθωδών φυτών συνδεδεμένων διά θαλασσίου σχοίνου». Το αυτό ευσεβές και διαλλακτικόν έργον επιχειρούντες και ημείς, τολμώμεν να ορίσωμεν την φιλοκαλίαν «το μετά λόγου αίσθημα των καλλονών της τέχνης και της φύσεως».
Ωνομάσαμεν την φιλοκαλίαν 'αίσθημα', διότι ο πολλά επισταμένος αλλ' ουδέν αισθανόμενος έσται αείποτε ψυχρός τεχνίτης και άδικος τεχνοκρίτης, προσεθέσαμεν δε 'μετά λόγου', διότι ο ζωηρώς αισθανόμενος αλλ' ουδέν επισταμένος θέλει υποπέσει εξάπαντος εις πολλάς ατοπίας και ανωμαλίας, οτέ μεν μεταιωριζόμενος ως αετός, οτέ δε έρπων χαμαί ως κοχλίας. Το αίσθημα άνευ της επιστήμης είναι οδηγός τυφλός, πολλάκις απατών και ενίοτε παρασύρων εις κρημνούς και αβύσσους˙ άλλα και η επιστήμη, οσάκις δεν θερμαίνεται υπό του αισθήματος, αδυνατεί να είσδυση εις τους μυχούς της φύσεως και της ανθρωπινής καρδίας, αι δε κρίσεις αυτής δύνανται μεν να ώσιν ακριβείς και ορθαί, άλλα περιοριζόμεναι εις μόνην την επιφάνειαν των πραγμάτων μένουσιν επιπόλαιοι.
Αν παραδεχθωμεν τον ανωτέρω ορισμόν, δυνάμεθα ίσως να εξηγήσωμεν δι’ αυτού και τας διαφοράς και ποικιλίας της αισθητικής, αίτινες απαντώνται κατ' εποχάς, κατ' έθνη και κατ' άτομα, αποδίδοντες αυτάς εις την άνισον διανομήν των δύο στοιχείων, άτινα, απαρτίζουσι καθ' ημάς την φιλοκαλίαν, του 'αισθήματος' δηλ. και της 'επιστήμης'. Ούτω παρ' Έβραίοις το αίσθημα, άμοιρον επιστήμης, ενέπνεε τοις προφήταις τας καταπληκτικάς αυτών εικόνας και ασιατικάς υπερβολάς˙ πολύ βραδύτερον εν Ρώμη, ακμαζούσης της επιστήμης και χαλαρωθέντος του αισθήματος, ανεφάνησαν τα ανεπίληπτα αλλ' οπωσούν ψυχρά αριστουργήματα του Κικέρωνος και Ορατίου. Υπάρχουν όμως και άλλοι τινές ευτυχέστεροι αιώνες, ή μάλλον επέλαμψαν παρ' ενί μόνω λαώ ευτυχείς τίνες ημέραι, καθ' ας τα δύο συστατικά της φιλοκαλίας, το αίσθημα και η γνώσις, συνεκεράσθησαν μετά τοσαύτης προς άλληλα αρμονικής αναλογίας, ώστε απετέλεσαν εν άδιαίρετον όλον, 'το ιδανικόν καλόν', το άπαξ μόνον ενσαρκωθέν παρ' άνθρώποις˙ συνέβη δε τούτο παρ' Αθηναίοις, ότε εκτίζετο ο Παρθενών και εδιδάσκετο η Αντιγόνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: